Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Η λογοτεχνία της τρέλας

Η τρέλα κατά την κλασική εποχή είχε εγκλειστεί «στις χώρες της σιωπής», έγινε το αντίθετο του Λόγου για να τον ορίσει θετικά, αλλά ακόμα και όταν μιλούσαν για την τρέλα, όταν «Αναγνώριζαν τη μυστική γλώσσα του παραληρήματος, εκφράζονταν γύρο από την τρέλα με λόγους αληθείς… ένα σώμα λόγων που παρέμενε εξωτερικό προς αυτήν. Μα τι, ‘’αυτοί είναι τρελοί’’.. Ο Ντεκάρτ μέσα στην κίνηση με την οποία πηγαίνει στην αλήθεια, καθιστά αδύνατο το λυρισμό της αλογίας». «Ο Ανηψιός του Ραμώ» σήμανε την επανεμφάνιση της τρέλας στο πεδίο της γλώσσας («με την παράφρονα γραμματική των παραδόξων της») και της λογοτεχνίας. «Αυτό που λέει η τρέλα για τον εαυτό της είναι, για τη σκέψη και την ποίηση των αρχών του ΙΘ αιώνα, αυτό που λέει και το όνειρο μέσα στη αταξία των εικόνων του… Έτσι, στο σώμα λόγων που είναι κοινό στο παραλήρημα και το όνειρο, βρίσκονται ενωμένες η δυνατότητα ενός λυρισμού της επιθυμίας και η δυνατότητα μιας ποίησης του κόσμου, αφού τρέλα και όνειρο είναι συνάμα η στιγμή της άκρας υποκειμενικότητας και αυτή της ειρωνικής αντικειμενικότητας, η αντίφαση αίρεται και η ποίηση της καρδιάς, μέσα στην τελειωτική, παροξυμμένη μοναξιά του λυρισμού της, βρίσκεται να είναι μέσα από μια άμεση αντιστροφή, το αρχικό τραγούδι των πραγμάτων, και ο κόσμος, για πολύ καιρό σιωπηλός στο σάλο της καρδιάς, ξαναβρίσκει τις φωνές του» στη ρομαντική ποίηση μαζί με τον Χέλντερλιν: «Ρωτάω τα’ άστρα κι αυτά σωπαίνουν, ρωτάω την ημέρα και τη νύχτα, αλλά δεν απαντούν. Από το βάθος του εαυτού μου, όταν αναρωτιέμαι, έρχονται… ανεξήγητα όνειρα»(Υπερίων).
Η τρέλα μιλάει τη γλώσσα του μεγάλου νόστου, όχι του επικού (οδύσσειες του πραγματικού) αλλά του λυρικού νόστου (η τρέλα είναι ένα είδος παιδικής ηλικίας, είναι η άμυνα, η μάλλον η άρνηση της φθοράς) που σε μια στιγμιαία έκλαμψη την καταυγάζει και την κατευνάζει, εκφράζοντας το «παράφρον μυστικό του ανθρώπου, ότι το έσχατο σημείο της πτώσης… είναι μια νέα αρχή». Μετά τον διαχωρισμό της Αναγέννησης του ανθρώπου από τη φύση ίσως η τρέλα είναι η αποκατάσταση της φύσης στον άνθρωπο.

Φουκώ, η ιστορία της τρέλας

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Παναγιώτης Κονδύλης

«H σημερινή Ελλάδα, όντας ανίκανη να παραγάγει η ίδια όσα καταναλώνει και μην έχοντας αρκετή αυτοσυγκράτηση — και αξιοπρέπεια — ώστε να μην καταναλώνει περισσότερα απ’ όσα μπορεί να παραγάγει η ίδια, προκειμένου να καταναλώσει παρασιτεί, και μάλιστα σε διπλή κατεύθυνση: παρασιτεί στο εσωτερικό, που του μέλλοντος μετατρέποντας τους σε τρέχοντα τοκοχρεολύσια και παρασιτεί προς τα έξω από όπου έχει δανεισθεί υπέρογκα ποσά όχι για να κάνει επενδύσεις μελλοντικής καρποφορίας αλλά, κυρίως, για να πληρώσει με αυτά τις τεράστιες ποσότητες καταναλωτικών αγαθών τις οποίες και πάλι εισήγαγε από το εξωτερικό.
Η σημερινή Ελλάδα αποτελεί ακριβώς περίπτωση φθίνοντος έθνους, το οποίο εκλαμβάνει έμμεσες μυθολογικές του ιδέες για τον εαυτό του ως ρεαλιστική αυτοεπίγνωση. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ψυχολογική κατάσταση συχνότατα παρουσιάζει συμπτώματα παθολογικού αυτισμού, γιατί το απαραίτητο υπόβαθρο και πλαίσιο της υγιούς αυτοεπίγνωσης  είναι πρωτίστως η γνώση του ευρύτερου περιβάλλοντος κόσμου, μέσα στο οποίο καλείται να δράσει ένα ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο, αποτιμώντας  -κατά το δυνατόν νηφάλια –  τις δυνατότητες του και υποκαθιστώντας τη νοσηρά εγωκεντρική αρχή της ηδονής με τη φυσιολογική εγωκεντρική αρχή της πραγματικότητας.
Όπως οι κατώτατοι ζωικοί οργανισμοί, έτσι και οι σημερινοί Έλληνες αντιδρούν με έντονες αντανακλαστικές κινήσεις μονάχα σε ό,τι τους ερεθίζει άμεσα κι ειδικά, οι δηλώσεις κάποιου «φιλέλληνα» στη Χαβάη ή κάποιου «μισέλληνα» στην Γροιλανδία (κι ας μη μιλήσουμε για όσα παρεμφερή μαθαίνει κανείς από τις Βρυξέλλες ή την Ουάσιγκτον) ευφραίνουν ή εξάπτουν αναλόγως τα πνεύματα περισσότερο από ό,τι τα απασχολούν τα ουσιώδη, αν και συχνά αφανή, μεγέθη της πολιτικής και της οικονομίας.»
 
από κείμενο του Παναγιώτη Κονδύλη με τίτλο "ελληνικός παρασιτικός καταναλωτισμός", το οποίο έγραψε το 1992..

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Η τρέλα ως πληρότητα

«Η τρέλα πληρεί με εικόνες το κενό της πλάνης και συνδέει τις φαντασιώσεις με την κατάφαση του ψευδούς. Άρα, κατά κάποιον τρόπο είναι πληρότητα, που ενώνει τα σχήματα της νύχτας με τις δυνάμεις της ημέρας, τις μορφές της φαντασίας με την δραστηριότητα του εν εγρηγόρσει πνεύματος, συνάπτει σκοτεινά περιεχόμενα με τις μορφές της διαύγειας. Όμως αυτή η πληρότητα δεν είναι άραγε το άκρον άωτον του κενού; Η παρουσία των εικόνων δεν προσφέρει, πραγματικά, παρά φαντασιώσεις ζωσμένες από νύχτα, σχήματα σημειωμένα στην κόχη του ύπνου, επομένως αποκομμένα από κάθε αισθητή πραγματικότητα…». Ο Φουκώ ορίζει την τρέλα ως ένα έξ-υπνο όνειρο (ξυπνητό όνειρο), ως μία ολοκληρωμένη συνάφεια της νύχτας (ονείρου, φαντασιώσεων) με τη μέρα(πραγματικότητα). Αλλά να πως τα λέει ο ίδιος: «Η τρέλα, συνενώνοντας την όραση και την τύφλωση, την εικόνα και την κρίση, τη φαντασίωση και την γλώσσα, την ημέρα και τη νύχτα, κατά βάθος δεν είναι τίποτε, γιατί εντός τους ενώνει ό,τι το αρνητικό έχουν αυτά. Όμως το παράδοξό της είναι πως αυτό το τίποτε το εκδηλώνει, το καθιστά καταφανές σε σημάδια, σε λόγια, σε χειρονομίες. Λαβυρινθώδης ενότητα της τάξης και της αταξίας, του λογικού είναι των πραγμάτων και αυτού του μηδενός της τρέλας. Τούτο γιατί η τρέλα, αν δεν είναι τίποτε, δεν μπορεί να εκδηλωθεί παρά μόνο βγαίνοντας από τον εαυτό της και αν εμφανιστεί μέσα στην τάξη του λόγου, γενόμενη δηλαδή του αντίθετου του εαυτού της». Συνεπώς, το μηδέν, το τίποτε της τρέλας είναι απόν και καθίσταται παρόν μέσω του λόγου. Η τρέλα που είναι άρνηση του λόγου μπορεί να συλληφθεί με το λόγο («έλλογη λαβή»), όταν μιλάει για τον εαυτό της, δηλαδή μέσω του λόγου, μέσω του παραληρήματος. Το παραλήρημα είναι η Ερμιόνη που (Ορέστης) παρεμβαίνει «σαν συγκροτητική μορφή του παραληρήματος». Το παραλήρημα είναι ο λόγος της τρέλας, είναι η εκφορά μιας αλήθειας από καιρό γνωστής μα καταγέλαστης (άρα οι τρελοί είναι φορείς του ιστορικά αγνοημένου, περιφρονημένου, εξόριστου, ηττημένου, που κάποτε δικαιώνεται). Εδώ θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το τραγικό σαν τον προθάλαμο της τρέλας, που είναι το τελικό, ανεπίστροφο, αδιάκοπο κατασπάραγμα της καρδιάς (στις τραγωδίες του ΙΖ αιώνα η τρέλα έλυνε το δράμα, απελευθερώνοντας την αλήθεια και ανακτώντας το πραγματικό).

