Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Το πρώτο κρουασάν

Ο Ναπολέων, σύμβολο της Γαλλίας, γεννήθηκε στην Κορσική. Ο πατέρας του, εχθρός της Γαλλίας, τον ονόμασε Ναπολεόνε.
Ένα άλλο γαλλικό σύμβολο, το κρουασάν, γεννήθηκε στην Βιέννη. Έχει το όνομα και το σχήμα μισοφέγγαρου. Και πώς αλλιώς, αφού το μισοφέγγαρο ήταν και είναι μουσουλμανικό έμβλημα. Ο τουρκικός στρατός πολιορκούσε τη Βιέννη. Η πόλη έλυσε την πολιορκία μια μέρα του 1683, και το ίδιο βράδυ, σ'ένα ζαχαροπλαστείο, ο Πέτερ Βέντερ δημιούργησε το κρουασάν, δηλαδή: φάτε τους Τούρκους.
Ο Φραντς Γκέοργκ Κολτσίτσκι, ένας Κοζάκος που είχε πολεμήσει στη Βιέννη, ζήτησε για αμοιβή τα σακιά με τους κόκκους του καφέ που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι φεύγοντας, κι άνοιξε το πρώτο καφενείο της πόλης, δηλαδή: πιείτε τους Τούρκους.

απόσπασμα από το βιβλίο του Εδουάρδο Γκαλεάνο, ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία

Κυριακή 5 Ιουνίου 2016

Περί ασήμαντου

Τα διακόσια τελευταία χρόνια το κοτσύφι εγκατέλειψε τα δάση και έγινε πουλί των πόλεων. Πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία, από τα τέλη του 18ου αιώνα, μερικές δεκαετίας αργότερα στο Παρίσι και στην κοιλάδα του Ρουρ. Σ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα κατέκτησε τις πόλεις της Ευρώπης τη μία μετά την άλλη. Γύρω στο 1900 εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και στην Πράγα, έπειτα προχώρησε ανατολικά, στη Βουδαπέστη, το Βελιγράδι, την Κωνσταντινούπολη.
Από τη σκοπιά του πλανήτη, αυτή η εισβολή του κοτσυφιού στον κόσμο των ανθρώπων είναι αναμφισβήτητα πιο σημαντική από την εισβολή των Ισπανών στη Νότια Αμερική ή την επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Η μεταβολή των σχέσεων ανάμεσα στα διαφορετικά είδη της δημιουργίας (ψάρια, πουλιά, ανθρώπους, φυτά) είναι μεταβολή ανώτερης τάξης από τις αλλαγές στις σχέσεις ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες ενός είδους. Αν στη Βοημία κατοικούν Κέλτες ή Σλάβοι, αν τη Βεσσαραβία την κατέκτησαν οι Ρουμάνοι ή οι Ρώσοι, του είναι παντελώς αδιάφορο του πλανήτη. Όταν όμως το κοτσύφι προδίδει τη φύση για να ακολουθήσει τον άνθρωπο στον τεχνητό και αντίθετο με τη φύση κόσμο του, κάτι αλλάζει στην οργάνωση του πλανήτη.
Κι όμως, δεν διανοείται κανείς να ερμηνεύσει τους δυο τελευταίους αιώνες σαν ιστορία της εισβολής του κοτσυφιού στις πόλεις των ανθρώπων. Είμαστε όλοι δέσμιοι μιας παγιωμένης αντίληψης για το τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο, καρφώνουμε έτσι το εναγώνιο βλέμμα μας στο σημαντικό, ενώ το ασήμαντο οργανώνει με κάθε μυστικότητα, πίσω απ' την πλάτη μας, το αντάρτικό του, που θα αλλάξει στο τέλος κρυφά τον κόσμο και θα χιμήξει πάνω μας στα ξαφνικά.

