Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Στο όνομα της ζωής

Οι μεγάλοι μάς φαίνονται μεγάλοι μόνο και μόνο επειδή είμαστε πεσμένοι στα γόνατα», έλεγε ο Λουσταλό, ένας δημοσιογράφος που ενώθηκε με τους εξεγερμένους κατά τη Γαλλική Επανάσταση. «Ας σηκωθούμε όρθιοι!»
Τα λόγια εκείνα του Λουσταλό εμπνέουν πάντα τον Ραούλ Βανεγκέμ, έναν από τους «γκουρού» κάποιων άλλων εξεγερμένων, που σηκώθηκαν όρθιοι πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια για να αμφισβητήσουν τις αξίες των μεγάλων, δηλαδή των δασκάλων τους, των πολιτικών τους και, πάνω απ΄ όλα, των πατεράδων τους. «Η προσπάθειά μας να επιβιώσουμε μας έχει μέχρι τώρα εμποδίσει να ζήσουμε», έγραφε στο Εγχειρίδιο Καλής Συμπεριφοράς προς χρήση της Νέας Γενιάς , ένα βιβλίο-φάρο για εκείνη την εποχή. Ο Μάης του ΄68 ήταν μια θεαματική απόρριψη της επιβίωσης στο όνομα της ζωής. Τι συνέβη λοιπόν και απειλείται σήμερα ακόμη κι αυτή η επιβίωση, ως αποτέλεσμα της καταστροφής της βιόσφαιρας και της επέκτασης της φτώχειας;
Στα
70+ χρόνια του, ο άλλοτε θεωρητικός των καταστασιακών είναι πάντα αισιόδοξος και πάντα μαχητικός. Τον ενοχλούν βέβαια η παθητικότητα, η μοιρολατρία, ο φετιχισμός του χρήματος, η αρπακτικότητα, η συγκεντρωτική και ανταγωνιστική εκπαίδευση, η λεηλασία της γης, η έλλειψη δημιουργικότητας από όλους εκείνους που προσπαθούν να καταπολεμήσουν τη βαρβαρότητα με τα όπλα της βαρβαρότητας και όχι με τη δύναμη της ζωής. Αλλά δεν χάνει το ριζοσπαστικό του πνεύμα. «Ποτέ δεν ήμασταν τόσο κοντά στη ζωή και τόσο μακριά από το να τολμήσουμε να την αρπάξουμε», λέει σε συνέντευξή του στον Νουβέλ Ομπζερβατέρ. «Πιστεύω ακράδαντα, όμως, ότι κάτω από τον σκοταδισμό, τη δουλοπρέπεια, τον νόμο του πιο ισχυρού και του πιο πονηρού, βρίσκεται σε κίνηση μια δύναμη ζωής. Τίποτα δεν θα εμποδίσει τη ριζοσπαστική σκέψη να προοδεύει και να υπονομεύει υπογείως το θέαμα όπου η υπαρξιακή ένδεια αναγορεύεται σε αρετή».
Ωραία λόγια, αλλά πού στηρίζονται; Σε ποια κινήματα, σε ποια πειράματα, σε ποια ρεύματα; Ίσως ο Βανεγκέμ να δίνει απαντήσεις σ΄ ένα δοκίμιό του που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Ανάμεσα στο πένθος του κόσμου και τη χαρά της ζωής. Οι καταστασιακοί και η μετάλλαξη των συμπεριφορών» (εκδ. Verticales-Gallimard). Ίσως να διακρίνει καλύτερα από εμάς αυτήν «τη συμμαχία με τη φύση, όπου η ζωή θα ξαναβρεί τα δικαιώματά της και θα ξεπεράσει την επιβίωση». Να διεκδικήσουμε για λογαριασμό μας τους φυσικούς πόρους- τονίζει- ώστε να απαλλαγούμε από την τυραννία της εργασίας. Ενδιαφέρον: αλλά πώς θα το εξηγήσουμε στη γενιά των 600 ευρώ;
Ας μείνουμε στα γενικότερα, και διαχρονικότερα. «Να στηριχθούμε στην ορμή της ζωής ώστε να την εξευγενίσουμε», αυτός είναι κατά τον Ραούλ Βανεγκέμ ο καλύτερος και πιο ευχάριστος τρόπος να κτίσουμε το πεπρωμένο μας απέναντι στα εμπόδια μιας οικονομίας που εκμεταλλεύεται τον άνθρωπο και τη γη. «Γιατί όποιος προσαρμόζει τη ζωή του στα κριτήρια της επιτυχίας και της αποτυχίας έχει ήδη σταματήσει να ζει».

Η ψευδαίσθηση της σιωπής

Κάπου στη Βόρεια Φινλανδία, λίγο πριν αρχίσει ο Αρκτικός Κύκλος και μερικά χιλιόμετρα από την απαγορευμένη ζώνη που αποτελεί τα σύνορα με τη Ρωσία, υπάρχει ένα δάσος όπου αυτόν τον καιρό επικρατεί μια σουρεαλιστική σιωπή. Τα περισσότερα πουλιά έχουν μεταναστεύσει. Κι όταν δεν έχει αέρα, δεν ακούγεται απολύτως τίποτα.  
Ο Αμερικανός συγγραφέας Βέρλιν Κλίνκενμποργκ βρέθηκε στην περιοχή στα τέλη του περασμένου μήνα. Το πρώτο βράδυ στάθηκε στη μέση μιας γέφυρας, πάνω από ένα ποτάμι που χύνεται στη Ρωσία. Ήταν σούρουπο, ο ουρανός ήταν καθαρός και δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή πνοή αέρα. Έμεινε στη γέφυρα για μισή ώρα και στο τέλος πίστεψε ότι κάτι είχαν τα αυτιά του. Δεν ήταν δυνατόν, δεν ήταν λογικό όλο αυτό το διάστημα να μην ακούει τίποτα. Μήπως είχε κουφαθεί; Τέντωσε τα αυτιά του, έξυσε το έδαφος με το πόδι του, πέταξε μια πέτρα στο νερό και χτύπησε με τη γροθιά του το κιγκλίδωμα της γέφυρας. Η ακοή του ήταν μια χαρά.   
Το ανθρώπινο αυτί δεν είναι προορισμένο να αγωνίζεται για να ακούσει. Κι όμως, αυτό ακριβώς έκανε ο συγγραφέας, προσπαθούσε να ακούσει τα πράγματα που ακούει στην καθημερινή του ζωή, κι επειδή δεν τα κατάφερνε πίστεψε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις αισθήσεις του. Τις επόμενες ημέρες, λοιπόν, άλλαξε τακτική. Έμπαινε κι έβγαινε από το δάσος προσπαθώντας να ακούσει όχι πια με τα αυτιά του, αλλά με τα μάτια του. Συνειδητοποίησε ότι τα πήγαινε καλύτερα. Κάθε τόσο συναντούσε κάποιον Φινλανδό και τον ρωτούσε πώς είχε περάσει το καλοκαίρι του. Οι περισσότεροι γκρίνιαζαν ότι έκανε κρύο κι έβρεχε, τα έλατα και τα πεύκα είχαν μουσκέψει. Αλλά το φθινόπωρο ήταν ξηρό, και τη νύχτα έπιανε παγετός. Τα φύλλα έπεφταν πολύ γρήγορα. Τα πρωινά, το ποτάμι καλυπτόταν από ομίχλη, γεγονός που επέτεινε την ψευδαίσθηση της σιωπής.  
Ψευδαίσθηση; Γιατί ψευδαίσθηση; Όπως γράφει ο Κλίνκενμποργκ στους Νιου Γιορκ Τάιμς, το τελευταίο βράδυ επέστρεψε στη γέφυρα. Ο ουρανός ήταν και πάλι καθαρός και το φως του δειλινού αρνιόταν πεισματικά να δώσει τη θέση του στο πραγματικό σκοτάδι. Καθώς στεκόταν πάνω από το ποτάμι, άκουσε τον αδύναμο, αλλά καθαρό ήχο από έναν καταρράκτη, κάπου πεντακόσια μέτρα μακριά. Ο καταρράκτης ήταν φυσικά εκεί και το πρώτο βράδυ που ο συγγραφέας βρέθηκε στη γέφυρα. Και τότε γιατί δεν τον άκουσε; Προφανώς επειδή ήταν πολύ απασχολημένος με το να μην ακούει τα πράγματα που ήταν συνηθισμένος να ακούει, και κυρίως το μουγκρητό της πόλης ακόμη και στις πιο ήσυχες στιγμές της. Χρειάστηκε μια εβδομάδα για να αδειάσει τα αυτιά του, για να μάθει να μην ακούει τίποτα, και για να διαπιστώσει ότι σ΄ εκείνο το τίποτα υπήρχε παρά ταύτα κάτι για να ακούσει.

Πόσο;

Πόσο αξίζει...η ζωή ενός φοιτητή; Όσο και το δάνειο που έχουν πάρει οι γονείς του για να τον σπουδάσουν. Πριν από 35 χρόνια, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας έπαιρνε 6,6% του δημόσιου προϋπολογισμού και οι φυλακές 3%. Σήμερα, το πανεπιστήμιο παίρνει 2,2% και η βιομηχανία των φυλακών 7,4%. Οσο λιγότεροι νέοι μπορούν να σπουδάσουν τόσο γεμίζουν οι φυλακές. Το αμερικανικό δημόσιο αφαιρεί τα χρήματα που προορίζονταν για τη μόρφωση των πιο ελπιδοφόρων πολιτών του και τα δίνει για να πλουτίσουν οι άνθρωποι που κερδίζουν από τη φυλάκιση των πιο φτωχών. Πόσο αξίζει η ζωή ενός άρρωστου, ενός γέρου; Στη Γουόλ Στριτ, οι τραπεζίτες αγοράζουν μισοτιμής ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής («ομόλογα θανάτου», όπως τα λένε) που ξεπουλάνε άρρωστοι και ηλικιωμένοι λόγω της κρίσης. Οι τραπεζίτες εξακολουθούν να καταβάλλουν το ασφάλιστρο. Και όσο νωρίτερα πεθαίνουν οι ασφαλισμένοι τόσο μεγαλύτερο είναι το κέρδος για τους τραπεζίτες. Πόσο αξίζει η ζωή ενός παιδιού; Όσο και το μερίδιο του χρέους που του πέφτει στο κεφάλι μόλις γεννηθεί. Ο Ηρώδης έσφαξε πολλά μωρά, αλλά κυνηγούσε μόνο ένα. Όμως, αν οι σύγχρονοι μισάνθρωποι επικρατήσουν, τότε μπορούμε να φανταστούμε από τώρα τον πλανήτη μας σαν ένα απέραντο κοιμητήριο με δισεκατομμύρια σταυρούς - έναν για κάθε παιδί που δεν μπόρεσε να γεννηθεί, επειδή οι γονείς του ήταν πάρα πολύ φτωχοί για να το αναστήσουν.
Η αμερικανική...Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας υπολόγισε την αξία της ανθρώπινης ζωής σε 9,1 εκατ. δολάρια. Για την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων, αυτή η αξία ανέρχεται σε 7,9 εκατ. δολάρια. Και για το αμερικανικό υπουργείο Μεταφορών σε 6 εκατ. δολάρια. Σε αυτούς τους υπολογισμούς, βέβαια, όπου αυτές οι υπηρεσίες λένε «αξία», στην πραγματικότητα εννοούν «κόστος». Κόστος για το περιβάλλον, κόστος για τα φάρμακα, κόστος για τις συγκοινωνίες. Σαν να έχει γίνει η ύπαρξη του ανθρώπου ένα αφόρητο βάρος για τις κοινωνίες. Παίρνει αξία μονάχα όταν κόβεται σε μερίδες: η αξία ενός πνεύμονα ανέρχεται σε 100.000 δολάρια.
Αν προσθέσουμε σε αυτό μάτια, καρδιά, μυελό οστών, ήπαρ, το ποσό αυξάνεται σημαντικά.
Για μερικά...έντομα, ένα πτώμα μοιάζει με στρωμένο τραπέζι. Καθένα έχει την αγαπημένη του μερίδα. Τουλάχιστον αυτά μας τρώνε μονάχα πεθαμένους. Ομως, μια άλλη έρπουσα πανίδα τρέφεται με τις σάρκες μας από τη στιγμή που θα αντικρύσουμε το πρώτο φως της ζωής, περνώντας μας καθημερινά από τα πριονωτά σαγόνια της. Άραγε θα την ξεφορτωθούμε ποτέ; Ίσως μονάχα αν φωνάξουμε τόσο δυνατά όσο για να ακουστεί πως είμαστε ακόμη ζωντανοί.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Περί λογικής αναγκαιότητας ΙΙ

