Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Μισέλ Φουκώ - Ιστορία της τρέλας

Ο Φουκώ ξεκινά την "Ιστορία της τρέλας[1]" με ιστορικές αναφορές στην καταπολέμηση της λέπρας. Γιατί και η τρέλα σαν λέπρα αντιμετωπίστηκε από την πολιτισμένη Ευρώπη. Το θέμα δεν ήταν τόσο να γιατρευτεί ο ασθενής, όσο να κρατηθεί σε μια ασφαλή απόσταση· στον Μεσαίωνα με κατάρες και αναθέματα, από την Αναγέννηση κι ύστερα με τον εγκλεισμό και την απομόνωσή του. Τα λεπροκομεία μπορεί να μείναν αδειανά, αλλά οι πρακτικές αποπομπής του αρρώστου διατηρήθηκαν.
Η εκκλησία με τη βοήθεια ιερέων και ευχολογίων έπειθε, πρώτα τους λεπρούς κι έπειτα τους τρελούς, πως ο Θεός επέλεξε να  τους μολύνει με την αρρώστια και είναι μεγάλη χάρη να τους τιμωρεί για τις αμαρτίες τους. Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, φτωχοί, αλήτες, ξεστρατισμένοι και βαρυποινίτες θα αποκλειστούν από την κοινωνία προκειμένου να εξασφαλιστεί η "πνευματική προστασία" των υπολοίπων.

Τον 17ο αιώνα ιδρύονται σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις "Γενικά Νοσοκομεία" που η λειτουργία τους δεν έχει καμία σχέση με την ιατρική. Ήταν δημιουργήματα των μοναρχικών καθεστώτων και των αστών, που την εποχή εκείνη οργανώνονται  και προσπαθούν να επιβάλουν την δική τους τάξη πραγμάτων. Ιδρύματα εγκάθειρξης υπάρχουν στην Αγγλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και στοιβάζουν στα ίδια κελιά ποινικούς κατάδικους, νέα παιδιά που τάραζαν την ησυχία του σπιτιού τους ή σπαταλούσαν λεφτά, απόκληρους και τρελούς. Η εγκάθειρξη ως ιδέα γεννήθηκε στην Ευρώπη του κλασικισμού, που θεώρησε την τρέλα ένα "κατά πάθος ζην" που ερχόταν σε αντίθεση με το "κατά λόγον ζην" των αρχαίων Ελλήνων.  
Άλλωστε, ο τρελός, πέρα από το ότι δεν προσαρμόζεται στην αστική νοοτροπία, δεν συμμετέχει ισόποσα και στην παραγωγική διαδικασία. Τώρα που ο εγκλεισμός του αντικαθιστά την παλιά τακτική της αποπομπής, μπορεί συμμετέχοντας σε καταναγκαστικά έργα να φανεί χρήσιμος. Δεν τιμωρείται, ούτε διώκεται ακριβώς. Το κράτος τον στεγάζει και τον θρέφει με αντάλλαγμα την προσωπική του ελευθερία και τον εξαναγκασμό σε σκληρή χειρωνακτική εργασία.

Σ΄αυτά τα νοσοκομεία - σωφρονιστήρια, συχνά οι τρελοί συστεγάζονταν με τους νοσούντες από αφροδίσια νοσήματα. Έτσι, τα παραπτώματα της λογικής συγκατοικούσαν με τα αμαρτήματα της σάρκας. Ο ορθολογισμός της Ευρώπης ενθάρρυνε για πάνω από εκατόν πεντήντα  χρόνια τη συνύπαρξη συφιλιδικών και τρελών, αναγνωρίζοντας μεταξύ των δύο μια σκοτεινή συγγένεια -και πιθανότατα ενοχή- που μπέρδεψε πολύ την έννοια της θεραπείας με αυτήν της τιμωρίας. Τον 18ο αιώνα οι ψυχικά ασθενείς  βρίσκονται πια περιχαρακωμένοι και απομονωμένοι, σε κατάσταση που θυμίζει περισσότερο αντικείμενα παρά ανθρώπους. 

"Οι τρελές σε κρίση μανίας είναι αλυσοδεμένες σαν τα σκυλιά στην πόρτα του κελιού τους, και τις χωρίζει από τους φύλακες και τους επισκέπτες ένας μακρύς διάδρομος, προστατευμένος με σιδερένιο κιγκλίδωμα. Μεσ' απ' αυτό τούς δίνουν την τροφή τους και ψάθες για να κοιμηθούν. Με τσουγκράνες βγάζουν έξω μέρος απ΄τις ακαθαρσίες που τις ζώνουν". Σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, οι οργανισμοί των φρενοβλαβών είναι εξαιρετικά ανθεκτικοί, και σχεδόν αναίσθητοι. Μπορούν να αντέξουν το κρύο, τις ψυχρολουσίες, το μαστίγωμα και τις λοιπές μεθόδους σωφρονισμού τους.  
Η έντονη επίδραση των αρχαίων Ελλήνων φαίνεται και στις απόπειρες ερμηνείας της τρέλας. Οι απόψεις του Αριστοτέλη για την ισορροπία των υγρών του σώματος οδηγεί στην ταύτιση της τρέλας με το πάθος, που συχνά παίρνει τη μορφή παραληρήματος. Οι όψεις που μπορεί να πάρει η τρέλα μπορούν να συνοψιστούν στα ζεύγη "μανία - μελαγχολία" και "υστερία - υποχονδρία".

Εξαγνισμοί, βάφτισμα σε παγωμένα νερά, έντονη κίνηση, φόβος, απότομο ξύπνημα, θεατρική αναπαράσταση, επιστροφή στη φύση. Όταν ο πολιτισμός, η ομαδική ζωή, οι φανταστικές επιθυμίες που ξυπνά η ανάγνωση μυθιστορημάτων ή τα θεατρικά θεάματα προκαλέσουν νευρικές παθήσεις, η επιστροφή στην καθαρότητα του νερού παίρνει τις διαστάσεις ιεροτελεστίας εξαγνισμού, λέει ο ειρωνικά Φουκώ. "Το μόνο που πρέπει να προσέξει κανείς είναι να βουτά τους τρελούς στο νερό απότομα κι απροειδοποίητα, και να τους κρατάει όσο γίνεται περισσότερο. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τη ζωή τους". 
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο σαδισμός, σαν ατομικό φαινόμενο που φέρνει το όνομα ενός ανθρώπου, του μαρκησίου de Sade, γεννήθηκε από την εγκάθειρξη και μέσα στην εγκάθειρξη. Ολόκληρο το έργο του de Sade κυριαρχείται από εικόνες φρουρίων, κελιών,  υπογείων, μοναστηριών, νησιών, που μοιάζουν να σχηματίζουν κατά κάποιον τρόπο το φυσικό χώρο του παραλογισμού. 

Διαφωτιστές, εγκυκλοπαιδιστές και άλλοι σοφοί απέδωσαν την τρέλα σε τρεις αιτίες. Πρώτα, η λεγόμενη "εμπορική ελευθερία", που κάνει τον άνθρωπο έρμαιο των επιθυμιών του και τον απομακρύνει από την ουσία του εαυτού. Ύστερα, η θρησκεία. "Οι πολύ δυνατές εντυπώσεις που δημιουργούν ορισμένοι πολύ παθιασμένοι ιεροκήρυκες, οι υπερβολικοί φόβοι για τις ποινές, που μ΄αυτές η θρησκεία απειλεί τους παραβάτες των νόμων της, γεννούν εντυπωσιακές διαταραχές στ΄αδύναμα πνεύματα". Τέλος, "ο πολιτισμός γενικά είναι ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη της τρέλας. Αν η πρόοδος των επιστημών από τη μια μεριά διαλύει την πλάνη, από την άλλη έχει την ιδιότητα να διαδίδει τη συνήθεια, κι ακόμη τη μανία, της μελέτης. Η ζωή του γραφείου, οι αφηρημένες θεωρίες, αυτή η συνεχής κίνηση του πνεύματος χωρίς την παράλληλη άσκηση του σώματος, μπορούν να φέρουν τα πιο μοιραία αποτελέσματα". 

Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι τρελοί αποφασίζεται να αποτελέσουν ειδική κατηγορία κρατουμένων και δημιουργούνται τα πρώτα άσυλα που προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για κείνους. Όχι φυσικά από ευαισθησία για τους ψυχικά νοσούντες, αλλά από κατανόηση για όλους τους άλλους, που φοβούνται τους φρενοβλαβείς. Είναι άδικο οι τρελοί να στοιβάζονται με όλους τους υπόλοιπους. Άδικο για τους υπόλοιπους! 
"Τόσο μεγάλη ήταν η σύγχυση εκείνα τα χρόνια. Τόσο ήταν δύσκολο, τη στιγμή που κάνουν μια νέα αποτίμηση της "ανθρωπιάς", να προσδιορίσουν τη θέση που θα 'πρεπε να πάρει μέσα σ' αυτήν η τρέλα. Τόσο ήταν δύσκολο να την εντάξουν σ' ένα χώρο κοινωνικό, που την εποχή εκείνη ξαναχτιζόταν". 
Αυτά τα άσυλα, που συνήθως ονομάζονταν ησυχαστήρια, είχαν στόχο να γεννήσουν ενοχές στον ασθενή για την κατάστασή του. Ως μέσο σωφρονισμού επιβάλλονται η απόλυτη σιωπή του ψυχασθενούς, το επίμονο κοίταγμά του στον καθρέφτη, η διαρκής καταδίκη του από το ιατρικό προσωπικό, που το κάθε πρόσωπο που το αποτελεί έχει το ρόλο του Κριτή, αν όχι του δήμιου. 
"Ο τρελός χάνει με τρόπο παράδοξο, την ουσία της ελευθερίας του, με τη μορφή αποθέωσης της μοναχικότητάς του. Γίνεται υπεύθυνος για όσα γνωρίζει για την αλήθεια του. Φυλακίζεται μέσα στο αυτοεπανερχόμενο βλέμμα του και, τελικά, δένεται με τις αλυσίδες της ταπείνωσης του να είναι αντικείμενο δι΄ εαυτόν. Τώρα στον τρελό η συνειδητοποίηση ενώνεται με την ντροπή [...] να περιφρονά τον εαυτό του πριν κιόλας προλάβει να τον αναγνωρίσει, ή να τον γνωρίσει". 

odaimontislogotexnias 

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Στα όνειρα αρχίζει η ευθύνη

"Ό, τι κι αν είναι αυτό που ψάχνεις, δε θα έρθει στη μορφή που το περιμένεις".

"Μπορεί να σου φαίνεται εξωφρενική αυτή η απόφαση, αλλά σκέψου το εξής: οι περισσότερες επιλογές που κάνουμε στη ζωή μας, είναι εξίσου εξωφρενικές".

"Και μόλις η θύελλα κοπάσει, δε θα θυμάσαι πώς κατάφερες να τη διασχίσεις, πώς κατάφερες να επιζήσεις. Στην πραγματικότητα, δε θα γνωρίζεις πως η θύελλα κόπασε. Ένα όμως είναι βέβαιο. Όταν βγεις από κει μέσα, δε θα είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο που μπήκε. Περί αυτού πρόκειται".

"Όποιος ερωτεύεται αναζητά το χαμένο κομμάτι του εαυτού του. Γι' αυτό όλοι οι ερωτευμένοι μελαγχολούν όταν σκέφτονται τον αγαπημένο τους. Είναι σαν να επιστρέφεις σ΄ 'ενα δωματιο από το οποίο έχεις όμορφες αναμνήσεις, ένα δωμάτιο που έχεις καιρό να επισκεφθεις. Είναι φυσικό αυτό το συναίσθημα".

αποσπάσματα από το βιβλίο "Ο Κάφκα στην ακτή" του Χαρούκι Μουρακάμι

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Εκατό χρόνια μοναξιά

Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.
Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.
Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.
Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή, και γι' αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη ( σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.
Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.
Ο άλλος πόλεμος , ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.
Ο κόσμος θα' χει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να τη βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη. Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι, είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σ' εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει ν' αγαπήσει το χειρότερο εχθρό του.

αποσπάσματα / αποφθέγματα από το "Εκατό χρόνια μοναξιά" του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Τάδε έφη Β. Ραφαηλίδης

"… Μια χώρα απατεώνων αποκλείεται να μην την κυβερνούν απατεώνες. Η δημόσια απάτη στην Ελλάδα έχει ιδιωτική βάση. Τη θέλει ο λαός και τη στηρίζει ο λαός. Αρκεί να διαρρεύσει πως είσαι έντιμος για να μην εκλεγείς βουλευτής. ψηφίζουμε φελλούς γιατί χρειαζόμαστε φελλούς…"

" Όλα πήγαν στραβά εξαρχής στο κράτος που ονομάστηκε Ελλάδα, το 1830 που εμφανίστηκε η νέα Ελλάδα, στον ίδιο τόπο που στην Αρχαιότητα υπήρχε η αρχαία Ελλάδα, πράγμα που δημιούργησε μύριες παρανοήσεις οσον αφορά την καταγωγή των  Νεοελλήνων, που βέβαια δεν είναι ανάγκη να έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα για να είναι Ελληνες. Ούτε είναι κανείς σώνει και καλά Έλληνας, γιατί έτυχε να γεννηθεί στην Ελλάδα. Η ζορισμένη γεωγραφία πολύ μικρο ρόλο παίζει στην εθνικότητα,κι αυτο το γνώριζαν καλά οι Αρχαίοι Έλληνες, οι διάσπαρτοι σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. "

" Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο. Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Το Φολκσβάγκεν (το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ. Αλλά υπάρχει ακόμα. Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληκτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει. Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός. Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ. Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά. "

" Η αναρχία είναι μια κατάσταση φυσική. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος δε μπορεί παρά να νιώθει άσχημα όταν κάποιος ή κάποιοι προσπαθούν να περιορίσουν τη φυσική για κάθε άνθρωπο τάση να φέρεται φυσικά. Η εξουσία είναι κάτι το παρά φύση. Στη φύση δεν υπάρχει εξουσία, υπάρχει ηγεσία. Ηγέτης είναι αυτός που ηγείται, που προηγείται και δείχνει το δρόμο στους άλλους για να μη χαθούν. Το κριάρι δεν ασκεί εξουσία στο κοπάδι, απλώς ηγείται του κοπαδιού. (…) Το αναρχικό κίνημα, με τις πολλές και ποικίλες παραλλαγές του, αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση στην κοινωνία καθεστώτος πραγματικής ισότητας, πραγματικής αδελφοσύνης, πραγματικής δικαιοσύνης, έξω και πέρα από κάθε καταναγκασμό που βάζει όρια και στην ισότητα, και στην αδελφοσύνη, και στη δικαιοσύνη. Ο αναρχισμός, η απόρριψη της Αρχής, της εξουσίας σε όλες της τις μορφές, είναι ένα ιδανικό για την αβίαστα και ελεύθερα αυτορυθμιζόμενη προσωπικότητα. (…) Ο εθνικισμός είναι πολιτιστικό δεδομένο. Στηρίζεται στη διαφορετικότητα των πολιτισμών ή μάλλον στην ιεράρχηση των πολιτισμών, αν δεχτούμε πως θα ήταν δυνατό να υπάρξει μια τέτοια ιεράρχηση, πράγμα που ο μεγάλος εθνολόγος και δημιουργός του δομισμού (στρουχτουραλισμού) Λεβί-Στρός το απορρίπτει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος πολιτισμός, λέει ο Λεβί-Στρος. Κάθε πολιτισμός υπάρχει «καθ’ εαυτόν και διά τον εαυτό του», όπως θα έλεγαν οι υπαρξιστές. Μόνο η τερατώδης αλαζονεία του αποικιοκράτη ευρωπαίου θα κάνει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μέτρο σύγκρισης για όλους τους άλλους. "

" Το τι ψηφίζεις δεν είναι πάντα η ασφαλέστερη ένδειξη πως είσαι ή δεν είσαι προοδευτικός. Όταν περιφρονείς την τεχνολογία είσαι σαφέστατα συντηρητικός, ό,τι κι αν ψηφίζεις. Και, προσοχή: Όταν πας να ψηφίσεις μην πάρεις αεροπλάνο. Καβάλησε καλύτερα τον γαϊδαρο. Και αν θέλεις να νιώσεις και ολίγον προϊστορικός, ξεκίνα να πας με τα πόδια για να ψηφίσεις το προοδευτικό σου κόμμα. "

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Στοιχειώδης Αισθητική

Επειδή η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος, επειδή η αισθητική δεν είναι η ηθική του παρόντος, επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος είναι η απάτη, επειδή η αισθητική δεν έχει παρόν εδώ στην Ελλάδα, επειδή στην Ελλάδα παρόν είναι το παρελθόν, επειδή τούτο το παρελθόν δεν έχει μέλλον, επειδή το μέλλον γενικώς είναι αόριστο παντού στον κόσμο πλην της Ελλάδας όπου είναι οριστικό καθότι θανατερό, επειδή η τέχνη είναι μια παρηγοριά κι ένα καταφύγιο απ’ τη μιζέρια και την αθλιότητα, επειδή η μιζέρια και η αθλιότητα περίσσεψαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, επειδή η πολιτική στερείται αισθητικής διότι στερείται ηθικής, επειδή πολλοί καλλιτέχνες στερούμενοι ουσιαστικής αισθητικής παιδείας επιχειρούν να ασχοληθούν με την πολιτική για να χάσουν και τη λιγοστή αισθητική παιδεία που είχαν, επειδή θέλουμε να τους προφυλάξουμε απ’ αυτή τη συμπεριφορά, για όλα αυτά τα επειδή και για πολλά άλλα η ενασχόληση με την τέχνη στην Ελλάδα καθίσταται πρόβλημα επείγον…

"Στοιχειώδης Αισθητική" - Βασίλης Ραφαηλίδης

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Απουσία

Για πολύ καιρό σκεφτόμουν ότι η απουσία είν’ έλλειψη.
Και λυπόμουν, ο άσxετος, για την έλλειψη.
Σήμερα δεν λυπάμαι γι’ αυτήν.
Δεν υπάρxει έλλειψη στην απουσία.
Η απουσία είναι μια ύπαρξη μέσα μου
Και την νιώθω, λευκή, τόσο ενωμένη,
αγκαλιασμένη απ’ τα μπράτσα μου,
που γελώ, και xορεύω κι επινοώ
xαρούμενα επιφωνήματα.
Γιατί την απουσία, αυτή την αφομοιωμένη απουσία,
Κανείς δεν την κλέβει πια από μένα.

