Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Αγωνία

Η έννοια αγωνία κατέχει κεντρική θέση στη σύγχρονη φιλοσοφία. Στην υπαρξιστική φιλοσοφία χρησιμοποιείται η χωρίς αιτία αγωνία για να χαρακτηριστεί η ηθική και μεταφυσική αγωνία του ανθρώπου. Πρώτος και κύριος εισηγητής του όρου α. στη φιλοσοφία είναι ο Δανός φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεγκορ, συγγραφέας του έργου Επί της ιδέας της α. (1844), που πρέσβευε ότι η αγωνία γεννήθηκε από τον ίλιγγο της ελευθερίας που συνεπάγεται η γνώση του καλού και του κακού. Ο Κίρκεγκαρντ θέτει τον όρο της δυνατότητας ως τυπικό στοιχείο της ύπαρξης, και η αγωνία είναι το αίσθημα του ανθρώπου μπροστά στην ύπαρξη ως δυνατότητα.

Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, η αγωνία επαναφέρει την ύπαρξη από την κατάπτωση στο είναι. Το είναι παρουσιάζεται στο ανθρώπινο πεπερασμένο ως ένα αγωνιώδες μηδέν που καταβροχθίζει και εκμηδενίζει όλους τους θεσμούς και τις πραγματικότητες του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Για τον Χάιντεγκερ, αγωνία είναι το αίσθημα που έχει ο άνθρωπος για το αδύνατο, καθώς προέρχεται από το μηδέν, και συνειδητοποιεί το είναι του προς θάνατο.


Κατά τον Ζαν Πολ Σαρτρ, ο άνθρωπος μαθαίνει με την αγωνία ότι δεν τον προσδιορίζουν ούτε εξωτερικά ούτε εσωτερικά αίτια, αλλά ότι o ίδιος προσδιορίζει ελεύθερα τον εαυτό του. Για τον Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, το συναίσθημα της αγωνία γεννιέται στο τέλος της αποτυχημένης μας αναζήτησης του είναι. Η αποτυχία όμως αυτή δεν είναι μόνο η βασική εμπειρία της ύπαρξης, αλλά και η προϋπόθεση προς την υπέρβαση.

Η αγωνία συγκαταλέγεται στα λεγόμενα αρνητικά συναισθήματα, δηλαδή στα πιο δυσάρεστα και οδυνηρά. Υποκειμενικά την αισθάνεται κανείς ως εσωτερική ψυχική ένταση, ανησυχία, αδημονία, στενοχώρια, απόγνωση. Η αγωνία εμφανίζεται όταν η ύπαρξη του ανθρώπου, μπαίνει με κάποιο τρόπο σε κίνδυνο. Η διαφορά της από τον φόβο είναι ότι o φόβος αναφέρεται σε μια σαφή και συγκεκριμένη αιτία, ενώ το άτομο που αγωνιά δεν έχει πάντοτε επίγνωση της αιτίας.

Συνήθως μιλάμε για αγωνία όταν εμφανίζεται αυτή σε υγιή άτομα, ενώ όταν παρουσιάζεται σε παθολογικές καταστάσεις, ψυχικές ή σωματικές, τότε μιλάμε για άγχος. Η αγωνία συνοδεύεται από διάφορες σωματικές διαταραχές, όπως δυνατό σφίξιμο στην καρδιά, ξηρότητα του στόματος, δύσπνοια, εφίδρωση, αύξηση της αρτηριακής πίεσης, τρόμος των άκρων κ.ά.

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Υπαρξισμός

Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με την πραγματική και συγκεκριμένη ύπαρξη του ανθρώπου: του ανθρώπου που νοείται στην ανεπανάληπτη πρωτοτυπία του ως ατόμου που προορίζεται να πεθάνει και όχι ως είδους ή καθολικής ουσίας. Η «ύπαρξη», με την έννοια αυτή, δεν είναι κάτι που μπορεί να εξεταστεί γενικά και θεωρητικά.

Οι έννοιες ή οι αξίες, στις οποίες η κατά παράδοση φιλοσοφία πίστεψε πως θα μπορούσε να πλαισιώσει και να αναγάγει το νόημα της ανθρώπινης ζωής, έχουν όρο αναφοράς τους, κατά τον υ., ένα απρόσωπο και αφηρημένο ανθρώπινο υποκείμενο, το «μέσο» άνθρωπο ή το μέσο όρο των ανθρώπων και όχι τον πραγματικό άνθρωπο. Αλλά η αυθεντική «ύπαρξη» είναι, αντίθετα, πάντα «προσωπική» ύπαρξη, εξαίρεση που ξεφεύγει από κάθε κανόνα και ταξινόμηση. Είναι, με λίγα λόγια, απόλυτη ελευθερία. Επειδή δεν στηρίζεται a priori σε καμιά καθολική αξία, η «ύπαρξη» είναι ελευθερία τόσο με την έννοια ότι είναι «δυνατότητα» να δημιουργεί και να κατακτά για τον εαυτό της μια σημασία, όσο και με την έννοια ότι είναι όρος ριζικής αβεβαιότητας και προβληματικής.


Ο άνθρωπος είναι μια «δυνατότητα» που «μπορεί» σε κάθε στιγμή, να μην είναι και να καταστραφεί. Για να πραγματοποιηθεί, οφείλει να αντιληφθεί την «ευθύνη» ότι η έννοια της ζωής του βρίσκεται απόλυτα στα χέρια του: ότι η έννοια αυτή είναι το να «εκλέξει» και να δημιουργήσει από το μηδέν. Αλλά η απεριόριστη αυτή ελευθερία θέτει, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο μπροστά στην εμπειρία που δεν προσφέρει καμιά εγγύηση και που είναι καταδικασμένη στο ναυάγιο και στον θάνατο. Από το δράμα αυτό της «ύπαρξης», που δεν έχει κάθαρση και λύτρωση, δεν μπορούμε ωστόσο να ξεφύγουμε χωρίς να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος που, μέσα στην προσπάθεια να ξεφύγει από το άγχος και την εμπειρία του Μηδενός, αναζητά καταφύγιο στον «ασφαλή» και φαινομενικά «εξασφαλισμένο» κόσμο του συμβιβασμού και της καθημερινότητας, χάνει στην πραγματικότητα τον εαυτό του και την προσωπικότητα του, γιατί γίνεται ο ανώνυμος άνθρωπος ή ο άνθρωπος της «μάζας», που παραιτήθηκε από την ελευθερία του για χάρη των συμβάσεων και των αξιών της χυδαίας «καθημερινότητας».

Η «αυθεντική» ύπαρξη είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στη συντριβή, αλλά, σε αντάλλαγμα, είναι «ηρωική» ύπαρξη, προσωπική, μόνη, που ζει με την ευθύνη και τον κίνδυνο. Η «μη αυθεντική» προσωπικότητα του κοινού ανθρώπου είναι, αντίθετα, μια ύπαρξη απρόσωπη και αυτοματική, όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια ελεύθερο άτομο, αλλά μόνο μέλος του είδους. Η εμπειρία της ελευθερίας και του άγχους είναι μια εμπειρία τρομερή, αλλά και ζήτημα τιμής. Η καθημερινή ύπαρξη, αντίθετα, είναι μια ύπαρξη εξωπραγματική, πλασματική, μια «βιωμένη ύπαρξη», αντί να είναι ένα «ζην», όπου προσπαθεί κανείς να ξεφύγει από το κενό του άγχους με το σεβασμό και την αφοσίωση στις αξίες της πρακτικής και της κατεστημένης κοσμικότητας. Τα θέματα αυτά, που είναι κοινά σε όλες τις ποικίλες μορφές και ρεύματα του σύγχρονου υ., ανάγονται κυρίως στον Πασκάλ, στον Κίρκεγκαρντ και στον Νίτσε, από τους νεότερους φιλόσοφους.