Ο Θεός πέθανε επειδή αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, κάτι που ο ίδιος ο Νίτσε δεν μπορεί να δει καθαρά ή να ονομάσει με το όνομά του.
Από τι αντικαταστάθηκε ο Θεός; Αντικαταστάθηκε από τις συμβασιακές σχέσεις ως αποκρυσταλλώσεις των σχέσεων που απορρέουν από την κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Οι σχέσεις αυτές είναι πάνω από όλα αυτοματικές: καθορίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιβάλλουν συνέπειες, ενσαρκώνουν μια νέα εξουσία της μοίρας χωρίς να είναι απαραίτητη η προσφυγή σε μια υποκειμενική μορφή της απόφασης. Μόνο με αυτή την έννοια είναι η "τεχνολογία" το αίτιο του θανάτου του Θεού: μόνο στο βαθμό που "τεχνολογία" σημαίνει "αυτοματισμός", και μόνο στον βαθμό που ο "αυτοματισμός" είναι συνώνυμος με την α-νόητη, απάνθρωπη αλλά και υπεράνθρωπη (Übermensch!) λειτουργικότητα του κόσμου, τη λειτουργικότητα χωρίς προσφυγή --και χωρίς καν τη δυνατότητα προσφυγής-- στην απόφαση, στην ηθική, στη σφαίρα του καλού και του κακού (Πέρα απ' το καλό και το κακό!)
Στον βαθμό που ξεριζώνει και καταστρέφει κάθε μυθικό στοιχείο, κάθε μυθικό μέσο εκλογίκευσης του χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων και των σχέσεων ανθρώπου και φύσης, ο καπιταλισμός αναλαμβάνει το ρόλο του ριζοσπαστικού μηδενισμού: ξεγυμνώνει την βία που εκλογίκευε ο διαμεσολάβηση της θεϊκής αρχής, αναδεικνύει όλη την κρυφή κτηνωδία της εκμετάλλευσης κάτω από την επιφάνεια της ιεροποίησης, αποκαλύπτει το τρομακτικό πρόσωπο της λυκανθρωπίας, το βασίλειο του homo hominis lupus κάτω απ' τις σεπτές τελετουργίες και την ψεύτικη σοφία του κόσμου.
Αλλά στο σημείο ακριβώς αυτό, στο σημείο της μέγιστης έκθεσης της απόλυτης αυθαιρεσίας ως μοναδικού υφιστάμενου θεμελίου του κοινωνικού δεσμού, ο καπιταλισμός υψώνει ένα νέο, εκδικητικά μυθικό είδωλο στη θέση του νεκρού Θεού: τη μηχανή, όχι ως παραγωγικό μέσο αλλά ως αρχή λειτουργίας της κοινωνίας. Η ζωή δεν αυτοματοποιείται με τη γελοία έννοια ότι έχουμε μίξερ ή ασανσέρ, αλλά με την έννοια ότι σταματά να υπόκειται στη Θεοδικία, στην απόφανση μιας ανώτερης αρχής που μπορεί να καταστρέφει επειδή μπορεί επίσης να δημιουργεί. Τα παιδιά εξακολουθούν να πεθαίνουν, αλλά αυτό αφορά απρόβλεπτες μεταλλάξεις στην μετοχική αξία κάποιων εταιριών τροφίμων στις αγορές· οι άνθρωποι χάνουν το ψωμί τους, αλλά αυτό αφορά τις επιπτώσεις του αποπληθωρισμού· οι ελευθερίες εξαφανίζονται, αλλά αυτό έχει να κάνει με τις πιέσεις του ανταγωνισμού για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Το όνομα του αυτόματου μηχανισμού που διαμεσολαβεί και ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις μετά τον θάνατο του Θεού είναι οικονομία. Αλλά αν και παίρνονται συχνά ανθρώπινες αποφάσεις για την οικονομία, για την οικονομική πολιτική, οι αποφάσεις αυτές είναι ολοκληρωτικά ανίσχυρες μπροστά στις βουλές της ίδιας της οικονομίας, γυρίζουν συχνά μπούμεραγκ, δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν, κλπ. Υπάρχουν μεν οικονομολόγοι και οικονομικοί αναλυτές όπως υπήρχαν θεολόγοι και ιερείς, αλλά σε τελική ανάλυση είναι κανείς αναγκασμένος να αποδεχτεί ότι οι μηχανισμοί της οικονομίας είναι τόσο πολύπλοκοι, η λειτουργία της καθορίζεται από ένα τέτοιο ασύλληπτο αριθμό παραγόντων, ώστε κανείς να μην μπορεί πραγματικά να τιθασεύσει ή να ελέγξει τον μηχανισμό, ο οποίος είναι αυθεντικά αυτόματος ακριβώς επειδή οι ανθρώπινες παρεμβάσεις δεν τον ελέγχουν πραγματικά, δεν μπορούν να τον στρέψουν στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, κλπ.
Ενώ ο σύγχρονός του Φόιερμπαχ ασχολούνταν ακόμη με τη φιλοσοφική αποδόμηση της θρησκείας, ο Μαρξ έγινε αυτό που έγινε εν μέρει γιατί είχε ήδη προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, το στάδιο που ο Νίτσε κατέγραψε με αρκετά χρόνια καθυστέρηση: το στάδιο που, γνωρίζοντας ήδη ότι ο Θεός είναι νεκρός, δεν έβλεπε πλέον ως προτεραιότητα της σκέψης την έκδοση των πιστοποιητικών θανάτου του, αλλά την κριτική αποδόμηση αυτού που τον αντικατέστησε. Το Κεφάλαιο, η Κριτική της πολιτικής οικονομίας, είναι ένα εγχειρίδιο αποδόμησης του Θεού μετά τον θάνατο του Θεού: αυτό που ρίχνει από τον θρόνο είναι αυτό που διαδέχτηκε τον Θεό, δηλαδή η ιδέα του υπεράνθρωπου και ανεξέλεγκτου --και συνάμα αναμφισβήτητου και ρυθμιστικού-- αυτοματισμού της πολιτικής οικονομίας. Ο σοσιαλισμός, κατά βάση, είναι η απάντηση στην προκριμένη απάντηση στον θάνατο του Θεού.
Δεν είναι μια απάντηση αντιδραστική, μια απάντηση που συνίσταται στην νοσταλγία για τον Θεό και στην επιθυμία για την παλινόρθωση του Θεού. Αυτό είναι σαφέστατο στην άγρια χαρά με την οποία το Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιγράφει τον μηδενιστικό θρίαμβο του κεφαλαίου απέναντι στην παλιά κοινωνική ζωή, την ορμή με την οποία διέλυσε κάθε απομεινάρι παραδοσιακά δομημένων κοινωνικών σχέσεων. Αλλά δεν είναι επίσης μια απάντηση μηδενιστική με την καπιταλιστική έννοια. Ο σοσιαλισμός λέει "ναι" στον θάνατο του Θεού, λέει όμως "όχι" στον θάνατο της Ιδέας. Και βέβαια, αυτό σημαίνει ότι λέει επίσης όχι στον θάνατο του Θεού, στον βαθμό που ο Θεός είναι η Ιδέα (αυτό το κατανοούσε ιδιαίτερα ξεκάθαρα ο Χέγκελ). Το "ζήσε χωρίς Ιδέα" του καπιταλισμού είναι ένα πρόσταγμα που, συντρίβοντας και τα τελευταία απομεινάρια του ανθρωποποιήσιμου θείου (και συγκεκριμένα του θείου ως εγγύησης της δυνατότητας της αυτο-υπέρβασης του ανθρώπου, της δυνατότητας του ανθρώπου να είναι εγχείρημα του εαυτού του -- βλ. ντε λα Μιραντόλα, "Για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου"), οδηγεί στην θεοποίηση του αυτόματου, γιατί το να ζεις χωρίς Ιδέα είναι το να ζεις αυτοματικά, χωρίς σκέψη, δηλαδή ως ζώο με την Καρτεσιανή έννοια (για τον Ντεκάρτ, το ζώο είναι ένα αυτόματο, το αυτόματο είναι κατά βάση το ζώο). 
Ο σοσιαλισμός, κατ' αντιπαράθεση, αρνείται τον Θεό διαλεκτικά, τον διατηρεί δηλαδή ζωντανό μέσα από την άρνησή του, υπό τη μορφή ακριβώς της Ιδέας ως δύναμης αποκλειστικά εξαρτώμενης από τον άνθρωπο (τον κάθε άνθρωπο), και άρα ως δύναμης ατέρμονα ευάλωτης, και συνάμα ως δύναμης ατέρμονα υπερ-άνθρωπης, δύναμης που μπορεί να εξυψώσει τον άνθρωπο πάνω απ' το να είναι "απλώς" άνθρωπος (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο!), δηλαδή αυτόματο επιβίωσης, lupus homini. Η Ιδέα του σοσιαλισμού, η Ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται η ανθρώπινη εξύψωση, είναι η ανθρώπινη ισότητα: ο άνθρωπος παύει να είναι απλώς ζώο από τη στιγμή που αποδέχεται τις συνέπειες που εκπορεύονται από την αξιωματική παραδοχή της ισότητάς του με όλους τους άλλους. Ή αλλιώς (και αντίστροφα), η αποκτήνωση του ανθρώπου είναι συνώνυμη με την αποδοχή των συνεπειών που απορρέουν από την αποδοχή του αυτοματικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ανισότητας. "Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός", έγραφε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1253a). Ο καπιταλισμός όμως, έχοντας σκοτώσει τον Θεό, δεν μπορεί να κάνει "αυτόν που δεν έχει ανάγκη από τίποτε" (τον κυρίαρχο) παρά μόνο "θηρίο", και από την άλλη, να μετατρέψει το θηρίο αυτό σε ένα ολοκληρωτικά ανήμπορο πλάσμα, φιγούρα της απόλυτης υποτέλειας, της απόλυτης εξάρτησης: το αριστοτελικό "ή θηρίο ή Θεός" έγινε "θηρίο και δούλος" -- θηρίο στον βαθμό που η απόρριψη της Ιδέας της ανθρώπινης ισότητας, της κομμουνιστικής Ιδέας, αυτοματοποιεί, με την αυτοματοποίηση αυτή να είναι σύνωνυμη της βίας απέναντι στον εαυτό και στον άλλο, δούλος στον βαθμό που η αυτοματοποίηση αυτή είναι συνώνυμη επίσης της απόλυτης ενσωμάτωσης της υποτέλειας σε έναν τρίτο, στην μηχανή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης ως υπέρτατης ενσάρκωσης του αυτομάτου.
Η κομμουνιστική Ιδέα, είπαμε, είναι ταυτόχρονα ατέρμονα ευάλωτη και ατέρμονα υπερ-άνθρωπη: είναι το διαρκώς επαπειλούμενο θεμέλιο ενός αλλιώς αδιανόητου ηρωϊσμού του υποκειμένου. Επιβιώνει ως κυνηγημένο σκυλί, γιατί ο κόσμος στον οποίο υφίσταται είναι απόλυτα εχθρικός προς αυτή, εχθρικότερος από ό,τι θα μπορούσε να είναι ο κόσμος πριν τον θάνατο του Θεού. Οι φορείς της εμφανίζονται στον κατεστραμμένο κόσμο ως φορείς κάποιου ιού, κάποιας ασθένειας· ως χρήζοντες θεραπείας, απομόνωσης, καραντίνας, βιολογικού καθαρισμού. Η Ιδέα είναι ανάθεμα για τον κόσμο που οργανώνεται πάνω στο θεμέλιο του αυτοματισμού, γιατί η Ιδέα είναι απόλυτη, και ο αυτοματικός κόσμος γνωρίζει μόνο ποσότητες, μετρήσεις, ρυθμίσεις, προσαρμογές. Ο αυτοματικός κόσμος έχει χώρο μόνο για μεταρρύθμιση, γιατί το υπέρτατο αγαθό του είναι η διατήρηση των ισορροπιών ως προϋπόθεση της λειτουργικότητας της κεφαλαιοκρατικής μηχανής. Η Ιδέα είναι επαναστατική. Γι αυτό η Ιδέα διώκεται, όχι μόνο από το Κράτος, όχι μόνο από τους μηχανισμούς του, όχι μόνο από τους άλλους ανθρώπους, αλλά μέσα σε κάθε άνθρωπο. "Ζήσε χωρίς Ιδέα", χωρίς τον ιό που απειλεί τον αυτοματικό κόσμο, είναι μια φράση που ακούγεται μέσα σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε στιγμή. "Ζήσε χωρίς Ιδέα" είναι η μόνιμη επωδός της εμπειρίας της ήττας και της απογοήτευσης, της πικρίας, της απόγνωσης και της απελπισίας. "Ζήσε χωρίς Ιδέα" είναι αυτό που τραγουδά μελίρρητα ο "σκεπτικισμός", που είναι βέβαια "σκεπτικιστικός" μόνο απέναντι στην Ιδέα, μόνο απέναντι σε ό,τι ανθίσταται στην παθητική προσαρμογή στον αυτοματισμό, και ποτέ απέναντι στην εύγλωττη προφάνεια της αναγκαιότητας του αυτοματισμού, ποτέ απέναντι σε ό,τι, επειδή δεν μπορεί να ειπωθεί πως είναι το αποτέλεσμα σκέψης, δεν είναι επίσης ευάλωτο και στην καχυποψία απέναντι στην σκέψη. "Ζήσε χωρίς Ιδέα" είναι το τραγούδι ενός θνησιγενούς κόσμου, που γεννοβολά πεθαίνοντας, που σαπίζει βγάζοντας διαρκώς νέα παρακλάδια, νέες ρίζες, νέα προσωπεία, νέες λέξεις, νέες ιδεολογικές εκλογικεύσεις (αλλά η "ιδεολογία" δεν είναι η Ιδέα, είναι μάλλον το αντίθετο της Ιδέας, ένα Συμβολικό που επιτρέπει την απονεύρωση μπροστά στο Πραγματικό).
Σε τελική ανάλυση, την Ιδέα την υπερασπίζεται κάποιος με τη ζωή του, γιατί δεν μπορεί να την υπερασπιστεί κανείς παρά με τη ζωή του, δεν υπάρχουν άλλα μέσα για την υπεράσπιση της Ιδέας. Αλλά αυτός που υπερασπίζεται την Ιδέα, το κομμάτι του Θεού που δεν πέθανε γιατί επέστρεψε στον άνθρωπο, δεν υπερασπίζεται παρά τη ζωή του, τη ζωή ως διαλεκτική άρνηση και υπέρβαση της επιβίωσης.

radical desire

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Περί λογικής αναγκαιότητας I

Ο Θεός είναι νεκρός. Ο Θεός παραμένει νεκρός. Και τον έχουμε σκοτώσει εμείς.
Friedrich Nietzsche, Χαρούμενη επιστήμη, #125, "Ο τρελός"
Πριν μιλήσει κανείς για το τι σημαίνει η διάσημη φράση "ο Θεός είναι νεκρός" είναι αναγκασμένος να αποσαφηνίσει πώς αντιλαμβάνεται τη λέξη "Θεός". Τι εννοεί ο Νίτσε με τη λέξη; Η απάντηση "τον Θεό, όπως καταλαβαίνουμε όλοι την έννοια Θεός, τον Θεό ως δημιουργό του κόσμου, αιώνιο, παντογνώστη, παντοδύναμο, πανταχού παρόντα" είναι εμφανώς ανεπαρκής. Αν ο "Θεός" του Νίτσε ήταν παντοδύναμος, δεν θα μπορούσαμε να τον σκοτώσουμε. Αν ήταν αιώνιος, δεν θα ήταν νεκρός. Αν ήταν πανταχού παρών, δεν θα ήταν τώρα απών. Αν ήταν παντογνώστης, θα γνώριζε τον κίνδυνο που διατρέχει από εμάς. Αν ήταν ο δημιουργός του κόσμου, ο κόσμος δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτόν εφόσον αυτή η δημιουργία ήταν η αφετηρία και πηγή κάθε δημιουργίας, η μοναδική, κατ' εξαίρεση πράξη ενός μοναδικού και κατ' εξαίρεση όντος, κάτι εξ ορισμού αδύνατο να επαναληφθεί, κάτι που δεν έχει νόημα χωρίς την ύπαρξη του όντος αυτού.
Όλοι αυτοί οι κατηγορικοί προσδιορισμού του Θεού αδυνατούν λοιπόν να προσδιορίσουν το τι σημαίνει "Θεός" μέσα στην πρόταση "ο Θεός είναι νεκρός."
Υπάρχει όμως μια διαφορετική προσέγγιση στο θείο, η οποία δεν συνίσταται τόσο στις ιδιότητές του όσο στη δομική λειτουργία του μέσα στον κόσμο. Ο Θεός, από αυτή την οπτική, είναι απλώς το όνομα της αρχής διαμεσολάβησης της ύπαρξης. Η ύπαρξη δεν είναι τυχαία, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των πλασμάτων δεν είναι χαώδεις και χωρίς σχέδιο, επειδή διαμεσολαβούνται από μια ανώτερη αρχή. Ο "Θεός" είναι η εγγύηση, το εγγυητικό θεμέλιο των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Είναι η αόρατη κόλλα που συγκροτεί μια τάξη στον κόσμο, δομεί μια ιεραρχία, καθορίζει θέσεις για τα υποκείμενα και για τα πράγματα. Είναι αυτό που εγγυάται ότι υπάρχουν καν υποκείμενα ως κάτι διαφορετικό από τα πράγματα. Είναι επομένως αυτό που ταυτόχρονα διαχωρίζει τα όντα (όπως κάνει ο μυθικός Θεός στη Γένεση, διαχωρίζοντας γη και θάλασσα, γη και ουρανό, φώς και σκοτάδι, κλπ) και τα συνδέει, που τα συνδέει διαχωρίζοντάς τα, καθώς τα όντα δεν θα μπορούσαν να συνδέονται αν πρώτα δεν διαχωρίζοντουσαν. Ο Θεός είναι αυτό που εγγυάται ότι τα όντα δεν αντικρίζουν το ένα το άλλο απευθείας, γυμνά και αδιαμεσολάβητα, αλλά κοιτούν το ένα το άλλο όντας και τα δύο κάτω από ένα τρίτο βλέμμα. Χωρίς αυτό το τρίτο, το έδαφος μιας σχέσης δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί, καθώς η σχέση δεν θα είχε καμία συγκροτητική αρχή, καμία δυνατότητα επιδιαιτησίας, και κανένα σημείο από το οποίο να μπορεί να αναπαρασταθεί ως σχέση. Και αυτό δεν αφορά απλώς τη σχέση ανάμεσα σε έναν και κάποιον άλλο (αλλά τι θα ήταν ο "ένας" και ο "κάποιος άλλος" χωρίς ένα τρίτο σημείο αναφοράς;) αλλά και τη σχέση ανάμεσα στον ένα και τον εαυτό του, όπως δείχνει ξεκάθαρα ο Ροβινσώνας Κρούσος του Ντεφό, που "ανακαλύπτει" ή ακριβέστερα εφευρίσκει το Θεό ακριβώς όταν μένει μόνος του στον κόσμο, και άρα όταν αναγκάζεται από τις περιστάσεις να δομήσει και να συντηρήσει μια σχέση με τον εαυτό του που να μην οδηγεί στην τρέλα.
Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός που "είναι νεκρός" και "παραμένει νεκρός" γιατί ήταν πάντα θνητός -- και ήταν τέτοιος επειδή ήταν, φυσικά, δημιούργημα του νου, λογικό εύρημα. Ο Θεός ήταν --αυτό είναι κρίσιμο-- λογικό εύρημα, αποτύπωση μιας λογικής αναγκαιότητας. Τα μυθολογικά του στοιχεία --η γενειάδα του, τα αποκαθαρκτικά του εγκλήματα, η εκδικητικότητά του, οι μικρές του ή μεγάλες του αντιφάσεις, η ακατανόητη βιογραφία του, όλα τούτα αποτελούν στοιχεία συσκότισης της κρυστάλλινης λογικής της αναγκαιότητάς του ως προϋπόθεσης της κοινωνικής οργάνωσης της ζωής, που με τη σειρά της προϋποθέτει μια αρχή εδραίωσης ή θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων -- εξισωτικών ή άνισων, αυτό ήταν ιστορικά αδιάφορο για τον Θεό ή τους θεούς που προηγήθηκαν αυτού, και που δεν έτυχε ποτέ στην διάρκεια της ζωής τους να κάνουν άλλο από το να συντηρούν τη μορφή των σχέσεων που υποτίθεται πως δημιούργησαν.
Πώς πέθανε ο Θεός; Από τι σκοτώθηκε; Τι θα έδειχνε μια βιοψία στο άψυχο κορμί του για τα αίτια και τα μέσα του θανάτου του; Η απάντηση ότι ο Θεός πέθανε εξαιτίας της ανάπτυξης και αυτονόμησης της τεχνολογίας είναι συσκοτιστική αν δεν εκτεθεί στο φως της ανάλυσης μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για το τι είναι "τεχνολογία." Ο Θεός δεν πέθανε επειδή ανακαλύφθηκε η ατμομηχανή. Δεν τον σκότωσε ο ηλεκτρισμός. Ούτε καν η θεωρία της εξέλιξης των ειδών. Ο Θεός πέθανε επειδή δεν ήταν πια αναγκαίος ως διαμεσολαβητική αρχή, εγγύηση της σταθερότητας των ανθρώπινων σχέσεων και των σχέσεων των ανθρώπων με τα ζώα και με τη φύση.

radical desire
συνεχίζεται...

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Περί ελευθερίας

Οικονομική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση από την οικονομία, απελευθέρωση απ’ την καθημερινή πάλη για την ύπαρξη, απαλλαγή απ’ την ανάγκη να κερδίζουμε τη ζωή μας. Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει απελευθέρωση απ’ την πολιτική αυτή πάνω στην οποία τα άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση της ατομικής σκέψης, που είναι σήμερα πνιγμένη από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα της διαπαιδαγώγησης. Θα πρέπει ακόμα να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές της «κοινής γνώμης», και η ίδια η κοινή γνώμη ακόμα. Αν οι προτάσεις αυτές έχουν έναν τόνο εξωπραγματικό, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ουτοπικές, αλλά επειδή είναι ισχυρές οι δυνάμεις που τις αντιμάχονται.
Το αποτέλεσμα είναι η ευφορία μέσα στη δυστυχία. Να αναπαύεσαι, να διασκεδάζεις, να δρας και να καταναλώνεις, όπως όλοι οι άλλοι, να αγαπάς και να μισείς ό,τι αγαπούν και μισούν οι άλλοι, αυτά στο μεγαλύτερό τους μέρος είναι ανάγκες πλαστές. Το γεγονός ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει το άτομο ανανεώνουν και δυναμώνουν συνεχώς αυτές τις ανάγκες, με αποτέλεσμα το άτομο να τις κάνει πια δικές του, να ταυτίζεται μαζί τους και να αναζητά τον εαυτό του στην ικανοποίησή τους, δεν αλλάζει σε τίποτα το πρόβλημα. Οι ανάγκες παραμένουν αυτό που πάντα ήταν, προϊόντα μιας κοινωνίας που τα κυρίαρχα συμφέροντά της απαιτούν την καταπίεση.
Οι καταπιεστικές ανάγκες είναι οι ισχυρότερες, αυτό είναι γεγονός τετελεσμένο, καθιερωμένο από την ήττα και την αμάθεια. Είναι όμως και ένα γεγονός που πρέπει ν’ αλλάξει, και το άτομο που «ευημερεί» έχει το ίδιο συμφέρον ως προς αυτό, όσο και εκείνοι που πληρώνουν την ευημερία του με τη δική τους αθλιότητα...

