Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Ο ονειροπόλος και άλλες ιστορίες

Βάδιζα σήμερα πάνω στα όρη. Ο καιρός ήταν υγρός και όλη η περιοχή γκρίζα. Μα ο δρόμος ήταν ελάχιστα θαμπός και σε μερικά σημεία ολοκάθαρος. Στην αρχή φορούσα το παλτό μου∙ ύστερα όμως το έβγαλα, το δίπλωσα και το κρέμασα στο μπράτσο μου.

Το περπάτημα στο θαυμάσιο δρόμο, που πότε ανηφόριζε και πότε κατηφόριζε πάλι απότομα, μου προκαλούσε ολοένα και μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Τα βουνά ήταν μεγάλα, έμοιαζαν να στριφογυρίζουν. Ολόκληρος ο κόσμος των βουνών μου φαινόταν σαν ένα τεράστιο θέατρο. Υπέροχα έστριβε ο δρόμος στις απόκρημνες πλαγιές. Κατέβηκα σε ένα βαθύ φαράγγι, στα πόδια μου βούιζε ένα βαθύ ποτάμι, η αμαξοστοιχία πέρασε από μπροστά μου με έναν υπέροχο άσπρο ατμό. Σαν ακύμαντος ποταμός προχωρούσε ο δρόμος μέσα στο φαράγγι, κι όπως περπατούσα, η στενή κοιλάδα μου φαινόταν να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. Γκρίζα σύννεφα υπήρχαν πάνω στα βουνά, λες και αναπαύονταν εκεί. Συνάντησα έναν νεαρό χειροτέχνη με σακίδιο στον ώμο, που με ρώτησε αν είχα δει άλλους δυο νεαρούς.

«Όχι», αποκρίθηκα.   Ύστερα ρώτησε αν έρχομαι από μακριά.

«Ναι», είπα και συνέχισα το δρόμο μου. Δεν πέρασε πολλή ώρα, και είδα τους δυο νεαρούς οδοιπόρους να έρχονται τραγουδώντας. Ένα χωριό με χαμηλά σπίτια κάτω από τους άσπρους βράχους ήταν ιδιαίτερα ωραίο. Συνάντησα μερικά κάρα και είδα μερικά παιδιά στη δημοσιά, άλλο τίποτα. Δε χρειάζεται να δει κανείς κάτι το ιδιαίτερο. Ούτως ή άλλως βλέπει πολλά.

«Μικρή οδοιπορία», Ρόμπερτ Βάλζερ