Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Τζούλιο Τζορέλο - "Χωρίς Θεό"

-Στην πνευματική σας διαμόρφωση υπήρξε καθοριστική η ανάγνωση του δοκιμίου του Μπέρτραντ Ράσελ «Γιατί δεν είμαι χριστιανός». Τι σας εντυπωσίασε σε αυτό;
Πάνω απ' όλα με εντυπωσίασε η διανοητική διαύγεια και το θάρρος αυτού του γίγαντα του εικοστού αιώνα, ο οποίος υπήρξε τόσο σημαντικός όχι μόνον για τη φιλοσοφία της επιστήμης αλλά και για την ηθική και την πολιτική. Σε αυτό το κείμενο, ο Ράσελ εκφραζόταν ως εξής: «Οταν θα πεθάνω θα εκμηδενιστώ και τίποτα από μένα δεν θα επιζήσει. Δεν είμαι πλέον νέος και αγαπώ τη ζωή. Αρνούμαι όμως να ζω τρέμοντας από φόβο με τη σκέψη της εκμηδένισης. Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο αληθινή επειδή πρέπει να τελειώσει, ούτε η σκέψη και η αγάπη χάνουν την αξία τους επειδή δεν είναι αθάνατες». Οταν ήμουν ακόμα μαθητής του λυκείου, σκεφτόμουν πολύ πιο επίμονα από όσο σήμερα την ιδέα του τέλους όλων των πραγμάτων. Λόγια όπως αυτά του Ράσελ μου υποδείκνυαν έναν εγκόσμιο τρόπο για να προχωρήσω μπροστά. Ηταν δηλαδή ένα κίνητρο για να πω ναι στη ζωή -εννοώ αυτή την επίγεια ζωή- χωρίς κάποια ουράνια ανησυχία.
-Ενα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται για την αντίκρουση του αθεϊσμού είναι το ακόλουθο: πώς γίνεται να αρνείστε την ύπαρξη του Θεού, αφού δεν το γνωρίζετε; Δεν νομίζετε ότι ο αθεϊσμός είναι μια μορφή αντεστραμμένου θεϊσμού, δηλαδή η επαναπρόταση με αρνητικούς όρους εκείνου που δεν μπορεί παρά να είναι μια πράξη πίστης;
Στο βιβλίο μου θεωρώ τον αθεϊσμό ως μια υπαρξιακή στάση, που σημαίνει ότι είναι και ένας τρόπος για να θέτει κανείς φιλοσοφικά και επιστημονικά ζητήματα. Διόλου τυχαία τον ορίζω μεθοδολογικό, δηλαδή μη δογματικό, αθεϊσμό. Επομένως δεν είναι διόλου μια μορφή πίστης ανάλογη με εκείνη αυτού που πιστεύει στον ένα ή στον άλλο Θεό.
-Σύμφωνα με τον άθεο όχι μόνον δεν υπάρχει Θεός αλλά ούτε και ψυχή, καθώς αυτή θεωρείται «λειτουργία» του σώματος και επομένως θνητή όπως και αυτό, αφού παύει να υπάρχει με το θάνατο του σώματος. Τι είναι κατά τη γνώμη σας η ψυχή ή ο ανθρώπινος νους; Ανάγονται στον εγκέφαλο;
Εδώ και αιώνες ή και χιλιετίες οι άνθρωποι ασχολούνται με το δυϊσμό νου και σώματος, ψυχής και σάρκας. Πριν ακόμα από τα αποτελέσματα της βιολογίας και της νευροφυσιολογίας, αυτός ο δυϊσμός καταρρίφθηκε από δυο μεγάλους πρωταγωνιστές της φιλοσοφίας: τον ορθολογιστή Μπαρούχ Σπινόζα και τον εμπειριστή Ντέιβιντ Χιουμ. Εκκινώντας από αρκετά διαφορετικές αφετηρίες οι δυο τους συγκλίνουν στη θέση ότι το εγώ μας, που θέλει να είναι αθάνατο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος ύπαρξης της φύσης.
-Σε τι πιστεύει αυτός που δεν πιστεύει; Ο άθεος δεν είναι σε τελική ανάλυση ένας μηδενιστής, αφού δεν πιστεύει σε τίποτα; Το γεγονός ότι πιστεύει στην αυθυπόστατη αξία της ζωής τον γλυτώνει από κάθε μορφή μηδενισμού;
Προσοχή, να μη γενικεύουμε: υπάρχει ένας σωρός πεποιθήσεων τον οποίο εγώ χρησιμοποιώ στην καθημερινή ζωή και στην επιστημονική έρευνα, ξεκινώντας από την «ωραία θρησκεία της αριθμητικής», για να το πω με τα λόγια του Μολιέρου. Συνήθως πιστεύω ότι 2+2=4. Αλλά αυτές τις πεποιθήσεις, όποιος έχει μια προσεκτική μεθοδολογική στάση, αποφεύγει να τις κάνει φετίχ. Αν πέφτουν δυο σταγόνες βροχής πάνω στο τζάμι του παραθύρου, πολύ σύντομα δεν έχω τέσσερις σταγόνες αλλά πιθανότατα μόνο μία. Αυτό ήταν ένα ωραίο παράδειγμα του Καρλ Πόπερ, για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε σε ποιό βαθμό η λογική και τα μαθηματικά μπορούν να εφαρμόζονται στη ζωή.
-Αν υπάρχει μια «καλή χρήση» του αθεϊσμού, φαντάζομαι ότι θα υπάρχει και μια κακή χρήση. Ποια θα ήταν αυτή;
Γνωρίσαμε και αυτήν την ιδιαίτερη στρέβλωση που εκπροσωπούσε ο κρατικός αθεϊσμός στην πρώην Σοβιετική Ενωση και σε άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Υπάρχει επίσης ένας αθεϊσμός ο οποίος τείνει από την αρχή να αρνιέται κάθε πολιτισμική συμβολή που προέρχεται από τις θρησκείες. Με δυο λόγια, αυτός ο αθεϊσμός θα ήθελε να μετατρέψει μια συναγωγή, ένα τζαμί ή μιαν εκκλησία σε κέντρο διασκέδασης ή σε κάτι παρόμοιο. Είναι προφανές ότι δεν συμφωνώ με αυτόν.
-Εσείς διεκδικείτε για μιαν ελεύθερη κοινωνία την αξία της ανεκτικότητας μάλλον παρά του σεβασμού. Δεν μπορούμε να σεβόμαστε ανορθολογικές και επιζήμιες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ποιές «συνταγές» υποδεικνύετε για την αντιμετώπιση του θρησκευτικού φονταμενταλισμού;
Η απάντηση είναι πιο απλή απ' όσο μπορεί να σκεφτεί κανείς από πρώτη άποψη. Για να το πω με τα λόγια του Τόμας Τζέφερσον: δεν με ενδιαφέρει αν ο γείτονάς μου πιστεύει σε ένα μόνο Θεό, σε είκοσι Θεούς ή σε κανένα. Το σημαντικό είναι να μη με χτυπάει ή να μη με κλέβει. Κάθε φορά που στο όνομα του Θεού παραβιάζονται τα δικαιώματα των συμπολιτών μας, χρειάζεται η παρέμβαση του νόμου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι εγκρίνουμε έναν πόλεμο για την εξαγωγή της δημοκρατίας στις χώρες από τις οποίες προέρχονται οι βιαιότητες των φανατικών. Επιπλέον, αν μια ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία αρχίσει να κλείνεται στον εαυτό της για αυτοάμυνα, οι φονταμενταλιστές έχουν ήδη νικήσει. (...). 

συνέντευξη του Ιταλού φιλοσόφου και επιστημολόγου Τζούλιο Τζορέλο με αφορμή το βιβλίο του "Χωρίς Θεό"

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Γκέμμα...

Πάντα και ποτέ
Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας .Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε.
Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.

Το αιώνιο κυνηγητό!
Το για πάντα! Και το ποτέ πια! Είναι δυο φράσεις που το εκτόπισμά τους έχει τιμή απόλυτη και προορίστηκαν να τις μεταχειρίζεται ο άνθρωπος μόνο για το οριστικό γεγονός του θανάτου.
Αυτόν τον πανικό φόβο μπροστά στο θάνατο είναι που δεν άντεξε ο άνθρωπος. Δε βρήκε τη βούληση να τον νικήσει. Να τον παραδεχτεί, να τον αναγνωρίσει. Να υποταχθεί ευγενικά και περήφανα στο αδυσώπητο φυσικό κα στο αδυσώπητο δίκιο του. Ελύγισε.
Και ελύγισε επάνω ακριβώς στο σημείο της τροπής. Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο θάνατος. Έβαλε πια τον άνθρωπο μπροστά και τον κυνηγά προτροπάδην. Και τούτος ο βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός, ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμένα, να κρυφτεί στα καταφύγια.
Και τα καταφύγια του είναι τα σπήλαια και οι κατάγειες οικήσεις. Είναι οι οπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι βαραθρωμοί και οι καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναισθήματος και της εμπύρετης φαντασίας του.
Όλοι ετούτοι είναι τόποι κρυμμένοι στο ζόφο της ύπαρξης, χιλιάδες λεύγες βαθιά και μακριά από τη φωτερή τροπόσφαιρα της λογικής μας. Για να μην ακούμε τον κεραυνό του Άβελ. Εκείνο το εκκωφαντικό ποτέ πια!

Μύθοι και απάτες
Οι μύθοι για τη μεταθανάτια ζωή είναι το ύπατο ψέμα του ανθρώπου από την άποψη του απόλυτου και του καθολικού.....Εκείνος από τους ιδρυτές θρησκειών που θα άντεχε να στηρίξει τη θεϊκή ιδέα του σε οποιοδήποτε άλλο έξω από αυτό το αρχιμήδειο σημείο, το μοναδικό οπαδό που θα αποχτούσε θα τον έβρισκε στον εαυτό του ...;
Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Αδη. Και πάντα μέσα στη σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της επινόησης, πέρα από το φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια, τον εγωισμό, και την ανανδρία ...;
Αν έξαφνα συναντήσεις στο δρόμο σου άνθρωπο, κι είναι ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του, έχεις ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λύδια λίθος που δοκιμάζει το ποιό του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων.
- Πες μου ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις στη ζωή μετά θάνατο;
Αν σου αποκριθεί «Ναι πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις είναι να του δώσεις ένα τάλληρο να του πεις «Καλημέρα», και να φύγεις. Να πάρεις εκείνο το δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου.
Γιατί η απάντηση που σου έδωσε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο ...;

Νέκυια
Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.
Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.

Όλα για το θηλυκό
Ο έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου. Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος ...;
Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. ...;
Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.

Έρωτας και θάνατος
Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.
Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova.
Έτσι , από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής.
Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α και το ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του.
Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική, λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο.
Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου.
Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.


 αποσπάσματα από το βιβλίο "Γκέμμα" του Δημ. Λιαντίνη

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Ίταλο Καλβίνο - "Αόρατες Πόλεις"..ξανά

Ο Μάρκο μπαίνει σε μια πόλη˙ βλέπει κάποιον σε μια πλατεία να ζει μια ζωή ή μια στιγμή που θα μπορούσαν να είναι δικές του˙ στη θέση εκείνου του ανθρώπου τώρα θα μπορούσε να είναι ο ίδιος, αν είχε σταματήσει το χρόνο πολύ καιρό πριν, ή αν πολύ καιρό πριν, σε μια διασταύρωση, αντί να πάρει τον ένα δρόμο είχε πάρει τον αντίθετο και μετά από ένα μεγάλο γύρο βρισκόταν στη θέση εκείνου του ανθρώπου σ' εκείνη την πλατεία. Τώρα πια, από εκείνο το αληθινό ή υποθετικό του παρελθόν, ο ίδιος είναι αποκλεισμένος˙ δεν μπορεί να σταματήσει˙ πρέπει να συνεχίσει μέχρι να φτάσει σε μια άλλη πόλη όπου τον περιμένει ένα άλλο παρελθόν του, ή κάτι που ίσως να ήταν ένα πιθανό του μέλλον και τώρα είναι το παρόν κάποιου άλλου. 'Ενα απραγματοποίητο μέλλον είναι μονάχα ένα κλαδί του παρελθόντος˙ ένα ξερό κλαδί.
"Ταξιδεύεις για να ξαναζήσεις το παρελθόν σου;" ήταν στο σημείο εκείνο η ερώτηση του Χαν, ερώτηση που θα μπορούσε να διατυπωθεί και ως εξής: "Ταξιδεύεις για να ξαναβρεις το μέλλον σου;"
Και η απάντηση του Μάρκο: "Το αλλού είναι ένας αντίστροφος καθρέφτης. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που είναι δικό του, ανακαλύπτοντας το πολύ που ποτέ δεν είχε και που ποτέ δεν θα έχει".

απόσπασμα από τις "Αόρατες Πόλεις"

Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι - Σύννεφο με Παντελόνια

 

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου

κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...

Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,

θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε

θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια


Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι  /  Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Πρωτοπορία;... Κορνήλιος Καστοριάδης

«Δεν πιστεύω ότι ο Σοφοκλής, ο Σέξπιρ, ο Μπαχ ήταν πρωτοπόροι στην εποχή τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα έργα τους τύγχαναν καθολικής απόδοσης. Υπήρχαν ασφαλώς διενέξεις, διαφορές απόψεων, γούστου, αισθητικής. Αλλά όμως τότε δεν υπήρχε η έννοια της «πρωτοπορίας». Η έννοια αυτή – η οποία προέρχεται από τη στρατιωτική ορολογία και περιγράφει μια ομάδα που προπορεύεται για να εξερευνήσει το χώρο και να κάνει τις πρώτες επαφές με τον εχθρό – είναι μια σχετικά πρόσφατη επινόηση. Η έννοια της «πρωτοπορίας» συνεπάγεται ότι η Ιστορία είναι και πρέπει να είναι «πορεία προς τα εμπρός» και «πρόοδος». Στην καλύτερη περίπτωση, η έννοια αυτή στηρίζεται σε τεράστιες φιλοσοφικές και ιστορικές προϋποθέσεις. Στη χειρότερη περίπτωση, είναι απλώς παράλογη. Διότι είναι παράλογο να λες πως «ό,τι είναι καινούργιο είναι καλύτερο», «ό,τι είναι καινούργιο είναι ωραιότερο» κ.λπ. Κι όμως, αυτή η αντίληψη κυριαρχεί στις μέρες μας. […] Στην επιστήμη υπάρχει πάντα το περιθώριο να πάει κανείς πιο μακριά. Όμως η ιδέα να πάει κανείς πιο μακριά στον τομέα της τέχνης, πραγματικά, στερείται νοήματος. Κανείς δεν θα πάει ποτέ πιο μακριά από τον Αισχύλο, από τον Μπετόβεν, από τον Ρεμπό. Κανείς δεν θα πάει πιο μακριά από τον «Πύργο» του Κάφκα. Μπορούμε να πάμε αλλού. Μπορούμε να πάμε αλλιώς. Δεν μπορούμε όμως να πάμε πιο μακριά. Υπ’ αυτή την έννοια υπάρχει εξέλιξη στην επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για εξέλιξη στη λογοτεχνία και στην τέχνη…».

απόσπασμα από συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Το παρελθόν είναι ξένη χώρα

Δε χρειάζεται να εξηγήσει κανείς γιατί η αρχαία γλώσσα μας θεωρείται εθνικός θησαυρός, και μάλιστα αδαπάνητος και αναπαλλοτρίωτος: θα ήταν επίσης σπατάλη χώρου και αναγνωστικού χρόνου να εκθειάσει κανείς τη σημασία της ή το πόσο κεφαλαιώδη κείμενα γράφτηκαν σε αυτή. Αν αρμόζει η μεταφορά, η αρχαία ελληνική είναι μια θαυμαστή χώρα, όμορφη και συναρπαστική.

Ωστόσο είναι ξένη χώρα. Προτού αγανακτήσει ο αναγνώστης ή ξεκινήσει να γράφει κάποια επιστολή διαμαρτυρίας, να εξηγηθώ: δε λέω ότι ανήκει στους ξένους, αλίμονο, άλλωστε την αποκάλεσα αναπαλλοτρίωτη πιο πάνω. Στο κάτω κάτω, οι γλώσσες στους ομιλητές τους ανήκουν τελικά. Την αποκαλώ ξένη από την άποψη του πόσο οικεία (δε) μας είναι: η Αρχαία μάς είναι απροσπέλαστη γραμματικά, εκτός και αν της αφιερώσουμε πολλή και κοπιώδη μελέτη, ενώ το λεξιλόγιό της κάποτε μας ξεγελάει, κάποτε κάτι μας θυμίζει, αλλά σπάνια μας είναι αναγνωρίσιμο χωρίς λεξικό. Όμως ας τα παραμερίσουμε όλα αυτά· ας αφήσουμε πίσω μας ακόμα κι ότι διαβάζουμε τα Αρχαία στην έντυπη εκδοχή της μικρογράμματης μορφής τους (καινοτομίας των βυζαντινών, αφού μέχρι τότε μόνον κεφαλαία υπήρχαν). Τουλάχιστον, η «τρομερή μας η λαλιά» θα μας ήταν οικεία σαν άκουσμα αν, παρά τις περικοπές στους πόρους για την Παιδεία, απορροφούσαμε ένα κονδύλιο για την κατασκευή μιας χρονομηχανής και μεταφερόμασταν στην Αθήνα του Σοφοκλέους, του Θουκυδίδου ή και του Αριστοτέλους.

Όχι. Δυστυχώς και εδώ, ιδίως εδώ, η Αρχαία θα μας ήταν αγνώριστη. Θα μας φαινόταν όχι μόνον ακατάληπτη στην προφορική της μορφή αλλά κι εντελώς ξενόφωνη. Τους χαρακτηριστικούς φθόγγους χ, γ, θ, δ, φ και β της νέας ελληνικής δε θα τους βρίσκαμε πουθενά, ο συνωστισμός μακρών φωνηέντων, βραχέων φωνηέντων και διφθόγγων (μερικών γνώριμων σε εμάς μόνον από ξένες γλώσσες) μέσα στα στόματα των ομιλητών θα μας ξένιζε οπωσδήποτε. Η κάπως σουηδόφωνη προσωδία της Αρχαίας με τα όντως μακρά και και τα όντως βραχέα αλλά και τους μουσικούς τόνους να ανεβαίνουν (οξεία) και να ανεβοκατεβαίνουν (περισπωμένη) θα μας έκανε να αναρωτιόμαστε μήπως η χρονομηχανή δε μας ταξίδεψε μόνο στον χρόνο αλλά και στον χώρο. Κα ποιος ξέρει τι άλλο, που χάθηκε μετά από 24 αιώνες σιωπής και μόνο γραπτής επιβίωσης της Αρχαίας. Μιας γλωσσικής ποικιλίας η οποία, μέσα από την Κοινή, διαμόρφωσε τη δική μας και, σε μεγάλο βαθμό, τον κόσμο όλο.

