Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Κορνήλιος Καστοριάδης

Το ιερό είναι ένα θεσμισμένο ομοίωμα του απύθμενου. Δεν έχω ανάγκη από ομοιώματα και η μετριοφροσύνη μου με οδηγεί στη σκέψη πως αυτό που μπορώ εγώ από την άποψη αυτή, το μπορούν όλοι. Πίσω από τις ερωτήσεις σας υπάρχει η ιδέα πως μόνο ένας μύθος θα μπορούσε να θεμελιώσει τη συνοχή της κοινωνίας με τους θεσμούς της. Ξέρετε πως αυτό ήταν ήδη ιδέα του Πλάτωνος: Το θείον ψεύδος. Αλλά το θέμα είναι απλό. Από τη στιγμή που γίνεται λόγος για θείον ψεύδος, το ψεύδος μένει ψεύδος και ο χαρακτηρισμός θείον δεν αλλάζει τίποτα.

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Τελευταία λέξη

Δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Ούτε πρώτη. Όλες οι λέξεις έχουν την ιστορία τους. Υπάρχουν ωστόσο λέξεις κατά κάποιον τρόπο διιστορικές, οι οποίες ανήκουν ταυτόχρονα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Υπάρχει μια σκέψη που δεν προτείνει κανένα πρόγραμμα, καμιά οριστική λύση, καμιά παρηγοριά, καμιά σωτηρία. Η σκέψη αυτή είναι εξαιρετικά σπάνια στην ιστορία της σκέψης. Επιτρέπει ωστόσο, όπως διαγράφεται εδώ, έναν κάποιον προσανατολισμό μέσα στο λαβύρινθο του κόσμου. ΤΙ να σκεφτούμε; Και τι να πράξουμε;
Οι δυο αυτές ερωτήσεις αναδύονται από ένα κέντρο, τίθενται καθ' όλο το μήκος ενός δρόμου ο οποίος διαφοροποιείται. Να αντέξουμε στο μηδέν; Το τίποτα δεν είναι ποτέ ολομόναχο, γιατί στην περίπτωση αυτήν θα μας ήταν αδύνατο να μιλήσουμε γι' αυτό, να μιλήσουμε στοχαστικά και να ενεργήσουμε ουσιαστικά. Να αντέξουμε αυτό που δεν αντέχεται; Αν δεν θέλουμε ρητώς το θάνατο που εκδηλώνεται μέσα μας, εκτός μας, αλλά ποτέ χωρίς εμάς, θα μας δινόταν ίσως να τοποθετηθούμε στοχαστικά και δραστήρια στο αινιγματικό κέντρο της ολόκληρης σχέσης άνθρωπος-κόσμος. Θα είχαμε τότε να αντιμετωπίσουμε φιλικά και θαρραλέα τα απαρέγκλιτα αποσπάσματα όλων όσα «είναι» και το όλον αυτό διασπασμένο αυτό καθ' εαυτό, πέρα από το είναι και την αλήθεια, σ' ένα χρόνο που δεν θα ήταν αιώνιος ή επαναληπτικός, γραμμικός ή προοδευτικός. Αυτός ο χρόνος, όπου η χρονική επιστροφή θα εκδηλωνόταν ως διαφορετική, θα ήταν ο χρόνος της περιπλάνησης που καθορίζει την ιστορία των ανθρώπων, η οποία έχει γίνει πλανητική. Τα διακυβεύματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής μας και το ίδιο το διακύβευμα αφορούν κεντρικά το παιχνίδι της σχέσης άνθρωπος-κόσμος.
Παραμένουν ανοικτές, και η ερώτηση που ανοίγεται σ' εμάς ενώ ανοιγόμαστε σ' αυτήν είναι και παραμένει κεντρική σε σχέση με το κέντρο που διαφεύγει. Αυτό το κέντρο δεν είναι άλλο από το ενιαίο κέντρο όλων των αντιθέσεων και των διαφορών, όλων των συμπλοκών και των αγώνων που έχουν τελικά να παίξουν ένα ρόλο. Όλο και περισσότερο, το ανοικτό σύνολο αυτού που είναι καινεται, καθώς και ο κόσμος που δεν είναι ένας ορίζοντας των οριζόντων ή ο ύπατος ορίζοντας, θεωρούνται και βιώνονται με αδιαφορία. Η εγγενής αδιαφορία, παρ' όλες τις κουβέντες και τους διαλογισμούς, είναι προορισμένη να απλωθεί. Παραμένει ωστόσο δυνατή μια ανώτερη αδιαφορία, χωρίς να είναι συνώνυμη ουδετερότητας, χλιαρότητας. Ακόμη και η φιλική και, ει δυνατόν, ποιητική σχέση με τον εαυτό μας, τους άλλους, τα πράγματα, δεν μπορεί παρά να γειτνιάζει επικίνδυνα με την κοινή και ταυτόχρονα με την ανώτερη αδιαφορία, στην προσπάθειά της να υπερβεί παραγωγικά αυτό που αποκρυσταλλώνεται σαν αγάπη ή συντροφικότητα και αυτό που μας βασανίζει σαν μίσος. Αλλά η αδιαφορία που δέχεται και που δίνει εξακολουθεί να παραμένει σκοπός.Αυτό που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής μας, αν υποθέσουμε ότι αποτελεί ακόμη εποχή, δηλαδή το μετέωρο κάποιου πράγματος σαν έννοια, είναι ότι σέρνονται μισοευχαριστημένοι, μισοδυσαρεστημένοι, ούτε ευχάριστημένοι, ούτε δυσαρεστημένοι, πάνω σε μια γη που βαδίζει προς την ερήμωση.