Μίλαν Κούντερα, απόσπασμα από "Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης"

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Αντίο Μπερλινγκουέρ

Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του ηγέτη που δημιούργησε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα του δυτικού κόσμου, ο λαός του Κ.Κ.Ι. νιώθει εγκαταλειμμένος

Φιλίπ Μαρλιέρ

Μετάφραση: Αντώνης Γαλανόπουλος – Κωνσταντίνα Μαγγίνα
Πηγή: Mediapart

Είμαστε στην Πάδοβα, 7 Ιουνίου 1984, στο τέλος της εκστρατείας για τις ευρωπαϊκές εκλογές. Ο ομιλητής στο βήμα μιλάει πίσω από ένα αναλόγιο στολισμένο με το έμβλημα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας (Partito Comunista Italiano – P.C.I.). Ιδρώνει, κατά καιρούς βγάζει τα γυαλιά του, τα ξαναβάζει με μια μηχανική κίνηση. Βγάζει ένα μαντίλι από την τσέπη του, σκουπίζει το μέτωπο και μετά το βάζει στο στόμα.

Τα τελευταία λόγια

Η αίθουσα είναι σκοτεινή. Υποθέτουμε ότι κάνει αποπνικτική ζέστη. Ξαφνικά, ο ρυθμός του λόγου πέφτει, η φωνή γίνεται υπόκωφη, ο ομιλητής σκοντάφτει στις λέξεις, γέρνει το κεφάλι. Το πλήθος πανικοβάλλεται. Ένας άνθρωπος φωνάζει για να τον εμψυχώσει. Οι επίσημοι που περιτριγυρίζουν τον ομιλητή στη σκηνή τον πλησιάζουν σε μια κίνηση ενστικτώδους άμυνας.
Ο άνδρας, εξηντάρης, φοράει μεγάλα γυαλιά. Επαναλαμβάνει τα λόγια του, με ύφος ζαλισμένο, σοκαρισμένο. Το κοινό παρεμβαίνει: «Αρκετά, Ενρίκο!», «Αυτό είναι όλο, σταμάτα!». Έπειτα, όλοι από καρδιάς, φωνάζουν ρυθμικά: «Εν-ρί-κο! Εν-ρί-κο! Εν-ρί-κο!». Το πλήθος βοηθά τον ηγέτη του, του δίνει λίγα λεπτά ανάπαυλας για να ανακτήσει τις δυνάμεις και τις σκέψεις του.
Ο ηγέτης του P.C.I. (Κ.Κ.Ι.) κάνει μια γκριμάτσα, πίνει μια γουλιά νερό και ολοκληρώνει την ομιλία του: «Εργασία για όλους, από σπίτι σε σπίτι, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από δρόμο σε δρόμο, κάνοντας διάλογο με τους πολίτες, με τη σιγουριά που σας δίνουν οι μάχες που έχουμε κάνει, για τις προτάσεις μας, γι’ αυτό που ήμασταν και γι’ αυτό που είμαστε, είναι δυνατό να κατακτηθεί μια νέα και ευρύτερη υποστήριξη για τις λίστες μας, για τον σκοπό μας, που είναι ο σκοπός της ειρήνης, της ελευθερίας, της εργασίας, της προόδου του πολιτισμού μας».
Αυτά είναι τα τελευταία δημόσια λόγια του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, ηγέτη του P.C.I. μεταξύ 1972 και 1984. Συνοδευόμενος στο ξενοδοχείο του, εκμυστηρεύεται ότι αισθάνεται κουρασμένος. Λίγο μετά έπεσε σε κώμα, από το οποίο δεν κατάφερε να συνέλθει και πέθανε στις 11 Ιουνίου. Μια εγκεφαλική αιμορραγία, η οποία τον χτύπησε ενώ εκφωνούσε τον λόγο του, έριξε κάτω τον Μπερλινγκουέρ.