Σε αυτούς όμως και ιδιαίτερα στον Κίρκεγκαρντ, ο υ. παρουσιάστηκε στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας με τη μορφή μιας «κιρκεγκαρντικής αναγέννησης», με την ανακάλυψη δηλαδή και πάλι του μοναχικού αυτού Δανού φιλόσοφου, που είχε μείνει σχεδόν άγνωστος ή ξεχασμένος όλο το δεύτερο μισό του 19ου αι., όταν ανθούσαν τα μεγάλα ιδεαλιστικά και θετικιστικά κινήματα. Η περίοδος όμως κατά την οποία ο υ. βγήκε από τους φιλοσοφικούς και λογοτεχνικούς κύκλους, για να γίνει ένα πνευματικό φαινόμενο με ευρύτερη σημασία, με επίδραση ακόμα και πάνω στα ήθη, ήταν η περίοδος μετά τον A΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κυρίως στη Γερμανία. Εκεί, η στρατιωτική συντριβή, η κατάρρευση όλων των καθιερωμένων αξιών, ο τρομερός πληθωρισμός που ήταν συνέπεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929, η γενική παράλυση της ζωής, φαίνονταν να βρίσκουναπήχηση και αντανάκλαση μόνο στον υ.

Την ίδια όμως αυτή περίοδο της μεγαλύτερης διάδοσης και ανάπτυξης του υ. εκδηλώνεται και η διάσπαση του σε δύο βασικά ρεύματα: το θρησκευτικό και χριστιανικό (Μπερντιάγεφ, Σεστώφ, Μαρσέλ κλπ.) που, μολονότι τόνιζε τη χαώδη απόσταση μεταξύ θεού και ανθρώπου, επαναλάμβανε τα θέματα της παραδοσιακής πνευματοκρατίας, με τα συναφή μοτίβα της απολύτρωσης και της σωτηρίας και το αθεϊστικό ρεύμα, βαθύτατα διαποτισμένο από τα θέματα του Μηδενός και της τελικής ήττας του θανάτου, που βρήκε την ανώτερη φιλοσοφική έκφρασή του στο Eίvαι και Χρόνος του Χάιντεγκερ, που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1926.

Μετά το B΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο υ., που στο μεταξύ είχε παρουσιάσει καθαρά τη φιλοσοφική φυσιογνωμία του κυρίως με τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς στη Γερμανία και με το Το Είναι και το Μηδέν του Σαρτρ στη Γαλλία, έγινε φαινόμενο κυρίως λογοτεχνικό και των ηθών, που παρουσίασε τα πιο ενδιαφέροντα κείμενά του σε μυθιστορήματα και σε θεατρικά έργα (Σαρτρ, Καμύ, Ανούιγ) και λιγότερο σε καθαρά φιλοσοφικές πραγματείες. Η λογοτεχνική αυτή κατάληξη είναι σύμφυτη με τον υ., εξαιτίας ακριβώς του αντισυστηματικού χαρακτήρα του, που απεχθάνεται την αφαίρεση και τη γενίκευση και είναι εχθρός της απρόσωπης αντικειμενικότητας και του επιστημονικού λόγου.

Έτσι, από την αρχή, κατέταξε μεταξύ των μεγαλύτερων ερμηνευτών και εμπνευστών του, εκτός από φιλόσοφους όπως ο Πασκάλ και ο Νίτσε, και μη φιλόσοφους συγγραφείς, όπως ο Ντοστογέφσκι και ο Κάφκα, των οποίων το έργο εκφράζει, στη συγκεκριμένη μορφή της αφήγησης, την ανησυχία και την προβληματική της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής των Αδελφών Καραμαζώφ, που θέλει να δώσει στους ανθρώπους την ευτυχία, κάνοντάς τους όμως σκλάβους, υποκύπτει στη σιωπή του Χριστού που συμβολίζει, με το νικητήριο φως του βλέμματός του, την έμφυτη ελευθερία του ανθρώπου, πηγή κάθε δυνατού καλού και κακού. Κατά τον ίδιο τρόπο, η αυτοκατάφαση με την ανθρωποκτονία, στο Έγκλημα και τιμωρία, καταλήγει, ακριβώς με το χαρακτήρα της ελεύθερης «εκλογής» στην οποία ο άνθρωπος απέθεσε ολόκληρη την ευθύνη του, στην εκούσια αποδοχή της τελικής ανταπόδοσης.

Όσο αφορά τον Κάφκα, αυτός συνέλαβε στο έργο του την έννοια της καταδίκης που αιωρούνταν πάνω στην ανθρώπινη ζωή, μολονότι φαινομενικά χωρίς λόγο, στη Δίκη όπως επίσης εξέφρασε το θέμα της απόλυτης ανασφάλειας του «ζην», από την οποία δεν μπορούν να μας προφυλάξουν ούτε προμαχώνες ούτε καταφύγια, στη Φωλιά ή, αντίθετα, εξέφρασε την επίμονη, αλλά πάντα φευγαλέα, αναζήτηση μιας σταθερής, ασφαλούς, φωτεινής πραγματικότητας, που συνεχώς την υπόσχονται στον άνθρωπο και συνεχώς του ξεφεύγει, στον Πύργο και στην Κατασκευή του σινικού τείχους.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Χαρούκι Μουρακάμι