Ο γενικευμένος ναρκισσισμός τρέφει όλες τις εικόνες και το οικουμενικοποιημένο θέαμα αντιπροσωπεύει τη ζωή και τη φαντασία. Η βαθιά και γ6νιμη οδύνη καλύπτεται και η ίδια από αυτό που είναι δοσμένο: ένα μίγμα μέτριας απελπισίας και νευρικής έξαρσης. Δεν υπάρχει λοιπόν τίποτα να περιμένουμε; Πριν μπορέσει, εκεί που κάθε φορά δημιουργείται, να ακουστεί η ερώτηση, αν πρέπει κάποτε να ακουστεί, όντα και πράγματα δεν θα πάψουν να ακολουθούν την πορεία τους σύμφωνα με τη λογική που τα συντηρεί και τα κινεί, διαρκώς κάπως ασταθή, διαρκώς πολύ ταραγμένα. Ακόμη κι αν ακουγόταν -από ποιον; και πώς;- ο σκεπτόμενος λόγος που λέει την ερώτηση, δεν θα είχε άμεση αποτελεσματικότητα και θα οδηγούσε σε όλες τις δυνατές και αδύνατες παρεξηγήσεις.
Χωρίς να εξιδανικεύουμε και χωρίς να καταδικάζουμε το παρελθόν που περιέχει αποθέματα μέλλοντος, χωρίς να μαυρίζουμε υπερβολικά το παρόν που δεν είναι μαύρο αλλά θαμπό και γκρίζο, κι ενώ ανοιγόμαστε στο μέλλον που έρχεται προς συνάντησή μας, αλλά το οποίο δεν θα είναι τόσο χαρούμενο ούτε τόσο κατα να διερευνήσουμε το μυστικό του χρόνου προσπαθώντας να ανταποκριθούμε σ' αυτό. Ο χρόνος δεν χωρίζεται σε τρεις διαστάσεις. Εκδηλώνεται ανά πάσα στιγμή ως παγχρονικότητα όπου παρελθόν, παρόν, μέλλον παίζουν ακατάπαυστα μαζί, ενωμένα και διαφοροποιημένα. Στην απόσυρσή του ανοίγεται σ' εμάς, για να προσπαθήσουμε, αν μας δινόταν η δυνατότητα, να μη βουλιάξουμε στην υπάρχουσα και λειτουργούσα τάξη-αταξία, παρ' όλες και με όλες τις δυσλειτουργίες της.
Το παιχνίδι του χρόνου, παιχνίδι του κόσμου, παιχνίδι της περιπλάνησης δεν έχει τίποτα το παιγνιώδες, το χαριτωμένο. Τα ενδοκοσμικά παιχνίδια παραμένουν διαφορετικά από το παιχνίδι του κόσμου. Αυτό το παιχνίδι παραμένει αβυσσαλέο, μας ζωντανεύει και μας θανατώνει. Χωρίς καθορισμένη αρχή, χωρίς προβλεπόμενο τέλος, γεννιέται και χάνεται. Εμείς, οι θνητοί, αποτελούμε μέρος του, γιατί δεν υπάρχει κόσμος χωρίς τον άνθρωπο και δεν μπορεί να υπάρξει κόσμος μόνο ή κυρίως ανθρώπινος. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε να καλούμε αυτό που δεν είμαστε αλλά στο οποίο ανήκουμε. Και αυτό αντέχει πολλά ονόματα που του δόθηκαν, περιπαίζοντάς τα όλα. Διατρέχοντας όλο το δρόμο που ανοίγεται σ' εμάς, παροτρύνοντάς μας να τον ακολουθήσουμε και να τον χαράξουμε, δεν ξεκινάμε από μια αρχική λέξη και δεν καταλήγουμε σε μια ύπατη λέξη. Στη διάρκεια της πορείας μας διασταυρωνόμαστε με άλλους δρόμους και άλλα μονοπάτια. Ωστόσο, ακόμη κι αν υπάρχει ένας δρόμος που επιβάλλεται, προσανατολισμένος από και προς το ενιαίο παιχνίδι, αυτή η πορεία δεν έχει κάποιο σκοπό. Ταυτόχρονα και προσανατολισμένη, η πορεία μάς πηγαίνει όσο πιο μακριά γίνεται. Διαρκώς κάτω από τον αστερισμό του άσκεφτου, οδηγεί ενίοτε σε μια κορυφή απ' όπου γίνονται ορατοί άλλοι δρόμοι. Η κορυφή, όπου φτάνει κανείς στο τέλος, οδηγεί τον οδοιπόρο ήδη από το ξεκίνημα, συχνά εν αγνοία του. Αυτή η κορυφή φέρει ένα όνομα που είναι και δεν είναι η ύπατη λέξη. Το παιχνίδι του κόσμου μπορεί να λεχθεί σε μια γλώσσα προσφυή, προσεκτική συνάμα στη φιλία και στην πολλαπλότητα των λέξεων και των πραγμάτων. Αυτή η γλώσσα που έχει προέλθει από τη σιωπή, που μιλάει και που σιωπά, που μιλάει σιωπώντας και σιωπά μιλώντας, περιέχει άλλες γλώσσες. Κάθε γλώσσα περιέχει το μη ειπωμένο, και μιλάμε συχνά χωρίς να ξέρουμε ότι έτσι αποσιωπούμε επίσης αυτό για το οποίο γίνεται λόγος. Το πρωτόγνωρο μιας γλώσσας μπορεί να γονιμοποιήσει μια άλλη γλώσσα