Χέρμπερτ Μαρκούζε, "Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος"

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι

Γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια ενός σοσιαλιστή εργάτη σιδηροδρόμων το καλοκαίρι του 1896 στο ορεινό Λεόν (Leon) της κεντρικής Ισπανίας, δεύτερος από τα 9 εν συνόλω αγόρια της οικογένειας (ο ένας αδελφός του σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1934 στην διάρκεια ενός ξεσηκωμού στις Αστούριες, ένας άλλος σκοτώθηκε το 1936 πολεμώντας του φασίστες στην Μαδρίτη και οι υπόλοιποι δολοφονήθηκαν από τους φασίστες). Σε ηλικία 14 ετών ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι σταμάτησε το σχολείο και εργάστηκε αρχικά ως σιδεράς δίπλα σε έναν σοσιαλιστή θείο του και στην συνέχεια ως μηχανικός στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λεόν. Από την τελευταία θέση συμμετείχε ενεργά στην μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία είχε διοργανωθεί από την σοσιαλιστική «Γενική Ένωση Εργαζομένων» («Union General de Trabajadores», UGT) τον Αύγουστο του 1917 και κατέληξε τελικά σε 3ήμερη γενική απεργία, που κατεστάλη με τρομερή αγριότητα από τον στρατό, με τελικό απολογισμό 70 νεκρούς διαδηλωτές, 500 τραυματίες και 2.000 φυλακισμένους χωρίς δίκη ή άλλες τυπικά νόμιμες διαδικασίες.
Για να μην συλληφθεί, ο Ντουρρούτι διέφυγε στην Γαλλία, όπου για δύο περίπου χρόνια εργάστηκε στο Παρίσι ως μηχανικός. Τον Ιανουάριο του 1919 επέστρεψε στην πατρίδα του, εγκαταστάθηκε προσωρινά στις Αστούριες, γράφτηκε στην τοπική αναρχοσυνδικαλιστική «Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας» («Confederacion Nacional del Trabajo», CNT), συνελήφθη τον Μάρτιο του 1919 για την οργανωτική του δράση ανάμεσα στους εργάτες των αστουριανών ορυχείων. Δραπέτευσε μετά από λίγους μήνες και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έφθασε στο Σαν Σεμπαστιάν της Βασκικής, όπου εργάστηκε ως μεταλλουργός και δραστηριοποιήθηκε στους κόλπους της τοπικής αναρχικής αυτό-αμυντικής ομάδας «Λος Ζουστισιέρος» («Los Justicieros») που σε αντίποινα για τις αλλεπάλληλες δολοφονίες τοπικών αγωνιστών σχεδίαζε να εκτελέσει κατά την εκεί επίσκεψή του τον Αύγουστο του 1920 τον βασιλιά Αλφόνσο τον 13ο. Τα σχέδια της εκτέλεσης έγιναν όμως γνωστά στην αστυνομία και τα μέλη της ομάδας έφυγαν σε διάφορες πόλεις.
Ο Ντουρρούτι κατέληξε τελικά τον Αύγουστο του 1922 στην Καταλωνία, όπου με τους Ολιβέρ (Juan Garcia Oliver), Ασκάσο (Francisco Ascaso) και άλλους ομοϊδεάτες τους ίδρυσαν την ομάδα «Crisol», που σε λίγο εξελίχθηκε στην περίφημη οργάνωση των «Αλληλέγγυων» («Los Solidarios»). Απαντώντας στην κτηνώδη εκείνον τον καιρό καταστολή του αναρχικού κινήματος της Καταλωνίας (στην διάρκεια της οποίας όλοι σχεδόν οι γνωστοί αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές είχαν εκτελεστεί από δολοφόνους «pistoleros» που είχαν προσλάβει οι τοπικοί εργοδότες ή βρίσκονταν στις φυλακές), οι «Αλληλέγγυοι» προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατινάξουν τα θερινά βασιλικά ανάκτορα και το 1923 συμμετείχαν στην εκτέλεση του καρδινάλιου της Σαραγόσας Χουάν Σολντεβίγια Ρομέρο (Juan Soldevilla y Romero, που υποστήριζε ηθικά και οικονομικά την εξόντωση των αγωνιστών) ως αντίποινα για την δολοφονία καταμεσής του δρόμου του προέδρου της CNT Σαλβαδόρ Σεγκύ (Salvador Segui)
Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα (Primo de Rivera) κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία με την ανοχή του ισπανικού θρόνου και εξαπέλυσε άγριο διωγμό ενάντια σε όλους όσους αγωνίζονταν για την κοινωνική αλλαγή. Εκατοντάδες αγωνιστές δολοφονήθηκαν ή συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ή καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις, εξοντώθηκαν όλοι σχεδόν οι «Αλληλέγγυοι» (που ανάμεσα σε άλλες πράξεις αντίστασης είχαν αποτολμήσει και ένοπλη επίθεση κατά των στρατώνων της Βαρκελώνης) και οι ελάχιστοι επιζήσαντες, ανάμεσα στους οποίους και οι Ασκάσο, Ντουρρούτι και Ολιβέρ διέφυγαν τον Δεκέμβριο του 1924 στην Λατινική Αμερική, περιπλανήθηκαν επί 15 μήνες σε διάφορες χώρες της (κυρίως στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, την Χιλή, το Μεξικό και την Κούβα) με την αστυνομία συνεχώς επί τα ίχνη τους και στο τέλος επέστρεψαν στην Ευρώπη και τελικά τον Απρίλιο του 1926 ζήτησαν καταφύγιο στο Παρίσι, όπου ήδη ζούσαν και οργανώνονταν εκατοντάδες εξόριστοι Ισπανοί αναρχικοί.
Στο Παρίσι ο Ντουρρούτι άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο και γνωρίστηκε με τον εξόριστο Ρώσο αναρχικό Νέστορα Μάχνο. Τον Ιούλιο του 1926 ο βασιλιάς της Ισπανίας και ο δικτάτορας ντε Ριβέρα θα έκαναν επίσκεψη στην πόλη και οι αναρχικοί αποφάσισαν να τους απαγάγουν, όμως τα σχέδιά τους προδόθηκαν και οι Ντουρρούτι και Ασκάσο πιάστηκαν από την αστυνομία, φυλακίστηκαν και μετά από μία θυελλώδη πολιτική δίκη, στην οποία στάθηκε υπέρ των κατηγορουμένων όλη σχεδόν η Γαλλική Αριστερά, απελάθηκαν τελικά τον Ιούλιο του 1927 (γιατί η Αργεντινή, όπου είχαν καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο, είχε ήδη ζητήσει επισήμως την έκδοσή τους). Καθώς οι κοντινές χώρες Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Γερμανία τούς αρνήθηκαν την χορήγηση πολιτικού ασύλου, μέχρι την πτώση του Αλφόνσου του 13ου τον Απρίλιο του 1931 έζησαν την συνεχή περιπλάνηση σε καθεστώς πότε ημιπαρανομίας και πότε πλήρους παρανομίας. Φοβούμενοι να δεχθούν το πολιτικό άσυλο που τους είχε χορηγήσει επιδεικτικά η Σοβιετική Ρωσία (η οποία είχε εξοντώσει αμέτρητους Ρώσους αναρχικούς), για ένα διάστημα επέστρεψαν στο Παρίσι και την Λυών, πιάστηκαν από την αστυνομία και εξέτισαν 6μηνη ποινή φυλάκισης, διέφυγαν μετά στο Βέλγιο, κυνηγήθηκαν και από εκεί και ο Ντουρρούτι έζησε κρυφά για λίγους μήνες στο Βερολίνο, στο σπίτι του ομοϊδεάτη του Αουγκουστίν Σούχι (Augustin Souchy) και στην συνέχεια νόμιμα στο Βέλγιο, όπου υπό τις πιέσεις της Αριστεράς δόθηκε τελικά άδεια παραμονής τόσο στον ίδιο όσο και τον Ασκάσο.
Με την πτώση της ισπανικής μοναρχίας το 1931, ο Ντουρρούτι επέστρεψε στην Βαρκελώνη μαζί με την γαλλίδα σύντροφό του Εμιλιέν (Emilienne), ήδη έγκυο στην κόρη τους Κολέτ (Colette) και εντάχθηκε στην πανίσχυρη τότε «Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία» («Federacion Anarquista Iberica», FAI, που είχε ιδρυθεί μυστικά τον Ιούλιο του 1927 στην Βαλένθια, ως συντονιστικό όργανο όλων των ανά την Ισπανία ομάδων και οργανώσεων), ιδρύοντας παράλληλα την «ομάδα συγγένειας» («grupo de afinidad») «Εμείς» («Nosotros») με αδιάλλακτους αγωνιστές της CNT, που δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις για τα όρια της δημοκρατικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές αλλαγές και ενίσχυαν με κάθε μέσο τις άγριες απεργίες και την εργατική αυτό-οργάνωση, ακόμα και με χρηματοδότηση από ληστείες τραπεζών. Την πρωτομαγιά του 1931 πραγματοποιήθηκε από την CNT Βαρκελώνης μία τεράστια επαναστατική διαδήλωση 100.000 ανθρώπων με αίτημα άμεσες κοινωνικές αλλαγές και απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Η διαδήλωση διαλύθηκε βίαια από την «Guardia Civil» (δηλαδή την πολιτοφυλακή) και τον στρατό, με νεκρούς και τραυματίες, ωστόσο σε κάποια στιγμή ο Ντουρρούτι κατόρθωσε να πείσει στρατιώτες να στρέψουν τα όπλα τους κατά της πολιτοφυλακής.
Τον Ιούλιο του 1931 έγινε στην Μαδρίτη ένα συνέδριο για ανασυγκρότηση της CNT, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να αποχωρήσουν οι «μετριοπαθείς» και να ιδρύσουν το θνησιγενές «Συνδικαλιστικό Κόμμα», ενώ σε όλη την χώρα ξεσπούσαν μία μετά την άλλη άγριες απεργίες, τις οποίες η δημοκρατική κυβέρνηση αντιμετώπιζε όπως ακριβώς η δικτατορία: μόνο στην Σεβίλλη σκοτώθηκαν από την αστυνομία 30 απεργοί και τραυματίστηκαν 300.
Τον Δεκέμβριο του 1931 γεννήθηκε η κόρη του Κολέτ, την οποία δεν πρόλαβε να χαρεί, καθώς τον Ιανουάριο του 1932 συνελήφθηκε μαζί με άλλους 120 περίπου Καταλανούς συντρόφους του και στάλθηκε σε κάτεργα στις Κανάριες Νήσους, στο Πουέρτο Κάμπρα και το νησί του Φουερτεβεντούρα. Οι κινητοποιήσεις της CNT και της υπόλοιπης επαναστατικής Αριστεράς (κυρίως του τροτσκιστικού «Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενοποίησης», ΡΟUM) πέτυχαν την απελευθέρωσή τους τον Σεπτέμβριο, αλλά σχεδόν αμέσως ο Ντουρρούτι συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για 2 ακόμα μήνες στην προσπάθεια της κυβέρνησης να διαλυθεί η CNT. Εργάστηκε για λίγο σε εργοστάσιο της Βαρκελώνης, οργανώθηκε στο συνδικάτο των εργατών υφαντουργίας, έκανε δημόσιες ομιλίες σε εργατικές συγκεντρώσεις, όμως τον Ιανουάριο του 1933 επιχειρήθηκε εξέγερση των αναρχικών, η οποία για μία ακόμα φορά έφερε τον Ντουρρούτι στην παρανομία: Συνελήφθη τελικά στα τέλη του Μαρτίου, έμεινε στην φυλακή μέχρι τον Ιούλιο και επέστρεψε ξανά στην φυλακή του Μπούρχος μετά από μία ακόμα απόπειρα γενικής απεργίας και εξέγερσης τον Δεκέμβριο. Τον Μάϊο του 1934 δόθηκε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, ακολούθησε μία ακόμα φυλάκιση από τις 5 Οκτωβρίου 1934 έως τα μέσα του 1935, ενώ στα μεσοδιαστήματα ο Ντουρρούτι ασκούσε απτόητος διαρκή και πολύπλευρη επαναστατική δράση, ανώτερη στιγμή της οποίας ήταν η «μεταφορά αλληλεγγύης» χιλιάδων πεινασμένων παιδιών απεργών της Αραγωνίας στην Βαρκελώνη για να ζήσουν με την φροντίδα οργανωμένων στην κοινωνική αντίσταση εργατικών οικογενειών.
Σε αρκετές περιοχές της Ισπανίας, όπου οι αναρχικοί και το ΡΟUM είχαν μεγάλη ισχύ, ο παλαιός κόσμος δεχόταν αλλεπάλληλες επιθέσεις, τις οποίες όμως πάντοτε τιμωρούσε η «δημοκρατική» κυβέρνηση με την βία των όπλων: τουλάχιστον 1.300 εργάτες και ανθρακωρύχοι είχαν σκοτωθεί, 4.000 είχαν τραυματιστεί σοβαρά από τους στρατιώτες του στρατηγού Φράνκο (του ίδιου που αργότερα θα ξεκινήσει τον εμφύλιο πόλεμο και μετά θα εγκαθιδρύσει φασιστική κυβέρνηση έως την δεκαετία του 1970) ενώ μόνο το δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1934 είχαν φυλακιστεί στις Αστούριες 30.000 εργάτες. Από την πλευρά τους οι επαναστάτες κτυπούσαν σχεδόν καθημερινά στόχους που ανήκαν στο παλιό καθεστώς, κυρίως στην χριστιανική θεοκρατία: αρκετοί θεοκράτες είχαν πυροβοληθεί και δεκάδες εκκλησίες και επισκοπικά ανάκτορα είχαν πυρποληθεί. Εκείνη ακριβώς την εποχή οργανώθηκε το φασιστικό κόμμα «Η Φάλαγγα», κυρίως από γόνους πλούσιων οικογενειών, χρηματοδοτημένο αφειδώς από τους θεοκράτες και την αριστοκρατία.
Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο Ντουρρούτι φυλακίστηκε για μία ακόμα φορά στις φυλακές «El Puerto de Santa Maria» του Καντίζ, ωστόσο η κουραστική εναλλαγή των ημερών φυλακής με ημέρες επαναστατικής δράσης τελείωσε για τον Ντουρρούτι τον Φεβρουάριο του 1936, όταν ο πολιτικός συνασπισμός «Λαϊκό Μέτωπο» («Frente Popular»), που υποστηρίχθηκε και με την ψήφο των αναρχικών της CNT, θριάμβευσε στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Την πρωτομαγιά του 1936 άρχισαν στην Σαραγόσα (Zaragoza, Saragossa) οι εργασίες του 4ου συνεδρίου της CNT με συμμετοχή 700 αντιπροσώπων, στο οποίο καταγγέλθηκε η συνωμοσία των φασιστών και των στρατιωτικών ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» που όμως έδειχνε ανίκανη να τους πατάξει. Οι Ντουρρούτι και Ασκάσο συμμετείχαν σε ειδική επιτροπή που ζήτησε από την κυβέρνηση άδεια για να οπλιστεί ο λαός κατά των φασιστών, όμως δεν κατάφερε παρά να αποσπάσει ανούσια λόγια, εγκώμια και ευχολόγια. Μετά από αυτό, οι Ντουρρούτι και Ασκάσο εισηγήθηκαν στην CNT να οπλίσει μόνη της τον λαό με κάθε τρόπο, ακόμα και με αρπαγές όπλων από εμπορικά πλοία που ήσαν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Βαρκελώνης.
Στις 11 Ιουλίου 1936 άρχισε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος όταν μία ένοπλη ομάδα «φαλαγγιτών» κατέλαβε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαλένθια και μετέδωσε την εμπρηστική ανακοίνωση «Εδώ Ράδιο Βαλένθια! Η Ισπανική Φάλαγγα κατέλαβε τον ραδιοφωνικό σταθμό με τη δύναμη των όπλων της και αύριο θα συμβεί το ίδιο σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ισπανίας». Έξι ημέρες αργότερα, στις 17 Ιουλίου 1936 και με την υποστήριξη της Φάλαγγας, της Εκκλησίας, των γαιοκτημόνων, των αριστοκρατών και των κεφαλαιούχων, ο στρατηγός Φράνκο ανέλαβε την ηγεσία της στρατιάς του ισπανικού Μαρόκου και της εκεί Λεγεώνας των Ξένων και κάλεσε «τον στρατό και το έθνος» να συνταχθούν στο πλευρό του για την εγκαθίδρυση εθνικιστικού κράτους στην Ισπανία, προκαλώντας τις επόμενες ημέρες την ανταρσία 50 στρατιωτικών σωμάτων κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης.
 Στη Βαρκελώνη η στρατιωτική ανταρσία ξέσπασε την Κυριακή 19 Ιουλίου, αλλά εξουδετερώθηκε σχεδόν ακαριαία από τον ήδη οπλισμένο λαό που βγήκε στους δρόμους στις 5 το πρωϊ (μη έχοντας ακόμα αναρρώσει από μία εγχείριση κήλης, ο Ντουρρούτι χρειάστηκε να φύγει από τον νοσοκομείο και να ενωθεί με τους ένοπλους εργάτες στα οδοφράγματα). Την ίδια κιόλας νύκτα οι αναρχικοί της CNT – FAI και οι τροτσκιστές του POUM επιτάξανε κρατικά οχήματα, λεηλάτησαν στρατιωτικές αποθήκες και οπλίστηκαν με τουφέκια και δυναμίτες και στις 20 Ιουλίου οι πρώτοι, με επικεφαλής τους Ντουρρούτι και Ασκάσο επετέθηκαν στον στρατώνα Αταρανθάρας (Ataranzaras) και στο οχυρωμένο από τους φασίστες ξενοδοχείο Κολόν (Colon) και μετά από σφοδρή μάχη υποχρέωσαν τους φασίστες να παραδοθούν. Η ανταρσία των φασιστών εξουδετερώθηκε, όμως στην επίθεση κατά του στρατώνα Αταρανθάρας έχασε την ζωή του ο Ασκάσο, επί σειρά ετών αδελφικός φίλος, συναγωνιστής και εν όπλοις σύντροφος του Ντουρρούτι.
Στις 21 Ιουλίου ο πρόεδρος της Καταλωνίας Κομπάνυς (Companys) κάλεσε τον γραμματέα της CNT Γκαρθία Ολιβέρ και τον Ντουρρούτι («που κάθισαν απέναντί του με τα τουφέκια ανάμεσα στα γόνατά τους, με τα ρούχα τους ακόμα σκονισμένα από τις μάχες και με τις καρδιές τους βαριές από τον θάνατο του Ασκάσο» σύμφωνα με τα λόγια του Hugh Thomas), παραδέχθηκε το ότι οι αναρχικοί ήσαν πλέον οι νόμιμοι κύριοι όχι μόνο της Βαρκελώνης αλά και ολόκληρης της επαρχίας και τους παρακάλεσε να συμμετάσχουν στην νέα καταλανική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα ο Ολιβέρ να γίνει παγκοσμίως ο πρώτος αναρχικός υπουργός Δικαιοσύνης. Πέρα από την κυβέρνηση όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο των πραγμάτων είχε η «Αντιφασιστική Επιτροπή Πολιτοφυλακής», στελεχωμένη από μέλη της CNT - FΑΙ, της UGT και του ΡΟUΜ, η οποία ανέθεσε στον Ντουρρούτι να οργανώσει ένα ένοπλο αντιφασιστικό σώμα, την περίφημη «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» δύναμης χιλίων εθελοντών μαχητών, που όμως αργότερα σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν. Ο Ντουρρούτι δήλωνε τότε: «Υπήρξα αναρχικός σε όλη μου την ζωή και ελπίζω ότι είμαι και τώρα, αφού θα το θεωρούσα πράγματι πολύ θλιβερό να καταντούσα ένας στρατηγός που εξουσιάζει ανθρώπους με στρατιωτική πυγμή... Πιστεύω όπως πάντα στην ελευθερία, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην αίσθηση ευθύνης. Θεωρώ την πειθαρχία απαραίτητη, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι μία αυτοπειθαρχία, μία αυτοπειθαρχία την οποία θα εμπνέει ένας κοινός σκοπός και ένα ισχυρό αίσθημα συντροφικότητας».
Στις 23 Ιουλίου 1936 η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» εξαπέλυσε επίθεση κατά των φασιστών της Αραγωνίας και μέσα σε λίγες ημέρες βρισκόταν έξω από τη Σαραγόσα, όμως ανέκοψε την προέλαση της όταν ο διορισμένος από την Μαδρίτη αρχηγός των δημοκρατικών δυνάμεων στο μέτωπο της Αραγωνίας Βιλάλμπα (Villalba) έπεισε τον Ντουρρούτι ότι υπήρχε κίνδυνος να αποκοπεί απ' τις άλλες ταξιαρχίες. Η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» επανέλαβε ωστόσο αργότερα την επίθεσή της κατά της πόλης, στην διάρκεια της οποίας έγινε στάχτη ο καθεδρικός της ναός. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει εκείνες τις μέρες στην Έμμα Γκόλντμαν, ο Ντουρρούτι είχε πει: «ίσως επιζήσουν μόνο 100 από εμάς, αλλά ακόμα και τόσο λίγοι θα μπούμε στη Σαραγόσα, θα καταστρέψουμε τον Φασισμό και θα ανακηρύξουμε τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό. Θα είμαι ο πρώτος που θα μπει. Θα ανακηρύξουμε την ελεύθερη κομμούνα, δεν θα υποταχθούμε ούτε στην Μαδρίτη ,ούτε στην Βαρκελώνη, ούτε στον Αθάνια, ούτε στον Κομπάνυς και επίσης θα δείξουμε σε σας τους μπολσεβίκους πώς γίνεται μια πραγματική επανάσταση».
Η Σαραγόσα τελικά απελευθερώθηκε στις αρχές του Σεπτεμβρίου και η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» καθάρισε όλη την Αραγωνία από τους φασιστικούς θύλακες και οργάνωσε παντού την αυτοδιεύθυνση των εργατών και τον κολλεκτιβισμό των αγροτών (τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της αραγωνέζικης γης ελέγχονταν τώρα από 450 περίπου κολλεκτίβες). Σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Pierre van Paasen της εφημερίδας «Toronto Star», ο Ντουρρούτι δήλωσε: «Θέλουμε να τσακίσουμε τον Φασισμό διαπαντός και μάλιστα παρά την θέληση της κυβέρνησης... Καμμία κυβέρνηση σε όλον τον κόσμο δεν είναι διατεθειμένη να πολεμήσει μέχρι θανάτου τον Φασισμό. Κάθε φορά που οι κρατούντες βλέπουν την εξουσία να γλιστράει από τα χέρια τους, καταφεύγουν στον Φασισμό για να την διατηρήσουν. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση της Ισπανίας θα μπορούσε προ πολλού να είχε αχρηστέψει τα φασιστικά στοιχεία, όμως αντί να το πράξει συμβιβάστηκε και ακόμα και αυτή την στιγμή υπάρχουν στελέχη της που προσπαθούν να τα βρουν με τους στασιαστές… Εμείς θέλουμε την επανάσταση εδώ και τώρα, όχι μετά από τον επόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο. Τρομάζουμε τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι πολύ περισσότερο από όσο ολόκληρος ο Κόκκινος Στρατός της Ρωσίας, γιατί δείχνουμε στην εργατική τάξη της Γερμανίας και της Ιταλίας πώς πρέπει να απαντήσει στον Φασισμό… Δεν περιμένουμε βοήθεια από καμμία κυβέρνηση στον κόσμο ολόκληρο… καμμία βοήθεια, ούτε καν από την δική μας… Πάντοτε ζήσαμε σε άθλιους οικισμούς και σε τρύπες, άρα ξέρουμε πώς μπορούμε να επιβιώσουμε για κάποιον καιρό. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι μόνο εμείς μπορούμε και κτίζουμε, εμείς οι εργάτες κτίσαμε τα παλάτια και τις πόλεις στην Ισπανία και στην Αμερική και παντού. Εμείς λοιπόν οι εργάτες μπορούμε να κτίσουμε άλλα στην θέση τους. Και ακόμα καλύτερα! Σε κάθε περίπτωση εμείς δεν φοβόμαστε τα ερείπια... κουβαλάμε έναν καινούργιο κόσμο εδώ, στις καρδιές μας. Είναι αυτός ο κόσμος που μεγαλώνει αυτήν εδώ την στιγμή».
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1936 ο Φράνκο εξαπέλυσε την μεγάλη του επίθεση εναντίον της Μαδρίτης με 4 φασιστικές στρατιές που καλύπτονταν από γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά, τα οποία είχαν στείλει τα όμοιας ιδεολογίας καθεστώτα των δύο χωρών. Αποκομμένη από την υπόλοιπη Ισπανία, η πόλη βομβαρδιζόταν νυχθημερόν από τις 16 του μηνός, με 300 νεκρούς κατά μέσον όρο ανά ημέρα, ο Φράνκο δήλωνε κυνικά ότι προτιμά να την εξαφανίσει από τον χάρτη από το να την αφήσει «στα χέρια των μαρξιστών», ενώ η ναζιστική «Λεγεώνα Κόνδωρ» είχε προσφερθεί να εισχωρήσει στην Μαδρίτη, να κυριεύει το ένα οικοδομικό τετράγωνο μετά το άλλο και να το πυρπολεί. Για να ενισχύσει λοιπόν την άμυνα της Μαδρίτης, ο Ντουρρούτι αποφάσισε μετά από εισήγηση των ομοϊδεατών του Ολιβέρ και Φεντερίκα Μοντσένυ (Federica Montseny) να αποσπάσει από την Αραγωνία 4.000 άνδρες του και να τους οδηγήσει ο ίδιος στην πολιορκημένη πόλη, στην οποία εισήλθε τελικά στις 15 Νοεμβρίου.
Μόλις τέσσερις ημέρες μετά, γύρω στις 2 το μεσημέρι της 19ης Νοεμβρίου 1936, ενώ ο Ντουρρούτι συντόνιζε μία επιχείρηση κατά των φασιστών που κρατούσαν το Κλινικό Νοσοκομείο, κτυπήθηκε στο στήθος από μία σφαίρα φρανκιστών (κατά την έγκυρη αφήγηση του Abel Paz) και μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο, όπου εξέπνευσε από «πλευρική αιμορραγία» πριν την αυγή της επόμενης ημέρας. Άλλες εκδοχές για τον θάνατό του ήταν ότι η σφαίρα προερχόταν από το όπλο ενός αναρχικού που εκπυρσοκρότησε από λάθος χειρισμό ή ότι προερχόταν από το όπλο του Γάλλου σταλινικού κομμουνιστή Αντρέ Μαρτύ της κομμουνιστικής «Διεθνούς Ταξιαρχίας».
Το νεκρό σώμα του μεγάλου, αδιάφθορου και ακούραστου επαναστάτη, τον οποίο η Μοντσένυ περιέγραψε ως «άνδρα με σώμα Ηρακλή, με μάτια μικρού παιδιού και ημιάγριο πρόσωπο», στάλθηκε στην Βαρκελώνη, για να ταφεί στο νεκροταφείο Montjuich, δίπλα στον συναγωνιστή του Ασκάσο και τον παλαιότερο μάρτυρα του ελευθέρου πνεύματος και του Αναρχισμού Φραντσέσκο Φερρέρ. Την ημέρα της κηδείας του, στις 23 Νοεμβρίου 1936, περίπου 300.000 (κατ’ άλλους 500.000) άνθρωποι όλων των ηλικιών με υψωμένη την γροθιά αποχαιρέτησαν τον αγνό και σχεδόν μυθικό καθοδηγητή τους με ένα πρωτοφανές για την συγκεκριμένη εποχή και την συγκεκριμένη χώρα λαϊκό προσκύνημα. Όταν ξεκίνησε η νεκρική πομπή από τα γραφεία της τοπικής επιτροπής της CNT – FAI, η μπάντα έπαιξε τον ύμνο των αναρχικών «Παιδιά του λαού» και πάνω από τον τάφο εκφώνησε έναν συγκλονιστικό επικήδειο ο Γκαρθία Ολιβέρ, επί πολλά χρόνια σύντροφος και συμμαχητής του και, εκείνη την εποχή, υπουργός Δικαιοσύνης μίας κυβέρνησης που σε λίγο θα διαλυόταν από τα όπλα των φασιστών.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Συγγένεια πρώτου βαθμού