Ένας γκραμσιανός ιστορικός συμβιβασμός

Εδώ και 30 χρόνια έχει χαθεί ο πιο αγαπητός από τους Ιταλούς κομμουνιστές ηγέτες. Ο Παλμίρο Τολιάττι, ιδρυτής του P.C.I. και ηγέτης του κόμματος στη μεταπολεμική περίοδο, είχε ονομαστεί από τους συντρόφους του «ο καλύτερος». Ο Μπερλινγκουέρ ήταν «ο πιο αγαπητός». Γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1922 στο Σάσαρι της Σαρδηνίας, σε μια μεγαλοαστική και αντιφασιστική οικογένεια. Εντάχθηκε στο P.C.I. το 1943, ασχολήθηκε με την Κομμουνιστική Νεολαία της Σαρδηνίας, και στη συνέχεια ο πατέρας του τον σύστησε στον Τολιάττι. Ανέβηκε στην ιεραρχική κλίμακα του κόμματος: μέλος της Κεντρικής Επιτροπής το 1946, βουλευτής το 1968, διαδέχθηκε τον Λουίτζι Λόνγκο ως επικεφαλής του Κόμματος το 1972.
Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, όπως και ο Τολιάττι, ήταν οπαδός του Γκράμσι: ο ίδιος επιμένει στην αρχική μορφή του δυτικού κομμουνισμού που είναι διαφορετική από το ανατολίτικο λενινιστικό, και στη συνέχεια σταλινικό, μοντέλο. Ο Μπερλινγκουέρ είναι ο εμπνευστής του «ευρωκομμουνιστικού» κινήματος με το γαλλικό και το ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα από το 1975, που προτείνει έναν ευρωπαϊκό πόλο στη βάση ενός δημοκρατικού κομμουνισμού. Πιστεύει ότι στη Δύση το κράτος δεν είναι το παν, αλλά υπάρχει επίσης μια δυναμική κοινωνία των πολιτών με την οποία το κράτος πρέπει να συμβιβαστεί. Όπως ο Αντόνιο Γκράμσι, ο Μπερλινγκουέρ κάνει μια διάκριση μεταξύ του αγώνα για την πολιτική εξουσία («ο πόλεμος κινήσεων»), που είναι μακρύς και γεμάτος συμβιβασμούς, και των ιδεολογικών και πολιτισμικών νικών στην καπιταλιστική κοινωνία που θα επιτρέψουν την ανάληψη της εξουσίας (ο «πόλεμος των θέσεων»). Ο Μπερλινγκουέρ πιστεύει ότι το P.C.I. δεν μπορεί να πάρει την εξουσία προτού επιβεβαιώσει την ιδεολογική και πολιτισμική ηγεμονία του στην κοινωνία.
Τον Σεπτέμβριο του 1973, ο Μπερλινγκουέρ δημοσιεύει στη Rinascita, το θεωρητικό εβδομαδιαίο περιοδικό του P.C.I., το πρώτο από τα τρία άρθρα που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του «ιστορικού συμβιβασμού» που προτείνει στα ιταλικά πολιτικά κόμματα.1 Επηρεασμένος από την αποτυχία του προέδρου Αλλιέντε στη Χιλή, ο Μπερλινγκουέρ εκτιμά ότι το P.C.I. δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει στην Ιταλία ούτε με την υποστήριξη του 51% των ψηφοφόρων. Ο ίδιος περιγράφει μια «δημοκρατική εναλλακτική», η οποία θα σφυρηλατήσει μια συμφωνία μεταξύ λαϊκών δυνάμεων κομμουνιστικής, σοσιαλιστικής και καθολικής παράδοσης. Αυτή η ανάλυση, η οποία συζητείται στο P.C.I., θα εγκαταλειφθεί όταν ο συνομιλητής και σύμμαχός του από την πλευρά των Χριστιανοδημοκρατών (D.C.I.), ο Άλντο Μόρο, θα απαχθεί και θα δολοφονηθεί από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978.
Κατηγορούμενος από αρκετούς ότι προσπαθεί να μετατρέψει το P.C.I. σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ υποστηρίζει ότι ο στόχος του είναι η υπέρβαση του καπιταλισμού. Υποστηρίζει έναν τρίτο δρόμο μεταξύ του «υπαρκτού» σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, και επιβεβαιώνει τη στρατηγική του των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (αντικαπιταλιστικών) για να εισαγάγει «στοιχεία του σοσιαλισμού».
Αυτός ο υπεράλπειος, ρεαλιστικός και ρεφορμιστικός στην πράξη κομμουνισμός αρέσει. Στις περιφερειακές εκλογές του 1975, το P.C.I. καταλαμβάνει το 33,4% των ψήφων και στις βουλευτικές εκλογές του 1976 λαμβάνει το 34,4%, οπότε ηττάται με μικρή διαφορά από το D.C.I. Στις ευρωεκλογές του 1984 που πραγματοποιούνται λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, το P.C.I. για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία του πραγματοποιεί την υπέρβαση με 33,33% των ψήφων έναντι 32,96% του D.C.I. Το P.C.I. διοικεί περιφέρειες (Εμίλια-Ρομάνια, Τοσκάνη, Ούμπρια) και στις αρχές της δεκαετίας του '80 έχει 1,6 εκατομμύρια μέλη. Το P.C.I. του Μπερλινγκουέρ είναι το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα του δυτικού κόσμου.