Φουκώ, η ιστορία της τρέλας

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Υπάρχει πάντα ένας Δον Κιχώτης

«Δεν είναι σωστό οι τίμιοι άνθρωποι να γίνονται δήμιοι των άλλων ανθρώπων». Αυτό είπε ο Δον Κιχώτης όταν συναντήθηκε με τους αλυσοδεμένους σκλάβους στις γαλέρες.

Αυτή τη φράση διάλεξε και ο Κλάουντιο Μάγκρις για να ξεκινήσει την ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης με την ευκαιρία της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα. Κι ύστερα έπιασε να μιλά για το δίκαιο και τη λογοτεχνία. Για την αναγκαιότητα να εφαρμόζονται καμιά φορά με αυστηρότητα οι νόμοι. Για τις ψυχρές αξίες της δημοκρατίας απέναντι στις θερμές αξίες της λογοτεχνίας. Χωρίς την ύπαρξη των πρώτων, είπε ο Τριεστίνος συγγραφέας, δεν υπάρχει τρόπος να εφαρμοστούν οι δεύτερες, που ανήκουν στη σφαίρα των συναισθημάτων και της ιδιωτικής ζωής: η αγάπη, η φιλία, ο ερωτισμός, η τέχνη, η θρησκεία.

Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Μάγκρις είχε εξηγήσει σε συνέντευξή του στην Ελ Παΐς τους λόγους για τους οποίους γράφει. «Υπήρξαν πολλοί μεγάλοι συγγραφείς», είπε, «που δεν κατανοούσαν τον κόσμο στον οποίο ζούσαν, κι έτσι οι πολιτικές τους θέσεις ήταν παράδοξες. Πάρτε τον Σελίν ή τον Χάμσουν. Στην περίπτωσή μου, όταν γράφω θέλω να αντιγράφω την πραγματικότητα, να καταγράφω αυτά που βλέπω. Κι αυτά που βλέπω είναι η υπέροχη ποικιλομορφία του κόσμου και ο πλούτος των αντιθέσεων που υπάρχει στα σύνορα. Γράφω κόντρα στη λήθη και κόντρα στον χρόνο, για να σώσω ορισμένα πράγματα: φτιάχνω μια μικρή Κιβωτό του Νώε, αλλά με πολύ πιο εύθραυστα υλικά. Γράφω για να διαμαρτυρηθώ. Γράφω για να βάλω λίγη τάξη σ' αυτόν τον κόσμο που τον εισπράττω με άτακτο και χαώδη τρόπο, γράφω όμως και για να καταστρέψω την ψεύτικη τάξη με την οποία παρουσιάζεται καμιά φορά η πραγματικότητα. Ασχολούμαι με τη μοίρα των άλλων ανθρώπων για να καταλάβω τη δική μου. Ψάχνω έναν λαβύρινθο. Δεν ξέρω τι θα βρω στο τέλος».

Έχει άραγε καμιά σχέση ο σημερινός κόσμος μ' εκείνον που τόσο καλά έχει μελετήσει ο Μάγκρις, τον κόσμο της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας; «Το χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής, εκτός από την κατάρρευση του κράτους, ήταν η συνειδητοποίηση του τέλους του ενιαίου πολιτισμού, μιας σκέψης που συλλάμβανε με ενιαίο τρόπο τον κόσμο. Το έργο του Μούζιλ, για παράδειγμα, είναι ένα εργαστήρι του μηδενισμού, όπου όμως εκείνος δεν παραδίδεται ποτέ, πολεμά διαρκώς όπως οι αντάρτες. Ο Κράους, πάλι, θεωρούσε ότι εργαζόταν σε ένα αστρονομικό παρατηρητήριο του τέλους του κόσμου. Από τους συγγραφείς αυτούς συγκρατούμε την ειρωνεία τους, την ικανότητά τους να συλλαμβάνουν τις αποχρώσεις και να ελίσσονται, το θάρρος τους να λένε "ίσως". Το μάθημα που μας διδάσκουν είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να λυγίζουμε μπροστά στο παρόν. Υπάρχει πάντα ένας Δον Κιχώτης κι ένας Σάντσο. Υπάρχουν πολλές οπτικές γωνίες, όχι μια τηλεοπτική οθόνη όπου τα πράγματα συμπίπτουν με την απεικόνισή τους».

Αλίτσε και Ματία

Οι πρώτοι αριθμοί ξέρουμε τι είναι: όσοι διαιρούνται μόνο με τον εαυτό τους και με το ένα. Είναι μοναχικοί, είναι ιδιαίτεροι, αλλά οι πιο ιδιαίτεροι απ΄ όλους είναι σίγουρα οι λεγόμενοι «δίδυμοι», αυτοί που μόνο ένα νούμερο τους εμποδίζει να αγγιχτούν. Ας πούμε, το 11 και το 13.

Η Αλίτσε και ο Ματία μοιάζουν με δύο δίδυμους πρώτους αριθμούς. Έχουν πολλά κοινά σημεία, αισθάνονται κοντά ο ένας στον άλλο, αλλά δεν μπορούν να αγγιχτούν. Αυτό που τους ενώνει και ταυτόχρονα τους εμποδίζει είναι μια τραγική εμπειρία που είχαν στην παιδική τους ηλικία. Ο Ματία είχε μια αδελφή, τη Μικέλα, που ήταν διανοητικά καθυστερημένη. Ντρεπόταν τόσο πολύ γι΄ αυτήν, ώστε μια μέρα που ένας συμμαθητής του τους κάλεσε στα γενέθλιά του, την παρακάλεσε να τον περιμένει σ΄ ένα πάρκο. Αλλά το πάρκο το διέσχιζε ένα ποτάμι κι εκείνη εξαφανίστηκε στα νερά του. Ο Ματία, για να τιμωρήσει τον εαυτό του, έκανε μια βαθιά χαρακιά στο χέρι του. Και συνέχισε να ακρωτηριάζεται για πολλά χρόνια, προσπαθώντας μάταια να απαλλαγεί από το τρομερό βάρος της ενοχής του.

Το πρωινό που αποδείχθηκε μοιραίο για την Αλίτσε ήταν συννεφιασμένο, το βουνό ήταν σκεπασμένο από την ομίχλη κι εκείνη δεν ήθελε να πάει για σκι. Αλλά ο πατέρας της επέμενε. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε άσχημα, έκανε εμετό, έχασε τον δρόμο- κι ύστερα ήρθε το ατύχημα. Έμεινε παράλυτη και ανορεξική. Έπαψε να έχει ενδιαφέρον για τη ζωή. Όταν ήθελε να κοιμηθεί δεν κατέβαζε τις περσίδες, απλώς έκλεινε τα μάτια και αγνοούσε το φως, τα αντικείμενα που την περιέβαλλαν και το μισητό της σώμα. Ώσπου μια μέρα γνώρισε τον Ματία, έναν άνθρωπο εξίσου απροσάρμοστο, εξίσου μόνο κι εξίσου απελπισμένο μ΄ εκείνη. Ένωσαν τις μοναξιές τους και τις στερήσεις τους, πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν έτσι να συνάψουν μια ερωτική σχέση. Διαψεύστηκαν.