Ως λαός, οι Αμερικανοί μπορούν να λογιστούν έντονα θρησκευόμενοι. Υπάρχει όμως ένα ιδιότυπο χαρακτηριστικό στην θρησκευτικότητά τους: η θρησκεία στην Αμερική έχει πλήρως ενταχθεί στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, τόσο επειδή δεν υπάρχει "κρατικό μονοπώλιο" μίας θρησκείας, όσο και επειδή η απουσία ηγεμονικής θρησκευτικής οργάνωσης έχει ενθαρρύνει επί μακρόν την ανάπτυξη κάθε εφικτής παραφυάδας που αντλεί έμπνευση από το παγκόσμιο θρησκευτικό σύστημα.
Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία προϋποθέσεων μιας θρησκευτικότητας custom made στις απαιτήσεις του θρησκευόμενου πελάτη: Είσαι ας πούμε ευαγγελιστής, αλλά πιστεύεις και στους εξωγήινους. Κανένα πρόβλημα. Αργά ή γρήγορα, αν υπάρχουν αρκετοί σαν εσένα, θα δημιουργηθεί ένα παρακλάδι του Ευαγγελισμού που να εντάσσει την πίστη στους εξωγήινους στο δογματικό του πλαίσιο. Ή είσαι μεν Χριστιανός, αλλά θέλεις πολυγαμία. Κανένα πρόβλημα και πάλι. Αργά ή γρήγορα, αν υπάρχουν αρκετοί ακόμα σαν εσένα, θα εμφανιστεί μια εκδοχή Χριστιανισμού που να αποδέχεται την πολυγαμία. Ή την οπλοφορία. Ή την απέχθεια για την τεχνολογία. Ή την λατρεία του Έλβις. Ή την χορτοφαγία. Ή την συνύπαρξη με το Ισλάμ. Ή με τον βουδισμό. Γενικώς, παραγγέλνεις τη θρησκεία σου στα μέτρα σου και σου έρχεται με όλες τις προδιαγραφές που θέλεις. Οι Ευρωπαίοι βρίσκουν αυτό το φαινόμενο σκανδαλιστικό και μάλλον παρακμιακό, και το αποδίδουν στον ανεξέλεγκτο ατομικισμό της αμερικάνικης κουλτούρας. Ανάμεσα με τους Ευρωπαίους που γελούν με την ανοησία των Αμερικάνων που έχουν κάνει τη θρησκεία φαστ φουντ (Έναν Έλβις, έναν Ιησού, τον Κθουλ και την Ζίνα θα πάρω σε θρησκεία, για το σπίτι παρακαλώ) είναι βέβαια και οι Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία, και με παραδοσιακή καχυποψία απέναντι στις ακρότητες του αμερικάνικου ατομικισμού.
Στην Ελλάδα όμως, αυτό που είναι αξιογέλαστο να κάνεις με την θρησκεία, είναι πάρα πολύ αποδεκτό να το κάνεις με την πολιτική, και δη με την αριστερή πολιτική. Είσαι ας πούμε λάτρης του Χάγιεκ, αλλά γουστάρεις και Μαρξ. Κανένα πρόβλημα, φτιάχνεις ένα υβρίδιο που λέγεται Μάρξεκ, και ιδρύεις σε παγκόσμια πρώτη τον Μαρξεκισμό, ο οποίος πιστεύει ταυτόχρονα στην ταξική πάλη, την ελεύθερη αγορά, τον κομμουνισμό και το επιχειρησιακό δαιμόνιο. Ή είσαι μεν αναρχικός, αλλά είσαι και Ορθόδοξος Χριστιανός. Και για σένα υπάρχει λύση, και λέγεται Ορθόδοξος Χριστιανικός Αναρχισμός, που έχει και ένα παρελθόν σε κάτι ωραίους τύπους σαν τον Τολστόι. Γουστάρεις λίγο την εθνικιστική δεξιά, αλλά σου αρέσουν και οι μπολσεβίκοι. Κανένα πρόβλημα, δημιουργείς μια τάση που να λέγεται πατριωτική αριστερά, ή στο πιο εξτρίμ, εθνικός μπολσεβικισμός, και προσεύχεσαι κάθε μέρα στα εικονίσματα του Άρη Βελουχιώτη και του Θεόδωρου Κολωκοτρώνη, με σάουντρακ ομιλίες του Ζουράρι. Σου αρέσει η αριστερά, αλλά χωρίς τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Μάο και τους κομμουνιστές ευρύτερα. Μια χαρά. Φτιάχνεις κάτι που λέγεται "ανανεωτική αριστερά", και του οποίου ο δογματικός πυρήνας είναι η μουσική lounge. Γιατί; Λογαριασμό θα δώσεις;
Βέβαια, στην αμερικανική περίπτωση, κάθε νέα θρησκεία χρειάζεται εκ των υστέρων να εγγυηθεί την δογματική της νομιμοποίηση. Αυτό γίνεται με cut and paste διαφορετικών και ανομοιογενών θρησκευτικών κειμένων (Βίβλος και Βέδες, Βέδες, Ουπανισάδες και Κοράνι, Κοράνι και αυτοβιογραφία του Έλβις), με την απαλοιφή αποσπασμάτων που δεν ταιριάζουν, και με την επιλεκτική ανάγνωση αυτών που θα μπορούσαν να ταιριάζουν με κάποιες προσαρμογές.
Στην Ελλάδα, το αυτό γίνεται με τα κείμενα των Μαρξιστών. Γουστάρεις να φύγουν οι μετανάστες; Μα, το λέει κι ο Μαρξ, να, μα την Παναγία δηλαδή. Θέλεις το σφυροδρέπανό σου αντί σταυρού στην ελληνική σημαία, α λα Τζιμάκος Πανούσης; Το λέει ο Λένιν, και αν δεν το είπε, το εννοούσε ο άνθρωπος στάνταρ. Θέλεις να συμφιλιώσεις τα σοβιέτ με τον πολιτικό πλουραλισμό; Το λέει ο Μπαντιού, αν τον διαβάζεις απ' το τέλος προς τα μπρος. Θέλεις η αριστερά σου να είναι αντικομμουνιστική; Το λέει και η Λούξεμπουργκ αυτό, δεν μπορεί. Πού το λένε, πώς το λένε; Αυτά τα βρίσκουμε στην πορεία, λίγο cut and paste και λίγη δημιουργική διάθεση να υπάρχει και όλα γίνονται, αδερφέ.
Κατά συνέπεια, αν αυτό που βλέπει κανείς στην Αμερική είναι ότι όλοι είναι θρησκευόμενοι αλλά καλύτερα να μην αποπειραθείς να βγάλεις άκρη με ποιον τρόπο κατανοούν την έννοια θρησκεία, αυτό που βλέπει κανείς στην Ελλάδα είναι ένας τόπος τίγκα στους αριστερούς για τους οποίους καλά θα κάνεις να μην προσπαθήσεις να καταλάβεις πώς κατανοούν την έννοια αριστερά. Στην αμερικανική θρησκεία όπως και στην ελληνική πολιτική, ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο.

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Κινούμενη άμμος


O Χέγκελ δεν είχε καμιά αμφιβολία: η μονομαχία του σκλάβου με τον αφέντη θα έληγε μοιραία με τη νίκη του πρώτου. Αυτό που ξέχασε να πει όμως ο Γερμανός φιλόσοφος ήταν πού εκτυλισσόταν αυτή η μάχη. Ένας ζωγράφος σαν τον Γκόγια δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επιτρέψει μια τέτοια παράλειψη. Κι αν στον πίνακά του «Μονομαχία με ρόπαλα» δεν είναι σαφές ποιος από τους δύο άνδρες θα νικήσει, το σίγουρο είναι πως όσο περισσότερο πολεμούν τόσο περισσότερο θα βυθίζονται. Ο λόγος είναι απλός: η μονομαχία γίνεται σε κινούμενη άμμο.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Να καταλαβαίνεις

Να μη γελάς, να μην θρηνείς, να μην απεχθάνεσαι, αλλά να καταλαβαίνεις! λέει ο Σπινόζα, όσο απλά και θεία του αρμόζει. Όμως, σε τελική ανάλυση, τι είναι αυτό το "να καταλαβαίνεις" εκτός από την μορφή με την οποία νιώθουμε τα άλλα τρία ταυτόχρονα; Ένα αποτέλεσμα των διαφορετικών και αμοιβαία αντίθετων επιθυμιών να γελάσουμε, να θρηνήσουμε και να δείξουμε αποστροφή; [...] Προϋποθέτουμε ότι η κατανόηση πρέπει να είναι κάτι συμφιλιωτικό, δίκαιο, και καλό --κάτι που στέκεται ουσιαστικά ενάντια στα ένστικτα-- ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια κάποια συμπεριφορά των ενστίκτων του ενός απέναντι στο άλλο.