Δε θα μπορούσε όμως να έχει λειτουργήσει η καθαρεύουσα ως γέφυρα μεταξύ Αρχαίας και Νέας; Η καθαρεύουσα, αλλά και γενικά η προσέγγισή μας στην Αρχαία, ήταν βαθιά ανιστορική. Όπως μας δίδασκε η Μάρω Κακριδή-Φερράρι όταν ήμασταν φοιτητές, δε γίνεται να αναστήσεις τη μορφολογία και το συντακτικό μιας γλώσσας με τόσο διαφορετική προφορά από τη δική σου. Κοινώς, αν η καθαρεύουσα επικρατούσε, θα ήμασταν τουλάχιστον καταδικάσμένοι να μπερδεύουμε ημάς με υμάς. Παρόμοιες διαπιστώσεις έκαναν και οι λόγιοι που, ενώ ξεκίνησαν να αναβιώσουν τη βιβλική εβραϊκή στην Παλαιστίνη των αρχών του 20ου αιώνα, έγιναν κάποιοι από αυτούς μάρτυρες της δημιουργίας μιας καινούργιας ποικιλίας, της σύγχρονης εβραϊκής. Στη δική μας περίπτωση, η καθαρεύουσα ξεκίνησε ως πανελλήνιο διδακτικό πείραμα γλωσσικής αναβίωσης αλλά κατέληξε τροφοδότης λογαριασμός της σύγχρονης γλώσσας με λεξιλογικό πλούτο – αλλά και με πολλή επιπόλαια ή και επίπλαστη λογιοσύνη: τις ελληνικούρες. Δεν νομίζω πως θα μπορούσε να είχε γίνει κι αλλιώς.

Γενικότερα, δεν πρέπει να μας ξεγελάει η σχετική αναγνωρισιμότητα που δίνει στην Αρχαία ο τρόπος γραφής της: η νέα ελληνική και η αρχαία ελληνική μοιάζουν και μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως δύο στάδια μιας αδιάσπαστης συνέχειας μόνο χάρη στη φιλολογική, στη γλωσσική και (τον τελευταίο ενάμισυ αιώνα) στη γλωσσολογική ανάλυση.

Και όπως πάντοτε, από την ξένη χώρα που λέγεται παρελθόν παίρνουμε βεβαίως ό,τι χρειαζόμαστε αλλά και μόνον ό,τι είμαστε σε θέση να πάρουμε.

κείμενο του Φοίβου Παναγιωτίδη στην Καθημερινή 26/03/2011

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Τσέζαρε Παβέζε

Εγώ που τον ήξερα, ήμουν πολύ ευχαριστημένος απ` αυτή τη σιωπή, μα ζήλευα κιόλας: γιατί ο Ντόρο ανήκει στους ανθρώπους που η ευτυχία τους κάνει σιωπηλούς.

Και το χωράφι και οι ξεροί μίσχοι, σιγά σιγά με νανουρίζουν και φτάνουν στην καρδιά μου. Ανάμεσά μας δεν χρειάζονται κουβέντες. Οι κουβέντες έγιναν εδώ και πολλά χρόνια.

Το πιο περίεργο γεγονός-αν και συχνά το προκαλούσα στην τέχνη-ήταν το ν’ αντιλαμβάνομαι ότι μια χειρονομία, κάποιο χρώμα, μια φωνή, τα είχα ήδη γνωρίσει ή ακούσει ποιος ξέρει πότε, και γι’ αυτό ανάβλυζαν από την ίδια την συνείδησή μου μάλλον παρά από τα πράγματα γύρω μου.

 Φοβόμαστε τους εαυτούς μας και το σκοτάδι κι όποιος φοβάται το σκοτάδι δεν είναι επειδή πιστεύει σε περίεργες υπάρξεις. Απλώς είναι κάποιος που ξέρει ότι το αίμα του και η σκέψη του μπορούν να διεγερθούν στην επαφή με την νύχτα και να φανερωθούν πράγματα θαυμαστά όπως στο άλογο ο ιδρώτας.

Έτσι, αυτό το χωριό, όπου δεν γεννήθηκα, πίστευα για πολύ καιρό ότι ήταν όλος ο κόσμος. Τώρα που τον κόσμο τον είδα στ` αλήθεια και ξέρω πως είναι καμωμένος από πολλά μικρά χωριά, δεν ξέρω αν ως παιδί έκανα τόσο λάθος, τελικά.

Ανέκαθεν έβλεπα πως οι άνθρωποι , έτσι και τους δώσεις χρόνο, λένε στο τέλος αυθόρμητα ό,τι σκέφτονται.

- Υπάρχουν κι εκείνοι που δε λένε τίποτα, της εξήγησε η Αμέλια. Δε θέλουν μοντέλα.
- Και τι ζωγραφίζουν; Ρώτησε η Τζίνια.
- Κανείς δεν ξέρει. Υπάρχει κάποιος που λέει πως ζωγραφίζει όπως εμείς βάζουμε κοκκινάδι. «Τι ζωγραφίζεις όταν βάζεις κοκκινάδι; Το ίδιο ζωγραφίζω κι εγώ».
- Μα με το κοκκινάδι βάφουνε τα χείλια.
- Κι αυτός βάφει το πανί. Γεια σου, Τζίνια.

Αλλά αρκούσε να δει κανείς πως κάθονταν κι οι δυο σιωπηλοί για να καταλάβει ότι κάτι ξέρει ο καναπές.

 Πήγαν μαζί σινεμά γιατί είχαν κι δυο τους μυστικά και δεν ήταν εύκολο να περάσουν τη βραδιά τους κουβεντιάζοντας.

σκόρπια αποσπάσματα από διάφορα βιβλία του Τσέζαρε Παβέζε

Σάββατο 9 Ιουλίου 2011

Έρικ Χομπσμπάουμ

  Το βιβλίο σας Εποχή των άκρων τελειώνει το 1991 με ένα πανόραμα των σαρωτικών αλλαγών σε όλο τον πλανήτη -- την κατάρρευση των ελπίδων της Χρυσής Εποχής για παγκόσμια κοινωνική πρόοδο. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι σημαντικότερες εξελίξεις στην παγκόσμια ιστορία από τότε;
Διακρίνω πέντε βασικές αλλαγές. Πρώτον, τη μετατόπιση του οικονομικού κέντρου του πλανήτη από τον Βόρειο Ατλαντικό προς τη Νοτιοανατολική Ασία. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε στην Ιαπωνία τις δεκαετίες του 1970 και 1980, αλλά η άνοδος της Κίνας, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, είναι αυτή που κάνει τη διαφορά. Δεύτερον, ασφαλώς, την παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, την οποία είχαμε προβλέψει, χρειάστηκε όμως πολύ καιρό για να εκδηλωθεί. Τρίτον, την παταγώδης αποτυχία της προσπάθειας των ΗΠΑ να κατακτήσουν τον ρόλο της μοναδικής ηγέτιδας δύναμης μετά το 2001 -- η αποτυχία είναι ολοφάνερη. Τέταρτον, την ανάδυση μιας νέας ομάδας αναπτυσσόμενων χωρών --«των brics» (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα)-- ως πολιτικής οντότητας, που δεν είχε συντελεστεί όταν έγραφα την Εποχή των άκρων. Και, πέμπτον, την αποσάθρωση και συστηματική αποδυνάμωση της εξουσίας των κρατών: της εξουσίας των εθνικών κρατών στις επικράτειές τους, αλλά και, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη, κάθε είδους αποτελεσματικής κρατικής εξουσίας. Είναι κάτι που ίσως ήταν προβλέψιμο, αλλά συνέβη με ταχύτητα που δεν την περίμενα ποτέ. 
  Τι άλλο σας έχει προξενήσει έκπληξη έκτοτε;
Δεν έχει πάψει να με εκπλήσσει η πλήρης παραφροσύνη του νεοσυντηρητικού πολιτικού σχεδίου, οι οπαδοί του οποίου όχι μόνο διατείνονταν πως η Αμερική αποτελούσε το μέλλον, αλλά επιπλέον πίστευαν ότι είχαν διαμορφώσει μια στρατηγική για την επίτευξη του στόχου αυτού. Αν καταλαβαίνω καλά, με ορθολογικούς όρους, δεν διαθέτουν κάποια συνεκτική στρατηγική. Δεύτερον --κάτι μικρότερης σημασίας, που δεν παύει ωστόσο να είναι σημαντικό-- η αναβίωση της πειρατείας, την οποία είχαμε εν πολλοίς ξεχάσει: είναι κάτι το καινούργιο. Τρίτον, μια εξέλιξη σε τοπικό επίπεδο: η κατάρρευση του μαοϊκού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Δυτική Βεγγάλη, την οποία αληθινά δεν περίμενα.
  Μπορείτε να οραματιστείτε κάποια πολιτική ανασυγκρότηση αυτού που κάποτε ήταν η εργατική τάξη;
Όχι με την παραδοσιακή της μορφή. Ο Μαρξ είχε αναμφισβήτητα δίκιο όταν προέβλεπε τον σχηματισμό μεγάλων ταξικών κομμάτων σε ένα συγκεκριμένο στάδιο της εκβιομηχάνισης. Αυτά τα κόμματα όμως, αν ήταν επιτυχημένα, δεν λειτουργούσαν αυστηρά ως κόμματα της εργατικής τάξης: αν ήθελαν να επεκταθούν πέρα από τα αυστηρά όρια μιας περιορισμένης τάξης, το κατάφερναν ως λαϊκά κόμματα, που δομούνταν στη βάση μιας οργάνωσης που επινοήθηκε από και για τους σκοπούς της εργατικής τάξης. Ακόμα κι έτσι, η ταξική συνείδηση έθετε όρια. Στη Βρετανία, το Εργατικό Κόμμα δεν πήρε ποτέ πάνω από το 50% των ψήφων. Το ίδιο ισχύει και στην Ιταλία, όπου το ΚΚΙ ήταν πολύ περισσότερο ένα λαϊκό κόμμα. Στη Γαλλία, η Αριστερά βασίστηκε σε μια σχετικά αδύναμη εργατική τάξη, η οποία όμως ισχυροποιούνταν πολιτικά χάρη σε μια λαμπρή επαναστατική παράδοση, της οποίας κατάφερε να γίνει ο βασικός κληρονόμος -- γεγονός που έκανε και την ίδια και την Αριστερά να αποκτήσουν πολύ μεγάλη επίδραση.
Η παρακμή της εργατικής τάξης των χειρωνακτών φαίνεται πως είναι οριστική. Υπάρχουν, και θα συνεχίσουν να υπάρχουν βέβαια, πολλοί άνθρωποι που εργάζονται ακόμα ως χειρώνακτες και η υπεράσπισή τους παραμένει μείζον καθήκον για όλες τις αριστερές κυβερνήσεις. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί πλέον να αποτελεί την κύρια βάση των ελπίδων τους: δεν διαθέτουν πλέον, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, πολιτική δυναμική, επειδή έχουν απολέσει την προοπτική οργάνωσης της παλιάς εργατικής τάξης.
Υπήρξαν τρεις ακόμα σημαντικές αρνητικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι, ασφαλώς, η ξενοφοβία -- η οποία, για το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης, είναι, σύμφωνα με τη ρήση του Αύγουστου Μπέμπελ, «ο σοσιαλισμός των ηλιθίων»: διασφαλίζω τη δουλειά μου ενάντια σε ανθρώπους που τους αντιμετωπίζω σαν ανταγωνιστές. Όσο πιο αδύναμο είναι το εργατικό κίνημα, τόσο αυξάνεται η απήχηση της ξενοφοβίας. Δεύτερον, μεγάλο μέρος των ελαφρότερων χειρωνακτικών εργασιών δεν είναι πια μόνιμες, αλλά περιστασιακές: φοιτητές ή μετανάστες που δουλεύουν στον τομέα του επισιτισμού, για παράδειγμα. Ως εκ τούτου, δεν είναι εύκολο να οργανωθούν πολιτικά. Οι μόνοι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας που θα μπορούσαν να οργανωθούν εύκολα είναι όσοι έχουν ως εργοδότη τις δημόσιες υπηρεσίες, κι αυτό επειδή οι τελευταίες είναι πολιτικά ευάλωτες.
Η τρίτη και πιο σημαντική εξέλιξη, κατά τη γνώμη μου, είναι το διευρυνόμενο χάσμα που δημιουργείται από ένα νέο ταξικό κριτήριο: την εισαγωγή σε σχολές και πανεπιστημιακά ιδρύματα ως εισιτήριο για κάποια θέση εργασίας. Αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε, αν θέλετε, αξιοκρατία· αλλά αξιολογείται, θεσμοποιείται και διαμεσολαβείται από τα εκπαιδευτικά συστήματα. Το αποτέλεσμα είναι μια εκτροπή της ταξικής συνείδησης από την εναντίωση στους εργοδότες προς την εναντίωση στους πάσης φύσεως κηφήνες: διανοούμενους, φιλελεύθερες ελίτ, ανθρώπους που τρώνε τα λεφτά μας. Η Αμερική είναι ένα κλασικό παράδειγμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι άγνωστη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αν ρίξετε μια ματιά στις βρετανικές εφημερίδες. Η κατάσταση γίνεται ακόμα μια περίπλοκη, καθώς ολοένα και περισσότερο, ένα διδακτορικό ή τουλάχιστον ένα μεταπτυχιακό προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες πλουτισμού.
Μπορεί να υπάρξουν νέες κοινωνικές δυνάμεις; Αυτό αποκλείεται, τουλάχιστον όσον αφορά μια μεμονωμένη τάξη, και αν θέλετε τη γνώμη μου ουδέποτε είχε συμβεί. Υπάρχει μια προοδευτική πολιτική συμμαχιών, ακόμα και σχετικά μόνιμων συμμαχιών όπως, λ.χ., ανάμεσα στην καλλιεργημένη μεσαία τάξη που διαβάζει τον Guardian και τους διανοούμενων (ανθρώπων με υψηλή μόρφωση, οι οποίοι γενικότερα κλίνουν, σε μεγάλο βαθμό, προς την Αριστερά) με τη μάζα των φτωχών και απαίδευτων. Και οι δύο αυτές ομάδες έχουν ουσιώδη σημασία για ένα τέτοιο κίνημα, αλλά ίσως είναι πιο δύσκολο να συμμαχήσουν από ό,τι παλιότερα. Κι αυτό γιατί, υπό μία έννοια, είναι εφικτό οι φτωχοί να ταυτιστoύν με τους δισεκατομυριούχους, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας: «Αν ήμουν τυχερός, θα γινόμουν ποπ σταρ!». Αλλά κανένας δεν μπορεί να πει: «Αν ήμουν τυχερός, θα γινόμουν νομπελίστας!». Αυτό είναι ένα πραγματικό πρόβλημα για τον πολιτικό συντονισμό και συνεργασία των ανθρώπων που αντικειμενικά θα μπορούσαν να βρίσκονται στην ίδια πλευρά.
  Ποια σχέση θεωρείτε ότι υπάρχει ανάμεσα στη σημερινή κρίση και τη Μεγάλη Ύφεση;
Η κρίση του 1929 δεν ξεκίνησε από τις τράπεζες· οι τράπεζες κατέρρευσαν μόνο δύο χρόνια αργότερα. Αντίθετα, το χρηματιστήριο πυροδότησε μια απότομη κάμψη της παραγωγής, συνοδευόμενη από πολύ υψηλότερη ανεργία και μια πολύ έντονη πτώση στην παραγωγή. Υπήρξαν αρκετά προανακρούσματα της παρούσας ύφεσης, σε αντίθεση με εκείνη του 1929 που έπεσε σχεδόν σαν κεραυνός. Θα έπρεπε έχει γίνει αντιληπτό, αρκετά εγκαίρως, ότι ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός δημιούργησε μια τεράστια αστάθεια στη λειτουργία του καπιταλισμού. Μέχρι το 2008 η αστάθεια αυτή φαινόταν να επηρεάζει μόνο μερικές περιφερειακές περιοχές: τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα, τη Νοτιοανατολική Ασία και τη Ρωσία. Στα ισχυρά κράτη, το μόνο που συνέβαινε ήταν να καταρρέει περιστασιακά το χρηματιστήριο και στη συνέχεια να ανακάμπτει σχετικά γρήγορα. Μου φαίνεται ότι το πραγματικό σημάδι του κακού που θα συνέβαινε θα μπορούσε να είναι η κατάρρευση του Long-Term Capital Management1 το 1998, γεγονός που έδειξε πόσο λάθος ήταν συνολικά το αναπτυξιακό μοντέλο· ωστόσο δεν αντιμετωπίστηκε έτσι. Παραδόξως, οδήγησε μια σειρά επιχειρηματίες και δημοσιογράφους να ανακαλύψουν ξανά τον Καρλ Μαρξ, θεωρώντας πως το έργο του έχει ενδιαφέρον για την κατανόηση της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης οικονομίας· η διαδικασία αυτή, βέβαια, δεν είχε καμία σχέση με την παραδοσιακή Αριστερά.
Η παγκόσμια οικονομία το 1929 ήταν λιγότερο παγκοσμιοποιημένη από ό,τι η σημερινή. Αυτό είχε σίγουρα κάποιες επιπτώσεις -- για παράδειγμα ήταν πολύ ευκολότερο στους ανθρώπους που έχαναν τη δουλειά τους να γυρίσουν στα χωριά τους. Το 1929, σε μεγάλο μέρος του κόσμου εκτός Ευρώπης και Βορείου Αμερικής, τα παγκοσμιοποιημένα τμήματα της οικονομίας δεν ήταν παρά μεμονωμένες νησίδες, που άφηναν το κύριο μέρος που τα περιέβαλλε αμετάβλητο. Η ύπαρξη της ΕΣΣΔ δεν είχε κάποια υλική επίπτωση στην Ύφεση, είχε όμως τεράστιες ιδεολογικές επιπτώσεις -- υπήρχε εναλλακτική λύση. Από το 1990 και μετά, παρακαολουθούμε την άνοδο της Κίνας και των αναδυόμενων οικονομιών, γεγονός που είχε συγκεκριμένες επιπτώσεις στην παρούσα ύφεση: συνέβαλαν στο να διατηρήσει η παγκόσμια οικονομία μια πολύ ομαλότερη πορεία, από ό,τι θα είχε χωρίς αυτές. Στην πραγματικότητα, ακόμη και στις ημέρες που ο νεοφιλελευθερισμός ισχυριζόταν ότι υπήρχε άνθηση, η πραγματική ανάπτυξη εμφανιζόταν, σε πολύ υψηλούς ρυθμούς, σε αυτές τις νέες αναπτυσσόμενες οικονομίες, κυρίως στην Κίνα. Είμαι σίγουρος ότι αν δεν υπήρχε η Κίνα η ύφεση του 2008 θα ήταν πολύ πιο σοβαρή. Έτσι, γι’ αυτούς τους λόγους, σκέφτομαι ότι πιθανόν να μπορέσουμε να ανακάμψουμε πιο γρήγορα, παρόλο που μερικές χώρες --και κυρίως η Βρετανία-- θα παραμείνουν βυθισμένες στην ύφεση για πολύ καιρό ακόμα.
  Ανέκαθεν ήσασταν κριτικός απέναντι τον εθνικισμό ως πολιτική δύναμη, εφιστώντας την προσοχή της Αριστεράς να μην προσπαθεί να τον προσεταιριστεί. Ωστόσο, έχετε επίσης αντιταχθεί έντονα στις παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας εν ονόματι των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων. Ποια είδη διεθνισμού, μετά την κατάρρευση του διεθνισμού που είχε γεννήσει το εργατικό κίνημα, είναι επιθυμητά και εφικτά σήμερα;
Πρώτα απ’ όλα, ο «ανθρωπιστικισμός» (humanitarianism), ο ιμπεριαλισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν έχει καμία σχέση με τον διεθνισμό. Αποτελεί έκφανση είτε ενός αναγεννημένου ιμπεριαλισμού, ο οποίος βρίσκει μια κατάλληλη δικαιολογία για παραβιάσεις της κρατικής κυριαρχίας --μπορεί να υπάρχουν θαυμάσιες και ειλικρινείς δικαιολογίες-- είτε, κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο, μια επαναβεβαίωση της πίστης στη μόνιμη υπεροχή της περιοχής που κυριαρχούσε στον πλανήτη από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Στο κάτω κάτω, οι αξίες τις οποίες προσπαθεί να επιβάλει η Δύση είναι αξίες μιας περιοχής, και όχι κατ’ ανάγκην οικουμενικές. Αν είναι οικουμενικές, πρέπει να επαναδιατυπωθούν με διαφορετικούς όρους. Δεν νομίζω ότι έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο αφεαυτού εθνικό ή διεθνές. Ο εθνικισμός υπεισέρχεται σε αυτό το ζήτημα επειδή η βασισμένη σε εθνικά κράτη διεθνής τάξη --το σύστημα της Βεστφαλίας-- υπήρξε κατά το παρελθόν, καλώς ή κακώς, μια από τις ασφαλέστερες εγγυήσεις ενάντια στις εισβολές των ξένων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αφ’ ης στιγμής το σύστημα έχει πλέον καταργηθεί, ο δρόμος είναι ανοιχτός για επιθετικούς και επεκτατικούς πολέμους -- στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο λόγος που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκηρύξει τη διεθνή τάξη της Βεστφαλίας.
Ο διεθνισμός, που αποτελεί μια άλλη προοπτική σε σχέση με τον εθνικισμό, είναι ένα πιο περίπλοκο εγχείρημα. Μπορεί να είναι είτε ένα πολιτικά κενό σύνθημα, όπως υπήρξε στην πράξη για το διεθνές εργατικό κίνημα, οπότε δεν σημαίνει τίποτα συγκεκριμένο, είτε ένας τρόπος για την εξασφάλιση της ομοιομορφίας σε ισχυρούς συγκεντρωτικούς οργανισμούς όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ή η Κομιντέρν. Ο διεθνισμός σήμαινε ότι, ως Καθολικός, ασπαζόσουν τα ίδια δόγματα και μετείχες στις ίδιες πρακτικές, ανεξάρτητα με το ποιος είσαι και πού βρίσκεσαι· το ίδιο συνέβαινε θεωρητικά και στην περίπτωση των κομμουνιστικών κομμάτων. Σε ποιο βαθμό αυτό συνέβη πραγματικά και σε ποιο στάδιο έπαψε να συμβαίνει --ακόμα και στην Καθολική Εκκλησία-- είναι ένα άλλο ζήτημα. Πάντως, δεν εννοούμε κάτι τέτοιο με τον όρο «διεθνισμός».
Το έθνος-κράτος ήταν και παραμένει το πλαίσιο για όλες τις πολιτικές αποφάσεις, στη χώρα μας ή στο εξωτερικό. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, η δράση των εργατικών κινημάτων --και, στην πράξη, όλες οι πολιτικές δραστηριότητες-- αναπτύσσονταν σχεδόν εξολοκλήρου στο πλαίσιο ενός κράτος. Ακόμα και εντός της Ε.Ε., η πολιτική εξακολουθεί να λειτουργεί με εθνικούς όρους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει υπερ-εθνική εξουσία δράσης -- μόνο ένας συνασπισμός χωριστών κρατών. Ίσως το φονταμενταλιστικό Ισλάμ να αποτελεί μια εξαίρεση, καθώς διεισδύει σε όλα τα κράτη, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Προηγούμενες απόπειρες όπως παν-αραβικά υπερκράτη (λ.χ. η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, ένωση της Αιγύπτου και της Συρίας) απέτυχαν ακριβώς χάρη στην αντοχή υφιστάμενων --πρώην αποικιακών-- συνόρων.
  Διακρίνετε εγγενή εμπόδια σε κάθε προσπάθεια υπέρβασης των ορίων του έθνους-κράτους;
Οικονομικά, αλλά και από πολλές άλλες απόψεις --ακόμα και πολιτισμικά, σε κάποιο βαθμό-- η επανάσταση των επικοινωνιών έχει δημιουργήσει έναν πραγματικά παγκόσμιο χώρο, στον οποίο υπάρχουν εξουσίες λήψης αποφάσεων με υπερεθνικό χαρακτήρα, υπερεθνικές δραστηριότητες και, βέβαια, κινήματα ιδεών, επικοινωνίες και άνθρωποι που λειτουργούν υπερεθνικά με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από ό,τι ποτέ. Ακόμη και οι γλωσσικές κουλτούρες συμπληρώνονται τώρα από τα διεθνή ιδιώματα της επικοινωνίας. Αλλά στην πολιτική δεν υπάρχει κανένας απόηχος όλων των παραπάνω· αυτή είναι η βασική αντίφαση την παρούσα στιγμή. Ένας από τους λόγους είναι ότι, στον 20ό αιώνα, η πολιτική είχε εκδημοκρατιστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό -- οι μάζες των απλών ανθρώπων συμμετείχαν σε αυτή. Γι’ αυτούς, το κράτος έχει ουσιώδη σημασία για την καθημερινότητα, την κανονικότητα και τις προοπτικές της ζωής τους.
Απόπειρες έσωθεν διάλυσης του κράτους, με την αποκέντρωση, έχουν γίνει κυρίως τα τελευταία τριάντα ή σαράντα χρόνια, και κάποιες από αυτές δεν ήταν ανεπιτυχείς -- σίγουρα στη Γερμανία η αποκέντρωση πέτυχε σε αρκετούς τομείς, ενώ στην Ιταλία η περιφερειακή οργάνωση αποδείχθηκε πραγματικά χρήσιμη. Όμως, η προσπάθεια δημιουργίας υπερεθνικών κρατών δεν ευδοκίμησε. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το πιο προφανές παράδειγμα. Σε ένα βαθμό, υπονομεύθηκε από τους ιδρυτές της, οι οποίοι σκέφτονταν ακριβώς με όρους ενός υπερ-κράτους, ανάλογου με το εθνικό κράτος, απλώς μεγαλύτερου -- στην πραγματικότητα, νομίζω ότι δεν υπήρχε τότε τέτοια δυνατότητα, και πάντως σίγουρα δεν υπάρχει σήμερα. Η Ε.Ε. είναι μια ευρωπαϊκή ιδιοτυπία. Υπήρξαν κάποτε δείγματα ενός υπερεθνικού κράτους στη Μέση Ανατολή και αλλού, αλλά η Ε.Ε. είναι το μόνο πραγματικό εγχείρημα αυτού του είδους. Δεν πιστεύω, για παράδειγμα, ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα μιας μεγαλύτερης ομοσπονδίας στη Νότια Αμερική. Εγώ τουλάχιστον θα στοιχημάτιζα εναντίον της.
Αυτή η αντίφαση παραμένει ένα άλυτο πρόβλημα: από τη μια πλευρά υπάρχουν υπερεθνικές οντότητες και πρακτικές, που προκύπτουν από τη διαδικασία αποσάθρωσης του κράτους, στους τομείς που αυτό καταρρέει. Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο --που δεν αποτελεί άμεση προοπτική στις ανεπτυγμένες χώρες-- ποιος θα αναλάβει στη συνέχεια την αναδιανεμητική και τις άλλες λειτουργίες, τις οποίες μέχρι σήμερα επιτελεί το κράτος; Αυτή τη στιγμή, έχουμε ένα μίγμα συμβίωσης και σύγκρουσης. Αυτό είναι ένα από τα βασικά προβλήματα για κάθε μορφή λαϊκής πολιτικής σήμερα.