που εγγράφεται, κι αυτή επίσης, στο γλωσσικό κέντρο της σχέσης άνθρωπος-κόσμος. Η γλώσσα που εγγράφεται στο κέντρο της ολόκληρης σχέσης άνθρωπος-κόσμος δεν λούζεται στο φως, δεν δίνει αποκλειστικά και μόνο φως. Όλη η μεταφυσική είναι μια μεταφυσική του φωτός. Η αντιμεταφυσική επικαλείται ένα άλλο φως, το οποίο δεν απελευθερώνεται από το αυτό. Δεν είναι τόσο παράξενο όσο φαίνεται σε μια προσέγγιση ότι μεταφυσική και αντιμεταφυσική ή συνενωμένες λένε την κυριαρχία του φωτός και τη λένε ανθρωπομορφικά. Οι εξαιρέσεις είναι σπάνιες. Στους προσωκρατικούς συναντάμε τα πρώτα ίχνη της κυριαρχίας του φωτός, με περισσότερο ή λιγότερο ανθρωπομορφισμό.
Ο Ηράκλειτος άραγε εξαιρείται; Με και μετά τον Χέγκελ η τάση για την κυριαρχία αυτή δεν σταματά ξαφνικά. Η μεταφυσική ως μεταφυσική είναι προορισμένη να ζήσει μια μακριά παρακμή. Με τη σκέψη η οποία προσπαθεί να τοποθετηθεί σ' ένα άλλο σχήμα το φως δεν μπορεί πλέον να κρατήσει την κυρίαρχη δύναμή του. Η σκέψη του κόσμου, η γλώσσα της περιπλάνησης, η ερώτηση του παιχνιδιού κάνουν ώστε ο κόσμος και τα πράγματα να μη λούζονται πια στο φως. Όχι για να δούμε το σκότος να καταλαμβάνει τα πάντα, αλλά για να δούμε και να πούμε το διαρκές παιχνίδι του κιαροσκούρο, το παιχνίδι της σκιάς και του 'φωτός, του ξεδιπλώματος και της σύλληψης του φωτεινού με φόντο το αόρατο. Αυτό που είμαστε και αυτό που δεν είμαστε παραμένουν συνδεδεμένα με τον ίδιο δεσμό και προσφέρονται στην κατανόηση, διαρκώς υπό απόσυρση. Το ερώτημα του κόσμου, επειδή δεν περιέχει ούτε πρώτη ούτε τελευταία λέξη, δεν ερωτά έναν υποτιθέμενο αστείρευτο ποταμό ή ένα διαρκές γίγνεσθαι. Ωστόσο δεν παγιώνει και δεν καθορίζει τα όντα και τα πράγματα, την ιερή και απαραβίαστη πραγματικότητα. Ο κόσμος δεν εννοείται πλέον ως το σύνολο των αποκαλύψεών του και των ανθρώπινων παραγωγών. Ωστόσο η ιστορία ως περιπλάνηση έχει έναν κάποιο προσανατολισμό και η γλώσσα που τον λέει χαρακτηρίζεται από την πολυσημία της. Κάθε φλυαρία για μια νέα αρχή από το μηδέν είναι απλο'ίκή και ηλίθια. Δεν ζούμε ούτε το τέλος του χρόνου ούτε την αυγή μιας νέας εποχής.
Μάλλον νικημένοι παρά νικητές, κι ενώ οι νίκες μας οι ίδιες αποδεικνύονται μοιραίες, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η ανθρωπότητα απέχει ακόμη πολύ από το να έχει εξαντλήσει όλες της τις δυνατότητες και ότι αυτή η μοντέρνα και μεταμοντέρνα μανία της διαρκούς «υπέρβασης » δεν είναι πορεία ζωής αλλά μάλλον έργο θανάτου. Όλες μας οι «ατομικές» και οι «συλλογικές» αφέλειες, όλη μας η μετριότητα, παρά και με όλο το θόρυβο που κάνουν, καταβαραθρώνονται μέσα στο κενό, αφήνοντας το μεγάλο αθεώρητο κενό. Σε εποχές μηδενισμού, το·επίπεδο του ίδιου του μηδενισμού χαμηλώνει και παραμένουμε αδιάφοροι στο Τίποτα που δεν είναι μηδενιστικό και πηγαίνει με το ανοικτό Όλον. Κάποιο πράγμα που δεν είναι πράγμα, res, ετοιμάζεται να αλλάξει στη μορφή του κόσμου. Ένας δρόμος μάς εκπέμπει σήματα, αλλά δεν είναι εύκολο να τον πάρουμε βρίσκεται στα όρια του αδιάβατου. Η αναμονή αυτού που δεν θα έρθει ποτέ και το 'οποίο παραμένει χωρίς όνομα μπορεί να φαίνεται δελεαστική. Μια φωνή που έρχεται από τα βάθη μπορεί ωστόσο να μας δείξει ότι η παραγωγική αναμονή προέρχεται από το ίδιο το παιχνίδι του κόσμου και ότι δεν είναι δυνατή παρά μόνο με τη συμμετοχή της ενέργειάς μας. Θέλοντας να κατέχουμε, παραμένουμε ταυτόχρονα αποστερημένοι και κατεχόμενοι, ενώ μια κάποια αποδέσμευση δεν σπάει όλους τους δεσμούς αλλά τους μεταμορφώνει.