Το αντίο στον πιο αγαπητό ηγέτη

Ο θάνατος του Μπερλινγκουέρ και οι αποχαιρετισμοί στον κομμουνιστή ηγέτη αποτελούν το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός στην ιταλική Αριστερά μετά τον πόλεμο. Οφείλουμε χάρη στον σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, οπαδό του P.C.I., που κινηματογράφησε τη λατρεία του κόσμου και την κηδεία του Μπερλινγκουέρ στη Ρώμη στις 12 και 13 Ιουνίου του 1984. Το ντοκιμαντέρ έχει τίτλο Το αντίο στον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Η κάμερα αποτυπώνει τη βάση του κομμουνιστικού λαού, τους απλούς ανθρώπους που συρρέουν από όλες τις περιοχές της χώρας για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ηγέτη τους. [Δείτε στο τέλος του κειμένου, ολόκληρο το ντοκιμαντέρ που ξεκινά με αποσπάσματα από την τελευταία ομιλία του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ.]
Ο σκηνοθέτης θέτει απλές και σεμνές ερωτήσεις. Δίνει τον λόγο στους κομμουνιστές που πενθούν: παιδιά, νέοι, ηλικιωμένοι, άνδρες, γυναίκες. Τα πρόσωπά τους είναι χαμένα, σε κατάσταση σοκ, συγκλονισμένα από τη θλίψη που κρύβουν. Το πλήθος συγκεντρώνεται έξω από την έδρα του κόμματος, στην οδό Botteghe Oscure. Ένας κάτοικος της Σαρδηνίας που γνώρισε τον νεαρό Μπερλινγκουέρ στην αντιφασιστική αντίσταση, λέει: «Έκλαψα δύο φορές στη ζωή μου, όταν έχασα τον γιο μου και όταν έχασα τον Ενρίκο». Άνδρες προσπαθούν να πουν λίγα λόγια. Η συγκίνηση τους πνίγει, κλαίνε και κρύβουν το πρόσωπό τους σε ένα μεγάλο λευκό μαντίλι. Δεκάδες ανώνυμοι κομμουνιστές μιλούν για τον ηγέτη τους, που συχνά γνώριζαν και είχαν συνεργαστεί μαζί του: «Αντιπροσώπευε τους εργαζόμενους», «Ένας σπουδαίος άνθρωπος», «Έχασα έναν πατέρα», «Ένας φίλος», «Ένας καλός άνθρωπος», «Έτρωγε μαζί μας και ερχόταν στη συγκέντρωση της οργάνωσης». Ένας μηχανικός αυτοκινήτων, μέλος του Κόμματος, θυμάται: «Ήρθε να ελέγξει το αυτοκίνητό του στο συνεργείο. Του είπα, για σένα είναι δωρεάν, εσύ είσαι εκεί για τους εργαζόμενους, έτσι εγώ είμαι εδώ για σένα». Ένας κάτοικος της Ρώμης, ο οποίος πουλάει φρούτα και λαχανικά στην αγορά: «Μιλούσε ήρεμα και μας εξηγούσε τα πράγματα καλά. Δεν ήταν υπερόπτης». Μια γυναίκα: «Είναι ο μόνος Ιταλός πολιτικός που ενδιαφέρθηκε για τις γυναίκες». Ένα αγόρι 7-8 ετών σηκώνει τη γροθιά του και λέει: «Θα είμαι για πάντα κομμουνιστής». Ένας ιερέας: «Ήταν ένας άνθρωπος ευφυής, καλόψυχος, ένας αλτρουιστής».
Στη συνέχεια, το τεράστιο πλήθος εισέρχεται στο κτίριο του κόμματος για να αποχαιρετήσει τον νεκρό. Το φέρετρο φυλάσσεται από δύο σειρές κομματικά στελέχη. Το πλήθος, πυκνό, συρρέει όλη την ημέρα χωρίς διακοπή. Ο κόσμος εκφράζει τη συγκίνησή του. Οι άνθρωποι αποχαιρετούν τον Μπερλινγκουέρ με υψωμένη γροθιά, μερικοί κάνουν τον σταυρό τους. Φτάνει ο Γιάσερ Αραφάτ και ακολουθείται από τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Ένα πρόσωπο φέρνει ένα στεφάνι εκ μέρους της «Αλληλεγγύης» (Solidarność).