Η Αλίτσε και ο Ματία είναι οι πρωταγωνιστές του πρώτου βιβλίου του 25χρονου Ιταλού Πάολο Τζορντάνο, με τον τίτλο «Η μοναξιά των πρώτων αριθμών». Η σοβαρότητα και η ακρίβεια με την οποία ένας νέος άνθρωπος προσεγγίζει ένα τόσο επικίνδυνο θέμα προκαλούν κατάπληξη, γράφει η Ρεπούμπλικα . Ίσως να έχει να κάνει με το ότι ο Τζορντάνο σπούδασε φυσική των σωματιδίων στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, όπου πήρε διδακτορικό, και στη συνέχεια θήτευσε στη Scuola Ηolden, το εργαστήρι δημιουργικής γραφής που διευθύνει ο Αλεσάντρο Μπαρίκο. Ίσως ο συγγραφέας να κρύβει κάποιο μυστικό και από τη δική του παιδική ηλικία. Η συνάντηση των μαθηματικών με τη ζωή είναι έτσι κι αλλιώς γοητευτική, και οι πρώτοι αριθμοί μπορεί να σε παρασύρουν σε ατέλειωτες περιπλανήσεις.

Υπήρχε πάντα ποίηση στη μουσική

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αξιολογήσεις έναν άνθρωπο που επισκέπτεσαι για πρώτη φορά. Ένα από τα ασφαλέστερα (ή πιο παραπλανητικά) κριτήρια είναι το μέγεθος της βιβλιοθήκης του - αν υποθέσουμε βέβαια ότι έχει βιβλιοθήκη.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα της Αργεντινής Λα Νασιόν, ο Φίλιπ Ροθ βεβαίωσε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπάρχουν σήμερα περισσότεροι από 25.000 «καλοί» αναγνώστες. Και στη συνέχεια έκανε μια πρόβλεψη: «Σε μερικά χρόνια, οι καλοί αναγνώστες θα είναι τόσο λίγοι που θα μοιάζουν με μια αίρεση. Θα αναφερόμαστε, για παράδειγμα, στους 150 Αμερικανούς πολίτες που διαβάζουν την Άννα Καρένινα».

Οι εκτιμήσεις του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα μπορεί να εισπραχθούν με διάφορους τρόπους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αφορούν αποκλειστικά τη χώρα του, μια χώρα που διαθέτει εκατομμύρια δολάρια για εξοπλισμούς, αλλά που έξι στους δέκα νέους της δεν μπορούν να τοποθετήσουν το Ιράκ στον παγκόσμιο άτλαντα. H εικόνα αυτή είναι ήδη καταθλιπτική: δεδομένου ότι ο πληθυσμός των Ηνωμένων Πολιτειών φτάνει τα 290 εκατομμύρια, προκύπτει ότι αντιστοιχεί ένας καλός αναγνώστης σε 11.600 πολίτες, ενώ σε λίγα χρόνια θα πρέπει να ψάχνουμε ανάμεσα σε δύο εκατομμύρια Αμερικανούς για να βρούμε τον έναν που διαβάζει την Άννα Καρένινα! Ποια μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα είναι η συμβολή αυτής της χώρας στην παγκόσμια ανάπτυξη και ευημερία;

Υπάρχει μια πιο δυσάρεστη εκδοχή: ότι οι υπολογισμοί του Ροθ δεν αφορούν μόνο την υπερδύναμη, αλλά λίγο-πολύ όλες τις ανεπτυγμένες χώρες (στον υπόλοιπο κόσμο η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη). Ότι δηλαδή στην Ελλάδα των δέκα εκατομμυρίων οι καλοί αναγνώστες δεν υπερβαίνουν τους 900 (!), ενώ σε λίγα χρόνια οι άνθρωποι που θα γνωρίζουν τον Τολστόι και το έργο του θα μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Χιλιάδες άνθρωποι θα διαβάζουν βέβαια Χάρυ Πότερ και Κώδικα Ντα Βίντσι (αν δεν τους έχει αφορίσει στο μεταξύ ο Αρχιεπίσκοπος). Αποτελεί όμως αυτό πραγματικά παρηγοριά;

Ίσως πάλι τα πράγματα να μην είναι τόσο άσχημα. Ίσως ο Ροθ να γέρασε και να μην μπορεί να παρακολουθήσει τις αλλαγές της εποχής. Ίσως να μη χρειαζόμαστε πια τόσο τα βιβλία γιατί φτάνουν σε μας με διαφορετική μορφή, μεταλλαγμένη. Όπως επισημαίνει ο Ισπανός σκηνοθέτης Μανουέλ Ουέργκα στην Ελ Παΐς, η ψηφιακή εποχή μάς έμπασε στο ιλιγγιώδες πεδίο του Διαδικτύου, που αποτελεί από μόνο του μια τεράστια πηγή ενημέρωσης και γνώσης. Αυτό με τη σειρά του μας φέρνει σε επαφή με τα e-mail, τα chats, τα forum και τα blogs. Στο κάτω-κάτω, ακόμα και η ποίηση δεν εξαντλούνταν ποτέ στους στίχους. Υπήρχε πάντα ποίηση στη μουσική, στα τραγούδια, στις εικόνες, στα γκράφιτι, ακόμα και στα SMS. Ας μη χάνουμε λοιπόν το θάρρος μας. Ίσως να μη διαβάζουμε λιγότερο, αλλά να διαβάζουμε αλλιώς, ακριβώς επειδή ζούμε αλλιώς.

Δεν έχουμε καιρό για μίση

Όνομα: Μαουρίσιο Ρόσενκοφ. Ψευδώνυμο: ελ Ρούσο. Σημερινό αξίωμα: γενικός διευθυντής Πολιτισμού του Μοντεβιδέο. Χθεσινή, σημερινή και αυριανή ιδιότητα: Τουπαμάρο.

«Μπήκα στη φυλακή τον Μάιο του 1972 και βγήκα τον Μάρτιο του 1985. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι η έλλειψη αέρα: στα κελιά μας, που ήταν 1.80 επί 80, βάζαμε ένα χαρτί στο πάτωμα και όταν το βλέπαμε να κινείται είχαμε την ψευδαίσθηση του αέρα. Στην πραγματικότητα, αυτό που κινούσε το χαρτί ήταν τα βήματά μας. Μας βασάνιζαν συνεχώς. Όπως έλεγε ένας συνταγματάρχης, που σήμερα είναι στρατηγός, "αφού δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε, θα τους τρελάνουμε". Για να ανακουφίσουμε τη δίψα μας ανακυκλώναμε τα ούρα μας, σας διαβεβαιώ ότι γίνεται, πρέπει απλώς να περιμένεις να κατακαθίσουν τα άλατα. Ήμουν όμως και τυχερός: ένας δεσμοφύλακας έμαθε ότι ήμουν καλός στο γράψιμο και με διέταξε να γράφω για λογαριασμό του γράμματα στην αρραβωνιαστικιά του. Τη γοήτευσα! Κι εκείνος μου έδινε τσιγάρα. Ύστερα άρχισα να γράφω γράμματα και για άλλους, ώς και γάμους ολόκληρους κανόνισα!

Δεν παριστάνω τον ήρωα, λύγισα πολλές φορές. Ξέραμε όμως πως έπρεπε να αντισταθούμε. Στην Αμερική κυβερνούσε ο Κάρτερ, και κάθε φορά που ζητούσε να βελτιωθούν οι συνθήκες κράτησής μας τα πράγματα χειροτέρευαν. Απομνημόνευα πολύ, κυρίως στίχους, όπως αυτόν: "Δεν υπάρχει χρόνος που να μη σπάει/ ούτε χρόνος που να μην τελειώνει". Θα τελείωνε, το ξέραμε. Όταν έπεσε η δικτατορία, μας έστειλαν σε ένα φραγκισκανικό μοναστήρι, στο Μοντεβιδέο. Ακούγαμε τον κόσμο στους δρόμους να φωνάζει: "Τούπα, αδέλφια μας, σας περιμένουμε!". Όταν βγήκα, πήγα να δω τους γονείς μου. Ζούσαν σε έναν οίκο ευγηρίας. Είχα αλλάξει τόσο πολύ που δεν με γνώρισαν. Όταν η μάνα μου συνήλθε από το σοκ, με ρώτησε αυτό που ρωτάει κάθε μάνα: "Έφαγες τίποτα; " Ο πατέρας μου, παλιός μπολσεβίκος, μου ψιθύρισε: "Τώρα που βγήκες, γιε μου, θέλω να μου εξηγήσεις τη διαφορά ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους Τουπαμάρος". Κι εγώ του είπα, "άκου, γέρο μου, οι Τουπαμάρος είναι οι κομμουνιστές". Πολύ του άρεσε.