Κάρλος Ντράμοντ ντε Αντράντε

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Ο Έκο για τον αθλητισμό

“Αν επιχειρήσει κανείς μια σφαιρική αναθεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεών μας, ας δοκιμάσει να αγγίξει τον αθλητισμό. Θ’ ανακαλύψει σ’ αυτόν τα ελαττώματα του ανθρώπου σαν κοινωνικό ζώα: τότε θα φανούνε τα στοιχεία της κοινωνικότητας που είναι άσχετα με τον άνθρωπο. Τότε θα γίνει σαφής η απατηλή φύση του κλασικού ουμανισμού, που είναι βασισμένος στην ελληνική ανθρωπολατρεία, βασισμένη με τη σειρά της όχι στην ενόραση ή την ιδέα της πόλης ή τη δράση, αλλά στον αθλητισμό σαν προμελετημένη σπατάλη, απόκρυψη του προβλήματος, “φλυαρία” διογκωμένη στο έπακρο.
Με λίγα λόγια -θα το εξηγήσουμε αργότερα- ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη παρεκτροπή του φατικού λόγου, και επομένως -σε τελευταία ανάλυση- η άρνηση οποιουδήποτε διαλόγου, κι έτσι η αρχή της αποκτήνωσης του ανθρώπου, ή η “ουμανιστική” επινόηση μιας ολοκληρωτικά απατηλής ιδέας για τον άνθρωπο.
Στην αθλητική δραστηριότητα κυριαρχεί η “σπατάλη“. Κάθε σχετική κίνηση είναι σπατάλη ενέργειας- αν πετάξω μια πέτρα από απλή ευχαρίστηση -όχι για να πετύχω ένα οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό- θα σπαταλήσω θερμίδες που είχα εξασφαλίσει με την κατανάλωση τροφής για την παραγωγή της οποίας κάποιος εργάστηκε. Τώρα, αυτή η σπατάλη είναι τελείως υγιής. Είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο τον παιχνιδιού. Και ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, νιώθει τη σωματική και ψυχική ανάγκη να παίξει. Υπάρχει επομένως ένα είδος σπατάλης που δεν μπορούμε να αποφύγουμε – σημαίνει για μας ελευθερία, ελευθερία από την τυραννία της αναπόφευκτης, απαραίτητης δουλειάς. Αν δίπλα σε μένα που πετάω την πέτρα έρθει κάποιος άλλος για να την πετάξει ακόμη πιο μακριά, το παιχνίδι παίρνει τη μορφή του “αγωνίσματος”: και αυτό είναι σπατάλη, σωματικής και πνευματικής ενέργειας, αλλά αυτή η σπατάλη καταλήγει σε κάποιο κέρδος.
Έχουμε βελτίωση της σωματικής διάπλασης, ανάπτυξη και έλεγχο της άμιλλας, χαλιναγώγηση της έμφυτης επιθετικότητας χάρη στους κανόνες. Αλλά ήδη στα παραπάνω θετικά στοιχεία παραμονεύει το σαράκι που απειλεί την ίδια την κίνηση’ το αγώνισμα πειθαρχεί και εξουδετερώνει τις δυνάμεις. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, το αγώνισμα ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για την εξουδετέρωση της δράσης.
Απ’ αυτόν τον πυρήνα διφορούμενης υγείας (πού ‘ναι “υγιής” εφόσον δεν ξεπεραστεί ένα όριο …) ωριμάζουνε τα πρώτα έκτροπα του αγωνίσματος όπως για παράδειγμα η εκτροφή ανθρώπων αφιερωμένων σ’ ένα αγώνισμα. Ο αθλητής είναι ήδη ένα ον που έχει υπερασκήσει ένα μόνο όργανό του, που κάνει το σώμα του εστία και αποκλειστική πηγή ενός συνεχούς παιχνιδιού. Ο αθλητής είναι τέρας, είναι ο ‘Ανθρωπος που Γελά, είναι η γκέισα με το πιεσμένο και ατροφικό πόδι.
Όμως ο αθλητής τέρας γεννιέται τη στιγμή που το σπορ ανάγεται στο τετράγωνο, όταν δηλαδή το σπορ, από παιχνίδι με προσωπική συμμετοχή, γίνεται ένα είδος συζήτησης πάνω στο παιχνίδι, δηλαδή γίνεται θέαμα για άλλους. Το σπορ στο τετράγωνο είναι το αθλητικό θέαμα.
Εάν η άσκηση είναι υγεία, όπως υγεία είναι η σωστή διατροφή, τα σπορ σαν θέαμα είναι η φενάκη της υγείας. ‘Όταν βλέπω τους άλλους να παίζουνε, δεν κάνω τίποτα το υγιεινό και απλώς νιώθω κάποια ασαφή ευχαρίστηση για την υγεία των άλλων (πράγμα που μοιάζει με ευτελή ηδονοβλεψία): γιατί ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνω από τα ατυχήματα που συμβαίνουν σε όποιον ασκείται (όπως αυτός που βλέπει όχι δύο ανθρώπους, αλλά δύο μέλισσες να κάνουν έρωτα, περιμένοντας να παρακολουθήσει έπειτα το θάνατο του κηφήνα).
Βέβαια, όποιος παρακολουθεί αθλητικό θέαμα ερεθίζεται: φωνάζει και χειρονομεί, επομένως κάνει σωματική και ψυχική άσκηση, εκτονώνει την επιθετικότητά του και τιθασεύει την αγωνιστικότητά του. Αλλά αυτή η εκτόνωση δεν οδηγεί, όπως κατά την άθληση, σε αύξηση της ενέργειας και σε απόχτηση ελέγχου και αυτοσυγκράτησης: γιατί μάλιστα οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά (γι’ αυτό άλλωστε και δέρνονται, ή πεθαίνουνε στις κερκίδες από συγκοπή).
Το στοιχείο της πειθάρχησης της αγωνιστικότητας, που κατά την άθληση έχει τις δύο όψεις της αύξησης και της απώλειας του ανθρωπισμού του ασκουμένου, για το θεατή ενός σπορ έχει μόνο μία, την αρνητική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σπορ παρουσιάζεται σαν “instrumentum regni”, έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες. Είναι φανερό: στην αρχαία Ρώμη οι θηριομαχίες και η ιπποδρομία χαλιναγωγούν την ανεξέλεγκτη δύναμη του όχλου.
Αλλά αυτό το σπορ στο τετράγωνο (απ’ το οποίο ορισμένοι βγάζουνε τεράστια κέρδη) δημιουργεί ένα σπορ στον κύβο, που είναι η συζήτηση πάνω στο σπορ σαν θέαμα. Αυτή η συζήτηση κατ’ αρχήν γίνεται από τον αθλητικό τύπο, αλλά δημιουργεί με τη σειρά της τη συζήτηση γύρω από τον αθλητικό τύπο, επομένως ένα σπορ που ανάγεται σε δύναμη. Η συζήτηση γύρω απ’ τον αθλητικό τύπο είναι η συζήτηση πάνω στη συζήτηση για τη συζήτηση σχετικά με την παρακολούθηση του παιχνιδιού των άλλων.
Το σύγχρονο σπορ είναι κυρίως η συζήτηση πάνω σ’ αυτά που γράφει ο αθλητικός τύπος. Πίσω από τρία διαφράγματα υπάρχει το σπορ σαν άθληση, που σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε να μην υπάρχει. Εάν μετά από διαβολική μηχανορραφία της μεξικανικής κυβέρνησης και των τηλεοπτικών ιδρυμάτων όλου του κόσμου οι Ολυμπιακοί αγώνες δε γίνονταν πραγματικά; αλλά μεταδίνονταν μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα με πλαστές εικόνες, τίποτα δε θ’ άλλαζε στο διεθνές αθλητικά σύστημα και οι συζητητές των σπορ δε θα ένιωθαν εξαπατημένοι. Επομένως το σπορ σαν άσκηση δεν υπάρχει πια, ή υπάρχει για οικονομικούς λόγους (μια και είναι πιο εύκολο να βάλει κανείς έναν αθλητή να τρέξει, παρά να ετοιμάσει ένα φιλμ με ηθοποιούς που να κάνουν ότι τρέχουν), και υπάρχει μόνο η φλυαρία πάνω στη φλυαρία του σπορ. Η φλυαρία πάνω στη φλυαρία των αθλητικών εφημερίδων αντιπροσωπεύει ένα παιχνίδι με όλους τους κανόνες του: αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις εκπομπές του ραδιοφώνου την Κυριακή το πρωί όπου υποτίθεται (ανάγοντας το σπορ στη δύναμη ν ) ότι μερικοί πολίτες συγκεντρωμένοι στο κουρείο της γειτονιάς τους μιλάνε για ποδόσφαιρο, ή να πάει σε ορισμένες πλατείες και καφενεία όπου τέτοιες συζητήσεις πραγματικά γίνονται.
Θα δει, όπως άλλωστε όλοι ήδη ξέρουμε, ότι οι αξιολογήσεις, οι κριτικές, οι θριαμβολογίες, οι επιθέσεις, ακολουθούν ένα πολύπλοκο φραστικό τελετουργικό, αλλά με απλούς και ακριβείς κανόνες. Σ’ αυτά το τελετουργικό οι διανοητικές δυνάμεις ασκούνται και αλληλοεξουδετερώνονται. Οι σωματικές δυνάμεις δε συμμετέχουν πια. Επομένως ο αγώνας μετατοπίζεται σε καθαρά “πολιτικό” επίπεδο. Πράγματι, η φλυαρία πάνω στην αθλητική φλυαρία έχει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης. Οι συμμετέχοντες λένε τι θα ‘πρεπε να κάνουν οι κυβερνήτες της χώρας, τι κάνανε, τι θα θέλαμε να κάνουνε, τι συνέβη και τι θα συμβεί: μόνο που το αντικείμενο δεν είναι η πολιτεία (και οι διάδρομοι της βουλής) αλλά το γήπεδο, και τα παρασκήνιά του. Αυτή η φλυαρία είναι επομένως μια παρωδία της πολιτικής- συζήτησης. Αλλά, καθώς σ’ αυτή την παρωδία μειώνονται και πειθαρχούνται όλες οι δυνάμεις που διαθέτει ο πολίτης για την πολιτική συζήτηση, αυτή η φλυαρία γίνεται το υποκατάστατο της πολιτικής συζήτησης, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που καταντάει να γίνει η ίδια πολιτική συζήτηση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ’ εκείνη στην οποία οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα ‘πρεπε να ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία (Cronin ναι, αλλά όχι Joyce). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο είναι η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος αφηρημένες χρωματικές επιφάνειες ή πλάθοντας οποιουσδήποτε όγκους. Και την αρνείται σαν τέχνη, ακριβώς γιατί δεν καταφέρνει πια να πιστέψει ότι έχει αξία κάτι που αυτός θα μπορούσε να κάνει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα δράσουν ποτέ αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
.......
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ’ το παιχνίδι, αλλά σ’ αντίθεση με τ’ άλλα ζώα, προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα, σ’ ένα ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των άλλων ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος μπροστά στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής. Αξιολογεί με βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των παρόντων στο παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει!
Αλλά συνήθως γίνεται κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το παίζει, αλλά συχνά ακούει μόνο να μιλάνε γι’ αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι στις πλατείες, στα κουρεία, στο τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτά, αλλά και την προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ τον Κίσινγκερ, ποιος πήγε στο Λίβανο;).
Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία κάνει πολιτική. ‘Όποιος συμμετέχει σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ’ αυτό που κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την κατάληψη ενός χωριού. ‘Ασχετα από οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται μακρινή της πρόφαση. Μ’ αυτή την έννοια η συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν πολιτικό ον.
Πρόκειται γι’ ανθρώπινη ενέργεια που αλλάζει κατεύθυνση. Τα θύματα δεν το καταλαβαίνουν, αλλά έχουνε καμιά φορά την συγκεχυμένη υποψία ότι βρίσκονται σε φαύλο κύκλο. Κυρίως καθώς η πολιτική, σαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι παρούσα στην τηλεόραση, στις πλατείες, στις εφημερίδες: και το θύμα της αθλητικής φλυαρίας νιώθει μιαν ασαφή νοσταλγία γι’ αυτή την καρποφόρα και αποτελεσματική συμπεριφορά. Και να που, μην μπορώντας να κάνει τον αντάρτη του Μαύρου Σεπτέμβρη ο Homo Sportivus μασκαρεύεται σε αντάρτη κάποιας μαυροκίτρινης ομάδας. Πειθήνιο όργανο της εξουσίας, το θύμα αναλώνει την ενστικτώδικη ορμή του σε δραστηριότητες που δεν μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται.
Αλλά είναι το πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει πια τι του στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή: τα γήπεδα (έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί. “

Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Ποιος φτιάχνει τη βροχή;

«Σκέπτομαι, άρα υπάρχω, είναι μια διανοητική τοποθέτηση που υποτιμά τον πονόδοντο. Αισθάνομαι, άρα υπάρχω, είναι μια αλήθεια με πολύ γενικότερο βεληνεκές που αφορά και κάθε ζωντανό πλάσμα. Το εγώ μου δεν διακρίνεται ουσιωδώς από το δικό σας με τη σκέψη. Πολλοί άνθρωποι, λίγες ιδέες: σκεπτόμαστε όλοι το ίδιο πράγμα λίγο πολύ, μεταθέτοντας, δανειζόμενοι, κλέβοντας ο ένας τις ιδέες του άλλου. Αν όμως κάποιος με πατήσει στον κάλο, είμαι εγώ μόνο που νιώθω τον πόνο. Το θεμέλιο του εγώ δεν είναι η σκέψη, αλλά ο πόνος, το πιο στοιχειώδες αίσθημα όλων…»

«…Παράξενη, αξέχαστη στιγμή: είχε ξεχάσει το εγώ της, είχε χάσει το εγώ της, και είχε απελευθερωθεί από αυτό. Και εκεί υπήρχε η ευτυχία…».

απόσπασμα από "Η Αθανασία" - Μίλαν Κούντερα

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Περί φόβου

Όσοι δουλεύουν, φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους. Όσοι δεν δουλεύουν, φοβούνται μη δεν βρουν ποτέ δουλειά. Όποιος δεν φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό. Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα. Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να πει. Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων. Ζούμε στα χρόνια του φόβου. Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα. Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας. Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια. Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ’ όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.

Εδουάρδο Γκαλεάνο

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Επιζώντες με αναστολή

ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΩΡΙΜΑΖΕΙΣ, ΕΠΙΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΕΙΣ: μαθαίνεις στον άλλο και προπάντων στον ίδιο τον εαυτό σου. Το να απευθύνεσαι σε κάποιον για να του πεις «θα σου μάθω να ζεις», σημαίνει, ενίοτε σε απειλητικό τόνο, θα σε διαπλάσω και δη θα σε στρώσω.
ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΚΑΙ Η ΑΜΦΙΛΟΓΙΑ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ ΕΧΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, αυτός ο αναστεναγμός ανοίγεται επίσης σε μια δυσκολότερη ερωτητική: το ζην, αυτό το πράγμα μπορείς να το μάθεις στον εαυτό σου, μπορείς να το διδάξεις στον εαυτό σου; Μπορεί κανείς να μάθει, με την πειθαρχία ή με τη μαθητεία, με την εμπειρία ή τον πειραματισμό, να αποδεχθεί, ή, καλύτερα, να επιβεβαιώσει τη ζωή; (…)
ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ, ΛΟΙΠΟΝ, ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩ, ΕΓΩ, ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΘΕΤΕΣ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΕΣ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΑΣ: όχι, ποτέ δεν έμαθα-να-ζω. Καθόλου, εν τοιαύτη περιπτώσει! Μαθαίνεις να ζεις, αυτό θα έπρεπε να σημαίνει ότι μαθαίνεις να πεθάνεις, να λαμβάνεις υπόψιν, για να την αποδεχθείς, την απόλυτη θνητότητα (χωρίς σωτηρία, ούτε ανάσταση, ούτε λύτρωση -ούτε για τον εαυτό σου ούτε για τον άλλον). Από τον Πλάτωνα και εφεξής πρόκειται για το παλαιό φιλοσοφικό ερώτημα: φιλοσοφείς σημαίνει μαθαίνεις να πεθάνεις. [...]
ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΑΘΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΑΠΟΔΕΧΟΜΑΙ, ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. Είμαστε όλοι επιζώντες με αναστολή [...] Ωστόσο, παραμένω ανεπίδεκτος διαπαιδαγωγήσεως όσον αφορά τη σοφία τού να ξέρεις-να-πεθάνεις ή, αν προτιμάτε, να ξέρεις-να-ζεις. Ως τώρα, τίποτα δεν έχω μάθει ή επιτύχει σχετικά με αυτό το θέμα.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΣΥΡΡΙΚΝΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΜΕΝΟ ΡΥΘΜΟ, όχι μόνο γιατί είμαι, μαζί με άλλους, κληρονόμος τόσων πραγμάτων, καλών ή τρομερών: καθώς οι περισσότεροι από τους στοχαστές με τους οποίους συνδεόμουν είναι νεκροί, όλο και πιο συχνά με αποκαλούν επιζώντα: ο τελευταίος, ο έσχατος εκπρόσωπος μιας «γενιάς», χονδρικά της δεκαετίας του 1960 -αυτό το γεγονός, χωρίς να είναι επακριβώς αληθινό, δε μου εμπνέει μόνο ενστάσεις αλλά και αισθήματα μιας κάπως μελαγχολικής εξέγερσης.
ΚΑΘΩΣ, ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΑ, ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΥΓΕΙΑΣ -το είπαμε- έχουν γίνει πιεστικά, το ερώτημα της επιβίωσης ή της αναστολής, που πάντοτε με κατέτρεχε, κυριολεκτικά, σε κάθε στιγμή της ζωής μου, συγκεκριμένα και ακατάπαυστα, σήμερα αποκτά διαφορετική χροιά. Πάντοτε ενδιαφερόμουν για τη θεματική της επιβίωσης, το νόημα της οποίας δεν προστίθεται στο ζην και στο θνήσκειν.
Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΕΓΟΝΗ: η ζωή είναι επιβίωση. Επιβιώνεις με την τρέχουσα σημασία θέλει να πει ότι συνεχίζεις να ζεις, αλλά επίσης ότι ζεις μετά το θάνατο.

Ζακ Ντεριντά / doctv.gr

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Αντόνιο Πόρτσια - Φωνές

Όποιος δε γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα , μένει μονάχος.

Ανεβαίνουμε , ανεβαίνουμε , κι όταν φτάνουμε στην κορυφή , ατενίζουμε την άβυσσο.

Καμμιά φορά , τη νύχτα , ανάβω ένα φως για να μη βλέπω.

Υπάρχουν όνειρα που έχουν ανάγκη από ξεκούραση .

Σε μια ψυχή γεμάτη χωράνε τα πάντα , σε μια ψυχή άδεια δε χωράει τίποτα . Όποιος θέλει ας το καταλάβει!

Ένα πράγμα , πριν ολοκληρωθεί , είναι θόρυβος . Όταν ολοκληρωθεί είναι σιωπή.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Ντελέζ και Φουκώ, πολιτικές και α-πολιτικές