1. LTCM: Ένα από τα μεγαλύτερα διεθνώς hedge fund (αμοιβαία κεφάλαια επενδύσεων υψηλού ρίσκου). Παρόλο που δανειζόταν πολλαπλάσια κεφάλαια από τα πάγιά του, εξασφάλιζε υψηλές αποδόσεις. Θεωρούνταν εξαιρετικά αξιόπιστο, και σε αυτό τοποθετούσαν τα διαθέσιμά τους ακόμα και κεντρικές τράπεζες. Η ασιατική κρίση το 1997 και η ρωσική το 1998 το οδήγησαν στα πρόθυρα χρεοκοπίας, γεγονός που απείλησε με κατάρρευση το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα

 απόσπασμα από συνέντευξη του μεγάλου ιστορικού Έρικ Χομπσμπάουμ

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Ιγνάσιο Ραμονέ - "Πόλεμοι του 21ου αιώνα. Νέοι φόβοι και νέοι απειλές"

Ο ισπανικής καταγωγής Ιγνάσιο Ραμονέ (1943) είναι διευθυντής της Le Monde Diplomatique και συγγραφέας εξαιρετικών δοκιμιακών βιβλίων σχετικά με όψεις της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής κατάστασης. Οι τίτλοι δυο άλλων έργων του – H Γεωπολιτική του Χάους και Μάρκος: η εξεγερμένη αξιοπρέπεια (εκδ. Πόλις και Εικοστού Πρώτου αντίστοιχα) – είναι ενδεικτικοί της ζεματιστής του θεματολογίας, όπως άλλωστε και το παρόν βιβλίο, ένα σύντομο, απλά γραμμένο πλήρες διάγραμμα  ενός αόρατου, μέχρι πρόσφατα, χάρτη νέων «πολέμων», φόβων και απειλών.
Το πρώτο βασικό σύγχρονο γεωπολιτικό γνώρισμα που διακρίνει ο συγγραφέας είναι η έκφραση της στρατιωτικής υπεροχής όχι πια μέσω εδαφικών κατακτήσεων (που είναι οικονομικά δαπανηρές και μεντιακά καταστροφικές) αλλά με άλλους, αφανέστερους τρόπους. Πρωταγωνιστές της επέκτασης δεν είναι πλέον τα κράτη αλλά οι επιχειρήσεις, τα συγκροτήματα, οι ιδιωτικοί χρηματιστικοί και βιομηχανικοί όμιλοι (κυρίως απ’ το τρίγωνο ΗΠΑ-ΕΕ-Ιαπωνία). Αλλοτινές θεμελιώδεις γεωπολιτικές έννοιες (κράτος, εξουσία, κυριαρχία, δημοκρατία, σύνορα) δεν έχουν πια την ίδια σημασία. Σε πλανητική κλίμακα πρωταγωνιστούν πλέον οι ενώσεις κρατών, οι παγκόσμιες επιχειρήσεις, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) παγκόσμιας εμβέλειας. Με το πέρασμα στο τεχνολογικό και ψηφιακό στάδιο η «δεύτερη καπιταλιστική επανάσταση» είναι γεγονός. Η αγορά, που έχει την τάση να διαχειρίζεται όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, έχει αλώσει και τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, άσχετα αν οι υπερβολές της επικοινωνίας φυλακίζουν το πνεύμα. Η κατακτητική επιχείρηση της παγκοσμιοποίησης έχει οδηγήσει στη στενότερη δυνατή αλληλεξάρτηση των οικονομιών όλων των χωρών. Όπως αναγραφόταν σε αφίσα που γέμισε τους διαδρόμους δεκάδων ευρωπαϊκών αεροδρομίων: Καπιταλιστές όλων των χωρών ενωθείτε!
Η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση δημιούργησε ένα δικό της υπερεθνικό κράτος, με δικούς του μηχανισμούς, δίκτυα επιρροής και μέσα δράσης. ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα, ΟΟΣΑ [Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης], ΠΟΕ [Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου]. Πρόκειται για παγκόσμιο κράτος με υπερεθνικές εξουσίες πέρα από κάθε έλεγχο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ οι υφιστάμενες κοινωνίες απομένουν χωρίς εξουσία. Είναι πλέον φανερό: η φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν κατευθύνεται από τα κράτη. Τα προνόμιά τους, μπροστά στις εταιρείες κολοσσούς, χάνονται το ένα μετά το άλλο. Οι εταιρείες γίνονται γίγαντες και τα κράτη νάνοι.
Η συρρίκνωση του ρόλου των ενεργών δημοσίων παραγόντων, ξεκινώντας από τα κοινοβούλια, είναι πλέον δεδομένη. Οι παραδοσιακές αντι-εξουσίες (κόμματα, συνδικάτα, ΜΜΕ) μοιάζουν ελάχιστα αποτελεσματικές: είναι λιγότερο αξιόπιστες, υπερβολικά γενικευτικές, πολύ τοπικές και συχνότατα συνένοχες. Οι αληθινοί κύριοι του κόσμου δεν είναι εκείνοι που κρατούν την επίφαση της πολιτικής εξουσίας αλλά αυτοί που ελέγχουν τις χρηματιστικές αγορές, τους μεντιακούς ομίλους, τις λεωφόρους της επικοινωνίας, τις πληροφορικές βιομηχανίες, τις γενετικές τεχνολογίες και πάνω από όλους το παγκόσμιο διευθυντήριο των 4 οργανισμών, «η πραγματική κυβέρνηση του κόσμου».
Στο πολιτικο-ιδεολογικό πεδίο, η άνοδος των νεοφασισμών συνυπάρχει με την φθορά της αριστεράς. Τυπικό παράδειγμα της πνευματικής παραίτησης της σοσιαλδημοκρατίας: ο Χαβιέ Σολάνα και άλλα επιφανή της στελέχη αδιαφόρησαν για το γεγονός ότι οι βομβαρδισμοί της Σερβίας θα προκαλούσαν το θάνατο πολλών αθώων και την καταστροφή μιας ολόκληρης χώρας. Αποφάσισαν χωρίς την παραμικρή διεθνή νομιμοποίηση και χωρίς καν να είναι ικανοί να εμποδίσουν την επέκταση των βαλκανικών συγκρούσεων. Τουλάχιστο η Μάντλεν Ολμπράιτ, πρώην υπουργός εξωτερικών του Κλίντον το είχε δηλώσει απροκάλυπτα: Το δίκτυο CNN είναι το δέκατο έκτο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Ο Ραμονέ δίνει μεγάλη έμφαση στην 11η Σεπτεμβρίου, που πρόσφερε στις ΗΠΑ έναν αντίπαλο που είχε στερηθεί από το 1991 με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η τρομοκρατία ταυτίζεται με τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό, σε μια μοντέρνα εκδοχή του μακαρθισμού. Ο όρος τρομοκρατία είναι βέβαια βολικότατα ασαφής και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αδιακρίτως όσους καταφεύγουν, δίκαια ή άδικα, στη βία για να αλλάξουν μια πολιτική τάξη. Η 11/9 δεν έπληξε μόνο σε ζωές και υλικές ζημιές αλλά και τα σύμβολα της αυτοκρατορικής ηγεμονίας αλλά και στο πεδίο των μίντια. Με ένα είδος τηλεοπτικού πραξικοπήματος ο Μπιν Λάντεν κατέλαβε τις οθόνες και επέβαλε τις εικόνες του, θέτοντας στην υπηρεσία του όλες τις τηλεοράσεις των ΗΠΑ για να αποδείξει μέσα στα αμερικανικά σπίτια την ευάλωτη πλευρά της υπερδύναμης. Συνεπώς όλα είναι έτοιμα για την εμφάνιση ενός «Μεντιακού Μεσσιανισμού», ενός είδους ηλεκτρονικού προφήτη που θα έχει πρόσβαση σε όλες τις οθόνες του κόσμου για να μεταδώσει το μήνυμά του. Ο Ραμονέ έχει ιδιαίτερα επεκταθεί στο θέμα στο βιβλίο του Η Τυραννία της Επικοινωνίας (La Tyrannie de la communication, στα ελλ. Η τυραννία των ΜΜΕ, εκδ. Πόλις).
Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται στη Μέση Ανατολή και τον νέο της εκατονταετή πόλεμο. Από την αποκάλυψη του θεμελιακού ψεύδους του αποικιακού συνθήματος «μια γη χωρίς λαό για ένα λαό χωρίς γη» ως την παροιμιώδη αναποφασιστικότητα των ΗΠΑ απέναντι στην αδιαλλαξία των ισραηλινών αρχών ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα υπάρχει ολοφάνερη αρνησιδικία της διεθνούς κοινότητας απέναντι στα στοιχειώδη δικαιώματα των Παλαιστινίων. Σε κάθε άλλη περιοχή του κόσμου, μια ανάλογη κατάσταση θα είχε προκαλέσει την αγανάκτηση των διανοουμένων, που σε άλλες περιπτώσεις εθνοτικών – θρησκευτικών συγκρούσεων, όπως στη Βοσνία, το Κόσοβο ή την Τσετσενία είναι λαλίστατοι. Η πολιτική λύση της συνύπαρξης δυο κρατών είναι μονόδρομος.
Οικολογικές καταστροφές τεράστιου μεγέθους, μαζικές εκδασώσεις, ξέφρενη παραγωγιστική πολιτική με υπερκατανάλωση φυτοφαρμάκων και ρυπογόνων ουσιών, σιωπηλές συμφορές (ενδεικτικά: στη Γαλλία θάνατος 10.000 εργατών το χρόνο από αμίαντο) είναι ορισμένες μόνο από τις όψεις ενός Οικοσυστήματος σε Κίνδυνο, που ο Ραμονέ παρουσιάζει με στοιχεία και αριθμούς. Σε άλλο κεφάλαιο (Γεωπολιτική της Πείνας) παρατηρεί πως, ενώ ποτέ άλλοτε τα διαθέσιμα διατροφικά προϊόντα δεν ήταν τόσο άφθονα, η πείνα εξακολουθεί να θερίζει πληθυσμούς ολόκληρους, γιατί απλούστατα αποτελεί πολιτικό όπλο. Στο εξής, κανένας λιμός δεν είναι τυχαίος. Μια αληθινή στρατηγική πείνας μπορεί να καθοδηγείται από ηγέτες ή οργανώσεις που η λήξη του ψυχρού πολέμου άφησε χωρίς έσοδα. Δεν είναι πλέον οι εχθρικοί ή προς κατάκτηση λαοί εκείνοι που λιμοκτονούν αλλά οι ίδιοι πληθυσμοί εκείνων που θέλουν να τους εκμεταλλευτούν προς όφελος τους. Ο Αμάρτια Σεν είχε ήδη γράψει: ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα της τρομερής ιστορίας της πείνας, είναι ότι ποτέ δεν σημειώθηκε σοβαρός λιμός σε καμία χώρα με δημοκρατική μορφή διακυβέρνησης και με σχετικά ελεύθερο τύπο. Διόλου άσχετο και το κεφάλαιο για την Γεωγραφία του AIDS (: Η Πανούκλα των Φτωχών).
Οι ιστορικοί των νοοτροπιών θα διακρίνουν διαφορετικούς φόβους μέσα στη νέα χιλιετία: λιγότερο πολιτικο – στρατιωτικής τάξης (συγκρούσεις, διωγμοί, πόλεμοι) και περισσότερο οικονομικού – κοινωνικού χαρακτήρα (χρηματιστηριακές καταρρεύσεις, υπερπληθωρισμός, χρεωκοπίες επιχειρήσεων, μαζικές απολύσεις, αβεβαιότητα, νέα φτώχια) καθώς και βιομηχανικής και οικολογικής φύσεως (διαταραχές περιβάλλοντος, μολύνσεις κάθε είδους), αλλά και προσωπικού επιπέδου (ποιότητα διατροφής, γενετική μηχανική κλπ.).
Κι όμως, στον επίλογό του ο Ραμονέ δεν είναι απαισιόδοξος. Μια διεθνής κοινωνία πολιτών, που συγκεντρώνει δεκάδες ΜΚΟ, συλλογικά όργανα και δίκτυα από πολλές χώρες, αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενεργητική. Όσοι αντιστέκονται έχουν πειστεί ότι ο σκοπός της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι η καταστροφή του συλλογικού και η οικειοποίηση της δημόσιας και κοινωνικής σφαίρας από την αγορά και τον ιδιωτικό τομέα. Αν η φιλελεύθερη ιδεολογία κατασκευάζει μια εγωιστική κοινωνία, τότε είναι απολύτως απαραίτητο να επαναφέρουμε το συλλογικό στοιχείο σε κάθε μορφή της ζωής μας. Οι διαδηλωτές οικοδομούν μια νέα αντι-εξουσία προς ένα χώρο παγκόσμιας εκπροσώπησης όπου η διεθνής κοινωνία των πολιτών θα κατέχει κεντρική θέση. Όπως συμβαίνει με τους «Ονειρευτές του απόλυτου»: Στο Πόρτο Αλέγκρε, μια εμβληματική πόλη της νότιας Βραζιλίας αποτέλεσε ένα είδος κοινωνικού εργαστηρίου με συμμετοχικό προϋπολογισμό των κατοίκων των συνοικιών, που μπορούν να παρακολουθούν αναλυτικά την εξέλιξη των εργασιών και τη διαδρομή των χρηματικών κονδυλίων. Ένα επιτυχημένο πολιτικό πείραμα σε ατμόσφαιρα πλήρους δημοκρατικής ελευθερίας.
Εκδ. του Εικοστού Πρώτου, 2003, μτφ. Στάθης Γκίνης, 235 σελ. με δισέλιδη βιβλιογραφία (Ignacio Ramonet, Guerres de XXIe siècle, 2002).

