Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Λίγα λόγια για την παγκόσμια ιστορία

Υπήρξε μια φορά η πρώτη φορά, τότε που το ανθρώπινο πλάσμα στάθηκε όρθιο, τα τέσσερα πόδια του έγιναν δυο,  κι έτσι απελευθερώθηκαν τα χέρια του, και μπόρεσε να φτιάξει ένα καλύτερο σπίτι, ώστε να μη μένει όπου τύχει, σε δέντρα και σπηλιές. Κι αφού στάθηκαν στα δυο τους πόδια, ο άνδρας και η γυναίκα ανακάλυψαν ότι μπορούν να κάνουν έρωτα πρόσωπο με πρόσωπο, στόμα με στόμα, και γώρισαν τη χαρά να κοιτάζονται στα μάτια όταν αγκαλιάζονται με τα χέρια, και πλέκουν τα πόδια.

"Οι λέξεις ταξιδεύουν"

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Περί φασισμού

Ας μάθουμε επιτέλους να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους και να μην παραποιούμε την ιστορία μας. Ο ελληνικός λαός, στην πλειοψηφία του, αγάπησε το Μεταξά. Όπως και οι Ιταλοί που αγάπησαν το Μουσολίνι, όπως και ο Γερμανοί που αγάπησαν το Χίτλερ, όπως και οι Ισπανοί που αγάπησαν το Φράνκο. Ο φασισμός είναι λαϊκισμός -και κάθε λαϊκισμός είναι φασισμός κατά βάσιν και κατ’ ουσίαν.
Ο φασισμός δεν αγαπά το μεγάλο κεφάλαιο (εκτός από το πάρα πολύ μεγάλο που τον γεννάει) και λατρεύει το μικρομεσαίο. Ο φασισμός είναι κοινωνικό καθεστώς σπέσιαλ για μικροαστούς. Όχι για αστούς, ούτε για προλετάριους.
Οι αστοί και οι προλετάριοι βρέθηκαν αντίπαλοί του εξ αρχής. Και δεδομένου ότι στη λεγόμενη αστική κοινωνία δεν κυριαρχούν οι αστοί αλλά οι μικροαστοί, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την απήχηση που είχαν στο λαό τα φασιστικά καθεστώτα. Άλλωστε, οι στολές, οι παρελάσεις, οι λαμπαδηδρομίες, τα κολοσσιαία θεάματα αρένας, τα συνθήματα, το προγονικό μεγαλείο απ’ το οποίο ο χάλιας μικροαστός αντλεί δύναμη για να υποφέρει την ασημαντότητά του, όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν τέλεια όλοι οι φασίστες δικτάτορες. Και τα πλήθη ουρλιάζουν «ζήτω! Είσαι ο μπαμπάς μας»!
Ο χάλιας μικροαστός πάντα έχει ανάγκη από έναν σούπερ πατέρα του έθνους, που να τον προστατεύει απ’ τους παμφάγους καπιταλιστές, αλλά και από τους κομμουνιστές που απειλούν το όνειρό του για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Κάθε μικροαστός ονειρεύεται τον αστό που ζεσταίνει μέσα του, που τον μεγαλώνει στο θερμοκήπιο της μεγάλης ελπίδας για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη».

Κάθε ψιλικατζής ονειρεύεται ένα σούπερ μάρκετ. Και επειδή το όνειρο για μερικούς πραγματοποιείται, όλοι οι χάχες πιστεύουν πως θα βγει αληθινό και γι αυτούς. Δεν έχει σημασία που οι περισσότεροι πεθαίνουν φτωχοί. Σημασία έχει που ο καπιταλισμός τους επιτρέπει να ονειρεύονται το δικό τους πλούτο.
Και ο φασισμός, που είναι η ακραία μορφή καπιταλισμού, είναι μια εγγύηση για τη διατήρηση του ονείρου για ένα πέρασμα στην «ανώτερη τάξη». Το Φολκσβάγκεν (το Λαϊκό Όχημα) είναι δημιούργημα του Χίτλερ. Αλλά υπάρχει ακόμα.
Και ο αγκυλωτός σταυρός (η σβάστικα), αυτό το εκπληκτικής ψυχολογικής αποτελεσματικότητας λαϊκό σύμβολο, που δίνει φτερά στο σταυρό και τον κάνει να γυρίζει και να αλέθει, θα δώσει και στο χριστιανισμό τη δυναμική που του λείπει. Τώρα πια δεν είναι αμαρτία να σκοτώνει ο καλός χριστιανός.
Και ο Μεταξάς, όπως και ο Μουσολίνι άλλωστε, ξέρουν καλά τι κάνουν όταν υιοθετούν σα σύμβολο το διπλό πέλεκυ. Που κόβει κεφάλια και από τα δεξιά και από τ’ αριστερά. Κάτω απ’ αυτές τις ιδιάζουσες στο φασισμό συνθήκες ψυχολογίας της μάζας, και με το πρόσθετο πραγματικό κίνητρο της απειλής της περιουσίας απ’ τον καταχτητή που, βέβαια, δεν καταχτά μια χώρα για να κάνει περίπατο υπό το σεληνόφως στις ακρογιαλιές αλλά για να επωφεληθεί υλικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Έλληνες έτρεξαν με τέτοια προθυμία στο μέτωπο και πολέμησαν τόσο καλά τους Ιταλούς.
Όχι όμως και τους Γερμανούς. Που είχαν ισχυρότερα σύμβολα, ισχυρότερα κίνητρα και κυρίως ισχυρότερη μικροαστική τάξη απ’ αυτή των μεσογειακών λαών. Που ακόμα και τον πόλεμο τον αντιλαμβάνονται σαν λαϊκή γιορτή.