Καθένας με τον τρόπο του, ο Ντελέζ και ο Φουκώ, διέβλεψαν από τη δεκαετία του ’70 την κατάρρευση του πολιτικού παραδείγματος της νεωτερικότητας. Προανήγγειλαν μια στρατηγική κρίση τη στιγμή της γέννησής της, και συνέβαλαν μ’ αυτόν τον τρόπο στη διόγκωσή της. Επρόκειτο ενδεχομένως για την αναγκαία στιγμή του αρνητικού. Οι συστατικές κατηγορίες του θεάτρου των πολιτικών διεργασιών (ο λαός, το έδαφος, τα σύνορα, η ιδιότητα του πολίτη, η εθνικότητα, η κυριαρχία, ο πόλεμος, η πολιτεία, το διεθνές δίκαιο), από τον Μακιαβέλι, τον Χομπς, τον Γκρότιους και τον Ρουσσώ, άρχισαν να αποτελούν πρόβλημα, χωρίς να ξεπροβάλλει ακόμα το περίγραμμα ενός νέου παραδείγματος. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, χρειαζόταν επίσης η αργή ωρίμανση των νέων εμπειριών και ο κλονισμός που θα επιφέρουν διάφορα συμβάντα θεμελιωτικού χαρακτήρα. Αλλά εκείνη η εποχή ήταν εποχή αποσυνθέσεων και όχι ανασυνθέσεων, εποχή δύσης και όχι ανατολής του ηλίου.
Ο Ντελέζ και ο Φουκώ εμφανίζονται έτσι ως αγγελιοφόροι μιας τριπλής προαναγγελθείσας κρίσης: κρίση της νεωτερικής ιστορικότητας, κρίση των στρατηγικών χειραφέτησης, κρίση των κριτικών θεωριών. Κρίση των όπλων της κριτικής, αλλά επίσης κρίση της κριτικής των όπλων.
Θυμόμαστε ασφαλώς την ανηλεή κρίση που διατύπωσε ο Ντελέζ σε σχέση με τη μιντιακή προώθηση των «νέων φιλοσόφων», στα τέλη της δεκαετίας του ’70: «κατασκευάζουν μια μαρτυρολογία» και «ζουν από πτώματα». Επρόκειτο πράγματι, εν τη γενέσει της, «για την άρνηση κάθε πολιτικής» . Ετούτη η σωστή ετυμηγορία επιβεβαιώθηκε έκτοτε οδυνηρά. Εν αντιθέσει με τους νέους φιλοσόφους, ο λόγος του Ντελέζ ήταν εντούτοις σε σχέση με αυτούς εν μέρει συμμετρικός. Η κρυμμένη ρίζα της κρίσης βρισκόταν κατά τη γνώμη του σε μια κρίση ιστορικότητας. Αναζητούσε τη λύση στα πλαίσια μιας ριζικής αντίθεσης ανάμεσα στην ιστορία (που έχει αναχθεί σε μια προοδευτική τελεολογία) και στο γίγνεσθαι: «Γίγνεσθαι δεν σημαίνει να προχωράς ή να οπισθοχωρείς με μια σειρά… Το γίγνεσθαι είναι ρίζωμα, δεν είναι ταξινομητικό ή γενεαλογικό δέντρο» . Ενάντια σε μια ιστορία που προορίζεται να φτάσει σε ένα (αίσιο) προαναγγελθέν τέλος, το γίγνεσθαι είχε το πλεονέκτημα να παράγει μια διάσταση πρωτότυπου και καινούριου, να παραμένει ανοιχτό στην πληθυντικότητα των δυνατοτήτων. Έτεινε ωστόσο να δικαιολογήσει επίσης μια μικροπολιτική δίχως στρατηγικό ορίζοντα, μια απολογία τού δίχως σκοπό κινήματος και της διαδρομής που χαράσσεται «καθ’ οδόν».
Για τον Ντελέζ, η «παραγωγή ενός συμβάντος» ήταν επομένως «το αντίθετο απ’ την παραγωγή μιας ιστορίας». Αυτή η ριζική αντινομία αποτελούσε μια απελευθερωτική κίνηση εξέγερσης ενάντια στην τυραννία των δομών και του «νοήματος της ιστορίας». Συναντούμε στον Φουκώ το ίδιο ενδιαφέρον για τη συμβαντική διάνοιξη: «Δεν με ενδιαφέρει αυτό που δεν κινείται, με ενδιαφέρει το συμβάν», το οποίο δεν έχει σχεδόν καθόλου μελετηθεί ακόμη «ως φιλοσοφική κατηγορία» . Για όσους ασφυκτιούσαν υπό το βάρος του ιστορικού φαταλισμού των μύθων και των θρύλων της εύτακτης προόδου, τούτη «η επιστροφή του συμβάντος στο πεδίο της ιστορίας» (η οποία επιβλήθηκε από την εισβολή του Μάη του ’68) αποτελούσε μια αναμφισβήτητη ανακούφιση. Αλλά ένα συμβάν χωρίς ιστορία, ένα συμβάν που έχει ξεριζωθεί από τις συνθήκες δυνατότητάς του, μετασχηματίζεται γρήγορα σε απλή υποκειμενική επιθυμία, ή σε αμιγώς αφηρημένη ενδεχομενικότητα, που εκφράζει ό,τι το θαύμα στην περίπτωση της θεολογίας. Γίνεται επομένως δύσκολο να κατανοηθεί ως προς αυτό ακριβώς που συνιστά την ενικότητά του.
Η φράση του Φουκώ σύμφωνα με την οποία «το πρόβλημα σήμερα συνίσταται στο (…) κατά πόσο είναι επιθυμητή η επανάσταση» αποδεικνύεται έτσι ανίκανη να συλλάβει τις τραγωδίες και τα αινίγματα του αιώνα σε όλη τους της κοινωνική και ιστορική βαθύτητα. Η επανάσταση ανάγεται τότε σε μια υπόθεση επιθυμητικής υποκειμενικότητας. Γιατί ήταν βαθιά η πολιτική σύγχυση που διαπερνούσε τον Φουκώ όταν έγραφε: «Εδώ και 120 χρόνια, είναι η πρώτη φορά που δεν υπάρχει πλέον επί της γης ούτε ένα σημείο απ’ όπου θα μπορούσε να ξεπεταχτεί το φως μιας προσμονής. Δεν υπάρχει πλέον προσανατολισμός».
Προσμονή; Μηδενική!
Προσανατολισμός; Θόλωσαν τα σημεία του ορίζοντα!
Ετούτη η απομάγευση ήταν λογικό επακόλουθο μιας ψευδαισθητικής επένδυσης στις κρατικές περιπέτειες της επαναστατικής προσδοκίας. Μετά τη γραφειοκρατική αντεπανάσταση στη Ρωσία, ούτε η Κίνα ούτε η σπαρασσόμενη Ινδοκίνα μπορούσαν πλέον να ενσαρκώσουν μια χειραφετητική πολιτική. Δεν «υπάρχει πλέον ούτε μια χώρα», διαπίστωνε με πίκρα ο Φουκώ, την οποία θα μπορούσαμε «να επικαλεστούμε για να πούμε: να τι πρέπει να γίνει». Η ευρωπαϊκή επαναστατική σκέψη έχασε όλα τα στηρίγματά της. Νοσταλγία για τις χαμένες «πατρίδες» του πραγματικά ανύπαρκτου σοσιαλισμού; Κι όμως, απ’ αυτήν την αναγκαία αποσαφήνιση της κατάστασης, απ’ αυτήν την αναγκαία απαλλαγή από τις αυταπάτες θα εξαρτηθεί κάθε νέα ρίψη των ζαριών στο μέλλον.
Αντί η επαναστατική σκέψη να επιχειρήσει να υπερβεί την κρίση της μέσα από την εξάπλωση της διαρκούς επανάστασης, στον χρόνο και στον χώρο, έτεινε αντιθέτως, στο κατώφλι της δεκαετίας του ’80, να συρρικνωθεί και να αναχθεί στις μοριακές επαναστάσεις των τεχνικών και της καθημερινής ζωής. Ο Φουκώ παρηγορεί τον εαυτό του για τις αυταπάτες που χάθηκαν, σκεπτόμενος την επανάσταση «όχι απλώς ως ένα πολιτικό σχέδιο, αλλά ως ύφος, ως τρόπο ύπαρξης, με την αισθητική του, τον ασκητισμό του, τις ιδιαίτερες μορφές σχέσης με τον εαυτό και με τους άλλους». Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μια μινιμαλιστική επανάσταση, που παραπέμπει σ’ ένα ύφος και μια αισθητική, και δεν έχει καμιά πολιτική φιλοδοξία. Ο δρόμος είχε ανοίξει κατά το ήμισυ για τις εξεγέρσεις μικρής κλίμακας και τις λεπτές μεταμοντέρνες ηδονές.
Η πρόκληση που εξαπολυόταν προς το φετίχ της Επανάστασης με έψιλον κεφαλαίο έκανε βέβαια πιο σκοτεινό τον ορίζοντα, αλλά είχε επίσης την αρετή να διαλύει τα κακά μάγια: «Ήρθε η εποχή της Επανάστασης. Εδώ και δυο αιώνες, επισκίασε την ιστορία, καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο, συγκέντρωσε πάνω της όλες τις ελπίδες. Αποτέλεσε μια γιγαντιαία προσπάθεια για να εισαχθεί η εξέγερση στο εσωτερικό μιας ορθολογικής και ελέγξιμης ιστορίας» . Να ποιο ήταν επομένως το ζήτημα: να δούμε εάν ήταν πράγματι «τόσο επιθυμητή αυτή η επανάσταση» και εάν «άξιζε τον κόπο». Ο Φουκώ μας προτρέπει να ξεφύγουμε από την «κενή μορφή μιας οικουμενικής επανάστασης», ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε καλύτερα την πληθυντικότητα των βέβηλων επαναστάσεων, καθότι «τα φαντασιακά περιεχόμενα της εξέγερσης δεν αφανίστηκαν τη μεγάλη μέρα της επανάστασης». Ελλείψει πολιτικής επανάστασης, μπορούμε επομένως να επιστρέψουμε στις μεγάλες πληβειακές και θεολογικές ετεροδοξίες, στις υπόγειες αιρέσεις, στις πεισματάρικες αντιστάσεις, στην αυθεντικότητα των μουζίκων την οποία εξυμνούσε ο Σολζενίτσιν. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, η ιρανική επανάσταση επρόκειτο να αποτελέσει για τον Φουκώ το κίνητρο για μια αντιστροφή της συλλογιστικής και την ένδειξη μιας νέας σημασιολογίας των ιστορικών χρόνων.
«Στις 11 Φεβρουαρίου 1979, η επανάσταση έλαβε χώρα στο Ιράν» γράφει τότε ο Φουκώ . Σημειώνει ωστόσο ότι «μας είναι δύσκολο να αποκαλέσουμε επανάσταση» αυτή τη μακρά ακολουθία από γιορτές και πένθη. Πράγματι, οι λέξεις δεν είναι πλέον σαφείς στον αρμό της δεκαετίας του ’70 με τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με τον Φουκώ, η ιρανική επανάσταση αναγγέλλει την έλευση ενός νέου είδους επαναστάσεων. Σε αντίθεση με έναν μαρξισμό που είχε φυλακιστεί στα δικά του στερεότυπα και δεν ήθελε να δει εν προκειμένω, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση, παρά την επανάληψη μιας παλαιάς ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η θρησκεία δεν αποτελεί παρά την «άρση της αυλαίας» προτού ακόμη ξεκινήσει η «κύρια πράξη» της ταξικής πάλης, ο Φουκώ αποδεικνύει μια πραγματική διαύγεια. Ένα σκληρωτικό φαντασιακό επέμενε να στοχάζεται το νέο με τις μορφές του παλιού, έβλεπε τον ιμάμη Χομεϊνί στον ρόλο του παπά Γκαπόνε, και τη μυστικιστική επανάσταση ως πρελούδιο μιας προαναγγελθείσας κοινωνικής επανάστασης… «Είναι τόσο βέβαιο;» ρωτούσε ο Φουκώ. Χωρίς να προβαίνει σε μια κανονιστική ερμηνεία των επαναστάσεων της νεωτερικότητας, υπογράμμιζε ότι το Ισλάμ δεν είναι μόνον μια θρησκεία, αλλά «ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος ένταξης σε μια ιστορία και σ’ έναν πολιτισμό που κινδυνεύει να αποτελέσει μια τεράστια πυριτιδαποθήκη» .
Ετούτη η σχετική διορατικότητα είχε ωστόσο το αντιστάθμισμά της. Το ενδιαφέρον του Φουκώ για την ιρανική επανάσταση δεν αποτελούσε κατά κανέναν τρόπο μια παρένθεση στη διαδρομή της σκέψης του. Φτάνει στο Ιράν πρώτη φορά δέκα μέρες μετά τη σφαγή της 8ης Σεπτεμβρίου του 1978, την οποία διέπραξε το καθεστώς του Σάχη. Στις 5 Νοεμβρίου δημοσιεύει στην Corriere de la sera το άρθρο υπό τον τίτλο «Μια επανάσταση με γυμνά χέρια». Αναλύει στη συνέχεια την επιστροφή του Χομεϊνί και την εγκαθίδρυση της εξουσίας των μουλάδων με μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν στην Ιταλία, και πρωτίστως με το άρθρο «Μια πυριτιδαποθήκη εν ονόματι του Ισλάμ», όπως και με το άρθρο υπό τον τίτλο «Η εξέγερση είναι ανώφελη;» .
Ο Φουκώ θεώρησε την ιρανική επανάσταση έκφραση μιας «τέλεια ενοποιημένης συλλογικής βούλησης». Γοητευμένος από το πάντρεμα της τελευταίας λέξης της τεχνικής με μορφές ζωής που παρέμειναν «αναλλοίωτες εδώ και χίλια χρόνια», διαβεβαίωνε τους αναγνώστες του ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν, ότι δεν «θα υπάρξει κόμμα του Χομεϊνί» και ότι δεν θα σχηματιστεί «χομεϊνιστική κυβέρνηση». Επρόκειτο κατά συνέπεια για μια πρώτη εκδοχή αυτού που άλλοι θα ονόμαζαν σήμερα αντιεξουσία. Ετούτο το «τεράστιο κίνημα από τα κάτω» υποτίθεται επομένως ότι ξέφευγε από τις δυαδικές λογικές της νεωτερικότητας και ότι παραβίαζε τα σύνορα της δυτικής ορθολογικότητας. «Στα όρια μεταξύ ουρανού και γης», αποτελούσε με αυτήν την έννοια μια στροφή σε σχέση με τα επαναστατικά παραδείγματα που δεσπόζουν μετά το 1789. Γι’ αυτό ακριβώς, και όχι για λόγους κοινωνικής, οικονομικής ή γεωστρατηγικής τάξης, υπήρχε κίνδυνος να μετατραπεί το Ισλάμ σε μια εκπληκτική «πυριτιδαποθήκη»: δεν ήταν μόνο όπιο του λαού, αλλά ήταν πραγματικά «πνεύμα ενός κόσμου χωρίς πνεύμα», σύζευξη ανάμεσα σε μια επιθυμία για ριζική αλλαγή και σε μια συλλογική βούληση .
Η υποτιθέμενη ανάδυση μιας νέας μορφής πνευματικότητας σ’ έναν κόσμο που γινόταν όλο και πιο μονότονος γοήτευε και ενδιέφερε τον Φουκώ, στο βαθμό που θεωρούνταν ικανή να απαντήσει στις περιπέτειες του διαλεκτικού λόγου και στην αφυδάτωση του Διαφωτισμού που επινόησε τις πειθαρχίες την ίδια στιγμή που ανακάλυπτε τις ελευθερίες. Στα μάτια του, επομένως, γινόταν αρχαϊκή η ίδια η ιδέα του εκσυγχρονισμού (και όχι μόνο οι αυταπάτες της προόδου). Το ενδιαφέρον του, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, για τη σιιτική πνευματικότητα και τη μαρτυρολογική μυθολογία που ενυπήρχε στην ιρανική επανάσταση, αντηχούσε τις έρευνές του για τη μέριμνα και τις τεχνικές εαυτού. Αντηχούσε επίσης την αναβίωση του παπικού ακτιβισμού υπό τον Ιωάννη-Παύλο τον δεύτερο, τον ρόλο της εκκλησίας στο πολωνικό λαϊκό κίνημα, αλλά και την επιρροή της θεολογίας της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική.
Σε ό,τι αφορά το ιρανικό ζήτημα, ο Φουκώ έμεινε ωστόσο απομονωμένος απ’ τους δικούς του. Φοβόταν ότι οι μελλοντικοί ιστορικοί θα αναγάγουν αυτήν την επανάσταση σε ένα κοινότοπο κοινωνικό κίνημα, τη στιγμή που η φωνή των μουλάδων βροντούσε στ’ αφτιά του με τον τρομακτικό τόνο που είχε άλλοτε ο Σαβοναρόλας ή η αναβαπτιστές του Μίνστερ. Εξέλαβε έτσι τον σιιτισμό ως γλώσσα της λαϊκής ανταρσίας, η οποία «μετασχηματίζει έναν τεράστιο αριθμό από δυσαρέσκειες, μίση, δυστυχία και απελπισία σε μια δύναμη». Δήλωνε γοητευμένος από την προσπάθεια που γινόταν «να πολιτικοποιηθούν δομές που είναι άρρηκτα κοινωνικές και θρησκευτικές». Στον Κλοντ Μωριάκ που τον ρωτούσε για τις ζημιές που μπορούσε να επιφέρει αυτή η συγχώνευση (θρησκευτικής) πνευματικότητας και πολιτικής απαντούσε: «Και η πολιτική χωρίς πνευματικότητα, αγαπητέ μου Κλωντ;».
Το ερώτημα ήταν θεμιτό, η έμμεση απάντηση ήταν όμως ανησυχητική. Η ταυτόχρονη πολιτικοποίηση κοινωνικών και θρησκευτικών δομών υπό την ηγεμονία του θρησκευτικού νόμου επέφερε στην πραγματικότητα μια σύντηξη του πολιτικού και του κοινωνικού, του δημόσιου και του ιδιωτικού, όχι μέσω του μαρασμού των τάξεων και του κράτους, αλλά μέσα από την απορρόφηση του κοινωνικού και του πολιτικού στο θεοκρατικό κράτος, δηλαδή μέσα από μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού. Γοητευμένος καθώς ήταν από μια επανάσταση δίχως κάποιο κόμμα στην εμπροσθοφυλακή, ο Φουκώ δεν ήθελε να δει στον σιιτικό κλήρο παρά την αδιαμεσολάβητη ενσάρκωση της γενικής βούλησης ενός ενωμένου όχλου ή πλήθους.
Αυτή η μονόφθαλμη αν όχι τυφλή λατρεία εδραζόταν στην ιδέα μιας μη αναγώγιμης διαφοράς ανάμεσα σε δύο μορφές λόγου και σε δύο τύπους κοινωνιών, ανάμεσα σε Ανατολή και σε Δύση. Ο αντι-οικουμενισμός του Φουκώ έβρισκε στο Ιράν την πρακτική του εφαρμογή. Το ίδιο και η αντι-ολοκληρωτική ρητορική των τελών της δεκαετίας του ’70, η οποία έβρισκε τον «τρίτο δρόμο» της μεταξύ ναζιστικού ολοκληρωτισμού και «κομμουνιστικού» ολοκληρωτισμού. Η ιρανική επανάσταση θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ως η επιτέλους ανευρεθείσα (πνευματική) μορφή της χειραφέτησης; Ενυπήρχε ασφαλώς μια διάσταση απελπισίας σε αυτήν την απάντηση, η οποία πάντως ήταν πλήρως συμβατή με τη δραματική ιδέα ότι η ανθρωπότητα επέστρεψε, εν έτει 1978, στο «σημείο μηδέν». Μέσα από ένα είδος ανεστραμμένου ανατολισμού, η σωτηρία βρισκόταν εφεξής σε μια μη αναγώγιμη ιρανική ετερότητα: οι ιρανοί «δεν έχουν το ίδιο καθεστώς αλήθειας με εμάς». Μπορεί. Αλλά ο πολιτισμικός σχετικισμός δεν δικαιολογεί τον αξιολογικό σχετικισμό. Ο Φουκώ είχε επικρίνει σθεναρά την αξίωση του Σαρτρ να μετατραπεί σε εκπρόσωπο του οικουμενικού στοιχείου. Αλλά το να γίνεσαι εκπρόσωπος των ενικοτήτων που δεν διαθέτουν ορίζοντα οικουμενικότητας δεν είναι λιγότερο επικίνδυνο. Η άρνηση της σκλαβιάς ή της καταπίεσης των γυναικών δεν είναι υπόθεση κλίματος, καλαισθησίας, ή ηθών και εθίμων. Οι πολιτικές, θρησκευτικές και ατομικές ελευθερίες δεν είναι λιγότερο σημαντικές στην Τεχεράνη απ’ όσο είναι στο Λονδίνο ή στο Παρίσι.
Ξαναδιαβάζοντας σήμερα, μετά από ένα τέταρτο του αιώνα, τα άρθρα του Μαξίμ Ροντενσόν τα οποία εμμέσως απαντούσαν στα άρθρα του Φουκώ στη Le Monde, διαπιστώνουμε ότι οι όροι των σημερινών συζητήσεων είχαν ήδη τεθεί . Ο Ροντενσόν διέκρινε στην «αφύπνιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού» μια αναμφισβήτητη τάση προς έναν «τύπο αρχαϊκού φασισμού». Τούτες οι λέξεις ήταν όμως διπλά ακατάλληλες. Η αναγωγή του πρωτότυπου φαινομένου μιας κληρικής δικτατορίας κατά την εποχή των τεχνικών και της εμπορικής παγκοσμιοποίησης στο γνωστό σχήμα του ευρωπαϊκού φασισμού δεν βοηθούσε καθόλου στην κατανόηση των ειδικών χαρακτηριστικών του. Και ο χαρακτηρισμός «αρχαϊκός» αναπαρήγαγε τη χρονολογική κλίμακα σύμφωνα με την οποία κάθε απομάκρυνση από τον κατεστημένο κανόνα προόδου συνιστά επιστροφή προς το παρελθόν, ενώ μπορεί και να αποτελεί μια ανησυχητική προκείμενη του μέλλοντος και, ούτως ή άλλως, ένα ειδικό προϊόν του παρόντος. Χωρίς να αποκλείει την πιθανότητα μιας «προσωρινής συμμαχίας» (ή επίσης μιας τακτικής συμμαχίας) ενάντια σε μια μορφή δεσποτισμού (του Σάχη), ακόμα και αν πολλοί από αυτούς με τους οποίους συνάπτεται η συμμαχία ονειρεύονται ήδη μια άλλη μορφή δεσποτισμού, ο Ροντενσόν αποδείκνυε ότι είχε μεγαλύτερη επίγνωση των πολιτικών κινδύνων που ενέχει η λογική τους .
Οι θεωρητικές περιπέτειες του Φουκώ σε σχέση με την ιρανική επανάσταση δεν μειώνουν κατά καμία έννοια τη σημαντική του συμβολή στην πολιτικοποίηση πολλών ζητημάτων (της τρέλας, της ομοφυλοφιλίας, των φυλακών) τα οποία χαρακτηρίζονται σήμερα «κοινωνικά» και στη συνακόλουθη διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής πάλης. Απ’ την άλλη βέβαια, τα άρθρα του για το Ιράν, όσο συγκυριακά και αν είναι, δεν συνιστούν μια εξολίσθηση της σκέψης του, αλλά εκφράζουν ακριβώς τη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκε μια υπό διαμόρφωση συλλογιστική.
«Δεν θέλω κατά κανέναν τρόπο» επέμενε ο Φουκώ «να παίξω τον ρόλο εκείνου που επιβάλλει λύσεις. Θεωρώ ότι ρόλος του διανοούμενου σήμερα δεν είναι να αποτελέσει τον νόμο, να προτείνει λύσεις, να κάνει τον προφήτη, διότι με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί παρά να συμβάλλει στη λειτουργία μιας καθορισμένης κατάστασης εξουσίας […]. Αρνούμαι το ρόλο του διανοούμενου ως αντίγραφου και ταυτοχρόνως ως άλλοθι του πολιτικού κόμματος». Προσπαθούσε έτσι να ξορκίσει τις φιγούρες που στοιχειώνουν τον ρόλο του διανοούμενου (του δασκάλου της αρχαιοελληνικής σοφίας, του ρωμαίου νομοθέτη, του εβραίου προφήτη), για να αρκεστεί ταπεινά (αλλά δεν πρόκειται άραγε για κίβδηλη ταπεινοφροσύνη;) στον σωκρατικό ρόλο αυτού που «καταστρέφει προδηλότητες». Ο κριτικός φιλόσοφος επιζητεί τότε να είναι απλώς «δημοσιογράφος», «κυριευμένος από την οργή των γεγονότων» . Η φράση δεν στερείται αυτοπεποίθησης. Απογοητευμένος απ’ τις μεγάλες πολιτικές και φιλοσοφικές αξιώσεις, θέλησε να στοχαστεί τον κόσμο στο επίπεδο του εδάφους και στο ύψος των μικρών πραγματικών γεγονότων που τον αποκαλύπτουν. Ο Φουκώ ήταν ωστόσο πολύ συνετός για να αγνοεί τη δημαγωγική διάσταση που μπορεί επίσης να εμπεριέχει ετούτη η απολογητική της «σκόνης που σηκώνει σύννεφο» και αυτή η αντίθεση ανάμεσα στον συγκεκριμένο χαρακτήρα των μικρών γεγονότων και στον αφηρημένο χαρακτήρα των μεγάλων ιδεών. Το γεγονός, όταν δεν συνοδεύεται από μια έννοια, αποτελεί ασφαλώς εμπειριστική αυταπάτη, και τα σύννεφα σκόνης δεν είναι τίποτα άλλο από ένα φαντασιακό συνονθύλευμα στοιχειωδών σωματιδίων. Η αναδίπλωση στη δημοσιογραφική καθημερινότητα αποτελεί ομολογία στρατηγικής αδυναμίας.
Επίδικο αντικείμενο αυτής της διαμάχης είναι ένα τριπλό ερώτημα: της εξουσίας, των τάξεων και της πολιτικής. Οφείλουμε στον Φουκώ την ουσιαστική διάκριση ανάμεσα στο κράτος και την εξουσία. Το 1975, γράφαμε έτσι, επηρεασμένοι από αυτόν, ότι το κράτος θα πρέπει να τσακιστεί και η εξουσία να εξασθενήσει . Αλλά αυτή η άποψη δεν λέει τίποτα για την ειδική θέση του κράτους στους μηχανισμούς και στα αποτελέσματα της εξουσίας. Καθίσταται έτσι δυνατό να διαλυθεί η εξουσία στις σχέσεις εξουσίας, και η επαναστατική στρατηγική στο σύνολο των μοριακών αντιστάσεων. Αν αληθεύει, όπως ισχυρίζεται ο Φουκώ, «ότι δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς σχέσεις εξουσίας», τι συμβαίνει άραγε με το κράτος ως ειδική ιστορική μορφή κυριαρχίας, από τη στιγμή που και ο ίδιος αναγνωρίζει ότι ετούτες οι σχέσεις καταλήγουν «να οργανωθούν σε ένα είδος σφαιρικής μορφής» ή σε μια «σύμπλεξη σχέσεων εξουσίας η οποία καθιστά συνολικά δυνατή την κυριαρχία μιας κοινωνικής τάξης σε μια άλλη» . Με άλλα λόγια: το ζήτημα του κράτους μπορεί να διαλυθεί στη διασπορά των εξουσιών; Το ίδιο και η καπιταλιστική εκμετάλλευση στον βιοπολιτικό έλεγχο;
Η κριτική του Φουκώ συνέβαλε ασφαλώς στην απελευθέρωση «της πολιτικής πράξης από κάθε ενοποιητική και ολοποιητική παράνοια» . Συνέβαλε επίσης στο να διαλυθεί το μεγάλο προλεταριακό υποκείμενο ως ηρωικός πρωταγωνιστής της μεγάλης νεωτερικής εποποιίας. Αυτή η αποδόμηση των τάξεων ως κοινωνιολογικού αντικειμένου επέτρεψε στον Φουκώ να εξετάσει τον στρατηγικό τους χαρακτήρα: «Οι κοινωνιολόγοι επαναφέρουν συνεχώς τη συζήτηση στο πώς ορίζεται η τάξη, και στο ποιος ανήκει σε αυτήν. Κανείς όμως δεν εξέτασε μέχρι τώρα τι είναι πάλη, ούτε εμβάθυνε σε αυτό το ερώτημα. Τι σημαίνει πάλη όταν λέμε πάλη των τάξεων; Αυτό που θα ήθελα να συζητήσω με βάση τον Μαρξ δεν είναι το πρόβλημα της κοινωνιολογίας των τάξεων, αλλά η στρατηγική μέθοδος που αφορά την πάλη» . Διάνα! Αλλά η μελέτη της ταξικής πάλης με στρατηγικούς και όχι κοινωνιολογικούς όρους είναι κάτι που θα έφερνε τον Φουκώ περισσότερο κοντά στον Μαρξ απ’ όσο φαινόταν να νομίζει.
Μια από τις πανουργίες στις οποίες μας συνηθίζει ο ορθός λόγος είναι εντούτοις ότι αυτή η στρατηγική ανάγνωση της πάλης των τάξεων προτάθηκε την ίδια ακριβώς στιγμή που η στρατηγική σκέψη γνώριζε μια έκλειψη, η οποία φανερωνόταν μεταξύ άλλων από τη συστηματική δυσφήμηση της προφητικής λειτουργίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Ντελέζ, ο προφήτης, σε αντίθεση με τον μάντη, δεν ερμηνεύει τίποτα, καθώς είναι απλώς θύμα ενός «παραληρήματος πράξης» και καθοδηγείται από την «έμμονη ιδέα» της προδοσίας. Ο Φουκώ μεμφόταν ομοίως τις ιστορικές αναλύσεις του Μαρξ θεωρώντας ότι καταλήγουν σε προφητικούς λόγους που αμέσως διαψεύδονται από τα γεγονότα. Αυτό που απορρίπτει έτσι μέσω της λέξης «προφητεία» δεν είναι τίποτε άλλο από τον επιτελεστικό (στρατηγικό!) λόγο του Μαρξ, το μη μαντικό αλλά προγραμματικό του νόημα. Τι θα απέμενε τότε από μια πολιτική δίχως πρόγραμμα, από ένα κίνημα δίχως σκοπό, από ένα τεντωμένο τόξο και από ένα βέλος που δεν σημαδεύουν πλέον κανένα στόχο; Ο Σατομπριάν ήταν πάντως περισσότερο συνετός. Γνώριζε καλά ότι «έχουμε μάντεις όταν δεν έχουμε πλέον προφήτες». Τότε ακριβώς έρχεται η ώρα των τσαρλατάνων και των χαρτομαντών.
Η έκλειψη της στρατηγικής σκέψης συνοδεύεται σε επίπεδο λογικής από μια επιστροφή στα κλασικά σχήματα της φιλοσοφίας, η οποία αναλαμβάνει για μια ακόμα φορά να υψωθεί πάνω από τις γνώσεις και να επιτηρεί τις «καταχρήσεις της εξουσίας εν ονόματι της πολιτικής ορθολογικότητας». Σε αντίθεση με τον Ανρί Λεφέβρ που διαπίστωνε την εξάλειψη της φιλοσοφίας προς όφελος ενός απλοϊκού φιλοσοφισμού, ο Φουκώ έταζε στη φιλοσοφία «την ελπίδα για μια αρκετά ελπιδοφόρα ζωή» . Επιστροφή στον Διαφωτισμό επομένως, σκοτεινιασμένο και φιλτραρισμένο ασφαλώς. Αλλά πάντως στον Διαφωτισμό, διότι το ζήτημα δεν ήταν πλέον, κατά τον τελευταίο Φουκώ, να προσαγάγουμε σε δίκη την ορθολογικότητα, αλλά να στοχαστούμε τη συμβατότητά της με τη βία και να επινοήσουμε μια ενδεχομενική ιστορία της ορθολογικότητας η οποία θα μπορεί να αντιπαρατεθεί στη μεγάλη θεοδικία του Ορθού Λόγου. Ετούτη η ύστατη επιστροφή στον Καντ δεν μπορούσε να περατωθεί παρά πάνω στις στάχτες του Μαρξ, ή τουλάχιστον ενός ορισμένου μαρξισμού, «που περνά σήμερα, με βάση τη διάγνωση του Φουκώ, μια αναμφισβήτητη κρίση», την κρίση «της δυτικής έννοιας της επανάστασης, της δυτικής έννοιας του ανθρώπου και της κοινωνίας» . Κρίση της θεωρίας, λοιπόν.
Μόνο έκπληξη μπορεί να μας προκαλέσει σήμερα ο ελάχιστα κριτικός τρόπος με τον οποίο περιέγραφε ο Φουκώ τι εννοούσε όταν αναφερόταν στον σφαιρικό όρο «μαρξισμός»: «Ο μαρξισμός παρουσιάστηκε σαν επιστήμη, σαν ένα είδος δικαστηρίου του ορθού λόγου, που θα επέτρεπε να διαχωριστεί η επιστήμη από την ιδεολογία» και να «συγκροτηθεί ένα γενικό κριτήριο ορθολογικότητας για κάθε τύπο γνώσης». Καθεμιά απ’ αυτές τις παραδοχές είναι αναιρέσιμη, εκτός αν ταυτίζουμε τη θεωρία του Μαρξ με τον δογματικό και σταλινικό «ορθόδοξο» μαρξισμό, ή αν ταυτίζουμε τον Μαρξ με την επιστημονίστικη ερμηνεία του την οποία πρότεινε η αλτουσεριανή σχολή. Ασφαλώς ο Φουκώ πλήρωνε εν προκειμένω έναν (βαρύ) φόρο άγνοιας στην κυρίαρχη μαρξολογία που είχε υποταχτεί στην κρατική και την κομματική σκοπιμότητα, τη στιγμή ακριβώς που η κριτική θεωρία του Μαρξ είχε καταβροχθισθεί από έναν χοντροκομμένο θετικισμό.
Κάποιες στιγμές μετρίασε ωστόσο αυτό το δυσάρεστο αμάλγαμα και επέστρεψε στα δικά του ψηλαφίσματα: «Αυτό που εύχομαι δεν είναι τόσο το να σταματήσει να παραποιείται ο Μαρξ ή να αποκατασταθεί ένας αληθινός Μαρξ, αλλά να απαλλαγεί, να απελευθερωθεί ο Μαρξ από τη δογματική του κόμματος που τον φυλάκισε και τον κράδαινε για τόσο καιρό». Χρειαζόταν ασφαλώς, για να μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, να πέσει το τείχος του Βερολίνου και να γκρεμιστεί η αυταπάτη του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Χρειαζόταν να ανθίσουν χίλιοι (και ένας) μαρξισμοί. Αλλά εάν ζητούμενο ήταν, όταν ο Φουκώ προσέκρουσε στα τείχη της εποχής του, να επινοηθούν «μορφές στοχασμού που να ξεφεύγουν από το μαρξιστικό δόγμα», χωρίς ταυτόχρονη υποταγή στις ευμετάβλητες μόδες των καιρών, ζητούμενο ήταν επίσης (όπως επρόκειτο να γράψει ύστερα από δέκα χρόνια ο Ντεριντά) να κατανοηθεί ότι ένα μέλλον «χωρίς Μαρξ» είναι αδύνατο, και όχι να επιλεχθεί η επιστροφή στον καντιανό καθαρό λόγο ή στην αγγλοσαξονική φιλελεύθερη φιλοσοφία.
Χρειαζόταν επομένως μια νέα αρχή, αλλά όχι εκ του μηδενός.
Αν ισχύει έστω και λίγο, όπως τόσο συχνά επαναλαμβάνει ο Ντελέζ, ότι ξαναρχίζουμε πάντα από τη μέση.