Φρ. Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Παγκόσμια βιβλιοθήκη

Προσφέροντας σε όλους ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό γνώσεων, το Διαδίκτυο πραγματοποιεί, άραγε, το όνειρο του Διαφωτισμού ή μήπως προετοιμάζει τον εφιάλτη μίας γνώσης για το κοινό παραδομένης στις ιδιωτικές επιθυμίες ; Χάρη στο Google, ή μάλλον εξαιτίας του, αυτές οι ερωτήσεις δεν είναι πια καθόλου αφηρημένες. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, η διάσημη μηχανή αναζήτησης ψηφιοποίησε και ανέβασε στο Διαδίκτυο εκατομμύρια έργα από τον πλούτο των μεγαλύτερων πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών.
Για τους συγγραφείς και τους εκδότες, το εγχείρημα αποτέλεσε κατάφορη παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μία συμφωνία η οποία θ’ αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο τα βιβλία φτάνουν στους αναγνώστες τους. Παρόλο που τα οικονομικά καθώς και τα όρια νομιμότητας του καινούργιου χώρου, που εγκαινιάζεται από τη συμφωνία, παραμένουν αβέβαια, ο σκοπός των διευθυντών των βιβλιοθηκών παραμένει σαφής : να ανοίξουν τις συλλογές τους και να τις καταστήσουν διαθέσιμες σε οποιοδήποτε αναγνώστη και τόπο. Σχέδιο φαινομενικά απλό, που όμως παρεμποδίζεται ακατάπαυστα από κοινωνικούς περιορισμούς και οικονομικά συμφέροντα. Με τον ίδιο τρόπο όπως και η παγκόσμια Δημοκρατία των Γραμμάτων, πριν από δύο αιώνες.
Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Διαφωτισμού, διακήρυττε καθολική εμπιστοσύνη στον κόσμο των ιδεών, τον οποίο οι Εγκυκλοπαιδιστές αποκαλούσαν Δημοκρατία των Γραμμάτων. Ένας χώρος χωρίς αστυνομία, ούτε σύνορα και δίχως άλλες ανισότητες πέρα από αυτές του ταλέντου. Οποιοσδήποτε μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί, αρκεί ν’ ασκούσε στο ελάχιστο ένα από τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδιότητάς του ως πολίτης, δηλαδή τη γραφή και την ανάγνωση. Οι συγγραφείς να εκφράζουν ιδέες και οι αναγνώστες να τις κρίνουν. Επηρεασμένοι από την ισχύ της λέξεως έντυπο, τα επιχειρήματα μεταδίδονταν σε ομόκεντρους κύκλους και μόνο τα πιο πειστικά υπερίσχυαν.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρυσής εποχής του γραπτού λόγου, οι λέξεις κυκλοφορούσαν επίσης και μέσω της επιστολικής οδού. Ξεφυλλίζοντας τη μεγάλη αλληλογραφία του Βολτέρου, του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, του Μπένζαμιν Φρανκλίν και του Τόμας Τζέφερσον, δηλαδή πενήντα τόμοι για τον καθένα τους, βυθιζόμαστε στην καρδιά της Δημοκρατίας των Γραμμάτων. Οι τέσσερεις συγγραφείς διαπραγματεύονταν σημαντικά ζητήματα της εποχής τους σε ασταμάτητη ροή αλληλογραφίας, η οποία, ενώνοντας την Ευρώπη και την Αμερική, παρουσίαζε ήδη τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός υπερατλαντικού δικτύου πληροφοριών. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην αλληλογραφία του Τόμας Τζέφερσον (1743-1826) και του Τζέιμς Μάντισον (1751-1836). Τους άρεσε να μιλάνε για τα πάντα, κυρίως για το Αμερικάνικο Σύνταγμα κατά τη περίοδο της σύνταξής του, στην οποία ο Μάντισον συμμετέχει από τη Φιλαδέλφεια ενώ ο Τζέφερσον εκπροσωπεύει την καινούργια Δημοκρατία στο Παρίσι. Μιλούν επίσης για βιβλία, διότι ο Τζέφερσον λατρεύει να ανατρέχει στις βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας και αγοράζει, συχνά, έργα για το φίλο του. Η « εγκυκλοπαίδεια » του Ντενί Ντιντερό είναι μέρος των αγορών του. Ο Τζέφερσον θεωρεί πώς βρήκε μια καταπληκτική ευκαιρία, συγχέει, όμως, μια ανατύπωση με την πρώτη έκδοση…
Τι συναρπαστική που είναι η εικόνα δύο μελλοντικών προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών να συζητάνε για βιβλία στο Δίκτυο του Διαφωτισμού. Αλλά προτού να εγκαταλειφθούμε σε αυτήν, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η Δημοκρατία των Γραμμάτων ήταν δημοκρατική μόνο στις αρχές της. Στη πραγματικότητα, ανήκε στους πλούσιους και τους αριστοκράτες. Πράγματι, αδυνατώντας να ζήσουν από τη γραφή τους, η πλειονότητα των συγγραφέων ήταν εξαναγκασμένοι να κολακεύουν τους ισχυρούς, να ζητούν αργομισθίες, να διακονεύουν μία θέση σε κάποια ελεγχόμενη από το κράτος εφημερίδα, να ξεγελούν τη λογοκρισία και να ανοίγουν δρόμο μέσα από τα σαλόνια και τις Ακαδημίες, εκεί οπού η φήμη του καθενός φτιάχνονταν και χαλούσε. Ανίκανοι να γλυτώσουν από την ταπείνωση που τους επέβαλαν οι προστάτες τους, τσακώνονταν οι μεν με τους δε, όπως το μαρτυρά η διένεξη μεταξύ Βολτέρου και Ρουσσώ.
Αφού διάβασε το έργο του Ρουσσώ « Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους », ο συγγραφέας του « Καντίντ » του έγραψε το 1755 : « Έλαβα, κύριε, το νέο σας βιβλίο κατά του ανθρώπινου είδους (…) Κανείς ποτέ δεν χρησιμοποίησε τέτοιο πνεύμα για να μας καταστήσει ανόητους Μας έρχεται η επιθυμία να μπουσουλίσουμε κάθε φορά που διαβάζουμε το έργο σας ». Ο Ρουσσώ θα του απαντήσει πέντε χρόνια αργότερα : « Κύριε, (…) σας μισώ ».
Οι κοινωνικές διαφορές όξυναν τις προσωπικές διαμάχες. Όχι μόνο δε λειτούργησε ως Αγορά ισότιμων, αλλά η Δημοκρατία των Γραμμάτων υπέφερε από ένα κακό, που ροκάνιζε όλες τις κοινωνίες του 18ου αιώνα : τα προνόμια. Και δεν περιορίζονταν στην αριστοκρατική σφαίρα, αλλά στη Γαλλία, εφαρμόζονταν επιπλέον στον κόσμο των ιδεών, κυρίως στους τυπογράφους και τους βιβλιοπώλες, υποτελείς των μονοπωλιακών σωματείων, καθώς και στα βιβλία, τα οποία δεν μπορούσαν να εκδοθούν χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά και της λογοκρισίας.
Μπορούμε να αναλύσουμε το σύστημα, με βάση την κοινωνιολογία της γνώσης και ιδιαίτερα την έννοια, την οποία ανέπτυξε ο Πιέρ Μπουρντιέ, της λογοτεχνίας, ως πεδίου στο οποίο οι αντιτιθέμενες θέσεις ακολουθούν τους κανόνες ενός παιχνιδιού λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομου απέναντι στις δεσπόζουσες δυνάμεις της κοινωνίας. Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να γίνουμε οπαδοί της Σχολής του Μπουρντιέ για να διαπιστώσουμε ότι η λογοτεχνική ζωή απέχει πολύ από τα ιδανικά του Διαφωτισμού. Παρά τις γενικές της αρχές, η Δημοκρατία των Γραμμάτων αποτελούσε έναν κλειστό κόσμο, απροσπέλαστο στους μη προνομιούχους. Κι όμως, πάντα θεωρούσα το Διαφωτισμό ως τον καλύτερο συνήγορο υπέρ του ανοίγματος γενικότερα και συγκεκριμένα της ελεύθερης πρόσβασης στα βιβλία.
Σήμερα, στον κόσμο των ερευνητικών και εικονικών βιβλιοθηκών, οι αρχές και η πραγματικότητα αντιτίθενται, άραγε, όπως γινόταν και στον 18ο αιώνα ; Μία συναδέλφους μου, διηγείται ότι συχνά ακούει ένα συγκαταβατικό σχόλιο σε κοινωνικές συναθροίσεις : « μια βιβλιοθηκονόμος, τι ωραία… Πείτε μου, με τι μοιάζει η δουλειά του βιβλιοθηκονόμου ; » Κι εκείνη δίνει πάντα την ίδια απάντηση : « Είναι προπάντων μία υπόθεση χρημάτων και εξουσίας ».
Κι όμως, οι πιο πολλοί από μας δε ζητούν παρά να συνυπογράψουν τις θεμελιώδεις αρχές των μεγάλων δημόσιων βιβλιοθηκών. « Ελεύθερη πρόσβαση », μπορούμε να διαβάσουμε πάνω από την είσοδο της βιβλιοθήκης της Βοστόνης. Στο μάρμαρο της βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης τα λόγια του Τζέφερσον είναι χαραγμένα με χρυσά γράμματα « θεωρώ την εκπαίδευση ως το καλύτερο μέσο βελτίωσης της ανθρώπινης υπόστασης, προώθησης της αρετής και εξασφάλισης της ευτυχίας των ανθρώπων ».
Η δημοκρατία μας, χτίστηκε στην ίδια βάση με τη Δημοκρατία των Γραμμάτων : την εκπαίδευση. Για τον Τζέφερσον, ο Διαφωτισμός αντλούσε την αίγλη του από τους συγγραφείς και τους αναγνώστες, από τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες κυρίως αυτές του Κογκρέσου, του Μοντιτσέλο (όπου διέμενε ο Τζέφερσον) και του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Η εμπιστοσύνη στη δύναμη χειραφέτησης των λέξεων είναι καταχωρημένη στο πρώτο κεφάλαιο του Αμερικάνικου Συντάγματος, το οποίο υπάγει τα πνευματικά δικαιώματα -αναγνωρισμένα μόνο « για περιορισμένη διάρκεια »- στην ανώτατη αρχή της « προόδου της επιστήμης και των ωφέλιμων τεχνών ». Οι πατέρες θεμελιωτές αναγνώριζαν το συγγραφικό δικαίωμα της δίκαιης ανταμοιβή της πνευματικής εργασίας, αλλά υπογράμμιζαν την υπεροχή του γενικού συμφέροντος προς όφελος του ατομικού.
Πώς να αξιολογήσουμε το αντίστοιχο κύρος των δύο αξιών ; Οι συντάκτες του Συντάγματος δεν αγνόησαν ότι ο όρος της πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) επινοήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1710, στα πλαίσια του νόμου επονομαζόμενου « Statute of Anne ». Η νομοθεσία αποσκοπούσε στο να περιορίσει την παντοδυναμία των εκδοτών και « να ενθαρρύνει την εκπαίδευση ». Παραχωρούσε στους συγγραφείς την πλήρη κυριότητα των έργων τους για μία περίοδο 14 ετών, ανανεώσιμη μία φορά μόνο. Οι εκδότες επιχείρησαν να υπερασπιστούν το μονοπώλιο τους, προβάλλοντας το δικαίωμα αποκλειστικής και συνεχούς δημοσίευσης, εγγυημένο κατά την άποψη τους από το εθιμικό δίκαιο. Μετά από επανειλημμένες προσφυγές στα δικαστήρια, έχασαν οριστικά, στην υπόθεση Ντόναλντσον κατά Μπέκετ, το 1774.
Όταν, δεκατρία χρόνια αργότερα, οι Αμερικάνοι συνέταξαν το Σύνταγμά τους, δανείστηκαν την ως τότε επικρατούσα άποψη στην Αγγλία. Μία περίοδος 28 ετών, φαίνονταν αρκετά μεγάλη για να διαφυλάξει τα συμφέροντα συγγραφέων και εκδοτών. Πέρα από αυτό, πρέπει να υπερισχύσει το κοινό συμφέρον. Το 1790, ο πρώτος νόμος πνευματικής ιδιοκτησίας, προορισμένος κι αυτός για την « ενθάρρυνση της εκπαίδευσης », εμπνεύστηκε από το Βρετανικό μοντέλο, υιοθετώντας μία περίοδο δεκατεσσάρων ετών ανανεώσιμων μία φορά μόνο. Ποια είναι η διάρκεια της πνευματικής ιδιοκτησία στις μέρες μας ; Σύμφωνα με το νόμο του 1998, το « Sonny Bono Copyright Term Extension Act » (o οποίος ονομάζεται επίσης « Νόμος Μίκυ » διότι η φιγούρα του Ντίσνεϋ παραλίγο να εκπέσει τότε στο Δημόσιο Τομέα), το συγγραφικό δικαίωμα εφαρμόζεται σε ένα έργο για όσο καιρό ο συγγραφέας του βρίσκεται στη ζωή και στη συνέχεια για άλλα εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το συμφέρον του συγγραφέα και των δικαιούχων προέχει κάθε άλλου συμφέροντος για περισσότερο από ένα αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών βιβλίων, τα οποία εκδόθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα, δεν έχουν ακόμα περιέλθει στο δημόσιο τομέα. Στο Διαδίκτυο, η ελεύθερη πρόσβαση στη πολιτισμική μας κληρονομιά, ασκείται, γενικά μόνο για τα προγενέστερα της 1ης Ιανουαρίου 1923 έργα, ημερομηνία από την οποία και μετά η πλειονότητα των εκδοτών κατοχύρωσε τα πνευματικά τους δικαιώματα. Θα παραμείνει έτσι για πολύ καιρό ακόμη, εκτός, βέβαια, κι αν ιδιωτικές εταιρείες αναλάβουν την ψηφιοποίηση των εμπορευμάτων, τη διαμόρφωσή τους και τη διάθεσή τους στο εμπόριο προς όφελος των μετόχων τους. Για την ώρα, βρισκόμαστε σε μια παράλογη κατάσταση, όπου το « Μπάμπιτ », το μυθιστόρημα του Σινκλέρ Λιούις, το οποίο εκδόθηκε το 1922 έχει περιέλθει στο Δημόσιο Τομέα ενώ για το « Ελμερ Γκάντρι », το οποίο εκδόθηκε το 1927, ισχύει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μέχρι το 2022.
Το να περάσουμε από τις θεμελιώδεις αρχές που διακήρυξαν οι πατέρες θεμελιωτές στα ήθη της σημερινής πολιτισμικής βιομηχανίας, σημαίνει να πέσουμε από τον ουρανό του Διαφωτισμού στο μικρό ρυάκι της του παγκόσμιου καπιταλισμού. Παρόλο που χρησιμοποιήσαμε την κοινωνιολογία της γνώσης -σύμφωνα με τον Μπουρντιέ- για να εξετάσουμε τη σημερινή εποχή, διαπιστώνουμε ότι ζούμε σε ένα κόσμο κατευθυνόμενο από το Μίκυ.
Η Δημοκρατία των Γραμμάτων μετατράπηκε σε επαγγελματική Δημοκρατία της Γνώσης και να τη που προσφέρεται στους ερασιτέχνες, με την καλύτερη έννοια του όρου, εκείνους ανάμεσα στους απλούς πολίτες που είναι ερωτευμένοι με τη γνώση. Το άνοιγμα επιχειρείται παντού μέσω της πρόσβασης σε ψηφιοποιημένα άρθρα τα οποία δημοσιεύονται δωρεάν στο Διαδίκτυο σε ιστοσελίδες όπως το Open Content Alliance, το Open Knowledge Commons, το OpenCourse Ware ή το Internet Archive, ή σε ιστοσελίδες φανερά ερασιτεχνικές όπως η Βικιπεδία.
Ο εκδημοκρατισμός της γνώσης βρίσκεται στα χέρια μας, τουλάχιστον όσον αφορά στις πηγές. Το ιδεώδες του Διαφωτισμού δεν θα μπορούσε, άραγε, να πραγματοποιηθεί ;
Σε αυτό το στάδιο, ο αναγνώστης δικαιούται να αναρωτηθεί μήπως περνάω από μία τυπικά αμερικάνικη άσκηση, την ιερεμιάδα, σε μία άλλη, εξίσου αμερικανική, τον αφελή ενθουσιασμό. Υποθέτω ότι θα υπήρχε αναμφίβολα τρόπος συνδυασμού των δύο σε ένα διαλεκτικό διάβημα, εάν ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης δεν μας απειλούσε πια. Όταν επιχειρήσεις, όπως το Google, κρίνουν μία βιβλιοθήκη, δεν βλέπουν αναγκαστικά σε αυτή ένα ναό γνώσης, αλλά περισσότερο ένα κοίτασμα « περιεχομένου » για εκμετάλλευση. Δημιουργημένες κατά τη διάρκεια των αιώνων μετά από πολυέξοδες και μεγάλες προσπάθειες, οι συλλογές των βιβλιοθηκών μπορούν να ψηφιοποιήθουν σε ευρεία κλίμακα, έναντι ενός ευτελούς ποσού, μερικά εκατομμύρια δολάρια ίσως, ποσό εξευτελιστικό, εάν το συγκρίνουμε με την επένδυση που χρειάστηκε για τη δημιουργία των βιβλιοθηκών.
Οι βιβλιοθήκες υπάρχουν για την προώθηση του κοινού καλού : « την ενθάρρυνση της εκμάθησης », μίας εκμάθησης « ανοιχτής για όλους ». Οι επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν για να φέρουν χρήματα στους μετόχους τους, τόσο το καλύτερο αν λάβουμε υπόψη μας ότι από μία οικονομία με κέρδη, επωφελείται και το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, εάν επιτρέψουμε την εμπορευματοποίηση των πόρων μίας βιβλιοθήκης, υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μία θεμελιώδη αντίθεση. Το να ψηφιοποιούμε τις συλλογές και να τις πουλάμε στο Διαδίκτυο χωρίς να μας ενδιαφέρει η ελεύθερη πρόσβαση σε όλους, θα επαναλάμβανε το λάθος, το οποίο διαπράχθηκε με τα επιστημονικά περιοδικά, τα οποία αφέθηκαν στα χέρια των ιδιωτικών εκδοτών αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε το Διαδίκτυο σε εργαλείο ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γνώσης. Κανένα αόρατο χέρι δεν υπάρχει για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο γενικό και το ιδιωτικό συμφέρον. Μόνο το κοινό θα είχε την δικαιοδοσία να το κάνει αλλά ποιος θα το αντιπροσωπεύσει ; Σίγουρα όχι οι νομοθέτες που ενέκριναν τον « νόμο Μίκυ ».
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για όσα έγιναν στο Διαφωτισμό αλλά μπορούμε να ορίσουμε κανόνες του παιχνιδιού που να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον. Και οι βιβλιοθήκες αντιπροσωπεύουν αυτό το συμφέρον. Δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να αποσβέσουν το κόστος τους, χρειάζονται ένα πλάνο δράσης. Η στρατηγική τους δεν μπορεί παρά να επικαλεστεί το ρητό που χρησιμοποιούσε ο πάροχος ηλεκτρικού ρεύματος Κον Έντισον όταν έσκαβε τους δρόμους της Νέας Υόρκης για να ηλεκτροδοτήσει τα κτήρια : « Να σκάψουμε, πρέπει ». Ή προσαρμοσμένο στους βιβλιοθηκονόμους « να ψηφιοποιήσουμε, πρέπει ». Αλλά όχι με οποιοδήποτε τρόπο. Οφείλουμε να το κάνουμε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή διατηρώντας την υπευθυνότητα του περιεχομένου απέναντι στους πολίτες.
Θα ήταν αφελής η ταύτιση του διαδικτύου με τον Διαφωτισμό. Σίγουρα προσφέρει ένα μέσο μετάδοσης της γνώσης πιο ευρύ από αυτό, που ήλπιζε ο Τζέφερσον. Αλλά ενώ το Διαδίκτυο κατασκευάζονταν σιγά-σιγά, δεσμό με δεσμό οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν παρέμεναν άεργες στο τέλος της διαδρομής.. Θέλουν να ελέγξουν το παιχνίδι, να κυριευτούν από αυτό, να το κατακτήσουν. Συναγωνίζονται η μία την άλλη με τέτοια αγριότητα που οι πιο αδύναμοι εξαφανίζονται. Η μάχη τους για επιβίωση γέννησε μία ολιγαρχία με υπέρμετρη εξουσία, της οποίας τα συμφέροντα, διαφοροποιούνται αισθητά σε σχέση με αυτά του κοινού.
Δεν μπορούμε να παραμείνουμε με σταυρωμένα χέρια και να περιμένουμε τις ιδιωτικές εταιρείες να διακινδυνεύσουν το κοινό καλό. Σίγουρα, πρέπει να ψηφιοποιήσουμε αλλά πρέπει κυρίως να εκδημοκρατίσουμε, δηλαδή να γενικεύσουμε την πρόσβαση στη πολιτισμική μας κληρονομιά. Πως ; Επαναδιατυπώνοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, υπάγοντας το ιδιωτικό συμφέρον στο δημόσιο, εμπνεόμενοι από τους πρώτους δημοκράτες για την εγκαθίδρυση μίας ψηφιακής δημοκρατίας της γνώσης.
Από πού προέρχεται αυτή η ουτοπιστική ορμή ; Από το Google. Εδώ και τέσσερα χρόνια, η συγκεκριμένη επιχείρηση ξεκίνησε να ψηφιοποιεί τα έργα που βρίσκονταν στους καταλόγους των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών, ανεβάζοντας στο Διαδίκτυο πλήρεις ερευνητικές εργασίες και καθιστώντας διαθέσιμους τους τίτλους, οι οποίοι κατέληγαν στο δημόσιο τομέα, χωρίς το κοινό να πληρώσει ούτε λεπτό. Είναι, πλέον, δυνατό, για παράδειγμα, να συμβουλευτούμε και να κατεβάσουμε δωρεάν ένα ψηφιακό αντίγραφο της αυθεντικής έκδοσης του « Μiddlemarch », του αριστουργήματος του Τζόρτζ Έλιοτ, το οποίο εκδόθηκε το 1871, και το οποίο υπάρχει στη Μποντλιανή βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Όλος ο κόσμος επωφελήθηκε, συμπεριλαμβανομένου του Google, το οποίο καρπώθηκε τα έσοδα από τη διαφήμιση, σχετικά διακριτικής άλλωστε, στη σελίδα Google Book Search.
Η εταιρία ψηφιοποίησε, επίσης, συνεχώς αυξανόμενο αριθμό βιβλίων τα οποία προστατεύονταν από τη πνευματική ιδιοκτησία και των οποίων αποσπάσματα έθεσε στο διαδίκτυο για τη διευκόλυνση των χρηστών. Ομως, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2005, η ένωση συγγραφέων και εκδοτών, τρομαγμένη από την έλλειψη κέρδους, άσκησε συλλογική αγωγή (class action) κατά του Google εν ονόματι της υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους. Στις 28 Οκτωβρίου 2008, μετά από ατελείωτες διαπραγματεύσεις, οι δύο πλευρές σύναψαν συμφωνία, η οποία αναμένει την έγκριση δικαστηρίου της Νέας Υόρκης.
Η συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία μίας επιχείρησης η οποία ονομάστηκε Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων (Book Rights Registry) επιφορτισμένη με την αντιπροσώπευση των συγγραφικών και εκδοτικών συμφερόντων για τους κατόχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Το Google θα καταστήσει επί πληρωμή, την πρόσβαση στη γιγαντιαία βάση δεδομένων του, η οποία θ’ αποτελείται, κατ’ αρχήν, από εξαντλημένα βιβλία από τα οποία θα χορηγήσουν πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Λύκεια, πανεπιστήμια και διάφορες δημόσιες αρχές θα μπορούν να συνδέονται σε αυτό αγοράζοντας μια « θεσμική άδεια ». Μία άλλη άδεια, ονομαζόμενη « δημόσιας πρόσβασης », θα χορηγείται στις δημόσιες βιβλιοθήκες και θα προσφέρει δωρεάν πρόσβαση στη βάση αλλά από έναν μόνο υπολογιστή. Σε περίπτωση που ένας δυσαρεστημένος χρήστης αρνηθεί να κάτσει στην ουρά ελπίζοντας ότι ο μοναδικός αυτός υπολογιστής κάποτε θ’ απελευθερωθεί, υπάρχει πρόβλεψη, βεβαίως για μία υπηρεσία επί πληρωμή κατά παραγγελία, « την καταναλωτική άδεια ». Το Google δεσμεύεται, εξάλλου, να συνεργαστεί με το Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων, για να μοιράσει τα εισοδήματα, αντικειμενικά. Δηλαδή 37% για το Google και 63% για τους κατόχους της πνευματικής ιδιοκτησίας. Παράλληλα, η επιχείρηση θα συνεχίσει το ανέβασμα στο Διαδίκτυο έργων του δημόσιου τομέα, τα οποία θα μπορούμε να τα κατεβάσουμε από το Διαδίκτυο δωρεάν.
Στους επτά εκατομμύρια τίτλους, που ο όμιλος δήλωσε ότι ψηφιοποίησε πριν από τον Νοέμβριο του 2008, πρέπει να υπολογίσουμε ένα εκατομμύριο « δημόσιων » βιβλίων, άλλο ένα που διέπεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία και πέντε εκατομμύρια τίτλοι που διέπονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά έχουν εξαντληθεί ή είναι δύσκολο να βρεθούν. Η τελευταία κατηγορία θα τροφοδοτήσει την κύρια μάζα των εμπορεύσιμων τίτλων διαμέσου της « άδειας ».
Πολλά έργα που διέπονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, θα αποκλειστούν, έτσι, από τη βάση δεδομένων, εκτός κι αν οι συγγραφείς τους, οι δικαιούχοι ή οι εκδότες αποφασίσουν διαφορετικά. Θα συνεχίσουν, λοιπόν, να πωλούνται υπό τη μορφή του παραδοσιακού χαρτιού ή θα γίνουν αντικείμενο εμπορευματοποίησης σε ψηφιακή μορφή, είτε για να μπορούμε να τα κατεβάσουμε μέσω « της καταναλωτικής άδειας » είτε για να διατεθούν με μορφή ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books).
Εν συντομία, αφού διαβάσουμε την συμφωνία ανάμεσα στο Google, τους συγγραφείς και τους εκδότες, και αφού αφομοιώσαμε τη φιλοσοφία της, γεγονός που δεν είναι εύκολο εφόσον το κείμενο εκτείνεται σε 134 σελίδες και 15 παραρτήματα, μένουμε με το στόμα ανοιχτό : εδώ βρίσκεται η θεμελίωση μιας βιβλιοθήκης που θα μπορούσε να γίνει η μεγαλύτερη του κόσμου. Μία ψηφιακή βιβλιοθήκη η οποία θα νικούσε κατά κράτος τα πιο γνωστά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπλέον, το Google θα γίνονταν το μεγαλύτερο εμπορικό βιβλιοπωλείο του πλανήτη, η ψηφιακή αυτοκρατορία του θα υποβίβαζε το amazon.com σε συνοικιακό μαγαζί. Πώς να μείνουμε αδιάφοροι στην προοπτική να δούμε τον πλούτο των μεγαλύτερων αμερικάνικων πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών διαθέσιμο σε όλους τους χρήστες στου Διαδικτύου του κόσμου ; Όχι μόνο η τεχνολογική μαγεία του Google θα επέτρεπε σε κάθε αναγνώστη να χει πρόσβαση στα βιβλία που επιθυμεί, αλλά ακόμη θα έδινε δυνατότητες ανεξάντλητης έρευνας. Υπό ορισμένες συνθήκες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συνεργάζονται με το σχέδιο, θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ψηφιακά αντίγραφα των έργων που έχουν χαθεί ή καταστραφεί για να ανανεώσουν τα αποθέματα τους. Εξάλλου, το Google δεσμεύεται να προτείνει κείμενα με τρόπο ώστε να τα καταστήσει προσιτά και σε άτομα με ειδικές ανάγκες.
Δυστυχώς, η υπόσχεση της επιχείρησης να εγγυηθεί την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία της οθόνης ενός μόνο υπολογιστή σε κάθε δημόσια βιβλιοθήκη έχει λίγες πιθανότητες να ικανοποιήσει τη ζήτηση, κυρίως στα πιο πολυσύχναστα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εξάλλου, υπάρχει κι ένας περιορισμός : οι αναγνώστες που επιθυμούν να εκτυπώσουν ένα κείμενο με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, θα μπορούν να το κάνουν μόνο επί πληρωμή. Παρ’ όλα αυτά, οι μικρές δημοτικές βιβλιοθήκες θα διαθέτουν ψηφιακό περιεχόμενο πιο σημαντικό από εκείνο της κεντρικής βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης σήμερα. Ναι, το Google θα μπορούσε ούτε λίγο ούτε πολύ να πραγματοποιήσει το όνειρο του Διαφωτισμού. Θα το κάνει, όμως ; Οι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα θεωρούσαν το μονοπώλιο ως το κατ εξοχήν εμπόδιο στη διάδοση της γνώσης, τα είχαν βάλει κυρίως με το συνδικάτο τυπογράφων του Λονδίνου και το σωματείο βιβλιοπωλών του Παρισιού, οι οποίοι συντάσσονταν κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας βιβλίων.
Το Google δεν είναι συνδικάτο και δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μονοπώλιο. Η εταιρεία έχει μάλιστα συγκεκριμένο στόχο, να προωθήσει την πρόσβαση στη πληροφόρηση. Αλλά η συμφωνία που υπογράφηκε την καθιστά άτρωτη απέναντι σε κάθε μορφή ανταγωνισμού. Η πλειονότητα των συγγραφέων και εκδοτών που διαθέτουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στις ΗΠΑ, καλύπτονται αυτόματα από το κείμενο. Μπορούν, προφανώς, να επιλέξουν την εξαίρεσή τους από τη συμφωνία, αλλά ό,τι και να κάνουν, κανένα άλλο σχέδιο ψηφιοποίησης δεν θα μπορεί να δει το φως χωρίς έγκριση από καθέναν από τους δικαιούχους, μία αποστολή, σαν να λέμε, αδύνατη. Εάν η λειτουργία του Google γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο, διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει άλλα δύο χρόνια, ο καλιφορνέζος γίγαντας θα αποκτήσει ψηφιακό έλεγχο σε όλα σχεδόν τα βιβλία που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ.
Αυτή η κατάληξη δεν είναι αναπόφευκτη. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια εθνική ψηφιακή βιβλιοθήκη, το σύγχρονο ανάλογο της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Την ώρα που η πολιτεία αγρόν αγόραζε, το Google αναλάμβανε πρωτοβουλίες. Σκανάρισε, απλά, τα βιβλία και το έκανε τόσο αποτελεσματικά που σε κάποιους άρχισαν να τρέχουν τα σάλια για τα κέρδη που θ’ αποκτούσαν. Θα ήταν λάθος να διαμαρτυρόμαστε για τις προσδοκίες των συγγραφέων και των εκδοτών να προσλάβουν τα δικαιώματά τους και θα πρέπει να μην κρίνουμε βιαστικά τα επιχειρήματα της συλλογικής αγωγής. Ωστόσο, περιμένοντας τους δικαστές της Νέας Υόρκης να αποφασίσουν, είναι αναμφισβήτητο ότι η εν λόγω συμφωνία αποσκοπεί στην κατανομή των κερδών και όχι στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος.
Ένα από τα απρόβλεπτα αποτελέσματα της υπόθεσης είναι ότι το Google θα βρεθεί, όντως, σε μονοπωλιακή θέση ενός νέου είδους εμπορίου, όχι αυτό του ατσαλιού ή της μπανάνας, αλλά της πρόσβασης στη πληροφόρηση. Η επιχείρηση δεν είναι αντιμέτωπη με κανένα σοβαρό αντίπαλο. Η Μicrosoft παραιτήθηκε, εδώ και πολλούς μήνες, από το δικό της σχέδιο ψηφιοποίησης των βιβλίων, ενώ οι άλλες εταιρίες της αγοράς όπως η Open Knowledge Commons (πρώην Open Content Alliance) ή η Internet Archive, είναι ασήμαντες μπροστά της. Μόνο το Google διαθέτει τα αναγκαία μέσα ψηφιοποίησης σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Χάρη στη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με συγγραφείς και εκδότες μπορεί να έχει την παντοδυναμία, παραμένοντας στα όρια της νομιμότητας. Όσα έχει κάνει το Google ως τώρα υποδεικνύουν ότι δεν θα καταχραστεί την εξουσία του. Αλλά τι θα συμβεί όταν οι σημερινοί ιθύνοντες πουλήσουν το μερίδιό τους ή συνταξιοδοτηθούν ; Οι προβλεπόμενες τιμολογήσεις για την πρόσβαση στη μελλοντική βάση δεδομένων αποτελούν ένα πρώτο στοιχείο απάντησης σε αυτή την ερώτηση. Η συμφωνία, έτσι όπως κατέληξε, άφηνε, πράγματι, ελευθερία κινήσεων στην εταιρία για αναδιαπραγμάτευση του κόστους των αδειών με καθέναν από τους πελάτες της, παρ’ όλο που δεσμεύεται στη τήρηση δύο γενικών αρχών : « 1. την προσαρμογή των κατατιθέμενων στους δικαιούχους εισοδημάτων για κάθε έργο και κάθε άδεια ανάλογα με το δείκτη της αγοράς •και 2. την εξασφάλιση της ευρείας πρόσβασης στο κοινό, κυρίως στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ».
Τι θα συμβεί αν το Google επιλέξει το κέρδος εις βάρος του κοινού του ; Τίποτα, αν λάβουμε υπόψη μας τις διατάξεις της συμφωνίας. Μόνο το Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων δρώντας εν ονόματι των δικαιούχων, θα μπορούσε να επιβάλλει νέες τιμές στην εταιρία, αλλά μοιάζει σχεδόν απίθανο να έχει αντίρρηση σε υψηλότερες τιμές. Το Google μπορεί να επιλέξει τη χαμηλή τιμολόγηση. Αλλά τίποτα δεν θα το εμπόδιζε να δανειστεί μία στρατηγική όμοια με αυτή των εκδοτών επιστημονικών περιοδικών : δελεάζουν αρχικά τον πελάτη με μία ελκυστική προσφορά, στη συνέχεια, όμως, όταν αυτός « τσιμπήσει », ανεβάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τιμές.
Οι υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς ανταπαντούν ότι η αγορά θα ρυθμιστεί από μόνη της. Εάν το Google γίνει πολύ ακριβό, οι καταναλωτές θα ακυρώσουν τις συνδρομές τους και οι τιμές, κατά συνέπεια, θα πέσουν. Αλλά δεν υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη προσφορά και τη ζήτηση στους μηχανισμούς που διέπουν τη χορήγηση « θεσμικών » αδειών, τουλάχιστον όπως προβλέπουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία. Φοιτητές, καθηγητές και βιβλιοθηκονόμοι δεν θα βάλουν οι ίδιοι το χέρι στην τσέπη.
Είναι οι βιβλιοθήκες που θα πληρώνουν και δεν μπορέσουν να εξασφαλίσουν κονδύλια για την ανανέωση της συνδρομής τους, πιθανόν να προκαλέσουν διαμαρτυρίες από τους « εθισμένους » στις υπηρεσίες του Google αναγνώστες. Θα προτιμήσουν, λοιπόν, να ελαχιστοποιήσουν τα άλλα τους έξοδα, μειώνοντας για παράδειγμα, την αγορά βιβλίων, όπως το έκαναν ήδη, όταν οι εκδότες ανέβασαν υπερβολικά τις τιμές των επιστημονικών περιοδικών.
Παρόλο που δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, μπορούμε μόνο να διαβάσουμε προσεκτικά τους όρους της συμφωνίας και να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις. Εάν το Google καταστήσει προσιτό, σε λογικές τιμές, τον πλούτο όλων των μεγαλύτερων αμερικανικών βιβλιοθηκών, τότε δεν θα πρέπει να τσιγκουνευτούμε τα συγχαρητήριά μας. Μήπως, άλλωστε, δεν είναι καλύτερα να διαθέτουμε ένα τεράστιο αρχείο τίτλων, ακόμα και σε ακριβή τιμή, από το να μην έχουμε τίποτα ; Αναμφίβολα, όμως, η συμφωνία του φθινοπώρου 2008 θα μετασχηματίσει ριζικά τον ψηφιακό κόσμο συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις στα χέρια μιας μόνο επιχείρησης.
Με την εξαίρεση της Βικιπαίδεια, το Google ελέγχει ήδη τη πρόσβαση στη πληροφόρηση του Διαδικτύου της πλειονότητας των αμερικάνων, οι οποίοι ψάχνουν για ένα άρθρο, μία φωτογραφία, ένα πλυντήριο ή ένα εισιτήριο κινηματογράφου. Χωρίς να προσμετρήσουμε τις πρόσθετες υπηρεσίες της διάσημης μηχανής αναζήτησης : Google Earth, Google Maps, Google Images, Google Labs, Google Finance, Google Arts, Google Food, Google Sports, Google Health, Google Checkout, Google Alerts και άλλα παράγωγα που ετοιμάζονται. Τώρα, το Google Book Search είναι έτοιμο να εγκαινιάσει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη και το πιο σημαντικό βιβλιοπωλείο στην ιστορία.
Όποιος κι αν είναι ο τρόπος ερμηνείας της συμφωνίας, οι διατάξεις της εμπλέκονται τόσο που επιβάλλονται ως σύνολο. Σήμερα, ούτε το Google, ούτε οι συγγραφείς, ούτε οι εκδότες, ούτε το δικαστήριο της Νέας Υόρκης δεν είναι σε θέση να επιφέρουν αξιοσημείωτες αλλαγές. Είναι μία κρίσιμη καμπή στην ανάπτυξη αυτού που ονομάζουμε κοινωνία της πληροφόρησης. Εάν δεν αποκαταστήσουμε την ισορροπία το ιδιωτικό συμφέρον μπορεί ν’ αναδειχθεί σε σημαντικότερο από το δημόσιο, μια και καλή. Το όνειρο του Διαφωτισμού θα γίνει, τότε, πιο απρόσιτο από ποτέ.