Αυτό που κρατάει την εποχή υπό τον έλεγχό του, και αναφερόμαστε στην τεχνική, διαπερνά όντα και πράγματα και τη σχέση μας με αυτά. Η τεχνολογία, η οποία δεν είναι λόγος επί της τεχνικής αλλά αυτό που καθορίζει τον τρόπο τού είναι και πράττειν, σκέπτεσθαι και οικοδομείν, αποτελεί, τρόπον τινά, υποκατάστατο της φιλοσοφίας. Είναι, όπως και η μεταφυσική του καιρού μας, μυθική και πραγματική. Υπεισέρχεται αποφασιστικά στο κέντρο της σχέσης που το ανθρώπινο διατηρεί με τον κόσμο, η οποία δεν είναι σχέση μεταξύ δύο οντοτήτων αλλά ένα και μοναδικό παιχνίδι. Το ένα και το άλλο υπάρχουν χάρη στη σχέση αυτή. Καθώς εκτυλίσσεται το τέλος της φιλοσοφίας, το οποίο θα διαρκέσει για πολύ, η σκέψη φιλοσοφικού τύπου θα συνεχίζει το δρόμο της, ενώ ένα άλλο είδος σκέψης έχει ήδη αναγγελθεί και δοκιμαστεί. Η σκέψη η οποία ανέρχεται εντεύθεν της φιλοσοφίας, τη διατρέχει και πηγαίνει πέρα από αυτή δεν είναι πλέον φιλοσοφική ούτε μεταφυσική. Δεν διαλύεται μέσα στην τεχνολογία. Αντιθέτως, έρχεται αντιμέτωπη με την τεχνική και προσπαθεί να ξετυλιχτεί ως σκέψη. Το αν η παγκόσμια ιστορία γνωρίσει μια μείζονα καταστροφή, αν εδραιωθεί μέσα στη διαρκή κρίση με σταθερές ανανεώσεις ή αν μπορέσει να γίνει κάποια στροφή που θα μας οδηγούσε σε μια άλλη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο -σχέση που δεν θα ήταν πιο «επιτυχημένη»- αυτό δεν έχει αποφασιστεί. Η σκέψη, αλλά όχι μόνη της, μια ανθρώπινη διαθεσιμότητα, αλλά όχι κατά κύριο λόγο ανθρώπινη, η τεχνική, πολύ περισσότερο απ' ό,τι η τεχνολογία, νοούμενη φιλικότερα, θα μπορούσαν άραγε να μας βοηθήσουν στην πορεία μας και να μας προσφέρουν το χωροχρόνο μιας άλλης διαμονής; Κάθε διαμονή του ανθρώπου υπήρετεί ωστόσο ουσιαστικά μη ικανοποιητική σε οποιαδήποτε εποχή, γιατί καμιά διαμονή δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον κόσμο. Δεν βαδίζουμε προς ένα στόχο τον οποίο έχουμε θέσει και θελήσει ως τέτοιον. Ούτε χρυσός αιώνας, ούτε χαμένος και ξανακερδισμένος παράδεισος, ούτε μέρος εσχατολογικής ευτυχίας, ούτε πραγματοποιημένη ουτοπία, αυτό το πεδίο μιας άλλης σχέσης με τον κόσμο θα υπερέβαινε την εμπειρία ενός τέλους (στόχος και τέλος) και την απελπισία να μην μπορούμε να αγγίξουμε ποτέ την αρμονία. Αραγε είναι δυνατόν; Ή μήπως είναι ένα ατελείωτο καθήκον το οποίο εμπίπτει στη σφαίρα του ιδεαλισμού; Αυτό που ανοίγεται ως δυνατόν είνα: προορισμένο να σκοντάψει στη μείζονα αδυναμία: ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ο κόσμος. Ο χωρισμός μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, η διαφορά από την οποία προέρχονται όλα μας τα δεινά, η αποτυχία, συχνά παραγωγική, κάθε εξατομίκευσης και κάθε κοινωνικοποίησης, δεν παύουν να παίζουν. Το πολύ, ίσως θα μπορούσαμε να φανούμε ικανοί να διερευνήσουμε το αίνιγμα του ενιαίου παιχνιδιού στο οποίο δεν έρχονται αντιμέτωποι μόνο δύο εταίροι. Δεν μπορεί να καταργηθεί η αμηχανία και δεν μπορεί να ξεπεραστεί διαλεκτικά. Εφόσον είμαστε ανθρώπινα όντα, εφόσον είμαστε ανθρώπινα όντα στη σχέση μας με τον κόσμο -διότι μέσα και μέσω αυτής της σχέσης υπάρχουμε εμείς «και» ο κόσμος- παγιδευμένοι σ' ένα παιχνίδι μοναδικό, με πολλαπλή ακτινοβολία, οφείλουμε να βιώσουμε την εμπειρία του ενός και του πολλαπλού που ανήκουν στο παιχνίδι. Μέσα στην πολυσημία των λέξεων και την πολλαπλότητα των πραγμάτων, μόνο μια διαθεσιμότητα έναντι του αποσπασματικού Ενός-Όλου θα ήταν ικανή να μας καταστήσει θετικά διακείμενους προς αυτό που έρχεται