Ντανιέλ Μπενσαΐντ

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Μόνο να ονειρεύομαι

«Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι.
Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος.
ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΝΑ ΖΗΣΩ ΔΕΝ ΕΔΩΣΑ ΠΟΤΕ ΣΗΜΑΣΙΑ. Ανήκα ανέκαθεν σ' αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ' αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ.
ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΙΠΟΤΕ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΖΗΤΗΣΑ πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου -μια γλυκύτητα που μ' έκανε να τ' αγαπώ.
Η ΜΑΝΙΑ ΜΟΥ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΨΕΥΤΙΚΟ με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με τον θάνατό μου θα μ' εγκαταλείψει».

Απόσπασμα από Το βιβλίο της ανησυχίας του Φερνάντο Πεσσόα

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Ενόρμηση

Η ενόρμηση ή ορμή (Trieb) σύμφωνα με το Λακάν θα πρέπει να διακριθεί από το ένστικτο (Instinkt). Το ένστικτο σχετίζεται με μια μυθική προγλωσσική ανάγκη που έχει βιολογική βάση ενώ η ενόρμηση δεν έχει καμιά σχέση με την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών. Οι ενορμήσεις δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιηθούν και δεν στοχεύουν σε ένα αντικείμενο αλλά περιστρέφονται διαρκώς γύρω από αυτό.  Η ενόρμηση δεν είναι εξ αρχής ενοποιημένη αλλά είναι αρχικά τεμαχισμένη σε μερικές ενορμήσεις.
Η ενόρμηση «ικανοποιείται» όταν αποτυγχάνει να πετύχει το στόχο της, όταν επαναλαμβάνει αυτή την αποτυχία. Η ατελείωτη κυκλοφορία γύρω από το αντικείμενο παράγει την ικανοποίησή της, παράγει απόλαυση, jouissance. Έτσι ο πραγματικός σκοπός της ενόρμησης δεν είναι να επιτύχει τον στόχο της αλλά να κυκλοφορεί ατελείωτα γύρω από αυτόν σχηματίζοντας ένα κλειστό κύκλωμα. Η ενόρμηση σύμφωνα με το Λακάν είναι άμετρη, επαναληπτική και τελικά καταστροφική και για αυτό το λόγο ο Λακάν υποστηρίζει ότι κάθε ενόρμηση, είναι ενόρμηση θανάτου.
Η ενόρμηση θα πρέπει να διακριθεί από την επιθυμία. Η επιθυμία ωθεί στην εύρεση μιας αδύνατης πληρότητας μέσα από την προσκόλλησή της σε ένα αντικείμενο που λειτουργεί ως υπενθύμιση αυτής της πληρότητας. Επίσης πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του αντικειμένου της επιθυμίας και του αντικειμένου ως αίτιου της επιθυμίας. Το αντικείμενο της επιθυμίας είναι χαμένο και αναδύεται ως επανευρεθέν. Το αντικείμενο της ενόρμησης είναι η ίδια η απώλεια.

Ζίζεκ περί Λακάν

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Ζωγραφίζοντας

Ένας άνθρωπος βάζει σκο­πό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Το πρώτο κρουασάν

Ο Ναπολέων, σύμβολο της Γαλλίας, γεννήθηκε στην Κορσική. Ο πατέρας του, εχθρός της Γαλλίας, τον ονόμασε Ναπολεόνε.
Ένα άλλο γαλλικό σύμβολο, το κρουασάν, γεννήθηκε στην Βιέννη. Έχει το όνομα και το σχήμα μισοφέγγαρου. Και πώς αλλιώς, αφού το μισοφέγγαρο ήταν και είναι μουσουλμανικό έμβλημα. Ο τουρκικός στρατός πολιορκούσε τη Βιέννη. Η πόλη έλυσε την πολιορκία μια μέρα του 1683, και το ίδιο βράδυ, σ'ένα ζαχαροπλαστείο, ο Πέτερ Βέντερ δημιούργησε το κρουασάν, δηλαδή: φάτε τους Τούρκους.
Ο Φραντς Γκέοργκ Κολτσίτσκι, ένας Κοζάκος που είχε πολεμήσει στη Βιέννη, ζήτησε για αμοιβή τα σακιά με τους κόκκους του καφέ που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι φεύγοντας, κι άνοιξε το πρώτο καφενείο της πόλης, δηλαδή: πιείτε τους Τούρκους.

απόσπασμα από το βιβλίο του Εδουάρδο Γκαλεάνο, ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Περί ασήμαντου

Τα διακόσια τελευταία χρόνια το κοτσύφι εγκατέλειψε τα δάση και έγινε πουλί των πόλεων. Πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία, από τα τέλη του 18ου αιώνα, μερικές δεκαετίας αργότερα στο Παρίσι και στην κοιλάδα του Ρουρ. Σ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα κατέκτησε τις πόλεις της Ευρώπης τη μία μετά την άλλη. Γύρω στο 1900 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και στην Πράγα, έπειτα προχώρησε ανατολικά, στη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη.
Από τη σκοπιά του πλανήτη, αυτή η εισβολή του κοτσυφιού στον κόσμο των ανθρώπων είναι αναμφισβήτητα πιο σημαντική από την εισβολή των Ισπανών στη Νότια Αμερική ή την επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Η μεταβολή των σχέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά είδη της δημιουργίας (ψάρια, πουλιά, ανθρώπους, φυτά) είναι μεταβολή ανώτερης τάξης από τις αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες ενός είδους. Αν στη Βοημία κατοικούν Κέλτες ή Σλάβοι, αν τη Βεσσαραβία την κατέκτησαν οι Ρουμάνοι ή οι Ρώσοι, του είναι παντελώς αδιάφορο του πλανήτη. Όταν όμως το κοτσύφι προδίδει τη φύση για να ακολουθήσει τον άνθρωπο στον τεχνητό και αντίθετο με τη φύση κόσμο του, κάτι αλλάζει στην οργάνωση του πλανήτη.
Κι όμως, δεν διανοείται κανείς να ερμηνεύσει τους δυο τελευταίους αιώνες σαν ιστορία της εισβολής του κοτσυφιού στις πόλεις των ανθρώπων. Είμαστε όλοι δέσμιοι μιας παγιωμένης αντίληψης για το τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο, καρφώνουμε έτσι το εναγώνιο βλέμμα μας στο σημαντικό, ενώ το ασήμαντο οργανώνει με κάθε μυστικότητα, πίσω απ' την πλάτη μας, το αντάρτικό του, που θα αλλάξει στο τέλος κρυφά τον κόσμο και θα χιμήξει πάνω μας στα ξαφνικά.

Μίλαν Κούντερα, απόσπασμα από "Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης"

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Αντίο Μπερλινγκουέρ

Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του ηγέτη που δημιούργησε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα του δυτικού κόσμου, ο λαός του Κ.Κ.Ι. νιώθει εγκαταλειμμένος

Φιλίπ Μαρλιέρ

Μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος – Κωνσταντίνα Μαγγίνα
Πηγή: Mediapart

Είμαστε στην Πάδοβα, 7 Ιουνίου 1984, στο τέλος της εκστρατείας για τις ευρωπαϊκές εκλογές. Ο ομιλητής στο βήμα μιλάει πίσω από ένα αναλόγιο στολισμένο με το έμβλημα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (Partito Comunista Italiano – P.C.I.). Ιδρώνει, κατά καιρούς βγάζει τα γυαλιά του, τα ξαναβάζει με μια μηχανική κίνηση. Βγάζει ένα μαντίλι από την τσέπη του, σκουπίζει το μέτωπο και μετά το βάζει στο στόμα.

