Όνομα: Μαουρίσιο Ρόσενκοφ. Ψευδώνυμο: ελ Ρούσο. Σημερινό αξίωμα: γενικός διευθυντής Πολιτισμού του Μοντεβιδέο. Χθεσινή, σημερινή και αυριανή ιδιότητα: Τουπαμάρο.
«Μπήκα στη φυλακή τον Μάιο του 1972 και βγήκα τον Μάρτιο του 1985. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η έλλειψη αέρα: στα κελιά μας, που ήταν 1.80 επί 80, βάζαμε ένα χαρτί στο πάτωμα και όταν το βλέπαμε να κινείται είχαμε την ψευδαίσθηση του αέρα. Στην πραγματικότητα, αυτό που κινούσε το χαρτί ήταν τα βήματά μας. Μας βασάνιζαν συνεχώς. Όπως έλεγε ένας συνταγματάρχης, που σήμερα είναι στρατηγός, "αφού δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε, θα τους τρελάνουμε". Για να ανακουφίσουμε τη δίψα μας ανακυκλώναμε τα ούρα μας, σας διαβεβαιώ ότι γίνεται, πρέπει απλώς να περιμένεις να κατακαθίσουν τα άλατα. Ήμουν όμως και τυχερός: ένας δεσμοφύλακας έμαθε ότι ήμουν καλός στο γράψιμο και με διέταξε να γράφω για λογαριασμό του γράμματα στην αρραβωνιαστικιά του. Τη γοήτευσα! Κι εκείνος μου έδινε τσιγάρα. Ύστερα άρχισα να γράφω γράμματα και για άλλους, ώς και γάμους ολόκληρους κανόνισα!
Δεν παριστάνω τον ήρωα, λύγισα πολλές φορές. Ξέραμε όμως πως έπρεπε να αντισταθούμε. Στην Αμερική κυβερνούσε ο Κάρτερ, και κάθε φορά που ζητούσε να βελτιωθούν οι συνθήκες κράτησής μας τα πράγματα χειροτέρευαν. Απομνημόνευα πολύ, κυρίως στίχους, όπως αυτόν: "Δεν υπάρχει χρόνος που να μη σπάει/ ούτε χρόνος που να μην τελειώνει". Θα τελείωνε, το ξέραμε. Όταν έπεσε η δικτατορία, μας έστειλαν σε ένα φραγκισκανικό μοναστήρι, στο Μοντεβιδέο. Ακούγαμε τον κόσμο στους δρόμους να φωνάζει: "Τούπα, αδέλφια μας, σας περιμένουμε!". Όταν βγήκα, πήγα να δω τους γονείς μου. Ζούσαν σε έναν οίκο ευγηρίας. Είχα αλλάξει τόσο πολύ που δεν με γνώρισαν. Όταν η μάνα μου συνήλθε από το σοκ, με ρώτησε αυτό που ρωτάει κάθε μάνα: "Έφαγες τίποτα; " Ο πατέρας μου, παλιός μπολσεβίκος, μου ψιθύρισε: "Τώρα που βγήκες, γιε μου, θέλω να μου εξηγήσεις τη διαφορά ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους Τουπαμάρος". Κι εγώ του είπα, "άκου, γέρο μου, οι Τουπαμάρος είναι οι κομμουνιστές". Πολύ του άρεσε.
Με ρωτάτε πώς αισθάνομαι που βρισκόμαστε τώρα στην εξουσία. Μα κάνετε λάθος: είμαστε απλώς στην κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούμε να αλλάξουμε ορισμένα πράγματα. Αν είχαμε την εξουσία, θα είχαμε τη δύναμη να επιταχύνουμε ή να επιβάλουμε τις αλλαγές. Με ρωτάτε επίσης πώς έγινε κι έδωσα το χέρι σε έναν πρώην βασανιστή μου, που τον συνάντησα σε μια εκδήλωση κατά της φτώχειας. Μα είμαστε πολιτικοί μαχητές, όχι εκδικητές. Δεν έχουμε καιρό για μίση, αυτό που προέχει είναι να ξεριζώσουμε την πείνα. Παραμένουμε πάντα Τουπαμάρος, ναι. Αλλά υπάρχει η ώρα του αντάρτικου και η ώρα του Κοινοβουλίου».