Με ρωτάτε πώς αισθάνομαι που βρισκόμαστε τώρα στην εξουσία. Μα κάνετε λάθος: είμαστε απλώς στην κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι μπορούμε να αλλάξουμε ορισμένα πράγματα. Αν είχαμε την εξουσία, θα είχαμε τη δύναμη να επιταχύνουμε ή να επιβάλουμε τις αλλαγές. Με ρωτάτε επίσης πώς έγινε κι έδωσα το χέρι σε έναν πρώην βασανιστή μου, που τον συνάντησα σε μια εκδήλωση κατά της φτώχειας. Μα είμαστε πολιτικοί μαχητές, όχι εκδικητές. Δεν έχουμε καιρό για μίση, αυτό που προέχει είναι να ξεριζώσουμε την πείνα. Παραμένουμε πάντα Τουπαμάρος, ναι. Αλλά υπάρχει η ώρα του αντάρτικου και η ώρα του Κοινοβουλίου».

(Από συνέντευξη του Μαουρίσιο Ρόσενκοφ στην Ελ Παΐς)

Το σεξ είναι σαν το κρασί


Έρωτας ή σεξ; Τρυφερά χάδια και ερωτικές εξομολογήσεις ή ένα απλό πήδημα; Δίλημμα διαχρονικό, οικουμενικό, ιδανικό για τους διανοούμενους και τους φιλοσόφους, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Για καλό ή για κακό, η ελληνική γλώσσα κάνει διάκριση ανάμεσα στην αγάπη και τον έρωτα. Για τους αγγλόφωνους, αντίθετα, και οι δύο συναισθηματικές καταστάσεις περιγράφονται από τη λέξη love, όπως και για τους γαλλόφωνους, amour, μια λέξη που έχει το επιπλέον πλεονέκτημα να αρχίζει από άλφα, όπως η απουσία, και δίνει έτσι τη δυνατότητα στη συγγραφέα Καμίλ Λοράνς να προτείνει τον ακόλουθο, πολύ γυναικείο ορισμό: «Στην αγάπη- ή τον έρωτα- πάντα κάτι λείπει. Στο σεξ, αντίθετα, συμβαίνει κάτι σε μια συγκεκριμένη στιγμή που προσδίδει μια αίσθηση ενότητας». Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτά τα δύο, έρωτας και σεξ, μπορούν να συνυπάρξουν. Και για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα: μια στιγμή, μια μέρα, μια ζωή;

Ξέρουμε πώς ξεκίνησαν όλα. Από τη μια μεριά υπήρχαν τα αρσενικά που παρήγαν δισεκατομμύρια αναπαραγωγικά κύτταρα και δέχονταν ισχυρή πίεση να τα καταναλώσουν ώστε να διαιωνιστεί το είδος, κι από την άλλη τα θηλυκά που παρήγαν πολύ λιγότερα τέτοια κύτταρα και αισθάνονταν την υποχρέωση, για την περίπτωση που θα έμεναν έγκυοι, να κάνουν μια επιλογή ανάμεσα στους διατιθέμενους συντρόφους. Ιδού η αφετηρία της μεγάλης παρεξήγησης, που χωρίζει, αλλά και συχνά ενώνει, τους άνδρες και τις γυναίκες στο θέμα της σεξουαλικότητας. Για τους πρώτους, έρωτας σημαίνει σεξ. Για τις δεύτερες, σεξ σημαίνει έρωτας. «Οι γυναίκες αποδέχονται το σεξ ως σύμβολο του έρωτα και οι άνδρες αποδέχονται τον έρωτα ως έναν τρόπο για να φτάσουν στο σεξ», λέει στη Λιμπερασιόν ο Μισέλ Σνεντέρ, που έγραψε μια από τις ωραιότερες ερωτικές ιστορίες χωρίς έρωτα, με θέμα τον 30μηνο δεσμό της Μέριλιν Μονρόε με τον τελευταίο ψυχαναλυτή της, τον Ραλφ Γκρίνσον.

Το βέβαιο είναι ότι το σεξ είναι κάτι πραγματικό, ενώ ο έρωτας ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Το πρώτο υπόκειται σε περιορισμούς, υπακούει σε κάποιους κώδικες, άρα έχει πολιτικό χαρακτήρα. Ο δεύτερος είναι κάτι απόλυτο. «Σεξουαλική σχέση δεν υπάρχει», είχε πει ο Λακάν, αλλά θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ακριβώς το αντίθετο, πως δεν υπάρχουν παρά σεξουαλικές σχέσεις. Ακόμη και το αίσθημα της κατοχής από το σεξ απορρέει, παρατηρεί στη γαλλική εφημερίδα η συγγραφέας και δημοσιογράφος Σαντρίν Τρενέ («Η γεύση του έρωτα»). Με λίγα λόγια, το σεξ είναι σαν το κρασί: το πίνεις και το απολαμβάνεις (μπορεί βέβαια και να σε χαλάσει). Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Ο έρωτας, αντίθετα, απαιτεί προσπάθεια, μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο ή να σε οδηγήσει σε κατάθλιψη, είναι θέμα τύχης, είναι θέμα επιλογής.

Χαμένοι στον Αμαζόνιο

Ο αρχικός του σκοπός ήταν να φέρει μια μικρή και απομονωμένη φυλή της Βραζιλίας κοντά στον Θεό. Και κατέληξε να αμφισβητήσει τη βασική θεωρία του Νόαμ Τσόμσκι για τη γλώσσα.

Το 1977 ο Ντάνιελ Έβερετ και η οικογένειά του έφτασαν στη γη των Πιράχα, βαθιά στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Ο σκοπός του χριστιανού ιεραπόστολου και γλωσσολόγου ήταν να μάθει τη γλώσσα που μιλούν τα μέλη της φυλής, μια από τις πιο δύσκολες γλώσσες στον κόσμο, και στη συνέχεια να μεταφράσει τη Βίβλο. Δεδομένου ότι οι Πιράχα δεν μπορούσαν ούτε να διαβάσουν ούτε να γράψουν, αλλά ούτε καν να κατανοήσουν την έννοια της γραπτής γλώσσας, η αποστολή του Έβερετ έμοιαζε από την αρχή με άθλο. Και η γλώσσα δεν ήταν το μόνο του πρόβλημα. Λίγους μήνες μετά την άφιξή τους, η γυναίκα του και η κόρη του λίγο έλειψε να πεθάνουν από ελονοσία. Κι ένα βράδυ που η φυλή μέθυσε, κάποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει, αλλά μεταπείστηκε χάρις στη δύναμη του λόγου.

Όπως γράφει όμως ο Έβερετ στο βιβλίο του «Μην κοιμάσαι, έχει φίδια: η ζωή και η γλώσσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρrofile Βooks, οι μεγαλύτερες δυσκολίες που συνάντησε είχαν να κάνουν με τη γλώσσα. Οι Πιράχα δεν μιλούν καμιά άλλη γλώσσα, ενώ στη δική τους οι λέξεις αλλάζουν συνεχώς μορφή με αυθαίρετους τρόπους. Αλλά εκείνος, ως γνήσιος ιεραπόστολος, δεν το έβαλε κάτω. Ύστερα από μερικές δεκαετίες αποφάσισε ότι απέκτησε επιτέλους τον έλεγχο της γλώσσας. Στο μεταξύ είχε διαπιστώσει ότι οι Πιράχα δεν ενδιαφέρονται για τον Θεό, τη Βίβλο ή οποιαδήποτε φιλοσοφία δεν μπορούν να βιώσουν οι ίδιοι. Είχε επίσης διαπιστώσει ότι ούτε εκείνος πίστευε πια στον Θεό.

Ο Έβερετ διαπίστωσε όμως και κάτι άλλο, που αντικρούει την άποψη του Τσόμσκι περί οικουμενικής γραμματικής. Αντί να λένε «Ο άνδρας, που ήταν ψηλός, μπήκε στο σπίτι», οι Πιράχα λένε: «Ο άνδρας μπήκε στο σπίτι. Ήταν ψηλός». Η γλώσσα τους στερείται τη λεγόμενη επαναδρομή, τη διαδικασία δηλαδή μέσω της οποίας οι δευτερεύουσες φράσεις ενσωματώνονται στις βασικές προτάσεις οδηγώντας σε άπειρους συνδυασμούς. Είναι τυχαίο; Μήπως αυτό το στοιχείο υπάρχει στη γλώσσα, απλώς βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή; Όχι, απαντά ο Έβερετ, οι Πιράχα δεν έχουν ανάγκη από πράγματα που δεν μπορούν να επαληθεύσουν, κατά συνέπεια επικοινωνούν μεταξύ τους με απλές καταφατικές προτάσεις. Η δομή της γραμματικής τους έχει καθοριστεί από το ιδιαίτερο περιβάλλον τους, δεν υπακούει σε κάποιους οικουμενικούς κώδικες όπως υποστηρίζει ο Τσόμσκι.