Τα τελευταία λόγια

Η αίθουσα είναι σκοτεινή. Υποθέτουμε ότι κάνει αποπνικτική ζέστη. Ξαφνικά, ο ρυθμός του λόγου πέφτει, η φωνή γίνεται υπόκωφη, ο ομιλητής σκοντάφτει στις λέξεις, γέρνει το κεφάλι. Το πλήθος πανικοβάλλεται. Ένας άνθρωπος φωνάζει για να τον εμψυχώσει. Οι επίσημοι που περιτριγυρίζουν τον ομιλητή στη σκηνή τον πλησιάζουν σε μια κίνηση ενστικτώδους άμυνας.
Ο άνδρας, εξηντάρης, φοράει μεγάλα γυαλιά. Επαναλαμβάνει τα λόγια του, με ύφος ζαλισμένο, σοκαρισμένο. Το κοινό παρεμβαίνει: «Αρκετά, Ενρίκο!», «Αυτό είναι όλο, σταμάτα!». Έπειτα, όλοι από καρδιάς, φωνάζουν ρυθμικά: «Εν-ρί-κο! Εν-ρί-κο! Εν-ρί-κο!». Το πλήθος βοηθά τον ηγέτη του, του δίνει λίγα λεπτά ανάπαυλας για να ανακτήσει τις δυνάμεις και τις σκέψεις του.
Ο ηγέτης του P.C.I. (Κ.Κ.Ι.) κάνει μια γκριμάτσα, πίνει μια γουλιά νερό και ολοκληρώνει την ομιλία του: «Εργασία για όλους, από σπίτι σε σπίτι, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από δρόμο σε δρόμο, κάνοντας διάλογο με τους πολίτες, με τη σιγουριά που σας δίνουν οι μάχες που έχουμε κάνει, για τις προτάσεις μας, γι’ αυτό που ήμασταν και γι’ αυτό που είμαστε, είναι δυνατό να κατακτηθεί μια νέα και ευρύτερη υποστήριξη για τις λίστες μας, για τον σκοπό μας, που είναι ο σκοπός της ειρήνης, της ελευθερίας, της εργασίας, της προόδου του πολιτισμού μας».
Αυτά είναι τα τελευταία δημόσια λόγια του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ηγέτη του P.C.I. μεταξύ 1972 και 1984. Συνοδευόμενος στο ξενοδοχείο του, εκμυστηρεύεται ότι αισθάνεται κουρασμένος. Λίγο μετά έπεσε σε κώμα, από το οποίο δεν κατάφερε να συνέλθει και πέθανε στις 11 Ιουνίου. Μια εγκεφαλική αιμορραγία, η οποία τον χτύπησε ενώ εκφωνούσε τον λόγο του, έριξε κάτω τον Μπερλινγκουέρ.

Ένας γκραμσιανός ιστορικός συμβιβασμός

Εδώ και 30 χρόνια έχει χαθεί ο πιο αγαπητός από τους Ιταλούς κομμουνιστές ηγέτες. Ο Παλμίρο Τολιάττι, ιδρυτής του P.C.I. και ηγέτης του κόμματος στη μεταπολεμική περίοδο, είχε ονομαστεί από τους συντρόφους του «ο καλύτερος». Ο Μπερλινγκουέρ ήταν «ο πιο αγαπητός». Γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1922 στο Σάσαρι της Σαρδηνίας, σε μια μεγαλοαστική και αντιφασιστική οικογένεια. Εντάχθηκε στο P.C.I. το 1943, ασχολήθηκε με την Κομμουνιστική Νεολαία της Σαρδηνίας, και στη συνέχεια ο πατέρας του τον σύστησε στον Τολιάττι. Ανέβηκε στην ιεραρχική κλίμακα του κόμματος: μέλος της Κεντρικής Επιτροπής το 1946, βουλευτής το 1968, διαδέχθηκε τον Λουίτζι Λόνγκο ως επικεφαλής του Κόμματος το 1972.
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, όπως και ο Τολιάττι, ήταν οπαδός του Γκράμσι: ο ίδιος επιμένει στην αρχική μορφή του δυτικού κομμουνισμού που είναι διαφορετική από το ανατολίτικο λενινιστικό, και στη συνέχεια σταλινικό, μοντέλο. Ο Μπερλινγκουέρ είναι ο εμπνευστής του «ευρωκομμουνιστικού» κινήματος με το γαλλικό και το ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα από το 1975, που προτείνει έναν ευρωπαϊκό πόλο στη βάση ενός δημοκρατικού κομμουνισμού. Πιστεύει ότι στη Δύση το κράτος δεν είναι το παν, αλλά υπάρχει επίσης μια δυναμική κοινωνία των πολιτών με την οποία το κράτος πρέπει να συμβιβαστεί. Όπως ο Αντόνιο Γκράμσι, ο Μπερλινγκουέρ κάνει μια διάκριση μεταξύ του αγώνα για την πολιτική εξουσία («ο πόλεμος κινήσεων»), που είναι μακρύς και γεμάτος συμβιβασμούς, και των ιδεολογικών και πολιτισμικών νικών στην καπιταλιστική κοινωνία που θα επιτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας (ο «πόλεμος των θέσεων»). Ο Μπερλινγκουέρ πιστεύει ότι το P.C.I. δεν μπορεί να πάρει την εξουσία προτού επιβεβαιώσει την ιδεολογική και πολιτισμική ηγεμονία του στην κοινωνία.
Τον Σεπτέμβριο του 1973, ο Μπερλινγκουέρ δημοσιεύει στη Rinascita, το θεωρητικό εβδομαδιαίο περιοδικό του P.C.I., το πρώτο από τα τρία άρθρα που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του «ιστορικού συμβιβασμού» που προτείνει στα ιταλικά πολιτικά κόμματα.1 Επηρεασμένος από την αποτυχία του προέδρου Αλλιέντε στη Χιλή, ο Μπερλινγκουέρ εκτιμά ότι το P.C.I. δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει στην Ιταλία ούτε με την υποστήριξη του 51% των ψηφοφόρων. Ο ίδιος περιγράφει μια «δημοκρατική εναλλακτική», η οποία θα σφυρηλατήσει μια συμφωνία μεταξύ λαϊκών δυνάμεων κομμουνιστικής, σοσιαλιστικής και καθολικής παράδοσης. Αυτή η ανάλυση, η οποία συζητείται στο P.C.I., θα εγκαταλειφθεί όταν ο συνομιλητής και σύμμαχός του από την πλευρά των Χριστιανοδημοκρατών (D.C.I.), ο Άλντο Μόρο, θα απαχθεί και θα δολοφονηθεί από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978.
Κατηγορούμενος από αρκετούς ότι προσπαθεί να μετατρέψει το P.C.I. σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ υποστηρίζει ότι ο στόχος του είναι η υπέρβαση του καπιταλισμού. Υποστηρίζει έναν τρίτο δρόμο μεταξύ του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, και επιβεβαιώνει τη στρατηγική του των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (αντικαπιταλιστικών) για να εισαγάγει «στοιχεία του σοσιαλισμού».
Αυτός ο υπεράλπειος, ρεαλιστικός και ρεφορμιστικός στην πράξη κομμουνισμός αρέσει. Στις περιφερειακές εκλογές του 1975, το P.C.I. καταλαμβάνει το 33,4% των ψήφων και στις βουλευτικές εκλογές του 1976 λαμβάνει το 34,4%, οπότε ηττάται με μικρή διαφορά από το D.C.I. Στις ευρωεκλογές του 1984 που πραγματοποιούνται λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, το P.C.I. για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία του πραγματοποιεί την υπέρβαση με 33,33% των ψήφων έναντι 32,96% του D.C.I. Το P.C.I. διοικεί περιφέρειες (Εμίλια-Ρομάνια, Τοσκάνη, Ούμπρια) και στις αρχές της δεκαετίας του '80 έχει 1,6 εκατομμύρια μέλη. Το P.C.I. του Μπερλινγκουέρ είναι το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα του δυτικού κόσμου.

Το αντίο στον πιο αγαπητό ηγέτη

Ο θάνατος του Μπερλινγκουέρ και οι αποχαιρετισμοί στον κομμουνιστή ηγέτη αποτελούν το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στην ιταλική Αριστερά μετά τον πόλεμο. Οφείλουμε χάρη στον σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, οπαδό του P.C.I., που κινηματογράφησε τη λατρεία του κόσμου και την κηδεία του Μπερλινγκουέρ στη Ρώμη στις 12 και 13 Ιουνίου του 1984. Το ντοκιμαντέρ έχει τίτλο Το αντίο στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Η κάμερα αποτυπώνει τη βάση του κομμουνιστικού λαού, τους απλούς ανθρώπους που συρρέουν από όλες τις περιοχές της χώρας για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ηγέτη τους. [Δείτε στο τέλος του κειμένου, ολόκληρο το ντοκιμαντέρ που ξεκινά με αποσπάσματα από την τελευταία ομιλία του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ.]
Ο σκηνοθέτης θέτει απλές και σεμνές ερωτήσεις. Δίνει τον λόγο στους κομμουνιστές που πενθούν: παιδιά, νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες. Τα πρόσωπά τους είναι χαμένα, σε κατάσταση σοκ, συγκλονισμένα από τη θλίψη που κρύβουν. Το πλήθος συγκεντρώνεται έξω από την έδρα του κόμματος, στην οδό Botteghe Oscure. Ένας κάτοικος της Σαρδηνίας που γνώρισε τον νεαρό Μπερλινγκουέρ στην αντιφασιστική αντίσταση, λέει: «Έκλαψα δύο φορές στη ζωή μου, όταν έχασα τον γιο μου και όταν έχασα τον Ενρίκο». Άνδρες προσπαθούν να πουν λίγα λόγια. Η συγκίνηση τους πνίγει, κλαίνε και κρύβουν το πρόσωπό τους σε ένα μεγάλο λευκό μαντίλι. Δεκάδες ανώνυμοι κομμουνιστές μιλούν για τον ηγέτη τους, που συχνά γνώριζαν και είχαν συνεργαστεί μαζί του: «Αντιπροσώπευε τους εργαζόμενους», «Ένας σπουδαίος άνθρωπος», «Έχασα έναν πατέρα», «Ένας φίλος», «Ένας καλός άνθρωπος», «Έτρωγε μαζί μας και ερχόταν στη συγκέντρωση της οργάνωσης». Ένας μηχανικός αυτοκινήτων, μέλος του Κόμματος, θυμάται: «Ήρθε να ελέγξει το αυτοκίνητό του στο συνεργείο. Του είπα, για σένα είναι δωρεάν, εσύ είσαι εκεί για τους εργαζόμενους, έτσι εγώ είμαι εδώ για σένα». Ένας κάτοικος της Ρώμης, ο οποίος πουλάει φρούτα και λαχανικά στην αγορά: «Μιλούσε ήρεμα και μας εξηγούσε τα πράγματα καλά. Δεν ήταν υπερόπτης». Μια γυναίκα: «Είναι ο μόνος Ιταλός πολιτικός που ενδιαφέρθηκε για τις γυναίκες». Ένα αγόρι 7-8 ετών σηκώνει τη γροθιά του και λέει: «Θα είμαι για πάντα κομμουνιστής». Ένας ιερέας: «Ήταν ένας άνθρωπος ευφυής, καλόψυχος, ένας αλτρουιστής».
Στη συνέχεια, το τεράστιο πλήθος εισέρχεται στο κτίριο του κόμματος για να αποχαιρετήσει τον νεκρό. Το φέρετρο φυλάσσεται από δύο σειρές κομματικά στελέχη. Το πλήθος, πυκνό, συρρέει όλη την ημέρα χωρίς διακοπή. Ο κόσμος εκφράζει τη συγκίνησή του. Οι άνθρωποι αποχαιρετούν τον Μπερλινγκουέρ με υψωμένη γροθιά, μερικοί κάνουν τον σταυρό τους. Φτάνει ο Γιάσερ Αραφάτ και ακολουθείται από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ένα πρόσωπο φέρνει ένα στεφάνι εκ μέρους της «Αλληλεγγύης» (Solidarność).
Δεκάδες ειδικά τρένα ναυλώνονται από όλες τις περιοχές της χώρας. Η Ρώμη ήταν κομμουνιστική στις 13 Ιουνίου 1984. Οι κόκκινες σημαίες εγκαταστάθηκαν στον γαλάζιο ουρανό. Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Η νεκροφόρα αφήνει τα γραφεία του Κόμματος για να φτάσει στην Πιάτσα Σαν Τζοβάνι. Τρεις διαφορετικές πομπές συγκλίνουν προς τα εκεί. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι είναι στον δρόμο. Οι φιλαρμονικές παίζουν πένθιμες μελωδίες και το «Μπαντιέρα Ρόσα» σε αργό τέμπο. Το πλήθος χειροκροτά δυνατά, φωνάζοντας «Ενρίκο! Ενρίκο! Είμαστε εδώ!».
Η ανθρώπινη παλίρροια στην Πιάτσα Σαν Τζοβάννι ήταν συγκλονιστική. Η Νίλντε Γιόττι, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (1979-92) και χήρα του Τολιάττι, εκφωνεί τον επικήδειο λόγο μπροστά στο φέρετρο. Η φωνή του πλήθους δεν υποχωρεί, οι γροθιές παραμένουν υψωμένες. Ο Σάντρο Περτίνι, πρόεδρος της Δημοκρατίας, επευφημείται. Είναι πρώην αντιστασιακός και ηρωικός σοσιαλιστής. Πλησιάζει το φέρετρο, στέκεται σκεφτικός, στέλνει ένα φιλί στον Μπερλινγκουέρ κι έπειτα ένα στο κομμουνιστικό πλήθος. Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ πέθανε, ο ιταλικός κομμουνισμός αναστέλλεται.
Οι εξελίξεις θα είναι καταιγιστικές επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Μπερλινγκουέρ: το P.C.I. παύει να υπάρχει, αυτοδιαλύεται από τον Ακίλε Οκέτο, τον κακομοίρη ηγέτη του. Ωστόσο, παρά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η προσκόλληση χιλιάδων γυναικών και ανδρών στην κομμουνιστική ταυτότητα και πάλη ήταν αμετάβλητη. Στις οργανώσεις, η προτεινόμενη αλλαγή του ονόματος και η εγκατάλειψη των κομμουνιστικών ιδανικών καταψηφίστηκε σε μεγάλο βαθμό.2 Τελικά, οι καριερίστες ηγέτες (Οκέττο, Ναπολιτάνο, Ντ’Αλέμα, Βελτρόνι) θα επιβάλουν μια χαλαρή σοσιαλδημοκρατία, τότε μπλερική, που θα εξελιχτεί σήμερα, με το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματτέο Ρέντσι, σε μια εκδοχή του γαλλικού [κεντρώου] Δημοκρατικού Κινήματος (MoDem).
Κι όμως, εκείνος ο κομμουνιστικός λαός υπήρξε υπερήφανος. Ήταν μια οργανική κοινότητα με δική της ταυτότητα και κουλτούρα μέσα από τους συνεταιρισμούς, τα σπίτια του Λαού ή ακόμα και τη Γιορτή της Ενότητας (Unità). Οι νέοι ηγέτες του P.C.I. εγκατέλειψαν τον κομμουνιστικό λαό που ο Μπερλινγκουέρ καταλάβαινε και εκπροσωπούσε.3 Τι απέγινε άραγε εκείνο το νεαρό αγόρι που με υψωμένη γροθιά έλεγε στις 13 Ιουνίου 1984: «Θα είμαι για πάντα κομμουνιστής»;

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Το πείραμα του Ρόζενχαν

Συνέβη στην Αμερική... Το 1972...
Ο εμπνευστής του, ο Ντέιβιντ Ρόζενχαν, δίδασκε σε ένα μικρό πανεπιστήμιο «ηρωικό αλτρουισμό»!
Κάπως αυθόρμητα αποφάσισε να κάνει ένα αντιδεοντολογικό πείραμα (και σίγουρα όχι και τόσο επιστημονικό) για να ελέγξει κατά πόσο το ψυχιατρικό διαγνωστικό σύστημα μπορούσε πράγματι να διακρίνει τους σώφρωνες από τους παράφρονες.
Τηλεφώνησε σε οκτώ φίλους του και τους ρώτησε αν θα ήθελαν να προσποιηθούν τους παράφρονες για ένα μήνα.
Εκείνοι δέχτηκαν με χαρά (δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν;).
Έτσι άρχισε η εκπαίδευση (αν και οι μισοί από αυτούς ήταν ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οπότε γνώριζαν τα συμπτώματα). Ένα βασικό κομμάτι της εκπαίδευσης ήταν να μάθουν να κρύβουν τα χάπια κάτω από τη γλώσσα τους και να τα φτύνουν μετά.
Πέντε μέρες πριν παρουσιαστούν σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία σταμάτησαν να πλένουν τα δόντια τους, να ξυρίζονται (άντρες και γυναίκες) και να κάνουν μπάνιο.
Έπειτα φόρεσαν παλιά και λίγο βρώμικα ρούχα και σκορπίστηκαν σε όλη την Αμερική.
Παρουσιάστηκαν στα επείγοντα ψυχιατρικών περιστατικών και δήλωσαν μόνο: «Ακούω μια φωνή να λέει γκντουπ».
Ο Ρόζενχαν είχε επίτηδες διαλέξει αυτή τη λέξη, γιατί δεν υπήρχε καμιά αναφορά μέχρι τότε σε ακουστικές ψευδαισθήσεις που να παραπέμπουν σε κόμικ. Πέρα από αυτή την φράση δεν προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα.
Σε κάθε ερώτηση απαντούσαν με ειλικρίνεια (πέρα από το όνομα και το επάγγελμα τους).
Και ο ίδιος ο Ρόζενχαν παρουσιάστηκε στα επείγοντα παραπονούμενος για εκείνο το καρτουνίστικο «γκντουπ».
Όλοι οι «ασθενείς» εξετάστηκαν βιαστικά και διαγνώστηκαν με «παρανοειδή σχιζοφρένεια» (εκτός από έναν που έπασχε από «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»).
Σε όλους έγινε εισαγωγή.
Μόλις εκείνοι βρεθήκαν στο ψυχιατρείο, ανέφεραν στους γιατρούς ότι η φωνή είχε σταματήσει και αισθάνονταν πλέον μια χαρά.
Όμως οι γιατροί δεν τους πίστευαν...
Ο μέσος όρος παραμονής τους στο ψυχιατρείο ήταν 19 ημέρες –παρότι εκείνοι από την πρώτη μέρα διαβεβαίωναν ότι δεν άκουγαν πλέον τη φωνή.
Η πιο μακρόχρονη παραμονή ήταν 52 μέρες. (52 μέρες έγκλειστος σε ψυχιατρείο δεν είναι η καλύτερη εμπειρία που μπορείς να έχεις στη ζωή σου).
Οι ψυχίατροι μάλιστα είχαν αξιολογήσει κάποια χαρακτηριστικά από τη ζωή των «ασθενών» έτσι ώστε να ταιριάζουν με τη διάγνωση τους.
Έγραφαν για κάποιον: «Άντρας, λευκός, ετών 39 [...] με μακρύ ιστορικό αξιοσημείωτης αμφιθυμίας [...] απουσία συναισθηματικής σταθερότητας...» κα.
Κάτι πολύ παράξενο είναι ότι ενώ οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό αντιμετώπιζαν τους «ασθενείς» ως ασθενείς (βάναυσα πολλές φορές), οι υπόλοιποι ασθενείς, οι αληθινοί ασθενείς του ψυχιατρείου αντιλαμβάνονταν ότι οι 9 δεν ήταν «τρελοί»!
Για παράδειγμα κάποιος νεαρός ασθενής πλησίασε το Ρόζενχαν και του είπε: «Εσύ δεν είσαι τρελός. Ή δημοσιογράφος είσαι ή καθηγητής...»
Όσο καιρό ήταν έγκλειστος ο Ρόζενχαν συμπεριφερόταν απολύτως φυσιολογικά και κρατούσε διαρκώς σημειώσεις. Αυτό οι γιατροί το χαρακτήρισαν «συμπεριφορά γραφής», και το θεώρησαν μέρος της παρανοειδούς σχιζοφρένειας του.
Όταν τελικά τον άφησαν να φύγει δημοσίευσε τα πορίσματα του στο περιοδικό Science, με τίτλο: «On being sane in insane places.»
Σάλος ξέσπασε στην Αμερική. Οι ψυχίατροι έσπευσαν να υπερασπιστούν την επιστήμη τους.
Από κάποιο νοσοκομείο έριξαν το γάντι στο Ρόζενχαν. Τον προκάλεσαν να τους στείλει όσους ψευδοασθενείς ήθελε -με ό,τι ψευδοσυμπτώματα προτιμούσε- και εκείνοι θα τους αποκάλυπταν.
Εκείνος δέχτηκε. Θα τους έστελνε τους επόμενους τρεις μήνες ένα μυστικό αριθμό ψευδοασθενών και οι ψυχίατροι θα έπρεπε να καταλάβουν ποιοι ήταν ψυχικά υγιείς.
Μετά τους τρεις μήνες το προσωπικό του νοσοκομείου ανακοίνωσε –με βεβαιότητα- ότι είχε εντοπίσει 41 από τους ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν...
Όμως ο Ρόζενχαν δεν είχε στείλει κανέναν!
Η ψυχιατρική δεν ήταν απλώς γυμνή... Ήταν ξεβράκωτη.
Οι διαγνώσεις μέχρι τότε γίνονταν με το DSM, το «Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Νοητικών Διαταραχών». Μέχρι το πείραμα του Ρόζενχαν χρησιμοποιούσαν τη δεύτερη έκδοση του, το DSM II, του 1968.
Μετά το πείραμα μια επιτροπή ψυχιάτρων πρόσθεσε διακόσιες σελίδες και δημιούργησαν το DSM III. Όλες οι αμφισημίες και οι ασάφειες εξοβελίστηκαν. Η διαγνωστική μέθοδος εξυγιάνθηκε. Η ψυχιατρική είχε ανανήψει...
Το 2004, η Lauren Slater, η συγγραφέας του βιβλίου «Το κουτί της ψυχής», απ’ όπου προέρχονται όλες αυτές οι πληροφορίες, αποφάσισε να ξανακάνει το πείραμα του Ρόζενχαν, μόνη της.
Σταμάτησε να πλένεται, να κάνει αποτρίχωση, φόρεσε παλιά ρούχα και παρουσιάστηκε σε ένα ψυχιατρείο λέγοντας ακριβώς την ίδια φράση: «Ακούω μια φωνή να μου λέει γκντουπ».
Το αποτέλεσμα ήταν κάπως διαφορετικό από την προηγούμενη φορά.
Ο ψυχίατρος την εξέτασε για δέκα λεπτά, χωρίς να της κάνει καμιά ερώτηση για το μορφωτικό της επίπεδο ή την ποιότητα της ζωής της, τη διέγνωσε ως ελαφρώς ψυχωτική και της συνταγογράφησε Risperdal (ένα αντιψυχωτικό) με συνοδεία αντικαταθλιπτικών.
Τις επόμενες οκτώ μέρες η Λόρεν πήγε σε οκτώ διαφορετικά νοσοκομεία. Η αντιμετώπιση ήταν η ίδια: Κανείς δεν της έκανε εισαγωγή, αλλά της έγραψαν –συνολικά- 25 αντιψυχωτικά και 60 αντικαταθλιπτικά. Η εξέταση ήταν πάντα το ίδιο επιπόλαια. Αλλά, όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας: «Όλοι φρόντιζαν να πάρουν το σφυγμό μου».
Το πείραμα του Ρόζενχαν δεν έδειξε ότι η ψυχιατρική είναι λανθασμένη, αλλά ότι οι ψυχίατροι κάνουν διαγνώσεις «επιδημιολογικά».
Αν κάθε μέρα εξετάζεις είκοσι ανθρώπους που πάσχουν από μανιοκατάθλιψη είναι φυσιολογικό να διαγνώσεις ως μανιοκαταθλιπτικό και κάποιον ο οποίος είναι απλώς κυκλοθυμικός.
Επιπλέον οι κοινωνικές συνθήκες υπαγορεύουν τις διαγνώσεις στους ψυχιάτρους.
Πριν είκοσι και τριάντα χρόνια τα παιδιά που δεν μπορούσαν να «κάτσουν ήσυχα για ένα λεπτό» ή αρνούνταν να κάνουν τα μαθήματα τους, ήταν μόνο άτακτα παιδιά ή «διαόλου κάλτσα».
Τώρα πάσχουν από ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα.
Στην Αμερική ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των παιδιών αρχίζουν τα ψυχοφάρμακα λίγο μετά το μητρικό γάλα. Στην Ελλάδα, για την ώρα, τα πηγαίνουν στον ψυχολόγο (ο οποίος δεν επιτρέπεται να συνταγογραφεί φάρμακα). Όμως είναι και εδώ «προβληματικά παιδιά».
Τα αντικαταθλιπτικά είναι πιο συνηθισμένα πλέον από τον καφέ και το τσιγάρο (τα τελευταία είναι ανθυγιεινά).
Οι γέροι που έπιναν μια νταμιτζάνα κρασί στην καθισιά τους ήταν κάποτε «γερά ποτήρια». Τώρα αν πίνεις πάνω από τρία ποτήρια τη βδομάδα θεωρείσαι «λανθάνων αλκοολικός».
Οι μητέρες που φωνάζουν στα παιδιά τους χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη, τα ζευγάρια που τσακώνονται οικογενειακό σύμβουλο και οι μακροχρόνια άνεργοι χρειάζονται (όχι δουλειά), αλλά κάτι που θα τους κάνει να χαμογελάνε καθώς θα περνάνε τη θηλιά στο λαιμό τους.
Μάλλον ο Άλντους Χάξλεϊ, στον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του, είχε προβλέψει σωστά: Για όποιον αισθανόταν άσχημα υπήρχε το «σόμα», το γαλάζιο χάπι, το οποίο χορηγούσε δωρεάν η κυβέρνηση, και έκανε τους πάντες ευτυχισμένους.
Τα αντικαταθλιπτικά είναι το «σόμα» της εποχής μας.