"Ανάμεσα σ΄ έναν ψηλό, συμπαγή τοίχο και σ΄ ένα αυγό που σπάει πάνω του, θα είμαι πάντα από την πλευρά του αυγού. 
Ανεξάρτητα από το πόσο δίκιο έχει ο τοίχος και πόσο άδικο το αυγό, εγώ θα είμαι με το αυγό. Κάποιος άλλος θα πρέπει να αποφασίσει ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο: ίσως ο χρόνος ή η Ιστορία. Αν υπήρχε ένας συγγραφέας που, για οποιονδήποτε λόγο, έγραφε βιβλία που είναι από την πλευρά του τοίχου, τι αξία θα είχαν αυτά τα βιβλία; 
Ποιο είναι το νόημα αυτής της μεταφοράς; Μερικές φορές είναι απλό και καθαρό. Οι άνθρωποι που βάζουν βόμβες και τα τανκς και οι ρουκέτες και οι οβίδες λευκού φωσφόρου είναι αυτός ο ψηλός, συμπαγής τοίχος. Τα αυγά είναι οι άοπλοι πολίτες που συντρίβονται και καίγονται και πυροβολούνται από τα παραπάνω. Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο νόημα. Καθένας από μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, είναι ένα αυγό. Καθένας από μας είναι μια μοναδική, αναντικατάστατη ψυχή, κλεισμένη σε ένα εύθραυστο καβούκι. Και καθένας από μας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν ψηλό, συμπαγή τοίχο. Ο τοίχος έχει ένα όνομα: είναι «το Σύστημα». Υποτίθεται ότι το Σύστημα μας προστατεύει, αλλά μερικές φορές αποκτά μια δική του ζωή, και τότε αρχίζει να μας σκοτώνει και να μας βάζει να σκοτώνουμε άλλους- ψυχρά, αποτελεσματικά, συστηματικά. 
Ένα πράγμα θέλω να σας πω σήμερα. Είμαστε όλοι ανθρώπινα όντα, άτομα όλων των εθνικοτήτων και των φυλών και των θρησκειών, εύθραυστα αυγά απέναντι σ΄ έναν συμπαγή τοίχο που λέγεται το Σύστημα. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν έχουμε καμιά ελπίδα να νικήσουμε. Ο τοίχος είναι πολύ ψηλός, πολύ δυνατός- και πολύ κρύος. Αν έχουμε οποιαδήποτε ελπίδα, προέρχεται από την πίστη μας στη μοναδικότητα της δικής μας ψυχής και των ψυχών των άλλων, και από τη ζεστασιά που αισθανόμαστε όταν ενώνουμε τις ψυχές μας. 
Δεν πρέπει να αφήσουμε το Σύστημα να μας εκμεταλλευτεί. Δεν πρέπει να το αφήσουμε να αποκτήσει τη δική του ζωή. Δεν μας έφτιαξε το Σύστημα: εμείς το φτιάξαμε. Αυτό είχα να σας πω".

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ύπαρξη

O υπαρξισμός είναι ένα σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με την πραγματική και συγκεκριμένη ύπαρξη του ανθρώπου: του ανθρώπου που νοείται στην ανεπανάληπτη πρωτοτυπία του ως ατόμου που προορίζεται να πεθάνει και όχι ως είδους ή καθολικής ουσίας.

Η «ύπαρξη», με την έννοια αυτή, δεν είναι κάτι που μπορεί να εξεταστεί γενικά και θεωρητικά. Οι έννοιες ή οι αξίες, στις οποίες η κατά παράδοση φιλοσοφία πίστεψε πως θα μπορούσε να πλαισιώσει και να αναγάγει το νόημα της ανθρώπινης ζωής, έχουν όρο αναφοράς τους, κατά τον υ., ένα απρόσωπο και αφηρημένο ανθρώπινο υποκείμενο, το «μέσο» άνθρωπο ή το μέσο όρο των ανθρώπων και όχι τον πραγματικό άνθρωπο.


Αλλά η αυθεντική «ύπαρξη» είναι, αντίθετα, πάντα «προσωπική» ύπαρξη, εξαίρεση που ξεφεύγει από κάθε κανόνα και ταξινόμηση. Είναι, με λίγα λόγια, απόλυτη ελευθερία. Επειδή δεν στηρίζεται a priori σε καμιά καθολική αξία, η «ύπαρξη» είναι ελευθερία τόσο με την έννοια ότι είναι «δυνατότητα» να δημιουργεί και να κατακτά για τον εαυτό της μια σημασία, όσο και με την έννοια ότι είναι όρος ριζικής αβεβαιότητας και προβληματικής. Ο άνθρωπος είναι μια «δυνατότητα» που «μπορεί» σε κάθε στιγμή, να μην είναι και να καταστραφεί.

Για να πραγματοποιηθεί, οφείλει να αντιληφθεί την «ευθύνη» ότι η έννοια της ζωής του βρίσκεται απόλυτα στα χέρια του: ότι η έννοια αυτή είναι το να «εκλέξει» και να δημιουργήσει από το μηδέν. Αλλά η απεριόριστη αυτή ελευθερία θέτει, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο μπροστά στην εμπειρία που δεν προσφέρει καμιά εγγύηση και που είναι καταδικασμένη στο ναυάγιο και στον θάνατο. Από το δράμα αυτό της «ύπαρξης», που δεν έχει κάθαρση και λύτρωση, δεν μπορούμε ωστόσο να ξεφύγουμε χωρίς να αρνηθούμε τον εαυτό μας.

Ο άνθρωπος που, μέσα στην προσπάθεια να ξεφύγει από το άγχος και την εμπειρία του Μηδενός, αναζητά καταφύγιο στον «ασφαλή» και φαινομενικά «εξασφαλισμένο» κόσμο του συμβιβασμού και της καθημερινότητας, χάνει στην πραγματικότητα τον εαυτό του και την προσωπικότητα του, γιατί γίνεται ο ανώνυμος άνθρωπος ή ο άνθρωπος της «μάζας», που παραιτήθηκε από την ελευθερία του για χάρη των συμβάσεων και των αξιών της χυδαίας «καθημερινότητας». Η «αυθεντική» ύπαρξη είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στη συντριβή, αλλά, σε αντάλλαγμα, είναι «ηρωική» ύπαρξη, προσωπική, μόνη, που ζει με την ευθύνη και τον κίνδυνο.

Η «μη αυθεντική» προσωπικότητα του κοινού ανθρώπου είναι, αντίθετα, μια ύπαρξη απρόσωπη και αυτοματική, όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια ελεύθερο άτομο, αλλά μόνο μέλος του είδους. Η εμπειρία της ελευθερίας και του άγχους είναι μια εμπειρία τρομερή, αλλά και ζήτημα τιμής. Η καθημερινή ύπαρξη, αντίθετα, είναι μια ύπαρξη εξωπραγματική, πλασματική, μια «βιωμένη ύπαρξη», αντί να είναι ένα «ζην», όπου προσπαθεί κανείς να ξεφύγει από το κενό του άγχους με το σεβασμό και την αφοσίωση στις αξίες της πρακτικής και της κατεστημένης κοσμικότητας.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Ένα θλιβερό αριστούργημα...ή μήπως οχι;



Αλλοτρίωση

Αποξένωση του ανθρώπου από την πραγματική ουσία της ζωής του, από τα αληθινά του προβλήματα, από τη δυνατότητα κατανόησης του εαυτού του. Αφαίρεση της δυνατότητας από το άτομο να αναπτύξει ολόπλευρα τις ικανότητές του, τις κλίσεις του, τις δημιουργικές τάσεις του. Ο άνθρωπος έχοντας δημιουργήσει, κατά κανόνα παρά τη θέλησή του, τέτοιες κοινωνικές συνθήκες που του αποστερούν τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ολόπλευρα ως ζωντανό και λογικό ον, υποτάσσεται τυφλά στις απάνθρωπες ισoπεδωτικές τάσεις των θεσμών που ο ίδιος δημιούργησε και τώρα στρέφονται εναντίον του.
Κατά τον Φόιερμπαχ η κυριότερη μορφή α., η θρησκευτική, πηγάζει από το γεγονός ότι o άνθρωπος θεοποιεί, δηλαδή προβάλλει και προσωποποιεί ασυνείδητα στο πρόσωπο του Θεού, όλα τα υψηλότερα ανθρώπινα χαρίσματα (ευφυΐα, αγάπη, καλοσύνη κλπ.) για να τα λατρέψει ύστερα ως αρετές και απαιτήσεις μιας εξωτερικής δύναμης. Ο Μαρξ αποδίδει τον χαρακτήρα της α. σε ευρύτατο κύκλο πνευματικών και πρακτικών μορφών της ανθρώπινης ζωής, με αποκορύφωση τη νεότερη κεφαλαιοκρατική κοινωνία.