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

Η «Δύση» ως συμπαιγνία

«Ανήκουμε στη Δύση;». Μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας του δυτικού πολιτισμικού προτάγματος, το ερώτημα αυτό προβάλλει επιτακτικό για οποιαδήποτε διαφορετική πολιτισμική πρόταση ― είτε προέρχεται από την περιφέρεια, είτε από το εσωτερικό της «Δύσης» ― θα ήθελε, ψηλαφώντας την ιδιοπροσωπία της, να αντιπαρατεθεί σε αυτό, ή έστω και να συνδιαλεχθεί μαζί του αλλά ως διαφορετική πρόταση.
Την ίδια όμως στιγμή, και για τον ίδιο λόγο, εξίσου επιτακτικό προβάλλει και το ερώτημα : Τι είναι αυτή η «Δύση», τι είναι αυτό το «δυτικό πολιτισμικό πρόταγμα»; Μια σύντομη ματιά στο «δυτικό πολιτισμό» εύκολα μας δείχνει, ότι συναρμολογείται από τη «συμπαιγνία» ― δηλαδή την ένταση και αλληλοτροφοδότηση ― μεταξύ ενός μεγάλου κολεκτιβιστικού ρεύματος και ενός εξίσου μεγάλου ατομοκεντρικού ρεύματος.
Πράγματι, αυτή τη συμπαιγνία μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στην ένταση-αλληλοτροφοδότηση μεταξύ ατομοκεντρισμού και κολεκτιβισμού στο εσωτερικό της δυτικής πνευματικότητας και σκέψης τόσο στο πεδίο της φιλοσοφίας ή της ηθικής όσο και της θεολογίας ή της πολιτικής, όπου τη βλέπουμε να συμπυκνώνεται χαρακτηριστικά στις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις γύρω από το ερώτημα, εάν το άτομο προηγείται της συλλογικότητας ή το αντίστροφο ― ερώτημα καθεαυτό «σχολαστικό» και ανεπίλυτο όσο τίθεται υπ’ αυτούς τους όρους.
Ταυτόχρονα, πέραν του πεδίου της σκέψης, η ίδια ένταση-αλληλοτροφοδότηση χαρακτηρίζει (με αλλεπάλληλες αποτυχίες πραγμάτωσης μιας τελικής «ήρεμης σύνθεσης») την ενεργό πραγματικότητα της Δύσης ως συμφυρμός μεταξύ ενός οικονομικού φιλελευθερισμού και ενός κολεκτιβιστικού κρατισμού (ή μάλλον σχεδόν «αυτοκρατορικού» κρατισμού), που σήμερα εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην εξέλιξη της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης».
Να σημειώσουμε ακόμα : Τον υπερτονισμό της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» μαζί με την κατάπνιξη της προσωπικής δημιουργικότητας. Τη διεκδίκηση των «δικαιωμάτων του Ατόμου» παράλληλα με την ανάδυση του πανεπόπτη «Μεγάλου Αδελφού». Τη θέσμιση δημοκρατικού πολιτεύματος μαζί με την προπαγάνδα υπέρ των «ισχυρών κυβερνήσεων» και του πρακτικού αποκλεισμού των αντιπολιτεύσεων μέσω μιας πολιτικής αντίληψης, κατά την οποία οι αποφάσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται με τη συμβολή των διαφωνιών αλλά με τον αποκλεισμό των αντίθετων απόψεων. Την ένταση-αλληλοτροφοδότηση μεταξύ φιλελεύθερων «δεξιών» και σοσιαλιστικών «αριστερών» κομματικών σχηματισμών (σε τέτοιο σημείο ώστε σήμερα, παράλληλα με την ιδεολογική πτώχευση και των δύο, να είναι εντελώς δυσδιάκριτη η όποια ποιοτική διαφορά τους). Την προβολή του οικονομικού προτύπου των «ελεύθερων και ίσων παραγωγών» μαζί με την άνθιση απρόσωπων εργασιακών δομών (εργοστάσια) και των μονοπωλίων. Τη συνύπαρξη της δημοκρατικής (ή ομοσπονδιακής/φεντεραλιστικής) διεκδίκησης με τον πολλαπλασιασμό μεγάλων αφηρημένων και απρόσωπων δομών, που αποκλείουν τη συμμετοχή θυμίζοντας περισσότερο «αυτοκρατορικά» παρά δημοκρατικά ή ομοσπονδιακά πρότυπα. Την ένταση-αλληλοτροφοδότηση μεταξύ του προτύπου ενός ενεργού «πολίτη» με αυτό του πειθήνιου «υπηκόου». Την τυπικά «δυτική» διαρκή και άλυτη σύγκρουση μεταξύ ατομικότητας και συλλογικότητας, ή ελευθερίας και νόμου. Τη διεκδίκηση ενός «κράτους Δικαίου» (ή κράτους-Δικαστή) μαζί με τη διεκδίκηση ενός πατερναλιστικού Κράτους, χωρίς να μπορούν να διακριθούν οι διαφορές τους. Την ένταση μεταξύ μιας πλουραλιστικής αντίληψης περί έθνους και μιας μονολιθικής αντίληψης περί κράτους, κ.λπ., κ.λπ.
Είναι συνεπώς φανερό, ότι για να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είναι ο δυτικός πολιτισμός;», οφείλουμε να κατανοήσουμε τα δύο αυτά μεγάλα ρεύματα, η συμπαιγνία των οποίων τον έχει συνθέσει και τον συναρμολογεί έως σήμερα. Πρόκειται απλώς για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ή για δύο διακριτές ιστορικές παραδόσεις;
*
Αφετηρία των σκέψεων που ακολουθούν, και ευελπιστούν να σκιαγραφήσουν αχνά μια απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, αποτέλεσαν οι μελέτες του μεγάλου Δανού καλλιτέχνη και φιλόσοφου Asger Jorn (1914-1973), κατά τη δεκαετία του 1960. Πέραν του γεγονότος ότι οι μελέτες αυτές (με τη διατύπωση π.χ. της «τριλεκτικής μεθόδου») καλούν σε ένα σημαντικό φιλοσοφικό αναπροσανατολισμό της δυτικής σκέψης, μάς παρέχουν για πρώτη ίσως φορά το κλειδί για να κατανοήσουμε την καίρια συνεισφορά της παράδοσης των Βόρειων λαών της Μεγάλης Μετανάστευσης (ή νορδικής κουλτούρας, όπως την ονόμασε ο Γιόρν) στη διαμόρφωση της λεγόμενης «Δύσης».
Πράγματι, διάχυτη παραμένει έως τώρα η αντίληψη ότι εκείνοι οι Βόρειοι λαοί (Γότθοι, Βάνδαλοι, Τεύτονες, Σάξωνες, Κέλτες, Βίκινγκς, κ.λπ.) απλώς «εκπολιτίστηκαν» από τον προϋπάρχοντα ελληνορωμαϊκό κόσμο στον οποίο δεν προκάλεσαν, για μεγάλο διάστημα και μέχρι να «τιθασευτούν», παρά καταστροφές. Αν και η θέση αυτή δεν είναι ολότελα λανθασμένη, εφόσον καλύπτει ένα μέρος της ιστορικής πραγματικότητας, ωστόσο αποδεικνύεται εξαιρετικά ανεπαρκής, αν όχι προϊόν προκατάληψης απλώς, για όποιον θα ήθελε να κατανοήσει σε βάθος την ιστορική προέλευση του «νεοτερικού ατόμου» αλλά και μιας μεγάλης σειράς πολιτικών και πολιτισμικών συνιστωσών της σύγχρονης Δύσης, όπως είναι για παράδειγμα η πειραματική-στατιστική σύλληψη του αληθούς, η κοινοτιστική-ομοσπονδιακή δόμηση, ή η ανάδειξη της δικαστικής εξουσίας σε πρωτεύουσα πολιτική ισχύ στις Η.Π.Α.
Στη βάση της συνεισφοράς των μελετών του Γιόρν θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε πολύ σύντομα εδώ, ότι η λεγόμενη Δύση αποτελεί προϊόν της ιστορικής «συμπαιγνίας» μεταξύ μιας λατινικής κολεκτιβιστικής παράδοσης και μιας νορδικής ατομοκεντρικής παράδοσης.
Οι τρεις θεμελιακές πολιτισμικές δομές της ευρωπαϊκής Οικουμένης.
Είναι βεβαίως αδύνατο στα πλαίσια αυτού του άρθρου να εκθέσουμε τις βασικές συλλήψεις του Άσγκερ Γιόρν. Θα επισημάνουμε απλώς εκείνη που θα μάς χρησιμεύσει πιο άμεσα για το ζήτημα που πραγματευόμαστε : τη σύλληψη του Χρόνου ως μιας «ενιαίας διάρκειας», την οποία ωστόσο οι ευρωπαϊκές γλώσσες διαιρούν σε Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον.
Από τη σύλληψη αυτή, ο Γιόρν κατέληξε να διακρίνει τρεις θεμελιώδεις πνευματικές, πολιτικές και πολιτισμικές δομές στον ευρύτατο (δυτικό και ανατολικό) ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ό,τι ονομάζουμε «ευρωπαϊκός πολιτισμός», δεν είναι παρά το τριλεκτικό παιχνίδι μεταξύ αυτών των τριών δομών. Καμμιά από αυτές δεν μπορεί να περισταλεί στις άλλες, ούτε να καταλυθεί ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε τόσο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα καθεμιάς, όσο και τις συμπληρωματικές αντιθέσεις τους, προς όφελος ενός ανώτερου πολιτισμού.
Οι δομές αυτές είναι κατά τον Γιόρν οι εξής:
1. Η Λατινική δομή, η οποία εδράζεται στην ενεργό σύνθεση [actualisation] μεταξύ παρελθόντος (ή αποτελέσματος) και μέλλοντος (ή σκοπού), ρίχνοντας σε δυνητική κατάσταση [virtualisation ή potentialisation] το παρόν (ή μέσον),
2. Η Νορδική δομή, η οποία εδράζεται στην ενεργό σύνθεση μεταξύ παρελθόντος (ή αποτελέσματος) και παρόντος (ή μέσου), με το μέλλον (ή σκοπό) σε δυνητική κατάσταση· και
3. Η Ρωσοβυζαντινή ή Ελληνοβυζαντινή δομή, η οποία εδράζεται στην ενεργό σύνθεση μεταξύ παρόντος (ή μέσου) και μέλλοντος (ή σκοπού), με το παρελθόν (ή αποτέλεσμα) σε δυνητική κατάσταση.
Ακολουθώντας τα ίχνη της σκέψης του Γιόρν, αλλά και αυτοσχεδιάζοντας από ένα σημείο και μετά με βάση τις δικές μας ανάγκες, διακρίναμε τελικά, ότι αυτές οι τρεις δομές δεν αντιστοιχούν μόνο σε τρεις διαφορετικές συλλήψεις-ενεργοποιήσεις των όψεων του Χρόνου, ούτε μόνο σε τρεις διαφορετικές συλλήψεις του πολιτικού-κοινωνικού. Αντιστοιχούν και σε τρεις διαφορετικές Στάσεις, σε τρία διαφορετικά ανθρωπολογικά πρότυπα, σε τρεις διαφορετικές συλλήψεις του Υποκειμένου και συνεπώς σε τρεις διαφορετικές συλλήψεις του παραδειγματικού εαυτού και της υποκειμενοποιητικής διαδικασίας δια της οποίας κάθε πολιτισμός διαμορφώνει τον «άνθρωπό» του.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να καταδείξουμε πρώτα τις διαφορές μεταξύ του λατινικού και του νορδικού ανθρωπολογικού προτύπου.
Το λατινικό κανονιστικό-κολεκτιβιστικό ανθρωπολογικό πρότυπο.
Αποτελεί αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός η ικανότητα των Λατίνων να δημιουργούν και να υποστηρίζουν πετυχημένα μεγάλες ρεαλιστικές, πρακτικές αλλά απρόσωπες και ως προς αυτό αφηρημένες δομές. Στη μελέτη του «Περί Μορφής», κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Άσγκερ Γιόρν σημείωνε εύστοχα: «Η απόλυτη αποκόλληση του πραγματικού από το μη-πραγματικό […] καθώς και οι μεγάλες αφηρημένες δομές, οι καθαρές και ρεαλιστικές δομές (ρωμαϊκός κώδικας, καθολική Εκκλησία, τραπεζικό σύστημα), αποτελούν τη δύναμη των Ιταλών, την ουσιώδη συνεισφορά τους στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, το μυστικό τους και την αδυναμία τους».
Η ικανότητα αυτή ασφαλώς πηγάζει από μια αρκετά συγκεκριμένη στάση έναντι της πραγματικότητας, από μια ιδιαίτερη νοηματοδότηση του ανθρώπινου υποκειμένου και από τη σύλληψη ενός ιδιαίτερου ανθρωπολογικού προτύπου και παραδειγματικού εαυτού. Κύρια μέριμνά της, το ιδανικό της, είναι η εξέρευση εκείνων των τρόπων δια των οποίων μια δεδομένη «συμφωνία» ή ένα δεδομένο «αποτέλεσμα» (παρελθόν) θα διαιωνιστεί στο μέλλον, διότι μόνον έτσι είναι δυνατόν να κατασκευαστεί και να ισχύσει μια «μεγάλη αφηρημένη δομή».
Αυτή η στάση και σύλληψη δεν ορίζει το Υποκείμενο, ούτε ως Άτομο, ούτε ως Πρόσωπο, αλλά ως Μέλος ― μέλος των μεγάλων απρόσωπων δομών. Μάλιστα με μια διπλή όψη: το μέλος-υπήκοος ή φορέας κανόνων σε ό,τι αφορά την παθητική του όψη και το μέλος-δημιουργός κανόνων σε ό,τι αφορά την ενεργητική. Πράγματι, συνδετικός ιστός των μεγάλων αφηρημένων δομών είναι (και δεν μπορεί παρά να είναι) η δημιουργία, η θέσπιση και η τήρηση κανόνων.
Μπορούμε λοιπόν να ορίσουμε το λατινικό ανθρωπολογικό πρότυπο ως κανονιστικό υποκείμενο. Τι είδους παραδειγματικό εαυτό θεσπίζει αυτό το πρότυπο;
Στο ανθρωπολογικό πρότυπο του κανονιστικού υποκειμένου, υψηλότερη αξία θεωρείται η ικανότητα αφαίρεσης. Διότι αυτή η ικανότητα, δηλαδή η Διάνοια, αποτελεί το μόνο πρόχειρο τρόπο και το μοναδικό ισχυρό εργαλείο, με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει αυτό που του ζητεί η κανονιστική στάση. Χάρη στη Διάνοια είναι δυνατό να διακριθεί ο Κανόνας (ή Κώδικας), που αναδεικνύει τη γενική-αφηρημένη (κολεκτιβιστική) κοινότητα μεταξύ πολλών διαφορετικών καταστάσεων και ανθρώπων, και που διασφαλίζει τη συντήρησή της στο μέλλον. Έτσι η ανάγκη ή το ενδιαφέρον γεφύρωσης μεταξύ παρελθόντος-μέλλοντος (ή αποτελέσματος-σκοπού) και ο αναπόφευκτα κανονιστικός χαρακτήρας της, προσανατολίζουν σταθερά τη λατινική παράδοση προς τη νοησιαρχία.
Αυτή την ανάγκη κατοχύρωσης του κανονιστικού προτύπου απηχεί και εξυπηρετεί άλλωστε η υπεραξίωση της Διάνοιας ― η οποία εμφανίζεται σε κάποιες ιστορικές στιγμές της Δύσης ως υπεραξίωση της «θεωρίας» ως συνεκτικής νοητικής κατασκευής, ικανής μάλιστα να «κατέχει τη αλήθεια» και να «αλλάξει τον κόσμο» ―, και η απαξιωτική έως και εχθρική στάση απέναντι στο σώμα, το συναίσθημα και την αισθητηριακή εμπειρία, η οποία θεωρείται ότι χαρακτηρίζει τον κατά γενική ομολογία θεμελιωτή της δυτικής θεολογικής (και όχι μόνο) σκέψης, τον Αυγουστίνο.
Ταυτόχρονα, με όρους Ήθους, ο μόνος πρόχειρος τρόπος διασφάλισης αυτής της γεφύρωσης και της τήρησης εις το διηνεκές των κανόνων που υπαγορεύει η Διάνοια, είναι ο ηθικισμός, έντονο χαρακτηριστικό επίσης της λατινικής οικουμένης: κατά κάποιον τρόπο, το ζωντανό υποκείμενο πρέπει εδώ να αρνείται την παρουσία της ρευστότητας μέσα του ώστε να παραμένει προσηλωμένο στον Κανόνα.
Από μια άλλη πλευρά, σύνθεση της νοησιαρχίας και του ηθικισμού στο πεδίο της εκφοράς λόγου ― ειδικά του δημόσιου, πολιτικού λόγου ― είναι η ρητορεία, που άλλωστε αποτέλεσε το επίκεντρο της καχυποψίας και της εχθρότητας των Βόρειων λαών έναντι των Λατίνων. Αν η ρητορεία έχει συνδεθεί με την αβαθή καλλιέργεια του ύφους σε βάρος του περιεχομένου, ή την έλλειψη ενός βαθιά βιωματικού, καλλιτεχνικού και συγκινησιακού λόγου (όπως ήταν λ.χ. ο Επιτάφιος του Περικλή) προς όφελος ενός λόγου απλώς «λαοπλάνου», αυτό συμβαίνει διότι η δια του λόγου δημόσια υπεράσπιση των κανόνων σε βάρος της ζωντανής πραγματικότητας μόνο με αυτό το ύφος μπορεί να επιτευχθεί.
Το νορδικό γνωμονιστικό-ατομοκεντρικό ανθρωπολογικό πρότυπο.
Ας επιχειρήσουμε τώρα να ψηλαφήσουμε το νορδικό ανθρωπολογικό πρότυπο. Είναι γεγονός, ότι οι Βόρειοι λαοί της Μεγάλης Μετανάστευσης ήταν λαοί πολεμιστών. Η ίδια η αντίληψή τους για τη μετά θάνατον ζωή, ο δικός τους «παράδεισος», σκιαγραφούσε ένα τόπο αέναης Μάχης, όπου οι ηττημένοι ανασταίνονταν το άλλο πρωί για να συνεχιστούν οι μάχες εις τον αιώνα των αιώνων. Είναι όμως επίσης γεγονός, ότι ήταν συνάμα και αγροτικοί λαοί, που εξέφρασαν εξίσου ισχυρά την προσδοκία να συνυπάρξουν ειρηνικά με το λατινικό κόσμο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (μια προσδοκία, την οποία συχνά διέψευσαν με τελείως ανήθικους τρόπους οι Λατίνοι).