Δεκάδες ειδικά τρένα ναυλώνονται από όλες τις περιοχές της χώρας. Η Ρώμη ήταν κομμουνιστική στις 13 Ιουνίου 1984. Οι κόκκινες σημαίες εγκαταστάθηκαν στον γαλάζιο ουρανό. Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Η νεκροφόρα αφήνει τα γραφεία του Κόμματος για να φτάσει στην Πιάτσα Σαν Τζοβάνι. Τρεις διαφορετικές πομπές συγκλίνουν προς τα εκεί. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι είναι στον δρόμο. Οι φιλαρμονικές παίζουν πένθιμες μελωδίες και το «Μπαντιέρα Ρόσα» σε αργό τέμπο. Το πλήθος χειροκροτά δυνατά, φωνάζοντας «Ενρίκο! Ενρίκο! Είμαστε εδώ!».
Η ανθρώπινη παλίρροια στην Πιάτσα Σαν Τζοβάννι ήταν συγκλονιστική. Η Νίλντε Γιόττι, πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (1979-92) και χήρα του Τολιάττι, εκφωνεί τον επικήδειο λόγο μπροστά στο φέρετρο. Η φωνή του πλήθους δεν υποχωρεί, οι γροθιές παραμένουν υψωμένες. Ο Σάντρο Περτίνι, πρόεδρος της Δημοκρατίας, επευφημείται. Είναι πρώην αντιστασιακός και ηρωικός σοσιαλιστής. Πλησιάζει το φέρετρο, στέκεται σκεφτικός, στέλνει ένα φιλί στον Μπερλινγκουέρ κι έπειτα ένα στο κομμουνιστικό πλήθος. Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ πέθανε, ο ιταλικός κομμουνισμός αναστέλλεται.
Οι εξελίξεις θα είναι καταιγιστικές επτά χρόνια μετά τον θάνατο του Μπερλινγκουέρ: το P.C.I. παύει να υπάρχει, αυτοδιαλύεται από τον Ακίλε Οκέτο, τον κακομοίρη ηγέτη του. Ωστόσο, παρά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η προσκόλληση χιλιάδων γυναικών και ανδρών στην κομμουνιστική ταυτότητα και πάλη ήταν αμετάβλητη. Στις οργανώσεις, η προτεινόμενη αλλαγή του ονόματος και η εγκατάλειψη των κομμουνιστικών ιδανικών καταψηφίστηκε σε μεγάλο βαθμό.2 Τελικά, οι καριερίστες ηγέτες (Οκέττο, Ναπολιτάνο, Ντ’Αλέμα, Βελτρόνι) θα επιβάλουν μια χαλαρή σοσιαλδημοκρατία, τότε μπλερική, που θα εξελιχτεί σήμερα, με το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματτέο Ρέντσι, σε μια εκδοχή του γαλλικού [κεντρώου] Δημοκρατικού Κινήματος (MoDem).
Κι όμως, εκείνος ο κομμουνιστικός λαός υπήρξε υπερήφανος. Ήταν μια οργανική κοινότητα με δική της ταυτότητα και κουλτούρα μέσα από τους συνεταιρισμούς, τα σπίτια του Λαού ή ακόμα και τη Γιορτή της Ενότητας (Unità). Οι νέοι ηγέτες του P.C.I. εγκατέλειψαν τον κομμουνιστικό λαό που ο Μπερλινγκουέρ καταλάβαινε και εκπροσωπούσε.3 Τι απέγινε άραγε εκείνο το νεαρό αγόρι που με υψωμένη γροθιά έλεγε στις 13 Ιουνίου 1984: «Θα είμαι για πάντα κομμουνιστής»;