The New York Review of Books

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Νεκρές γλώσσες

Συμπαθής ή αντιπαθής, η κυρία Ρεπούση είχε δίκιο όταν χαρακτήρισε "νεκρές γλώσσες" τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Τα αρχαία ελληνικά καθαυτά είναι νεκρή γλώσσα, επειδή δεν έχει φυσικούς ομιλητές (δηλ. που να την έχουν μητρική γλώσσα). Το ίδιο άλλωστε ισχύει και με τα λατινικά, κι αυτά νεκρή γλώσσα θεωρούνται.
"Μα εγώ τα χρησιμοποιώ και σήμερα", λέει κάποιος. Όχι όμως σε παραγωγή καινούργιου λόγου, και όχι σε κάτι σοβαρότερο από λεκτικά παιχνίδια, όπως είναι το δελτίο ειδήσεων στα αρχαία ελληνικά, που συντάσσει ένας συμπαθής Ισπανός (αν το συνεχίζει ακόμα). Βέβαια, από την άποψη αυτή τα λατινικά έχουν πολύ σοβαρότερες αξιώσεις, αφού στα λατινικά βγαίνουν κάμποσες κανονικές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού (Acta Sanctae Sedis).
"Ναι, αλλά τα αρχαία ελληνικά ζουν μέσα από τη νέα ελληνική γλώσσα", παρατηρεί κάποιος άλλος. Φοβάμαι πως το αν η ελληνική (νέα και αρχαία) είναι "μία και ενιαία" γλώσσα ή όχι, αυτό δεν μπορούμε να το κρίνουμε με αποκλειστικά γλωσσικά κριτήρια, είναι απόφαση πολιτική, όπως πολιτική απόφαση είναι γενικά το αν δυο "διάλεκτοι" ανήκουν στην ίδια γλώσσα ή είναι ξεχωριστές γλώσσες, για παράδειγμα αν η σλαβομακεδονική είναι χωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική. Αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση των σερβοκροατικών, που θεωριόνταν μία γλώσσα και σήμερα υπολογίζονται για δύο: σερβικά και κροατικά. Αφού οι γλώσσες δεν άλλαξαν τα τελευταία 20 χρόνια και τα κριτήρια της γλωσσολογίας επίσης δεν μεταβλήθηκαν, ολοφάνερα τα κριτήρια της ανακήρυξης της κροατικής σε γλώσσα είναι πολιτικά.
"Ναι, αλλά η διδασκαλία αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο είναι πολύ χρήσιμη για την γλωσσική κατάρτιση στα νέα ελληνικά", λένε πολλοί. Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχείρημα, που μπορεί και να ισχύει. Πρέπει πάντως να επισημάνω ότι έγκριτοι γλωσσολόγοι όπως ο σεβαστός Εμμανουήλ Κριαράς ή ο Φαν. Βώρος υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία της αρχαίας από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο πιθανόν να αποβαίνει σε βάρος της κατάρτισης στη νέα ελληνική αφού οι μαθητές βρίσκονται αντιμέτωποι με δυο πολύ διαφορετικές γραμματικές. Πρότειναν λοιπόν αρχαία να διδάσκονται μόνο στο Λύκειο, και να υπάρχουν γερά κλασικά γυμνάσια-λύκεια που να βγάζουν γερούς κλασικούς φιλολόγους.
Εκτός αυτού, δείγμα έχουμε. Από το 1977 ως το 1992 δεν διδάχτηκαν αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο -και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρά να υποστηρίξει ότι η ελληνομάθεια αυτών των παιδιών υστερεί από των νεότερων, όταν επικράτησε η δεξιά αντιμεταρρύθμιση επί κυβέρνησης Μητσοτάκη και ξανάρχισαν να διδάσκονται τα αρχαία από το πρωτότυπο.
Βέβαια, η κυρία Ρεπούση προτείνει να γίνουν προαιρετικά τα αρχαία όχι στο γυμνάσιο αλλά στο λύκειο. Κι αυτό λογικό είναι, αφού τα παιδιά έχουν ήδη διδαχτεί το σύνολο της αρχαίας γραμματικής (της αττικής βέβαια διαλέκτου) στο γυμνάσιο. Και, έτσι κι αλλιώς, στο σημερινό εξετασιοκεντρικό λύκειο όπου όλα υποτάσσονται στο βωμό των πανελλαδικών και τα λύκεια μετατρέπονται σε ιδιότυπα φροντιστήρια, είναι ουτοπικό να ελπίζουμε πως οι μαθητές θα διδαχτούν, δηλ. θα εμπεδώσουν, οποιοδήποτε μάθημα πέρα από τα τέσσερα επιλεγμένα.
Δεν θα πρότεινα σήμερα τον ριζικό περιορισμό της διδασκαλίας των αρχαίων, αν μη τι άλλο επειδή δεν θα έχουμε τι να κάνουμε τους φιλολόγους (και τους θεολόγους για τα θρησκευτικά). Ωστόσο, η μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει σε ορίζοντα δεκαετίας, με σταδιακό περιορισμό των εισακτέων στις φιλοσοφικές.
"Μα, με τα αρχαία ελληνικά γνωρίζεις την άφταστη ελληνική παιδεία". Σύμφωνοι, αλλά ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται εξίσου αν διδάσκονται τα κείμενα από μετάφραση.
"Μα, όποιος διδάσκεται τα αρχαία μαθαίνει τις αλλαγές της γλώσσας, την ετυμολογία, τη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής". Όχι ακριβώς. Όποιος διδάσκεται αρχαία κείμενα της κλασικής περιόδου (ή κείμενα γραμμένα σε αττική γλώσσα), δεν βοηθιέται και πολύ στο να μάθει τα νέα ελληνικά. Μπορεί ο Σοφοκλής κι ο Πλάτων να είναι αξεπέραστοι, αλλά η γλώσσα τους απέχει πάρα πολύ από τη δική μας, λείπουν δυο ή τρεις ενδιάμεσοι κρίκοι. Τα κείμενα τα γραμμένα στην ελληνιστική κοινή υστερούν σε λογοτεχνική αξία (εκτός από τα θεόπνευστα, μη βρούμε κανένα μπελά) αλλά είναι πολύ πιο χρήσιμα για την παρακολούθηση της ιστορίας της γλώσσας, το ίδιο και μεταγενέστερα κείμενα, ιδιωτικοί πάπυροι ας πούμε ή δημώδη βυζαντινά. Αν μείνεις στον Σοφοκλή, ποτέ δεν θα δεις πως "ο πατήρ, τον πατέρα" έγινε "ο πατέρας, του πατέρα". Στον Ιωάννη Μαλάλα θα το δεις (νομίζω). Μα, αυτά είναι κείμενα μικρής αξίας, θα πείτε. Ναι, είναι. Αλλά κατά παράδοξο τρόπο όσο λιγότερο λογοτεχνικό είναι ένα κείμενο τόσο πιο πολύ βοηθάει στη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας. Το λιγότερο, αυτά τα ταπεινά κείμενα θα μπορούσαν να διδάσκονται σε ένα απάνθισμα στο μάθημα της Ιστορίας της γλώσσας. Κι έτσι θα μας έφευγε και ο κάλος από το συλλογικό μας μυαλό, που τον καλλιεργούν κάμποσοι φιλόλογοι, κάποιοι καλοπροαίρετα, ότι η νέα ελληνική είναι γλώσσα "χαμηλότερης ποιότητας" από την αρχαία.
Ξαναλέω όμως: προς το παρόν, κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων δεν νομίζω ότι τίθεται. Οπότε, ας περάσουμε στο τελευταίο θέμα: μήπως η άποψή μου για τη συνέχεια ή όχι της γλώσσας είναι υπεκφυγή; Πιθανόν να βρίσκομαι μετέωρος ανάμεσα στις δύο θέσεις -"η ελληνική είναι μία και ενιαία" - "τα νέα ελληνικά είναι άλλη γλώσσα από τα αρχαία". Ότι η ελληνική είναι μία και ενιαία δεν αντέχει αν σκεφτούμε ότι τα αρχαία κείμενα τα διαβάζουμε σε μετάφραση, τα θεατρικά έργα τα βλέπουμε σε μετάφραση κτλ. Ότι είναι άλλη γλώσσα, βάζει άλλου είδους προβλήματα: πόσες γλώσσες είναι;
Οπότε, έχω καταλήξει ότι η ελληνική γλώσσα (πιθανώς και άλλες γλώσσες) είναι το πλοίο του Θησέα. Οι Αθηναίοι είχαν χτίσει, λέει το φιλοσοφικό πρόβλημα, έναν ωραίο νεώσοικο όπου το τιμημένο πλοίο αναπαυόταν με δόξα και τιμή. Κάθε που σάπιζε ένα σανίδι το άλλαζαν. Τελικά άλλαξαν όλα τα σανίδια. Οπότε, ήταν ακόμα το πλοίο του Θησέα ή όχι; Η απόφαση (αν είναι ή όχι το ίδιο πλοίο) είναι πολιτική.

του Νίκου Σαραντάκου

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Ζωρζ Μπατάιγ - Θεωρία της θρησκείας

Η στιγμή της αλλαγής προσφέρεται σε ένα πέρασμα: η νοητή σφαίρα αποκαλύπτεται σε μια έκσταση, σε μια ξαφνική κίνηση της υπέρβασης, όπου ξεπερνιέται η απτή ύλη. Ο νους ή η έννοια, τοποθετημένα εκτός χρόνου, ορίζονται ως κυρίαρχη τάξη, στην οποία υποτάσσεται ο κόσμος των πραγμάτων, όπως ακριβώς υπέτασσε κάποτε τους Θεούς της μυθολογίας. Με τον τρόπο αυτό, ο νοητός κόσμος αποκτά την εμφάνιση του Θείου.
Αλλά η υπέρβασή του είναι διαφορετικής φύσης από την ατελή υπέρβαση του Θείου στις αρχαϊκές θρησκείες. Το Θείο αρχικά μπορούσε να αδραχτεί σε στιγμές οικειότητας (της βίας, του ουρλιαχτού, του είναι σε έκρηξη, τυφλού και ακατανόητου, του σκοτεινού και κακοπροαίρετου ιερού)· αν ήταν υπερβατικό, αυτό συνέβαινε με τρόπο δοκιμαστικό για τον άνθρωπο που δρούσε στη σφαίρα της πραγματικότητας αλλά αποκαθίστατο σε αυτή της οικειότητας. Αυτή η δευτερεύουσα υπέρβαση ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη του νοητού κόσμου, η οποία παραμένει εσαεί χωρισμένη από τον κόσμο των αισθήσεων. Η υπέρβαση ενός πιο ριζικού δυϊσμού είναι το πέρασμα από ένα κόσμο σε έναν άλλο. Πιο συγκεκριμένα, είναι η αναχώρηση από αυτό τον κόσμο, η αναχώρηση από τον κόσμο, τελεία --γιατί, απέναντι στον αισθητό κόσμο, ο νοητός κόσμος δεν είναι τόσο ένας διαφορετικός κόσμος όσο κάτι έξω από τον κόσμο.
Αλλά ο άνθρωπος τον οποίο εννοούμε δυϊκά είναι ασύμβατος με τον αρχαϊκό άνθρωπο γιατί δεν υπάρχει πλέον καμμία οικειότητα ανάμεσα σε αυτόν και τον κόσμο τούτο. Αυτός ο κόσμος στην πραγματικότητα είναι εμμενής μέσα του αλλά αυτό συμβαίνει στον βαθμό που ο ίδιος δεν χαρακτηρίζεται από οικειότητα· στο βαθμό που καθορίζεται από πράγματα, και που είναι και ο ίδιος πράγμα, εφόσον είναι ένα ξεχωριστό άτομο. Φυσικά, ο αρχαϊκός άνθρωπος δεν συμμετείχε διαρκώς στην  μεταδοτική βία της οικειότητας, αλλά αν απομακρυνόταν από αυτή, οι τελετές διατηρούσαν την δύναμη να τον ξαναφέρουν πίσω σ' αυτή την κατάλληλη στιγμή. Στο επίπεδο της δυϊκής αντίληψης κανένα απομεινάρι των αρχαίων τελετών δεν μπορεί να αποτρέψει τον αναστοχαστικό άνθρωπο, τον οποίο συγκροτεί ο στοχασμός, απ' το να είναι, τη στιγμή της εκπλήρωσής του, ο άνθρωπος της χαμένης οικειότητας. Χωρίς αμφιβολία η οικειότητα δεν είναι ξένη για αυτόν· δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν γνωρίζει τίποτε για αυτή, εφόσον διατηρεί την ανάμνησή της. Αλλά η ανάμνηση αυτή τον στέλνει εκτός ενός κόσμου στον οποίο δεν υπάρχει τίποτε που να ανταποκρίνεται στην επιθυμία που έχει για αυτόν. Σ' αυτόν τον κόσμο ακόμα και τα πράγματα, στα οποία εναποθέτει τον στοχασμό του, χωρίζονται βαθιά από τον ίδιο, και τα ίδια τα όντα συντηρούνται στην αμετάφραστη ατομικότητά τους. Για αυτό και η υπέρβαση για αυτόν τον άνθρωπο δεν έχει καθόλου την έννοια του χωρισμού αλλά μάλλον της επιστροφής. Χωρίς αμφιβολία είναι απροσπέλαστη, εφόσον είναι υπέρβαση: λειτουργώντας, θεμελιώνει το αδύνατο, για τον λειτουργό της, του να είναι εμμενής ως προς το αποτέλεσμα της λειτουργίας. Αλλά ενώ το άτομο που είναι δεν μπορεί να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο ή να συνδεθεί με ό,τι υφίσταται πέρα από τα δικά του όρια, διακρίνει στα κλεφτά, στην ξαφνική έγερση, αυτό που δεν μπορεί να αδραχτεί αλλά που γλιστράει από τα δάχτυλά του ακριβώς ως déjà vu. Για αυτόν, τούτο το déjà vu είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που βλέπει, και το οποίο είναι πάντα χωρισμένο από τον ίδιο --και για τον ίδιο λόγο, και από τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι νοητό από τον ίδιο, που ξυπνά την ανάμνηση μέσα του, αλλά που χάνεται αμέσως με την εισβολή των σιθητηριακών πληροφοριών, οι οποίες επανεγκαθιδρύουν τον χωρισμό από κάθε πλευρά. Αυτό το ξεχωριστό ον είναι ακριβώς ένα πράγμα γιατί είναι χωρισμένο από τον ε-αυτό του: αυτό είναι το πράγμα και ο χωρισμός, αλλά ο εαυτός, αντίθετα, είναι μια οικειότητα που δεν χωρίζεται από τίποτε (εκτός από αυτό που χωρίζεται από την οικειότητα, δηλαδή "αυτό", και μαζί με αυτό, από όλο τον κόσμο των ξεχωριστών πραγμάτων).

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Ανθρωπισμός και πολιτική

Ο ανθρωπισμός εξελίσσεται σε θεμελιώδη πολιτική ιδεολογία του 21ου αιώνα. Ο ακτιβισμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα μετατρέπεται σε αντι-πολιτική, άμυνα των «αθώων» έναντι της εξουσίας χωρίς καμία κατανόηση της λειτουργίας της εξουσίας και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για συλλογική δράση που θα μπορούσε να αλλάξει τα αίτια της φτώχειας, της αρρώστιας ή του πολέμου.

«Ευχαριστούμε που ήρθατε να υποστηρίξετε το σπουδαιότερο πράγμα στην ιστορία του κόσμου», είπε ο Κρις Μάρτιν, ο πρώτος τραγουδιστής του ποπ συγκροτήματος Coldplay, στο πλήθος, στη συναυλία Live8 στο Χάιντ Παρκ, στο Λονδίνο. «Δεν ζητάμε φιλανθρωπία, ζητάμε ειρήνη». Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρώτος τραγουδιστής των U2 και συνδιοργανωτής της εκδήλωσης, ο Μπόνο, εξέφρασε το σκοπό της σειράς των συναυλιών που οργανώθηκαν με αφορμή τη συνάντηση των ηγετών της G8 στη Σκωτία. Με αλλεπάλληλες εκκλήσεις στους ηγέτες των οκτώ πλουσιότερων εθνών του κόσμου, η Live8 ζήτησε τη διαγραφή του αφρικανικού χρέους και μια σημαντική αύξηση του επιπέδου της βοήθειας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έπρεπε να τεθούν στο επίκεντρο της ατζέντας των ηγετών της Δύσης.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες που παρακολούθησαν τις οκτώ συναυλίες ανά τον κόσμο συμφωνούσαν με αυτά τα συναισθήματα. Τα δάκρυα και η συμπάθεια για τη δυστυχία και τον πόνο στην Αφρική κυριαρχούσαν στον εκτεταμένο χώρο που αφιέρωσαν στη συναυλία οι βρετανικές εφημερίδες. Τα πλήθη πέρασαν υπέροχα ακούγοντας τη Μαντόνα, τους Πινκ Φλόιντ και τον Πολ ΜακΚάρτνει, συμμετέχοντας στο «μεγαλύτερο γεγονός που οργανώθηκε ποτέ», διαμαρτυρόμενα για τη φτώχεια και την αρρώστια στην Αφρική. Η δικαιοσύνη «ήταν το απλούστερο και πιο διαδεδομένο θέμα. Όλοι έγιναν ξαφνικά, παγκόσμια, πολιτικοποιημένοι» (Euan Ferguson, The Observer, 2005). Ως συνδυασμός ηδονισμού και καλής συνείδησης, το Live8 δεν θα ξεπεραστεί εύκολα σε μέγεθος ή υπερβολή. Με πάρτι ως πολιτική, με ποτό και χορό ως ηθική έκκληση.

Η δημόσια διαμαρτυρία ενέχει ένα στοιχείο δημοσιότητας που αναγνωρίζεται από το νόμο για τη δημόσια τάξη. Οι δραστηριότητες διαμαρτυρίας, οι πορείες, οι διαδηλώσεις, οι πικετοφορίες και οι καθιστικές διαμαρτυρίες εμπεριείχαν πάντα ένα στοιχείο βίας ή τουλάχιστον ενόχλησης γι’ αυτούς που διαμαρτύρονται και για το κοινό γενικά. Οι πορείες και οι διαδηλώσεις γίνονται δημόσια, αλλά φέρνουν επίσης τους ανθρώπους κοντά και από ξεχωριστές μονάδες δημιουργούν ένα κοινό, είτε στο δημόσιο πεδίο των εφημερίδων και των δημοσίων συζητήσεων των αρχών του καπιταλισμού είτε στους δρόμους, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους της σύγχρονης ζωής. Αλλά η πολιτική των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν ασχολείται τόσο με τη δημοσιότητα, τις κοινές ιδέες ή πράξεις, τις πορείες. Στην παγκόσμια πολιτική διαμαρτυρίας, την ενόχληση έχει αντικαταστήσει ο ηδονισμός και η δημοσιότητα από τις τηλεοπτικές εκστρατείες, τις ιδιωτικές δωρεές και τα πάρτι. Καθόλου παράξενο που οι «στόχοι» της Live8 θα ήταν ευτυχείς αν μπορούσαν να συμμετέχουν στη εναντίον τους «δράση», σύμφωνα με τον υπουργό Γκόρντον Μπράουν.