Δεν πρόκειται λοιπόν να τους κατανοήσουμε, και να δούμε την ιστορική συνεισφορά τους στη διαμόρφωση της Ευρώπης, αν επιμένουμε να τους θεωρούμε μονόπλευρα «πολεμοχαρείς» και να τους προσάπτουμε διαρκώς «πρωτόγονα ένστικτα» και μόνο. Μια συνολικότερη ματιά θα μας βοηθήσει να δούμε ακριβέστερα πώς, πού και έως ποιού σημείου στηριζόταν σε αυτούς η λατρεία του πολέμου: σε μια εργαλειακή αντίληψη, που κάποια στιγμή πέρασε από τη λατρεία του ξίφους στη λατρεία της μηχανής.
Φαίνεται λοιπόν, ότι παραδοσιακά οι Βόρειοι λαοί αυτοχαρακτηρίζονταν ως «ελεύθεροι άνθρωποι», οι οποίοι οργανώνονται ως «ίσοι» μέσα σε μικρές κοινότητες. Φαίνεται επίσης, ότι είχαν θεσπίσει ένα «περιθώριο απόστασης» μεταξύ του ατόμου και της συλλογικότητας. Για παράδειγμα, ένα μεγάλο αριθμό διαπροσωπικών διαφορών, που συμπεριλάμβανε ακόμα και τον φόνο, όφειλαν να τον επιλύουν ανεξάρτητα από την Κοινότητα (φθάνοντας έως την αυτοδικία), η οποία επενέβαινε και είχε λόγο εκεί μόνον όταν κρινόταν ότι η συγκεκριμένη διαφορά μπορούσε να την αφορά άμεσα.
Σημαντικό είναι, ότι αυτές τις δυο βασικές αρχές, οι λαοί αυτοί δεν τις εγκατέλειψαν (αν και τις μετασχημάτισαν) στην επαφή τους με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για αρχές «πρωτόγονων λαών», οι οποίες υποτίθεται, πως εξαλείφονται με τον «εκπολιτισμό» τους! Πολύ επιγραμματικά θα αναφέρουμε εδώ, ότι ήδη πριν ασπαστούν τον χριστιανισμό, οι Βόρειοι δεν πέρασαν από το «λαό-οικογένεια» στην Πόλη (είτε ρωμαϊκού, είτε ελληνικού τύπου) αλλά προτίμησαν να σχηματίσουν ένα είδος διακοινοτικών συνελεύσεων, οι οποίες αποτυπώθηκαν στις λεγόμενες Γκίλδες.
Ξεκινώντας κυρίως στη Γερμανία και τη Σκανδιναβία με τη μορφή συνελεύσεων για την κατασκευή και τη συντήρηση διακοινοτικών οδών (και με χαρακτηριστική τη διοργάνωση διακοινοτικών συμποσίων), σύντομα οι Γκίλδες εξελίχθηκαν σε οργανώσεις αλληλοβοηθείας και αλληλοπροστασίας (δικό τους προϊόν ήταν εξ άλλου η περίφημη Χανσεατική Ένωση), επεκτεινόμενες και στην Αγγλία. Μεταξύ άλλων, τα μέλη αυτών των οργανώσεων ορκίζονταν να τηρούν τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης: «Αν κάποιος από εμάς πλανηθεί, όλοι να τον στηρίξουμε στο σφάλμα του, γιατί μια κοινή μοίρα θέλουμε να μας ενώνει» (Γκίλδα του Καίμπριτζ, 10ος αιώνας). Χρήσιμο είναι να επισημάνουμε ότι από τον εκφυλισμό, την κατάπνιξη των Γκιλδών (ή και την απλή ιστορική μετεξέλιξή τους) προήλθαν οι Μεσαιωνικές συντεχνίες (ένα είδος μικρών ομόσπονδων κοινοτήτων των Πόλεων και μεταξύ των Πόλεων) αλλά και, πολύ αργότερα, ο εντελώς ιδιαίτερος αγγλικός συνδικαλισμός (οι trade unions με τους shop stewards) ή ακόμα και η γαλλική φεντεραλιστική πλευρά του ιστορικού Αναρχισμού. Τέλος να επισημάνουμε: Πολύ περισσότερο από την ιδέα ότι μεταξύ των Βορείων λαών υπερίσχυε το «δίκαιο του πιο δυνατού στον πόλεμο», κεντρική αρχή των Γκιλδών ήταν η Αξιοκρατία ως μια ιδιαίτερη «στατιστικού» τύπου αξίωση της αποτελεσματικότητας, που αναγνώριζε κεντρικό ρόλο στο Άτομο.
Ήδη διακρίνουμε τις ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της λατινικής και της νορδικής σύλληψης του υποκειμένου. Η νορδική συλλογικότητα, εντελώς διάφορη από τη μεγάλη αφηρημένη δομή του λατινικού προτύπου, φαίνεται πράγματι ότι σχηματίζεται και θεσμίζεται κατά κάποιον τρόπο στην περιοχή της ηθελημένης και σκοπούμενης διασταύρωσης των ατομικών πειραματικών διαβημάτων, εμπειριών, συλλήψεων και πληροφοριών, οι οποίες «υποβάλλονται σε ανοικτή συζήτηση και σε στατιστικά κριτήρια, και οδηγούν στον καθορισμό ενός γνώμονα». Αυτή η στάση και σύλληψη θεμελιώνει ως τύπο Υποκειμένου, ανθρωπολογικό πρότυπο και παραδειγματικό εαυτό, όχι το Μέλος (ούτε το Πρόσωπο) αλλά το Άτομο.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε οπωσδήποτε να σταθούμε στην πολύ διαδεδομένη σύγχυση σε ό,τι αφορά την έννοια του Ατόμου. Ως τύπος Υποκειμένου το Άτομο δεν περιγράφει απλώς «το μη περαιτέρω τμητό» μέρος μιας ολότητας ή συλλογικότητας. Ο ορισμός αυτός είναι εξαιρετικά ποσοτικός και ασφαλώς του διαφεύγει το νεύρο του ζητήματος. Δεν θεωρούμε επίσης σωστό να προσδιορίσουμε το Άτομο, και την ιστορική ανάδυσή του, ως «στροφή εις εαυτόν» απλώς. «Στροφή εις εαυτόν» υπάρχει και στο λατινικό Μέλος, όπως και στο ελληνικό Πρόσωπο. Το ζήτημα λοιπόν, που κάθε φορά τη διακρίνει, είναι η αφετηριακή προϋπόθεση και ο τελικός στόχος της. Παράδειγμα, το λατινικό Μέλος στρέφεται εις εαυτόν για να δημιουργήσει κανόνες (από όπου και η αποκρυστάλλωση διαφόρων εγχειριδίων «savoir vivre» ή μοραλιστικών επιτομών), κάτι που δεν χαρακτηρίζει τη στροφή εις εαυτόν του νορδικού Ατόμου (ούτε του ελληνικού Προσώπου). Ούτε πάλι το Άτομο πρέπει να συγχέεται πλήρως, παρά την ιστορική συγγένειά τους, με το νεοτερικό αυτό-αναφορικό υποκείμενο (σφάλμα ανάλογο με τη συνταύτιση της Ατομικότητας με τον ατομικισμό, ή του Εγώ με τον εγωτισμό). Τέλος δεν είναι κατά τη γνώμη μας σωστό να συνταυτίζουμε το Άτομο, ως τύπο υποκειμένου, με την ανθρώπινη Μονάδα γενικά, διότι εκείνο που προσδιορίζει κάθε φορά την ανθρώπινη Μονάδα δεν είναι η απλή, λίγο-πολύ φυσική-βιολογική «μοναδικότητά» της αλλά ο εκάστοτε υπαρκτικός προσανατολισμός της.
Το Άτομο ως τύπος υποκειμένου αποτελεί λοιπόν συνεισφορά της νορδικής παράδοσης στον δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό. Αφορά στον τύπο υποκειμένου, ο οποίος αξιώνεται και βρίσκει την ταυτότητα ή ιδιοπροσωπία του με βάση τα σημεία του είναι του όπου δεν τέμνεται με τη συλλογικότητα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για το υποκείμενο εκείνο, που θέτει μια υπαρκτική προτεραιότητά του έναντι του συλλογικού (είτε θεωρεί αυτή την προτεραιότητά του «μεταφυσικά» δεδομένη, είτε «βιολογικά» ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο). Παρ’ όλο που, κατ’ αυτό τον τρόπο, φαίνεται ότι στο Άτομο επικρατεί η νεοτερική αυτό-αναφορικότητα, ωστόσο το (νορδικής καταγωγής) Άτομο δεν χαρακτηρίζεται από την αδιαφορία του νεοτερικού αυτό-αναφορικού υποκειμένου ως προς το συλλογικό. Απεναντίας, το νορδικό Άτομο θεωρεί την άσκηση της ατομικότητάς του ως εξαιρετικά σημαίνουσα για το συλλογικό, το οποίο ωστόσο αντιλαμβάνεται και θεσπίζει κατά τρόπο πολύ διαφορετικό απ’ό,τι λ.χ. το Μέλος.
Θεμελιώδες χαρακτηριστικό του (νορδικής καταγωγής) Ατόμου είναι η πειραματική στάση απέναντι στη ζωή, που οπωσδήποτε συνάδει με τη σύνθεση ελευθερίας-ισότητας και τη θέσπιση ενός περιθωρίου απόστασής του από το συλλογικό. Η πειραματική στάση είναι βεβαίως επικεντρωμένη στο παρόν, αλλά (αντίθετα από το Πρόσωπο) αδυνατεί ή αδιαφορεί εγγενώς να το συλλάβει σε συνάρτηση με το μέλλον. Η απαίτηση του Ατόμου από τα πειραματικά διαβήματά του είναι, η αποτελεσματικότητα με μια ειδική έννοια: να επαληθεύουν στο παρόν το παρελθόν, δηλαδή αυτό που έχει ήδη διαπιστώσει (τις παρατηρήσεις του), αυτό που ήδη έχει συλλάβει (τα θεωρήματά του), ή αυτό που έχει ήδη πραγματώσει (τις μηχανές του). Με άλλο λόγια, η απαίτηση του Ατόμου ως τύπου υποκειμένου είναι να καθίστανται έγκυρα στο παρόν τα αποτελέσματα, ή τετελεσμένα, και όχι να διασφαλίζεται η διαιώνισή τους στο μέλλον, όπως είδαμε ότι συμβαίνει με το λατινικό Μέλος.
Επομένως, ως υποκειμενοποιητική διαδικασία, η Ατομικότητα στηρίζεται στην και αναπαράγεται μέσα από τις διαδικασίες που αποσκοπούν στον ορισμό ενός Γνώμονα. Ορίζουμε λοιπόν το νορδικό ατομοκεντρικό υποκείμενο ως γνωμονιστικό και μάλιστα κατά δυο όψεις: η παθητική όψη αφορά στη συλλογή παρατηρήσεων και πληροφοριών (άτομο-συλλέκτης εμπειριών, ή πληροφοριών, ή δεδομένων) ενώ η ενεργητική αφορά στον πειραματισμό, τη στατιστική διασταύρωση και την ικανότητα κρίσης-κριτικής (άτομο-πειραματιστής, άτομο-κριτής).
Επειδή το πειραματικό-γνωμονιστικό πνεύμα έχει συνδεθεί μονομερώς με την επιστημονική σκέψη, θεωρείται γενικά ότι η μεσαιωνική Δύση το γνώρισε μόνον από την επαφή της με τους Άραβες. Ωστόσο, πέρα από το κοινωνικό-πολιτικό πεδίο στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το πειραματικό-γνωμονιστικό πνεύμα ανιχνεύεται στη Δύση, πολύ πριν από την ανάπτυξη της εφαρμοσμένης επιστήμης. Το συναντάμε τόσο στον αριστοτελισμό του Πέτρου Αβελάρδου και στο ρεύμα του Σχολαστικισμού όσο και, πολύ νωρίτερα, στην αποκατάσταση της διδασκαλίας των «επτά ελευθερίων τεχνών» (την οποία είχε απαγορεύσει ο Πάπας Γρηγόριος ο Μέγας τον 4ο αιώνα) από τον αγγλοσάξωνα Αλκουίνο, «υπουργό παιδείας και πολιτισμού» του Καρλομάγνου.
Εντάσεις και αλληλοτροφοδοτήσεις στο εσωτερικό της «Δύσης».
Από τα προηγούμενα, είναι σαφής η ένταση μεταξύ του λατινικού και του νορδικού ανθρωπολογικού προτύπου. Το πρώτο είναι κολεκτιβιστικό και κανονιστικό, το δεύτερο ατομοκεντρικό και γνωμονιστικό. Το πρώτο είναι «αυτοκρατορικό» ενώ το δεύτερο κοινοτιστικό-ομοσπονδιακό, «εθνικό» κατά τον Γιόρν. Το πρώτο υπεραξιώνει τη νομοθετική εξουσία ενώ το δεύτερο τη δικαστική (βλ. ΗΠΑ). Το πρώτο συνδέεται με τη νοησιαρχία, τον ηθικισμό και τη ρητορεία ενώ το δεύτερο με την κριτική ικανότητα, τον πειραματισμό και την τεχνική ακριβολογία.
Σε ποιά βάση λοιπόν αυτά τα δύο τόσο διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα μπόρεσαν να αλλητροφοδοτηθούν και να συγκροτήσουν το λεγόμενο δυτικό πολιτισμό; Ο Γιόρν δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτή την πλευρά του ζητήματος. Κύριο μέλημά του ήταν να διακρίνει μεταξύ τους αυτές τις δομές και όχι να εξετάσει πώς συμπλέχτηκαν και αλληλοτροφοδοτήθηκαν. Θα επιχειρήσουμε λοιπόν και εδώ τις δικές μας υποθέσεις.
Ένα πρώτο δείγμα ορατό αυτής της αλληλοτροφοδότησης υπήρξε οπωσδήποτε το εγχείρημα του Καρλομάγνου, που έκτοτε παραμένει μυθολογικό πρότυπο της ευρωπαϊκής Δύσης. Ένα δεύτερο αποτελούν βεβαίως οι Σταυροφορίες, όπου για πρώτη φορά αυτή η αλληλοτροφοδότηση προσδιορίζεται σε συνάρτηση με έναν εξωτερικό εχθρό και αποτελεί έκτοτε πρότυπο της δυτικής εξωτερικής πολιτικής (με τα γνωστά αποτελέσματά της στο Ιράκ και τη γειτονιά μας). Ένα τρίτο μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο Σχολαστικισμό, τον οποίο μπορούμε να δούμε ως μια γιγάντια πνευματική απόπειρα συμφιλίωσης μεταξύ αυτών των δύο προτύπων, με τη λατινική πλευρά να καταθέτει εκεί το νοησιαρχικό Δόγμα και την Παπική αφηρημένη δομή ενώ η νορδική πλευρά κατέθετε την απόπειρα μιας πειραματικής-στατιστικής μεθόδου απόδειξης της ισχύος του Δόγματος και της Δομής. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι αυτή η προσπάθεια ανατινάχθηκε τελικά και μάλιστα εκ των έσω. Αφ’ ενός μεν από τη διεκδίκηση, εκ μέρους του πειραματικού-επιστημονικού πνεύματος, της αυτονομίας του (με την αφετηριακή συγκρότηση των Μεσαιωνικών πανεπιστημίων περί τον 13ο αιώνα) και αφ’ ετέρου από την αμφισβήτηση της ρωμαιοκαθολικής αφηρημένης δομής από τη Διαμαρτύρηση του Λούθηρου και των πολυποίκιλων επιγόνων του.
Η αντίδραση των λατίνων μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη σηματοδοτεί και μια δική τους μετεξέλιξη. Πράγματι, η ρωμαιοκαθολική αφηρημένη δομή αντέταξε την Ιερά Εξέταση και στη συνέχεια τον επιστημονικό Ιησουιτισμό. Από την Ιερά Εξέταση έχει υπερτονιστεί η όψη της αυθαιρεσίας, του απάνθρωπου δογματισμού και των βασανιστηρίων. Ωστόσο υπήρξε σε αυτήν μια πολύ πιο υπόγεια αλλά και πολύ πιο σημαντική όψη. Η κλονιζόμενη Παπική δομή προσπάθησε, δια της Ιεράς Εξετάσεως, να συγκροτήσει μια μέθοδο συστηματικής κατοχύρωσης του Δόγματος, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η μεθοδική κατασκευή των ερωτήσεων με τρόπον ώστε να εμπεριέχουν και να κατευθύνουν τη σωστή απάντηση (έτσι ώστε κάθε αποκλίνουσα απάντηση να αποτελεί άμεσο σημείο αίρεσης). Πράγματι, μέσω της Ιεράς Εξετάσεως εισάγεται για πρώτη φορά στη Δύση το (μετέπειτα επιστημονικό) αξίωμα ότι «σε κάθε ερώτηση υπάρχει μόνο μια σωστή απάντηση». Σε ό,τι αφορά τον Ιησουιτισμό, επρόκειτο πράγματι για έναν ηπιότερο κληρονόμο, τον οποίον επέβαλαν οι εξόφθαλμες αυθαιρεσίες και η αποτυχία της Ιεράς Εξετάσεως, και ο οποίος αντέταξε στη νορδική Διαμαρτύρηση μια νοησιαρχικού τύπου «επιστημονική» απόπειρα απόδειξης του Δόγματος και της Δομής.
Ο «θάνατος του Θεού», αφετηρία της νεοτερικής Δύσης.
Είναι λοιπόν γεγονός, ότι κάτω από εκείνες τις ιστορικές συνθήκες ο υπό διαμόρφωση δυτικός πολιτισμός βρέθηκε σε ένα πρώτο σημείο έκρηξής του. Πώς όμως κατόρθωσε τελικά να ξεπεράσει αυτή την κρίση του και να μετεξελιχθεί αντί να διαλυθεί; Πιστεύουμε, ότι κατά ένα μέρος αυτό συνέβη επειδή σημαντικά τμήματα των Βόρειων λαών κατέφυγαν στη νέα ήπειρο, την Αμερική όπου, αποτινάσσοντας το λατινικό «ζυγό», προσπάθησαν να δημιουργήσουν τη δική τους «Γη της Επαγγελίας», τις Η.Π.Α. (όπου ως κολεκτιβιστική αναφορά βαστήχτηκε το ιουδαϊκό πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης). Κυρίως όμως η μετεξέλιξη αυτή στηρίχθηκε σε μια κίνηση με πολύ βαθύτερες ιστορικές συνέπειες: στο «θάνατο του Θεού» ή, ίσως ακόμα ευρύτερα, στο θάνατο της λαϊκής μεθεκτικής και συμβολικής κουλτούρας.