Η θεωρία του Έβερετ είναι ενδιαφέρουσα. Όπως γράφει όμως ο Άντριου Άντονι στην Ομπζέρβερ, δεν είναι εύκολο να δοθεί συνέχεια στο θέμα. Ελάχιστοι άνθρωποι μιλούν ακόμη τη γλώσσα των Πιράχα. Και πολύ δύσκολα κάποιος άλλος γλωσσολόγος θα βρει τον χρόνο και το κέφι να ασχοληθεί μαζί τους.

Ένα πηγαίο γέλιο

Λέγονται Μπενζαμέν Φρεμώ και Κλεμαντίν Μαρκοβισί, είναι 25 ετών και αποφοίτησαν από την περίφημη Σχολή Μεταλλειολόγων του γαλλικού Πολυτεχνείου. Το σημαντικότερο απ' όλα, όμως, είναι ότι τα παιδιά αυτά έχουν χιούμορ.

Το θέμα της πτυχιακής τους εργασίας ήταν φιλόδοξο: «H γέννηση μιας μόδας στη στρατηγική». Αλλά η προσπάθειά τους να το επεξεργαστούν με την κλασική μέθοδο δεν τους ικανοποιούσε. Όλοι οι πρόεδροι επιχειρήσεων, διευθυντές στρατηγικής και σύμβουλοι τους οποίους ρώτησαν με ποιον τρόπο έχουν επηρεαστεί από τα «μεγάλα ρεύματα της στρατηγικής σκέψης» απαντούσαν με κλισέ και ξύλινη γλώσσα. Οι δύο απόφοιτοι σκέφτηκαν τότε να αλλάξουν τρόπο προσέγγισης. Συνέταξαν ένα κείμενο 13 σελίδων για μια νέα, ριζοσπαστική θεωρία του μάνατζμεντ και το έστειλαν σε εκατό ανθρώπους, στους οποίους περιλαμβάνονταν σύμβουλοι, ερευνητές και δημοσιογράφοι. H θεωρία αυτή, τους έγραψαν, λέγεται «Strategic Alignment» (Στρατηγική Ευθυγράμμιση) και την επινόησαν δύο εξέχοντες Αμερικανοί ερευνητές του Harvard Business School, ο Τζόρνταν Άιζενμαν και ο Τόμας Σίγκελ. H κεντρική της ιδέα είναι η ερμηνεία της επιχείρησης με βάση τρεις πόλους: την Ύπαρξη, τον Λόγο και την Πράξη. Πριν από τη λήψη κάθε απόφασης, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι πόλοι αυτοί βρίσκονται σε αρμονία. Και, φυσικά, η target zone να είναι πολύ προσεκτικά καθορισμένη.

H ανταπόκριση ήταν ενθουσιώδης: το 57% των ανθρώπων που έλαβαν το σημείωμα απάντησαν με εκτεταμένα σχόλια, σκέψεις και προτάσεις, μαζί με λεπτομερείς βιβλιογραφικές αναφορές. Όλοι πρόσεξαν άλλωστε ότι η θεωρία αυτή έχει ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία σε μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία, την John L. Botsan Company, που εδρεύει στη Νότια Ντακότα. Πολλοί διευθυντές επιχειρήσεων έκριναν σκόπιμο να αναφερθούν σε παραδείγματα από τη δική τους εμπειρία. Το υλικό που είχαν στα χέρια τους ο Μπενζαμέν και η Κλεμαντίν ήταν πλούσιο, η εργασία τους θα ήταν πλήρης. Οι καθηγητές, οι σύμβουλοι και οι διευθυντές μεγάλων βιομηχανικών ομίλων που συγκεντρώθηκαν την περασμένη Τετάρτη στο Πολυτεχνείο για να παρακολουθήσουν την «υποστήριξη» της εργασίας ήταν βέβαιο ότι θα έμεναν ικανοποιημένοι.

Αλλά οι δύο απόφοιτοι τούς επιφύλασσαν μια έκπληξη: η περίφημη θεωρία τους δεν έχει υπάρξει παρά μονάχα στα κεφάλια τους. Εκείνοι την κατασκεύασαν για να προσδώσουν ενδιαφέρον στην εργασία τους και την «έντυσαν» με πολλούς αγγλικούς όρους για να κάνουν μεγαλύτερη φιγούρα. Το κοινό δεν έδειξε πάντως να ενοχλείται από την αποκάλυψη της φάρσας. Κάποιος είπε ότι έλαβε το κείμενο την ώρα που ετοίμαζε μια στρατηγική μελέτη για μια μεγάλη τράπεζα και ότι η κεντρική ιδέα της θεωρίας τού φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη. «Τίποτα δεν χάνεται, τίποτα δεν δημιουργείται», σχολίασε κάποιος άλλος, εμπνεόμενος προφανώς από τον Λαβουαζιέ. «Όλα μετατρέπονται σε κάτι άλλο - στην περίπτωση αυτή, σε ένα πηγαίο γέλιο».

Ένα κι ένα δεν κάνει πάντα δύο

Το θεατρικό έργο «Για το Εγώ», που ανέβηκε πριν μερικά χρόνια στο Soho Theatre του Λονδίνου με βάση μια ιδέα του νευροψυχολόγου Πωλ Μπροκ, προσπαθεί να εξηγήσει τη θεωρία του Φράνσις Κρικ, σύμφωνα με την οποία δεν είμαστε τίποτα άλλο από ένα πακέτο νευρώνων. Ή, όπως το θέτει ένας από τους χαρακτήρες του έργου, ότι η συνείδησή μας «αποτελείται αποκλειστικά από ύλη: σάρκα και αίμα, κόκαλα και εγκεφαλική ουσία. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκεί, ούτε περιεχόμενο ούτε εγώ». Ο Άλεξ δεν μιλάει θεωρητικά: περιγράφει την εμπειρία του από τη σχέση με τη γυναίκα του, που έχει κατεστραμμένο εγκέφαλο.

Το συγκεκριμένο έργο εντάσσεται σε μία όλο και πιο εμφανή τάση επικοινωνίας και σύγκλισης ανάμεσα στους κόσμους του εργαστηρίου και του θεάτρου. Ο Καρλ Τζεράσι, καθηγητής Χημείας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και εφευρέτης του αντισυλληπτικού χαπιού, έχει περάσει τα εννιά τελευταία χρόνια γράφοντας θεατρικά έργα γύρω από την επιστήμη. Στόχος του είναι να περάσει λαθραία, μέσω του θεάτρου, «επιστημονικά στοιχεία στη συνείδηση ενός επιστημονικά αναλφάβητου κοινού». Το τελευταίο του έργο, με τίτλο «Ταμπού», ανέβηκε την περασμένη εβδομάδα στο New End Theatre του Λονδίνου και πραγματεύεται τις συνέπειες των σύγχρονων τρόπων τεχνητής γονιμοποίησης σε δύο ζευγάρια. Οι επιστημονικές πληροφορίες που περνούν «λαθραία» στη συνείδηση των θεατών είναι πολλές. H μεγαλύτερη όμως αρετή του έργου, γράφει ο Κρις Ουίλκινσον στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, είναι η ανάλυση των συναισθηματικών τραυμάτων που προκαλεί η επιστήμη στους ανθρώπους.

H επιστήμη δεν περιορίζεται στην αποκάλυψη των μυστικών του σύμπαντος. Οι πρόοδοί της απορρέουν από συγκρούσεις, αμφιβολίες, πάθη, υποψίες. «Πυρπολήσαμε παιδιά», εμφανίζεται να λέει ο γηραιός Αϊνστάιν στο θεατρικό έργο «Ασημαντότητα» του Τέρυ Τζόνσον, όταν τον ρωτούν γιατί κρύφτηκε σε ένα ανώνυμο δωμάτιο ξενοδοχείου και καταστρέφει τους υπολογισμούς του κάθε φορά που τους τελειώνει. Στα απομνημονεύματά του, ο Γερμανός φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ γράφει ότι ήλπιζε να αποδείξει πως οι ρίζες της επιστήμης βρίσκονται στις συζητήσεις. Στο θεατρικό έργο «Κοπεγχάγη» του Μάικλ Φρέιν, όμως, τοποθετεί το ζήτημα κάπως διαφορετικά: «Τα μαθηματικά γίνονται πολύ περίεργα όταν τα εφαρμόζεις στους ανθρώπους», λέει στην τελευταία του συνάντηση με τον Νιλς Μπορ, συνάδελφο και καλό του φίλο μέχρι τη στιγμή που η προσπάθεια σχάσης του ατόμου για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας τούς έριξε σε αντίθετα στρατόπεδα. «Ένα κι ένα μπορεί να οδηγήσει σε πολλά και διάφορα αποτελέσματα».