προς συνάντησή μας, προετοιμάζοντάς μας να το μεταμορφιδσουμε παραγωγικά. Η σκέψη είναι απαραίτητη στην πορεία που δεν υπακούει σε μια πρώτη ή τελευταία λέξη. Δεν υπάρχει ωστόσο μια πρόοδος δίχως τέλος, μια ατελείωτη πρόοδος της σκέψης. Πλούσια από όλες της τις δυνατότητες, η σκέψη δεν μπορεί να ξεφύγει από το ίδιο της το πεπερασμένο. Κάτω από έναν αστερισμό μάλλον παρά μέσα σ' ένα σύστημα, η σκεπτόμενη σκέψη μπορεί να προσπαθήσει . να διαρθρωθεί με μια εξαιρετική προσοχή και πλήρης ελαφρότητας, πάντοτε μέσα στη μη ολοκλήρωση και στο χείλος της αβύσσου. Είτε επιτύχει, είτε αποτύχει, είτε γνωρίσει και τα δύο ταυτόχρονα, δεν είναι μια υπόσχεση που πρέπει ή' που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Πιο αρχέγονη και πιο μελλοντική από οποιαδήποτε υπόσχεση, παραμένει όλη συγκεντρωμένη και όλη ακτινοβολούσα στο πεδίο που χωρίς αυτή θα ήταν άφατο και ακατοίκητο. Οι νομάδες και οι επιδημητικοί υπακούουν στον ίδιο ρυθμό Ό οποίος, στη διάρκεια της περιπλάνησης, οικοδομεί κατοικίες όπου οι άνθρωποι, που δεν μένουν ποτέ σ' έναν τόπο, διαρκώς διαφεύγοντες, ακολουθούν το γήινο και το αστρικό πεπρωμένο τους, Δεν υπάρχει τελευταία λέξη. Κι αν το παιχνίδι του κόσμου θα έπρεπε να είναι η τελευταία λέξη, δεν θα μπορούσε να ειπωθεί και να παιχτεί παρά μόνο πολλαπλά. Το παιχνίδι του κόσμου τρέφει και καταστρέφει όλες τις τελευταίες λέξεις.

Κώστας Αξελός - Γράμματα σ'ένα νέο στοχαστή

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Περί Τράπεζας

Τράπεζα σημαίνει τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Εκείνο που ίσως δεν ξέρουμε όλοι είναι γιατί η νέα ελληνική λέξη τραπέζι διαχώρισε το νόημά της από την αρχαία ελληνική λέξη τράπεζα. Κι ακόμα, γιατί η αρχαία τράπεζα ύψωσε σε κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και έγινε Τράπεζα.
Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως το κτίριο μιας τράπεζας δεν έχει τραπεζαρία για τους πελάτες. Έχει όμως και τώρα τραπέζια, δηλαδή μπάνκους, όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, οι δημιουργοί της πρώτης σύγχρονης Μπάνκας. Πάνω σ' αυτά τα τραπέζια οι τραπεζικοί υπάλληλοι συνεχίζουν τη δουλειά που έκαμναν και οι αρχαίοι έλληνες τραπεζίτες, γνωστοί τον καιρό εκείνο σαν κερματισταί, διότι ασχολούνταν με κέρματα, δηλαδή κοψίδια, τεμάχια του ακέραιου νομίσματος.
Βέβαια, οι κερματισταί ήταν τραπεζίτες της πλάκας και έκαμναν περίπου τη δουλειά που κάνουν σήμερα τα αυτόματα μηχανήματα που μετατρέπουν σε λιανά τα πιο χοντρά νομίσματα. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο είναι απλά στο ξεκίνημά τους. Οι παλιοί κερματισταί και οι σημερινοί τραπεζίτες, παρόλο που έχουν σαν κοινή αφετηρία το τραπέζι πάνω στο οποίο ξαπλώνουν τα νομίσματά τους δεν είναι βέβαια, το ίδιο πράγμα.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι κερματισταί (αυτοί που έκαμναν τα χοντρά λιανά) λέγονταν και κολλυβισταί. Κόλλυβος ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα το μικρό νόμισμα. και κόλλυβα (στον πληθυντικό) ομοίως στην αρχαία Ελλάδα λέγονταν τα πολύ μικρά τεμάχια ζυμαρικών, οι πολύ μικρές πιτίτσες, ας πούμε οι χυλοπίτες.
Κόλλυβα παρασκευασμένα με άλλον τρόπο συνεχίζουμε να τρώμε και σήμερα, αλλά μόνο στα μνημόσυνα: εμείς μεν για «να συγχωρεθεί η ψυχή του πεθαμένου», οι πεινασμένοι δε, που γυρόφερναν παλιότερα τις εκκλησίες αδιαφορώντας παντελώς για το μακαρίτη, για να βάλουν στο στομάχι τους, στο τζάμπα, κάτι το θρεπτικό.