Πράγματι, σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο έκρηξης η Δύση κατέφυγε στο μοναδικό όπλο της που φαινόταν και άθικτο να παραμένει από τις θρησκευτικές έριδες, και υποσχόμενο ένα νέο ορίζοντα ανάπτυξης αλλά και σημείο συνεννόησης μεταξύ της λατινικής και της νορδικής παράδοσης : τον «ορθό λόγο», τη λογική ή ratio.
Παρ’ ότι η λατινική παράδοση προσέγγισε τη ratio ως τρόπο νοησιαρχικής και κανονιστικής βεβαίωσης του Αληθούς, ενώ η νορδική ως ικανότητα νόησης και πειραματικής-στατιστικής βεβαίωσής του, η μεταξύ τους ένταση εδώ αποσοβήθηκε μέσα στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες από την κοινή αξίωσή τους του Παρελθόντος ή Αποτελέσματος. Έτσι παγιώθηκε η έως και σήμερα ισχυρή συμπαιγνία τους, επάνω στην κοινή αξίωσή τους της βεβαιωμένης Αποτελεσματικότητας.
Θανατώνοντας το Θεό και απελευθερωμένη έτσι από τις διαρκείς αβεβαιότητες της «μεταφυσικής», η Δύση μπόρεσε έτσι να ανασυγκροτηθεί πάνω σε ένα νέο ανθρωπολογικό πρότυπο, το οποίο πριμοδοτεί τη χρήση της ratio (είτε ως αφηρημένη διάνοια, είτε ως κριτική ικανότητα) με άξονα και ιδανικό ορίζοντα την Αποτελεσματικότητα. Η τραγική κυριαρχία της διαλεκτικής «υποκειμένου-αντικειμένου», την οποία με ενάργεια μπόρεσε να καταγγείλει αιώνες αργότερα ο Χάιντεγκερ, εδώ ακριβώς θεμελιώθηκε. Όπως άλλωστε και ο κλασικά «δυτικός» ωφελιμισμός, που την ακολουθεί.
Το δυτικό ανθρωπολογικό πρότυπο είναι αποτελεσματοκεντρικό.
Δεν έχουμε εδώ το χώρο για να εξετάσουμε, έστω και πολύ συνοπτικά, το ρόλο του αστικού κινήματος του Διαφωτισμού στη συγκρότηση αυτού του νέου ανθρωπολογικού προτύπου. Ούτε και την εγγενή σχέση του τα Διαφωτισμού τόσο με τη Διαμαρτύρηση όσο και με τον Ιησουιτισμό, το πνεύμα των οποίων παρέλαβε και «μετακένωσε» στο δικό του, αστικό-εμπορευματικό πνεύμα. Παραπέμπουμε λοιπόν στο βιβλίο του J.R. Saul και σημειώνουμε τροχάδην τρία μόνο πράγματα.
Πρώτον. Το κίνημα του Διαφωτισμού, έργο της ιστορικής συμμαχίας μεταξύ των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «ανθρώπων του χρήματος» στους κόλπους της αστικής τάξης, συγκροτήθηκε ακριβώς με άξονα τη θανάτωση της συμβολικής κουλτούρας, την οποία συνταύτισε με την «άγνοια», το «φόβο» και τη «δεισιδαιμονία», αντιπαρατάσσοντάς της ένα οπτιμισμό της θετικής γνώσης και μια παν-λογική υπεραισιοδοξία με άπειρες διακλαδώσεις μέσα στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Μεταξύ τους, η τιτάνια προσπάθεια κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να γνωρίσουμε θετικά το «μυστικό της Ύλης» (η οποία οδήγησε στη σχάση του ατόμου με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα) και η εξίσου τιτάνια προσπάθεια, στη συνέχεια και σήμερα, να γνωρίσουμε επιστημονικά το «μυστικό της Ζωής» (με τις γνωστές περιπέτειες περί το DNA, τις κλωνοποιήσεις και τα μεταλλαγμένα προϊόντα). Κοινό χαρακτηριστικό τους η αγωνιώδης προσπάθεια να βρεθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο, μετά το «θάνατο του Θεού», μια ανεξάντλητη πηγή υλικής ενέργειας και μια ανεξάντλητη πηγή ζωής (τεχνητή αθανασία).
Ο Διαφωτισμός εντάσσεται βεβαίως σε ένα γενικότερο, δημοκρατικό κίνημα απελευθέρωσης από τη μεσαιωνική απολυταρχία. Ωστόσο οι Διαφωτιστές έπεσαν σε μια θεμελιώδη πλάνη: θεώρησαν ότι η Ratio είναι και φορέας Ήθους, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά όργανο διανοητικής αφαίρεσης και διαχειριστικό εργαλείο. Δυο ήταν τα αποτελέσματα αυτής της πλάνης. Ότι ο πολιτισμός που οικοδόμησαν οι επίγονοί τους προέκρινε οτιδήποτε μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και μετρηθεί αποτελεσματικά, δηλαδή οτιδήποτε μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα (ξεκινώντας από την επί χρήμασι εργασία). Και η υποκατάσταση της συμβολικής κουλτούρας από μια ευτελή κουλτούρα του «θεάματος».
Δεύτερον. Αυτό το νέο ανθρωπολογικό πρότυπο συνδέεται με την ανάδυση του νεοτερικού αυτοαναφορικού υποκειμένου, καθώς η υπεραξίωση της ratio οδηγεί κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες (και ειδικά κατά την «ανοδική» φάση του της αποτίναξης των παλαιών ζυγών) στην υπεραξίωση αυτού του φαντασιακά «αυτάρκους» τύπου υποκειμένου. Ωστόσο το νεοτερικό αυτοαναφορικό Άτομο δεν αποτελεί και την τελική μορφή αυτού του νέου δυτικού ανθρωπολογικού προτύπου.
Όπως έδειξε από πολλές πλευρές ο Μεταπόλεμος και ειδικά η έκρηξη της δεκαετίας του 1960, η υπερβολική αξίωση του αυτοαναφοροκού Ατόμου ενέχει τον κίνδυνο να διαλύσει την οποιαδήποτε συλλογική θέσμιση. Για το λόγο αυτό παρατηρούμε, από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, μια μετεξέλιξη του δυτικού ανθρωπολογικού προτύπου, το οποίο κρατάει ως σταθερά του το ιδανικό της Αποτελεσματικότητας και επιχειρεί μια «μεικτή» αναδιαμόρφωση στη βάση του ιδεώδους μιας «Παγκόσμιας Αυτοκρατορίας» (λατινικό πρότυπο) ανοικτής σε μια «ομοσπονδιακή θέσμιση» (νορδικό πρότυπο).
Τρίτον. Αν και το δυτικό πρότυπο μπορεί πολύ εύστοχα να θεωρηθεί ως «δυναμοκεντρικό», πιστεύουμε ότι η περιγραφή του ως «αποτελεσματοκεντρικό» είναι συμπληρωματική, αν όχι και κάπως ακριβέστερη, αυτής της περιγραφής. Διότι τη σύγχρονη Δύση, ως ιδεώδες τουλάχιστον, δεν την ενδιαφέρει η Ισχύς καθεαυτή. Την ενδιαφέρει η Ισχύς στο βαθμό που μπορεί να παράγει αποτελέσματα ελέγξιμα, επαληθεύσιμα στο παρόν και διαιωνιζόμενα εις το διηνεκές.
Η απορία της «καθ’ ημάς Ανατολής».
Απέναντι σε αυτή τη δυτική κοσμογονία, είναι σαφές ότι η «καθ’ ημάς Ανατολή» (η Ρωσοβυζαντινή, ή Ελληνοβυζαντινή δομή, κατά τον Γιόρν) έχει χάσει τα «περάσματα» εκείνα, τους «πόρους», που θα την βεβαίωναν όχι απλώς για την ιδιοπροσωπία της αλλά και για τον τρόπο μετοχής της, ως ιδιαίτερη κουλτούρα, στο ιστορικό γίγνεσθαι, που τους τελευταίους αιώνες προχωρεί με ατμομηχανή τη «Δύση». Τέτοιου είδους «περάσματα» ήταν λίγο πολύ αναγνωρίσιμα μέχρι τις αρχές της αστικής εποχής, με πασίγνωστο την αρχαιοελληνική αναφορά της «Δύσης» (με όλες τις κριτικές επιφυλάξεις του Κώστα Παπαϊωάννου) και άλλα, παλιότερα και λιγότερο γνωστά.
Έχοντας χάσει πλέον αυτά τα «περάσματα», η «καθ’ ημάς Ανατολή» κινδυνεύει ορατά να χάσει οριστικά και την ιδιοπροσωπία της. Η ιστορική εξέταση αυτής της τραγικής «απορίας» δεν είναι έργο αυτού εδώ του άρθρου. Είναι βέβαιο, ότι η «απορία» αυτή συνδέεται μερικώς με τη χάραξη μιας άκαμπτης διαχωριστικής γραμμής μεταξύ «Ανατολής» και «Δύσης», η οποία σφραγίστηκε με την «Τουρκοκρατία» και ολοκληρώθηκε με τη οριοθέτηση ενός «Σιδηρού Παραπετάσματος» (στην αναβίωση του οποίου αποσκοπούν, με νέους όρους, οι ελάχιστα ιστορικές αλλά οπωσδήποτε στρατηγικές θεωρίες του Σάμουελ Χάντινγκτον περί «σύγκρουσης των πολιτισμών»). Εξίσου βέβαιο είναι, ότι αυτή η «απορία» δεν οφείλεται στο ότι η «καθ’ ημάς Ανατολή» έχασε το στοίχημα της ατομικότητας, όπως υποστηρίζει ο Στέλιος Ράμφος (όπ. π.). Όπως είδαμε, η δυτική κοσμογονία δεν οφείλεται απλώς στην «ανακάλυψη της ατομικότητας». Οφείλεται στο συμφυρμό του νορδικού ατομοκεντρικού προτύπου με το λατινικό κολεκτιβιστικό υπό την αιγίδα της τεχνικής αποτελεσματικότητας.
Εφόσον η τεχνική αποτελεσματικότητα δεν αποτελεί κεντρικό δεδομένο της «κατ’ ημάς Ανατολής», η κριτική τοποθέτηση απέναντί της είναι ζωτικής σημασίας. Ασφαλώς η αποτελεσματικότητα είναι σαγηνευτική. Άλλωστε, η ίδια η ζωή απαιτεί να είμαστε και αποτελεσματικοί στις προσπάθειές μας. Το θέμα είναι όμως, εάν η ζωή απαιτεί το καθαγιασμό της αποτελεσματικότητας, στο οποίο έχει προβεί η «Δύση»!
Το παιγνιοκεντρικό ανθρωπολογικό πρότυπο της «καθ’ ημάς Ανατολής».
Ο Γιόρν ελάχιστα ασχολήθηκε με το ανθρωπολογικό πρότυπο της «ρωσοβυζαντικής» ή «ελληνοβυζαντινής» παράδοσης. Νομίζουμε όμως, ότι μας επιτρέπεται να το χαρακτηρίσουμε «παιγνιοκεντρικό». Πράγματι, ο παιγνιοκεντρικός χαρακτήρας της «καθ’ ημάς Ανατολής» έχει διαχρονικά επισημανθεί, είτε ως κάποιου είδους μομφή («Έλληνες αεί παίδες εστέ», «βυζαντινές ίντριγκες»), είτε σαν υψηλό ιδανικό («παιδός η βασιλίη»). Γεγονός είναι, ότι το παιγνιοκεντρικό πρότυπο δεν είναι αρθρωμένο γύρω από την αναζήτηση ούτε κανόνων, ούτε γνωμόνων. Σίγουρα δεν είναι αποτελεσματοκεντρικό. Πρόκειται για ένα ανθρωπολογικό πρότυπο αρθρωμένο γύρω από την αναζήτηση μεταβλητών ή παραλλαγών, δηλαδή των συστηματικών οδών δια των οποίων το παρόν (ή η τρέχουσα πρόκληση) συνδέεται οργανικά με το μέλλον (ή σκοπό).
Ενώ το νορδικό πρότυπο είναι, όπως είδαμε, γνωμονιστικό/πειραματιστικό και το λατινικό κανονιστικό/ηθικιστικό, το ανθρωπολογικό πρότυπο της «καθ’ ημάς Ανατολής» φαίνεται να είναι τελεολογικό (κατά την αρχαιοελληνική εντελέχεια) ή εσχατολογικό (κατά το χριστιανικό Βυζάντιο). Από το πρότυπο αυτό απουσιάζει η αγωνία για το αποτέλεσμα. Εδώ, την Αλήθεια δεν τη βεβαιώνει η παρουσία του αποτελέσματος στο παρόν, ούτε η διαιώνιση του τετελεσμένου στο μέλλον, αλλά η συνάντηση του σκοπού με το παρόν. Έτσι, απουσιάζει τόσο η εργαλειακή όσο και η ηθικιστική στάση απέναντι στη ζωή, και ευνοείται το προσεγγιστικό «περίπου».
Βεβαίως δεν καταθέτουμε αυτή την άποψη ως επιστημονική αλήθεια αλλά σαν απλή πρόταση και υπόδειξη προς συζήτηση. Έναντι των θεμιτών αντιρρήσεων, που ενδέχεται να ξεσηκώσει, θα σημειώσουμε δυο πράγματα.
Πρώτον. Το «παιχνίδι» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη τυχοδιωκτισμό ή χάος. Οι μεταβλητές-παραλλαγές που το χαρακτηρίζουν ως κινήσεις, δεν είναι κινήσεις «καιροσκοπικές» οπωσδήποτε. Είναι σκοπούμενες κινήσεις, που λαμβάνουν υπ’ όψη την παρούσα κατάσταση σε συνάρτηση με έναν «Άλλον» (σκοπό), ο οποίος κινείται προς αυτήν. Η επίτευξη αυτής της συνάντησης στηρίζεται στη βιωματική μαρτυρία και όχι στην τήρηση κανόνων ή στη στατιστικά ελεγμένη επαλήθευση. Δεύτερον, το παιχνίδι δεν παραπέμπει αποκλειστικά στον «παιδισμό» αλλά σε μια πολύ βαθιά ανθρώπινη περιοχή. Η δυσφήμιση του παιχνιδιού συνδέεται με την υποτίμηση του παιδιού, από ένα πολιτισμό που το θεωρεί περίπου σαν «απολίτιστο αγρίμι».
Σίγουρα όμως, ο «παιδισμός», ο καιροσκοπισμός, η προχειρότητα, ο «ημετερισμός», η ευνοιοκρατία, ο τυχοδιωκτισμός και τα ανάλογα φαινόμενα που ανθούν στην «καθ’ ημάς Ανατολή», σχετίζονται άμεσα με το παιγνιοκεντρικό πρότυπο. Αλλά χαρακτηρίζουν μάλλον τη φάση της κρίσης και της παρακμής του.
Υποστηρίζουμε λοιπόν, ότι ήδη από τα αρχαία χρόνια αποτυπώθηκε εδώ μια διαφορετική και ενδιάμεση μεταξύ του κολεκτιβισμού και του ατομοκεντρισμού πολιτισμική πρόταση, η οποία φέρνει τα βασικά χαρακτηριστικά της παιγνιοκεντρικής στάσης. Οπωσδήποτε, το αρχαιοελληνικό ανθρωπολογικό πρότυπο έχει πολλά κοινά με το νορδικό ατομοκεντρισμό. Όμως ο ατομοκεντρισμός δεν φαίνεται να είχε την κεντρική θέση, που κατέχει στη νορδική δομή, και οπωσδήποτε δεν συμπυκνώθηκε σε μια εργαλειακή σύλληψη της ζωής ούτε σε μια στατιστική προσέγγιση του Αληθούς. Ούτε βεβαίως συνετέλεσε στη συγκρότηση μιας Τεχνοκρατίας, όπως συνέβη στον ευρωπαϊκό Βορρά.
Σε αυτή την ιδέα συντείνουν, πράγματι, όλα εκείνα τα στοιχεία που φανερώνουν ότι, εδώ, τα όρια μεταξύ ανθρώπινου και θείου, ατόμου και Πόλης, ελευθερίας και νόμου, προσώπου και κοινότητας, δεν θεωρήθηκαν ούτε ως δεδομένα μέσω «κανόνων», ούτε ως απλώς «πειραματικώς» προσπελάσιμα και «στατιστικώς» επικυρωμένα, αλλά είχαν έντονο το χαρακτήρα της μεταβλητότητας (όχι ως «αυθαιρεσίας» αλλά) ως ένθεν και ένθεν αγώνα για μια συνάντηση. Έτσι, οι προσωπικότητες-πρότυπα και οι καταστάσεις-ιδανικά αναζητήθηκαν εδώ μεταξύ εκείνων που μπορούσαν να προσκομίσουν βιωματική μαρτυρία από την αέναη διαπάλη-παιχνίδι στο πεδίο ακριβώς αυτού του αγώνα.
Μένει βέβαια να ερευνήσουμε κατά πόσον υπάρχει εδώ μια γραμμή συνέχειας και κατά πόσο μπορεί να καλυφθεί, στο επίπεδο του ιδανικού προτύπου, από τον όρο «πρόσωπο».
*
Όσο η «καθ’ ημάς Ανατολή» παραμένει «άπορη», δηλαδή (είτε από υπερβολικό «αντιδυτικισμό», είτε από υπερβάλλοντα «φιλοδυτικισμό») χωρίς περάσματα προς το συνολικό ευρωπαϊκό πολιτισμό, θα αδυνατεί να ενεργοποιήσει τη δική της πρόταση, το δικό της ανθρωπολογικό πρότυπο, με τρόπους άλλους από της παρακμής. Ταυτόχρονα, θα αποικιοκρατείται από το δυτικό πολιτισμικό πρόταγμα, που μόλις περιγράψαμε ως συγκεκριμένη «συμπαιγνία».
Ωστόσο, η ανακάλυψη και ενεργοποίηση της ιδιοπροσωπίας της είναι σήμερα ζήτημα ζωής ή θανάτου, όχι μόνο για την ίδια αλλά και για το σύνολο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος (σύμφωνα με την πρόταση του Γιόρν) θεμελιώνεται και στις τρεις πολιτισμικές δομές ή παραδόσεις, που αναφέραμε ― με αποτέλεσμα να παραμένει ανάπηρος, όσο εξοστρακίζει τη μια από τις τρεις.
Το κόστος της αδυναμίας μιας «συνέργειας» μεταξύ και των τριών θεμελιακών δομών της Ευρώπης έχει υπάρξει και ήταν βαρύ: οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι το αποδεικνύουν. Και δυστυχώς όλα δείχνουν, ότι θα γίνει ακόμα βαρύτερο.
Θα κλείσουμε εδώ ακολουθώντας την προτροπή-ερώτηση του Άσγκερ Γιόρν: Ένας νέος τύπος πολιτισμού και «μια νέα μέθοδος επιβάλλεται. Θα είναι άραγε η τριλεκτική;».