(Από συνέντευξη του Μαουρίσιο Ρόσενκοφ στην Ελ Παΐς)
«Μπήκα στη φυλακή τον Μάιο του 1972 και βγήκα τον Μάρτιο του 1985. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η έλλειψη αέρα: στα κελιά μας, που ήταν 1.80 επί 80, βάζαμε ένα χαρτί στο πάτωμα και όταν το βλέπαμε να κινείται είχαμε την ψευδαίσθηση του αέρα. Στην πραγματικότητα, αυτό που κινούσε το χαρτί ήταν τα βήματά μας. Μας βασάνιζαν συνεχώς. Όπως έλεγε ένας συνταγματάρχης, που σήμερα είναι στρατηγός, "αφού δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε, θα τους τρελάνουμε". Για να ανακουφίσουμε τη δίψα μας ανακυκλώναμε τα ούρα μας, σας διαβεβαιώ ότι γίνεται, πρέπει απλώς να περιμένεις να κατακαθίσουν τα άλατα. Ήμουν όμως και τυχερός: ένας δεσμοφύλακας έμαθε ότι ήμουν καλός στο γράψιμο και με διέταξε να γράφω για λογαριασμό του γράμματα στην αρραβωνιαστικιά του. Τη γοήτευσα! Κι εκείνος μου έδινε τσιγάρα. Ύστερα άρχισα να γράφω γράμματα και για άλλους, ώς και γάμους ολόκληρους κανόνισα!
Δεν παριστάνω τον ήρωα, λύγισα πολλές φορές. Ξέραμε όμως πως έπρεπε να αντισταθούμε. Στην Αμερική κυβερνούσε ο Κάρτερ, και κάθε φορά που ζητούσε να βελτιωθούν οι συνθήκες κράτησής μας τα πράγματα χειροτέρευαν. Απομνημόνευα πολύ, κυρίως στίχους, όπως αυτόν: "Δεν υπάρχει χρόνος που να μη σπάει/ ούτε χρόνος που να μην τελειώνει". Θα τελείωνε, το ξέραμε. Όταν έπεσε η δικτατορία, μας έστειλαν σε ένα φραγκισκανικό μοναστήρι, στο Μοντεβιδέο. Ακούγαμε τον κόσμο στους δρόμους να φωνάζει: "Τούπα, αδέλφια μας, σας περιμένουμε!". Όταν βγήκα, πήγα να δω τους γονείς μου. Ζούσαν σε έναν οίκο ευγηρίας. Είχα αλλάξει τόσο πολύ που δεν με γνώρισαν. Όταν η μάνα μου συνήλθε από το σοκ, με ρώτησε αυτό που ρωτάει κάθε μάνα: "Έφαγες τίποτα; " Ο πατέρας μου, παλιός μπολσεβίκος, μου ψιθύρισε: "Τώρα που βγήκες, γιε μου, θέλω να μου εξηγήσεις τη διαφορά ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους Τουπαμάρος". Κι εγώ του είπα, "άκου, γέρο μου, οι Τουπαμάρος είναι οι κομμουνιστές". Πολύ του άρεσε.
Με ρωτάτε πώς αισθάνομαι που βρισκόμαστε τώρα στην εξουσία. Μα κάνετε λάθος: είμαστε απλώς στην κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούμε να αλλάξουμε ορισμένα πράγματα. Αν είχαμε την εξουσία, θα είχαμε τη δύναμη να επιταχύνουμε ή να επιβάλουμε τις αλλαγές. Με ρωτάτε επίσης πώς έγινε κι έδωσα το χέρι σε έναν πρώην βασανιστή μου, που τον συνάντησα σε μια εκδήλωση κατά της φτώχειας. Μα είμαστε πολιτικοί μαχητές, όχι εκδικητές. Δεν έχουμε καιρό για μίση, αυτό που προέχει είναι να ξεριζώσουμε την πείνα. Παραμένουμε πάντα Τουπαμάρος, ναι. Αλλά υπάρχει η ώρα του αντάρτικου και η ώρα του Κοινοβουλίου».
(Από συνέντευξη του Μαουρίσιο Ρόσενκοφ στην Ελ Παΐς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.