H επιστήμη και το θέατρο έχουν θεωρητικά διαφορετικούς στόχους: η πρώτη εξερευνά τα μαθηματικά του φυσικού κόσμου, το δεύτερο τα μαθηματικά του ανθρώπινου κόσμου. Μα η επιστήμη αποτελεί κι αυτή μέρος του ανθρώπινου κόσμου, αργά ή γρήγορα το κατάλαβαν όλοι οι λειτουργοί της.

Η εποχή της αντίδρασης

Δεκάδες πολίτες μιας χώρας, μεταξύ των οποίων η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, διαπιστώνουν έκπληκτοι ότι τα τηλέφωνά τους παρακολουθούνται. Ένα στέλεχος της αντιπολίτευσης της ίδιας χώρας κατηγορείται για «αντεθνική προπαγάνδα» επειδή συναντήθηκε με έναν ξένο αξιωματούχο. Την ίδια ώρα, χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στον μουσουλμανικό κόσμο επειδή μια μικρή εφημερίδα της Σκανδιναβίας δημοσίευσε σκίτσα που κατά την άποψή τους είναι προσβλητικά. Καλά, σε ποιον αιώνα ζούμε; Μήπως αντί να προοδεύουμε, μιμούμαστε τον βηματισμό του κάβουρα;

Ο Ουμπέρτο Έκο δεν γνώριζε ασφαλώς τα παραπάνω γεγονότα όταν έγραφε βιβλίo του στο οποίο έδινε τον τίτλο «Στα βήματα του κάβουρα». Κι εννοούσε την αμφισβήτηση της θεωρίας της εξέλιξης όχι πλέον από μερικούς φανατικούς των μεσοδυτικών αμερικανικών πολιτειών, αλλά από τον ίδιο τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα της Ιταλίας. Ο διάσημος σημειολόγος είχε στο μυαλό του την επαναφορά της άμβλωσης ως σημείου αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας του. Την ψήφιση του νόμου που επιτρέπει στους πολίτες να πυροβολούν εναντίον των διαρρηκτών. Την επιστροφή της Ιταλίας στην προπολεμική περίοδο, με την Εκκλησία να αμφισβητεί τους νόμους του Κράτους. Όλον αυτόν τον αφόρητο και γενικευμένο λαϊκισμό, χειρότερο κι από τους χειρότερους λαϊκισμούς της Λατινικής Αμερικής.

Γιατί όμως η Ιστορία πηγαίνει προς τα πίσω; Γιατί επιστρέφουμε σε φαινόμενα που νομίζαμε πως τα έχουμε ξεπεράσει; Σε όλες τις φάσεις της Ιστορίας που χαρακτηρίζονταν από βίαιες επιταχύνσεις - λέει ο Έκο σε συνέντευξή του στο Λ' Εσπρέσσο - παρατηρούνταν ένα φαινόμενο δράσης-αντίδρασης. Από εδώ άλλωστε προκύπτει ο όρος «αντιδραστικός». Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, είχαμε μερικές δεκαετίες παλινόρθωσης. Ο εικοστός αιώνας ήταν ο κατ' εξοχήν αιώνας της ταχύτητας και των επιταχύνσεων. Ορισμένες τάσεις που σιγόβραζαν για αιώνες, ήλθαν ξαφνικά με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια: αρκεί να σκεφτεί κανείς την απελευθέρωση καταπιεσμένων λαών, το φεμινιστικό κίνημα, τις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, την αποτίναξη της κυριαρχίας των γονιών από τα παιδιά. Όλες αυτές οι «απελευθερώσεις» επήλθαν σχεδόν αστραπιαία - και σημαντικά στρώματα της κοινωνίας δεν τις αποδέχθηκαν στην πραγματικότητα ποτέ. Ήταν αρκετό λοιπόν κάποια δύναμη να δώσει φωνή σε αυτά τα σύνδρομα άρνησης (ο Μπους στην Αμερική, ο Χάιντερ στην Αυστρία, ο Μπερλουσκόνι και η Λέγκα στην Ιταλία) για να ξεκινήσει η επιστροφή στο παρελθόν.

Με τον θρίαμβο της νεοσυντηρητικής σκέψης, τονίζει ο Έκο, γυρίσαμε σ' ένα όραμα ιμπεριαλιστικό και αποικιοκρατικό. Με την ενίσχυση της διεθνούς τρομοκρατίας, γυρίσαμε στην παλιά αναρχική λογική της βόμβας στην πλατεία. Μόνο που αυτή η πλατεία είναι αχανής και δεν έχεις πουθενά να κρυφτείς.

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Ο τρίτος δρόμος

Τα «γεράκια» τα ξέρουμε: είναι η Μέρκελ, οι τεχνοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ, οι οικονομολόγοι που συνδέονται με το αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, όλοι εκείνοι που ορκίζονται στη λιτότητα και τη μείωση των δαπανών. Η αγαπημένη τους παρομοίωση είναι ανάμεσα στο κράτος και την οικογένεια. Κανείς από τους δύο δεν πρέπει να ζει πάνω από τις δυνατότητές του.

Ξέρουμε καλά και τα «περιστέρια». Με γνωστότερους εκπροσώπους τον Πολ Κρούγκμαν και τον Τζόζεφ Στίγκλιτς, πιστεύουν πως η λιτότητα είναι αντιπαραγωγική, αφού οι περικοπές εντείνουν την ύφεση και η ύφεση αυξάνει το χρέος. Εχουν όμως κι ένα κοινό σημείο με τα «γεράκια»: και οι δύο σχολές πιστεύουν πως το χρέος δημιουργεί μακροπρόθεσμα πληθωρισμό, ιδίως αν χρηματοδοτείται με το τύπωμα χρήματος, άρα πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για τον περιορισμό του.

Οπως γράφει όμως ο Φεντερίκο Ραμπίνι στη «Ρεπούμπλικα», υπάρχει και μια τρίτη σχολή οικονομικής σκέψης. Λέγεται Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία (Modern Monetary Theory) και παρουσιάζεται ως ο αυθεντικός διάδοχος του κεϊνσιανισμού. Τα «κέντρα» της είναι το Πανεπιστήμιο του Μιζούρι στο Κάνσας Σίτι, το Bard College στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και το Roosevelt Institute της Ουάσιγκτον. Και ο σημαντικότερος εκπρόσωπός της είναι ο Τζέιμς Γκαλμπρέιθ, γιος του διάσημου οικονομολόγου Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, που μελέτησε την Υφεση του 1929 και υπήρξε σύμβουλος του Τζον Κένεντι. Η σχολή αυτή αμφισβητεί τα κυρίαρχα δόγματα, όπως ότι το έλλειμμα πρέπει να είναι κάτω από το 0,5% του ΑΕΠ ή ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο όταν είναι μεγαλύτερο από το 120% του ΑΕΠ. Τα όρια αυτά είναι τεχνητά, λένε οι «επαναστάτες» της Mmt. Οι κεντρικές τράπεζες είναι απολύτως ελεύθερες να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα των χωρών τυπώνοντας χρήμα. Μια τέτοια παρέμβαση δεν είναι απλώς δυνατή, είναι αναγκαία, αφού μόνο έτσι εξασφαλίζεται η ανάπτυξη. Οσο για τον πληθωρισμό, συνιστά πραγματικό κίνδυνο μόνο όταν η οικονομική κατάσταση βρίσκεται στα όρια της πλήρους απασχόλησης - κάτι που ασφαλώς δεν συμβαίνει σήμερα.