από το περιοδικό "Ίνδικτος" , τεύχος 16, 2001

Νίκος Καζαντζάκης - "Ασκητική"

Πρόλογος

Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο. Καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο. Το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή. Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή. Ταυτόχρονα με το ξεκίνημα κι ο γυρισμός. Κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος. Μα κι ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
Στα πρόσκαιρα ζωντανά σώματα τα δυο τούτα ρέματα παλεύουν:
α) ο ανήφορος, προς τη σύνθεση, προς τη ζωή, προς την αθανασία.
β) ο κατήφορος, προς την αποσύνθεση, προς την ύλη, προς το θάνατο.
Και τα δυο ρέματα πηγάζουν από τα έγκατα της αρχέγονης ουσίας. Στην αρχή η ζωή ξαφνιάζει, σαν παράνομη φαίνεται, σαν παρά φύση, σαν εφήμερη αντίδραση στις σκοτεινές αιώνιες πηγές, μα βαθύτερα νιώθουμε: η Ζωή είναι κι αυτή άναρχη, ακατάλυτη φόρα του Σύμπαντου.
Αλλιώς, πούθε η περανθρώπινη δύναμη που μας σφεντονίζει από το αγέννητο στο γεννητό και μας γκαρδιώνει. φυτά, ζώα, ανθρώπους, στον αγώνα; Και τα δυο αντίδρομα ρέματα είναι άγια. Χρέος μας λοιπόν να συλλάβουμε τ' όραμα που χωράει κι εναρμονίζει τις δυο τεράστιες τούτες άναρχες, ακατάλυτες Ορμές και με τ' όραμα τούτο να ρυθμίσουμε το στοχασμό μας και την πράξη.

από την "Ασκητική" του Ν. Καζαντζάκη

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Ρίτσαρντ Καπισίνσκι - " Έβενος - Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου - Ταξίδια με τον Ηρόδοτο"

ΣΙΩΠΗ. Οι άνθρωποι που καταγράφουν την ιστορία αφιερώνουν πολύ μεγάλη προσοχή στις αποκαλούμενες θορυβώδεις στιγμές, ενώ εξετάζουν ελάχιστα τις περιόδους της σιωπής. Πρόκειται για έλλειψη αυτού του είδους της αλάνθαστης διαίσθησης που έχει κάθε μητέρα όταν ακούει το παιδί της ξαφνικά να σιωπά στο δωμάτιο. Μια μητέρα ξέρει ότι αυτή η σιωπή σημαίνει κάτι άσχημο. Ότι κρύβει κάτι. Τρέχει να επέμβει γιατί διαισθάνεται ότι κάτι κακό αιωρείται στον αέρα. Η σιωπή διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο στην ιστορία και στην πολιτική. Η σιωπή είναι προμήνυμα δυστυχίας και συχνά εγκλήματος. Είναι το ίδιο είδος πολιτικού εργαλείου όπως η κλαγγή των όπλων ή οι ομιλίες σε μια συγκέντρωση. Η σιωπή είναι απαραίτητη στους τυράννους και στους κατακτητές, που φροντίζουν η δράση τους να συνοδεύεται από σιωπή. Ας προσέξουμε πώς καλλιέργησε τη σιωπή η αποικιοκρατία. Πόσο διακριτικά εργαζόταν η Ιερά Εξέταση. Πόσο απέφευγε τη δημοσιότητα ο Λεονίντας Τρουχίγιο.

απόσπασμα από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Καπισίνσκι, " Έβενος - Ο πόλεμος του ποδοσφαίρου - Ταξίδια με τον Ηρόδοτο"

Βασίλι Καντίνσκι

Αν υπήρχε κατ’ αρχήν ζήτημα Μορφής, θα έπρεπε να είναι δυνατή και η απάντησή του. Και όλοι όσοι θα γνώριζαν αυτή την απάντηση, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν έργα Τέχνης. Την ίδια, δηλαδή στιγμή δεν θα υφίστατο Τέχνη. Για να μιλήσω πρακτικά: το ζήτημα τής Μορφής αλλάζει στην ερώτηση: ποια μορφή να εφαρμόσω σε αυτή την περίπτωση, για να φθάσω στην αναγκαία έκφραση τού εσωτερικού μου ενεργήματος; Η απάντηση σε αυτή την περίπτωση είναι πάντοτε επιστημονικά ακριβής, απόλυτη – ενώ σε άλλες περιπτώσεις σχετική. Αυτό σημαίνει ότι μια μορφή που είναι η καλύτερη για μια περίπτωση, σε μιαν άλλη μπορεί να είναι η χειρότερη. Τα πάντα εν προκειμένω εξαρτώνται από την εσωτερική αναγκαιότητα, μόνη της, η οποία μπορεί να φτιάξει σωστά μια μορφή. Και μια μορφή μπορεί να έχει σημασία για περισσότερες περιπτώσεις μόνον όταν η εσωτερική αναγκαιότητα επιλέγει υπό την πίεση τού Χρόνου και τού Χώρου επιμέρους μορφές συγγενείς μεταξύ τους. Αυτό όμως δεν αλλάζει τίποτε στη σχετική σημασία τής Μορφής, επειδή η και σε αυτή την περίπτωση σωστή μορφή, μπορεί να είναι εσφαλμένη σε πολλές άλλες περιπτώσεις. 

Οι κανόνες που έχουν ήδη ανακαλυφθεί στην παλαιότερη Τέχνη και αυτοί που θα ανακαλυφθούν στο μέλλον και στους οποίους οι ιστορικοί τής Τέχνης έχουν αποδώσει υπερβολικά μεγάλη αξία, δεν είναι γενικοί κανόνες: δεν οδηγούν την Τέχνη. Όταν ξέρω τους κανόνες τού μαραγκού, θα μπορώ πάντα να φτιάξω ένα τραπέζι. Ας μην είναι, όμως, ποτέ βέβαιος, όποιος ξέρει τους υποτιθέμενους κανόνες τού ζωγράφου, ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα έργο Τέχνης.
Αυτοί οι υποτιθέμενοι κανόνες που σύντομα θα οδηγήσουν στη Ζωγραφική στην κατασκευή ενός “Generalbass”, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η γνώση τής εσωτερικής ενέργειας των επιμέρους μέσων και των συνδυασμών τους. Αλλά δεν θα υπάρξουν ποτέ κανόνες δια των οποίων θα μπορέσουμε να φθάσουμε μια ακριβή και, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αναγκαία εφαρμογή τής μορφικής ενέργειας και τού συνδυασμού των επιμέρους μέσων.
Το πρακτικό αποτέλεσμα: Ας μη πιστεύουμε ποτέ τον θεωρητικό (ιστορικό τής Τέχνης, κριτικό κ.λ.π.) που ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε κάποιο οποιοδήποτε, αντικειμενικό λάθος σε ένα έργο.
Επιπλέον: το μόνο που μπορεί να ισχυρισθεί με όλο του το δίκιο ο θεωρητικός, είναι ότι δεν έχει γνωρίσει μέχρι τώρα αυτή ή εκείνη την εφαρμογή τού μέσου. Επιπλέον τούτου: οι θεωρητικοί που ξεκινώντας από την ανάλυση των ήδη υφισταμένων μορφών, ψέγουν ή επαινούν ένα έργο, είναι οι πλέον επιζήμιοι πλάνοι – χτίζουν τοίχο ανάμεσα στο έργο και τον αφελή θεωρό.
Ξεκινώντας από αυτή την άποψη (η οποία δυστυχώς είναι η μοναδική δυνατή) η κριτική τής Τέχνης είναι ο χειρότερος εχθρός τής Τέχνης.
Ο ιδανικός τεχνοκριτικός δεν θα ήταν, λοιπόν, ο κριτικός που θα ζητούσε να ανακαλύψει «λάθη», «πλάνες», «άγνοιες», «δάνεια», κ.λ.π. αλλά αυτός που θα ζητούσε να νιώσει πώς ενεργεί εσωτερικά η μία ή η άλλη μορφή και πώς θα μπορούσε να μεταδώσει κατόπιν την πλήρη έκφραση τού γενικού του βιώματος στο κοινό.
Εδώ φυσικά, ο κριτικός θα χρειαζόταν ποιητική ψυχή, αφού ο ποιητής, για να ενσωματώνει τα αισθήματά του υποκειμενικά, πρέπει να τα αισθάνεται αντικειμενικά. Ο κριτικός, δηλαδή, θα έπρεπε να κατέχει δημιουργική δύναμη.
Πράγματι: όσο μακρύτερα στο παρελθόν στρέψουμε το βλέμμα, τόσο λιγότερες εξαπατήσεις και έργα κατά το φαινόμενο βλέπουμε. Έχουν εξαφανισθεί μυστηριωδώς. Παραμένουν μόνο οι γνήσιες καλλιτεχνικές οντότητες, έργα δηλαδή που έχουν στο σώμα (Μορφή) τους ψυχή (Περιεχόμενο). 

Κάθε Τέχνη έχει τη δική της γλώσσα, το μέσον δηλαδή που ανήκει μόνο σ’ αυτήν. Η κάθε Τέχνη, λοιπόν, είναι κάτι κλειστό στον εαυτό του. Η κάθε Τέχνη είναι και μια ιδιαίτερη ζωή. Είναι ένα βασίλειο δι’ εαυτό.
Γι αυτό και εξωτερικά τα μέσα των διαφόρων Τεχνών είναι εντελώς διάφορα. Ήχος, χρώμα, λέξη!....
Όλα αυτά τα μέσα είναι στην έσχάτη εσωτερική τους βάση εντελώς όμοια: ο απώτερος σκοπός διαλύει τις εξωτερικές διαφοροποιήσεις και φανερώνει γυμνή την εσωτερική ταυτότητα.
Αυτός ο απώτατος σκοπός (η γνώση) φτάνει στην ανθρώπινη ψυχή με τις πιο λεπτές δονήσεις (παλμούς) της. Οι λεπτότατες αυτές δονήσεις, οι οποίες είναι ταυτόσημες στον απώτατο σκοπό, έχουν ωστόσο δια και καθ’ αυτές διαφορετικές εσωτερικές κινήσεις, για να διακρίνονται μεταξύ τους.
Ο σκοπός των επιμέρους μέσων τής Τέχνης είναι το μη ορίσιμο και εντούτοις ορισμένο ψυχικό γεγονός.
Το ορισμένο (συγκεκριμένο) πλέγμα παλμών – ο σκοπός τού Έργου.
Ο δια τού αθροίσματος ορισμένων πλεγμάτων προβαίνων εξευγενισμός τής ψυχής – ο σκοπός τής Τέχνης.
Γι αυτό και η Τέχνη είναι απαράγραπτη και σκόπιμη.
Το μέσο που ανεύρε ο καλλιτέχνης είναι υλική μορφή τής ψυχικής του δόνησης, στην οποία «πιέζεται» να βρει έκφραση.
Όταν το μέσον είναι σωστό, προκαλεί στη ψυχή τού δέκτη σχεδόν ταυτόσημη δόνηση.
Δεν γίνεται αλλιώς. Μόνο που αυτή η δεύτερη δόνηση είναι σύνθετη. Κατ’ αρχήν μπορεί να είναι ισχυρή ή αδύνατη, πράγμα που εξαρτάται από το βαθμό τής εξέλιξης τού δέκτη αλλά και από χρονικές επιρροές (απορροφημένη ψυχή). Αυτή η δόνηση τής ψυχής τού δέκτη θα θέσει κατά δεύτερον σε παλμική κίνηση, κατ’ αναλογίαν, και άλλες χορδές τής ψυχής. Πρόκειται για το ερέθισμα τής «φαντασίας» τού δέκτη, ο οποίος στο έργο «δημιουργεί περαιτέρω». 

Το έργο Τέχνης αποτελείται από δύο στοιχεία. Από το Εσωτερικό και το Εξωτερικό. Το εσωτερικό στοιχείο, αν το λάβουμε μεμονωμένα, είναι η συγκίνηση τής ψυχής τού καλλιτέχνη που έχει την ικανότητα να προκαλεί μια κατά βάση ανάλογη συγκίνηση στην ψυχή τού θεωρού. Εφόσον η ψυχή συνδέεται με το σώμα, μπορεί να δεχθεί κατά κανόνα δονήσεις μόνο με τη μεσολάβηση των αισθημάτων. Άρα το αίσθημα είναι μια γέφυρα από το μη Υλικό προ το Υλικό (Καλλιτέχνη) και από το Υλικό στο μη Υλικό (Θεωρό). Συγκίνηση – Αίσθημα – Έργο – Αίσθημα – Συγκίνηση.
Το εσωτερικό στοιχείο τού έργου είναι το Περιεχόμενό του. Η ψυχική δόνηση λοιπόν πρέπει να υφίσταται, ειδεμή δεν δημιουργείται κανένα έργο. Δημιουργείται, δηλαδή, απλώς ένα φαινόμενο έργο.
Το δημιουργημένο από την ψυχική δόνηση εσωτερικό στοιχείο είναι το Περιεχόμενο τού έργου. Χωρίς ένδον Περιεχόμενο, έργο δεν υφίσταται.
Για να γίνει το έργο Περιεχόμενο (που κατ’ αρχήν ζει «αφηρημένα»), πρέπει το δεύτερο στοιχείο – το εξωτερικό – να υπηρετεί την ενσωμάτωση. Γι αυτό και το Περιεχόμενο ζητά ένα μέσο εκφράσεως, μιαν «υλική μορφή». 

Μια μέρα ο Ανρί Ρουσώ είπε ότι οι πίνακές του θα γίνονταν ιδιαίτερα καλοί, αν άκουγε μέσα του – με κάποιο περίεργο τρόπο – καθαρά «τη φωνή τής πεθαμένης του γυναίκας». Ομοίως κι εγώ συμβουλεύω τους μαθητές μου να μάθουν να σκέπτονται, αλλά να ζωγραφίζουν μόνο, όταν ακούνε τη φωνή «τής πεθαμένης τους γυναίκας».