antikleidi.com 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Sivert Høyem



Πεσσόα

Δεν είμαι τίποτα.                            
Ποτέ δεν θα' μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να' μαι τίποτα.
Πέρα απ' αυτό, έχω μέσα μου  όλα τα όνειρα του κόσμου.

Λένε;                              
Ξεχνούν.
Δεν λένε;
Έλεγαν.
Πράττουν;
Mοιραίο.
Δεν πράττουν;
Oμοίως.
Γιατί να ελπίζεις;
Tα πάντα είναι όνειρο.

Διαιρώ αυτό που ξέρω.
Προκύπτει αυτό που είμαι κι αυτό που ξέχασα.Ανάμεσα στα δυο πηγαίνω.
Δεν είμαι αυτός που σκέφτομαι ούτε αυτός που είμαι τώρα.
Αν θα σκεφτώ, κομμάτια γίνομαι.
Αν θα πιστέψω, για μένα δεν υπάρχει τέλος.
Γι’ αυτό, είναι καλύτερα ν’ ακούς μόνο το θρόισμα της απαλής, βέβαιης αύρας που μέσ’ από τις φυλλωσιές περνάει.

αποσπάσματα από έργα του Φερνάντο Πεσσόα

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

Μεγάλα τζάκια

Ο Άνταμ Σμιθ, ο πρόγονος όλων των οικονομολόγων κάθε θεωρητικής απόκλισης κι ένας από τους πιο σημαντικούς δασκάλους του Μαρξ, λέει στο περιλάλητο σύγγραμμά του Ο πλούτος των εθνών (1779), όπου προσπαθεί να εξηγήσει το μηχανισμό συσσώρευσης του πλούτου: Λίγοι θα είχαν ενδοιασμούς για το λαθρεμπόριο, αν μπορούσαν να βρουν έναν εύκολο και ασφαλή τρόπο να το κάνουν. Είναι ο πρώτος που τολμά να πει πως η προσήλωση στη νομιμότητα δεν βοηθάει τη συσσώρευση του κεφαλαίου και πως η αυθαιρεσία, η αίρεση και η εξαίρεση αποτελούν προϋποθέσεις για την αύξηση του πλούτου των ατόμων, συνεπώς και των εθνών στα οποία ανήκουν τα άτομα.
Οι απόψεις του Σμιθ ήταν βόμβα στα θεμέλια των «παραδοσιακών αξιών» που κληρονομήθηκαν από το Μεσαίωνα και μια ριζική ανατροπή του μωσαϊκού νόμου, που είναι περισσότερο γνωστός σαν «δέκα εντολές». Το «ου κλέψεις», «ου φονεύσεις», «ου μοιχεύσεις», «ου ψευδομαρτυρήσεις», κι όλα τα άλλα «ου» χάνουν το νόημά τους στην καθημερινή οικονομική πρακτική. Σεβόμαστε τις δέκα εντολές μόνο όταν δεν μας βλάπτουν οικονομικά και επανερχόμαστε σ' αυτές μόνο όταν παραιτηθούμε από την προσπάθειά μας να πλουτίσουμε.
Φυσικά, έχουμε πάντα την ευχέρεια να σεβόμαστε όσες από τις εντολές μας βολεύουν και να απορρίπτουμε όσες δεν μας βολεύουν. Έτσι, μπορούμε να είμαστε υπέρ του «ου μοιχεύσεις» όταν αισθανόμαστε ικανοποιημένοι από την ερωτική συμπεριφορά της συζύγου μας, αλλά μπορούμε να καταστρατηγήσουμε αυτή την εντολή αν η οικονομική μας προκοπή εξαρτάται, ας πούμε, από τα ερωτικά καπρίτσια της κόρης του αφεντικού, που «λιώνει» για μας.
Όσο για το «ου ψευδομαρτυρήσεις», άστα να παν στο διάβολο. Η ψευδής μαρτυρία είναι κοινός τόπος στα δικαστήρια. Και η «συμπαθής τάξη» των εργαζομένων που λέγονται ψευδομάρτυρες, το μόνο που κάνουν για να διαφυλάξουν μέρος μόνο της παραπάνω άκρως παραγωγικής εντολής είναι να μην προχωρούν στη συγκρότηση επαγγελματικού σωματείου επαγγελματιών ψευδομαρτύρων. Το «ου φονεύσεις» προκαλεί βδελυγμία σε όλους. Εκτός από τις περιπτώσεις που φονεύουμε μαζικά και μεθοδικά για «τη δόξα της πατρίδας». Όσο για εκείνο το αστείο «ου κλέψεις», αυτό δεν εμπόδισε ποτέ κανέναν κλέφτη να κάνει τη δουλειά του.
Οι λαθρέμποροι λοιπόν έπαιξαν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας, κατά τον Άνταμ Σμιθ. Όταν σε ζορίζουν με τους υψηλούς δασμούς και σε εμποδίζουν να πλουτίσεις είναι φυσικό να αποθαρρύνεσαι αν είσαι καλός και ευσυνείδητος έμπορος και από έμπορος να γίνεσαι λαθρέμπορος, δηλαδή σωστός έμπορος. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να έχετε ενοχές όταν εισαγάγατε κάτι λαθραίο για προσωπική σας χρήση. Άλλωστε, η ιδιοχρησία του λαθραίου δεν είναι λαθρεμπόριο. Το λαθρεμπόριο έχει νόημα μόνο όταν εισάγεις εμπορεύματα ατελώνιστα για να τα πουλήσει; κι όχι για να τα χρησιμοποιήσεις ο ίδιος.
Ωστόσο, θα σε αντιμετωπίσουν σαν λαθρέμπορο και σ' αυτή την περίπτωση, παρότι δεν έχεις την πρόθεση να εμπορευτείς αυτό που εισήγαγες λαθραία. Εμπόριο και ταυτόχρονα λαθρεμπόριο όπλων κάνει κάθε σοβαρό κράτος. Γιατί λοιπόν, οι υπήκοοι να μην πράξουν ομοίως με εμπορεύματα ειρηνικά;
Τη σημασία της παρανομίας για την οικονομική προκοπή την επισημαίνει ο Άνταμ Σμιθ- και μην τολμήσει κανείς να με κατηγορήσει για παρότρυνση εις τέλεσιν παρανόμων πράξεων γιατί θα τον παραπέμψω στο δημιουργό της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας. Βέβαια, ηθικά κατοχυρωμένη δεν είναι αυτή η παρανομία. Αλλά, το είπαμε, η ηθική είναι γι' αυτούς που επέλεξαν είτε την «έντιμον πενίαν» είτε την από βλακεία πενία. Κι αν το παιδί σας αριστεύει στη σχολική έκθεση που γράφουν οι μαθητές την παγκόσμια ημέρα αποταμιεύσεως ... αποκληρώστε το έγκαιρα. Γιατί, ενώ δεν θα γίνει ποτέ σοβαρός καπιταλιστής διά του κουμπαρά, θα β0ηθήσει άλλους καπιταλιστές να γίνουν καλύτεροι καπιταλιστές με τα δάνεια που θα πάρουν από την τράπεζα όπου εμείς αδειάζουμε τους φτωχοκουμπαράδες μας.
Η αποταμίευση έχει σοβαρό νόημα μόνο όταν συνοδεύεται από μια καταπάτηση και των δέκα εντολών. Αλλά αυτό μην το πείτε στο παιδί σας. Θα το γράψει στην έκθεση και θα το μηδενίσουν. Κανείς δεν θέλει να γίνεται λόγος για ανεντιμότητα όταν γίνεται λόγος για οικονομικές συναλλαγές. Μάλιστα, όσο πιο έντονα απορρίπτεις φραστικά την ανεντιμότητα, τόσο πιο εύκολα κάνεις την ανέντιμη δουλειά σου.
Βέβαια, ο Σμιθ τελικά δεν αποκάλυψε τον πραγματικό μηχανισμό της δημιουργίας του πλούτου' αυτό θα το κάνει αργότερα ο Μαρξ, που μίλησε για τη διπλή ηθική του πλούσιου. Που είναι ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή και έντιμος κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. Η Κυριακή είναι αφιερωμένη στον Θεό.
Η παρανομία έπαιξε μείζονα ρόλο στην ανάπτυξη των σύγχρονων θεσμών, λέει ο Σμιθ. Κι αν σήμερα οργιζόμαστε με τους απατεώνες είναι γιατί αυτοί οι θεσμοί είναι ήδη διαμορφωμένοι, πράγμα που μας εμποδίζει να καταλάβουμε πώς διαμορφώθηκαν».

Βασίλης Ραφαηλίδης

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Περί βλεμμάτων

Όλοι έχουμε ανάγκη να μας κοιτάνε . Ανάλογα με τί είδους είναι το βλέμμα κάτω απ΄το οποίο θέλουμε να ζούμε , μπορούμε να καταταγούμε σε 4 κατηγορίες:

α) Η πρώτη  αναζητάει το βλέμμα ενός ατέλειωτου αριθμού ανώνυμων ματιών, μ’ άλλα λόγια  το βλέμμα του κοινού.

β) Στην δεύτερη κατηγορία εκείνοι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το βλέμμα ενός πλήθους γνώριμων ματιών .

γ)Τρίτη η κατηγορία  αυτών που έχουν ανάγκη να βρίσκονται κάτω από το βλέμμα του αγαπημένου προσώπου .

δ)Τέλος η τέταρτη η πιο σπάνια αυτών που ζουν  κάτω απ΄τα  φανταστικά βλέμματα πλασμάτων που είναι απόντα.Είναι οι ονειροπόλοι.

απόσπασμα, "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" - Μίλαν Κούντερα 

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

in girum imus nocte et consumimur igni

Το κοινό του κινηματογράφου, που ποτέ δεν υπήρξε πολύ αστικό και που σχεδόν έπαψε πιά να είναι λαϊκό, στρατο­λογείται έφ' έξης, σχεδόν εξολοκλήρου, από ένα και μόνο κοινωνικό στρώμα, που έχει έξάλλου πολύ διευρυνθεί: το στρώμα των μικροϋπαλλήλων πού έχουν εξειδικευθεί στις διάφορες εργασίες των «υπηρεσιών», αυτών που το σύγ­χρονο παραγωγικό σύστημα έχει τόσο επιτακτικά ανάγκη: διαχείριση, έλεγχος, συντήρηση, έρευνα, εκπαίδευση, προ­παγάνδα, διασκέδαση και ψευτοκριτική.
Αυτό καί μόνο αρκεί για να μας φανερώσει το ποιόν τους. Θα πρέπει βέβαια να συμπεριλάβουμε στο κοινό αυτό που εξακολουθεί να πηγαίνει στο σινεμά, και το ίδιο αυτό είδος, σε νεότερη ηλικία, όταν βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της συνοπτικής μαθητείας στα ποικίλα αυτά καθήκοντα στελέχωσης (σ.σ. φοιταριάτο).
Μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε, από το ρεαλισμό και τα επιτεύγματα του περίφημου αυτού συστήματος, τις προσωπικές ικανότητες των εκτελεστικών οργάνων πού διαμόρφωσε. Και πράγματι οι άνθρωποι αυτοί γελιούνται στα πάντα καί δεν μπορούν παρά να παραλογίζονται με ψέματα. Είναι φτωχοί μισθωτοί που νομίζουν πως είναι ιδιοκτήτες, πλανημένοι αδαείς που θεωρούν τους εαυτούς τους μορφωμένους, νεκροί που νομίζουν ότι ψηφίζουν. Πόσο σκληρά τους μεταχειρίστηκε ο τρόπος παραγωγής!
Από πρόοδο σε προαγωγή, έχασαν και τα λίγα που είχαν, καί κέρδισαν κάτι πού κανείς δέν επιθυμούσε.
Συλλέγουν τις αθλιότητες και τις ταπεινώσεις όλων των συστημάτων εκμετάλλευσης του παρελθόντος· το μόνο στοιχείο τους που αγνοούν είναι η εξέγερση.
Μοιάζουν πολύ με τους δούλους γιατί είναι μαζικά και στενόχωρα στοιβαγμένοι σε κτίρια άσχημα, θλιβερά καί ανθυγιεινά.
Γιατί τρέφονται άσχημα με τροφές μολυσμένες και άγευστες, και νοσηλεύο­νται άσχημα οταν πάσχουν από διαρκώς ανανεούμενες αρρώστιες.
Βρίσκονται συνεχώς κάτω από ταπεινωτική παρακολούθηση, ενώ συντηρείται ο εκσυγχρονισμένος αναλφαβητισμός τους και οι θεαματικές δεισιδαιμονίες τους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Έχουν μεταφυτευτεί μακριά από τις επαρχίες ή τίς γειτονιές τους σ' ένα καινούργιο κι εχθρικό τοπίο καθώς βολεύει τις συγκεντρωτικές απαιτήσεις της σημερινής βιο­μηχανίας.
Δεν είναι παρά αριθμοί σε γραφικές παραστάσεις που κατασκευάζουν ηλίθιοι.

απόσπασμα από την ταινία του Γκυ Ντεμπόρ - in girum...

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Περί βραδύτητας

"Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, πού πήγαν οι παλιοί αργόσχολοι; Πού είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση; Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά: κοιτάζουν τα παράθυρα του καλού Θεού. Όποιος κοιτάζει τα παράθυρα του καλού Θεού δεν βαριέται, είναι ευτυχής. Στον κόσμο μας η αργία μεταβλήθηκε σε αεργία, που είναι τελείως άλλο πράγμα: ο άεργος είναι στερημένος, βαριέται, αναζητάει μονίμως την κίνηση που του λείπει.
Κοιτάζω στο καθρεφτάκι: πάντα το ίδιο αυτοκίνητο, που δεν μπορεί να με προσπεράσει εξαιτίας της αντίθετης κυκλοφορίας. Πλάι στον οδηγό κάθεται μια γυναίκα. Γιατί δεν της διηγείται κάτι αστείο; Γιατί δεν ακουμπάει την παλάμη του στο γόνατό της; Απεναντίας, αναθεματίζει τον αυτοκινητιστή μπροστά του που δεν τρέχει γρήγορα, και η γυναίκα δεν σκέφτεται κι εκείνη να αγγίξει τον οδηγό με το χέρι, σοφάρει νοερά μαζί του και με αναθεματίζει κι αυτή"

Μίλαν Κόυντερα - Η Βραδύτητα (απόσπασμα)

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ

Θα έχετε παρατηρήσει πως υπάρχει ένας διχασμός στον ψυχισμό των Ελλήνων για το που ανήκουν. Αντί να αγκαλιάσουμε την ιστορία μας φαίνεται ότι μας βαραίνει τόσο πολύ που προσπαθούμε να ξεφύγουμε από αυτή αφήνοντας όμως αναπάντητο το ερώτημα για το που ανήκουμε στο χώρο και στον χρόνο.

Καλά αρχίζουμε (γέλια) γιατί το ανήκειν είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί τους Έλληνες και δεν το λέει κανένας τελικά. Ο Καραμανλής “ανήκομεν εις τη δύσην”, ο Ζουράρις τα ανατολικά του, οι Ελληνες στο μεταίχμιον, μετέωροι. Άρα λοιπόν το ανήκειν είναι το μεγάλο πρόβλημα. Αλλά πριν από το ανήκειν υπάρχει το είναι και στο είναι δεν απαντάει πια κανείς. Γιατί δεν είσαι αυτό που είσαι, δεν είσαι αυτό που κάνεις, είσαι αυτό που έχεις . Απ' αυτήν τη στιγμή, όταν είσαι αυτό που έχεις, δεν ξέρεις τι είσαι.