Εκτός από τον Γκαλμπρέιθ, άλλοι θεωρητικοί αυτής της σχολής είναι ο ρωσικής καταγωγής άγγλος οικονομολόγος Ρόμπερτ Σκιντέλσκι - επίσημος βιογράφος του Κέινς -, ο Αυστραλός Μπιλ Μίτσελ και η Στέφανι Κέλτον, η νεότερη σε ηλικία οικονομολόγος της ομάδας. Οι αναλύσεις τους δημοσιεύονται σε μπλογκ όπως το The Daily Beast, το New Deal 2.0, το Naked Capitalism και το Firedoglake. Και τις διαβάζουν εκατομμύρια. Καμιά φορά τους προσέχουν και οι «ισχυροί»: ο Πρόεδρος Ομπάμα συμβουλεύτηκε τον Γκαλμπρέιθ προτού θέσει σε εφαρμογή τη φιλοαναπτυξιακή απάντησή του στην κρίση, ενώ συχνά-πυκνά ζητούσε τις συμβουλές του και η Νάνσι Πελόζι όταν ήταν πρόεδρος της Βουλής. Το μεγαλύτερο μέρος των οπαδών αυτής της εναλλακτικής θεωρίας είναι όμως νέοι, άνθρωποι που απορρίπτουν τη μονόδρομη σκέψη και διψούν για καινούργιες θεραπείες.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Το πορτοφόλι δεν είναι κάτω απ' το φανάρι

Risikogesellschaft σημαίνει «κοινωνία του ρίσκου». Αυτόν τον όρο χρησιμοποίησε το 1986 ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ για να περιγράψει ένα φαινόμενο που ονόμασε «δεύτερη νεωτερικότητα». H πρώτη νεωτερικότητα ήταν η περίοδος κατά την οποία οι πολίτες, τουλάχιστον στη Δύση, μπορούσαν να βασίζονται στα εθνικά κράτη για να τους παρέχουν δημοκρατία, οικονομική ανάπτυξη και ασφάλεια. Ύστερα ξέσπασαν οι παγκόσμιες οικολογικές και οικονομικές κρίσεις, οι ανισότητες μεγάλωσαν, οι συνθήκες εργασίας υποβαθμίστηκαν. Τα εθνικά κράτη δεν μπορούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Ορισμένοι μίλησαν τότε για «μετα-νεωτερικότητα». Αλλά τον Μπεκ δεν τον ικανοποιούσε αυτός ο όρος. «Έτσι μιλούν οι τυφλοί που δεν ξέρουν τι τους γίνεται», λέει σε συνέντευξή του στην Γκάρντιαν με αφορμή ομιλία του στο London School of Economics. Έψαξε να βρει λοιπόν ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό της καινούργιας εποχής. Και κατέληξε στο ρίσκο, όχι μόνο στην τεχνολογία και στην οικολογία, αλλά και στην απασχόληση και γενικότερα στη ζωή.

Σύμφωνα με τον Γερμανό κοινωνιολόγο, η Δύση είναι σαν τον μεθυσμένο που έχασε το πορτοφόλι του μια σκοτεινή νύχτα και ψάχνει να το βρει κάτω από ένα φανάρι. «Εδώ έχασες το πορτοφόλι σου;», τον ρωτά ένας περαστικός. «Όχι, αλλά τουλάχιστον εδώ βλέπω», απαντά εκείνος. Τα καινούργια προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν με τα παλιά εργαλεία. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τον ανταγωνισμό των αναπτυσσόμενων χωρών με προστατευτικά μέτρα. Δεν μπορείς να λύσεις το πρόβλημα της μετανάστευσης απειλώντας να διώχνεις όσες οικογένειες αρνούνται να ενσωματωθούν, όπως κάνει ο Νικολά Σαρκοζύ. Οι Δανοί δεν κατάλαβαν τίποτα από τη σύγκρουση για τα σκίτσα. Την εξήγηση την έχει δώσει εγκαίρως ο Χάμπερμας. Οι «κοσμικές» αυτές κοινωνίες είναι παγιδευμένες στο βασικό αξίωμα της κοινωνικής θεωρίας, ότι η νεωτερικότητα έχει νικήσει τη θρησκεία. Όσο περισσότερη νεωτερικότητα, τόσο λιγότερη θρησκεία. Οι «μετακοσμικές» κοινωνίες αντίθετα, όπως είναι η βρετανική και η αμερικανική, έχουν καταλάβει ότι ο αθεϊσμός δεν είναι παρά ένα από τα πολλά συστήματα σκέψης μιας κοινωνίας και ότι η θρησκεία εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο.

Πώς μπορούμε να ζήσουμε όμως όταν οι παλιές βεβαιότητες διαψεύδονται ή καταρρέουν; Ο Ούλριχ Μπεκ έχει την απάντηση - και τ' όνομά της είναι «κοσμοπολιτισμός». Τα θεμέλιά του υπάρχουν ήδη, με τη μορφή του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, του πρωτοκόλλου του Κυότο ή των συνθηκών για τον έλεγχο των εξοπλισμών. Χρειάζονται όμως κι άλλα, νέοι θεσμοί, δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη απάντηση στον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Η πρόβλεψη του Καντ

«Κάθε άνθρωπος θα καταχράται πάντα την ελευθερία του αν δεν υπάρχει κάποιος, πάνω απ΄ αυτόν, που ασκεί μια εξουσία σύμφωνα με τους νόμους».

Το απόσπασμα αυτό του Καντ, από την "Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο", αναδεικνύει τη διαρκή ανάγκη ελέγχου εκείνων που ελέγχουν. Το πρόβλημα αυτό απασχολούσε ανέκαθεν τους φιλοσόφους, από τον Σωκράτη ώς τον Ρουσώ, κι από τον Μακιαβέλι ώς τον Χομπς. Ο λόγος που ο Πλάτων, στην Πολιτεία του, θέτει την εκπαίδευση στο κέντρο του πολιτικού προβληματισμού δεν είναι η ανάγκη να γίνει ο λαός κοινωνός αυτού του αγαθού, αλλά να γίνουν ενάρετοι οι κυβερνώντες. Αυτοί αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους πολίτες προέρχεται από αυτούς που έχουν εξουσιοδοτηθεί να τους προστατεύουν.

Ο γνωστός βιβλιοκριτικός της Μοντ Ροζέ-Πολ Ντρουά χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από τον κόσμο των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Πιστεύεις ότι είσαι απόλυτα προστατευμένος από τους ιούς, αφού φροντίζεις να είναι πάντα εφοδιασμένος ο υπολογιστής σου με το τελευταίο, πιο σύγχρονο και πιο εξελιγμένο αντι-ιικό πρόγραμμα. Μια μέρα, ενώ δουλεύεις, εμφανίζεται το εξής μήνυμα: «Θέλετε να κάνετε επανεκκίνηση ώστε να ολοκληρωθεί η καταστροφή ενός ιού;». Καθώς το ερώτημα προέρχεται από το λογισμικό προστασίας, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική, ένα αυτόματο κλικ στο Υes δηλαδή, και τότε η οθόνη ξαφνικά μαυρίζει, και ξέρεις ότι ξεκινά μια περιπέτεια που θα σου κοστίσει χρήμα και χρόνο. Τι συνέβη; Πώς κατάφερε ο εχθρός να περάσει τις τάφρους και τα τείχη; Η απάντηση είναι η χειρότερη δυνατή: δεν σημειώθηκε επίθεση, αιτία της καταστροφής ήταν ο ίδιος ο μηχανισμός προστασίας, που στη διάρκεια της τελευταίας ενημέρωσής του εξέλαβε «κατά λάθος» σημαντικά αρχεία του συστήματος ως παρείσακτους έτοιμους να κάνουν έφοδο.

Αυτή η «κακοήθης προστασία» παρατηρείται σε πληθώρα κοινωνικών φαινομένων, από παιδοκτόνους γονείς μέχρι εγκληματίες αστυνομικούς, διεφθαρμένους δικαστές και αδίστακτους υπουργούς. Αναζητείτε τον πιθανότερο δολοφόνο; Κοιτάξτε στις τάξεις των σωματοφυλάκων του θύματος. Αναρωτιέστε ποιος είναι ο κλέφτης; Εξετάστε τις κινήσεις του ανθρώπου που έχει τους κωδικούς και τα κλειδιά. Σπάτε το κεφάλι σας να βρείτε τον προδότη; Το πιθανότερο είναι ότι ανήκει στον κύκλο των στενών φίλων. Τόσα και τόσα πραξικοπήματα το έχουν αποδείξει.

Υπάρχει λύση; Ο κόσμος θα ήταν ασφαλώς καλύτερος αν δεν υπήρχαν καταχρήσεις, εγκλήματα και αρρώστιες. Χωρίς ιούς δεν θα χρειάζονταν αντι-ιικά προγράμματα. Χωρίς παραβιάσεις του νόμου δεν θα υπήρχε ανάγκη προστασίας. Αλλά αυτός ο ιδανικός κόσμος δεν υπάρχει. Κατά συνέπεια, είμαστε καταδικασμένοι να χρησιμοποιούμε προστατευτικές πανοπλίες. Το πρόβλημα είναι όταν νομίζουμε ότι αυτές οι πανοπλίες είναι εντελώς ασφαλείς. Όμως πάντα θα χαλάνε, είναι στη φύση τους. Πάντα θα βρίσκει ένα παραθυράκι ο άνθρωπος για να ικανοποιήσει την απληστία του. Χρειάζονται έλεγχο οι ελέγχοντες- και στις δημοκρατίες ο έλεγχος αυτός προέρχεται πάντα από τους ελεγχόμενους.

