Εγώ που τον ήξερα, ήμουν πολύ ευχαριστημένος απ` αυτή τη σιωπή, μα ζήλευα κιόλας: γιατί ο Ντόρο ανήκει στους ανθρώπους που η ευτυχία τους κάνει σιωπηλούς.
Και το χωράφι και οι ξεροί μίσχοι, σιγά σιγά με νανουρίζουν και φτάνουν στην καρδιά μου. Ανάμεσά μας δεν χρειάζονται κουβέντες. Οι κουβέντες έγιναν εδώ και πολλά χρόνια.
Το πιο περίεργο γεγονός-αν και συχνά το προκαλούσα στην τέχνη-ήταν το ν’ αντιλαμβάνομαι ότι μια χειρονομία, κάποιο χρώμα, μια φωνή, τα είχα ήδη γνωρίσει ή ακούσει ποιος ξέρει πότε, και γι’ αυτό ανάβλυζαν από την ίδια την συνείδησή μου μάλλον παρά από τα πράγματα γύρω μου.
Φοβόμαστε τους εαυτούς μας και το σκοτάδι κι όποιος φοβάται το σκοτάδι δεν είναι επειδή πιστεύει σε περίεργες υπάρξεις. Απλώς είναι κάποιος που ξέρει ότι το αίμα του και η σκέψη του μπορούν να διεγερθούν στην επαφή με την νύχτα και να φανερωθούν πράγματα θαυμαστά όπως στο άλογο ο ιδρώτας.
Έτσι, αυτό το χωριό, όπου δεν γεννήθηκα, πίστευα για πολύ καιρό ότι ήταν όλος ο κόσμος. Τώρα που τον κόσμο τον είδα στ` αλήθεια και ξέρω πως είναι καμωμένος από πολλά μικρά χωριά, δεν ξέρω αν ως παιδί έκανα τόσο λάθος, τελικά.
Ανέκαθεν έβλεπα πως οι άνθρωποι , έτσι και τους δώσεις χρόνο, λένε στο τέλος αυθόρμητα ό,τι σκέφτονται.
- Υπάρχουν κι εκείνοι που δε λένε τίποτα, της εξήγησε η Αμέλια. Δε θέλουν μοντέλα.
- Και τι ζωγραφίζουν; Ρώτησε η Τζίνια.
- Κανείς δεν ξέρει. Υπάρχει κάποιος που λέει πως ζωγραφίζει όπως εμείς βάζουμε κοκκινάδι. «Τι ζωγραφίζεις όταν βάζεις κοκκινάδι; Το ίδιο ζωγραφίζω κι εγώ».
- Μα με το κοκκινάδι βάφουνε τα χείλια.
- Κι αυτός βάφει το πανί. Γεια σου, Τζίνια.
Αλλά αρκούσε να δει κανείς πως κάθονταν κι οι δυο σιωπηλοί για να καταλάβει ότι κάτι ξέρει ο καναπές.
Πήγαν μαζί σινεμά γιατί είχαν κι δυο τους μυστικά και δεν ήταν εύκολο να περάσουν τη βραδιά τους κουβεντιάζοντας.
σκόρπια αποσπάσματα από διάφορα βιβλία του Τσέζαρε Παβέζε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.