Ο Χάιντεγκερ λέει ότι ο Λόγος είναι η σκέπη του Είναι και εμείς αυτή τη στιγμή, νομίζω, ότι έχουμε αγλωσσία.

Όχι, δεν είναι αγλωσσία, είναι πανγλωσία. Ο καθένας λέει ότι να ΄ναι και είναι σύμφωνος με τον εαυτό του. Όλοι μιλάνε και κανείς δεν ακούει. Υπάρχει μια γενική κώφευσις, κουφαμάρα να το πουμε πολύ απλά, η οποία κάνει να είναι αυτός ο κόσμος σε μια αδράνεια νοητική.

Όμως και εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, η διερεύνηση της ταυτότητας οδηγεί σε σύγκρουση ακόμη και με φίλους. Το Βυζάντιο δεν υπάρχει, εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με την αρχαιότητα και στο ερώτημα τί είμαστε, ποιοί ειμαστε, η απάντηση πλέον που κυριαρχεί είναι “είμαστε άνθρωποι”.

Ναι, διότι σε αυτή τη συζήτηση επιστρατεύεις το παρελθόν που διαλέγεις και τι διαλέγεις; Διαλέγεις αυτό που λέμε στα πολύ καλά ελληνικά self esteem history. Ποτέ την άλλη. Από τη στιγμή που επιλέγεις αυτό το παρελθόν σημαίνει ότι δεν είσαι βέβαιος για το μέλλον, γιατί αν ήσουν βέβαίος για το μέλλον δεν θα έχεις ανάγκη να λες ότι δώσαμε τα φώτα στον κόσμο και να μην αναρωτιέσαι ποιός σου έδωσε τον ηλεκτρισμό.

Ναι και αρκετοί λένε ότι δώσαμε τα φώτα στον κόσμο και δεν καταφέραμε κάτι άλλο γιατί μέσα στην ιστορία χαθήκαμε, υπήρξε ένα Βυζάντιο και μια ορθοδοξία και ένας ανατολικός ασκητισμός που μας καθήλωσε την ώρα που υπήρχε ένας διαφωτισμός και εξέλιξη.

Το θέμα είναι ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιός φταίει; Θα το πω, η εκκλησία. Αφόρισαν σχεδόν τον Βολταίρο και όλους αυτούς, ο μόνος διαφωτιστής στην Ελλάδα ήταν ο Ρήγας Φερραίος. Οταν τον σκότωσαν και αυτόν, ε… να μην τα λέω η εκκλησία δεν θρήνησε τον Ρήγα.

Εντάξει, αλλά υπάρχει και ένας αντίλογος για την εκκλησία. Για παράδειγμα, εάν διασωθήκαν γραπτά της ελληνικής γραμματείας και η γλώσσα ακόμη, διασώθηκαν μέσω της εκκλησίας.

Από ποια εκκλησία; Να τα βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Δύο μεγάλα ψέματα διδάσκουμε, και εδώ και σε όλη τη Ευρώπη. Το πρώτο είναι ότι η αρχαία γραμματεία σώθηκε από τους Άραβες. Αν είναι αλήθεια αυτό. τότε θέτω την εξής ερώτηση. Πού είναι ο αραβικός Όμηρος; Πού είναι ο αραβικός Θουκυδίδης; Πού είναι ο αραβικός Σοφοκλής, ο Ευρυπίδης κτλ; Άρα τι κάναν οι Αραβες; Αυτό που έκαναν οι Άραβες, οι χριστιανοί των αραβικών χωρών, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, μετέφρασαν το Όργανο του Αριστοτέλη, τον Πτολεμαίο, τους γεωγράφους και λοιπά. Και αυτό για διοικητικούς λόγους. Όπως είχαν και αυτοί μία αχανή αυτοκρατορία, με το χαλιφάτο της Βαγδάτης κυρίως, αναγκάστηκαν να έχουν ένα εγχειρίδιο διοικητικό και το έκαναν.

Αλλά και ο Αριστοτέλης ο αραβικός δεν είναι ο Αριστοτέλης ο τελειωτικός με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα. Και όλα αυτά σωθήκανε μέσα από τα σκριπτόρια, δηλαδή τα αντιγραφικά εργαστήρια των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι τα έσωσε η εκκλησία. Αυτή που τα έσωσε ήταν η Αυτοκρατορία και είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Κωσταντίνος ο πορφυρογέννητος στις αρχές του 10ου αιώνα μαζεύει όλα τα έγγραφα από τα ελληνικά κείμενα, από τα μοναστήρια και αλλού για να κάνει την πρώτη εγκυκλοπαίδεια. Και πράγματι καταφέρνει και κάνει την πρώτη εγκυκλοπαίδεια. Όλο το φοιτηταριό της εποχής κάνει τις πρώτες συνόψεις, τα συντάγματα κτλ. Εάν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα είχαμε τίποτα.

Άλλωστε, διατείνομαι ότι επειδή έχουμε τα φραγμέτα ιστορικών και άλλα, όταν τους μάζεψε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος έκαναν μια εγκυκλοπαίδεια κατά θέματα, δηλαδή ήταν μια εγκυκλοπαίδεια με 55 θέματα πάνω κάτω περί κυνηγίου, περί ιατρικής και άλλων θεμάτων και αυτοί που την έφτιαχναν είχαν τα θέματα και επιλεκτικά ψαλίδιζαν. Αυτό διατείνομαι, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω. Όπως και να έχει, ακόμη και αυτά που λέμε αραβικά κείμενα είναι κατά κάποιο τρόπο βυζαντινής προέλευσης.

Πώς σχολιάζετε το επιχείρημα ότι το βυζάντιο ήταν σκοταδισμός και ευθύνεται για το χαμό του ελληνικού πολιστισμού ή ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές;

Προσέξτε να μην περνάμε τους αιώνες σαν είναι καθημερινότητα. Βρισκόμαστε ακόμα στον έκτο αιώνα, περίπου στο 527 όταν ακόμα υπάρχουν ειδωλολάτρες στην αυτοκρατορία. Η τελευταία καταδίωξη. ο διωγμός των ειδωλολατρών, του Δωδεκάθεου, διότι ουδέποτε ήταν ειδολολάτρες οι αρχαίοι. Η μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία των Χριστιανών είναι να κολλήσουν τη ρετσινιά του ειδωλολάτρη στην αρχαία θρησκεία που δεν είχε καμία σχέση με τα είδωλα.

Στη νεαρά ο Ιουστιανός γράφει “οι τα μισαρά των Ελλήνων πρεσβεύοντες”…Ποιοι είναι οι Έλληνες; Η λέξη Έλληνας στα βυζαντινά σημαίνει ειδωλολάτρης, Τέλος πάντων, οι Έλληνες δεν έχουν δικαίωμα ούτε να διδάξουν, είναι, πώς να το πούμε, ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Ο Ιουστινιανός κλείνει την νεοπλατωνίζουσα σχολή των Αθηνών, αλλά ούτε καίει ούτε καταστρέφει και τότε φεύγουν οι καθηγητές και πάνε στην Περσία. Από εκεί αρχίζει ο μεταφραστικός ζήλος, πρώτα στα συριακά και μετά, όπως οι Άραβες φτάνουν τον έβδομο πια αιώνα στη Δαμασκό και έχουν καταλάβει όλη αυτή την περιοχή, τότε αρχίζει και η πρώτη μετάφραση που γίνεται τελική στη Βαγδάτη, δηλαδή έναν αιώνα ακόμη μετά.

Εκείνο που δεν δέχονται πια οι Αραβες είναι όταν ο Ομάρ καταλαμβάνει την Αλεξάνδρεια γύρω στο 647, καίει την βιβλιοθήκη για να ζεστάνουν τα λουτρά. Όταν έγιναν τα εγκαίνια της νέας βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και πήγαν οι Ρωμιοί αυτά τα κείμενα τα βυζαντινά, οι Αραβες τους διώξανε και τελικά επέστρεψαν πίσω χωρίς το συγκεκριμένο ιστορικό κείμενο.

Το δεύτερο ψέμα είναι ότι χάρη στη τη φυγή των Κωνσταντινοπολιτών, έπειτα από την Άλωση της Πόλης το 1453, έγινε η Αναγέννηση. Αυτό λοιπόν να το αφήσουμε λίγο στο βεστιάριο, γιατί αυτοί οι οποίοι φύγανε, βρήκανε Τσιμαμπούε, βρήκανε Φραντζέλικο, βρήκανε Τζιότο βρήκανε Ντάντε. Αυτά λοιπόν είναι τα ψέματα που λέμε. Ότι δηλαδή οι Άραβες έκαναν τη διάσωση της ελληνικής γραμματείας και οι βυζαντινοί έκαναν την αναγγένηση της Δύσης. Αυτά είναι τα δύο μεγάλα ψέματα. Άλλο εάν οι βυζαντινοί φέραν φεύγοντας τη γνώση της αρχαίας γλώσσας. Γραμματική, συντακτικά λεξικά είναι από τους φυγάδες, αλλά εάν δεν ήταν ο Γουτεμβέργιος και η αναννέωση πραγμάτων και γραμμάτων στη Δύση δεν θα έφερναν την αλλαγή οι πέντε που έφυγαν από την Πόλη και οι οποίοι χαθήκαν και για το Γένος και για την Ορθοδοξία. Να μην ξεχνάμε ότι ο Βησαρριώνας κόντεψε να γίνει και Πάπας. Έγινε καρδινάλιος και όλα τα βιβλία του, τα οποία μετέφερε στη Δύση τα άφησε στη βιβλιοθήκη της Βενετιάς. Είναι η πρώτη μαγιά για την Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας.

Πότε αρχίζει να υπάρχει συνείδηση της ελληνικότητας στο Βυζάντιο, αν υπάρχει;

Ουδέποτε το όνομα Έλλην ξαναβρήκε όλη του την αίγλη, αλλά το Ρωμηός, Ρωμαίος, σήμαινε Έλληνας το γένος και τη γλώσσα, η οποία γλώσσα ήταν γραικική και τα ήθη ρωμαϊκά. Όταν πάει να παντρευτεί μία πριγκίπισσα δυτική έναν μέλλοντα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, είμαστε στον ένατο αιώνα, εκεί λέει: “Στέλνουμε έναν Πρωτοσπαθάριο για να της μάθει τη γραικική γλώσσα και ήθη ρωμαϊκά. Αυτά είναι τα βυζαντινά. Πότε όμως οι βυζαντινοί αποκτούν τη συνείδηση της ελληνικής συνέχειας; Έχω μία απόδειξη αδιάψευστη. Αυτό λοιπόν συμβαίνει όταν οι βυζαντινοί αρχίζουν και λένε ότι οι Τούρκοι είναι Πέρσες Αχαιμενίδες. Και ερωτώ τι σχέση έχουν οι Τουρκομάνοι, Αηδίνογλου, Μεντεσέ, Καραμανλήδες, οθωμανοί κτλ με τους Πέρσες. Δεν έχουν καμία σχέση.

Προσπαθούν να αποδείξουν ότι, όπως οι μαραθωνομάχοι και οι σαλαμινομάχοι έδιωξαν και κατάφεραν να απωθήσουν τους Πέρσες, έτσι θα κάνουνε και αυτοί. Οπότε αναγνωρίζουν κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια. Όταν ο Μανουήλ ο Παλαιολόγος, είμαστε αρχές του 15ου αιώνα τώρα, θέλει να ζητήσει κάποια βοήθεια απ΄ έξω ο Γεμιστός ο Πλήθων του λέει: “μη διστάσεις να ζητήσεις ότι θέλεις, γιατί αυτό θα είναι αντίδωρο απ' όσα έχουμε δώσει”.

Και άλλωστε, για να γυρίσω τώρα πίσω στους αιώνες, ήδη όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης θέλει να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία και ονομάζει τους χριστιανούς Γαλιλαίους απαγορεύοντάς τους να χρησιμοποιήσουν ως και την ελληνική γλώσσα, διότι γλώσσα της διανοίας και του άλλου πράγματος, τότε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός του στέλνει την περίφημη διατριβή «τίνος το ελληνίζειν» και αποδεικνύει ότι τα πάντα, τα πάντα, τα έχουν παραλάβει και οι χριστιανοί από τους αρχαίους, πλην ενός - της παιδεραστίας. Το ότι έχουμε κάποια συνέχεια, η οποία οπωσδήποτε είναι γλωσσική αλλά και διανοητική, εάν θέλετε, φαίνεται και όταν ο Μέγας Βασίλειος λέει στους νέους: “να διαβάζετε τα αρχαία κείμενα”. Τότε οπωσδήποτε γλωσσικά είμαστε μέσα στην εξέλιξη. Και όταν οι βυζαντινοί μιλούν για δημοτική, τα γεωγραφικά κείμενα, η λιτή γλώσσα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δημοτική. Για να μη μιλήσουμε για τα νοταριακά, για τα έγγραφα των πωλήσεων που είναι γραμμένα στην απλοϊκή δημοτική γλώσσα που μιλούσε ο Μακρυγιάννης και που μιλάμε, που λέει ο λόγος, μέχρι τα σήμερα.

Δηλαδή, πώς αντιλαμβάνονταν την ελληνικότητα τους τότε;

Η ελληνικότητα είναι πρώτα απ΄όλα ελληνόγλωσσία και ελληνοφωνία, έπειτα μια συνείδηση συνέχειας ιστορικής, αλλά αυτοί που το κάνουν λέγονται Ρωμιοί. Μάλιστα υπάρχουν ένα σωρό κείμενα που μιλούν για καθαρούς Ρωμαίους, γιατί αυτοί που ήτανε στα σύνορα και οι οποίοι στα μεν βόρεια έχουνε επαφή με τους σλάβους, στα δε ασιατικά με τους Άραβες, είναι μιξοέλληνες ή μιξοβάρβαροι, ενώ οι καθαροί Έλληνες, οι καθαροί Ρωμαίοι είναι αυτοί της Πόλης. Οπότε ελληνοφωνία από τη μια μεριά και συνείδηση της ιστορικής συνέχειας, αυτά τα δύο κάνουν κατά κάποιο τρόπο μία πτυχή της ταυτότητας της βυζαντινής η οποία όμως πάνω από όλα είναι -και το υπογραμμίζω- η συνείδηση έθνους χριστιανών. Το λέει ο ίδιος ο Λέων ο 6ος στα τακτικά του ότι «αγωνιζόμεθα υπέρ των αλυτρώτων αδελφών ως έθνος χριστιανών» οπότε χριστιανοί ελληνόφωνοι με ρωμαϊκή καταβολή όσον αφορά τα διοικητικά πράγματα.

Αυτή είναι η ρωμιοσύνη την οποία αποποιηθήκαμε μολονότι είναι σύγκαιρη της ιστορίας. Όπως γράφει και ο Μιχαηλίδης ο ποιητής ο Κύπριος την αποποιηθήκαμε, γιατί όπως δεν ελευθερώσαμε την κοιτίδα του γένους, την Πόλη, είπαμε κάνοντας πρωτεύουσα ένα λασποχώρι τότε το 1830, ότι είμαστε απόγονοι του Περικλή και έκτοτε ούτε ένα κείμενο βυζαντινό δεν διδάσκεται στα σχολειά. Όλοι ξέρουν το Έρως ανίκατε μάχας και τα λοιπά αλλά κανένας δεν ξέρει τι εστί Άννα Κομνηνή, τι εστί Ατταλειάτης, τι εστί Προκόπιος και τα λοιπά και τα λοιπά…

Μα και όταν μας ιδρύουν το κράτος προσπάθησαν να εξαλείψουν τα 1000 χρόνια Βυζαντίου και ο Κοραής πήγε να φτιάξει μια άλλη γλώσσα καθαρή. Πίστεψαν πως για να γίνουμε Έλληνες θα πρέπει να γίνουμε πρώτα Δυτικοί.

Αποφεύγω ως ιστορικός να λέω ποιό ήταν το σκεπτικό τους, Δεν ξέρουμε τίποτα. Το μόνο που ξέρουμε από τον Κοραή είναι ότι είπε πως με το να θεωρούν οι Έλληνες τον εαυτό τους απόγονο του Μιλτιάδη και του Λεωνίδα θεωρούν ότι 400 χρόνια ήταν αιχμάλωτοι και όχι δούλοι. Έχουμε αυτή την η ρετσινιά των 400 χρόνων. Aυτά τα 400 χρόνια βάζουν σε παρένθεση και όπως δεν έχουν και την Πόλη, δεν ξέρουν το Βυζάντιο, γιατί Κωσταντίνουπολη ίσον Βυζάντιο. Ή την ξέρεις ή δεν την ξέρεις. Οι Ρουμάνοι έχουν κάνει την αγιοποίηση της Κωσταντίνουπόλης. Eάν πάτε στο Κουμόρο, στο Βορονέτς, θα δείτε ότι έχουν την άλωση της Κωσταντινουπόλεως ως εικόνα. Ο μόνος ο οποίος κάνει ακριβώς την ίδια προσπάθεια είναι ο Μακρυγιάννης. Όταν παραγγέλνει τους 23 πίνακες για τις μάχες της απελευθέρωσης στον Παναγιώτη Ζωγράφο, τί του λέε; Ο πρώτος πίνακας είναι η Άλωση της Πόλης. Άρα από εκεί αρχίζουμε, από την Άλωση της Πόλης γίνομαστε οι νεοέλληνες και ο Μακρυγίαννης το ξέρει καλύτερα από τον καθένα.

Να ακόμη ένα πρόβλημα: η ίδρυση το ελληνικού κράτους αφήνει πολλούς Έλληνες απ΄έξω. Και έχουμε και μια Μικρά Ασία…

Μια στιγμή, μια στιγμή, εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η αρχαία ιστορία αθηνειάζει, η νεοτάτη ιστορία πελοποννησιάζει, η δε μεσαιωνική ιστορία βυζαντινίζει. Δηλαδή τι θέλω να πω, δεν υπάρχει διασπορά τότε, υπάρχει ρήξη της οργανικής συνέχειας του ελληνισμού. Δηλαδή απελευθερώνεται ένα μικρό κομμάτι του ελληνισμού, τα κατωτικά που λέγαν οι βυζαντινοί. Οπότε ο ελληνισμός δεν ταυτίζεται με τον ελλαδισμό και αυτή η μη ταύτιση του ελληνισμού με τον ελλαδισμό, αν μπορώ να το πω έτσι και κυρίως των πρώτων χρόνων της απελευθέρωσης δημιουργεί δύο πράγματα: πρώτον, τη Μεγάλη Ιδέα και δεύτερον, τον πόλεμο υπέρ αλυτρώτων και τις χαμένες πατρίδες. Και αυτές οι χαμένες πατρίδες… η εμφάνιση του συγκεκριμένου όρου για πρώτη φορά είναι από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, όταν φτάνει στην Πόλη το 1261 ενα χρόνο μετά την απελευθέρωση από τους Φράγκους και την ξαναχτίζει και κάνει τότε τον αετό δικέφαλο. Δεν ήταν ποτέ ο βυζαντινός αετός δικέφαλος, για να βλέπει και Ανατολή και Δύση, τότε λέει “θα ανακτήσουμε τας χαμένα πατρίδας”, όπως έγινε με την Πόλη την οποία άλλωστε είχαμε χάσει, “εξαιτίας των δικών μας αμαρτιών” που λέει και ο Λάσκαρης. Οπότε είχαμε την ίδρυση της Μεγάλης Ιδέας και μετά τη συνεχή συρρίκνωση του βυζαντινού ελληνισμού. Η τελευταία συρρίκνωση βέβαια είναι το 1922, η οποία συρρίκνωση είναι και το τέλος ακριβώς της Μεγάλης Ιδέας.

Έχουμε τουλάχιστον δύο ημερομηνίες ορόσημα, 1204 και 1453 και όπως υποστηρίζουν αρκετοί ιστορικοί φαίνεται πως υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ αυτού που ονομάζουμε Δύση και ελληνισμού και πως ο Δυτικός πολιτισμός δημιουργήθηκε contra graecorum.