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Τζωρτζ Στάινερ

OΧΙ. Ξεχάσαμε την τέχνη τού να λέμε «όχι», απαντά ο μεγάλος κοσμοπολίτης διανοούμενος στη σχετική έρευνα της Ρεπούμπλικα. «Όχι» στη βιαιότητα της πολιτικής, «όχι» στην παράνοια των οικονομικών ανισοτήτων, «όχι» στην εισβολή της γραφειοκρατίας στην καθημερινή μας ζωή. «Όχι» στην ιδέα ότι μπορεί να θεωρούνται φυσιολογικοί και να γίνονται αποδεκτοί οι πόλεμοι, η πείνα, η παιδική δουλεία. Έχουμε ξεχάσει να λέμε «όχι», έχουμε γίνει πρωταθλητές στην παθητικότητα, αισθανόμαστε αμηχανία απέναντι στη διαμαρτυρία. Οι μεγάλες προσωπικότητες της εποχής μας, αντίθετα, οι Μαντέλα και οι Χάβελ, δεν αισθάνθηκαν ποτέ αυτή την αμηχανία. Πρέπει να φταίει η οικογένεια και το σχολείο, για να μη μιλήσουμε για ολόκληρο το σύστημα ενημέρωσης. Αυτοί μας μπολιάζουν συστηματικά με τον ιό του κομφορμισμού. Αυτοί μας διδάσκουν τον φασισμό του χρήματος.

ΙΔΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ. Δεν υπάρχει πλέον πλευρά της ιδιωτικής ζωής, ακόμη και η πιο ιερή, που να μην εκτίθεται και να μη δημοσιοποιείται. Σε όλους τους τομείς, από την ψυχανάλυση ώς τη δημόσια διοίκηση και από τα μέσα ενημέρωσης ώς την ιατρική, λειτουργεί μια διεστραμμένη «βιομηχανία της διείσδυσης» που απογυμνώνει το ανθρώπινο ον από τα προσωπικά του μυστικά. Κι όμως, η πραγματική δύναμη του καθενός μας βρίσκεται σ΄ αυτό που μπορούμε και πρέπει να κρατάμε μέσα μας. «Η διακριτικότητα εξαφανίζεται», έλεγε ο Έζρα Πάουντ σ΄ ένα ποίημα που έγραψε το 1912. Η διαίσθησή του εκείνη επιβεβαιώνεται, οι συνέπειες είναι ολέθριες και το χειρότερο είναι ότι δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω.

ΠΑΘΗ. Υπάρχει στον άνθρωπο ένα συναίσθημα πιο δυνατό από τον έρωτα και το μίσος. Πρόκειται για εκείνα τα «βαθιά πάθη», ανεξήγητα συχνά για τους άλλους, που στα δικά μας μάτια όμως αποτελούν ανώτατες αξίες. Πολλοί τα λένε χόμπι, αλλά είναι κάτι πολύ σημαντικότερο, που μερικές φορές συνδέεται με την ίδια μας τη μοίρα. «Εμένα, ας πούμε, μ΄ αρέσει να ακούω τζαζ, να παίζω με το σκυλί μου και να ψάχνω στα βιβλιοπωλεία παλιές μεταφράσεις της Ιλιάδας», λέει ο Στάινερ. «Όταν κάποιος μου λέει ότι αυτός είναι ένας χαζός τρόπος να περνά κανείς την ώρα του, δεν κάνω καν τον κόπο να του απαντήσω. Γιατί είμαι πεισμένος ότι το να τρελαίνεσαι για κάτι, το να κυριαρχείσαι από ένα πάθος είναι το μεγαλύτερο χάρισμα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Το λέω πάντα στους φοιτητές μου: καλλιεργήστε τις εκκεντρικότητές σας, διευρύνετε τους ελεύθερους χώρους του πνεύματός σας. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να λέτε “όχι” και να προστατεύετε την “ιδιωτικότητά σας”».

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Άγκνες Χέλερ

Η φιλοσοφία για μένα είναι πάνω απ΄ όλα ένα εργαλείο για την κατανόηση του παρόντος. Αντίθετα με ορισμένους τομείς της τέχνης, που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για να εξυμνηθούν δικτάτορες και αφεντικά, η φιλοσοφία έχει ανατρεπτικό χαρακτήρα. Γιατί είναι ανατρεπτικό να αμφισβητείς τις εδραιωμένες απόψεις και να αναζητείς την ελευθερία και την αλήθεια. Οι ριζοσπάστες φιλόσοφοι του 19ου και του 20ού αιώνα, ο Νίτσε, ο Φρόιντ, ο Μαρξ, συνέβαλαν αποφασιστικά στην αλλαγή του κόσμου τους. Αν οι φιλόσοφοι δεν είχαν αυτή τη δύναμη, δεν θα είχαμε καταλάβει γιατί ο Σωκράτης αναγκάστηκε να πιει το κώνειο.

Υπήρξα μαρξίστρια, ακόμη κι όταν στράφηκα κατά του κομμουνισμού. Αλλά όχι πια: δεν πιστεύω ότι ο επίγειος παράδεισος είναι συμβατός με τη μεταμοντέρνα κατάσταση. Ούτε θα επιθυμούσα μια εντελώς δίκαιη κοινωνία: μια τέτοια κοινωνία δεν θα είχε πλουραλισμό, συγκρούσεις ή πολιτική, κανείς δεν θα μπορούσε να πει «αυτό είναι άδικο», θα ήταν μια κοινωνία χωρίς ζωή. Πιστεύω στην ατομική επιλογή της ηθικής. Η φράση του Σωκράτη «προτιμώ να υποστώ μια αδικία παρά να τη διαπράξω» δείχνει ότι είναι επιλογή του καθενός να είναι καλός άνθρωπος. Αντίθετα, δεν είναι πάντα δυνατόν να είσαι καλός πολίτης, εξαρτάται από την πολιτική κατάσταση της χώρας στην οποία ζεις.

Η πολιτιστική μου κοιτίδα είναι η Ευρώπη. Αλλά ο τόπος στον οποίο αισθάνομαι πιο άνετα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, και ιδιαίτερα η Νέα Υόρκη. Η χώρα αυτή δεν αντιμετωπίζει κινδύνους, και το αποδεικνύει η εκλογή του Ομπάμα. Η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι γεμάτη συγκρούσεις και αίμα, αλλά κάθε φορά η δημοκρατία της βγαίνει πιο δυνατή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς την κρίση του ΄29, που στην Ευρώπη οδήγησε στον φασισμό και στην Αμερική στο Νιου Ντιλ. Αντίθετα με τους Ευρωπαίους, που πιστεύουν περισσότερο στους ηγέτες παρά στη δύναμη του Συντάγματος, οι Αμερικανοί έχουν επίγνωση ότι οι πρόεδροι περνούν, αλλά οι θεσμοί μένουν. Σ΄ ένα ταξίδι του στην Αμερική, ο Μαξ Βέμπερ ρώτησε έναν εργάτη γιατί ετοιμαζόταν να ψηφίσει στις εκλογές έναν υποψήφιο που απεχθανόταν. «Γιατί είναι καλύτερα από το να βρεθώ με έναν πρόεδρο που με απεχθάνεται», απάντησε εκείνος.

Ο έρωτας και οι σχέσεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Έχω καταλάβει πως όταν αγαπάς κάποιον, τον αγαπάς για πάντα. Μου συνέβη με τον πρώτο μου άνδρα, με τον οποίο χώρισα. Όπως λέει η Τζέιν Όστιν στην Έμμα, οι άνδρες είναι το άλλο πρόσωπο του κόσμου.

Με λένε Άγκνες Χέλερ, έκλεισα τα 80 και είμαι ευτυχής που γεννήθηκα γυναίκα, γιατί όλα ήταν πιο δύσκολα κι εμένα τα δύσκολα μ΄ αρέσουν.

(Από συνέντευξη της μεγάλης Ουγγαρέζας φιλοσόφου στο ιταλικό περιοδικό Λ΄ Εσπρέσσο το 2009 )