Βασίλης Ραφαηλίδης, Ιστορία (κωμικοτραγική) του νεοελληνικού κράτους

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ο άνθρωπος που απελευθέρωσε τους τρελούς

Ένας άνδρας που, με μόνο όπλο το ένστικτό του και την καρδιά του, εφευρίσκει έναν νέο τρόπο για την αντιμετώπιση της τρέλας. Μια ιστορική καμπή στην ιστορία της ψυχιατρικής.

Όλα ξεκίνησαν την ημέρα που ένας νεαρός Αλσατός, ο Ζαν-Μπατίστ Πυσέν, άκουσε έναν ψυχοπαθή στην αυλή του ψυχιατρείου του Μπισέτρ να ουρλιάζει σπαρακτικά. Ο Πυσέν είχε υπάρξει κι αυτός τρόφιμος του ψυχιατρείου, δεν ξέρουμε ακριβώς πότε, δεν ξέρουμε ακριβώς γιατί. «Σε πλησίασα χωρίς να ξέρω στην αρχή ότι κατευθυνόμουν προς το μέρος σου, χωρίς να ξέρω ότι θα καταλάμβανες δύο χρόνια από τη ζωή μου» γράφει η Μαρί Ντιντιέ. «Όταν άκουσες εκείνη την κραυγή, ανακάλυψες μέσα σου κάτι εκτυφλωτικό, μυστικό, που δεν μαθαίνεται ούτε στα σχολεία ούτε στα πανεπιστήμια, που ήταν φιμωμένο για καιρό, που θα αναστάτωνε τη ζωή σου και τόσες άλλες ζωές. Θα μπορούσες να είσαι ίδιος μ' εκείνους τους τρελούς. Θα μπορούσαν εκείνοι να είναι ίδιοι με σένα».

Το 1771 ο Πυσέν διορίζεται φύλακας αυτού του ιδρύματος, «που μυρίζει ούρα, κόπρανα, πύον, εμετό και σαπισμένο αίμα». Εννιά χρόνια αργότερα θα αναλάβει διοικητική θέση και θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τις πιο βαριές περιπτώσεις των εγκλείστων, ανθρώπους με αλυσοδεμένα χέρια, πόδια και λαιμούς, απελπισμένους κι εξευτελισμένους, καταδικασμένους σε αργό θάνατο. Είναι οι «παράφρονες» κι εκείνος είναι ο διοικητής τους. Δεν διαθέτει καμιά παιδεία, δεν γνωρίζει καμιά θεραπεία, έχει όμως θέληση, ψυχή και πάνω απ' όλα αγάπη. «Είναι αξιοσημείωτο ότι οι πιο κινητικοί τρελοί είναι εκείνοι για τους οποίους υπάρχουν μεγαλύτερες ελπίδες θεραπείας» παρατηρεί στις σημειώσεις του. Ύστερα έρχεται η Γαλλική Επανάσταση. Κάποιος δόκτωρ Γκιλοτέν θα δοκιμάσει στο Μπισέτρ τη νέα του εφεύρεση. Αλλά ο Πυσέν δεν χάνει το θάρρος του. Κι όταν ο αρχίατρος Φιλίπ Πινέλ φτάνει την 11η Σεπτεμβρίου 1793 στο ψυχιατρείο, θα εντυπωσιαστεί από μια άλλη επανάσταση, που αργότερα θα αποκαλέσει «ηθική θεραπεία».

Από εκείνη τη στιγμή η ιστορία θα επιταχυνθεί. Τον Σεπτέμβριο του 1794 ο πατέρας της σύγχρονης ψυχιατρικής θα διαβάσει στην Εταιρεία Φυσικής Ιστορίας το Δοκίμιο για τη Μανία. Ο ψυχοπαθής δεν θεωρείται πλέον ζώο, αλλά άρρωστος. H τρέλα δεν είναι ανίατη, αλλά μπορεί να θεραπευτεί μέσα από μια ψυχοδυναμική σχέση του ασθενούς με τον γιατρό. Τον επόμενο Ιανουάριο ο Πινέλ διορίζεται αρχίατρος στη Σαλπετριέρ, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Ευρώπης. Εκεί θα τον συναντήσει επτά χρόνια αργότερα ο Πυσέν, αφού προηγουμένως έχει λάβει μια ιστορική απόφαση: την κατάργηση των αλυσίδων. Γιατρός και η ίδια, η Μαρί Ντιντιέ διηγείται αυτή την ιστορία στο νέο της βιβλίο «Μέσα στη νύχτα του Μπισέτρ». 