Κατ’ αυτόν, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, επειδή δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής (μηχανές, πρώτες ύλες κλπ.), ζουν υπό τον όρο να αλλοτριώνουν καθημερινά τα χέρια τους, δηλαδή την εργατική τους δύναμη, με αντάλλαγμα το ημερομίσθιο, διαθέτοντάς τα σε αυτόν που κατέχει τα μέσα παραγωγής. Ενώ όμως, κατά τον Μαρξ, το φαινόμενο της α. είναι προϊόν της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας και όχι της μηχανής, για ένα τμήμα της σύγχρονης φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας η α. είναι προϊόν της ανάπτυξης της σύγχρονης βιομηχανίας και τεχνικής, οποιοδήποτε και αν είναι το καθεστώς ή ο τύπος της κοινωνίας.

Σύμφωνα με τον Γιάσπερς και τον Χάιντεγκερ, η α. είναι καρπός του λεγόμενου πολιτισμού των μαζών, δηλαδή της ομοιομορφίας της συμπεριφοράς, της καλαισθησίας, του τρόπου σκέψης κλπ. που χαρακτηρίζει τις μεγάλες σύγχρονες ομάδες ανθρώπων. Η ζωή του κάθε ατόμου γίνεται ολοένα και περισσότερο μη αυθεντική, δηλαδή δέσμια των τεχνητών αναγκών, της μόδας, των εικονικών μύθων και σκοπών. Ο αλλοτριωμένος άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά σε άλλους.

Ο κόσμος που ο ίδιος έχει δημιουργήσει δεν του είναι μόνο εχθρικός (από αυτό προέρχεται o φόβος, το συναίσθημα της μοναξιάς, η αγωνία, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις), αλλά γίνονται γι΄ αυτόν μυστηριώδεις οι ίδιοι οι σκοποί της ζωής. Μια πικρή σάτιρα της κατάστασης του αλλοτριωμένου ανθρώπου στη μηχανοποιημένη κοινωνία είναι η κινηματογραφική ταινία του Τσάπλιν Μοντέρνοι καιροί, ενώ η υψηλότερη έκφραση της α. στη σύγχρονη λογοτεχνία παρουσιάζεται σε λογοτεχνικά έργα του Κάφκα, όπως Η δίκη, Ο πύργος και Η μεταμόρφωση.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλοτριωμένου ατόμου μπορεί να θεωρηθεί συχνά ο βιομηχανικός εργάτης. Έχοντας καταντήσει –εξαιτίας της βιομηχανικής αυτοματοποίησης– ένα απλό εξάρτημα μηχανής, που δεν του επιτρέπει να κάνει παρά μια πολύ ανιαρή και άχαρη δουλειά που επαναλαμβάνεται ολόκληρη την εργάσιμη μέρα, ο εργάτης αποξενώνεται από τις ουσιαστικές ανθρώπινες λειτουργίες και τις πραγματικές του κλίσεις. Δεν είναι καν κύριος της εργασίας του, με την έννοια ότι δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τι ακριβώς ρόλο παίζει η εργασία του στη διαδικασία της παραγωγής, ούτε να αποφασίσει τι προϊόν θα παράγει ούτε και ποιος είναι ο προορισμός του προϊόντος αυτού.

Μια άλλη, εξίσου σημαντική, μορφή αλλοτρίωσης στη σύγχρονη κοινωνία είναι αυτή που επιβάλλουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης και πληροφόρησης. Ο βομβαρδισμός του αναγνώστη των εφημερίδων ή του θεατή της τηλεόρασης με τεράστιο όγκο κατάλληλα παρουσιασμένων ειδήσεων, σχολίων κτλ. –που είναι αναγκασμένος να δεχτεί εξαιτίας του καθαρά παθητικού ρόλου του– με κακής ποιότητας τηλεοπτικά προγράμματα και, τέλος, με τις ατέλειωτες διαφημίσεις, που δημιουργούν τεχνητές ανάγκες, έχει επισημανθεί ως κοινωνικός κίνδυνος από όλους τους σοβαρούς μελετητές.

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Άγχος

Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον λαιμό, πνίγω). Μπορεί να οφείλεται σε μια κατάσταση κινδύνου, δηλαδή στην αναμονή δυσάρεστων εξελίξεων, ή να είναι αδικαιολόγητη, όπως στις περιπτώσεις αγωνίας ή μελαγχολίας.

Στην ιστορία του σύγχρονου στοχασμού και πνευματικού πολιτισμού, το ά. αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά θέματα. Για πρώτη φορά βρήκε τη φιλοσοφική του έκφραση στο έργο του Δανού στοχαστή Σέρεν Κίρκεγκορ, ειδικότερα στην Έννοια του άγχους που δημοσιεύτηκε το 1844 με το ψευδώνυμο Virgilius Hafniensis. Το ά. αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα ένα από τα βασικά στοιχεία της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ανεξάρτητα αν ο προσανατολισμός της είναι κοσμικός ή θρησκευτικός.
Με το ά. έχει ασχοληθεί επίσης η ψυχανάλυση, που το θεωρεί ως μια από τις συχνότερες καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής o Φρόιντ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του ά. συμπίπτει με αυτό το ίδιο το γεγονός της γέννησης, «γεγονός στο οποίο βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα οδυνηρά αισθήματα». Το ά. βρήκε και καλλιτεχνική έκφραση στα περισσότερα έργα της σύγχρονης τέχνης. Το συναντούμε π.χ. στα μυθιστορήματα του Κάφκα, στους πίνακες του Πικάσο, στη μουσική του Σένμπεργκ.

Από φιλοσοφική άποψη, με την έννοια του ά. δεν υπονοείται μια καθιερωμένη έννοια, αλλά ένας υπαρξιακός τρόπος, μια ψυχική κατάσταση, που συνοδεύει συνεχώς τον άνθρωπο στη ζωή του. Αντίθετα από τον φόβο –συναίσθημα συνδεδεμένο με συγκεκριμένες καταστάσεις και αντικείμενα, κοινό στα ζώα και στους ανθρώπους– το ά. είναι τυπικά ανθρώπινο γνώρισμα και έχει χαρακτήρα περισσότερο μεταφυσικό. Δεν συνδέεται με ιδιαίτερες καταστάσεις, αλλά εκφράζει την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου, την επίγνωση –που τη ζει και την αποκτά ο καθένας– του εφήμερου και αμφιλογικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ το ά. έχει χαρακτήρα ουσιαστικά θρησκευτικό και αποτελεί την οδό που ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει για να επιχειρήσει να φτάσει στον Θεό, στην ελευθερία, στη λύτρωση. To ά., που εμφανίζεται με το προπατορικό αμάρτημα, συνοδεύει τον άνθρωπο στη ζωή του από τη στιγμή που αυτός αποκτά επίγνωση του παραπτώματός του, της μη ελευθερίας του, της μη τελειότητάς του. Η συνείδηση νιώθει ά. γιατί είναι ένοχη, και η ενοχή είναι μη ελευθερία. Όμως το ά. δεν είναι ικανό να εγγυηθεί την εκλογή της θρησκευτικής ζωής, την επίτευξη της ελευθερίας και της θείας απεραντοσύνης.