Η Πολιτική ως Εκστρατεία Δικαιωμάτων

Τα ανθρώπινα δικαιώματα εξελίχτηκαν σε θεμελιώδη πολιτική ιδεολογία φέρνοντας κοντά την ευημερία της Δύσης με τις κακουχίες του παγκόσμιου Νότου. Τι σημαίνει όμως για την πολιτική η μετάλλαξή της σε εκστρατεία δικαιωμάτων; Ποιο είναι το «ανθρώπινο» των εκστρατειών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ποια είναι η ανθρωπιά του ανθρωπισμού; Η ιδέα της ανθρωπιάς που οι επιστολικές εκστρατείες της Band Aid, της Live8 και της Διεθνούς Αμνηστίας προτείνουν και προωθούν κυριαρχεί στη φαντασία μας και τους θεσμούς μας και καθορίζει πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Στη θεωρία, το ανθρώπινο υποκείμενο φέρνει κοντά και υπερβαίνει όλα τα περιφερειακά χαρακτηριστικά όπως η εθνικότητα, η υπηκοότητα, η τάξη, το φύλο, η φυλή ή η σεξουαλικότητα. Ο φιλελεύθερος ιδεολόγος Michael Ignatieff πατάει σε σίγουρο έδαφος όταν ισχυρίζεται πως τα ανθρώπινα δικαιώματα ενσωματώνουν την ιδέα ότι «το είδος μας είναι ένα» ( Human Rights as Politics and Idolatry, 2004). Θα έπρεπε να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον άνθρωπο, παρά τις εμπειρικές διαφορές ανά τον κόσμο, στο Σίτυ του Λονδίνου και τις παράγκες της Βομβάης, στα εξοχικά σπίτια του Μπερκσάιρ και τα αστικά σπίτια της Βαγδάτης. Το ανθρώπινο πλάσμα έχει παντού τις ίδιες ανάγκες, επιθυμίες και χαρακτηριστικά και αυτά (θα έπρεπε να) καθορίζουν τα δικαιώματα που έχουμε. Τα δικαιώματα ακολουθούν τη φύση μας. Ως φυσικά, είναι εμφανή, συμφωνούν όλοι γι’ αυτά, δεν υπάρχει άνθρωπος καλής πίστης που να μην αποδέχεται την οικουμενικότητά τους ή την πολιτική δραστικότητά τους. Είναι οι τίτλοι της κοινής ανθρωπιάς, κάτι που ανήκει σε όλους μας λόγω του βασικού γεγονότος ότι είμαστε άνθρωποι.

Στο σημείο αυτό αρχίζουν όμως να μας ζώνουν οι αμφιβολίες. Δεν θα χρειαζόμασταν νομική ενίσχυση αυτών των «εμφανών» τίτλων αν ήταν τόσο εμφανείς. Η θεσμική διακήρυξη και προστασία τους δείχνει πως δεν υπάρχει μία ανθρωπιά, πως η ανθρώπινη φύση δεν είναι κοινή σε όλους, πως η φύση δεν μπορεί να προστατεύσει τους δικούς της. Η Live8 αποτελεί μέρος της θλιβερής διαπίστωσης πως, παρά τις διακηρύξεις για ανθρωπισμό, δεν υπάρχει μία ανθρωπιά, το «ανθρώπινο» σπάει σε διαφορετικά μέρη. Ένα μέρος είναι η ανθρωπότητα που υποφέρει, το ανθρώπινο ως θύμα. Άλλο μέρος είναι η ανθρωπότητα που σώζει, το ανθρώπινο ως διασώστης. Η καλοσύνη της ανθρωπότητας εξαρτάται από τη δυστυχία της και χωρίς καλοσύνη η δυστυχία δεν θα αναγνωριζόταν. Τα δύο μέρη εξαρτώνται το ένα απ’ το άλλο για να συνυπάρξουν, όπως οι πλευρές ενός νομίσματος. Υπάρχει όμως ένας δεύτερος διαχωρισμός. Η ανθρωπότητα υποφέρει επειδή κάποια μέρη της είναι κακά, εκφυλισμένα, βάναυσα και επιβάλουν απερίγραπτες φρικαλεότητες στα υπόλοιπα. Δεν μπορεί να υπάρξει λύτρωση χωρίς αμάρτημα, δώρο χωρίς στέρηση, Band Aid χωρίς πείνα.

Αυτός ο δεύτερος διαχωρισμός αναγνωρίζεται επισήμως στη σημαντική έννοια των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Η δίκη της Νυρεμβέργης, που νομοθέτησε πρώτη αυτή τη νομική καινοτομία, θεωρείται συμβολική στιγμή στη δημιουργία του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα εμφανίστηκαν όταν η ανθρωπότητα αναγνώρισε πως ένα μέρος της διαπράττει αξιοκαταφρόνητες φρικαλεότητες έναντι ενός άλλου, ενώ ένα τρίτο μέρος είναι ο σωτήρας και λυτρωτής που χρησιμοποιεί το νόμο, τη λογική και μερικές φορές τη βία για να τιμωρήσει τους δράστες και να θεραπεύσει τον πόνο και το κακό. Η ανθρωπότητα υποφέρει από το κακό και το έγκλημα ή από τις επιδράσεις του ανθρώπινου σφάλματος που μπορεί να αποφευχθεί ή της κακής τύχης που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Εάν η ανθρωπότητα υποφέρει από το δικό της κακό και πρέπει να σωθεί, το κακό και οι συνέπειές του, η ευπάθεια, η δυστυχία και ο πόνος, είναι το οικουμενικό χαρακτηριστικό της.

Θύματα, θύματα, παντού

Τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι πολιτικές παραδόσεις αποδίδουν τη δυστυχία στο κακό. Στη χριστιανική, και ειδικότερα στην προτεσταντική θεολογία, ο πόνος είναι ένα μόνιμο υπαρξιακό χαρακτηριστικό, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του αρχέγονου αμαρτήματος. Η δυστυχία είναι αποτέλεσμα της παράβασης, της έλλειψης ή στέρησης του καλού. Ο Michael Ignatieff συμφωνεί. Οι στόχοι των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι «να βάζουν πρώτη την απανθρωπιά, να δίνουν τέλος στην ‘άδικη δυστυχία και τη μεγάλη φυσική σκληρότητα’». Το κακό έρχεται πρώτο, το καλό ορίζεται αρνητικά ως στέρηση κακού, ως εξάλειψη, θεραπεία ή απουσία του κακού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο ανθρωπισμός φέρνουν τα διάφορα μέρη της ανθρωπότητας κοντά, προσπαθούν να συρράψουν μια κοινή ανθρώπινη ουσία μέσα από το βαθιά τραυματισμένο σώμα.

Ο μετα-κομμουνιστικός ανθρωπισμός, φοβισμένος από τις φρικαλεότητες της ιδεολογίας του 20ού αιώνα, προτιμά μια ανθρωπότητα που υποφέρει και αντικαθιστά τα μεγάλα αφηγήματα της ιστορίας με την ατυχία του είδους. Η ανθρωπότητα δεν ενώνεται μέσα απ’ τα σχέδια των επαναστατών, αλλά μέσα από τον οικουμενικό πόνο και οίκτο. Τα πολιτικά γεγονότα δεν χαίρουν συγκεκριμένης ανάλυσης, δεν εξετάζονται για τις ιστορικές ρίζες τους, κρίνονται από τις ποσότητες πόνου που προκαλούν. Είναι μια παρήγορη θεώρηση. Καθοδηγούμαστε αποκλειστικά από ηθικά συναισθήματα. Ενωμένοι στον οίκτο μας, αναζητούμε ανακουφιστικές παρεμβάσεις και νοιαζόμαστε ελάχιστα για την κατάσταση πριν ή μετά την παρέμβαση, απ’ τη στιγμή που μειώνει την ποσότητα του πόνου. Το αποτέλεσμα είναι η πολυπλοκότητα της ιστορίας, το περιεκτικό πολιτικό πλαίσιο και η πολλαπλότητα των πιθανών απαντήσεων σε κάθε νέα «ανθρωπιστική τραγωδία» να χάνονται.

Οι ιδεολογίες θυσίασαν άτομα για το μέλλον της ανθρωπότητας, γιατί οι ανθρωπιστές δεν χρησιμεύουν παρά ως αποκρυπτογράφοι για την ανθρωπότητα που υποφέρει. Γιατί το ειδικό βάρος κάθε ατόμου και η μοναδικότητα κάθε κατάστασης αντικαθίστανται από μια γκρίζα, μονολιθική ανθρωπότητα, το ακριβώς αντίθετο από την απεριόριστη ποικιλία της ανθρώπινης εμπειρίας. Όπως λέει ο Alain Finkielkraut, «η ανθρωπιστική γενιά δεν αγαπάει τους ανθρώπους- αναστατώνουν υπερβολικά- χαίρεται όμως να τους φροντίζει. Οι ελεύθεροι άνθρωποι την τρομάζουν. Έτοιμη να εκφράσει πλήρως την τρυφερότητά της όταν είναι βέβαιη πως δεν θα φύγουν, προτιμά τους ανθρώπους με αναπηρία» (In the Name of Humanity, 2000). Επιπλέον, καθώς η αξία του οίκτου και της παρέμβασης που ακολουθεί ορίζονται σε ένα εικονικό χρηματιστήριο πόνου, η «τιμή» των συμφορών σπρώχνεται ασταμάτητα προς τα πάνω. Το Ολοκαύτωμα έχει γίνει το οικουμενικό κριτήριο σύγκρισης και το μέτρο του κακού για κάθε νέα πραγματική ή φανταστική φρικαλεότητα, κάθε Ρουάντα Βοσνία, Κόσοβο κρίνεται σε σχέση με αυτό. Όπως είπε ο Paul Ricoeur, «τα θύματα του Άουσβιτς είναι στη μνήμη όλων μας οι κατεξοχήν εκπρόσωποι όλων των θυμάτων της ιστορίας. Η θυματοποίηση είναι η άλλη πλευρά της ιστορίας που κανένα λογικό τέχνασμα δεν μπορεί ποτέ να δικαιολογήσει» (Time and Narrative, 1998). O οίκτος έχει υποκαταστήσει την πολιτική, τη λογική της ηθικής, την πρόοδο της δυστυχίας. Η οικουμενική ανταλλαγή δυστυχίας και ο καπιταλισμός της αγοράς κατάφεραν τελικά να ενώσουν το ανθρώπινο είδος».

Η Αποικιοκρατική Λογική των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων

Παρά τις διαφορές περιεχομένου, η αποικιοκρατία και το κίνημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων σχηματίζουν μια συνέχεια, είναι επεισόδια του ίδιου δράματος, που ξεκίνησε με τις μεγάλες ανακαλύψεις του νέου κόσμου και συνεχίζεται τώρα στους δρόμους του Ιράκ, φέρνοντας τον πολιτισμό στους βαρβάρους. Ο ισχυρισμός για διάδοση της Λογικής και της Χριστιανοσύνης έδωσε στις δυτικές αυτοκρατορίες την αίσθηση ανωτερότητάς τους και την κινητήρια δύναμή τους σε οικουμενικό επίπεδο. Η παρόρμηση είναι πάντα εκεί. Οι ιδέες επαναπροσδιορίστηκαν αλλά η πίστη στην οικουμενικότητα της κοσμοθεωρίας μας παραμένει τόσο ισχυρή όσο αυτή των αποικιοκρατών. Υπάρχει μικρή διαφορά ανάμεσα στην επιβολή της λογικής και της καλής διακυβέρνησης και στον προσηλυτισμό για τη Χριστιανοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποτελούν και τα δυο μέρος του, επιθετικού και λυτρωτικού ταυτόχρονα, πολιτισμικού πακέτου της Δύσης.

Η θρησκεία είναι εγγενώς λόγος της αλήθειας. Πρέπει να διακηρύττει την ανωτερότητα των δογμάτων της. Η οικουμενική ηθική ακολουθεί την ίδια οδό. Είναι αδύνατο να αξιώνεις την οικουμενικότητα ενός ηθικού κώδικα ή αρχής και να δέχεσαι ότι άλλοι μπορεί νομίμως να διαφωνούν με αυτόν. Εάν υπάρχουν πολλές απόψεις αλλά μια σωστή απάντηση, εναπόκειται στο άτομο, το κράτος ή τη συμμαχία που την έχει, να την περάσει και τελικά να την επιβάλει σε άλλους. Η ηθική, όπως και η θρησκεία, τακτοποιεί τους ανθρώπους σε θέσεις ανωτερότητας και υποβίβασης. Η «παγκοσμιοποίηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων ταιριάζει σε ένα ιστορικό πρότυπο στο οποίο η υψηλή ηθική προέρχεται από τη Δύση ως πολιτισμένος αντιπρόσωπος έναντι κατώτερων μορφών πολιτισμού στον υπόλοιπο κόσμο».Ο δυτικός συνήθιζε να κουβαλάει το φορτίο του λευκού άντρα, την υποχρέωση να διαδώσει τον πολιτισμό, τη λογική, τη θρησκεία και το νόμο στο βάρβαρο μέρος του κόσμου. Εάν τα αποικιοκρατικά πρότυπα ήταν ο ιεραπόστολος και ο αποικιοκράτης διοικητής, τα μετα-αποικιακά πρότυπα είναι ο εκστρατεύων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο λειτουργός της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Η ανθρωπότητα μετέθεσε την αποικιοκρατική εξουσία. Ο μεταμοντέρνος φιλάνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πάει σε μακρινά μέρη για να χτίσει νοσοκομεία και αποστολές. Η παγκοσμιοποίηση εξασφάλισε ότι μπορεί να το κάνει αυτό από το μπροστινό του δωμάτιο, βλέποντας τηλεοπτικές εικόνες εγκατάλειψης και αγριότητας και πληρώνοντας με την πιστωτική του κάρτα.

Παρά τις δομικές διαφορές μεταξύ θύματος και εκστρατεύοντος, η θεώρηση της πολιτικής όπως προβάλλεται στις εκστρατείες για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κοινή και στους δυο. Ο χορηγός όπως και το θύμα είναι παθητικός αποδέκτης μηνυμάτων και λύσεων ως βοηθητικός αποδέκτης. Η συμβολή του περιορίζεται στην αποδοχή των εναλλακτικών λύσεων που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης. Εάν το θύμα είναι το ανόητο παιχνίδι εξουσιών που ξεπερνούν τις δυνάμεις του, ο χορηγός αποδέχεται εξίσου πως αυτό το μέρος του κόσμου βρίσκεται πέρα από κάθε λύτρωση και η φιλανθρωπία αποτελεί προσωρινή ανακούφιση.

Σε αντίθεση με τον ιεραπόστολο, ο ανθρωπιστής δεν χρειάζεται να πιστεύει σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία ή ιδεολογία, εκτός από την παγκόσμια ιδεολογία ότι οι άνθρωποι υποφέρουν και έχουμε χρέος να ανακουφίζουμε τις πληγές τους. Ο πόνος και η δυστυχία έχουν υποκαταστήσει την ιδεολογία και τα ηθικά συναισθήματα έχουν υποκαταστήσει την πολιτική, όπως ο Richard Rorty μας συμβούλευσε να κάνουμε. Αυτό όμως το είδος ακτιβισμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων μετατρέπεται σε αντι-πολιτική, άμυνα των «αθώων» έναντι της εξουσίας χωρίς καμία κατανόηση της λειτουργίας της εξουσίας και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για συλλογική δράση που θα μπορούσε να αλλάξει τα αίτια της φτώχειας, της αρρώστιας ή του πολέμου.

Κάνοντας το Καλό

Τα στοιχήματα των ανθρωπιστικών εκστρατειών είναι μεγάλα. Προϋποθέτοντας το θύμα και/ή σώζοντας τον άλλον από ανθρωπισμό δημιουργούμε ανθρωπιά. Ο δράστης/θύμα αποτελεί υπενθύμιση, στοιχειό από το αποκηρυγμένο παρελθόν μας. Είναι το φαντασιακό αντίγραφο της Δύσης, κάποιος που φέρει τα δικά μας χαρακτηριστικά και φοβάται, αν και με την αντίστροφη, φτωχότερη έννοια. Απ’ τη στιγμή που το ηθικό σύμπαν περιστρέφεται γύρω από την αναγνώριση του κακού, κάθε σχέδιο ένωσης των ανθρώπων στο όνομα του καλού καταδικάζεται ως κακό. Ο καντιανός ηθικολόγος καταγγέλλει κάθε ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο, κάθε πράξη που στοχεύει στη δικαιοσύνη ή τη ριζοσπαστική ισότητα. Η βούληση για καλό θα μετατραπεί σίγουρα σε εφιάλτη και ολοκληρωτισμό. Γι’ αυτό, το αντίτιμο της πολιτικής των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι ο συντηρητισμός.

Η ηθικολογική αντίληψη καθιστά αδύνατες και ταυτόχρονα εμποδίζει τις θετικές πολιτικές θεωρήσεις και δυνατότητες. Η ηθική των ανθρώπινων δικαιωμάτων νομιμοποιεί αυτό που η Δύση ήδη κατέχει. Το κακό είναι αυτό που ούτε κατέχουμε ούτε απολαμβάνουμε. Αλλά όπως λέει ο Alain Badiou, ενώ το ανθρώπινο είναι εν μέρει απάνθρωπο, είναι επίσης περισσότερο από ανθρώπινο. Υπάρχει μια ‘υπεράνθρωπη ή αθάνατη διάσταση στο ανθρώπινο’ (Badiou, A subject to Truth, 2003). Γινόμαστε ανθρώπινοι στο βαθμό που επιβεβαιώνουμε μια φύση που ενώ είναι εντελώς θνητή δεν είναι έτοιμη να θυσιαστεί και δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες του παιχνιδιού. Η κατάσταση του θύματος, από την άλλη πλευρά, ‘του ζώου που υποφέρει, του σκελετωμένου ατόμου που πεθαίνει, συρρικνώνει τον άνθρωπο στη ζωώδη υποδομή του, στην καθαρή και απλή θνητή ιδιότητά του…ούτε η θνησιμότητα ούτε η σκληρότητα μπορούν να ορίσουν τη μοναδικότητα του ανθρώπινου στον κόσμο των ζωντανών.

Θα έπρεπε να αντιστρέψουμε την ηθική μας προσέγγιση: δεν είναι η δυστυχία και το κακό που ορίζουν το καλό ως την άμυνα που προβάλλει η ανθρωπότητα έναντι της κακής πλευράς της. Είναι η θετική ικανότητά μας να κάνουμε το καλό, η αποδοχή της δυνατότητάς μας να ενεργήσουμε και να αλλάξουμε τον κόσμο, που πρέπει να καταγγείλουν το κακό ως ανοχή ή προώθηση του υπαρκτού και όχι αντίστροφα. Με αυτή την έννοια, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μας προστατεύουν από την απανθρωπιά, αλλά θα μπορούσαν να κάνουν το ανθρώπινο περισσότερο από ανθρώπινο. Ίσως πρέπει να παραμερίσουμε τα δικαιώματα προς όφελος του δίκαιου.
 
του Κώστα Δουζίνα