Σιγά σιγά οι αρχαίοι κερματισταί άρχισαν να κάνουν και σοβαρότερα πράγματα από το να χαλούν τα χοντρά νομίσματα και κάποτε απόκτησαν νοοτροπία σωστού τραπεζίτη. Όμως, αυτοί που κυρίως ασχολούνταν με σοβαρότατες τραπεζικές εργασίες στην αρχαία Ελλάδα ήταν οι ... παπάδες. Μάλιστα! Οι σπουδαιότερες τράπεζες της ελληνικής αρχαιότητας ήταν οι ναοί στη Δήλο, τους Δελφούς και την Ολυμπία. Εκεί πήγαιναν οι πιστοί όχι μόνο για να προσκυνήσουν, αλλά και για να καταθέσουν τις οικονομίες τους, πληρώνοντας στους παπάδες ένα κάποιο ποσό για φύλακτρα. Εξυπακούεται πως οι παπάδες-τραπεζίτες δεν έδιναν τόκο στον καταθέτη. Αυτό δα έλειπε. Ο αρχαίος καταθέτης ήταν ικανοποιημένος που τα χρήματά του ήταν απολύτως εξασφαλισμένα στις «θυρίδες», σ' έναν ιερό και απαραβίαστο χώρο, που τον παραβίαζαν μόνο οι βάρβαροι αλλοεθνείς επιδρομείς.
Βάλτε με το νου σας τον τζίρο που γινόταν στις «τράπεζες» της Ολυμπίας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Πώς θα γίνονταν τα σπουδαία κτίσματα σ' αυτόν τον υπέροχο χώρο, αν οι παπάδες φύλαγαν τα χρήματα των καταθετών χωρίς προμήθεια; Αφού ούτε σήμερα σου δίνουν τζάμπα μια θυρίδα στην τράπεζα, γιατί θα έπρεπε να τη δίνουν τζάμπα τότε; Άσε που πρέπει να φαν κι οι παπάδες και μάλιστα καλύτερα απ' όλους, όπως πάντα στην ιστορία ολόκληρου του ιερατείου, όλων των θρησκειών.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρχαίοι έλληνες ιερείς δεν ήταν ακριβώς ιερείς, η δουλειά τους δεν θεωρούνταν ιερή. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως θα λέγαμε σήμερα, που βοηθούσαν τους πιστούς να τα βολεύουν μόνοι τους με τους θεούς, όπως ο καθένας μπορούσε. Άλλωστε, οι ναοί-τράπεζες ήταν κρατικές «επιχειρήσεις». Ιδιωτικές έγιναν πάρα πολύ αργότερα. Και σήμερα ξαναμπαίνει από τους σοσιαλιστές το αρχαίο ελληνικό αίτημα της κρατικοποίησής τους. Τι ιστορία κι αυτή! Να χάνεις όλες τις σπουδαίες κατακτήσεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και να μένεις με τη δόξα των αρχαίων πρόγονων στα χέρια και να μην ξέρεις πού να την ακουμπήσεις. Τέλος πάντων.
Πάντως, το τραπεζικό σύστημα δεν το ανακάλυψαν οι 'Ελληνες. Πρωτόγονοι τραπεζίτες, χωρίς πάντως να λέγονται έτσι, υπήρχαν σ' όλους τους λαούς που είχαν κόψει νόμισμα που μπορούσε να τεμαχίζεται, να κερματίζεται, να μετατρέπεται σε κέρματα. Όμως, το οργανωμένο τραπεζικό σύστημα, στην αρχική, την ιερή του μορφή είναι αιγυπτιακής και βαβυλωνιακής καταγωγής. Κορόιδα ήταν οι αιγύπτιοι παπάδες;  'Ηταν κάτι μούτρα, μα τι μούτρα! Στο όνομα του Φαραώ, αυτοί ήταν που μάζευαν το χρήμα για να καλυφθούν τα τεράστια έξοδα κατασκευής των πυραμίδων και των άλλων φαραωνικών κτισμάτων που τα βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα. Πού να μπεις και μέσα! (Ακόμα ανατριχιάζω όταν θυμάμαι την αναρρίχησή μου στο εσωτερικό της πυραμίδας του Χέοπα).
Ό,τι επέζησε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαία τραπεζική αντίληψη είναι μόνο η ιερή αρχιτεκτονική των τραπεζών. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι σημερινές τράπεζες μοιάζουν με ναούς που αστράφτουν από πάστρα και μάρμαρο; Σκεφτήκατε ποτέ γιατί οι τράπεζες έχουν διακοσμημένους τους τοίχους τους με ακριβά έργα τέχνης; Για να βοηθούν τους καλλιτέχνες, θα πουν οι αφελείς. Ξέρεις, έχει μια σκασίλα ο τραπεζίτης για την τέχνη, που δεν λέγεται!