Ε, δεν τα αφήνουμε αυτά…Πάντα στο επίκεντρο εμείς; (γέλια) Όταν το 476 καταστρέφεται το δυτικό ρωμαϊκό κράτος τί γίνεται; Αρχίζουν Γότθοι, Βησιτγότθοι, Φράγκοι, Σάξονες και άλλοι και κάνουν τις επιδρομές τους. Κάποια στιγμή η μόνη εξουσία η οποία είναι ενωποιός εις τη Δύση είναι ο Πάπας, είναι η θρησκεία. Αυτή η θρησκεία είναι που κάνει και τους μεγάλους πολέμους, όταν κάνει τις σταυροφορίες και φτάνει μέχρι την Αίγυπτο και παρακάτω. Περίμενε και εκείνος ο κακομοίρης ο Αλέξιος ο Κομνηνός να έρθουν οι σταυροφόροι για να απελευθερώσει την Νίκαια και ένα σωρό πόλεις που είχαν πάρει οι Τούρκοι. Ευτυχώς τις ελευθερώσανε και του τις δώσανε. Να τα αφήσουμε αυτά. Το μόνο είναι ότι η Δύση εκμεταλλεύθηκε πάντοτε την Ανατολή, πάντοτε. Και όπως λέω συχνά η Ανατολή της Δύσης είναι η Δύση της Ανατολής.

Πώς όμως μας εκμεταλλεύθηκαν. Είναι λίγο σαν να λέμε μας εκβίασαν. Δηλαδή οι Νορμανδοί έχουν πάρει την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο,την Κεφαλονιά, το Φισκάρδο, μέχρι το 1185 έχουν πάρει τη Θεσσαλονίκη, έχουν καταστρέψει Θήβες, πράγματα θάματα. Και οι βυζαντινοί κάνουν τις συμμαχίες με τους Βενετούς γιατί οι βενετσιάνοι δεν θέλουν να αποκλειστούν, καθώς οι Νορμανδοί έχοντας το Δυρράχιο και έχοντας και το Μπάρι, ήλεγχαν την κάθοδο των βενετσιάνων στη Μεσόγειο. Όμως, έχουν συμφέρον οι βενετσιάνοι να βοηθήσουν τους βυζαντινούς, προκειμένου να διώξουν τους Νορμανδούς από την ανατολική ακτή. Τότε είναι που αρχίζουν τα περίφημα προνόμια που δίνουν οι βυζαντινοί σε όλη την Ιταλία. Είναι μια εποχή όπου υπάρχει οικονομική και στρατιωτική υποδούλωση. Ξέρετε, το σχίσμα του 1054 δεν το είχε καταλάβει ψυχή και αν δεν υπήρχε ένα κείμενο, ένα μόνο, δηλαδή ο Επιτάφιος του Ψελλού, για τον Μιχαήλ τον Κελουράλιο τον πατριάρχη, δεν θα ξέραμε ότι είχε γίνει σχίσμα. Αργότερα αρχίζουν να τονίζονται οι διαφορές όπως με τους ιερείς, π.χ. εάν έχουν γένια ή δεν έχουν κτλ.

Στην άλωση όμως τι γίνεται; Γιατί υποστηρίζεται πως επιλέχθηκε ο Τούρκος…

Όχι, όχι, όχι! Εδώ τώρα θα κάνουμε μεγάλη δουλειά! Όταν αρχίζουν οι Τούρκοι να καταλαμβάνουν την Μικρά Ασία, είμαστε στον 14ο αιώνα. Έχουμε το 1391 ακόμη τη Φιλαδέλφεια ελεύθερη. Η Φιλαδέλφεια η οποία είναι μεταξύ της Σμύρνης και της Κιουτάχειας, είναι ένα ελεύθερο σχεδόν κρατίδιο με τον Θεόληπτο τον μητροπολίτη της και δίνει κάτι φόρους στους Τούρκους οι οποίοι έχουν κατακλύσει όλη την αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί είναι λιγότερο ισχυροί απ΄όλους και γιατί γίνονται ισχυροί; Γιατί είναι απέναντι από την Πόλη και μπορούν και περνούν απέναντι. Όμως δεν είναι αυτοί που έχουν περάσει πρώτοι απέναντι. Πρώτοι είναι οι Γιαξή.

Το 1321 υπάρχει η μαρτυρία ενός βυζαντινού που πάει από την Πόλη να δει τον πεθερό του στα Γανοχώρια και στη διαδρομή βλέπει κατεστραμμένες εκκλησίες από τους Τούρκους. Όμως ποιοί είναι αυτοί οι Τούρκοι, εφόσον οι Οθωμανοί περάσαν απέναντι το 1355 όταν έγινε ο σεισμός της Καλλίπολης. Είναι οι Γιαξήδες (Γιαξή) οι οποίοι περνούν μαζί με τους Καταλανούς, που έχουν πάρει την Έφεσο, αυτούς δηλαδή που έχουν έχουν φέρει οι βυζαντινοί εναντίον των Τούρκων. Τα κάνουν δηλαδή οι Καταλανοί πλακάκια με τους Τούρκους και έτσι οι Τούρκοι πάνε προς τα πάνω και οι Καταλανοί φτάνουν μέχρι την Αθήνα και κάνουν καταλανικό κράτος. Οπότε η μέριμνα των βυζαντινών εκείνη την εποχή είναι η άμυνα εναντίον των Τούρκων, όμως δεν τα καταφέρνουν. Κάνουν παρά φύσιν συμμαχίες.

Αλλά όταν επί Μανουήλ Παλαιολόγου γίνεται η μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Πόλης, ο Ιωάννης, ο γιος του Μανουήλ, ζητά από τον πατέρα του να κάνουνε αντίσταση εναντίον των Τούρκων. Απαντά α ο Μανουήλ: “ού χρείαν έχομεν αυτοκράτορος αλλά οικονόμου”, δηλαδή μας χρειάζεται οικονόμος και όχι αυτοκράτορας. Έχει έχει γίνει η συρρίκνωση της συρρίκνωσης, τους έχει μείνει μόνο η Πόλη και αυτή πως… Έχουν κατέβει οι Βλάχοι και τα αλβανικά φύλα προς τη Θεσσαλία, ο Μυστράς είναι αποκομμένος, η Τραπεζούντα έχει τη δική της αρχή, η Νίκαια έχει καταστραφεί από τους Τουρκομάνους. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και η μόνη αντίσταση που γίνεται είναι, θα λέγαμε, νοητική.

Ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος καταλαβαίνει ένα πράγμα, ότι αν δεν τον βοηθήσει η Δύση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Έτσι, για να πετύχει την βοήθεια της Δύσης, κάνει την Ένωση, με αποτέλεσμα ο Γεννάδιος Σχολάριος και οι ανθενωτικοί να προβούν σε ανάθεμα. Τοιχοκολλούν ανάθεμα εναντίον του Κώνσταντίνου, όταν αυτός βρίσκεται στις επάλξεις του Αγίου Ρωμανού. Δίπλα του βρίσκεται ο Τζουστινιάνι ένας Γενοβέζος καθολικός με 800 άντρες και ο Ισίδωρος Μητροπολίτης του Κιέβου, Έλληνας ο οποίος έχει γίνει καθολικός και έχει σταλεί από τον Πάπα. Ο Τζουστινιάνι σκοτώνεται και ο Κωνσταντίνος φωνάζει «δεν θα βρεθεί κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;».

Πού είναι η εκκλησία, πού είναι η εκκλησία; Και ο Νοταράς, ο αρχηγός του στόλου, λέει το περίφημο: «προτιμώ καφτάνι Τούρκου πάρα παπική τιάρα». Και όταν ο Μωάμεθ μπαίνει στην πόλη και επί τρεις ημέρες ψάχνει να βρει που είναι κρυμμένοι οι στρατιώτες, γιατί δεν έχει καταλάβει ότι τέτοια αντίσταση γίνεται από τους πέντε που έχουν σκοτωθεί εκεί πάνω στις επάλξεις, αυτό που κάνει είναι να χρίσει τον Σχολάριο αρχηγό του Μιλιέτ! Δηλαδή όλης της ορθοδοξίας, Βούλγαρους, Σέρβους κτλ, και τί κάνει η εκκλησία; Σώζει τα βουκάφια δηλαδή την περιουσία της. Πείτε μου, πού είναι η αυτοκρατορική περιουσία;

Δηλαδή ο ρόλος της εκκλησίας είναι τόσο αρνητικός;

Να καταλάβουμε γιατί η εκκλησία έχει το δικέφαλο αετό, από πού και ως πού, ποιός κληρονομεί το δικέφαλο αετό, είναι άγιος ο αετός; Όχι, είναι η εξουσία η βυζαντινή και όλα αυτά με τη σύμφωνη γνώμη των Τούρκων. Αλλά κατάφερε η εκκλησία δύο πράγματα: πρώτον να πει αυτό που που σας έλεγα πριν για το Διαφωτισμό και δεύτερον να μιλήσει για κρυφά σχολειά. Ποιά κρυφά σχολειά; Όταν έχουμε τόσες βιβλιοθήκες, τόσους σοφούς, όταν έχουμε έγγραφα της εποχής που λένε για τα σχολειά που υπήρχαν …αν τα βάλουμε κάτω θα δούμε ότι δεν είναι τα σχολεία της Πόλης και της Σμύρνης μονάχα, αλλά είναι και τα ρουμελιώτικα σχολειά και πολλά άλλα. Ποιά κρυφά σχολεία; Ίσως να υπήρχαν περιοχές όπου ο αγάς να αντιδρούσε και να εμπόδιζε τη λειτουργία τους και σε αυτη την περίπτωση πηγαίνανε τα παιδιά τους, όπως και οι βυζαντινοί, στα μοναστήρια για να μάθουν γράμματα. Αλλά να μην μιλάμε για το κρυφό σχολειό και το μοναστήρι που έσωσε την Ελλάδα, όλα αυτά είναι υπερβολές.

Υπάρχει και υποστηρίζεται η άποψη ότι η Δύση δεν βοήθησε, ότι ήταν ανθελληνική.

Τι ανθελληνική, όταν έπεσε η Πόλη μέχρι και ο Πάπας δάκρυσε. Ένας Πολωνός έγραψε πως «έγινε η χριστιανοσύνη μονόφθαλμος». Επίσης έχουνε κάνει τόσες σταυροφορίες εναντίον των Τούρκων (contra turkus) και άλλωστε δεν έχουνε και τα μέσα, μη ξεχνάτε ότι η μια δύναμη μετριέται με την άλλη.

Εξακολουθώ να νομίζω ότι υπάρχει κάποια κάποια κόντρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ακόμη και πριν μερικά χρόνια όταν ξεκίνησαν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μουσείου δεν συμπεριέλαβαν το Βυζάντιο και, εάν δεν απατώμαι, άλλαξε η στάση τους έπειτα από δική σας παρέμβαση.

Εντάξει, αυτό τελείωσε, έπειτα από το βιβλίο μου έγινε μεγάλος ντόρος και ξέρετε είναι το μοναδικό βιβλίο που έχω γράψει στα εγγλέζικα, «The making of Europe». Το έστειλα τότε σε όλους τους ευρωβουλευτές. Υπεύθυνος της επιστημονικής επιτροπής του Μουσείου της Ευρώπης στις Βρυξέλλες ήταν ο Ελί Μπαρναβί, ο οποίος είναι πολύ καλός επιστήμονας εβραϊκής καταγωγής και ο όποιος, τέλος πάντων, έβγαλε έξω και τους Άραβες και ήθελε να ξεκινά η Ευρώπη από τον Καρλομάγνο. Όμως μετά το βιβλίο μου και την κινητοποίηση που υπήρξε, αυτά τελείωσαν.

Γιατί υπάρχει αυτός ο φόβος και η αντιπαλότητα του Έλληνα με τον Ευρωπαίο, γιατί αυτή η καχυποψία. Θέλουμε να είμαστε στην ΕΕ και από την άλλη αντιδρούμε…

Είναι το αντιλατινικόν μίσος. Δηλαδή από το 1204 και μετά αρχίζει η Πόλις να μη λέγεται πια νέα Ρώμη, είμαστε ανθενωτικοί αν θέλετε ορθόδοξοι, η ορθοδοξία διατηρεί όλο το αντί λατινικό, αντιδυτικό, αντί προτεσταντικό μίσος. Έρχεται ο Πάπας εδώ και δεν τον αφήνουν να πάει στον Άθω, άγρια πράγματα δηλαδή. Το μεγάλο διαζύγιο λοιπόν είναι το 1204. Αλλά να ξέρετε ότι αν δεν υπήρχε η Ευρώπη, δεν θα υπήρχαν οι διανοούμενοι οι οποίοι κάνανε τη Φιλική Εταιρεία και όλοι αυτοί που κατάφεραν στη συνέχεια να ορθοποδήσει ο τόπος. Είμαστε αυτό που μας συμφέρει. Έχουμε καταντήσει να κάνουμε την ιστορία με λέξεις που μας συμφέρουν. Δεν μας βοηθάνε οι Ευρωπαίοι, μας εκμεταλλεύονται, δεν είναι η τρόικα, είναι οι θεσμοί, δεν είναι το μνημόνιο, είναι το πρόγραμμα, δεν είναι φόροι, είναι τα ισοδύναμα. Αυτά είναι πράγματα που μας βάζουν πάντα εναντίον του φταίχτη και ποιός είναι για εμάς ο φταίχτης; Είναι πάντα η μεγαλύτερη δύναμη, πάντοτε αυτοί από τους οποίους εξαρτώμαστε και ξεχάσαμε ότι, εάν δεν ήταν οι φιλέλληνες, οι μεγάλες δυνάμεις, δεν θα υπήρχε από το 1830 η Αθήνα αλλά ίσως να ήταν ο Ιμπραήμ ακόμη εδώ…

Σήμερα υπάρχει πρόταση που να μας βοηθά να ξεφύγουμε από αυτή τη μειονεξία που έχουμε; Επαναφέρω και πάλι το ερώτημα: πώς μπορούμε να βρούμε την ταυτότητά μας;

Απλώς να γίνουμε αυτό που είμαστε.

Τι είμαστε;

Είμαστε η δουλειά μας, τι κάνουμε, όχι τι κάναν οι άλλοι για μας, ούτε τι κάνει ο διπλανός μας. «καθείς εφ' ω ετάχθη».

Το γεγονός ότι είσαστε Ελληνίδα σας βοήθησε στη σταδιοδρομία σας;

Για να γίνω καθηγήτρια στη Σορβόννη πριν το 1967, έπρεπε να κάνω 123 επισκέψεις σε όλους καθηγητάδες. Ο τότε κοσμήτορας της Σορβόννης μου λέει:«κυρία Αρβελέρ πείτε τους ότι είσαστε Ελληνίδα» και τον ρωτάω για ποιο λόγο. Αυτό που μου απάντησε ήταν: «για να μη σας πάρουνε για Ρουμάνα ή κάποια άλλη εθνικότητα». Άρα ήταν ένα πλεονέκτημα. Άλλο ζήτημα τι έγινε μετά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν ότι ήμουν γυναίκα. Όπως και να έχει, περνούν τα χρόνια και γίνομαι πρύτανης και καγκελάριος των Παρισίων, δηλαδή όλων των πανεπιστημίων και με ρωτάει ο Πάπας, ο οποίος ήταν Πολωνός, πόσοι Πολωνοί φοιτούν στη Γαλλία,τι κάνουν κτλ. Οπότε λέω εγώ στα παιδιά, άντε βρε παιδιά βρείτε πόσοι ξένοι είναι, τι κάνουν και πάει λέγοντας. Και αρχίζουν και φτάνουμε και στους Έλληνες και μου λένε ότι είναι τελευταίοι και μην ακούσω το άλλο ψέμα ότι είμαστε οι καλύτεροι της παρέας.

«Βρε παιδιά, τελευταίοι; Ξεχάσατε ότι είμαι Ελληνίδα; »«Το μόνο κοπλιμέντο που μπορούσαμε να σας κάνουμε μου είπαν». Τριάντα χρόνια μετά σ΄ένα ταξί μέσα ο οδηγός, ο ταξάτορας λέει πως πρέπει να βοηθήσουμε τους Ισπανούς που έχουν πρόβλημα ,όχι σαν τους Έλληνες. «Βρε συ του λέω και εγώ Ελληνίδα είμαι…» «Α, μα εσείς είσαστε η εξαίρεση».

Πώς θα ξεφύγουμε από αυτό;

Ακούστε, εγώ κράτησα την προφορά μου στα γαλλικά, ούτε να κάνω τη Γαλλίδα ούτε τίποτα…Είμαι πρύτανης όλων των πανεπιστημιών και μου τηλεφωνούν ένα βράδυ Κυριακής από το Παρίσι έξι, το μεγαλύτερο τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, ότι είναι αναρχικοί σε μια αίθουσα και σπάνε τα πάντα. Τους λέω «πέστε μου πού ακριβώς» και τηλέφωνω στον αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας, όχι του Παρισιού αλλά στον επικεφαλής όλης της γαλλικής αστυνομίας και του λέω: «Θα πάτε στο τάδε μέρος και δεν θα τους διώξετε, θα τους συλλάβετε, θα τους περάσετε από αυτόφωρο και θα τους κλείσετε μέσα» και μου λέει «κυρία Αρβελέρ ευτυχώς που κρατήσετε την προφορά σας γιατί έτσι ξέρουμε οτι είστε εσείς που τηλεφωνείτε και είμαστε σίγουροι ότι αύριο θα μας δώσετε και τη διαταγή γραπτώς». Πήγαν τους πιάσανε και δεν κουνάει ψυχή πλέον. Φυλακή, όχι σαχλαμάρες.

Έχετε ελπίδα για τον τόπο;

Μεγάλη…Θα σας πω γιατί (γελάει) θα το πω... Υπάρχουν τα νέα παιδιά, αυτά τα νέα παιδιά, ούτε ιστορία ξέρουν, ούτε θέλουν να ξέρουν, οπότε αυτοί θα αρχίσουν από την αρχή, γιατί αυτός ο τόπος πρέπει τώρα να αρχίσει από την αρχή. Και όπως υπάρχει μια γενιά ολόκληρη, που δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα για πολλούς λόγους, είτε επειδή είναι εναντίον των γονιών τους, είτε επειδή είναι υπέρ της τεχνολογίας, είτε επειδή δεν ξέρουν τίποτα και λένε ότι τα ξέρουν όλα, ε αυτοί δεν μπορεί να πάνε χαμένοι. Στην καινούργια εποχή κάτι θα κάνουνε.

Η γαλλίδα εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος, η Νατάσα Πολονύ μιλάει για αυτά τα παιδιά που μπορεί να έχουν πτυχία, να μιλάνε γλώσσες και να μην ξέρουν ιστορία και άλλα βασικά πράγματα και τους αποκαλεί μορφωμένους βάρβαρους.

Ναι, αλλά δείτε όταν ανακαλύφθηκε η τυπογραφία, είχαν πει το ίδιο και για αυτούς που τύπωναν βιβλία και δεν τα έκαναν χειρόγραφα. Αυτό δεν με νοιάζει. Μια μέρα μου λένε οι Σαρακατσαναίοι εδώ, «Εμείς έχουμε την αρχαία γλώσσα ακόμη» και τους απαντώ «Απόδειξη ότι δεν έχετε προοδεύσει».

Κάπου έχετε πει ότι οι φοιτητές σας κάθε 29η Μαΐου σας έστελναν συλλυπητήρια μηνύματα για την πτώση της Πόλης…

Ναι! Ναι! Και εδώ όταν ρωτώ παιδιά τι έγινε στις 29 Μαΐου… Ξέρετε τι άκουσα κάποτε; «Γιορτάζουμε την πτώση της Πόλης». Μου είπε «Γιορτάζουμε την πτώση της Πόλης». Ο μόνος που ήξερε και μου είπε «Γιορτάζουμε».

Μα αυτό που μου λέτε τώρα δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτά που μου λέγατε πριν για τα νέα παιδιά για τη νεολαία; Δεν σας πληγώνει αυτό;

Εμένα με πληγώνει, αλλά αυτόν όχι (γελάει)! Ήταν περήφανος που ήξερε τι έγινε.

Θα μας πάνε μπροστά αυτοί;

Δεν είναι το θέμα να μας πάνε μπροστά, αλλά να μας πάνε αλλού. Γιατί μπροστά; Μπροστά από πού; Την έννοια της προόδου να τη σταματήσουμε είναι αντιιστορική. Αλλού, αλλά ζωντανοί και όρθιοι και όπως λέω καμιά φορά: «Παιδιά κοιτάξτε να είστε ορθοί και όρθιοι με τα πόδια στη γη και τα μάτια στον ουρανό και είμαστε Ρωμιοί γιατί είμαστε η μόνη αυτοκρατορία που έκανε ο ελληνισμός και την απαρνήθηκε για ένα μικρό ελλαδισμό».

Συνέντευξη στο huffingtonpost.gr