O Θεός αποκαλύπτεται πάντα και μόνο ως θαύμα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου. Στη νεότερη υπαρξιστική φιλοσοφία, π.χ. στον κοσμικό υπαρξισμό του Σαρτρ ή του Χάιντεγκερ, το ά. δεν έχει το θρησκευτικό περιεχόμενο που είχε για τον Κίρκεγκορ θεωρείται υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου που εκσφενδονίζεται σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Τίποτα δεν εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματοποίηση περισσότερο της μιας δυνατότητας ή της άλλης, τη χρησιμότητα μιας πράξης, την ορθότητα μιας εκλογής, το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Χόρχε Λουίς Μπόρχες...σκέψεις

Η μόνη νοητή εκδίκηση είναι η λήθη.
Δεν πάσχω από μοναξιά - είναι ήδη αρκετά δύσκολο ν' αντέξει κανείς τον εαυτό του και τις μανίες του.
Υπάρχει άραγε στη Γη κάτι ιερό ή κάτι που δεν είναι;
Η μνήμη και η λήθη είναι εξίσου επινοητικές.
Η ιερή αταξία της ζωής μας είναι πέρα για πέρα κληρονομική και παραδοσιακή. Χωρίς να καταλαβαίνει από λάθη, η μοίρα μπορεί να είναι ανελέητη, ακόμα και για την παραμικρή απροσεξία.
Το πρωτότυπο δεν είναι ποτέ πιστό στη μετάφραση.
Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Οντολογία

Το ον ως ύπαρξη ορίζεται ως αυτό που «είναι» και έχει μια γενική φύση που παρουσιάζεται η ίδια σ' όλα τα ξεχωριστά όντα. Το ον ως ύπαρξη σημαίνει επίσης «πραγματικότητα» και συνεπώς η οντολογία μπορεί να εξεταστεί και ως η μελέτη της πραγματικότητας. Η έννοια του όντος θεωρείται γενικά ως «καθεαυτό», αφού δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο μιας περιορισμένης σχέσης ή υπό το πρίσμα μιας ιδιαίτερης άποψης.

Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Από την άλλη πλευρά όμως, από τη στιγμή που η οντολογία ασχολείται με την ανθρώπινη εμπειρία, είναι μια θεωρία πολύ λιγότερο απόλυτη, καθαρή και αυτάρκης σε σχέση με τη μεταφυσική.

Τα βασικά ερωτήματα της οντολογίας είναι αυτά που αφορούν την ύπαρξη. Δηλαδή τι είναι η ύπαρξη και τι σημαίνει υπάρχω, τι είναι φυσικό αντικείμενο και πόσοι τύποι φυσικών αντικειμένων υπάρχουν, τι σημαίνει ιδιότητα του όντος και σχέσεις της ύπαρξης με τα υπόλοιπα όντα, πότε σταματά η ύπαρξη και τι είναι το «γίγνεσθαι», τι είναι ο θάνατος και πότε ένα ον πεθαίνει, δηλαδή τα ερωτήματα που θέτει η οντολογία αφορούν το σύνολο της ύπαρξης και το φαινόμενο της ζωής. Βασικό πρόβλημα που απασχόλησε την οντολογία είναι ο ορισμός του φυσικού αντικειμένου.

Σε γενικές γραμμές δόθηκαν δύο απαντήσεις: η πρώτη λέει ότι το φυσικό αντικείμενο ορίζεται ως η ουσία του αντικειμένου αυτού, ανεξάρτητα από τις ιδιότητες που το διέπουν και η δεύτερη ισχυρίζεται ότι είναι το σύνολο των ιδιοτήτων που το χαρακτηρίζουν. Έτσι, για πολλούς φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με την οντολογία, το πρόβλημα του όντος μετατράπηκε στην αναζήτηση της ουσίας του. Η οντολογία, όπως και η φιλοσοφία γενικότερα, γεννήθηκε στην αρχαία Ελλάδα.

Στον Αριστοτέλη η θεώρηση του όντος συνδέεται με τη θεώρηση του ύψιστου όντος, του θεού. Ο Αριστοτέλης μίλησε για το «όντως ον», δηλαδή για την ύπαρξη με έμφαση στο γεγονός ότι «υπάρχει» και συνέχισε αναλύοντας τις κατηγορίες της ύπαρξης, τα είδη δηλαδή του όντος και τους τρόπους με τους οποίους φαίνονται. Στον Αριστοτέλη, η θεώρηση του οντολογικού προβλήματος συμπίπτει μεθοδολογικά με την εξέταση του θεολογικού ζητήματος, χαρακτηρίζοντας την «πρώτη φιλοσοφία» του (αυτή που ασχολείται δηλαδή με τις γενικές αρχές και τις πρώτες αιτίες), που αργότερα ονομάστηκε μεταφυσική .

Οι διάδοχοι του Αριστοτέλη στην αρχαιότητα αλλά και στη σύγχρονη εποχή, αναζήτησαν απαντήσεις σε όλα τα οντολογικά προβλήματα. Ο Καρτέσιος συνέδεσε την ύπαρξη με τη σκέψη, με το πασίγνωστο «σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Η οντολογία σχετίστηκε με την ύπαρξη του Θεού και κάποιες οντολογικές αναλύσεις χρησιμοποιήθηκαν για να αποδείξουν την ύπαρξή του. Πάντως ο όρος «οντολογία» εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 17ου αι. από τον Κρίστιαν Βολφ.

Ο Καντ απέρριψε την οντολογία θεωρώντας ότι υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης γνώσης και υπό την επιρροή του η γερμανική ιδεαλιστική σχολή την έθεσε στο περιθώριο. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ξανά στη φιλοσοφία από τον ιδρυτή της φαινομενολογίας Έντ. Χούσερλ, που διέκρινε την οντολογία σε υλική (που μελετά μια συγκεκριμένη περιοχή του όντος και το πρόβλημα της υλικής σύστασης των όντων σε αυτήν την περιοχή) και σε μορφική (που περιλαμβάνει ταυτόχρονα όλες τις δυνατές οντολογίες).  Ο Χούσερλ ουσιαστικά επανέρχεται στο πρόβλημα της κατηγορίας του όντος με την υλική οντολογία και στο πρόβλημα της ουσίας του όντος με τη μορφική οντολογία του.

Με την οντολογία ασχολήθηκαν στον 20ό αι. ο Χάιντεγκερ με το έργο του «Είναι και χρόνος» και ο Σαρτρ με το έργο του «Το Είναι και το Μηδέν: δοκίμιο φαινομενολογικής οντολογίας»). Ειδικά ο Σαρτρ με τον όρο φαινομενολογική οντολογία εννοεί τη φιλοσοφία εκείνη που θέλει να αποδείξει ότι το Είναι, δηλαδή το Ον, είναι αυτό που υπάρχει στην εξωτερική πραγματικότητα που μας περιτριγυρίζει. Αντίθετα, ο Χάιντεγκερ συνέδεσε το Είναι με το Χρόνο και γι’ αυτό επιθυμούσε να ονομάσει την οντολογία του Οντοχρονία . Πράγματι, γι’ αυτόν, ο Χρόνος είναι ο ορίζοντας μέσα στον οποίο αποσαφηνίζεται το Είναι της ύπαρξης.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Η σιωπή ως συνειδητός τρόπος έκφρασης

"Δεν υπάρχει ο άδειος χώρος. Από την ώρα που ένα ανθρώπινο μάτι κοιτάζει, πάντα υπάρχει κάτι που μπορεί να δει. Το να κοιτάζεις κάτι που είναι "άδειο" σημαίνει και πάλι το να κοιτάζεις, και πάλι το να βλέπεις κάτι -έστω και μόνο τα φαντάσματα των ίδιων σου των προσδοκιών. Για να συλλάβει κανείς την πληρότητα, πρέπει να διατηρήσει έντονα την αίσθηση του άδειου που τη διαχωρίζει από τα γύρω της, αντίστροφα, για ν' αντιληφθεί κανείς το άδειο, πρέπει να έχει στο νου του άλλες ζώνες του χώρου σαν γεμάτες.
Στο "Μέσα από τον καθρέφτη" η Αλίκη βρίσκει ένα μαγαζί που έμοιαζε να είναι γεμάτο από κάθε είδους περίεργα πράγματα -αλλά το πιο παράξενο απ' όλα ήταν το ότι όποτε κοίταζε προσεκτικά σε κάποιο ράφι, για να διακρίνει τι ακριβώς είχε πάνω του, το συγκεκριμένο αυτό ράφι ήταν πάντοτε εντελώς άδειο, αν και όλα τα άλλα ράφια γύρω του ήταν υπερβολικά φορτωμένα με οποιουδήποτε είδους αντικείμενο μπορούσαν να συγκρατήσουν.
Η σιωπή ποτέ δεν παύει να συνεπάγεται το αντίθετό της και να εξαρτάται από την παρουσία του: ακριβώς όπως δεν υπάρχει "πάνω" χωρίς "κάτω" ή "αριστερό" χωρίς "δεξιό", έτσι πρέπει κανείς να παραδεχτεί την ύπαρξη ενός περιβάλλοντος ήχου ή γλώσσας για ν' αναγνωρίσει τη σιωπή. Όχι μόνο η σιωπή υπάρχει σ' έναν κόσμο γεμάτο από ομιλίες και κάθε άλλου είδους ήχους, αλλά κάθε δεδομένη σιωπή έχει τη δική της ταυτότητα σαν ένα διάστημα διάτρητων ήχων.Έτσι ένα μεγάλο μέρος της ομορφιάς της σιωπής του Χάρπο Μαρξ οφείλεται στο ότι είναι περιτριγυρισμένος από μανιακούς ομιλητές".

δοκίμιο της Σούζαν Σόνταγκ

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Χάρολντ Μπλουμ

Η φωνή του έφθανε από το µακρινό Μανχάταν ζωηρή. Ο αιρετικός, ο προκλητικός, ο µοναδικός Χάρολντ Μπλουµ είχε τα κέφια του. Φηµισµένος για τις αϋπνίες του, για την εκπληκτική ταχύτητα µε την οποία καταβροχθίζει τις σελίδες, την ανεξάντλητη ευρυµάθεια και την ασυνήθιστη µνήµη του στην οποία έχουν αποθηκευθεί ολόκληρα έργα του αρχαίου, του εβραϊκού και του χριστιανικού κόσµου, ο καθηγητής Λογοτεχνίας του Πανεπιστηµίου Γέιλ έχει µείνει στην Ιστορία για την Αγωνία της επίδρασης, ένα σύντοµο κείµενο που γράφτηκε µέσα σε τρεις ηµέρες το 1973 σε κατάσταση συγγραφικού παροξυσµού. Συνδυάζοντας τη θεωρία περί υψηλού του Λογγίνου µε το οιδιπόδειο σύµπλεγ- µα του Φρόιντ, παρουσίασε τον λογοτεχνικό στίβο ως πεδίο άγριων συγκρούσεων για επικράτηση ανάµεσα σε ταλαντούχους νέους συγγραφείς και στους ανυπέρβλητους προγόνους τους. Γνωστός στο ευρύ κοινό έγινε όµως µε τον «∆υτικό κανόνα», ένα ογκώδες βιβλίο µε τους συγγραφείς που αξίζει να διαβάσουµε και από όπου προκλητικά και συνειδητά απουσιάζει όλη η ελληνική γραµµατεία.

Στην «Ανατοµία της επίδρασης», ένα βιβλίο του το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους µήνες στην Αµερική και χαρακτηρίστηκε το κύκνειο άσµα της επίδρασης, συνοψίζει τη λογοτεχνική πορεία του, απαντά στους επικριτές του και αφήνει παρακαταθήκη στους αµερικανούς φοιτητές του το απόσταγµα της πολύτοµης συγγραφικής παραγωγής του για τις µείζονες λογοτεχνικές εµµονές του: τον Γουίλιαµ Σαίξπηρ και τον Γουόλτ Γουίτµαν. Μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήµα» θυµήθηκε τους έλληνες φοιτητές του στο Γέιλ και µετάνιωσε που δεν κατάφερε ποτέ να πραγµατοποιήσει το ταξίδι ως την Ελλάδα. Τώρα είναι αργά, η υγεία του δεν του το επιτρέπει, χρειάζεται µπαστούνι για να περπατήσει και ζητεί να του µιλώ δυνατά γιατί το ακουστικό που φορά δεν τον βοηθάει στην τηλεφωνική επικοινωνία µας. Ο Σοφός του Γέιλ γέρασε. Στο σώµα όµως, όχι στο πνεύµα. Παραµένει λάβρος κατά των συγγραφέων του συρµού που µε τα έργα τους σαρώνουν τα ταµεία, κατά του παρηκµασµένου εκπαιδευτικού συστήµατος, κατά των αµερικανών πολιτικών και προβαίνει σε βαρείς χαρακτηρισµούς τονίζοντας: «Να παραθέσεις κατά λέξη τα λόγια µου».

Στα νιάτα του εξόργισε τους Νέους Κριτικούς που κυριαρχούσαν στην αγγλοσαξονική κριτική, γιατί «δεν αποδεχόµουν ότι ο Τ. Σ. Ελιοτ ήταν ο απεσταλµένος του Θεού πάνω στη Γη». Οταν η αποδόµηση ορµούσε από το Πανεπιστήµιο του Γέιλ να καταλάβει τον κόσµο, ο Μπλουµ διαχώριζε τη θέση του από τον φίλο του Πολ Ντε Μαν και την παρέα του. Σήµερα του ανεβαίνει η πίεση όταν ακούει περί φεµινιστικής, µαρξιστικής και πολιτισµικής κριτικής, περί όλων αυτών των προσεγγίσεων που αποκαλεί περιφρονητικά «Σχολή της Μνησικακίας». ∆εν ανήκει πουθενά και ενοχλεί τους πάντες. Στο Γέιλ έχει καταλήξει να αποτελεί, όπως λέει, «πανεπιστηµιακό τµήµα του ενός ατόµου». Συνεχίζει όµως να τα βάζει µε όλους και να µη φοβάται τίποτε. Εκτός από ένα πράγµα: τον θάνατο των συγγραφέων του «∆υτικού κανόνα». Στους συγγραφείς αυτούς, που θα προκαλέσουν τους νεότερους να τους ανταγωνιστούν και να συγκρουστούν µαζί τους, εναποτίθενται οι ελπίδες µας για τη δηµιουργία καλής λογοτεχνίας στο παρόν και στο µέλλον και σαν παθιασµένος ιεροκήρυκας, δεκαετίες τώρα, κηρύσσει να πλησιάζουµε τα κείµενα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και να τοποθετήσουµε τον πήχη ψηλά, στα λίγα έργα που ανήκουν στην περιοχή του υψηλού ύφους.

– Είναι το καινούργιο βιβλίο σας ένας
απολογισμός της πορείας σας στην κριτική;

«Αποτελεί µια ανακεφαλαίωση του έργου µου. Η πρόθεσή µου ήταν να δώσω µια σύνοψη του έργου της ζωής µου, που στρέφεται γύρω από το ζήτηµα της λογοτεχνικής επίδρασης, για τη νέα γενιά αναγνωστών. ∆ιότι, µπορεί να είµαι 81 ετών, εξακολουθώ όµως να διδάσκω κανονικά στο Γέιλ – χθες παρέδωσα ένα σεµινάριο για το “Τραγούδι του εαυτού µου” του Γουίτµαν, την προηγούµενη ηµέρα δίδαξα τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ».

– Για τον Σαίξπηρ, τον «συγγραφέα των συγγραφέων», αναφέρετε, παραθέτοντας τον κριτικό και ποιητή Ραλφ Γουόλντο Εμερσον, ότι «συνέγραψε το κείμενο της σύγχρονης ζωής» και επεκτείνετε τον συλλογισμό προσθέτοντας ότι ο Σαίξπηρ μάς επινόησε. Πώς το εννοείτε;

«Η θέση µου ότι ο Σαίξπηρ µάς επινόησε έχει παρεξηγηθεί πολύ. ∆εν εννοώ βέβαια ότι εφηύρε τον ηλεκτρικό λαµπτήρα ή την τυπογραφία. Ο σπουδαιότερος κριτικός της αγγλικής παράδοσης, ο δρ Σάµιουελ Τζόνσον – τον οποίο έχω ως υπόδειγµα κριτικού και εύχοµαι να αποδειχθώ ισάξιός του, γιατί να τον ξεπεράσω δεν γίνεται –, γράφει ότι η ουσία της ποίησης είναι η επινόηση, µε την έννοια της ανακάλυψης. Αυτό που εννοώ λοιπόν είναι ότι διαβάζοντας Σαίξπηρ ή παρακολουθώντας έργα του στο θέατρο ή στην οθόνη ανακαλύπτουµε πράγµατα για εµάς που πάντοτε ήταν εκεί αλλά χωρίς τον Σαίξπηρ δεν θα τα είχαµε αντιληφθεί, όπως ισχύει και για τον Οµηρο, ο οποίος αντίστοιχα συνέγραψε το κείµενο της αρχαίας ζωής».


Ο Χάρι Πότερ και η δηµοκρατία στην Αµερική
– Ποια είναι η άποψή σας για την αισθητική δύναμη της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα; Εκτός από τον φόβο που εκφράζετε για τους συγγραφείς του «Κανόνα», στην «Ανατομία της επίδρασης» μοιάζει να θρηνείτε που οι νέοι σήμερα είναι στερημένοι από τα «δαιμόνια» που κινούν τη λογοτεχνία. Είναι μια έκφραση απελπισίας για την ποιότητα της λογοτεχνίας σήμερα και στο μέλλον;

«∆εν εκφράζω απελπισία για το µέλλον της λογοτεχνίας, πιστεύω ότι η καλή λογοτεχνία θα βρίσκει τρόπους να αναδύεται πάντοτε σε ευθεία σχέση µε τη µεγαλειώδη λογοτεχνία του παρελθόντος. Η απελπισία µου αφορά την παρακµή και την αποσύνθεση του αυθεντικού, πολιτισµένου αναγνωστικού κοινού. Τα παιδιά στον δυτικό κόσµο, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, θα έπρεπε να διαβάζουν τον Λιούις Κάρολ. Αντ’ αυτού διαβάζουν αυτές τις ανοησίες περί Χάρι Πότερ. Θα έπρεπε το κοινό αυτό να διαβάζει Προυστ ή Τζόις ή Σάµιουελ Μπέκετ ή Τόµας Μαν και αντί αυτών σε ετούτη τη χώρα εκατοµµύρια αναγνώστες διαβάζουν Στίβεν Κινγκ, που τον βρίσκω αηδιαστικό. Αυτό που εκφράζω στην ουσία στην “Ανατοµία” είναι ο πραγµατικός φόβος µου ότι η ανώτατη εκπαίδευση, η εκπαίδευση γενικά, στις ΗΠΑ και στον αγγλόφωνο κόσµο έχει αποτύχει στην αποστολή της. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ κινδυνεύουν από αυτό που αποκαλείται Tea Party, το οποίο είναι ένα φασιστικό κίνηµα».

– Η θεσμική και ακαδημαϊκή αντικουλτούρα που σνομπάρει την ατομικότητα και υποτιμά τις πνευματικές αξίες έχει μερίδιο ευθύνης, γράφετε, για την παρακμή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα. Φοβάστε ακόμη και για την αμερικανική δημοκρατία;

«Φοβάµαι ότι οι ΗΠΑ παύουν όλο και περισσότερο να είναι δηµοκρατική χώρα. Επικρατούν η ολιγαρχία, η πλουτοκρατία και σύντοµα και η θεοκρατία. Αν ο φασίστας κυβερνήτης του Τέξας – ο οποίος είµαι βέβαιος ότι θα λάβει το χρίσµα από τους Ρεπουµπλικανούς – κατέβει υποψήφιος και νικήσει τον πρόεδρο Οµπάµα, τότε η δηµοκρατία θα πάψει να υπάρχει στις ΗΠΑ».

– Ελπίζετε στον πρόεδρο Ομπάμα ως το τελευταίο προπύργιο της δημοκρατίας;

«Είµαι ένας από τους εκατοµµύρια σκεπτόµενους και µορφωµένους πολίτες που έχουν απογοητευθεί από τον πρόεδρο Οµπάµα. ∆εν είναι ο άνθρωπος που πιστεύαµε ότι εκλέγαµε. Οι προθέσεις του είναι καλές αλλά είναι τροµερά αδύναµος.

Η σύζυγός µου επισηµαίνει διαρκώς ότι η Ελινορ Ρούζβελτ θα περιφρονούσε, θα ειρωνευόταν και θα περιγελούσε από καιρό το Tea Party για να δείξει όχι µόνο πόσο επικίνδυνοι είναι αλλά και πόσο γελοίοι. Ο πρόεδρος Οµπάµα δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι φοβάται να θυµώσει. Αν συνεχίσει έτσι, δεν θα εκλεγεί ξανά. Μακάρι οι ∆ηµοκρατικοί να µπορούσαν να κατέβουν στις εκλογές µε άλλον υποψήφιο. Ας επιστρέψουµε όµως στις αισθητικές ερωτήσεις».
Η διδασκαλία της λογοτεχνίας
– Διδάσκετε τους φοιτητές σας να διαβάζουν λογοτεχνία αφήνοντας στην άκρη την ιδεολογία...

«Η ιδεολογία κάθε είδους είναι ο θάνατος της λογοτεχνίας, ο θάνατος της σκέψης, ο θάνατος του ανθρώπου».

– Σε έναν κόσμο όπου ο γραπτός λόγος
κυριαρχεί επιμένετε να απομνημονεύουν τα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν...

«Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιµήσεις ένα κείµενο είναι να το κατέχεις από µνήµης. Το λέω από προσωπική πείρα. ∆εν µπορώ να απαγγείλω ολόκληρη την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” στο πρωτότυπο αλλά θυµάµαι απ’ έξω τµήµατα των 80-90 στίχων από κάθε έπος, έχω αποστηθίσει τον “Χαµένο Παράδεισο” του Μίλτον, τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ και τα περισσότερα ποιήµατα του Γουίτµαν. Είχα πάντοτε ασυνήθιστη µνήµη, καθώς και τροµακτική ταχύτητα στην ανάγνωση, που αποτέλεσε βέβαια προσόν στο επάγγελµά µου».

Η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής
– Η ζωή σας κύλησε μέσα στη λογοτεχνία. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να μας κάνει καλύτερους πολίτες;

«∆εν το πιστεύω, µακάρι να το πίστευα. Θα σε παραπέµψω στον Πλάτωνα που ανέφερα νωρίτερα: γνωρίζει ότι ο Οµηρος είναι ο σηµαντικότερος συγγραφέας του αρχαίου κόσµου τον οποίο ο ίδιος δεν µπορεί να ξεπεράσει, παρ’ όλα αυτά επιµένει ότι δεν έχει θέση στην πλατωνική “Πολιτεία”. Εν µέρει έχει δίκιο στα επιχειρήµατά του, εν µέρει άδικο. Συµφωνώ όµως ότι δεν µπορείς να κάνεις κάποιον καλύτερο πολίτη ή να τον ευαισθητοποιήσεις για τα κοινά δίνοντάς του να διαβάσει Οµηρο ή ∆άντη ή Σαίξπηρ».

– Τι μας προσφέρει λοιπόν η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής;

«Αν εξαιρέσουµε την αγάπη που γεννιέται ανάµεσα σε δύο ανθρώπινα πλάσµατα, η λογοτεχνία προσφέρει την υψηλότερη χαρά της πιο βαθιάς απόλαυσης, µας οδηγεί στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής µας και µας προσφέρει βαθύτατη αίσθηση των ανθρώπινων επιτευγµάτων και του τι δύναται ακόµη να επιτύχει ο άνθρωπος».

Οι έλληνες συγγραφείς και ο κατάλογος του «∆υτικού κανόνα»
– Γιατί απουσιάζει ο Ομηρος από τις 26 αντιπροσωπευτικές μορφές της δυτικής λογοτεχνίας που παρουσιάζετε στον πολυσυζητημένο «Δυτικό κανόνα»;

«Αν πρόκειται να μιλήσουμε για τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης, τα πρωτεία κατέχουν σίγουρα ο Ομηρος, ο uni0394άντης και ο Σαίξπηρ. Αν κάποιος προσπαθούσε να εξορίσει τον Ομηρο από την εκπαίδευση των Ελλήνων, θα έπασχε, κατά τη γνώμη μου, από οξεία αγωνία της επίδρασης απέναντί του. Σπούδασα κλασική φιλολογία στο Cornell από το 1946 ως το 1950, μπορώ να απαγγείλω μεγάλα αποσπάσματα των ομηρικών επών στο πρωτότυπο, έχω ασχοληθεί επισταμένως με τον αγώνα του Πλάτωνα απέναντι στον Ομηρο στο βιβλίο μου Where Shall Wisdom Be Found? και έχω επιμεληθεί τόμους και για τα δύο έπη.

Ο Κανόνας ήταν ένα βιβλίο που προοριζόταν για το ευρύ κοινό, γράφτηκε για να ασκήσει πολεμική στην τρομερή υποβάθμιση των λογοτεχνικών σπουδών σε όλα τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του αγγλόφωνου κόσμου. Η αυθεντική εκπαίδευση στην “κανονική λογοτεχνία” που βασιζόταν μόνο στην αντίληψη και σε κριτήρια αισθητικά είχε εν πολλοίς καταστραφεί και θεώρησα αποστολή μου να πολεμήσω αυτή την κατάσταση. Για τον σκοπό αυτόν σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ξεκινήσω λίγο πολύ από τον uni0394άντη και να αφήσω στην άκρη την κλασική λογοτεχνία. Αλλωστε δεν μπορείς να συμπεριλάβεις τα πάντα σε έναν τόμο».

– Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο «Δυτικός κανόνας» είναι αγγλοκεντρικός;

«Αναφέρομαι στον τόμο στον Θερβάντες, στον Μοντέν, στον Μολιέρο, στον Κάφκα, στον Μπόρχες και σε άλλους, επαναλαμβάνω όμως ότι για τους σκοπούς αυτής της πολεμικής αποφάσισα να δώσω έμφαση στους συγγραφείς εκείνους που κινδύνευαν περισσότερο να χαθούν στα σκοτάδια φοβερών προσεγγίσεων. uni0394εν θέλω να επεκταθώ περισσότερο στο θέμα γιατί μου ανεβαίνει η πίεση και δεν είναι καλό στην ηλικία μου, ξέρεις όμως τι εννοώ, αγαπητή μου, όλες αυτές τις ανοησίες περί σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, πολιτικών πεποιθήσεων, εθνικότητας οι οποίες μας λένε ότι πρέπει να καθορίσουν τι διαβάζουμε και πώς και τι μελετούμε. Υπό αυτή την έννοια, ο uni0394υτικός κανόνας θυσιάστηκε στις ανάγκες της εποχής».

– Στον κατάλογο του Παραρτήματος με
τα έργα που προτείνετε για ανάγνωση, στην ενότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επιλέγετε τα ποιήματα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και του Σικελιανού και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή αυτή;

«Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής ότι αυτό το Παράρτημα μου επιβλήθηκε από τον εκδότη και τον ατζέντη μου. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πίεση που δέχθηκα συνέταξα τον κατάλογο των προτεινόμενων έργων πρόχειρα σημειώνοντας το πρώτο όνομα που μου ερχόταν στον νου, επομένως το κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η επιλογή μου ήταν να ξεμπερδεύω το ταχύτερο δυνατό. Μετανιώνω από καρδιάς για το Παράρτημα αυτό, το οποίο έχω ζητήσει να αφαιρεθεί από πολλές ξενόγλωσσες εκδόσεις. Το συνέταξα με το ζόρι και εύχομαι οι αναγνώστες να το ξεχάσουν. Σε διαβεβαιώ ότι ο κατάλογος των έργων του Παραρτήματος δεν αντιπροσωπεύει τη σκέψη μου για την αισθητική δύναμη της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Είναι ένας κατάλογος που μου προκαλεί ντροπή και δεν με αντιπροσωπεύει».