Γεωμετρία – Γιατί ο πίνακας στον οποίο απαντώνται «γεωμετρικές» μορφές, να λέγεται «γεωμετρικός» και ο πίνακας που έχει μορφές φυτών να μην καλείται «βοτανικός»; Μήπως θα μπορούσαμε ίσως να ονομάσουμε «μουσικό» τον πίνακα που παριστάνει μια κιθάρα ή ένα βιολί; 

α. Ποια είναι η θέση τού καλλιτέχνη απέναντι στα περίπλοκα πολιτικοκοινωνικά ή ηθικοοικονομικά προβλήματα τού καιρού μας;
β. Μπορεί κανείς να αποκλείσει την επιρροή τους;
γ. Η επιρροή του και η συμμετοχή του είναι φυσικές;
δ. Υπάρχει Τέχνη τής διαφήμισης;
ε. Η Τέχνη προσφέρει τίποτε ή όχι;
στ. Η σημερινή Τέχνη περνάει κρίση;
α. Η θέση τού καλλιτέχνη απέναντι στα περίπλοκα πολιτικά, κοινωνικά ή ηθικοοικονομικά προβλήματα είναι πάνω από αυτά. Η καλλιτεχνική εργασία απαιτεί ολόκληρο τον άνθρωπο και ολοκληρωτική εμβάθυνση στον κόσμο τής Τέχνης.
β. Ο καλλιτέχνης, όμως είναι φυσικό μέλος τής εποχής του. Όταν το πνεύμα αυτής τής εποχής έχει τη δύναμη να τον τραβήξει και να τον θέσει στην υπηρεσία του ο καλλιτέχνης το κάνει χωρίς να το γνωρίζει. Είναι δυνατόν να πει «από αύριο θα κάνω πολιτική, κοινωνική, μαρξιστική ή φασιστική ζωγραφική», πλην όμως είναι αδύνατον να το κάνει. Όταν με την έναρξη τού «Μεγάλου Πολέμου» πήγα στην Μόσχα, ένας συνάδελφός, μού είπε: «Τώρα λοιπόν θα ζωγραφίζουμε εθνικά;» Εγώ από τη μεριά μου ρώτησα: «Και όταν τελειώσει ο πόλεμος;» Σχεδόν σε όλες τις χώρες τού κόσμου τραγουδούσαν «εθνικά άσματα», αλλά εγώ χαιρόμουν, γιατί δεν υπήρξα τραγουδιστής. Και ούτε έγινα μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η απάντησή μου και για το τρίτο ερώτημα.
δ. Αυτά ακριβώς τα εθνικά άσματα είναι ένα είδος διαφήμισης. Υπάρχει όμως και άλλη μια Τέχνη τής διαφήμισης – για την καλύτερη σοκολάτα τού κόσμου, για σουτιέν.
ε. Η Τέχνη προσφέρει μιαν υπηρεσία, αναμφίβολα, μα όχι στη «σύγχρονη ζωή». Πρόκειται για υπηρεσία στο πνεύμα – σήμερα κυρίως όπου το πνεύμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο πέμπτος τροχός τού αυτοκινήτου: κάποτε αργότερα θα χρειασθεί κι αυτός.
στ. Σήμερα εκτός τής τρομερής οικονομικής κρίσεως, υφίσταται κι άλλη μια πολύ τρομερή κρίση – η κρίση τού πνεύματος. Αιτία αυτής τής κρίσης είναι η προπαγάνδα υπέρ των πλέον στενών υλιστικών ιδεών. Μια από τις πιο επικίνδυνες συνέπειες αυτής τής προπαγάνδας είναι το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις εκδηλώσεις τού πνεύματος. Διό και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την Τέχνη. Η εξήγηση μιας καταστροφικής πραγματικότητας βρίσκεται εδώ: η Τέχνη σπρώχτηκε και βγήκε έξω από τη «Ζωή». Τα αυτά ισχύουν και για την απόπειρα να «σωθεί» η Τέχνη με το να την ωθούμε να μπει «στην υπηρεσία τής σύγχρονης ζωής». Σε αυτό το σημείο βλέπω τη μοναδική κρίση τής Τέχνης στις σκοτεινές μας μέρες. Η Τέχνη όμως, θα νικήσει. 

Η εφιαλτική πίεση των υλιστικών ιδεών που βγαίνουν από την κοσμική ζωή και παίζουνε ένα άσχημο παιχνίδι δίχως σκοπό, δεν τελείωσε ακόμα. Τα μεγάλα συναισθήματα όπως ο φόβος, η χαρά, η λύπη, κ.λ.π. δεν θα ενδιαφέρουν πια τον καλλιτέχνη. Θα γίνουν συναισθήματα κι ερεθίσματα πράγματι τόσο λεπτά, που δεν θα μπορούσε να τα εκφράσει η γλώσσα μας. Η κάθε Τέχνη χωριστά έχει τις ρίζες της στην εποχή της, η υψηλότερη, όμως, Τέχνη δεν είναι απλώς μια ηχώ κι ένας καθρέφτης αυτής τής Εποχής. Διαθέτει επιπλέον μια προφητική δύναμη που φθάνει βαθιά στο μέλλον και καταλαμβάνει το μέγα πλάτος του. 

Όταν ο «μοντέρνος» απαιτεί να «καταλαβαίνουμε» με το κεφάλι ό,τι είναι προσιτό στο συναίσθημα, διαστρεβλώνει τα πάντα. Κι όταν ένας «απλός» άνθρωπος (εργάτης ή αγρότης) λέει: «Από τούτη την Τέχνη δεν πιάνω γρυ, μα νιώθω σαν σε εκκλησία», αποδεικνύει ότι το κεφάλι του δεν έχει ακόμα αταξία. Δεν καταλαβαίνει, αισθάνεται όμως.
Μια φορά είπε ένας εργάτης: «Δε θέλουμε καμιά Τέχνη να ναι φτιαγμένη ειδικά για μας, ζητάμε όμως μιαν αληθινή, ελεύθερη Τέχνη, τη μεγάλη Τέχνη.
Για το καλλιτέχνη υπάρχει πράγματι μια μόνο συνταγή: η τιμιότητα. 

Εδώ βρίσκεται η λύση τού ζητήματος «Αφηρημένη Τέχνη». Η Τέχνη μένει βουβή μόνο για όποιον δεν μπορεί να «ακούσει» τη Μορφή. Και όχι μόνο η Αφηρημένη, αλλά και κάθε Τέχνη, ακόμα και η πιο «ρεαλιστική» από όλες.
Το «Περιεχόμενο» τής Ζωγραφικής είναι Ζωγραφική. Εδώ δεν υπάρχει τίποτε προς αποκρυπτογράφηση: το Περιεχόμενο μιλάει γεμάτο χαρά σε όποιον η πάσα Μορφή είναι ζωντανή, άρα και πλήρης Περιεχομένου.
Αυτός προς τον οποίο «μιλάει» η Μορφή δεν θα ψάξει απαραιτήτως στα «αντικείμενα». Ευχαρίστως παραδέχομαι ότι το «αντικείμενο για ορισμένους καλλιτέχνες αποτελεί εκφραστική αναγκαιότητα όπου όμως το αντικείμενο παραμένει απλώς ένα συμπλήρωμα, ένα extra τής Ζωγραφικής. Το συμπέρασμα λοιπόν, είναι ότι το αντικείμενο στην Ζωγραφική δεν μπορεί να το θεωρούμε ως κάτι το αναπόφευκτο. Μπορεί επίσης να δρα και ελαφρώς ενοχλητικά, όπως παραδείγματος χάρη στο δικό μου έργο.
Σας παρακαλώ ακόμα να μη θεωρήσετε ότι σάς αναπτύσσω κάποιο «πρόγραμμα». Και ιδιαίτερα θα σάς παρακαλούσα να μη θεωρήσετε πως θέλω να σάς φορτώσω με κάποιο «πρόγραμμα».
Τα «προγράμματα» μπορούν να είναι πολύ όμορφα και ελκυστικά, αλλά μόνο όταν αποκρυσταλλώνονται από τα έτοιμα έργα. Πρέπει να είναι αποτελέσματα τού έργου και επ’ ουδενί αρχές τους.
Η δημιουργία είναι ελεύθερη και πρέπει να μείνει ελεύθερη. Δεν πρέπει δηλαδή να πιέζεται από τίποτε. Με μόνη εξαίρεση την πίεση τής «εσωτερικής υπαγόρευσης» τής φωνής τής «πεθαμένης γυναίκας». 

Άλλη μια φορά: πρέπει να φυλαγόμαστε από την προγραμματισμένη Τέχνη και να ακολουθούμε πάντα και μόνο έναν ακαθόριστο πόθο. Γιατί η Τέχνη ήταν ανέκαθεν έκφραση τού πόθου, σήμερα εξακολουθεί να είναι και αύριο θα μείνει πόθος.
Ευτυχία τού καλλιτέχνη είναι η δυνατότητα να μπορεί να ντύνει τον πόθο με μορφές – κατά το μάλλον ή ήττον. Δυστυχία του η αδυναμία να «εκφράσει» ολόκληρο τον πόθο με μορφές.
Γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι να «διαβάσουν» μερικοί αυτή την έκφραση – ιδιαίτερα όταν τους μιλάει μέσα από «αφηρημένες» μορφές. Μερικοί «θεωροί» τρομάζουν, γιατί νομίζουν ότι το έδαφος θα σχισθεί κάτω από τα πόδια τους και θα «μείνουν στον αέρα μετέωροι».
Οι «κανονικοί» άνθρωποι απαιτούν, ιδιαίτερα σήμερα, «να πατούν και με τα δύο τους πόδια σταθερά στη γη». 

Η Αφηρημένη Τέχνη εγκαταλείπει την «επιδερμίδα» τής Φύσης, όχι όμως και τους νόμους της. Επιτρέψατέ μου να πω τη «μεγάλη λέξη»: τους κοσμικούς νόμους. Η Τέχνη είναι μεγάλη, μόνο αν μπορεί να βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με κοσμικούς νόμους και να υποτάσσεται σε αυτούς. Τους νόμους αυτούς τούς αισθανόμαστε συνειδητά, όταν δεν πλησιάζουμε εξωτερικά τη Φύση, αλλά και να μπορούμε και να τη βιώνουμε. Όπως βλέπετε, το πράγμα δεν έχει καθόλου να κάνει με τη χρήση τού «αντικειμένου». Απολύτως καθόλου! 

Μερικοί επιστήμονες (κυρίως φυσικοί) και καλλιτέχνες (κυρίως μουσικοί) έχουν από παλιά παρατηρήσει ότι ένας μουσικός ήχος λόγου χάρη προκαλεί το συνδυασμό του με ένα συγκεκριμένο χρώμα (παράδειγμα ο Σκριάμπιν). Ή για να το εκφράσω αλλιώς: «Ακούτε» το χρώμα και «βλέπετε» τη νότα. Κοντεύουν τριάντα χρόνια από τότε που δημοσίευσα ένα μικρό βιβλίο όπου και καταπιανόμουν με το ζήτημα («Το Πνευματικό στην Τέχνη», Μόναχο, 1912). Το κίτρινο παραδείγματος χάρη έχει την ειδική ικανότητα να «ανεβαίνει» όλο και πιο ψηλά, έως ότου φθάνει σε ύψη άφταστα για το αφτί και το πνεύμα: ο ήχος μιας τρομπέτας, όταν παίζεται όλο και πιο υψηλά και όλο και πιο «οξυμένα» πονάει το αφτί και το πνεύμα. Το μπλε αντιθέτως, που με την αντίθετη δύναμή του τής «κατάδυσης» φθάνει σε ατέλειωτα βάθη, συνδέεται με τον ήχο τού φλάουτου (όταν έχουμε ανοιχτό μπλε) και του βιολοντσέλου (όταν το μπλε βαθαίνει) και, τέλος, με εκείνον τον μεγαλοπρεπή ήχο τού κοντραμπάσου. Στο τέλος, στους πιο βαθείς τόνους τού εκκλησιαστικού οργάνου «βλέπετε» τα βάθη τού μπλε. Το καλοβαλμένο πράσινο αντιστοιχεί στους μέσους και τους πλατείς ήχους τού βιολιού. Αν μπει σωστά το κόκκινο (κιννάβαρι) σου δίνει την εντύπωση ισχυρών χτύπων ταμπούρλου – κ.λ.π.
Οι παλμοί τού αέρα (τόνος) και τού φωτός (χρώμα) ορίζουν ασφαλώς τη βάση αυτής τής φυσικής συγγένειας.
Αλλά δεν είναι η μόνη βάση. Υπάρχει και άλλη μία: η φυσιολογική. Πρόβλημα τού «πνεύματος».
Έχετε ακούσει εκφράσεις (ή μήπως τις έχετε πει και εσείς;) όπως: «τι κρύα μουσική!» ή «τι παγερή ζωγραφική!». Έχετε την αίσθηση τού παγωμένου αέρα που μπαίνει το χειμώνα από το ανοιγμένο παράθυρο. Και όλο σας το κορμί «υποφέρει».
Ξαφνικά όμως ζεσταινόμαστε – ο ζωγράφος ή ο συνθέτης με σωστή εφαρμογή θερμών τόνων και ήχων δημιούργησε «θερμά» έργα. Καιγόμαστε αμέσως. Συγχωρείστε με, αλλά η Ζωγραφική και η Μουσική που σάς κάνουν (αν και σπάνια) να πονάτε, είναι αληθινές.
Ξέρετε επίσης ότι, όταν τα δάχτυλό σας «βγει περίπατο» στο πνεύμα, κινούμενο επάνω σε κάποιους ηχητικούς ή χρωματικούς συνδυασμούς, θα «τρυπηθεί» ξαφνικά σάμπως από αγκάθια. Άλλες φορές πάλι περπατάει τη Ζωγραφική ή τη Μουσική σάμπως να πατά μετάξι.
Και τέλος – το ιώδες φερ’ ειπείν δεν μυρίζει διαφορετικά από το κίτρινο; Και από το πορτοκαλί; Και από το ανοιχτό γαλαζοπράσινο;
Στη γεύση μήπως δεν είναι διαφορετικά αυτά τα χρώματα; Τι εύγευστη Ζωγραφική! Η γλώσσα αρχίζει να παίρνει μέρος στο έργο Τέχνης. Έτσι έχουμε και τις πέντε γνωστές αισθήσεις τού ανθρώπου. Μην απατάσθε και μην πιστεύετε ότι θα καταλάβετε την Ζωγραφική μόνο με το μάτι. Όχι! Θα την καταλάβετε και με τις πέντε σας αισθήσεις. 

Βάλτε ένα μήλο δίπλα σε ένα άλλο. Θα έχετε δύο μήλα. Με αυτή την απλή πρόσθεση φθάνετε στα εκατό, στα χίλια μήλα, και η αύξηση των μήλων δεν τελειώνει ποτέ. Αριθμητική διαδικασία. Η πρόσθεση στην Τέχνη είναι αινιγματική: κίτρινο + κίτρινο = κίτρινο ². Γεωμετρική πρόοδος.
κίτρινο + κίτρινο + κίτρινο + κίτρινο.....= γκρίζο. Από το πολύ κίτρινο το μάτι κουράζεται: φυσιολογικός περιορισμός. Η αύξηση έτσι γίνεται ελάττωση και τελειώνει στο μηδέν. «Παράλογο» πράγμα. Τον καθαρό Λόγο μην τον εμπιστεύεστε όταν πρόκειται περί Τέχνης και μην προσπαθείτε να «καταλάβετε» τη δεύτερη ακολουθώντας τον επικίνδυνο δρόμο τής Λογικής. 

1. Είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο), να «κρίνουμε» ένα μεμονωμένο έργο οποιουδήποτε καλλιτέχνη, χωρίς να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν καλύτερα το συνολικό του έργο, και
2. είναι αναγκαίο – όταν επιτευχθεί η γνωριμία αυτή με το συνολικό έργο – να διερωτηθούμε αν το έργο δείχνει έναν νέο, άγνωστο μέχρι τώρα κόσμο.
Η αξία τού συνολικού έργου εξαρτάται από την πολυπτυχία των εκφραστικών μορφών (τον «πλούτο» τού Περιεχομένου) και τη δύναμη (την «επάρκεια») τής έκφρασης. Ταυτόχρονα – παρά τη διαφορά – το κάθε μεμονωμένο έργο ενός καλλιτέχνη, συνδέεται τόσο χαρακτηριστικά με την αξία και το συνολικό έργο, ώστε να είναι προφανής η καταγωγή του – αναγνωρίζουμε την «υπογραφή» τού καλλιτέχνη. 

Ο θεωρός που βλέπει το αντικείμενο, συμβαίνει συχνά να νομίζει ότι βλέπει την Ζωγραφική. Αναγνωρίζει συχνά ένα άλογο, ένα βάζο, ένα βιολί, μια πίπα, αλλά το καθαρώς ζωγραφικό περιεχόμενο, τού διαφεύγει εύκολα. Από την άλλη μεριά, όταν το αντικείμενο είναι συγκεκαλυμμένο ή άγνωστο, γιατί έτσι το θέλησε ο ζωγράφος, ο θεωρός κρέμεται πλέον από τον τίτλο τού πίνακα, όπου υπάρχει ο υπαινιγμός τού αντικειμένου. Ο θεωρός ικανοποιείται έχοντας την ψευδαίσθηση ότι απολαμβάνει την ίδια την Ζωγραφική.
Πολλές φορές το αντικείμενο ξεγελάει το πνεύμα.
Εν τοιαύτη περιπτώσει η «γέφυρα» που συνδέει τη Ζωγραφική με τον θεωρό, μεταμορφώνεται σε τοίχο.
Η ταυτόχρονη παρατήρηση αντικειμένου και Ζωγραφικής είναι ικανότητα που ξεκινάει από εγγενή συναίσθηση και οδηγείται από εξάσκηση. Ομοίως και η ικανότητα να βλέπεις. Συγκεκριμένη Ζωγραφική. Με ικανοποίηση έβλεπα πολύ συχνά θεωρούς να ενδιαφέρονται με μεγάλη ζωηρότητα για την Συγκεκριμένη Τέχνη χωρίς να ην «καταλαβαίνουν» και των οποίων τα μάτια άνοιξαν δια μιας σε μια στιγμή ανύποπτη. Ήταν ωραία να βλέπεις τη χαρά τής «ανακάλυψης». 

Σε ό,τι με αφορά, είμαι ευτυχής που γνωρίζω ότι στην Τέχνη δεν θα υπάρξουν ποτέ «επιστημονικά μέτρα» μετρήσεως τής αξίας της. Στην πραγματικότητα τα «μέτρα» αυτά θα παρίσταναν ένα νέο εμπόδιο για την «κατανόηση» τής Τέχνης. Ο Λόγος θα αντικαθιστούσε το «συναίσθημα», όπερ σημαίνει τη δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνη και τον απαραίτητο «οδηγό» τού θεωρού, για να μπορέσει να «μπει» σε ένα έργο.
Ο υπερεκτιμώμενος σήμερα Λόγος θα κατέστρεφε τη μοναδική «ά-λογη» περιοχή που απόμεινε στη φτωχή σημερινή ανθρωπότητα. Και σήμερα ακριβώς βλέπουμε τόσα πολλά παραδείγματα ασκήσεως βίας επάνω στην Τέχνη, προκειμένου να γίνει έλλογη. Απογοητευτικά παραδείγματα.
Κάποτε έλεγα συχνά στους μαθητές μου: «Να σκέπτεστε όσο πολύ θέλετε και μπορείτε – είναι ωραία συνήθεια! – μα μπροστά στο καβαλέτο να μη σκέπτεστε ποτέ». Με μεγάλη μου ευχαρίστηση την ίδια συμβουλή θα ήθελα να δώσω σε όσους αναζητούν ματαίως «μέτρα αξίας»: «Στυλώστε το αφτί σας στη Μουσική, ανοίξτε τα μάτια σας για τη Ζωγραφική. Και μην σκέπτεστε τίποτε!»
Κάνετε, αν θέλετε, έλεγχο, αφού πρώτα δείτε και ακούσετε.
Κι αν θέλετε, ρωτήστε τον εαυτό σας αν σάς «απήγαγε» αυτό το έργο σε έναν μέχρι τώρα άγνωστό σας κόσμο. Αν ναι, τι άλλο θέλετε παραπάνω;» 

αποσπάσματα από το βιβλίο του  Βασίλι Καντίνσκι, "Τέχνη και Καλλιτέχνες"