Λοιπόν, όλα τα πολυτελή εκεί μέσα αποσκοπούν στο να σε θαμπώσουν όπως και στην εκκλησία. Όπως και στην εκκλησία, όλα στοχεύουν στο να σου δημιουργήσουν ένα αίσθημα ασφάλειας, ώστε να καταθέσεις ήρεμα τις οικονομίες σου, βέβαιος ότι τις εναπόθεσες σε καλά χέρια, με την ίδια περίπου έννοια που και η ψυχή σου βρίσκεται σε καλά χέρια εντός του ναού. Για σκηνοθεσία πρόκειται. Μια σκηνοθεσία που γίνεται επένδυση. Επενδύει η τράπεζα ένα πολύ μικρό μέρος των κολοσσιαίων κερδών της σε πεντελικό ή άλλο μάρμαρο, και τσακ η μαρμάρινη παγίδα σ' άρπαξε και σ' έκανε αποταμιευτή από καταναλωτή.
Τραπεζίτες, λοιπόν, με την ελληνική έννοια της λέξης υπάρχουν από τότε που υπάρχει χρήμα. Αλλά οι τραπεζίτες με τη σύγχρονη έννοια άρχισαν να εμφανίζονται τον ύστερο Μεσαίωνα. Είναι οι περίφημοι αργυραμοιβοί, γνωστοί σε μας εδώ και με το τουρκικό όνομά τους σαν σαράφηδες.
Οι αργυραμοιβοί του Μεσαίωνα ήταν τραπεζίτες του ποδαριού. Θα μπορούσαμε να τους πούμε και παρατραπεζίτες, αν βέβαια υπήρχαν τότε τράπεζες, ώστε αυτοί να έκαμναν τη δουλειά τους «παρά την τράπεζα», δίπλα στην επίσημη τράπεζα, ως ανεπίσημοι τραπεζίτες. Ο τόκος του μεσαιωνικού αργυραμοιβού έφτανε μέχρι και το 50% του κεφαλαίου που σου δάνειζε. Αλλά και του σημερινού παρατραπεζίτη ο τόκος συχνά ξεπερνάει το 100%. Θέλω να πω, πως οι γδάρτες του Μεσαίωνα ήταν πιο ευσπλαχνικοί από τους σημερινούς, πράγμα που σημαίνει πως, ως προς αυτόν τον τομέα, ο Μεσαίωνας προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας.
Παρόλο που οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες του Μεσαίωνα κυνηγούσαν άγρια τους σαράφηδες, παρόλο που η προβλεπόμενη για την παράνομη δουλειά τους ποινή ήταν δήμευση της περιουσίας και εξορία, αυτοί το βιολί τους. Διότι το να δανείζεις χρήματα με τόκο ήταν μια κοινωνική ανάγκη και γι' αυτό ακριβώς δεν τελεσφόρησαν τα μέτρα των φεουδαρχών, που ήταν πάντα άψογοι στη συμπεριφορά τους. Σωστοί άρχοντες. Μπορεί ο Σαίξπηρ στον Έμπορο της Βενετίας να ωρύεται για κείνο τον άθλιο Εβραίο, τον τοκογλύφο Σάιλοκ, αλλά ο Σαίξπηρ είναι ποιητής και η κοινωνία δυστυχώς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τους ποιητές.
Ποια ήταν λοιπόν η κοινωνική ανάγκη που έκανε αναγκαίους τους σαράφηδες; Όταν το χρήμα αρχίσει να περισσεύει και να σωρεύεται στα ταμεία των πλούσιων, είτε πρέπει να μοιραστεί στους φτωχούς, είτε να επενδυθεί σε άλλες παραγωγικές δουλειές, πράγμα προτιμότερο από τη φιλανθρωπία για το συνεπή προς τον πλούτο του κεφαλαιούχο.
Άλλοι επιχειρηματίες έχουν περίσσευμα σε ρευστό κι άλλοι έλλειμμα σε μια δεδομένη στιγμή, πράγμα που τους εμποδίζει να επεκτείνουν την επιχείρησή τους, ώστε να παραχθούν κι άλλα χρήσιμα ή άχρηστα προϊόντα και να προκόψει η κοινωνία ή ο επιχειρηματίας. Θα μπορούσα λοιπόν να σου δώσω το περίσσευμά μου σε ρευστό για να κάνέις τη δουλειά σου, φυσικά με το αζημίωτο.
Όμως, πού να σε βρω εσένα, που έχεις ανάγκη από ρευστό; Δεν μπορώ να βγω στο παζάρι και να φωνάζω, σαν να πωλούσα κρεμμυδάκια στη λαϊκή αγορά: εδώ το καλό και φτηνό χρήμα! Πάρε κόσμε χρήμα, χρήμα φρέσκο και λαχταριστό, σε τιμή ευκαιρίας. Και ούτω πως προέκυψε το επάγγελμα του σαράφη, του αποδιοπομπαίου προπομπού του αξιοπρεπέστατου σημερνού τραπεζίτη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι αξιοπρεπέστερος του σαράφη.
Όπως ξέρουμε, το χρήμα είναι εμπόρευμα, το ιδανικό εμπόρευμα. Όπως όλα τα εμπορεύματα μπορείς να το αγοράσεις φτηνότερα και να το πουλήσεις ακριβότερα. Αυτό ακριβώς κάνει ο σαράφης, με προσωπική του ευθύνη και πρωτοβουλία. Δανείζεται από σένα φτηνότερα το χρήμα και το δανείζει στον άλλο ακριβότερα. Έμπορος, λοιπόν, είναι και ο σαράφης. Τόσο αξιοπρεπής ή αναξιοπρεπής όσο κι ο κάθε έμπορος. Γιατί τότε τον κυνηγούσαν τόσο άγρια οι φεουδάρχες;
Μα, διότι το χρήμα είναι εξαιρετικά «ελαστικό» εμπόρευμα.