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Οι άνθρωποι του προκαλούσαν σύγχυση

«H βολή ερρίφθη και η αρκούδα είναι νεκρή»: με αυτόν τον ψυχρό και λακωνικό τρόπο ανακοινώθηκε η θανάτωση της «ασυγκράτητης καφέ αρκούδας JJ1», ευρύτερα γνωστής στο κοινό με το όνομα Μπρούνο.
Όταν μια τοπική κυβέρνηση μιας πολιτισμένης χώρας αίρει την απαγόρευση να πυροβοληθεί ένα ζώο με ζωντανά πυρά, και λίγες ώρες αργότερα το ζώο αυτό, που επί ένα μήνα ειδικοί απ' όλο τον κόσμο προσπαθούσαν με τα πιο σύγχρονα μέσα να το πιάσουν ζωντανό, πυροβολείται και σκοτώνεται από έναν κυνηγό, κάτι δεν πάει καλά με αυτούς που αποφασίζουν.
Όταν η κυβέρνηση αυτή προσλαμβάνει έναν ειδικό για να βρει τον καλύτερο δυνατό τρόπο να εξουδετερωθεί ένα ζώο που έψαχνε απεγνωσμένα για ταίρι, και ο ειδικός αυτός δηλώνει ότι η μόνη λύση ήταν η θανάτωσή του, κάτι δεν πάει καλά με τον ειδικό και μ' αυτούς που τον εμπιστεύτηκαν. Όταν σε διάφορες χώρες οι αρκούδες και οι άνθρωποι συνυπάρχουν ειρηνικά, όταν στην Αυστρία όπου εισήχθησαν οι αρκούδες πριν από μερικά χρόνια σήμερα περνούν δίπλα από τα τραπέζια όπου κάνει ο κόσμος πικ-νικ και κανείς δεν τις φοβάται, κάποια λύση πρέπει να υπάρχει για τις περιπτώσεις που κάτι πηγαίνει στραβά.
Όταν συμβαίνουν όλα αυτά, και η κυβέρνηση της Βαυαρίας, αντί να εκφράσει απλώς τη λύπη της, ανακοινώνει ότι θα δώσει το κουφάρι του άτυχου ζώου για ταρίχευση ώστε στη συνέχεια να εκτεθεί στο μουσείο, κάτι δεν πάει καλά με τον πολιτισμό μας.
Οι ενώσεις που εκπροσωπούν τους κυνηγούς της Βαυαρίας και της Αυστρίας κατήγγειλαν ότι έχουν κατακλυστεί με e-mails εξαγριωμένων ανθρώπων που απειλούν να σκοτώσουν τους κυνηγούς σε αντίποινα για τον θάνατο της δίχρονης αρκούδας. Διόλου περίεργη αντίδραση σε μια εποχή που έχει ανάγκη από ήρωες, κι όταν τον ρόλο αυτό δεν μπορούν να τον παίξουν οι άνθρωποι, αναλαμβάνουν να τον παίξουν τα ζώα. Για να μη θρηνήσουμε λοιπόν τώρα τα ανθρώπινα θύματα που δεν πρόλαβε να προκαλέσει ο κακομοίρης ο Μπρούνο, καλό θα είναι οι ταυτότητες των συγκεκριμένων κυνηγών να κρατηθούν μυστικές και οι ίδιοι να ξεχάσουν ό,τι έκαναν.
Του έστησαν παγίδες με κρέας. Τον σημάδεψαν με υπνωτικά βέλη. Έριξαν πίσω του ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά. Σκέφτηκαν να τον δελεάσουν με μια θηλυκιά, αλλά φοβήθηκαν μήπως την πάρει κι εκείνη με το μέρος του. Όλοι κυνηγούσαν τον Μπρούνο, κι εκείνος πάντα δραπέτευε. Μια μέρα τον είδαν να κάνει μπάνιο στις λίμνες των Άλπεων. Μια άλλη μέρα συγκρούστηκε με ένα αυτοκίνητο. Όπως γράφουν οι Λος Άντζελες Τάιμς, το ανθρώπινο είδος μάλλον του προκαλούσε σύγχυση παρά τον φόβιζε. Το είδος αυτό έμελλε τελικά να τον σκοτώσει. Στην Αλάσκα έχουν ένα ρητό, έγραψε κάποιος σε ένα blog συλλυπητηρίων για τον Μπρούνο: οι χειρότερες αρκούδες είναι οι ανθρώπινες.