Κι αν το έχει στα χέρια του ένας άνθρωπος με ελαστική συνείδηση μπορεί να το κάνει... πέτρα στη σφεντόνα και να στο κοπανήσει στο κεφάλι. Δηλαδή να κερδοσκοπεί μέχρι πλήρους εξοντώσεως του έχοντος την ανάγκη χρήματος. Μπορεί ο τοκογλύφος να σε κάνει να δουλεύεις μόνο και μόνο για να πληρώνεις τους τόκους. Τρομερό πράγμα η τοκογλυφία. Τραγικό. Κάποτε οι λέξεις σαράφης και τοκογλύφος θα γίνουν συνώνυμα.
Παρόλο λοιπόν που ο σαράφης έπαιξε έναν εξαιρετικά χρήσιμο κοινωνικό ρόλο, έτσι που φρόντιζε για τη διακίνηση του χρήματος στην αγορά κεφαλαίου, έπρεπε το παράνομο επάγγελμά του να μπει υπό κοινωνικό έλεγχο και να νομιμοποιηθεί, ώστε οι τόκοι να κυμαίνονται σε λογικά όρια. Κι έτσι το 1157 μ.Χ, στην κραταιά Βενετία, ιδρύεται η πρώτη τράπεζα με σύγχρονη έννοια.
Είναι η γραμμένη με χρυσά γράμματα στην ιστορία του καπιταλισμού Τράπεζα της Βενετίας. Που όμως κατέρρευσε με την πτώση της Γαληνοτάτης Ενετικής Δημοκρατίας το έτος 1797, οχτώ χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης.
Δυο ολόκληρους αιώνες αργότερα ξεπροβάλλει η δεύτερη στον κόσμο ανάλογη τράπεζα, η Τράπεζα της Βαρκελώνης. Βλέπουμε λοιπόν, πως το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται σε χώρες με θαλάσσιο εμπόριο. Ακόμα και στις μέρες μας οι καλύτεροι πελάτες των τραπεζιτών είναι οι εφοπλιστές. Πράγμα πολύ φυσικό για ένα τόσο ρευστό εμπόριο, όπως το θαλάσσιο.
Από άλλο δρόμο και για άλλους λόγους, η πρώτη στ' αλήθεια καπιταλιστική «λαϊκή» τράπεζα με εντελώς σύγχρονη έννοια εμφανίστηκε στη Στοκχόλμη το 1668. Τι το καινούργιο έκανε η Τράπεζα της Στοκχόλμης και κέρδισε αυτόν τον επίζηλο τίτλο; 'Εκοψε ένα είδος τραπεζογραμματίου. ΠΙΟ σωστά, έδωσε την ιδέα για τη δημιουργία του τραπεζογραμματίου. Ήταν μια ιδέα πραγματικά πρωτότυπη και απίθανη βολική, που θα δώσει φτερά στις τράπεζες.
Τραπεζογραμμάτιο λέγεται το χαρτονόμισμα. Προσοχή, δεν μιλάμε για τα μεταλλικά νομίσματα, αλλά μόνο για τα χαρτονομίσματα. Μόνο αυτά είναι τραπεζογραμμάτια. Χαρτί και να έχει κάποια σοβαρή αξία ήταν πράγμα ακατανόητο μέχρι το 1668. Το τραπεζογραμμάτια, λοιπόν, όπως λέει και η λέξη, είναι ένα γραμμάτιο που εκδίδει η τράπεζα διά του οποίου δηλώνεται πως κάτι κατάθεσες σ' αυτήν, κάτι σαν ενέχυρο, χρυσό κατά προτίμηση, που η τράπεζα θα στο δώσει πίσω όταν προσκομίσεις τη σχετική απόδειξη, το τραπεζογραμμάτιο.
Επειδή αυτά τα εντελώς πρωτόγονα τραπεζογραμμάτια, μάλλον οι αποδείξεις που εξέδιδε η Τράπεζα της Στοκχόλμης, ανέγραφαν ποσό μικρότερο μεν αλλά όχι πολύ πιο μικρό από την αξία του πράγματος που είχες καταθέσει στα ταμεία της, πολλοί έσπευδαν να καταθέσουν τα τιμαλφή τους και να πάρουν τραπεζογραμμάτια, δηλαδή αποδείξεις, που τις αντάλλασσαν μεταξύ τους. Κι έτσι το τραπεζογραμμάτιο σιγά σιγά θα γίνει χαρτονόμισμα, που συνεχίζει να ονομάζεται τραπεζογραμμάτιο για να γίνεται φανερό πως την αξία του την εγγυάται η τράπεζα. Σίγουρα πάντως οι τράπεζες δεν δημιουργήθηκαν για να θέτουν σε κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια, αν και αυτά θα βοηθήσουν πολύ στην ανάπτυξή τους. Δημιουργήθηκαν για να αγοράζουν και να πουλούν χρήμα.

Βασίλης Ραφαηλίδης - Η κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας