Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Επιστολή ΙΙ

Από Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε Κλάρα Βέστχοφ

Paris VIe, 29, rue Cassette,
17 Οκτωβρίου 1907

...Βροχή, βροχή, χθες ασταμάτητα και τώρα ξαναρχίζει πάλι. Κοιτώντας κανείς ίσια μπροστά, θα μπορούσε να πει: θα χιονίσει. Χθες τη νύχτα ξύπνησα γιατί σε μια γωνιά πάνω από τα βιβλία μου είχε τρυπώσει το φεγγαρόφωτο' μια κηλίδα, που δεν φώτιζε, αλλά σκέπαζε με το αλουμινένιο της λευκό το σημείο που πάνω του απλωνόταν. Και το δωμάτιο ήταν γεμάτο παντού από κρύα νύχτα' ένιωθε κανείς και ξαπλωμένος ότι η κρύα νύχτα ήταν και κάτω από την ντουλάπα, κάτω από τη σιφονιέρα, χωρίς να αφήνει ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στα πράγματα, γύρω από τους μπρούτζινους πολυελαίους, που έμοιαζαν κρύοι πολύ. Αλλά το πρωί ήταν φωτεινό. Ένας πλατύς ανατολικός άνεμος,με αναπεπταμένο μέτωπο, απλώθηκε πάνω από την πόλη, βρίσκοντας την τόσο μεγάλη. Απέναντι, δυτικά, σπρωγμένα, διωγμένα (από τον άνεμο) αρχιπέλαγα από σύννεφα, συμπλέγματα νησιών, σταχτιά σαν τον λαιμό και το στήθος που έχουν τα νεροπούλια σε έναν ωκεανό κρύας αχνογάλαζης απόμακρης μακαριότητας. Και κάτω από όλα αυτά, χαμηλά, η Pllace de la Concorde και τα δέντρα των Champs Elysées, σκιερά, το βαθύ πράσινο που μοιάζει μαύρο, κάτω από τα σύννεφα κατά τη δύση. [...]
Όλα αυτά έχουν την γενναιοδωρία ενός εκ γενετής φυσικού τοπίου απλώνοντας χώρο γύρω τους. Και στις στέγες, εδώ κι εκεί, κυμάτιζαν σημαίες και υψώνονταν ολοένα και πιο ψηλά στον αέρα, τεντώνονταν, χτυπούσαν, σαν να ετοιμάζονταν να πετάξουν. Αυτά έβλεπα σήμερα πηγαίνοντας προς την έκθεση του Rodin. O Benrheim μου έδειξε πρώτα στον κατάλογο έργα του van Gogh. Tο "Νυχτερινό Καφενείο" για το οποίο σου έχω ήδη γράψει' για την τεχνητή του αγρύπνια σε βαθύ κόκκινο, κίτρινο φως λάμπας, βαθύ και πολύ ανοιχτό πράσινο, με τρεις καθρέφτες που ο καθένας περιέχει ένα διαφορετικό κενό - αλλά θα μπορούσε κανείς να πει ακόμα πολλά. Ένα πάρκο ή δρομάκι πάρκου στην Αrles με μαύρες φιγούρες δεξιά και αριστερά, σε παγκάκια, έναν μπλε άντρα που διαβάζει εφημερίδα μπροστά - μπροστά και μια βιολετιά γυναίκα πίσω, και ανάμεσα, με αδρές πινελιές, το πράσινο των δέντρων και των θάμνων. Ένα ανδρικό πορτρέτο σε φόντο σαν πλεγμένο φρέσκο καλάμι (κίτρινο και πρασινοκίτρινο) που όμως, όταν κάνει κανείς ένα βήμα πίσω, έχει μια ομοιόμορφη φωτεινότητα. Ένας ηλικιωμένος άντρας με κοντά κομμένο γκρίζο μουστάκι, λιγοστά μαλλιά, ρουφηγμένα μάγουλα κάτω από ένα πλατύ μέτωπο. Το σύνολο είναι ασπρόμαυρο, ρόδινο, υγρό σκούρο μπλε και άσπρο-γαλάζιο που το καλύπτει - εκτός από τα μεγάλα καστανά μάτια - και τέλος: ένα από τα τοπία, που όλο ανέβαλλε να ζωγραφίσει και όμως ολοένα τα ζωγράφιζε: ένας ήλιος που βασιλεύει, κίτρινος και πορτοκαλοκίτρινος, τυλιγμένος στη λάμψη του, όλο κίτρινα στρογγυλά σπαράγματα, ένα γαλάζιο όλο ένταση, γαλάζιο, γαλάζιο στις πλαγιές καμπυλωτών λόφων' μια λουρίδα μαλακών κυματισμών (ένα ποτάμι;) τους χωρίζει από το λυκόφως, που διάφανο, σε παλιό σκοτεινό χρυσαφί χρώμα, αφήνει, στο πλάγιο μπροστινό τμήμα του πίνακα, να φανεί ένα χωράφι με όρθια στημένα δεμάτια. Κι έπειτα πάλι τα σχέδια του Rodin.
Tώρα πάλι βροχή, βροχή: όπως στην εξοχή, τόσο πλούσια και δυνατή, χωρίς άλλους θορύβους ανάμεσα. Το στρογγυλό ακρότοιχο του μοναστηρίσιου κήπου είναι γεμάτο μούσκλα και μεριές-μεριές έχει ένα ολοφώτεινο πράσινο, που δεν έχω ξαναδεί. Γεια σου και αυτή τη φορά...

Rainer Maria RILKE - Γράμματα για τον CÉZANNE

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Σιωπή

Αλίμονο, έχω μια τρομαχτική εκφραστική αναπηρία, οι λέξεις μου δεν εκφράζουν τίποτε - συνιστούν, απλώς μιαν απεγνωσμένη αντίσταση στη σιωπή: έχω μια θανάσιμη αρρώστια, την σιωπή.


Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Επιστολή Ι

Από Μαρίνα Τβετάγιεβα σε Μπαρίς Πάστερνακ

26 Μαίου 1926

Γεια σου, Μπαρίς! Είναι έξι η ώρα το πρωί, φυσά ασταμάτητα. Μόλις τώρα έτρεχα στη μικρή αλέα προς το πηγάδι (δυο διαφορετικές χαρές: άδειος ο κουβάς, γεμάτος ο κουβάς) και προϋπαντούσα σύγκορμη τον αέρα, χαιρετούσα εσένα. Στο κατώφλι (με γεμάτο πια τον κουβά) η επόμενη παρένθεση: όλοι κοιμόντουσαν ακόμη, κοντοστάθηκα, σήκωσα το κεφάλι μου για να σε προϋπαντήσω. Ετσι ζω μαζί σου, πρωί και βράδυ, σηκώνομαι μέσα σου, πλαγιάζω μέσα σου.

Δεν ξέρεις όμως ότι έχω γράφει κάποιους στίχους για σένα, στο αποκορύφωμα του Βουνού... Ημιτελείς, μια έκκληση σ' εσένα μέσα μου, σ'εμένα μέσα μου.

Ένα απόσπασμα:

Στη σκοποβολή — σκέτος Σκύθης,
στο χορό για τον Χριστό — ένα μαστίγιο.
Θάλασσα! Τολμώ σαν ουρανός μέσα σου να μπω.
Σε κάθε στίχο,
σα να 'ναι σφύριγμα κρυφό,
σταματώ.
Αφουγκράζομαι.
Σε κάθε αράδα — στάσου!
Σε κάθε τελεία κι ένας θησαυρός.
Μάτι! Σαν φως προς τη μεριά σου απλώνομαι,
διαλύομαι. Από τη θλίψη
σαν κιθάρα
νιώθω να κουρδίζομαι ξανά,
να μεταμορφώνομαι γι άλλη μια φορά...

Τι άλλο να σου γράφω, Μπαρίς; Η σελίδα τελειώνει, η μέρα άρχισε. Μόλις τώρα γύρισα από την αγορά. Σήμερα στο χωριό έχουν γιορτή' οι πρώτες σαρδέλες! Σαρδέλες όχι σε κιβώτια, αλλά πιασμένες σε δίχτυα.

Ξέρεις, Μπαρίς, αρχίζω να νιώθω μια έλξη για τη θάλασσα κι αυτό εξαιτίας μιας κακόβουλης περιέργειας' θέλω να πειστώ για τη δική μου αστάθεια.

Φιλώ το κεφάλι σου' μου φαίνεται ότι είναι τόσο μεγάλο εξαιτίας αυτών που έχει μέσα του' είναι σαν να φιλώ ένα ολόκληρο βουνό, ένα από τα Ουράλια...

Πρόσεξες ότι σου χαρίζω το είναι μου σε κομμάτια;

Παστερνάκ, Τσβετάγιεβα, Ρίλκε - η αλληλογραφία των τριών 

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

Φωνές...ξανά

Όποιος έχει δει να αδειάζουν όλα, σχεδόν γνωρίζει από τι γεμίζουν όλα.
Αν ακολουθείς ευθείες γραμμές συντομεύεις τις αποστάσεις και επίσης τη ζωή.
Ξέρω τι σου έχω δώσει... δεν ξέρω τι έχεις πάρει.
Τίποτα δεν είναι μόνο τίποτα. Είναι επίσης η φυλακή μας.
Τίποτα πλήρες δεν αναπνέει.
Όταν σπάω κάποια από τις αλυσίδες που με δένουν, αισθάνομαι ότι γίνομαι μικρότερος.
Έπεσα σαν φτερό για να μη σε πονέσω.
Αυτός που δεν γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα, μένει στο τέλος μόνος.
Αν δεν σηκώσεις τα μάτια σου, θα νομίζεις ότι είσαι στο ψηλότερο σημείο.
Θα πουν ότι είσαι σε λάθος δρόμο, αν είναι ο δικός σου.
Θα σε βοηθήσω να πλησιάσεις, αν πλησιάζεις, και να κρατηθείς μακριά, αν κρατιέσαι μακριά.
Συνειδητοποιούμε το κενό καθώς το γεμίζουμε.
Νομίζεις πως με σκοτώνεις. Νομίζω πως αυτοκτονείς…
Ζει κανείς με την ελπίδα ότι θα γίνει ανάμνηση.

Αντόνιο Πόρτσια, Φωνές

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Περιπλανώμενος αναγνώστης

Αν από το αρχαιοελληνικό ρήμα “διαβιβάζω” διαγράψετε σαν πλεονάζουσα τη μεσαία συλλαβή “βι”, θα πάρετε το νεοελληνικό ρήμα “διαβάζω” που σημαίνει, ακριβώς, διαβιβάζω, δηλαδή μεταφέρω απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Μ’ άλλα λόγια, το διάβασμα είναι μια πράξη μεταφοράς της γνώσης από εκείνον που την έχει στον άλλο που δεν την έχει και που θα επιθυμούσε να την αποχτήσει.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι εμείς οι αναγνώστες ανήκουμε στο… σώμα των Διαβιβάσεων, με μια διαφορά ωστόσο απ’ τους στρατιώτες διαβιβαστές: Η γνώση μας διαβιβάζεται από άλλους και η επικοινωνία σταματάει σε μας. Για να διαβιβάσουμε, με τη σειρά-μας, τη γνώση που αποκτήσαμε, μαζί με τις δικές-μας ενδεχομένως προσθήκες, πρέπει από αναγνώστες να γίνουμε συγγραφείς, καλλιτέχνες, ρήτορες, ή απλώς συζητητές.
Αυτό σημαίνει πως η διαδικασία του διαβάσματος που σταματάει στο διάβασμα χάνει το νόημά-της, δηλαδή δεν είναι πια διαβίβαση της γνώσης, αφού το μήνυμα ή η πληροφορία θα χαθεί μαζί με μας αν δεν φροντίσουμε να διαβιβαστεί εμπλουτισμένη σε άλλους.
Για να συμβεί ωστόσο κάτι τέτοιο, για να σταματήσει δηλαδή η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης απ’ τον ένα άνθρωπο στον άλλο, απ’ τη μια γενιά στην άλλη, απ’ τον ένα αιώνα στον άλλο, πρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο στον οποίο, ενώ όλοι γνωρίζουν ανάγνωση, κανείς δε γνωρίζει γραφή. Και το σπουδαιότερο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Αν και υπάρχουν άνθρωποι που ούτε να γράψουν ούτε να μιλήσουν είναι σε θέση, ωστόσο ο πολιτισμός-μας στηρίζεται στην τεράστια πλειοψηφία εκείνων που μπορούν είτε να μιλήσουν, είτε να γράψουν, είτε να τα κάνουν και τα δυο.
Μ’ άλλα λόγια, η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης, που είναι το διάβασμα νοούμενο με μια έννοια διαλεκτική, απ’ τη στιγμή που άρχισε κάποτε δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να διακοπεί, παρά μόνο με τον γενικό και ολικό αφανισμό του “χόμο παρλάριμπους”, πράγμα που δεν αναμένεται να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση ολικού αφανισμού του ανθρώπινου γένους ύστερα από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Για την διαιώνιση της γνωστικής λειτουργίας φροντίζουν οι πάντες ακόμα και οι… αστυνομικοί, δηλαδή άνθρωποι ενταγμένοι σ’ ένα σώμα εξ ορισμού ακατάλληλο για διαβιβαστικές λειτουργίες διαφορετικές απ’ αυτές που έχουν σχέση με τη διαβίβαση διαταγών. Απόδειξη για τη φροντίδα της αστυνομίας για τη διαιώνιση της γνώσης αποτελεί και το γνωστό ανέκδοτο που “εξηγεί” γιατί οι χωροφύλακες πάνε δυο δυο στα περιπολικά: Διότι, λέει, ο ένας γνωρίζει ανάγνωση και ο άλλος γράφη!! Μ’ αυτόν τον ανεκδοτολογικό συνδυασμό, που δεν απέχει πάρα πάρα πολύ από μια πραγματικότητα που καθορίζει η στάθμη παιδείας του “αστυνομικού οργάνου”, η αστυνομία έλυσε με τον τρόπο-της το πρόβλημα της μεταβίβασης της “αστυνομικής γνώσης”, και το αστυνομικό μοντέλο του “διδύμου” θα μπορούσε να ισχύει επίσης και για πνευματικά ανάπηρους, που ωστόσο δεν είναι αστυνομικοί.
Το διάβασμα λέγεται και “ανάγνωση”. Τούτη η αρχαιοελληνική και πάντα σε χρήση λέξη παραπέμπει σε μια οντολογική αντίληψη της γνώσης, ενώ η νεοελληνική λέξη “διάβασμα” παραπέμπει σε μια διαλεκτική αντίληψη της γνώσης. Πράγματι, “αναγιγνώσκω” ή “αναγινώσκω” σημαίνει στα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζω, γνωρίζω καλά και με σαφήνεια κάτι που προϋπάρχει από μένα τον αναγνώστη. Κι αυτό που προϋπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι η γνώση των άλλων, ή καλύτερα η αλήθεια καθεαυτή σα μια δυνατότητα που ενυπάρχει στη φύση. Στην ανάγνωση η γνώση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως στο διάβασμα αλλά μια επίμονη αναζήτηση αληθειών που υπάρχουν κάπου έτοιμες και που περιμένουν να τις “συλλέξουμε”, αν διαθέτουμε το μεγάλο χάρισμα να ερχόμαστε σε επαφή με το πνεύμα.
Εδώ η αλήθεια που ψάχνουμε με την ανάγνωση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία αλλά μια οντότητα που υπάρχει κάπου και μας περιμένει εκεί απαθής να την πιάσουμε με την απόχη του μυαλού μας, σα να ήταν πεταλούδα. Όμως, τέτοιες “ακίνητες” αλήθειες δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα μυαλά των θεολόγων. Η αλήθεια δεν είναι πράγμα, δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει βάρος, δεν έχει σχήμα. Ούτε, ακόμα, είναι οντότητα άυλη και πνευματική. Η αλήθεια είναι μια διαρκής αναζήτηση που δεν σταματάει ποτέ. Η, αλήθεια συνεπώς είναι πάντα σχετική, και ο βαθμός της εγκυρότητάς της εξαρτάται πάντα απ’ τη νόηση και την παιδεία εκείνου που την ψάχνει, καθώς κι απ’ το ιδεολογικό σύστημα στα πλαίσια του οποίου την ψάχνει.
Τόσο η ανάγνωση όσο και το διάβασμα προϋποθέτουν ένα έξυπνο και στοχαστικό υποκείμενο που είτε μετέχει στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης (διάβασμα) είτε ψάχνει για τα σταθερά ερείσματα του νου (ανάγνωση). Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. (Η βαθιά και πλήρης μεταφυσική προσέγγιση των προβλημάτων προϋποθέτει κι αυτή βαθιά και πλήρη νόηση. Το παραλήρημα και η έκσταση δεν βοηθούν τη μεταφυσική, βοηθούν μόνο την αποβλάκωση). Έτσι, το διάβασμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική, που δεν αποσκοπεί ούτε στη μεταβίβαση της γνώσης, που είναι το διάβασμα στη διαλεκτική-του έννοια, ούτε στην αποκάλυψη αληθειών, που είναι το διάβασμα (ανάγνωση) στην οντολογική του έννοια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν για τους παρακάτω λόγους:

1. Για να αποχτήσουν ένα χρήσιμο στον βιοπορισμό τους δίπλωμα, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις πετύχουν το σκοπό τους. Εδώ το διάβασμα είναι ένα “αναγκαίο κακό” που μπορεί να γίνει μαρτύριο για τον σπουδαστή που πασχίζει να πάρει ένα δίπλωμα κι όχι να μάθει κάτι από αγάπη για τη μάθηση και προσωπικό ενδιαφέρον για τη γνώση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο δάσκαλος, εντέλλεται να παίξει ρόλο χωροφύλακα της γνώσης, και γιαυτό συχνά αφήνει τη διδαχή και πιάνει την μαγκούρα. Πρόκειται για την τυπικά αστική αντίληψη περί γνώσεως, νοούμενης σαν “χρήσιμο εργαλείο” στην πιο χυδαία εκδοχή. Είναι χρήσιμη η γνώση γιατί μ’ αυτήν θα βγάλουμε λεφτά.
2. Για ν’ αποχτήσουν κοινωνικό κύρος, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις το αποχτήσουν ή το συνεχίζουν “με μέτρο”, ίσα ίσα για να τροφοδοτούν το κύρος τους και για να μη βρεθούν ξαφνικά “ντεμοντέ”. Είναι καταπληκτικό το τι ανοησίες διαβάζουν οι “παράγοντες”, των οποίων τα φρικαλέα αναγνωστικά γούστα τα επισημαίνουμε κάθε Χριστούγεννα σ’εκείνους τους άκρως αποκαλυπτικούς αναγνωστικούς απολογισμούς των εφημερίδων, που λες και γίνονται ίσα ίσα για να εκθέσουν τους αποπνευματοποιημένους “πνευματικούς” μας ανθρώπους.
3. Για να ξεκουράζονται απ’ τη “σοβαρή” τους δουλειά!!! Εδώ έχουμε τον πλήρη και ολικό εξευτελισμό της λειτουργίας της ανάγνωσης, που γίνεται πράξη τελείως περιστασιακή και περιθωριακή, ίσης αξίας και σημασίας με το κουμ-κάν ή με τη μεσημβρινή σιέστα. Οι βροχερές μέρες ευνοούν πολύ αυτόν τον τύπο ανάγνωσης, αλλά η ελληνική εκδοχή της αμάθειας πρέπει να αποδοθεί μάλλον στην ηλιοφάνεια της Ελλάδας: Είναι προτιμότερο να λιάζεσαι παρά να διαβάζεις κάτω από τεχνητό φως. Και το διάβασμα κάτω απ’ το φως του ήλιου στην πλάζ δεν είναι παρά ένα πάσα-τέμπο που σε συντροφεύει τις μακρές ώρες της ηλιοθεραπείας.
4. Για να υποβοηθούν τον κακό τους ύπνο. Έχουμε εδώ μια… ιατρική χρήση του βιβλίου, καθόλου αξιοκαταφρόνητη καθεαυτή: Είναι προτιμότερο, όταν έχεις αϋπνίες να “παίρνεις” μερικές σελίδες “Νόρας” παρά μερικά χαπάκια βάλιουμ. Βέβαια, σε μια τέτοια υπναγωγική κατάσταση, ούτε λόγος να γίνεται για ανάγνωση. Άλλωστε, τα καλά αναγνώσματα λειτουργούν σαν διεργετικό και όχι σαν υπνωτικό. Βιβλίο που είναι δυνατό να διαβαστεί στο κρεβάτι είναι ένα μη—βιβλίο, και ο αναγνώστης που διαβάζει στο κρεβάτι είναι, απλά, ένας νυσταγμένος άνθρωπος που θα ήταν προτιμότερο να μετράει προβατάκια, κατά την παλιά καλή συνταγή της γιαγιάς που φέρνει ύπνο βολικό, παρά σελίδες συμπεπυκνωμένης ανοησίας που, δυστυχώς, δεν ξεχνιούνται με τον ξύπνο:Πάντα κάτι μένει απ’ τα κρεβατικά αναγνώσματα κι αυτό μας κάνει να κοιμούμαστε κι όταν απ’ την οριζόντια βρεθούμε στην όρθια στάση. Πάντως δεν είναι και τόσο βλαβερό να διαβάζουμε στο κρεβάτι αναγνώσματα που γράφτηκαν γι’αυτόν ακριβώς το σκοπό: Να φέρνουν ύπνο.

Τα ίδια “φαρμακευτικά” αναγνώσματα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε και σαν βοηθητικά της εκκένωσης στην περίπτωση χρόνιας δυσκοιλιότητας. Μάλιστα, αν βρεθούμε στην εξοχή ή σε τουαλέτα χωριού πολύ ορεινού, το υπακτικό ανάγνωσμα εύκολα γίνεται χαρτί τουαλέτας, κυρίως όταν είναι τυπωμένο σε καλό χαρτί. Και τα λεγάμενα “λαϊκά περιοδικά” είναι κατά κανόνα τυπωμένα σε καλό και μαλακό χαρτί, που αν το είχαμε στην κατοχή θα λύναμε ευκολότερα τα πολύ δύσκολα τότε προβλήματα ατομικής υγιεινής. Έτσι, λοιπόν, με τούτη την τελευταία χρήση του “λαϊκού αναγνώσματος” ολοκληρώνεται ο κύκλος της λειτουργίας-του, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε τη γνώση στην κυριολεξία… χεσμένη!
Απομένει μια τελευταία κατηγορία αναγνωστών: Είναι αυτοί που διαβάζουν από μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, που θέλουν οπωσδήποτε να ικανοποιήσουν κάποιες ουσιαστικές περιέργειές τους και να βρουν απαντήσεις — που εκ των προτέρων ξέρουν πως δεν θα τις βρουν τελικά— σε μερικά πρωταρχικά κα βασανιστικά ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκαν τυχαία πεταγμένοι με μια γέννηση για την οποία δεν φέρουν καμιά ευθύνη. Μ’ άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γίνουν άνθρωποι, προτάσσοντας έτσι την ύπαρξη στην ανθρώπινη “ουσία” τους, όπως θα έλεγε ο Σάρτρ. Η γεμάτη αίμα και δυστυχία ανθρώπινη Ιστορία μαρτυράει πως δεν είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος. Πρέπει να γίνει άνθρωπος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της ανάγνωσης: Μας κάνει ανθρώπους ικανούς να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο απ’ το ζωώδες, το νοητικό απ’ το ενστικτώδες, το καλό απ’ το κακό, το όμορφο απ’ το άσχημο, το δίκαιο απ’ το άδικο.
Αν δεν γίνουμε ικανοί για τέτοιους διαχωρισμούς, που πρέπει να γίνονται αυτόματα ύστερα από μια κάποια ηλικία, θα έχουμε διαρκώς ανάγκη από ερμηνευτές των γραφών, που ως γνωστόν δεν τις ερμηνεύουν πάντα προς όφελος μας. Αν προηγηθεί η ανθρώπινη “ουσία” της ανθρώπινης ύπαρξης το μόνο που θα μπορούσε να μας σώσει πια είναι μια βαθιά, πλήρης και ειλικρινής πίστη στο Θεό, που όλα τα ξέρει κι όλα τα μπορεί για λογαριασμό ημών των ταπεινών, των αγνοούντων και των ανήμπορων.
Μπορούμε έτσι να δώσουμε αποφασιστική λύση στο φρικτό πρόβλημα της υπαρξιακής μας αγωνίας. Αλλά σε τι θα διαφέρει πια ο άνθρωπος απ’ το πρόβατο αν έπαυε να αγωνιά και να βιώνει την αγωνία του με πληρότητα, όπως ο Κίργκεργκορντ, για παράδειγμα, που όλο προσέγγιζε το Θεό κι όλο τούφευγε, ή όπως ο Καμύ που έζησε και πέθανε ηρωικά και πένθιμα, σαν τον Σίσυφο που τον λάτρεψε περίπου σα θεότητα;
Όταν μιλάμε για σωστούς αναγνώστες, λοιπόν, πρέπει να αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν τη γνώση σαν απολύτως αναγκαία για την ίδια-τους την ύπαρξη, όπως το οξυγόνο. Οι υπόλοιποι, απλώς γεννήθηκαν άνθρωποι που αρνούνται τον παραπέρα εξανθρωπιστισμό – τους μέσα απ’ τη γνώση. Δικαίωμά τους να εξομοιώνουν την κατάστασή τους μ’ αυτήν του προβάτου.

Β. Ραφαηλίδης  (αναδημοσίευση από antikleidi.com)

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Σάλιωσέ με και στείλε με

[...] Τα δάχτυλα που κατευθύνουν το ρεύμα της ζωής μέσα από τα πλήκτρα και τις ξένες γραμματοσειρές προστατεύουν το χτυποκάρδι και την εμπειρία της ζωής μέσα από την οθόνη του κομπιούτερ. Το χέρι που εξομολογείται με μελάνι δε σε αφήνει να γράψεις εύκολα ψέματα και υπερβολές. Το χέρι που πληκτρολογεί στη μηχανή όμως αποστασιοποιείται• βλέπει τη ζωή από μακριά - είσαι εσύ που γράφεις τα μισά και το μηχάνημα τα υπόλοιπα. Το αίμα δεν κυλάει από την καρδιά για να διοχετευθεί στο στιλό και να αποτυπωθεί στο χαρτί, αλλά ξεκινάει από τον εγκέφαλο, φιλτράρεται στο πλήκτρο και καταλήγει σαν φάντασμα μπροστά στην πλαστική οθόνη. Τα λόγια είναι εκεί και δεν μπορείς να τα αγγίξεις. Το γράμμα είναι εκεί και δεν μπορείς να το μυρίσεις. Ο φάκελος είναι ανύπαρκτος και δεν μπορείς να τον σαλιώσεις. Ούτε το γραμματόσημο, που παλιά το διάλεγες σαν καρφίτσα-αξεσουάρ για να στολίσεις το γράμμα. Πατάς το κουμπί, τα νέα φτάνουν αστραπή και η αναμονή, η προσμονή και η λαχτάρα μηδενίζονται. Όλοι είναι παρόντες κι όμως τόσο απόντες μπροστά στη λειψή, προχειροφτιαγμένη εμφάνιση τους• είναι σαν να δίνεις ραντεβού με τον κολλητό σου και να καταφτάνει μπροστά σου αυτόματα, σαν εξωγήινος - δε σε στήνει, δεν τον καρτερείς, δεν τον παρατηρείς να σε πλησιάζει, ανοίγεις τα μάτια και είναι παρών, αλλά του λείπει η ψυχή και η ξεγνοιασιά που σε έχει κάνει να τον αγαπήσεις. Είναι εκεί, η εικόνα του παρούσα και ο ίδιος είναι φευγάτος μακριά.
Γι' αυτό σου λέω. Κρατάω το μελάνι και το αίμα. Δε θέλω νέα στο πόδι, σταλμένα από το άγνωστο κενό. Θέλω δυο φράσεις καρδιάς που γράφτηκαν με το χέρι και διέσχισαν τα πέλαγα για να με βρουν. Δε βιάζομαι και δεν πεινώ. Στη γρήγορη εποχή μας αρκεί το fast food της κοιλιάς, ας κρατήσουμε απέξω το fast food του μυαλού. Σχεδίασε μου ένα αρνί, που λέει και ο Μικρός Πρίγκηπας, κι ας έχει τρία πόδια και δύο ουρές. Κάλλιο το μελάνι που κάνει λάθη όταν αγγίζει το χαρτί, παρά τα τέλεια πλήκτρα που σερβίρουν καλοστρωμένες φράσεις σε οθόνες που ζαλίζουν το μυαλό. Κι όταν κλείσεις το γράμμα, σάλιωσέ το γερά. Να ξέρω πως λιώνεις από εγκαρτέρηση μέχρι να με φτάσουν τα νέα.

Απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα του Α. Ρουσοχατζάκη, βιβλιο Σου γράφω ένα γράμμα

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

Συνδεδεμένος

Είναι τέτοια η απελπισία στο να κρύβεις τις λέξεις που θες να πεις
Που δεν είναι καλύτερο να αποτυγχάνεται η προσπάθεια
Απ’ το να μη γίνεται καθόλου;
Οι ώρες μετά τη φυγή σου πέφτουν πάνω μου βαριές
σύντομα θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να σέρνονται
πάνω σ’ ένα κρεβάτι απ’ τη δική σου έλλειψη
όπου οι μάχες αρπάζονται τυφλά
αναζωπυρώνοντας αναμνήσεις από αγάπες παλιές
αντικρίζοντας ματιές εκεί όπου κάποτε έβλεπα τα δικά σου μάτια
αλλά όλα είναι προτιμότερο να συμβαίνουν σύντομα παρά ποτέ
η ανάγκη μου, μαύρη και σκοτεινή πιτσιλάει τα πρόσωπά τους
και σου λέω ξανά πως εννέα μέρες  δεν είναι ποτέ αρκετές
γι’ αυτούς που αγαπάμε
ούτε εννέα μήνες
ούτε εννέα ζωές

Σάμιουελ Μπέκετ

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Πίσω από τις μάσκες

Είμαι αυτός που νομίζω;
Μα, νομίζω πως είμαι τόσα πράγματα!

Πολύ συχνά δεν με αναγνωρίζω· πράγμα σύνηθες σε όσους γνωρίζουν το εαυτό τους...
Παρίσταμαι μέσα μου σε διάφορες μεταμφιέσεις που με κρατούν εν ζωή.
Απ' όσα αλλάζουν, κατέχω μόνο ότι είναι πάντα όμοιο· απ' όσα γίνονται, μόνον ότι δεν είναι τίποτα.

Σκέπτομαι πολύ συχνά ότι δεν είναι οι σκέψεις πολυ βαθιές για δάκρυα,
αλλά τα δάκρυα πολυ βαθιά για σκέψεις.

Η ψυχή μου είναι μια μυστική ορχήστρα·
αγνοώ ποια όργανα κρόυω και ποια τρίζουν εντός μου.
Γνωρίζω τον εαυτό μου μόνο ως συμφωνία.

Η συνείδηση της ασημαντότητας μας
είναι το αποκορύφωμα της γνώσης μας για τη ζωή.

Αμφιβάλλω, άρα σκέπτομαι.

Είναι μικρή η ζωή, απέραντη η ψυχή:
Ό, τι κατέχεις, σε καθυστερεί.

Φερνάντο Πεσσόα, Πίσω από τις μάσκες

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Τα δυνατά και πονηρά μυαλά είναι εκείνα που επέφεραν τη μεγαλύτερη πρόοδο στην ανθρωπότητα.
Αυτά συνεχώς ξανάναβαν τα πάθη που κόντευαν να αποκοιμηθούν-γιατί έτσι συμβαίνει κάθε εξημερωμένη κοινωνία τα αποκοιμίζει-αυτά λοιπόν συνεχώς ξυπνούσαν το συγκριτικό και το αντιρρητικό πνεύμα, υποδαύλιζαν την αγάπη για το κανούργιο, το διακινδυνευμένο, το αδοκίμαστο.
Ανάγκαζαν τον άνθρωπο να φέρνει αντιρρήσεις, και να μη δέχεται τις γνώμες των άλλων, αλλά να λέει τις δικές του και να τις υπερασπίζεται μάλιστα.
Έδωσαν δύναμη στον άνθρωπο να αντιτάξει τα ιδανικά σ' άλλα ιδανικά.
Τις περισσότερες φορές με το όπλο στο χέρι, ανατρέποντας τα σύμβολα, βιάζοντας τις θρησκευτικές ευλάβειες, αλλά, και ιδρύοντας νέες θρησκείες, δημιουργώντας νέες ηθικές!
Αυτή η "κακία" που υποβιβάζει τον κατακτητή, παρ΄όλο που διατυπώνεται με λεπτότερο τρόπο και δεν βάζουν σε κίνηση αμέσως τον νου-και με αυτό, άλλωστε, τον υποβιβάζει λιγότερο!-.
Όπως και να είναι, το κάθε τι καινούργιο είναι το κακό, αφού αυτό είναι που επιζητά να κατακτήσει, να ανατρέψει τα ορόσημα, να ρίξει κάτω τις παλιές λατρείες. Καλό είναι μονάχα το παλιό!
Κάθε εποχή έχει τους καλούς ανθρώπους, τους ανθρώπους εκείνους που φυτεύουν βαθειά στην καρδιά τους τις παλιές ιδέες για να τις κάνουν να καρπίσουν, και είναι οι καλοί αυτοί άνθρωποι οι καλλιεργητές του πνεύματος. Αλλά κάθε χωράφι στο τέλος εξασθενεί, και πρέπει πάντα να ξανάρχεται το αλέτρι του κακού.
Σήμερα στην Αγγλία υπάρχει μια θεωρία της ηθικής, μια εσφαλμένη θεωρία που διδάσκει πως το "καλό" και το "κακό" εκφράζουν ένα σύνολο από εμπειρίες του "ευνοικού" και του "δυσμενούς", ακόμα διδάσκει πως ονομάζουμε "καλό" ό,τι διατηρεί το είδος και "κακό" ό,τι βλάπτει αυτό.
Στην πραγματικότητα όμως, τα κακά ένστικτα είναι ισάξια ωφέλιμα και ισάξια χρήσιμα για τη διατήρηση του είδους, ισάξια και απαραίτητα με τα καλά: η μόνη τους διαφορά βρίσκεται στη λειτουργία τους.

Φ. Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Κακογραφία

Μ’ ένα κομμάτι κάρβουνο
Με κιμωλία σπασμένη
Και το μολύβι μου το κόκκινο
Τ’ όνομά σου σχεδιάζω
Τ’ όνομά του στόματός σου
Των ποδιών σου το αποτύπωμα
Στον τοίχο του κανένα
Στην απαγορευμένη πόρτα
Να χαράξω το όνομα του σώματός σου
Έως ότου η λεπίδα του σουγιά μου
Να ματώσει
Μέχρι που κι η πέτρα να φωνάξει
Κι ο τοίχος να αναπνεύσει
Σαν το στήθος.

Οτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου κι άλλα ποιήματα

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Πωλ Ελυάρ

Αγάπη μου για ν’ αναπαραστήσω τους πόθους μου
Έπιασα κι έβαλα τα χείλη σου στον ουρανό που μίλαγες
Απαράλλαχτα έτσι σαν άστρο
Τα φιλιά σου μέσα στην ολοζώντανη νύχτα
Και τον ολκό των μπράτσων σου ολόγυρά μου
Σαν τη φλόγα εκείνη που σημαίνει άλωση
Τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
Φωτεινά και ατέρμονα.
Κι όταν δεν είσαι εκεί
Ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι και ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι.

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Να ονειρεύομαι

Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να ονειρεύομαι.
Αυτό ήταν, και μόνο αυτό, το νόημα της ζωής μου. Ποτέ δεν είχα άλλη πραγματική ενασχόληση πέρα από την εσωτερική μου ζωή. Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής μου σβήνουν όταν ανοίγοντας το παράθυρο μέσα μου μπορώ και τις ξεχνώ κοιτάζοντας την αδιάλειπτη κίνηση εντός μου. Ποτέ δεν θέλησα να είμαι τίποτα άλλο πέρα από ονειροπόλος.
Σε όποιον μου είπε να ζήσω δεν έδωσα ποτέ σημασία. Ανήκα ανέκαθεν σ' αυτό που δεν είναι όπου είμαι και σ' αυτό που ποτέ δεν μπόρεσα να είμαι. Ό,τι δεν είναι δικό μου, όσο ταπεινό και να είναι, είχε πάντα ποίηση για μένα. Ποτέ δεν αγάπησα άλλο από το τίποτα. Ποτέ δεν επιθύμησα άλλο από αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ.
Από τη ζωή τίποτα άλλο δεν ζήτησα πέρα από το να περάσει από μέσα μου χωρίς να την αισθανθώ. Από την αγάπη το μόνο που ζήτησα ήταν να μείνει για πάντα ένα όνειρο μακρινό. Από τα εσωτερικά μου τοπία, όλα τους μη πραγματικά, αυτό που με είλκυε ήταν το μακρινό, και τα τοξωτά γεφύρια που έσβηναν, σχεδόν στην απόσταση των τοπίων των ονείρων μου, είχαν μια γλυκύτητα ονείρου σε σχέση με άλλα μέρη του τόπου -μια γλυκύτητα που μ' έκανε να τ' αγαπώ.
Η μανία μου να δημιουργώ έναν κόσμο ψεύτικο με συνοδεύει ακόμα, και μόνο με τον θάνατό μου θα μ' εγκαταλείψει.

Φερνάντο Πεσσόα, απόσπασμα από Το βιβλίο της ανησυχίας

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Έσσε

Είναι αξιοπερίεργο το πόσο φευγαλέες
πόσο προσωρινές, πόσο απόλυτα εξαρτημένες
απ’ την τύχη, είναι οι πιο βαθιές,
οι πιο υπέροχες εμπειρίες της ψυχής.

Έρμαν Έσσε

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Είναι αργά, όλο και πιο αργά III

Από που αρχίζει η γεωγραφία μιας γυναίκας; Αρχίζει από τα μαλλιά, απάντησε στον εαυτό του. Το ξέρεις ότι η γεωγραφία μιας γυναίκας αρχίζει από τα μαλλιά; της ψιθύρισε στο αυτί. Εκείνη είχε ξαπλώσει γερμένη στο ένα της πλευρό και του γύριζε την πλάτη. Κι ύστερα συνεχίζει με το σβέρκο και τους ώμους, είπε εκείνος, μέχρι εκεί που τελειώνει η σπονδυλική στήλη, αυτός είναι η είσοδος στη γεωγραφία μιας γυναίκας, γιατί εκεί, μετά τον κόκκυγα υπάρχει ένας μικρός θρόμβος λίπους ή ένας μικρός μυς σαν στήθος κότας, κι εκεί αρχίζει η πιο μυστική περιοχή, πριν όμως έχω ανάγκη να σου χαϊδέψω τα μαλλιά κι ύστερα να σου ξύσω σιγά σιγά το σβέρκο, έχω την αίσθηση ότι χωρίς το κορμί σου τα χέρια μου έχασαν την αφή τους, έγιναν άσχημα, στεγνά, γεμάτα πανάδες.

απόσπασμα από το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, Είναι αργά, όλο και πιο αργά

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Είναι αργά, όλο και πιο αργά II

...Κι εσύ ήσουν μακριά, ακίνητη στην παραλία, πολύ μακριά για να μου έχεις ψιθυρίσει εκείνη τη φράση. Ακούω φωνές, σκέφτηκα, είναι μια ηχητική παραίσθηση. Και για μια στιγμή ένιωσα να παραλύω, παγωμένος ιδρώτας έτρεχε γύρω από το λαιμό μου, και το νερό μου φάνηκε σαν από τσιμέντο, σαν να με είχε ήδη φυλακίσει και τώρα έπρεπε να πνιγώ χτισμένος μέσα σ’ αυτό για πάντα, όπως μια απολιθωμένη λιβελούλη που εγκλωβίστηκε σε έναν όγκο χαλαζία...οπισθοχώρησα προς την ακτή όπου τουλάχιστον ήξερα πως ήσουν εσύ σαν σημείο αναφοράς, εκείνο το σίγουρο σημείο αναφοράς που μου δίνεις πάντα, ξαπλωμένη σε μια πετσέτα δίπλα στη δική μου.

απόσπασμα από το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, Είναι αργά, όλο και πιο αργά

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Είναι αργά, όλο και πιο αργά

Είναι γι’ αυτό που σου θυμίζω το ταξίδι που δεν κάναμε στη Σαμαρκάνδη, γιατί εκείνο το ταξίδι ήταν αληθινό και ήταν δικό μας και ήταν ολοκληρωμένο και το ζήσαμε. Και επομένως συνεχίζω το παιχνίδι μας. Όπως λέει εκείνος ο φιλόσοφος για τον οποίο σου έλεγα, η μνήμη μνημονεύει το βιωμένο, είναι ακριβής σωστή, αδίστακτη, αλλά δεν παράγει τίποτα το καινούργιο: αυτό είναι το όριό της. Η φαντασία, αντίθετα, δεν μπορεί να μνημονεύσει τίποτα, γιατί δεν μπορεί να θυμηθεί, κι είναι αυτό το όριό της: σε αντιστάθμισμα όπως παράγει το καινούργιο, ένα κάτι που πριν δεν υπήρχε, που δεν υπήρξε ποτέ. Γι’αυτό χρησιμοποιώ αυτές τις δύο ιδιότητες που μπορούν να αλληλοβοηθηθούν βουβά και έρχομαι να σου επαναφέρω στη μνήμη εκείνο το ταξίδι μας στη Σαμαρκάνδη που δεν τον κάναμε αλλά το φανταστήκαμε και στις πιο ακριβείς του λεπτομέρειες.

απόσπασμα από το βιβλίο του Αντόνιο Ταμπούκι, Είναι αργά, όλο και πιο αργά

Το ερωτικό φαινόμενο

Ο εραστής εξατομικεύει πρώτα πρώτα με την επιθυμία [désir] ή μάλλον με την επιθυμία του που δεν είναι η επιθυμία κανενός άλλου, γράφει ο Μαριόν σε έναν από τους έξι δοκιμιακούς στοχασμούς του πάνω στον έρωτα. Πράγματι, εκτός κι αν δεν υπακούει παρά σε φυσικές και φυσιολογικές αναγκαιότητες (οπότε θα επρόκειτο για μια απλή ανάγκη [besoin]), η επιθυμία δεν μπορεί να εκκαθολικευτεί για να εφαρμοστεί και σε μένα και στον οποιονδήποτε άλλο· τίποτε δεν μου ανήκει τόσο, όσο αυτό που επιθυμώ, γιατί αυτό μου λείπει· αλλά αυτό που μου λείπει με ορίζει μυχαίτερα από οτιδήποτε κατέχω, γιατί αυτό που κατέχω παραμένει εξωτερικό, ενώ αυτό που μου λείπει με κατοικεί· έτσι που μπορώ να ανταλλάξω αυτό που κατέχω, αλλά όχι την έλλειψη που κατέχει την καρδιά μου.
«Εραστές πλέον εμείς, διασταυρώνουμε τις αμοιβαίες και σεβαστές σάρκες μας», κάνει λογοπαίγνιο με τις λέξεις respectives – respectées και με μια σειρά συλλογισμών καταλήγει: Μπορώ λοιπόν νομίμως να συμπεράνω ότι χαίρομαι τον άλλον, αντί απλώς να τον χρησιμοποιώ. Ενώνομαι πράγματι με την σάρκα του για χάρη μου – για να την λάβει. Επομένως τον απολαμβάνω. Δεν απολαμβάνω την δική μου ηδονή αλλά την δική του· και αν παρ’ ελπίδα (πράγμα καθόλου υποχρεωτικό) φτάνω επίσης σε οργασμό, η ευχαρίστησή μου αναβλύζει απλώς από τη δική του, σαν επιστροφή της.

Ζαν Λυκ Μαριόν, απόσπασμα από, Το ερωτικό φαινόμενο

Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Το φεγγάρι αιμορραγεί

Η νύχτα πάντα πίσω απ΄τις σελίδες μου. Γι αυτό
Και λάμπουνε τόσο πολύ τα γράμματά μου.
Γιάννης Ρίτσος

Δάκρυσες- κι έβρεχε όλη μέρα….
Βύρων Λεοντάρης

Να σιωπάς. Να δραπετεύεις και να πληθύνεσαι στη μοναξιά σου
σε μια ερημιά φανταχτερή με στίλβοντα μαχαίρια.
Νίκος Καρούζος

Αγάπη. Να είσαι ο πρώτος. Που τελειώνει.
Ρενέ Σαρ

... Αὐτὸ τὸ δισκίο,
τὸ ἀκουμπισμένο στὸ μαῦρο ἀτμοσφαιρικὸ τραπέζι,
ποὺ τὸ περνᾷς κι ἐσύ, ὅπως κι οἱ ἄλλοι, γιὰ φεγγάρι,
ἄσ᾿ το, δὲν εἶναι φεγγάρι.
Εἶναι τὸ βραδινό μου χάπι
τὸ ψυχοτρόπο.
Κική Δημουλά

Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Ίταλο Καλβίνο

Κάθε πόλη που περιγράφεται είναι στην ουσία η ίδια πόλη κάτω από ένα άλλο πρίσμα. Είναι η χαρά μας ή η λύπη μας όπως την βλέπουμε στο χώρο, τα συναισθήματά μας που γιγαντώνονται καταλαμβάνοντας τις τρεις διαστάσεις. Η διάθεση μας αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Κι έτσι, τις ίδιες παραστάσεις μπορεί να τις βλέπουμε με άλλο τρόπο ή ακόμα να ανακαλύπτουμε νέες που ποτέ ως τώρα δεν είχαμε δει. Ο κόσμος μας δεν είναι ποτέ βαρετός...
…Aλλά και το πιο απροσδόκητο όνειρο είναι ένας οιωνός που κρύβει έναν πόθο ή το αντίθετό του ..ένα φόβο. Οι πόλεις, όπως και τα όνειρα,είναι καμωμένες από πόθους και φόβους, ακόμα κι αν το νήμα της συνδιαλλαγής τους είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι ,οι προοπτικές τους απατηλές, το κάθε τι σ’ αυτές, κρύβει κάτι άλλο….’
‘Oι πόλεις επίσης πιστεύουν πως είναι έργο του μυαλού ή της τύχης, αλλά ούτε το ένα, ούτε το άλλο φτάνουν για να κρατήσουν όρθια την τύχη τους. Αυτό που χαίρεσαι σε μια πόλη, δεν είναι τα εφτά ή
εβδομήντα εφτά θαύματά της, αλλά η απάντηση που δίνει σε ένα σου ερώτημα..’
θέλει αγάπη για να δεις αυτό που βρίσκεται πίσω απ’ το προσωρινά άσχημο, κι αν το άγνωστο δεν είναι οφθαλμοφανές, θέλει προσπάθεια πρώτα να το γνωρίσεις..
…δεν έχει νόημα να χωρίζεις τις πόλεις σε ευτυχισμένες και δυστυχισμένες … αλλά μάλλον σε δύο άλλες κατηγορίες : αυτές που συνεχίζουν μέσα από χρόνια να δίνουν τη μορφή τους στις επιθυμίες, κι εκείνες που οι επιθυμίες , ή καταφέρνουν να σβήσουν την πόλη , ή σβήνουν απ’ αυτήν…
Ειρήνη είναι το όνομα μιας πόλης ιδωμένης από μακριά, που όταν την πλησιάζεις αλλάζει.

αποσπάσματα

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Η θεωρία του Ντανυμπόϋ

Για να το τοποθετήσουμε απλά, η ανθρωπότητα πρόκειται να μπει στην ανθοφορική φάση της εξελικτικής της ανάπτυξης. Σε μυθολογικό επίπεδο, δηλαδή σε ψυχικο/συμβολικό επίπεδο (όχι λιγότερο πραγματικό από το φυσικό επίπεδο), αυτό το γεγονός σηματοδοτείται από το θάνατο του Πάνα.
Ο Παν, φυσικά αντιπροσωπεύει τη ζωώδη συνείδηση. Ο Παν ενσαρκώνει τη συνείδηση των θηλαστικών, μόλο που υπάρχουν και πτυχές ερπετοειδούς συνείδησης στην προσωπικότητά του. Η ερπετοειδής συνείδηση δεν εξαφανίστηκε όταν οι εγκέφαλοι μας εισήλθαν στη θηλαστική φάση. Η θηλαστική συνείδηση τοποθετήθηκε απλώς πάνω από την ερπετοειδή και σε πολλά αφώτιστα – αργόστροφα, υπανάπτυκτα – άτομα, το θηλαστικό επικάλυμμα ήταν λεπτό και πορώδες κι έτσι η ερπετοειδής ενέργεια εξακολουθούσε να το διαπερνάει.
Όταν οι αρχέγονοι και πολύ απόμακροι πρόγονοί μας σύρθηκαν έξω από τη θάλασσα, είχαν αναμφίβολα μυαλό ψαριού. Ήταν βέβαια ριψοκίνδυνοι και περίεργοι από τους συντρόφους τους που παρέμειναν στο νερό, αλλά πάντως ψαρόμυαλοι. Ωστόσο, κατά την μακριά βαλτώδη διαδρομή μας ως τον αρχικό πρωτεύοντα σχηματισμό, αναπτύξαμε ένα μυαλό ερπετού. Άλλωστε, σ’ αυτές τις δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, η ερπετοειδής ενέργεια ήταν αυτή που δέσποζε στον πλανήτη φτάνοντας στο αποκορύφωμά της με τους δεινοσαύρους.
Όπως τόνισε ο Μαρσέλ Λεφέβρ στο συνέδριο των αρωματοποιών , η ερπετοειδής συνείδηση είναι ψυχρή, επιθετική θυμώδης, άπληστη και παρανοϊκή.
Ο Πωλ Μακλήν , ήταν ο πρώτος νευροφυσιολόγους που κατέδειξε ότι εξακολουθούμε ακόμα και σήμερα να έχουμε έναν ερπετοειδή εγκέφαλο, άθικτο και ενεργό. Ο  ερπετοειδής εγκέφαλος δεν είναι κάποια αφηρημένη έννοια, είναι μια ανατομική πραγματικότητα. Έχει καλυφθεί, βέβαια από τον εγκεφαλικό φλοιό, αλλά υπάρχει, βαθιά μέσα στον προεγκέφαλο και αποτελείται από την παρεγκεφαλίδα, τον υποθάλαμο, και , ίσως, από μερικά άλλα όργανα του διεγκέφαλου. Όταν νιώθουμε μια τυφλή οργή, κρύο ιδρώτα η μια αυτάρεσκη απάθεια, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι εκείνη τη στιγμή ο ερπετοειδής εγκέφαλος κουμαντάρει την συνείδησή μας.
Καθώς η Περίοδος των Ερπετών πλησίαζε στο τέλος της, εμφανίστηκαν τα πρώτα εμφανίστηκαν τα πρώτα άνθη και θηλαστικά. Πιστεύεται πως τα λουλούδια εξαφάνισαν, στην ουσία, τα μεγάλα ερπετά. Ωστόσο, μπορεί και τα θηλαστικά να συνεισέφεραν για τον αφανισμό τους επειδή, για πολλά θηλαστικά, δεν υπήρχε καλύτερο πρωινό από κάνα δυο αυγά δεινοσαύρου.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, μέχρι τότε οι προγονοί μας είχαν αναπτύξει εγκεφάλους που διέθεταν τόσο θηλαστικά όσο και ανθώδη χαρακτηριστικά. Για δικούς της λόγους, η εξέλιξη επέτρεψε στη θηλαστική ενέργεια να κυριαρχήσει κι έτσι, ο πρόσφατα αναπτυγμένος ανθρώπινος μεσεγκέφαλος που κάλυψε τον παλιό διεγκέφαλο, μπορεί να επονομαστεί ως θηλαστικός εγκέφαλος.
Τα χαρακτηριστικά της θηλαστικής συνείδησης είναι η ζεστασιά, η γενναιοδωρία, η αφοσίωση, η αγάπη (ρομαντική, πλατωνική και οικογενειακή), η χαρά, η λύπη, το χιούμορ, η περηφάνια, ο συναγωνισμός, η διανοητική περιέργεια και η εκτίμηση της τέχνης και της μουσικής.
Στην όψιμη περίοδο των θηλαστικών, αναπτύχθηκε ένας τρίτος εγκέφαλος. Ήταν ο τηλεγκέφαλος, που το κύριο μέρος του ήταν ο εγκεφαλικός φλοιός, μια πυκνή μεμβράνη νευρικής δομής γύρω στα τέσσερα χιλιοστά πάχος που απλώθηκε πάνω από τον υπάρχοντα εγκέφαλο. Οι ερευνητές του εγκεφάλου έχουν σαστίσει μ αυτό τον εγκεφαλικό φλοιό. Ποια είναι η λειτουργία του ? και γιατί αναπτύχθηκε εδώ που τα λέμε?
Ο Λεφέβρ διατύπωσε την άποψη ότι ο εγκεφαλικός φλοιός είναι μια διευρυμένη μνημονική παρακαταθήκη – και σίγουρα ο φλοιός έχει αυτή την ικανότητα. Ο Ρόμπερτ Μπλαυ πιστεύει  ότι κατά κάποιο τρόπο συνδέεται με το φως. Αν ο ερπετοειδής εγκέφαλος ισοδυναμεί με την ψυχρότητα και ο θηλαστικός με την θερμότητα, τότε ο εγκεφαλικός φλοιός ισοδυναμεί με το φως. Η άποψη του Μπλάυ έχει κάποια βάσιμη λογική, επειδή ο τρίτος εγκέφαλος είναι ανθώδης εγκέφαλος, ακριβώς γιατί τα λουλούδια απορροφούν ενέργεια από το φως.
Ακόμα και πριν από τη μυστηριώδη εμφάνιση του εγκεφαλικού φλοιού, οι εγκέφαλοι μας είχαν έντονα ανθώδη χαρακτηριστικά. Η επιστήμη περιγράφει ολόκληρο τον εγκέφαλο σαν έναν βολβό. Οι νευρώνες που τον αποτελούν έχουν δενδρίτες, ρίζες, κλαδιά. Η παρεγκεφαλίδα αποτελείται από μια μεγάλη μάζα πυκνά συμπιεσμένων φυλλωμάτων. Δεν είναι μόνο οι νευρώνες που μοιάζουν πολύ με άνθη, αλλά κι ο ίδιος ο εγκέφαλος μοιάζει με κάποιο βοτανολογικό είδος. Έχει ένα μίσχο και – κατά την ανάπτυξη του εμβρύου – ένα μπουμπούκι που ξεδιπλώνεται όπως και τα πέταλα του ρόδου.
Στον καινούργιο εγκέφαλο – τον τηλεγκέφαλο – αυτή η ανθώδης ομοιότητα μεγαλώνει. Τα νευρικά του νημάτια υποδιαιρούνται συνεχώς όπως τα κλαδιά ενός δέντρου. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται εύστοχα διακλάδωση. Κατά τον πολλαπλασιασμό αυτών των νευροβλαστών, εκκρίνονται μικρές ποσότητες νευρομελανίνης σαν σπόροι. Αυτοί οι σπόροι της νευρομελανίνης είναι προφανώς τα κύρια οργανωτικά μόρια στον εγκέφαλο. Συνδέονται με τα γλυκοκύτταρα για να ρυθμίσουν στην νευροδότηση των νευρικών κυττάρων. Όταν σκεφτόμαστε, όταν μας έρχονται φαεινές και δημιουργικές ιδέες, τότε πραγματοποιείται μια κυριολεκτική άνθηση. Ένας εγκέφαλος που έχει ενοράσεις, είναι πολύ παρόμοιος, από φυσική άποψη, μ’ έναν ανθισμένο θάμνο γιασεμιού. Μόνο που είναι πιο μικρός και ταχύτερος, αυτό είναι όλο.
Επιπλέον, η νευρομελανίνη απορροφά φως και έχει την ικανότητα να μετατρέπει το φως σε άλλες μορφές ενέργειας. Έχει δίκιο ο Μπλάυ. Ο εγκεφαλικός φλοιός, τελικά είναι ευαίσθητος στο φως και μπορεί να φωτιστεί από ανώτερες μορφές διανοητικής δραστηριότητας, όπως ο διαλογισμός ή ο ψαλμός.Οι αρχαίοι δεν μιλούσαν μεταφορικά όταν χρησιμοποιούσαν τη λέξη «επιφώτηση».
Με την ανάπτυξη του εγκεφαλικού φλοιού, οι ανθώδεις ιδιότητες του εγκεφάλου, που για εκατομμύρια χρόνια περίμεναν τη σειρά τους, άρχισαν να κινούνται σταδιακά, με σκοπό την επικράτηση μιας ανθώδους συνείδησης – μιας συνείδησης λουλουδιού, ας πούμε.
Όταν η ζωή ήταν ακόμα μια διαρκής μάχη μεταξύ αρπακτικών, ένας από λεπτό σε λεπτό αγώνας για επιβίωση, η ερπετοειδής συνείδηση ήταν απαραίτητη. Όταν είχαμε να διασχίσουμε θάλασσες, να εξερευνήσουμε άγριες ηπείρους, να εποικίσουμε τραχιές περιοχές, να οργανώσουμε τη γεωργία και να βάλουμε τα θεμέλια του πολιτισμού, τότε η θηλαστική συνείδηση ήταν απαραίτητη. Από κοινωνική και οικογενειακή σκοπιά, εξακολουθεί να είναι απαραίτητη, αλλά δεν χρειάζεται πια να κυριαρχεί.
Τα φυσικά και σωματικά σύνορα έχουν κατακτηθεί. Η βιομηχανική επανάσταση έχει ολοκληρώσει τον ατσάλινο κύκλο της. Στην εποχή μας, εποχή της υψηλής τεχνολογίας, οι τραχιές και σκληρές εκδηλώσεις της θηλαστικής λογικής δεν είναι πια βοηθήματα αλλά εμπόδια. (Και τα κατάλοιπα της ερπετοειδούς λογικής, με την έμφασή της στις εδαφικές διεκδικήσεις και την υπεράσπιση τους – είναι επικίνδυνα σε βαθμό παραφροσύνης). Τώρα χρειαζόμαστε έναν λιγότερο επιθετικό και λιγότερο τραχύ ανθρώπινο ον. Χρειαζόμαστε ένα πιο εύκαμπτο είδος ατόμου, πιο χαλαρωμένο, πιο ήρεμο, ευγενικό και σκεπτόμενο, γιατί μόνο αυτό μπορεί να επιβιώσει, και να επιταχύνει αυτό το πολύ καινούργιο σύστημα που βρίσκεται μπροστά μας. Μόνο αυτό το είδος ατόμου μπορεί να συμμετάσχει στην επόμενη εξελικτική φάση. Το δίχως άλλο, αυτή η ανθώδης συνείδηση έχει πνευματικές αποχρώσεις.
Στις πιο έντονες πνευματικές εμπειρίες, το βασικό γνώρισμα είναι το σταμάτημα του χρόνου. Είναι η αίσθηση ότι βρίσκεσαι έξω από τον χρόνο, ότι είσαι αιώνιος – αυτή είναι η πηγή της έκστασης στο διαλογισμό, την ψαλμωδία, την ύπνωση και την εμπειρία των ψυχεδελικών φαρμάκων.Μια παρόμοια κατάσταση αχρονικότητας (αν και κάπως συντομότερη και λιγότερο διαυγής), μια κατάσταση άρνησης του εγώ (το εγώ υπάρχει στο χρόνο, όχι στο χώρο), πραγματοποιείτε με τον σεξουαλικό οργασμό, γι’ αυτό και ο οργασμός είναι ένα τόσο επιθυμητό αίσθημα. Ακόμα και οι μπεκρήδες, με τον άξεστο και ανεπαρκή τρόπο τους, ψάχνουν γι’ αυτόν τον άχρονο χρόνο. Ο αλκοολισμός είναι μια ατελής πνευματική επιθυμία.
Με χίλιους δυο τρόπους, έχουμε κυριαρχήσει την τέχνη του χώρου. Γνωρίζουμε αρκετά για τον χώρο. Αλλά οι γνώσεις μας για το χρόνο είναι αξιοθρήνητα λιγοστές. Φαίνεται ότι μόνο με τη “μυστικιστική” κατάσταση μπορούμε να κυριαρχήσουμε το χρόνο. Τα κλειδιά γι’ αυτή τη μυστικιστική κατάσταση είναι ο «οσφρητικό εγκέφαλος»- η μνημονική περιοχή του εγκεφάλου που ενεργοποιείται από τα οσφρητικά νεύρα – και ο “φωτεινός εγκέφαλος” – ο εγκεφαλικός φλοιός.
Με αμεσότητα και ένταση, η οσμή ενεργοποιεί τη μνήμη, επιτρέποντάς μας να ταξιδέψουμε ελεύθερα στον χρόνο. Οι πιο βαθιές μυστικιστικές καταστάσεις είναι εκείνες όπου η συνηθισμένη διανοητική δραστηριότητα φαίνεται να αιωρείται στο φως. Και, στη μυστικιστική επιφώτιση, όπως και στην ταχύτητα του φωτός, ο χρόνος πάει να υπάρχει.
Τα λουλούδια, μόλο που δεν βλέπουν, ούτε ακούν, ούτε διαθέτουν γεύση ή αφή, αντιδρούν στο φως με καθοριστικό τρόπο και ρυθμίζουν τη ζωή τους και το περιβάλλον τους με μια ενορχήστρωση αρωμάτων.
Με την ανάπτυξη της λουλουδικής συνείδησης, τα ανθρώπινα όντα θ’ αρχίσουν να χρησιμοποιούν πληρέστερα τον «φωτεινό τους εγκέφαλο» και να κάνουν πιο εξευγενισμένη και ντελικάτη χρήση του «οσφρητικού εγκεφάλου» τους. Αυτοί οι δύο συνδέονται θαυμάσια. Στην ουσία, αλληλεπικαλύπτονται σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενιαίοι και αδιαίρετοι.
Ζούμε σε μια τεχνολογία της πληροφορικής. Τα λουλούδια ζούσαν ανέκαθεν σε μια πληροφορική τεχνολογία. Τα λουλούδια συγκεντρώνουν διαρκώς πληροφορίες στο διάστημα της ημέρας. Τη νύχτα τις επεξεργάζονται. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται φωτοσύνθεση.
Καθώς ο εγκεφαλικός φλοιός θα χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο, θ’ αρχίσουμε να κι εμείς να κάνουμε ένα είδος φωτοσύνθεσης. Στην ουσία, κάτι τέτοιο το κάνουμε και τώρα, αλλά σε σύγκριση με τα λουλούδια, η δική μας φωτοσύνθεση είναι πρωτογενή και περιορισμένη. Κι ο λόγος είναι πως, οι πληροφορίες που συγκεντρώνουμε από τις εφημερίδες, τα σίριαλ, τις σαπουνόπερες, τα εμπορικά συνέδρια και τις καφετζούδες, είναι κατώτερες από τις πληροφορίες που παίρνουμε από το ηλιακό φως. (Εφ όσον όλη η ύλη είναι συμπυκνωμένο φως, το φως είναι η πηγή, η γενεσιουργός αιτία της ζωής. Συνεπώς, το φως είναι «θεϊκό». Τα λουλούδια έχουν μια απευθείας επικοινωνιακή σύνδεση με το Θεό , κάτι που για να το αποκτήσει ένας ευαγγελιστής θα κανε ακόμα και φόνο)
Ωστόσο, είτε επειδή τα πληροφοριακά στοιχεία μας είναι ανεπαρκή, είτε γιατί ο επεξεργαστικός πυρήνας μας δεν είναι άμεσα συνδεδεμένος με την επικοινωνιακή γραμμή, η νυχτερινή επεξεργασία είναι μια δουλειά έκτακτης απασχόλησης – παρτ -τάιμ. Οι πληροφορίες που προσλαμβάνει το συνειδητό τμήμα του μυαλού μας στις ώρες τις εγρήγορσης, επεξεργάζονται από το ασυνείδητο μας στην διάρκεια του ύπνου που ονομάζεται «βαθύς ύπνος». Κάθε νύχτα, πέφτουμε σε βαθύ ύπνο μόνο δύο ή τρεις ώρες το πολύ. Τις υπόλοιπες ώρες της νυχτερινής μας βάρδιας, το ασυνείδητο τμήμα του μυαλού μας είναι εκτός υπηρεσίας. Βαριέται. Ζητάει επίμονα αναψυχή. Έτσι, παίζει με ό, τι υλικό υπάρχει πρόχειρο. Κατά κάποιο τρόπο, παίζει με τον εαυτό του. Ρίχνει πασιέντζες με τις μνήμες, ανακατεύει εικόνες, επινοεί τρομακτικές ή γαργαλιστικές ιστορίες – ονειρεύεται. Πολλοί πιστεύουν ότι στη διάρκεια του ονείρου επεξεργαζόμαστε πληροφορίες. Εντελώς το αντίθετο συμβαίνει. Το όνειρο συμβαίνει όταν το μυαλό παίζει επειδή δεν υπάρχει επεξεργασία για να το κρατήσει απασχολημένο. Στο μέλλον , όταν θα είμαστε σε θέση να συγκεντρώνουμε πληροφοριακά στοιχεία ποιότητας κι όταν θα έχει επικρατήσει η λουλουδική μας συνείδηση , τότε πιθανότατα θα κοιμόμαστε περισσότερες ώρες και σπάνια θα ονειρευόμαστε.
Από παράδοση ο Παν εποπτεύει τα όνειρα, ειδικά τα ερωτικά όνειρα και τους εφιάλτες . Η φθίνουσα πρόοδος στα όνειρα θα είναι ακόμα απόδειξη ότι ο Παν έχει πεθάνει.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην πληροφορική αποτελεσματικότητα. Η επιστήμη έχει διαπιστώσει πρόσφατα ότι τα δέντρα επικοινωνούν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, ένα δέντρο που δέχεται επίθεση εντόμων θα μεταβιβάσει την πληροφορία σε ένα άλλο δέντρο που βρίσκεται δεκάδες μέτρα μακρύτερα έτσι ώστε το δεύτερο να ξεκινήσει μια διαδικασία κατασκευής κάποιου χημικού που θα απωθήσει αυτό το συγκεκριμένο είδος εντόμων. Έτσι, τα δέντρα αλληλοπροστατεύονται. Η πληροφορία, πιθανότατα, μεταβιβάζεται με τη μορφή αρώματος. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι τα φυτά είναι σε θέση να προσλαμβάνουν οσμές όσο και να εκπέμπουν. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι έχει αναπτυχθεί κάποιο είδος τηλεπάθειας ανάμεσα στα δέντρα. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα πως αυτό που ονομάζουμε πνευματική τηλεπάθεια, να πραγματοποιείται με την όσφρηση. Ίσως να μην διαβάζουμε τη σκέψη κάποιου άλλου, την οσφραινόμαστε.
Ξέρουμε ότι οι σχιζοφρενείς μπορούν να μυρίσουν τη δυσπιστία, τον ανταγωνισμό, την επιθυμία κλπ. Από τη μεριά των γιατρών, των επισκεπτών ή των συνασθενών τους , όσο καμουφλαρισμένες κι αν είναι αυτές οι διαθέσεις οπτικά ή προφορικά. Το ανθρώπινο οσφρητικό νεύρο μπορεί να είναι μικρό σε σύγκριση με του λαγού, είναι όμς ο μεγαλύτερος από τους ενδοκρανιακούς μας δέκτες. Ποιος μπορεί να ξέρει τι είδους «αόρατες» οσμές μπορεί να ανιχνεύσει?

Τομ Ρόμπινς, απόσπασμα από “Το άρωμα του ονείρου”

…Το παντζάρι είναι το πιο μελαγχολικό ζαρζαβατικό, το πιο πρόθυμο να υποφέρει. Δεν μπορείς να βγάλεις αίμα στίβοντας ένα γογγύλι… Το παντζάρι είναι ο φονιάς που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Το παντζάρι είναι ό,τι ακριβώς συμβαίνει στο κεράσι, όταν συνουσιάζεται μ’ ένα καρότο…

Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

Τόμας Μπέρνχαρντ

Τι καλά που είχαμε πάντοτε έναν ειρωνικό τρόπο θεώρησης, όσο σοβαρά κι αν ήταν πάντοτε όλα για μας

...περιφρονώ τους ανθρώπους που διαρκώς φωτογραφίζουν και όλην την ώρα περιδιαβαίνουν με τη φωτογραφική τους μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό. Διαρκώς αναζητούν ένα θέμα και φωτογραφίζουν τα πάντα ανεξαιρέτως, ακόμα και τα πιο ανόητα. Διαρκώς δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους παρά μόνο να ποζάρουν και πάντοτε όσο αποκρουστικότερα γίνεται, πράγμα που όμως οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν. Φυλακίζουν στις φωτογραφίες τους ένα διεστραμμένα παραμορφωμένο κόσμο, που δεν έχει τίποτε κοινό με τον πραγματικό εκτός απ' αυτήν την διεστραμμένη παραμόρφωση, για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι. Το φωτογραφίζειν είναι μια ποταπή μανία, που έχει αγκαλιάσει σιγά σιγά ολόκληρη την ανθρωπότητα, επειδή η ανθρωπότητα είναι όχι μόνο ερωτευμένη αλλά ξετρελαμένη με την παραμόρφωση και τη διαστροφή, και πράγματι, φωτογραφίζοντας, αντιλαμβάνεται με τον καιρό ως πραγματικό τον παραμορφωμένο και διεστραμμένο κόσμο. Οι φωτογραφίζοντες διαπράττουν ένα από τα ποταπότερα εγκλήματα που μπορούν να διαπραχθούν, αφού στις φωτογραφίες τους κάνουν τη φύση διεστραμμένη γκροτέσκα εικόνα. Οι άνθρωποι είναι στις φωτογραφίες τους γελοίες, διεστραμμένα αγνώριστες, ναι, ακρωτηριασμένες κούκλες, που τρομαγμένες κοιτάζουν απλανώς τον ποταπό φακό τους, αμβλύνοα, αντιπαθητικά. Το φωτογραφίζειν είναι ένα χαμερπές πάθος, που έχει αγκαλιάσει όλες τις ζώνες της γης και όλα τα στρώματα του πληθυσμού, μια αρρώστια, από την οποία πάσχει ολόκληρη η ανθρωπότητα και από την οποία δεν πρόκειται ποτέ πια να γιατρευτεί.

...ζούμε πάντοτε με την πλάνη ότι, όπως έχουμε εξελιχθεί εμείς, άσχετα προς τα πού, έχουν εξελιχθεί και οι άλλοι, μα αυτό είναι πλάνη, οι περισσότεροι έχουν μείνει στάσιμοι και δεν έχουν καθόλου εξελιχθεί, ούτε προς την μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση, δεν είναι ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, έχουν μόνο γίνει γέροι και, με τούτο, στον ύψιστο βαθμό αδιάφοροι. Πιστεύουμε ότι θα αιφνιδιαστούμε από την εξέλιξη ενός ανθρώπου που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε, μα, όταν τον ξαναβλέπουμε, αιφνιδιαζόμαστε μόνο από το ότι δεν έχει εξελιχθεί καθόλου, από το ότι είναι μόνο κατά είκοσι χρόνια πιο γέρος και αντί να έχει καλή μορφή, έχει τώρα χοντρή κοιλιά και μεγάλα κακόγουστα δαχτυλίδια στα χοντρά δάχτυλα, που μας φαίνονταν κάποτε πολύ όμορφα.

Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017

Περί τυφλότητας

Υπάρχει άραγε εξουσία , είπε ο πρώτος τυφλός. Δεν φαντάζομαι, αλλά και να υπάρχει, θα είναι μια εξουσία τυφλών που θέλουν να κυβερνούν τυφλούς, σαν να λέμε το τίποτα θέλει να οργανώσει το τίποτα.
Αναπνέουμε το ίδιο σκοτάδι κι όμως ο καθένας αλλιώς παραπατά, άλλα βήματα βρε αδερφέ και καλά κάνει, αλλά γιατί τόσο εξόφθαλμα να στερούμαστε προσανατολισμού.
Γιατί να έχουμε προσανατολισμό θα με ρωτήσετε και καλά θα κάνετε. Έτσι για αλλαγή, να πούμε ότι η βάρκα θα πάει παρακάτω, που σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι και κινούμαστε σε πορείες αντίθετες και πώς να κάνει δουλειά ο βαρκάρης κι αυτός τυφλός είναι ο έρμος.
Και δε μιλώ για πρωθυπουργό στο όνομα του βαρκάρη,γιατί ο βαρκάρης ξέρει τουλάχιστον ένα κουπί να το πιάνει, με αυτό βγάζει το ψωμί του, μ’αυτό και την κυρά του.
Ας ξεκουνάγαμε τη βάρκα , έστω δύο λεύγες παρακεί, να αλλάξουμε νερά και παραστάσεις, να κατουρήσουμε κι αλλού κι ας επιστρέψουμε μετά πίσω στο μόλο, ούτως ή άλλως το σκοινί μας βγήκε λίγο , βάρκα κι αυτή με περιλαίμιο σκύλου, σαν και αυτούς που οδηγούν κάποιους τυφλούς.
Σε μια χώρα – συγχωρέστε μου τη λέξη για άλλη μια φορά – όπου οι τυφλοί πολλαπλασιαζόντουσαν όσο δίνονταν συντάξεις αναπηρίας και κατόρθωναν  οι τυφλοί να ‘χουν δυο μάτια αετίσια κάθε που στέκονται ουρά να την τσεπώσουν, χάθηκε να τσοντάρουμε να πάρουμε και λίγο σκοινί παραπάνω για τη βάρκα;

Ζοζέ Σαραμαγκού, απόσπασμα από το βιβλίο "Περί Τυφλότητας"

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Πεσσόα

...Ό,τι και να ‘ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο˙ αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.
Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.

απόσπασμα από το βιβλίο της ανησυχίας

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

Βασίλης Ραφαηλίδης ξανά

Πάντα ονειρευόμουν για τον εαυτό μου, το ανύπαρκτο επάγγελμα του αναγνώστη.

Οι άνθρωποι που αγαπάνε τα βιβλία δεν έχουν πολλές ανάγκες και κυρίως δεν έχουν ηλίθιες ανάγκες.

Η ιστορία δεν γράφεται από ηθικολόγους, γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν αν χρειαστεί για τα συμφέροντα τους. Που, πάρα πολύ συχνά τα βαφτίζουν ιδανικά για να μην καταλαβαίνουμε περί ποιων ακριβώς συμφερόντων πρόκειται.

Λίγοι θα είχαν ενδοιασμούς για το λαθρεμπόριο, αν μπορούσαν να βρουν έναν εύκολο και ασφαλή τρόπο να το κάνουν.

Ο ρατσισμός, λοιπόν, είναι φασισμός. Και ο φασισμός είναι πρωτογονισμός, ακριβώς γιατί είναι ρατσισμός. Για ράτσες μιλούν σήμερα μόνο οι ζωολόγοι, οι κτηνίατροι και οι κρετίνοι. Κάθε "εθνικόφρων" λοιπόν κρύβει μέσα του ένα φασίστα.

Κάθε διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα σε φυλές είναι διαφορά ανάμεσα σε συμφέροντα και όχι σε αίματα.

Η εξουσία είναι κάτι το παρά φύση. Στη φύση δεν υπάρχει εξουσία, υπάρχει ηγεσία. Ηγέτης είναι αυτός που ηγείται, που προηγείται και δείχνει το δρόμο στους άλλους για να μη χαθούν. Το κριάρι δεν ασκεί εξουσία στο κοπάδι, απλώς ηγείται του κοπαδιού.

Ο τσοπάνος κάθεται και σκαλίζει τη γκλίτσα του, όχι για να την κάνει σταθερότερη, αλλά ομορφότερη. Τούτο το "περιττό" που προστίθεται στο αναγκαίο είναι η τέχνη. Όλοι, ακόμα και οι πρωτόγονοι θα 'θελαν τα πράγματα που χρησιμοποιούν, εκτός από χρήσιμα, να είναι κι όμορφα, "εύμορφα" στα αρχαία ελληνικά, δηλάδη που έχουν καλή μορφή.

Όλα πήγαν στραβά εξαρχής στο κράτος που ονομάστηκε Ελλάδα, το 1830 που εμφανίστηκε η νέα Ελλάδα, στον ίδιο τόπο που στην αρχαιότητα υπήρχε η αρχαία Ελλάδα, πράγμα που δημιούργησε μύριες παρανοήσεις όσον αφορά την καταγωγή των Νεοελλήνων, που βέβαια δεν είναι ανάγκη να έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα για να είναι Έλληνες. Ούτε είναι κανείς σώνει και καλά Έλληνας, γιατί έτυχε να γεννηθεί στην Ελλάδα. Η ζορισμένη γεωγραφία πολύ μικρό ρόλο παίζει στην εθνικότητα, και αυτό το γνώριζαν καλά οι Αρχαίοι Έλληνες, οι διάσπαροι σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.

Τον Σωκράτη τον σκότωσε η Δημοκρατία με δημοκρατικές διαδικασίες.

Είμαστε η χώρα των αξιοποιημένων αναξιοτήτων και των αναξιοποίητων αξιών.

Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

Τάδε έφη Βασίλης Ραφαηλίδης

Η λογική δεν έχει σχέση με την αισιοδοξία, ούτε με την απαισιοδοξία. Η λογική είναι από τη φύση της σκληρή και κυνική. Και παντελώς άσχετη με την Ηθική. Ποιος σας είπε πως ένας κλέφτης που ξέρει τη δουλειά του κάνει πράξεις παράλογες; Υπάρχει κάτι πιο λογικό από το να μη δουλεύεις κι ωστόσο να μπορείς να τρως;

Ο εθνικισμός είναι φαινόμενο τάξεως ψυχολογικής. Σε βοηθά να νιώθεις καλύτερα βρίσκοντας μια ίδια με αυτή των άλλων ταυτότητα. Που ωστόσο όλοι τη δανείζονται από την προγονική ιστορία. Η εθνική σου ταυτότητα δεν είναι η προσωπική σου ταυτότητα αλλά ένα δάνειο από τους προγόνους σου. Δεν κόπιασες να την φτιάξεις, την πήρες έτοιμη από τις σελίδες της ιστορίας. Συνήθως μια τέτοια ταυτότητα τη χρησιμοποιούν είτε άνθρωποι με ελλειμματική προσωπικότητα, είτε οι δημαγωγοί για να κάνουν τη δουλειά τους εξαπατώντας τους ανθρώπους με ελλειμματική προσωπικότητα.

Η πίστη κάπου, οπουδήποτε είναι ψυχολογική ανάγκη. Ακόμα κι εγώ πιστεύω κάπου: στο τυχαίο και άσκοπο της ύπαρξής μου σε έναν κόσμο που δεν τον διάλεξα για να ζήσω μέσα του. Τον διάλεξαν για μένα πριν από μένα οι γονείς μου, όχι γιατί είχαν καμιά πρόθεση να υπακούσουν στην εντολή αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, αλλά διότι δεν ήταν αρκετά γενναίοι για να μείνουν μόνοι τους σε αυτόν τον κόσμο.

Δεν λέγεται πόσα χρωστάει η ιστορία στους βλάκες. Σχεδόν τα πάντα – εκτός από τον πολιτισμό. Ποτέ κανείς βλαξ δεν τα κατάφερε να παράγει πολιτισμό. Φαντάζεστε βλάκα τον Αισχύλο; Θάνατο στο πεδίο της μάχης μπορεί να παραγάγει και ο έσχατος των κρετίνων. Δώσε όπλο στον ηλίθιο και τον έκανες Θεό της Φωτιάς.

Σκέτο super market είναι ο μουσουλμανικός παράδεισος, όχι σαν τον δικό μας, που έχει μόνο ψυχές καλής ποιότητας, που ούτε τρών, ούτε πίνουν, ούτε καπνίζουν, ούτε πηδούν. Προσωπικά, να μου λείπει ένας τόσο αποστειρωμένος παράδεισος. Εγώ θέλω τον μουσουλμανικό παράδεισο, αλλά χωρίς να γίνω μουσουλμάνος. Και μη μου πείτε πως ο μουσουλμανικός παράδεισος είναι ψεύτικος, εννοώντας πως ο δικός σας είναι αληθινός, γιατί στα προβλήματα της πίστης δεν υπάρχουν ούτε ψέματα, ούτε αλήθειες. Υπάρχουν μόνο οι ευσεβείς πόθοι των ευσεβών και παντοιοτρόπως πεινασμένων, που παντοειδή καρβέλια ονειρεύονται.

Βασίλης Ραφαηλίδης, αποσπάσματα από το βιβλίο "Οι Λαοί της Μέσης Ανατολής"

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Ένα νησί, δύο κόσμοι

Πώς έγινε δυνατό και η ιστορία δύο χωρών που μοιράζονται ένα νησί -της Δομινικανής Δημοκρατίας και της Αϊτής- εξελίχτηκαν τόσο διαφορετικά;

Η απάντηση εν μέρει οφείλεται σε περιβαλλοντικούς λόγους. Στη νήσο Ισπανιόλα βρέχει κυρίως στα ανατολικά, στη Δομινικανή Δημοκρατία, όπου ευνοούνται περισσότερο οι καλλιέργειες.

Τα υψηλότερα βουνά της Ισπανιόλα, ύψους άνω των 3,000 μέτρων, βρίσκονται επίσης στα ανατολικά και οι ποταμοί που πηγάζουν από τα βουνά αυτά αρδεύουν τη Δομινικανή Δημοκρατία.

Στον 'Αγιο Δομίνικο υπάρχουν πλατιές κοιλάδες, πεδιάδες και πολύ πιο εύφορο χώμα. Ειδικά η κοιλάδα Τσιμπάο στο βορρά είναι μια από τις πιο εύφορες του πλανήτη.

Περιβαλλοντικές διαφορές

Αντιθέτως η αϊτινή πλευρά υποφέρει από ξηρασία, καθώς τα ψηλά βουνά εμποδίζουν τις βροχές να περάσουν από την ανατολή στη δύση.

Σε σύγκριση με τη Δομινικανή Δημοκρατία, οι γαίες που προφέρονται για εντατική καλλιέργεια είναι πολύ μικρότερες στην Αϊτή, που είναι εν πολλοίς μια ορεινή ώρα, με ασβεστολιθικά πετρώματα και πολύ πιο άγονα και αδύναμα εδάφη που διαβρώνονται με ευκολία.

Κοινωνικές πολιτικές διαφορές

Σημειώστε το παράδοξο: αν και από περιβαλλοντική σκοπιά η αϊτινή πλευρά του νησιού ήταν πολύ λιγότερο προνομιούχα, ανάπτυξε μια πολύ πιο δραστήρια, εύπορη κι εντατική αγροτική οικονομία. Η εξήγηση για το παράδοξο αυτό βρίσκεται στην υπερεκμετάλλευση του περιβαλλοντικού της κεφαλαίου, δασικού και γεωλογικού.

Υπάρχει ένα σημαντικό μάθημα εδώ: πίσω από ένα παχυλό τραπεζικό λογαριασμό, μπορεί να κρύβεται μια αρνητική κεφαλαιακή ροή.

Αν και οι περιβαλλοντικές διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών της Ισπανιόλα εξηγεί εν μέρει την αποκλίνουσα οικονομική πορεία των δύο κρατών της, ένα άλλο σημαντικό μέρος της εξήγησης βρίσκεται στις κοινωνικές και πολιτικές τους διαφορές, που όπως φαίνεται έπληξαν την αϊτινή οικονομία πολύ περισσότερο από εκείνη του Αγίου Δομίνικου.

Από αυτή την άποψη, δεν υπήρχε τίποτα το μοιραίο στη διαφορά στην ανάπτυξη μεταξύ των δύο κρατών. Το χάσμα διευρύνθηκε χάρη στην επίδραση μιας σειράς παραγόντων, που όλοι έδρασαν προς την ίδια κατεύθυνση.

Ο ρόλος της Γαλλίας

Μία από τις κοινωνικές και πολιτικές αυτές διαφορές οφείλεται στην ατυχία πως η Αϊτή ήταν αποικία της Γαλλίας, και μάλιστα μια εποχή θεωρήθηκε ως η σημαντικότερη υπερπόντια αποικία της Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Η Δομινικανή Δημοκρατία αντιθέτως ήταν αποικία της Ισπανίας, που από το 16ο κιόλας αιώνα εγκατέλειψε την Ισπανιόλα στην τύχη της, καθώς βρισκόταν κι η ίδια σε οικονομική και πολιτική παρακμή.

Η Γαλλία εγκατέστησε στην Αϊτή μεγάλα αγροκτήματα βασισμένα στη εργασία σκλάβων, πράγμα που η Ισπανία ουδέποτε επιχείρησε να πράξει στη δική της πλευρά της Ισπανιόλα. Οι Γάλλοι εισήγαγαν στο νησί συντριπτικά περισσότερους σκλάβους από ότι οι Ισπανοί.

Ανθρωπολογικές διαφορές

Το αποτέλεσμα είναι πως κατά την αποικιακή περίοδο η Αϊτή είχε επταπλάσιο πληθυσμό, και συνεχίζει να διατηρεί ακόμα και σήμερα μια μικρή πληθυσμιακή υπεροχή σε σχέση με το γείτονά της (10 εκατομμύρια έναντι 9), αν και η έκτασή της είναι λίγο περισσότερο από το μισό της Δομινικανής Δημοκρατίας. Η Αϊτή λοιπόν, ακόμα και σήμερα, είναι δύο φορές πιο πυκνοκατοικημένη από τη Δομινικανή Δημοκρατία.

Ο συνδυασμός του υπερπληθυσμού και των μικρότερων βροχοπτώσεων ήταν η βασική αιτία για την αποψίλωση δασών και την υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών στην Αϊτή. Εξάλλου οι αμέτρητες νηοπομπές που μετέφεραν σκλάβους στην Αϊτή, επέστρεφαν στην Ευρώπη φορτωμένα με αϊτινή ξυλεία, με αποτέλεσμα τα δάση της Αϊτής στα χαμηλά και μεσαία υψόμετρα να έχουν εν πολλοίς ξυλευτεί εντελώς έως τα μέσα του 19ου αιώνα.

Μακροπρόθεσμη επένδυση

Ένας δεύτερος παράγοντας είναι πως η Δομινικανή Δημοκρατία, με τον ισπανόφωνο, ευρωπαϊκής ως επί το πλείστον καταγωγής, πληθυσμό της, ήταν ταυτόχρονα πιο συμβατή και ελκυστική στους Ευρωπαίους μετανάστες και επενδυτές, σε σχέση με την Αϊτή και τον ομιλούντα την κρεολική πληθυσμό, που αποτελείται συντριπτικά από μαύρους πρώην σκλάβους.

Ως εκ τούτου η εξ Ευρώπης μετανάστευση ήταν αμελητέα στην Αϊτή, όπου μάλιστα απαγορεύτηκε και συνταγματικά μετά το 1804, ενώ στον 'Αγιο Δομίνικο τελικά έπαιξε σημαντικό ρόλο.

Χρήση γης

Οι νέοι αυτοί μετανάστες στο Δομίνικο περιλάμβαναν πολλούς επιχειρηματίες και καταρτισμένους επαγγελματίες της μεσαίας τάξης, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της χώρας. Μάλιστα ο λαός της Δομινικανής Δημοκρατίας επέλεξε να ξαναγίνει ισπανική αποικία από το 1812 έως το 1821 και ο πρόεδρός της ζήτησε να μετατραπεί η χώρα του σε ισπανικό προτεκτοράτο από το 1861 ως το 1865.

Μία άλλη κοινωνική διαφορά ήταν πως λόγω της δουλοκτητικής ιστορίας της χώρας τους και της απελευθερωτικής τους επανάστασης, οι περισσότεροι Αϊτινοί κατείχαν τη γη τους και ήταν διατροφικά αυτάρκεις, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να μην δύναται να παρέμβει προκειμένου να αναπτυχθούν άλλες καλλιέργειες, που θα ήταν προσανατολισμένες στις εξαγωγές και τη συναλλαγή με τα κράτη της Ευρώπης. Η Δομινικανή Δημοκρατία αντιθέτως, ανάπτυξε εξαγωγική οικονομία και ανοίχτηκε στο διεθνές εμπόριο.

Αποψίλωση δασών

Όσο για την ελίτ της Αϊτής, αυτή ήταν πλήρως ταυτισμένη με τη Γαλλία, παρά με τον τόπο όπου διαβίωνε: δεν επιδίωξε τη διεύρυνση της γαιοκτησίας της ή την της ανάπτυξη αγροτικής οικονομίας, αλλά κυρίως την εξαγωγή του πλούτου που απομυζούσε από την εργασία των εργατών γης. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η αποψίλωση των δασών και η φτώχεια άρχισαν να γίνονται πολύ πιο ορατά στην Αϊτή σε σχέση με τη Δομινικανή Δημοκρατία.

Ενεργειακός πλούτος

Η Δομινικανή Δημοκρατία αντιθέτως διατήρησε εν πολλοίς το δασικό της πλούτο και άρχισε να επιδιώκει την εκβιομηχάνισή της, σύμφωνα με τα σχέδια που εκπονήθηκαν αρχικά επί Ραφαέλ και Έκτορα Τρουχίλο (Trujillo) και αργότερα βάλθηκαν να υλοποιήσουν ο πρόεδρος Μπαλαγουέρ (Balaguer) και οι διάδοχοί του. Έτσι π.χ. δημιουργήθηκαν μεγάλα υδροηλεκτρικά φράγματα. Ο Μπαλαγουέρ εκπόνησε ένα ευρύ σχέδιο ώστε να μην γλιτώσει το δασικό πλούτο της χώρας από την μετατροπή του σε πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας, προκρίνοντας την εισαγωγή μεθανίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου.

Στην Αϊτή όμως η φτώχεια εξανάγκασε τον πληθυσμό να παραμείνει ενεργειακά δέσμιος του καυσόξυλου, που το εύρισκε στα δάση της χώρας, πράγμα που επέτεινε την καταστροφή των υπολειμμάτων του δασικού πλούτου της χώρας.

*Ο Jared Diamond είναι καθηγητής γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος 'Αντζελες. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του «Κατάρρευση: πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να ευημερήσουν ή να αυτοκαταστραφούν».

G700.blogspot

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Η Φιλία και ο Έλεος

Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.
Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.
Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία… Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει…
Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.
Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ’ άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως – ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ’ αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική – θα επανέλθω επ’ αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.
Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους – πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.
Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο… επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.
Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.

Κορνήλιος Καστοριάδης
antikleidi.com

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Το Άλεφ

Στο κάτω μέρος της σκάλας, προς τα δεξιά, είδα μια μικρή, ιριδίζουσα σφαίρα, που ακτινοβολούσε σχεδόν ανυπόφορα. Στην αρχή, νόμισα ότι περιστρεφόταν, αργότερα κατάλαβα ότι η κίνηση αυτή ήταν μια οφθαλμαπάτη, η οποία οφειλόταν στις ιλλιγιώδεις παραστάσεις που ενέκλειε η σφαίρα. Η διάμετρος του Άλεφ θα πρέπει να ήταν δύο ή τρία εκατοστά, αλλά μέσα του ήταν ο σύμπας ο κοσμικός χώρος, χωρίς την παραμικρή σμίκρυνση.
Κάθε πράγμα (ας πούμε, το γυαλί του καθρέφτη) ήταν άπειρα πράγματα, γιατί το έβλεπα πεντακάθαρα απ' όλα τα σημεία του σύμπαντος. Είδα την πολυπληθή θάλασσα, είδα την αυγή και το δειλινό, είδα την κοσμοπλημμύρα της Αμερικής, είδα έναν ασημένιο ιστό αράχνης στο κέντρο μιας μαύρης πυραμίδας, είδα έναν κόκκινο λαβύρινθο (ήταν το Λονδίνο), είδα μάτια κοντινά, ατέλειωτα, που με κοίταζαν εξονυχιστικά "ως εν κατόπτρω", είδα όλα τα κάτοπτρα του πλανήτη και δεν καθρεφτιζόμουν σε κανένα, είδα σε μια αυλή της οδού Σολέρ τα ίδια πλακάκια που είχα δει πριν τριάντα χρόνια στο χολ ενός σπιτιού στο Φράι Μπέντος, είδα τσαμπιά και χιόνι και καπνό, είδα φλέβες μεταλλείων και υδρατμούς, είδα ανάκυρτες ερήμους του Ισημερινού και κάθε κόκκο από την άμμο τους, είδα στο Ίνβερνες μια γυναίκα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, είδα την ατίθαση κόμη, είδα το αγέρωχο κορμί, είδα έναν καρκίνο στο στήθος, είδα ένα κύκλο ξεραμένο χώμα σ'ένα πεζοδρόμιο, εκεί οπού ήταν κάποτε ένα δέντρο, είδα μια έπαυλη στο Αδρογκέ, ένα αντίτυπο της πρώτης αγγλικής μετάφρασης του Πλίνιου, εκείνης δηλαδή του Φίλιμον Χόλαντμ, είδα με μιας το κάθε γράμμα τής κάθε σελίδας (όταν ήμουν μικρός, απορούσα που τα γράμματα ενός κλειστού βιβλίου δε χάνονταν τη νύχτα και δεν ανακατεύονταν μεταξύ τους), είδα ταυτόχρονα τη νύχτα και την μέρα, είδα ένα ηλιοβασίλεμα στο Κερέταρο που έμοιαζε ν΄αντανακλά το χρώμα ενός ρόδου στην Βεγγάλη, είδα την κρεβατοκάμαρα μου άδεια, είδα σ'ένα εργαστήριο του Άλκμααρ μια υδρόγειο ανάμεσα σε δυο καθρέφτες που την πολλαπλασίαζαν επ'άπειρον, είδα άλογα που ανέμιζαν οι χαίτες τους, σε μια όχθη της Κασπίας, ξημερώνοντας, είδα τον λεπτό σκελετό ενός χεριού, είδα τους επιζώντες μιας μάχης να στέλνουν καρτ-ποστάλ, είδα σε μια βιτρίνα του Μιρζαπούρ μια ισπανική τράπουλα, είδα κάτι φτέρες να ρίχνουν την λοξή τους σκιά στο πάτωμα ενός θερμοκηπίου, είδα τίγρεις, έμβολα, βίσονες, πλημμύρες και στρατιές, είδα όλα τα μυρμήγκια που υπάρχουν στην γη, είδα έναν περσικό αστρολάβο, είδα σ' ένα συρτάρι του γραφείου (τρέμω και που το γράφω) κάτι επιστολές χυδαίες, απίστευτα λεπτομερείς, που είχε στείλει η Μπεατρίς στον Κάρλος Αρχεντίνο, είδα ένα λατρεμένο μνημείο στο Τσακαρίτα, είδα το αποκρουστικό λείψανο αυτού που τόσο ηδονικά υπήρξε κάποτε η Μπεατρίς Βιτέρμπο, είδα την κυκλοφορία του σκοτεινού μου αίματος, είδα το πλέγμα του έρωτα και τη μεταμόρφωση του θανάτου, είδα το Άλεφ απ'όλα τα πρίσματα, είδα την Γη μέσα στο Άλεφ και, ξανά μέσα στην Γη το Άλεφ, και μέσα στο Άλεφ τη Γη, είδα το πρόσωπο μου και τα σωθικά μου, είδα το πρόσωπο σου και ζαλίστηκα και έκλαψα, γιατί τα μάτια μου είχαν δει αυτό το μυστικό και επαγωγικό πράγμα που οι άνθρωποι έχουν καπηλευθεί, τ'όνομα του, μα που κανένας από αυτούς δεν το 'χει δει ποτέ: το ασύλληπτο σύμπαν.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες - απόσπασμα από "Το Άλεφ"

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Εμείς οι πρόσφυγες

Δεν είναι εδώ η κατάλληλη θέση για μια επισκόπηση της ιστορίας των διάφορων διεθνών επιτροπών μέσω των οποίων τα κράτη, η Κοινωνία των Εθνών και, πιο πρόσφατα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων, από το Γραφείο Νάνσεν για τους Ρώσους και τους Αρμένιους πρόσφυγες (1921) μέχρι την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες από τη Γερμανία (1936), τη Διακυβερνητική Επιτροπή για τους Πρόσφυγες (1938) και το Διεθνή Οργανισμό Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών (1946), μέχρι την τωρινή Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες (1951), της οποίας η δραστηριότητα, σύμφωνα με το καταστατικό της, έχει μόνο «ανθρωπιστικό και κοινωνικό», όχι πολιτικό, χαρακτήρα. Το βασικό σημείο είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αποτελούν πλέον μεμονωμένες περιπτώσεις, αλλά μαζικό φαινόμενο (όπως συνέβη το μεσοπόλεμο, και όπως συμβαίνει πάλι τώρα), τόσο αυτές οι οργανώσεις όσο και τα μεμονωμένα κράτη, παρά τις επίσημες επικλήσεις των αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, έχουν αποδειχθεί απολύτως ανίκανα όχι μόνο να επιλύσουν το πρόβλημα αλλά έστω και να το αντιμετωπίσουν στοιχειωδώς. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το σύνολο του ζητήματος μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
Οι λόγοι αυτής της ανικανότητας δεν έγκεινται απλώς στον εγωισμό και την τύφλωση των γραφειοκρατικών μηχανισμών, αλλά στην αμφισημία των ίδιων των βασικών εννοιών που ρυθμίζουν την εγγραφή του ιθαγενούς στοιχείου (δηλαδή της ζωής) στην έννομη τάξη του έθνους-κράτους. Η Χάνα Άρεντ τιτλοφόρησε το ένατο κεφάλαιο του βιβλίου της Οι ρίζες του ολοκληρωτισμού, που είναι αφιερωμένο στο πρόβλημα των προσφύγων, «Η παρακμή του έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Τη διατύπωση αυτή –που συνδέει αναπόσπαστα τη μοίρα των δικαιωμάτων του ανθρώπου με εκείνη του νεωτερικού εθνικού κράτους, έτσι ώστε το τέλος του τελευταίου να συνεπάγεται απαραίτητα την έκπτωση των πρώτων– πρέπει να την πάρουμε σοβαρά. Το παράδοξο εδώ είναι ότι ακριβώς η φιγούρα που θα έπρεπε κατ’ εξοχήν να ενσαρκώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου, ο πρόσφυγας, συνιστά αντίθετα τη ριζική κρίση αυτής της έννοιας. «Η έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου», γράφει η Άρεντ, «βασισμένη στην υποτιθέμενη ύπαρξη κάποιου ανθρώπινου όντος καθαυτό, κατέρρευσε σε κομμάτια μόλις εκείνοι που την διακήρυσσαν βρέθηκαν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ανθρώπους που είχαν πραγματικά χάσει κάθε άλλη συγκεκριμένη ιδιότητα και δεσμό εκτός από το απλό γεγονός ότι ήταν άνθρωποι». Στο σύστημα του έθνους-κράτους, τα λεγόμενα ιερά και αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου αποδεικνύονται τελείως απροστάτευτα, ακριβώς τη στιγμή που δεν είναι πλέον δυνατό να χαρακτηριστούν ως δικαιώματα των πολιτών κάποιου κράτους. Αν το καλοσκεφτούμε, αυτό το υπονοεί ήδη η αμφισημία του ίδιου του τίτλου της Διακήρυξης του 1789, Déclaration des droits de l’homme et du citoyen, στον οποίο είναι ασαφές εάν οι δύο όροι ονομάζουν δύο διακριτές πραγματικότητες, ή εάν αντιθέτως αποτελούν σχήμα «εν διά δυοίν», όπου ο πρώτος όρος στην πραγματικότητα περιέχεται πάντα στον δεύτερο.
Το ότι δεν υπάρχει κανένας αυτόνομος χώρος μέσα στην πολιτική τάξη του έθνους-κράτους για κάτι σαν τον καθαρό άνθρωπο καθαυτόν είναι εμφανές τουλάχιστον από το γεγονός ότι, ακόμη και στην καλύτερη των περιπτώσεων, η θέση του πρόσφυγα θεωρείται πάντα μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο καθεστώς «ανθρώπου καθαυτόν» είναι αδιανόητο για το δίκαιο του έθνους-κράτους.

του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Ο Μαρξ στο Σόχο

Φώτα σπιτιών στο βάθος. Ένα φως στο κέντρο της σκηνής φωτίζει ένα χώρο άδειο, εκτός από ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. O Μαρξ μπαίνει φορώντας μαύρη ρεντιγκότα και μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Έχει γένια, είναι κοντός. γεμάτος, με μαύρο μουστάκι και μαλλιά που γκριζάρουν. Φορά γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και κρατά σακίδιο. Κοντοστέκεται, περπατά μέχρι την άκρη της σκηνής, κοιτά το ακροατήριο. Δείχνει ικανοποιημένος, λίγον έκπληκτος.

-Δόξα τω Θεό, κοινό!

Βγάζει τις προμήθειες από τo σακίδιο: μερικά βιβλία, εφημερίδες, ένα μπουκάλι μπίρα, ένα ποτήρι. Κάνει στροφή και περπατά προς το κέντρο της σκηνής.

-Ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν ακούσατε όλους αυτούς τους ηλίθιους που λέγαν ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Ε, δηλαδή, είμαι... και δεν είμαι. Είναι θέμα διαλεκτικής.

Δεν έχει πρόβλημα να διακωμωδεί τον εαυτό του και τις ιδέες του. Ίσως έγινε πιο ήπιος με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά κει που λες ότι ο Μαρξ μαλάκωσε, έρχονται ξεσπάσματα θυμού.

-Ίσως αναρωτιέστε πώς έφτασα εδώ...

Χαμογελά πονηρά.

-...πήρα τη συγκοινωνία.

Η προφορά του είναι ελαφρά βρετανική, απροσδιόριστα ευρωπαϊκή, χωρίς καμιάν έντονη απόχρωση, σίγουρα όμως όχι αμερικάνικη.

-Εγώ δεν ήθελα να βρεθώ εδώ... Εγώ ζήτησα να γυρίσω στο Σόχο του Λονδίνου. Εκεί που έζησα. Αλλά... ένα μπλέξιμο της γραφειοκρατίας και βρέθηκα εδώ, στο Σόχο της Νέας Υόρκης...

Αναστενάζει.

-Βέβαια, πάντα ήθελα να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη.

Ρίχνει μπίρα στο ποτήρι, πίνει μια γουλιά, το αφήνει στο τραπέζι. Η διάθεση του αλλάζει.

-Αναρωτιέστε γιατί επέστρεψα;

Δείχνει κάπως θυμωμένος.

-Μα για ν' αποκαταστήσω την υπόληψη μου.

Σωπαίνει.

-Διάβαζα τις εφημερίδες σας...

Παίρνει στα χέρια του μια εφημερίδα.

-Όλες διακηρύσσουν ότι οι ιδέες μου έχουνε πεθάνει! Τα γνωστά. Αυτοί οι παλιάτσοι τo λένε πάνω από εκατό χρόνια τώρα, αλλά δεν αναρωτιέστε τί μανία είναι αυτή να με ανακηρύσσουν νεκρό ξανά και ξανά; Κι εγώ είπα, ως εδώ. Ζήτησα να επιστρέψω, έστω για λίγο. Βλέπετε, υπάρχουνε κανόνες εκεί πάνω. Είπαμε: γραφειοκρατία. Επιτρέπεται να διαβάζεις, ακόμα και να βλέπεις τους ανθρώπους, αλλά όχι να ταξιδεύεις. Φυσικά, διαμαρτυρήθηκα. Και είχα αρκετή συμπαράσταση. Ο Σωκράτης, π.χ., τους είπε: «Ζωή χωρίς ταξίδια δεν αξίζει να τη ζεις. Ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας. Η Mother Jones απείλησε ότι θα κάνει πικετοφορία. Ο Μαρκ Τουέιν με υπερασπίστηκε, με το δικό του παράξενο τρόπο. Ο Βούδας έψαλε: Ωμμμμμ! Οι υπόλοιποι σιώπησαν. Θεέ μου, πεθαμένοι άνθρωποι, τί είχαν να φοβηθούν; Ακόμα κι εκεί πάνω, ταραξία με θεωρούν. Ευτυχώς, όμως, η διαμαρτυρία έπιασε τόπο!

«Εντάξει, πήγαινε», είπαν, «έχεις μιαν ώρα στη διάθεση σου να εκθέσεις τις απόψεις σου. Και πρόσεχε: όχι φασαρίες!» Πιστεύουνε πράγματι στη λευτεριά του λόγου, αλλά μέχρις ενός σημείου...

Χασκογελά.

-Είναι, βλέπετε, νεοφιλελεύθεροι. Λοιπόν, μπορείτε να διαδώσετε τα νέα: Ο Μαρξ γύρισε! Για λίγο. Αλλά πρώτα να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Δεν είμαι μαρξιστής.

Γελά.

-Το είπα κάποτε στον Πίπερ και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.

Πίνει μια γουλιά μπίρα.

-Πρέπει να σας μιλήσω για τον Πίπερ. Ζούσαμε στο Λονδίνο, η Τζένη, εγώ και τα παιδιά. Είχαμε δυο σκύλους, τρεις γάτες και δυο πουλιά. Ίσα που τα φέρναμε βόλτα. Είχαμε διαμέρισμα στον οδό Ντιν, εκεί που καταλήγουν οι υπόνομοι της πόλης. Βρεθήκαμε στο Λονδίνο γιατί με είχαν διώξει από τη Ρηνανία, -μάλιστα κύριε, από τον τόπο που γεννήθηκα. Είχα κάνει πολύ επικίνδυνα πράματα. Ήμουνα συντάκτης της εφημερίδας Die Rheinische Zeitung. Διόλου επαναστατικό έντυπο. Αλλά, τελικά, δεν υπάρχει πιο επαναστατική πράξη από το να λες την αλήθεια.

Εκείνο τον καιρό στη Ρηνανία, η αστυνομία συνελάμβανε φτωχούς ανθρώπους με τη κατηγορία ότι μαζεύαν καυσόξυλα από τις ιδιοκτησίες των πλουσίων. Έγραψα ένα άρθρο για να διαμαρτυρηθώ. Προσπάθησαν να λογοκρίνουν την εφημερίδα. Στο επόμενο άρθρο έγραψα ότι δεν υπάρχει ελευθερία του τύπου στη Γερμανία. Αποφάσισαν να με δικαιώσουν: Έκλεισαν την εφημερίδα. Τότε, λοιπόν, γίναμε ριζοσπαστικοί -έτσι δεν γίνεται συνήθως; Το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε με ένα πηχυαίο τίτλο με κόκκινο μελάνι: «Επανάσταση!» Αυτό ενόχλησε τις αρχές και με έδιωξαν από τη Ρηνανία. Έτσι πήγα στο Παρίσι. Εκεί δε παν οι εξόριστοι; Πού αλλού μπορείς να περάσεις όλη τη νύχτα σε ένα καφέ διηγούμενος πόσο επαναστάτης ήσουνα στην πατρίδα σου; Ναι, ένας εξόριστος που σέβεται τον εαυτό του, πάει στο Παρίσι. Το Παρίσι ήταν για μας μήνας του μέλιτος. Η Τζένη βρήκε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο Καρτιέ Λατέν. Ονειρεμένοι μήνες. Αλλά η γερμανική αστυνομία είχε ενημερώσει την αστυνομία του Παρισιού. Φαίνεται πως η αστυνομία αναπτύσσει διεθνιστική συνείδηση γρηγορότερα από τους προλεταρίους. Έτσι, με διώξανε κι από το Παρίσι. Πήγαμε στο Βέλγιο. Μας έδιωξαν κι από κει και πήγαμε στο Λονδίνο που φτάνουν πρόσφυγες απ' ολάκερο κόσμο. Οι Άγγλοι έχουν αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα. Και πόσο περηφανεύονται γι' αυτή...

Βήχει, κάτι που θα κάνει αρκετές φορές. Κουνά το κεφάλι.

-Οι γιατροί είπαν ότι ο βήχας θα περάσει σε λίγες εβδομάδες. Αυτό το είπανε το 1858! Σας έλεγα όμως για τον Πίπερ. Εκείνη την εποχή στο Λονδίνο, περνούσαν από το σπίτι μας όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Πίπερ ήταν ένας απ' αυτούς. Στριφογύριζε γύρω μου σα σφήκα. Ήταν ένας κόλακας, ένας γλείφτης. Στεκόταν απέναντί μου, στα δεκαπέντε εκατοστά, για να μη μπορώ να ξεφύγω κι απήγγελλε αποσπάσματα από τα κείμενα μου. Του έλεγα: «Πίπερ, σε παρακαλώ, σταμάτα να μου λες τι έχω γράψει!» Είχε το θράσος να λέει, νομίζοντας ότι θα χαιρόμουν, που θα μετέφραζε "Το Κεφάλαιο" στα αγγλικά. Χα! Ο άνθρωπος δε μπορούσε ν' αρθρώσει μια πρόταση στα αγγλικά χωρίς να κατακρεουργήσει τη γλώσσα. Τα αγγλικά είναι όμορφη γλώσσα. Είναι η γλώσσα του Σέξπιρ. Αν ο Σέξπιρ άκουγε τον Πίπερ να λέει μια μόνο φράση στα αγγλικά, θ' αυτοκτονούσε. Αλλά η Τζένη τον λυπόταν κι αρκετά συχνά τον προσκαλούσε στα οικογενειακά μας δείπνα. Ένα βράδυ, ο Πίπερ μας ανακοίνωσε τη σύσταση της Μαρξιστικής Εταιρείας του Λονδίνου.

«Μαρξιστική Εταιρεία;» έκανα. «Τί είναι αυτό;» «Συναντιόμαστε», λέει, «μια φορά τη βδομάδα και συζητάμε ένα από τα κείμενα σου. Το διαβάζουμε φωναχτά και το μελετούμε πρόταση προς πρόταση. Γι' αυτό αυτοαποκαλούμαστε μαρξιστές -πιστεύουμε μ' όλη μας τη καρδιά σε όλα όσα έχεις γράψει».
«Μ' όλη σας την καρδιά, σε όλα όσα έχω γράψει;»
«Ναι! Και θα ήταν τιμή μας, Χερ Ντόκτορ Μαρξ» -έτσι με φώναζε- «αν ερχόσουν να μιλήσεις στην επόμενη συνάντηση της Μαρξιστικής Εταιρείας».
«Δε μπορώ να το κάνω αυτό».
«Γιατί;» ρώτησε.
«Γιατί εγώ δεν είμαι μαρξιστής».

Γελά με τη καρδιά του.

-Δεν με ενοχλούσαν τα κακά αγγλικά του. Ούτε τα δικά μου ήταν άψογα. Ήταν ο τρόπος που σκεφτόταν. Μ' έκανε να ντρέπομαι, ήτανε δορυφόρος σε τροχιά γύρω από τα λόγια μου, που τα αναμετέδιδε στον κόσμο, αφού πρώτα τα διαστρέβλωνε. Και μετά υπερασπιζόταν τις διαστρεβλώσεις αυτές με φανατισμό, καταγγέλλοντας όποιον έδινε διαφορετική ερμηνεία. Μια φορά είπα στη Τζένη: «Ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ απ' όλα»;
«Ότι δε θα γίνει ποτέ η επανάσταση του προλεταριάτου;» είπε κείνη.
«Όχι!» της λέω. «Φοβάμαι ότι η επανάσταση θα γίνει, αλλά θα πέσει σε χέρια ατόμων σα τον Πίπερ -κόλακες όταν δεν έχουν εξουσία και φανφαρόνοι όταν την αποκτήσουν. Δογματιστές! Θα μιλούν για λογαριασμό του προλεταριάτου και θα ερμηνεύουν τις ιδέες μου στον κόσμο καταπώς τους βολεύει. Θα στήσουν ένα νέο ιερατείο, μια νέα ιεραρχία, με αφορισμούς και μαύρες λίστες, ιερά εξέταση κι εκτελεστικά αποσπάσματα. Όλα αυτά θα γίνουνε στο όνομα του κομμουνισμού, στέλνοντας εκατό χρόνια πίσω τον κομμουνισμό της ελευθερίας. Θα λερώσουν το όμορφο όνειρο μας και για να καθαρίσει θα χρειαστεί να γίνει δεύτερη επανάσταση, ίσως και τρίτη. Αυτό φοβάμαι».

-Όχι δεν επρόκειτο να αφήσω τον Πίπερ να μεταφράσει το Κεφάλαιο. Αντιπροσώπευε δεκαπέντε χρόνια δουλειάς, σε συνθήκες όπως αυτές στο Σόχο. Κάθε πρωί περνούσα ανάμεσα σε ζητιάνους που κοιμόντουσαν δίπλα στα βρομόνερα για να φτάσω στο Βρετανικό Μουσείο με τη καταπληκτική βιβλιοθήκη του, όπου εργαζόμουν μέχρι να πέσει ο ήλιος. Διάβαζα, διάβαζα... Υπάρχει άραγε κάτι πιο βαρετό από το να διαβάζεις πολιτική οικονομία;

Σκέφτεται.

-Ε, ναι! Να γράφεις Πολιτική Οικονομία. Όταν έπεφτε το σκοτάδι και γυρνούσα στο σπίτι, στους δρόμους άκουγα τους υπαίθριους μικροπωλητές να διαλαλούνε τη πραμάτεια τους και τους βετεράνους του Κριμαϊκού πολέμου, μερικοί τυφλοί, άλλοι χωρίς πόδια, να ζητάν μια πέννα μες στη πνιγηρή ατμόσφαιρα... Ναι, αυτή η οσμή της μιζέριας στο Λονδίνο. Οι κριτικοί μου θα λέγανε, σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσουν όσα γράφω στο Κεφάλαιο, αυτό που λένε πάντα για ριζοσπαστικούς συγγραφείς:
«Α, θα πρέπει να έχει πολύ άσχημα προσωπικά βιώματα», Ε, ναι, αν το θέλετε έτσι, πράγματι, κείνη η διαδρομή για το σπίτι μου στο Σόχο κάθε βράδυ έτρεφε το θυμό που πέρασε στο Κεφάλαιο. Σας ακούω να λέτε: «Ε, καλά τώρα, έτσι ήταν τότε, πριν από έναν αιώνα».
-Τότε; Σήμερα το πρωί, για να φτάσω ως εδώ, διέσχισα τους γεμάτους σκουπίδια δρόμους της πόλης σας, αναπνέοντας τη βρωμιά, περνώντας δίπλα από άντρες και γυναίκες που κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, για να αντέξουν το κρύο. Αντί για τον ήχο μιας μπαλάντας, στα αφτιά μου έφτανε μια φωνή:

«I'm hungry sir...»

Θυμωμένος τώρα.

-Κι αυτό σεις το λέτε πρόοδο; Επειδή έχετε αυτοκίνητα κι αεροπλάνα και χιλιάδες προϊόντα για να μυρίζετε καλύτερα; Κι οι άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο;

Παίρνει μια εφημερίδα και τη ξεφυλλίζει.

-Επίσημη έκθεση: Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν Των ΗΠΑ τον περασμένο χρόνο ήταν επτά τρισεκατομμύρια δολάρια. Εντυπωσιακότατο! Αλλά για πείτε μου, σε ποια χέρια βρίσκονται αυτά τα τρισεκατομμύρια;

Διαβάζει ξανά από την εφημερίδα.

-Λιγότερο από πεντακόσιοι άνθρωποι ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία αξίας δυο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα βέβαια μιλάμε γι' ανώτερους ανθρώπους που δουλεύουνε σκληρά; Που είναι πιο χρήσιμοι για τη κοινωνία από τη γυναίκα που μεγαλώνει τρία παιδιά μες στο χειμώνα χωρίς λεφτά για να πληρώσει τη στέγη και τη θέρμανση; Εγώ δεν έλεγα, πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, πως ο καπιταλισμός θα αύξανε τρομακτικά τον πλούτο της κοινωνίας, αλλά πως αυτός ο πλούτος θα συγκεντρωνόταν ολοένα και σε λιγότερα χέρια;

Διαβάζει από την εφημερίδα:

«Κολοσσιαία συγχώνευση της Chemical Bank με τη Chase Manhattan Bank. Χάνονται δώδεκα χιλιάδες θέσεις εργασίας... 'Άνοδος των μετοχών». Κι ύστερα λεν ότι οι ιδέες μου έχουν πεθάνει! Έχετε διαβάσει Το Ερημωμένο Χωριό, ποίημα του Oliver Goldsmith;

Απαγγέλλει:

Σύννεφα συμφοράς τον τόπο κείνο τριγυρίζουν
όπου ο πλούτος συναθροίζεται και άνθρωποι σαπίζουν.

-Ναι, σαπίζουν! Σήμερα, όταν περπάτησα στους δρόμους της πόλης σας, βρέθηκα ανάμεσα σε άντρες με εμφανή πλούτο, γυναίκες με γούνες και κοσμήματα. Ξαφνικά άκουσα σειρήνες. Μήπως κάπου κει κοντά είχε ασκηθεί βία; Μήπως είχε διαπραχθεί κάποιο αδίκημα; Μήπως κάποιος προσπαθούσε να αρπάξει παράνομα ένα κομμάτι του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, από κείνους που το έχανε κλέψει νόμιμα;

Φώτα αναβοσβήνουν απειλητικά. Ο Μαρξ κοιτά ψηλά κι εκμυστηρεύεται στο ακροατήριο:

-Αυτό δεν άρεσε στην επιτροπή.

Ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει. καθώς αναπολεί.

-Σε κείνο το μικρό διαμέρισμα στο Σόχο, η Τζένη έφτιαχνε ζεστή σούπα κι έβραζε πατάτες. Είχαμε φρέσκο ψωμί από τo φίλο μας το φούρναρη στη γωνία. Καθόμασταν στο τραπέζι, τρώγαμε και μιλούσαμε για τα γεγονότα της ημέρας. Τον αγώνα των Ιρλανδών για τη λευτεριά, τον τελευταίο πόλεμο, την ηλιθιότητα των ηγετών της χώρας, την αντιπολίτευση που περιοριζόταν σε ψελλίσματα, τη δειλία του τύπου... Βέβαια τα πράματα είναι διαφορετικά σήμερα, ε; Μετά το δείπνο, μαζεύαμε τα πιάτα κι εγώ εργαζόμουν. Με τα πούρα μου κι ένα ποτήρι μπίρα. Ναι, εργαζόμουν μέχρι τις τρεις-τέσσερις το πρωί. Τα βιβλία μου μία στοίβα στη μία πλευρά, οι κοινοβουλευτικές εκθέσεις στην άλλη κι η Τζένη στην απέναντι άκρη του τραπεζιού να αντιγράφει τα γραπτά μου -ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν ακατάληπτος κι εκείνη αντέγραφε κάθε λέξη που έγραφα - ηρωική πράξη! Κατά καιρούς ξέσπαγε κρίση. Όχι, δεν αναφέρομαι σε παγκόσμια κρίση. Χανότανε κάποιο από τα βιβλία μου. Μια μέρα δε μπορούσα να βρω τον Ricardo. Ρώτησα τη Τζένη:
«Πού είναι ο Ricardo μου;»
«Εννοείς τις "Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας"»; Το 'χε δώσει ενεχυροδανειστήριο, νομίζοντας ότι δεν το χρειαζόμουν πια. Φούντωσα.
-«Τον Ricardo μου!» της λέω, «έβαλες ενέχυρο τον Ricardo μου!»
-«Μη φωνάζεις», είπε κείνη. «Τη περασμένη βδομάδα δε βάλαμε ενέχυρο το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει η μητέρα μου;»
-Έτσι ήταν.

Αναστενάζει.

-Τα πηγαίναμε όλα στο ενεχυροδανειστήριο. Ιδιαίτερα τα δώρα από την οικογένεια της Τζένης. Όταν τελείωσαν αυτά τα δώρα, αρχίσαμε να βάζουμε ενέχυρο τα ρούχα μας. Ένα χειμώνα -τους ξέρετε τους λονδρέζικους χειμώνες- πέρασα χωρίς παλτό. Όταν δημοσιεύτηκε το Κεφάλαιο είπαμε να το γιορτάσουμε, αλλά πρώτα χρειάστηκε να μας δώσει χρήματα ο Ένγκελς για να πάρουμε από το ενεχυροδανειστήριο τα λινά τραπεζομάντιλα και το σερβίτσιο για το δείπνο. Ο Ένγκελς... Όταν μας έκοβαν το νερό και το γκάζι και το σπίτι βυθιζόταν στο κρύο και το σκοτάδι κι έπεφτε το ηθικό μας, ο Ένγκελς πλήρωνε τους λογαριασμούς. Ο Ένγκελς... ένας άγιος άνθρωπος. Δε βρίσκω άλλη λέξη. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια στο Μάντσεστερ. Ναι...

Χαμογελά.

-... μας έσωζε ο καπιταλισμός! Δεν ήτανε πάντα σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες μας. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε στον μπακάλη κι αυτός μας έστελνε ακριβά κρασιά. Κάποια Χριστούγεννα, που δεν είχαμε λεφτά ν' αγοράσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Ένγκελς κατέφθασε με έξι μπουκάλια σαμπάνια. Έτσι, φανταστήκαμε ότι είχαμε στη μέση ένα δέντρο, κάναμε κύκλο γύρω του, ήπιαμε σαμπάνια και τραγουδήσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια.

Ο Μαρξ τραγουδά. Σιγομουρμουρίζει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι:

«Ω, έλατο...»
-Βέβαια, ήξερα τι σκέφτονταν οι επαναστάτες φίλοι μου: Ο Μαρξ, ο άθεος, θέλει χριστουγεννιάτικο δέντρο! Ναι, περιέγραψα τη θρησκεία ως το όπιο του λαού, αλλά κανείς δε μπήκε στον κόπο να διαβάσει ολόκληρη τη παράγραφο. Ακούστε.

Παίρνει ένα βιβλίο και διαβάζει:

«Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή σε απάνθρωπες συνθήκες, είναι το όπιο του λαού».
-Είναι αλήθεια, το όπιο δεν είναι λύση, αλλά ίσως μερικές φορές είναι απαραίτητο για ν' απαλύνει τον πόνο.

Κουνά το κεφάλι.

-Θυμάμαι συνέχεια τη Τζένη. Σταματά και τρίβει τα μάτια του. Πως μάζεψε τα υπάρχοντα μας και πέρασε τη Μάγχη με τα δυο κορίτσια μας, τη Τζένισεν και τη Λώρα, για να τα φέρει στο Λονδίνο. Κι έφερε στη ζωή άλλα τρία παιδιά στο άθλιο παγωμένο διαμέρισμά μας στην Ντιν Στριτ. Θήλαζε τα μωρά και προσπαθούσε να τα ζεσταίνει. Και τα είδε να πεθαίνουν. Το ένα μετά το άλλο... Ο Γκίντο δεν είχε ακόμα μάθει να περπατά. Κι η Φραντσέσκα ήταν ενός χρόνου... Χρειάστηκε να δανειστώ τρεις λίρες για να πληρώσω το φέρετρο της... Όσο για τον Μους, αυτός έζησε οχτώ χρόνια, αλλά κάτι δε πήγαινε καλά από την αρχή. Είχε ένα υπέροχο μεγάλο κεφάλι, αλλά το υπόλοιπο σώμα του δεν μεγάλωσε ποτέ. Τη νύχτα που πέθανε κοιμηθήκαμε όλοι στο πάτωμα, ξαπλωμένοι γύρω του, μέχρι που μας βρήκε το πρωί. Όταν γεννήθηκε η Ελεονόρα, φοβηθήκαμε. Αλλά αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Ήτανε καλό που είχε δυο μεγαλύτερες αδελφές. Κι αυτές μόλις που την είχανε γλυτώσει. Η πρώτη, η Τζένισεν, γεννήθηκε στο Παρίσι. Το Παρίσι είναι υπέροχο μέρος για ερωτευμένους, αλλά όχι για παιδιά. Η Λώρα ήταν η δεύτερη, αυτή γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Κανένας δεν θα έπρεπε να γεννιέται στις Βρυξέλλες. Στο Λονδίνο δεν είχαμε καθόλου λεφτά, αλλά κάθε Κυριακή κάναμε πικ-νικ. Περπατούσαμε μιάμιση ώρα για να πάμε στην εξοχή, η Tζένη, εγώ, τα παιδιά κι η Λένχεν -θα σας μιλήσω αργότερα γι' αυτήν... Η Λένχεν, λοιπόν, έφτιαχνε ψητό μοσχάρι. Και πίναμε τσάι, τρώγαμε ψωμί με φρούτα, τυρί, πίναμε μπίρα. Η Ελεονόρα ήταν η πιο μικρή αλλά έπινε μπίρα.

-Δεν είχαμε λεφτά, αλλά τα παιδιά χρειάζονταν διακοπές. Μια φορά, λοιπόν, πήρα τα λεφτά που είχαμε για το νοίκι και τις έστειλα στη Γαλλία, στην ακτή του Ατλαντικού. Μια άλλη φορά, με τα χρήματα που έπρεπε να πάρουμε φαΐ, αγόρασα ένα πιάνο, γιατί τα κορίτσια λάτρευαν τη μουσική. Κανονικά, πατέρας δε πρέπει να ξεχωρίζει κάποιο από τα παιδιά του. Αλλά η Ελεονόρα! Έλεγα στη Τζένη:
«Η Ελεονόρα είναι παράξενο παιδί». Κι η Τζένη απαντούσε:
«Δηλαδή τί περίμενες; Τα παιδιά του Καρλ Μαρξ να βγούνε συνηθισμένα»;
-Η Ελεονόρα ήταν η μικρότερη, η πιο έξυπνη. Φανταστείτε έναν επαναστάτη σε ηλικία οχτώ ετών. Τόσο ήταν η Ελεονόρα το 1863. Η Πολωνία είχε ξεσηκωθεί κατά της ρωσικής κυριαρχίας κι η Ελεονόρα έγραψε γράμμα στον Ένγκελς για «κείνους τους γενναίους στην Πολωνία», όπως τους αποκαλούσε. Όταν ήταν εννιά χρονών, έστειλε γράμμα στην Αμερική, στον πρόεδρο Λίνκολν, λέγοντας του τί να κάνει για να κερδίσει τον πόλεμο κατά των Νοτίων!
-Επίσης, κάπνιζε. Και έπινε κρασί. Αλλά, παρολαυτά, ήτανε παιδί, έντυνε τις κούκλες της... σιγοπίνοντας ένα ποτήρι κρασί! Όταν ήτανε δέκα χρονών, παίζαμε σκάκι και δυσκολευόμουνα να τη κερδίσω. Στα δεκαπέντε της, ξαφνικά έγινε έξαλλη με το «νόμο για την Ημέρα του Κυρίου», τη Κυριακή δηλαδή, που απαγόρευε κάθε δραστηριότητα. Έτσι, άρχισε να οργανώνει «Κυριακάτικες βραδιές για το λαό» στο Σεντ Μάρτινς Χολ, με μουσικούς που παίζανε Χέντελ, Μότσαρτ, Μπετόβεν. Η αίθουσα γέμιζε ασφυκτικά. Δυο χιλιάδες άνθρωποι. Η συγκέντρωση ήτανε παράνομη αλλά δεν έγινε καμία σύλληψη. Να ένα μάθημα: Αν είναι να παραβείς το νόμο, κάνε το μαζί με δυο χιλιάδες ανθρώπους... Και με Μότσαρτ.

-Συνήθιζα να διαβάζω σε κείνη και στις αδελφές της, Σαίξπηρ, Αισχύλο και Δάντη, και της άρεσε πολύ. Το δωμάτιο της ήταν μουσείο του Σαίξπηρ. Μάθαινε απ' έξω κομμάτια από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα κι επέμενε να της διαβάζω, ξανά και ξανά, το κομμάτι που ο Ρωμαίος συναντά πρώτη φορά την Ιουλιέτα:

Γελά με τραύματα, όποιος δε πληγώθηκε ποτέ...
Τα μάτια της στον ουρανό θα πλημμυρούσαν
το διάστημα το αέρινο με τόση λάμψη
που θα λαλούσαν τα πουλιά, σα να ξημέρωνε.

-Δεν ήταν εύκολο να ζεις με την Ελεονόρα. Α, όχι! ξέρετε πόσον ενοχλητικό είναι να έχεις παιδί που βρίσκει ατέλειες στους συλλογισμούς σου; Διαφωνούσε μαζί μου ακόμα και για πράγματα που έγραφα. Να, για παράδειγμα, το δοκίμιό μου με τίτλο Το Εβραϊκό Ζήτημα. Πρέπει να μολογήσω ότι δεν είναι εύκολο κείμενο. Ε, λοιπόν, η Ελεονόρα το διάβασε κι αμέσως με προκάλεσε:
«Γιατί ξεχωρίζεις τους Εβραίους ως εκπροσώπους του καπιταλισμού; Δεν είναι οι μόνοι που δηλητηριάστηκαν από το εμπόριο και την απληστία».
-Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι δε ξεχώριζα τους Εβραίους, αλλά απλά τους χρησιμοποιούσα ως ζωντανό παράδειγμα. Σε απάντηση, άρχισε να φορά το άστρο του Δαβίδ.
«Είμαι Εβραία», ανακοίνωσε. Τί μπορούσα να πω; Σήκωσα τους ώμους και τότε η Ελεονόρα σχολίασε:
«Αυτό είναι χαρακτηριστική εβραϊκή αντίδραση». Μπορούσε να γίνει πολύ εκνευριστική.
-Ήξερε πως ο πατέρας μου είχε γίνει χριστιανός. Δεν ήταν βολικό να είσαι Εβραίος στη Γερμανία... Σάμπως είναι ποτέ βολικό να είσαι Εβραίος οπουδήποτε; Κι εμένα με βάφτισε όταν ήμουν οχτώ χρόνω. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ελεονόρας. Ρώτησε:
«Μουρ» -η οικογένεια μου με φώναζε Μουρ, Μαυριτανό δηλαδή, επειδή είχα σκουρόχρωμο δέρμα- «Μουρ, ξέρω πως έχεις βαφτιστεί. Αλλά είχες ήδη κάνει περιτομή, έτσι δεν είναι;» Δεν είχε καμιά ντροπή αυτό το παιδί!

-Τέτοιες στιγμές ήταν ανυπόφορη. Ακούστε αυτό: Μαζί με το εβραϊκό αστέρι φορούσε και το σταυρουδάκι της. Όχι, δεν ήτανε ξετρελαμένη με το χριστιανισμό, αλλά με τους Ιρλανδούς και την εξέγερση τους κατά της Αγγλίας. Έμαθε για τους αγώνες των Ιρλανδών από τη Λίτσι Βερνς, το μεγάλο έρωτα του Ένγκελς. Η Λίτσι ήταν εργάτρια και δεν ήξερε να διαβάζει. Ο Ένγκελς μιλούσε εννιά γλώσσες. Θα νόμιζε κανείς ότι αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα στη σχέση τους. Αλλά αγαπιόντουσαν. Η Λίτσι συμμετείχεν ενεργά στον Ιρλανδικό αγώνα. Η Ελεονόρα πήγαινε να τη δει και κάθονταν οι δυο τους στο πάτωμα κι έπιναν μαζί κρασί και τραγουδούσαν ιρλανδέζικα τραγούδια μέχρι που τους έπαιρνε ο ύπνος.

-Θυμάμαι κείνη τη τρομερή νύχτα που η αγγλική κυβέρνηση κρέμασε δυο νεαρούς Ιρλανδούς, εκεί στο Σόχο κι ένα μεθυσμένο πλήθος να ζητωκραυγάζει... Αυτοί οι ευγενείς Άγγλοι με το απογευματινό τους τσάι και τους δημόσιους απαγχονισμούς! Έχω μάθει ότι δεν κρεμάτε πλέον τους ανθρώπους. Μόνο τους κλείνετε στο θάλαμο αερίων, τους κάνετε ενδοφλέβια ένεση με δηλητήριο ή τους ψήνετε στην ηλεκτρική καρέκλα. Πολύ πιο πολιτισμένο... Τότε, λοιπόν, κρεμάσανε τους δυο νεαρούς Ιρλανδούς γιατί ήθελαν απελευθέρωση από την Αγγλία. Η Ελεονόρα έκλαιγε χωρίς σταματημό. Εγώ της έλεγα: «Κοριτσάκι μου, είναι πολύ νωρίς για να φορτωθείς τους εφιάλτες του κόσμου. Είσαι δεκαπέντε χρονών». Κι εκείνη απαντούσε: «Ακριβώς Μουρ, αυτό είναι το θέμα. Δεν είμαι δεκατριών, δεν είμαι δεκατεσσάρων, είμαι δεκαπέντε χρονών».

-Ναι, ήτανε δεκαπέντε χρονών και μαγευόταν από κάθε γοητευτικό άντρα που ερχόταν στο σπίτι. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρη λίστα. Σε όλη τη ζωή της, η Ελεονόρα φάνηκε ευφυής στη πολιτική και χαζή στον έρωτα. Είχε ξετρελαθεί με το Λισαγκαρέ, τον ήρωα της Παρισινής Κομμούνας. Ε, αυτός τουλάχιστον ήτανε Γάλλος. Ο φίλος της άλλης κόρης μας, της Τζένισεν, ήταν Άγγλος. Οι Άγγλοι είναι όπως το αγγλικό φαΐ. Χρειάζεται να πω περισσότερα; Είχαμε βέβαια και τον αγαπημένο της Λώρας, τον Λαφάργκ. Οι δημόσιες εκδηλώσεις πάθους αυτού του τύπου ήτανε φοβερές. Της έπιανε τον κώλο, δημόσια, σαν να ήτανε το φυσικότερο πράμα στον κόσμο. Κι η Τζένη τον υπερασπιζόταν: «Ξέρεις ότι η οικογένεια του ήρθε στη Γαλλία από τη Κούβα». Λες κι όλοι στη Κούβα κυκλοφορούν πιάνοντας ο ένας τον κώλο του άλλου!

Αναστενάζει.

-Η Τζένη πάντα προσπαθούσε να με ηρεμεί. Με μένα κάτι γινόταν, με τους καλόγερους όμως που έβγαζα, δε κατάφερνε τίποτα.

Κάνει μια γκριμάτσα.

-Είχατε ποτέ καλόγερους; Δεν υπάρχει πιο φρικτή αρρώστια. Οι καλόγεροι με κατατρέχανε σε όλη μου τη ζωή. Και διάφοροι ανόητοι τους επικαλέστηκαν για να ερμηνεύσουν τη πορεία μου: «Ο Μαρξ είναι θυμωμένος με το καπιταλιστικό σύστημα επειδή έχει καλόγερους». Τί ηλίθιοι. Και τί εξήγηση δίνουνε για όλους τους άλλους επαναστάτες που δεν έχουνε καλόγερους; Φυσικά πάντα βρίσκουν κάτι: Αυτό τον έδερνε ο πατέρας του, εκείνο τον ντάντευε η μαμά του μέχρι δέκα χρονών, τον άλλο δεν τον έμαθαν να πηγαίνει στη τουαλέτα -λες και πρέπει δηλαδή, να είσαι ανώμαλος για να είσαι επαναστάτης. Κάνουνε κάθε δυνατή διάγνωση εκτός από την προφανή: πως ο καπιταλισμός, που από τη φύση του επιτίθεται στο ανθρώπινο πνεύμα, προκαλεί την επανάσταση... Α, ναι, λεν ότι ο καπιταλισμός είναι τώρα πιο ανθρώπινος σε σχέση με την εποχή μου. Αλήθεια; Μόλις πριν από λίγα χρονιά στη Βόρεια Καρολίνα -το γράψανε οι εφημερίδες- οι ιδιοκτήτες ενός ορνιθοτροφείου κλείδωσαν μέσα τις εργάτριες για να ελέγχουν τη παραγωγικότητα τους. Το εργοστάσιο πήρε φωτιά κι εικοσιπέντε γυναίκες καήκανε ζωντανές.

-Μπορεί όντως ο θυμός μου να φούντωνε από τους καλόγερους. Για δοκιμάστε, όμως, να δουλέψετε, δοκιμάστε να καθίσετε να γράψετε, με ένα καλόγερο στον κώλο! Και μη μου μιλάτε για γιατρούς. Οι γιατροί ξέρανε λιγότερα από μένα. Πολύ λιγότερα! Γιατί οι καλόγεροι ήταν δικοί μου.

Πίνει ξανά μια γουλιά μπίρα.

-Εγώ ανακάλυψα κάτι πολύ απλό: Το νερό. Πανιά βουτηγμένα σε χλιαρό νερό. Η Τζένη μου τα έβαζε υπομονετικά, για ώρες ολάκερες. Πεταγόταν μες στη νύχτα όταν ούρλιαζα και μου έβαζε εκείνα τα καταπραϋντικά επιθέματα... μερικές φορές, όταν έλειπε η Τζένη, το έκανε η Λένχεν.

Σταματά για να σκεφτεί.

-Ναι, η Λένχεν. Ενώ μεις ζούσαμε μες στη φτώχεια στο Σόχο, η μάνα της Τζένης αποφάσισε να μας στείλει τη Λένχεν για να μας βοηθά με τα παιδιά. Τα έπιπλα μας μπορεί να ήταν στο ενεχυροδανειστήριο, αλλά ξαφνικά βρεθήκαμε να έχουμε υπηρέτρια. Έτσι γίνεται όταν παντρεύεσαι γυναίκα από αριστοκρατική οικογένεια. Τα πεθερικά σου δε σου στέλνουνε χρήματα, που χρειάζεσαι απεγνωσμένα για να πάρεις ψωμί και γάλα, αλλά σερβίτσια κι ασημικά. Κι υπηρέτρια! Στη πραγματικότητα, δεν ήτανε και τόσο κακή ιδέα. Η υπηρέτρια μπορεί να πάει τα σερβίτσια και τα ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο και να φέρει μερικά χρήματα. Η Λένχεν το έκανε πολλές φορές. Αλλά δεν ήταν υπηρέτρια. Τα παιδιά τη λάτρευαν. Κι η Τζένη ένιωθε μεγάλη στοργή για αυτήν. Όταν αρρώστησε, η Λένχεν ήτανε στο πλάι της και τη φρόντιζε μέρα-νύχτα. Βέβαια, είναι γεγονός ότι η παρουσία της Λένχεν δημιούργησε μεγάλην ένταση ανάμεσα στη Τζένη κι εμένα. Θυμάμαι μια σκηνή. Η Τζένη είπε:
«Σήμερα το πρωί, σε είδα πώς κοίταζες τη Λένχεν».
«Πώς τη κοίταζα, δηλαδή;»
«Όπως ένα άντρας κοιτά μια γυναίκα».
«Δε καταλαβαίνω τι εννοείς».

Κουνά θλιμμένα το κεφάλι.

-Ήταν από κείνες τις συζητήσεις που δε βγαίνουνε ποτέ σε καλό. Όλα αυτά συνέβαιναν μες στο διαμέρισμα μας στη Ντιν Στριτ. Κι έξω, το Λονδίνο. Το Λονδίνο του 1858. Ο οργανοπαίχτης με τη μαϊμού, οι πόρνες, οι μάγοι, ο άνθρωπος που καταπίνει φωτιές, οι λατέρνες, οι Σκωτσέζοι που παίζανε γκάιντα και πάντα κάποια ζητιάνα να τραγουδά μιαν ιρλανδέζικη μπαλάντα. Αυτά έβλεπα και άκουγα κάθε βράδυ στο δρόμο για το σπίτι, επιστρέφοντας από το Βρετανικό Μουσείο, κάθε βράδυ, κάτω από τις λάμπες γκαζιού που είχαν μόλις ανάψει. Για να φτάσω στη Ντιν Στριτ περνούσα μες από βρομόνερα και σκουπίδια και σκεφτόμουν με πόση φροντίδα λιθοστρώνανε τους δρόμους στις πλούσιες γειτονιές.

Αναστενάζει.

-Τελικά υποθέτω πως ήτανε ταιριαστό, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου να περπατά μες στα σκατά όσο γράφει τη καταδίκη του καπιταλιστικού συστήματος. Η Τζένη δε με συμπονούσε όταν παραπονιόμουν για τη δυστυχία του δρόμου. Έλεγε: «Έτσι υποφέρω κι εγώ όταν το διαβάζω».

-Ήτανε πάντα η πιο αυστηρή κριτικός μου. Δε χάριζε κάστανα. Τίμια, θα μπορούσες να πεις. Αλλά υπάρχει τίποτα πιο εξοργιστικό από ένα τίμιο κριτικό; Αυτό το βιβλίο την ανησυχούσε. Ναι, Το Κεφάλαιο. Παίρνει το βιβλίο στα χέρια του. Έλεγε ότι θα έκανα τους αναγνώστες να βαρεθούν από τις πρώτες κιόλας σελίδες με τις αλλεπάλληλες αναφορές μου στα εμπορεύματα, την αξία χρήσης, την ανταλλακτική αξία. Έλεγε πως αυτό το βιβλίο ήταν υπερβολικά μεγάλο, υπερβολικά λεπτομερές. Χρησιμοποιούσε τον όρο «βαρύ». Αν είναι δυνατό! Μου θύμιζε αυτό που είπε ο Πίτερ Φοξ, ένας φίλος μας συνδικαλιστής, όταν του έδωσα το βιβλίο: «Νιώθω σα να μου χάρισαν έναν ελέφαντα».

-Ναι, έλεγε η Τζένη, είναι ελέφαντας. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως ήτανε διαφορετικό έργο από Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που 'χε γραφεί για το ευρύ κοινό. Το Κεφάλαιο ήτανε διατριβή. «Εντάξει» έλεγε η Τζένη, «διατριβή, αλλά γιατί δε φωνάζει, όπως το "Μανιφέστο"; Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού! Ναι!» έλεγε, «αυτό μάλιστα, αυτό συνεπαίρνει τον αναγνώστη... ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη!» Και μετά μου διάβαζε τις πρώτες φράσεις του Κεφαλαίου. Για να με τυραννήσει, φυσικά.

Ο Μαρξ παίρνει το βιβλίο από το τραπέζι και διαβάζει:

«Ο πλούτος στις κοινωνίες με καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής εμφανίζεται με τη μορφή συσσώρευσης εμπορευμάτων».
«Πολύ βαρετό» μου έλεγε. Σας ρωτώ, είναι βαρετό;

Σκέφτεται.

-Εντάξει, ίσως είναι λίγο βαρετό. Το παραδέχτηκα αυτό στη Τζένη. «Δεν υπάρχει λίγο βαρετό», είπε κείνη. Μην το παρεξηγήσετε. Η Τζένη συμφωνούσε ότι το Κεφάλαιο ήταν μια σοβαρή ανάλυση. Το βιβλίο εξηγούσε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα επιφέρει κολοσσιαία αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, μια χωρίς προηγούμενο αύξηση του πλούτου στον κόσμο. Κι από την ίδια του τη φύση, το σύστημα αυτό θα διανείμει κείνο τον πλούτο με τρόπον ώστε να καταστρέψει την ανθρωπιά τόσο του εργαζόμενου όσο και του εργοδότη. Κι από τη φύση του και πάλι, θα δημιουργήσει τους νεκροθάφτες του και θα παραχωρήσει τη θέση του σε ένα πιο ανθρώπινο σύστημα. Αλλά η Τζένη πάντα ρωτούσε: «Θα έχει απήχηση σε κείνους που θέλουμε»;

-Μια μέρα μου λέει: «Ξέρεις γιατί επέτρεψαν οι λογοκριτές να δημοσιευτεί το Κεφάλαιο; Γιατί δεν το καταλαβαίνανε κι υπέθεσαν ότι δε θα το καταλάβει και κανείς άλλος». Της υπενθύμισα ότι το Κεφάλαιο είχε αποσπάσει ευνοϊκές κριτικές. Εκείνη μου υπενθύμισε ότι τις περισσότερες τις είχε γράψει ο Ένγκελς. Κι εγώ της είπα πως ίσως ασκούσε κριτική στο έργο μου γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί μου. «Σεις οι άντρες!» είπε. «Αποδίδετε κάθε κριτική στο έργο σας, σε κάποιο προσωπικό ζήτημα. Ναι, Μουρ, τα προσωπικά μου αισθήματα δε παύουν να υπάρχουν, αλλά αυτό είναι διαφορετικό».

-Ναι, τα προσωπικά της αισθήματα. Η Τζένη περνούσε πολύ άσχημη περίοδο. Υποθέτω ότι το φταίξιμο ήτανε δικό μου. Αλλά δεν ήξερα πώς να ανακουφίσω την αγωνία της. Η Τζένη κι εγώ ερωτευτήκαμε όταν εγώ ήμουνα δεκαεφτά και κείνη δεκαεννιά. Ήτανε πανέμορφη, με πυρόξανθα μαλλιά και μαύρα μάτια. Για κάποιο λόγο, η οικογένεια της με είχε συμπαθήσει. Ήταν αριστοκράτες. Οι αριστοκράτες εντυπωσιάζονται πάντα από τους διανοούμενους. Ο πατέρας της Τζένης κι εγώ συζητούσαμε ώρες για την ελληνική φιλοσοφία. Είχα κάνει τη διατριβή για το διδακτορικό μου με θέμα τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο. Είχα μόλις αρχίσει να συνειδητοποιώ πως οι φιλόσοφοι είχανε περιοριστεί στην ερμηνεία του κόσμου. Ενώ το θέμα ήτανε πώς να τον αλλάξουμε.

-Όταν με έδιωξαν από τη Γερμανία, η Τζένη με ακολούθησε στο Παρίσι, όπου παντρευτήκαμε και γέννησε τη Τζένισεν και τη Λώρα. Όχι, όχι, η Λώρα γεννήθηκε στις Βρυξέλλες... Ήμασταν ευτυχισμένοι στο Παρίσι, ζούσαμε με ελάχιστα, συναντούσαμε τους φίλους μας στα καφέ. Κι εκείνοι ζούσαν με ελάχιστα. Τί παρέα ήμασταν εκείνη την εποχή! Ο Μπακούνιν, ο τεράστιος, άξεστος αναρχικός. Ο Ένγκελς, ο όμορφος άθεος. Ο Χάινε, ο άγιος ποιητής. Ο Στίρνερ, ο απόλυτος απροσάρμοστος. Κι ο Προυντόν, που είπε: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»... Αλλά ήθελε κι αυτός λίγη! Δεν είναι καλά να είσαι φτωχός στο Παρίσι. αλλά στο Λονδίνο είναι κόλαση. Ζούσαμε εκεί με δυο παιδιά, σε κείνο το κρύο κι υγρό διαμέρισμα, όπου πάντα κάποιος ήταν άρρωστος. Η Τζένη κάποτε κόλλησε ευλογιά. Έγινε καλά αλλά της έμειναν τα σημάδια στο πρόσωπο. Προσπαθούσα να τη πείσω πως εξακολουθούσε να είναι όμορφη, αλλά δεν ωφελούσε. Θα ήθελα να είχατε την ευκαιρία να γνωρίσετε τη Τζένη. Αυτά που έκανε για μένα είναι ανεκτίμητα. Κυρίως καταλάβαινε ότι δε μπορούσα να βρω μια δουλειά, έτσι απλά, όπως άλλοι άντρες. Ναι, μια φορά προσπάθησα. Έστειλα γράμμα στην εταιρεία σιδηροδρόμων για μια θέση υπάλληλου. Η απάντηση τους ήταν: «Δρ. Μαρξ, η πρόταση σας να εργαστείτε για μας, μας τιμά. Δεν είχαμε ποτέ μέχρι τώρα έναν Δόκτορα Φιλοσοφίας για υπάλληλο γραμματείας. Αλλά η θέση αυτή απαιτεί έναν ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα κι ως εκ τούτου, είμαστε στη δυσάρεστη θέση να απορρίψουμε την αίτησή σας».

Σηκώνει τους ώμους.

-Η Τζένη πίστευε στις ιδέες μου, αλλά δεν άντεχε συμπεριφορές που ερμήνευε ως πνευματικό σνομπισμό. «Προσγειώσου, Χερ Ντόκτορ», συνήθιζε να μου λέει. Ήθελε να περιγράψω τη θεωρία της υπεραξίας με τρόπο κατανοητό στους απλούς εργάτες. Εγώ της είπα: «Κανείς δε μπορεί να καταλάβει τη θεωρία της υπεραξίας, αν δε κατανοήσει πρώτα ότι το εργατικό δυναμικό είναι ένα ειδικό εμπόρευμα, που η αξία του καθορίζεται από το κόστος των μέσων διαβίωσης, που, όμως, δίνει αξία σε όλα τα άλλα εμπορεύματα, αξία που υπερβαίνει πάντα την αξία του εργατικού δυναμικού». «Όχι έτσι!», φώναζε κείνη. «Πρέπει απλά να πεις: Ο εργοδότης σας δίνει ένα πολύ χαμηλό μισθό, που φτάνει ίσα-ίσα για να ζείτε και να συνεχίσετε να δουλεύετε, αλλά κείνος κερδίζει από τη δουλειά σας πολύ πιότερα απ' όσα σας δίνει. Έτσι κείνος γίνεται όλο και πιο πλούσιος, ενώ σεις μένετε φτωχοί».

-Εντάξει, ας υποθέσουμε ότι μόνον εκατό άνθρωποι στη παγκόσμια ιστορία κατάφεραν να κατανοήσουν τη θεωρία μου της υπεραξίας.

Εξάπτεται.

-Δε παύει όμως να ισχύει! Μόλις τη περασμένη εβδομάδα διάβαζα τις εκθέσεις του Υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ. Συμπέρασμα: Οι εργάτες στη χώρα σας, παράγουν ολοένα πιότερα αγαθά και παίρνουν ολοένα και χαμηλότερους μισθούς. Όπως το περιέγραψα! Σήμερα, το ένα τοις εκατό των Αμερικανών κατέχει σαράντα τοις εκατό του εθνικού πλούτου της χώρας. Η Τζένη προσπαθούσε πάντα να απλουστεύει ιδέες που, από τη φύση τους, ήτανε πολύπλοκες. Με κατηγορούσε πως ήμουνα πρώτα ακαδημαϊκός κι ύστερα επαναστάτης. «Ξεχνά τους διανοούμενους», έλεγε, «απευθύνσου στους εργάτες». Μ' αποκαλούσε υπερόπτη κι αδιάλλακτο. «Γιατί επιτίθεσαι σ' άλλους επαναστάτες με μεγαλύτερο πάθος απ' ότι στους αστούς» με ρωτούσε.

-Ναι, ο Προυντόν, για παράδειγμα. Ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε πως οφείλουμε να επικροτήσουμε τον καπιταλισμό για την ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανιών και μετά να τις πάρουμε στα χέρια μας. Ο Προυντόν πρέσβευε πως έπρεπε να οπισθοχωρήσουμε σε μια πιο απλή κοινωνία. Όταν έγραψε το βιβλίο του Η Φιλοσοφία Της Αθλιότητας, εγώ απάντησα με το δικό μου βιβλίο Η Αθλιότητα Της Φιλοσοφίας. Εγώ το βρήκα έξυπνο. Η Τζένη το βρήκε προσβλητικό.

Αναστενάζει.

-Σήμερα σκέφτομαι πως η Τζένη ήτανε πολύ καλύτερος άνθρωπος από όσο θα μπορούσα ποτέ να γίνω εγώ. Μου έλεγε να σηκώσω τον κώλο μου από τη καρέκλα και να συμμετάσχω στον αγώνα των Άγγλων εργαζομένων. Ήρθε μαζί μου όταν με προσκάλεσαν να μιλήσω στη πρώτη συνάντηση της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων. Ήτανε φθινόπωρο του 1864. Δυο χιλιάδες άνθρωποι είχανε στριμωχτεί στο Σεντ Μάρτινς Χολ.

Κάνει ένα βήμα μπρος, απλώνει το χέρι, σα να χαιρετά ένα μεγάλο πλήθος κι αρχίζει να μιλά με αποφασιστικότητα και πυγμή:

«Οι προλετάριοι όλων των χωρών πρέπει να ενωθούν ενάντια στις διεθνείς πολιτικές, που είναι εγκληματικές, που εκμεταλλεύονται τις εθνικές προκαταλήψεις, που χαραμίζουν το αίμα και τον πλούτο των λαών σε πολέμους. Πρέπει να οργανωθούμε πέρα από εθνικά σύνορα για να διεκδικήσουμε τους απλούς νόμους της ηθικής και της δικαιοσύνης στα διεθνή ζητήματα. Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»

Σταματά.

-Της Τζένης της άρεσε αυτό...

Πίνει μια γουλιά.

-Η Τζένη κατάφερνε να φροντίζει όλη την οικογένεια, με κομμένο νερό και γκάζι αλλά δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με το θέμα της χειραφέτησης της γυναίκας. Έλεγε πως η ζωτικότητα των γυναικών σπαταλιόταν στις δουλειές του σπιτιού, στο μαντάρισμα και το μαγείρεμα. Γι' αυτό, αρνιόταν να μένει στο σπίτι. Με κατηγορούσε πως ενώ στη θεωρία ήμουν υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης, πραγματικά αγνοούσα τα προβλήματα των γυναικών. «Εσύ κι ο Ένγκελς», έλεγε, «γράφετε για την ισότητα των δύο φύλων, αλλά δε τη πολυεφαρμόζετε». Δεν θα το σχολιάσω αυτό...

-Υποστήριζε με πάθος τον αγώνα των Ιρλανδών κατά της Αγγλίας. Όταν η βασίλισσα Βικτόρια είχε πει: «Αυτοί οι Ιρλανδοί! Φρικτοί άνθρωποι! Δε φέρονται όπως τα πολιτισμένα έθνη», η Τζένη απάντησε με ένα γράμμα στις λονδρέζικες εφημερίδες: «Η Αγγλία καταδικάζει σε απαγχονισμό Ιρλανδούς επαναστάτες, που δεν ζητάνε παρά μόνο τη λευτεριά τους. Είναι η Αγγλία πολιτισμένο έθνος»;

-Η Τζένη κι εγώ ήμασταν πολύ ερωτευμένοι. Πώς να σας το εξηγήσω αυτό; Αλλά περάσαμε πολύ άσχημες εποχές στο Λονδίνο. Η αγάπη μας υπήρχε. Αλλά, κάποια στιγμή, η κατάσταση άλλαξε. Δεν ξέρω γιατί. Η Τζένη είπε πως οφειλόταν στο ότι δεν ήτανε πια η καλλονή που είχα κάποτε παντρευτεί. Αυτό με έκανε να θυμώσω. Είπε πως οφειλόταν στη Λένχεν. Αυτό με θύμωσε ακόμα πιότερο. Κι εκείνη είπε ότι θύμωνα επειδή ήταν αλήθεια. Αυτό με έβγαλε εκτός εαυτού!

Αναστενάζει πίνει μια γουλιά μπίρα, κοιτά τις εφημερίδες στο τραπέζι, παίρνει μιαν απ' αυτές στα χέρια του.

-Ισχυρίζονται πως επειδή κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, ο κομμουνισμός είναι νεκρός.

Κουνά το κεφάλι.

-Μήπως ξέρουν αυτοί οι ηλίθιοι τί είναι κομμουνισμός; Scheisskopfen [Σκατοκέφαλοι]! Οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί που τα λένε αυτά, τί παιδεία έχουν; Διαβάσατε ποτέ το Μανιφέστο που γράψαμε με τον Ένγκελς όταν εκείνος ήταν εικοσιοκτώ χρόνων κι εγώ τριάντα;

Παίρνει ένα βιβλίο από το τραπέζι να διαβάζει:

«Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τη πάλη των τάξεων, θα έχουμε μια ένωση, που η ελευθερία του ατόμου θα είναι προϋπόθεση για την ελευθερία του συνόλου». Τό ακούσατε αυτό; Ένωση! Αντιλαμβάνονται ποιος είναι ο στόχος του κομμουνισμού; Η ελευθερία του ατόμου! Νομίζουν ότι ένας που δηλώνει κομμουνιστής ή σοσιαλιστής αλλά φέρεται σα γκάνγκστερ, μπορεί να καταλάβει τι είναι κομμουνισμός; Το να σκοτώνεις αυτόν που διαφωνεί μαζί σου -αυτό είναι ο κομμουνισμός για τον οποίο εγώ έδωσα τη ζωή μου; Αυτοί που επέμεναν να ερμηνεύουν τις ιδέες μου με θρησκευτικό φανατισμό, επέτρεψαν άρα στους πολίτες να διαβάσουνε το γράμμα που είχα στείλει στη Νιου Γιορκ Τρίμπιουν, που διακήρυττα πως η θανατική ποινή δεν έχει θέση σε καμία κοινωνία που αυτοχαρακτηρίζεται πολιτισμένη;

Θυμωμένος...

-Υποτίθεται ότι ο σοσιαλισμός δε πρέπει να αναπαράγει τις βλακείες του καπιταλισμού! Εδώ στην Αμερική, οι φυλακές σας έχουνε ξεχειλίσει. Ποιοι είναι μέσα; Οι φτωχοί! Οι περισσότεροι είναι διαρρήκτες, κλέφτες, ληστές, έμποροι ναρκωτικών. Πιστεύουν και αυτοί στην ελεύθερη αγορά! Κάνουν ότι κι οι καπιταλιστές αλλά σε μικρότερη κλίμακα.

Παίρνει στα χέρια του ένα άλλο βιβλίο.

-Ξέρεις τί γράψαμε εγώ κι ο Ένγκελς για τις φυλακές; «Αντί να τιμωρούμε το άτομο για τα αδικήματα που διαπράττει, πρέπει να καταστρέφουμε τις κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τη παρανομία και να προσφέρουμε σε όλους τους ανθρώπους το χώρο που έχουν ανάγκη στη κοινωνία για τη προσωπική τους ανάπτυξη».

-Ναι μιλήσαμε για «δικτατορία του προλεταριάτου». Όχι τη δικτατορία ενός κόμματος, τη δικτατορία μιας κεντρικής επιτροπής, τη δικτατορία ενός ανθρώπου. Όχι, μεις μιλήσαμε για προσωρινή δικτατορία της εργατικής τάξης. Ο λαός θα καταλάμβανε το κράτος και θα κυβερνούσε με γνώμονα το κοινό συμφέρον -μέχρις ότου το ίδιο το κράτος θα γινότανε περιττό και σταδιακά θα εξαφανιζόταν. Ο Μπακούνιν, όπως ήτανε φυσικό, διαφωνούσε. Έλεγε πως ένα κράτος, ακόμα κι εργατικό, αν έχει στρατό, αστυνομία και φυλακές, θα γίνει αυταρχικό. Του άρεσε πολύ να διαφωνεί μαζί μου.

Έχετε ακούσει γι' αυτόν; Τον Μπακούνιν, τον αναρχικό; Αν ένας συγγραφέας εφεύρισκε ένα τέτοιο χαρακτήρα, θα λέγατε πως αποκλείεται να υπάρχει πράγματι τέτοιος άνθρωπος. Το να πω ότι με τον Μπακούνιν δε τα πηγαίναμε καλά, είναι λίγο. Ακούστε τί είπε την εποχή που ο Ένγκελς κι εγώ βρισκόμασταν στις Βρυξέλλες και γράφαμε το Μανιφέστο.

Ο Μαρξ παίρνει ένα έγγραφο από το τραπέζι και διαβάζει:

«Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, ιδιαίτερα ο Μαρξ, είναι αστοί μέχρι το κόκαλο».
-Εμείς αστοί! Φυσικά, σε σύγκριση με τον Μπακούνιν, όλοι ήταν αστοί. Αν δε ζούσες σα γουρούνι, αν είχες κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, αν είχες πιάνο σπίτι, αν σου άρεσε να τρως φρέσκο ψωμί και να πίνεις ένα ποτήρι κρασί, ήσουν αστός. Παραδέχομαι πάντως ότι είχε κουράγιο, Τον φυλακίσαν, τον στείλανε στη Σιβηρία, αλλά κείνος δραπέτευσε κι άρχισε να περιπλανιέται στον κόσμο προσπαθώντας να σπείρει παντού την επανάσταση. Ο στόχος του ήταν αναρχική κοινωνία, αλλά η μόνη αναρχία που κατάφερε να φέρει ήταν μες στο κεφάλι του. Έχετε δει ποτέ τον Μπακούνιν σε φωτογραφία; Γίγαντας. Φαλακρός, αλλά το έκρυβε με ένα μικρό γκρι καπέλο. Πυκνά γένια. Άγρια έκφραση. Δεν είχε καθόλου δόντια -σκορβούτο, συνέπεια της κακής δίαιτας στις φυλακές. Έμοιαζε να ζει σε άλλο κόσμο, έναν κόσμο που υπήρχε στη φαντασία του. Αγνοούσε τα χρήματα. Όταν είχε, τα μοίραζε. Όταν δεν είχε, δανειζόταν χωρίς να του περνά από το νου να τα επιστρέψει. Δεν είχε σπίτι ή, θα μπορούσε να πει κανείς, σπίτι του ήταν ο κόσμος. Έφτανε στο σπίτι ενός συντρόφου κι ανακοίνωνε: «Έφτασα. Πού να κοιμηθώ; Και τί υπάρχει να φάμε;» Μιαν ώρα μετά φερότανε πιο άνετα από τους ίδιους τους οικοδεσπότες!

-Θυμάμαι μια φορά στο Σόχο, τρώγαμε για βράδυ, όταν ξαφνικά όρμηξε μέσα ο Μπακούνιν. Δεν έμπαινε στον κόπο να χτυπήσει. Συνήθιζε να φτάνει την ώρα του φαγητού. Αφού λοιπόν κόντεψε να γκρεμίσει τη πόρτα, μπήκε, κοίταξε γύρω του, χαμογέλασε με το φαφούτικο χαμόγελο του κι είπε: «Καλησπέρα, σύντροφοι». Και χωρίς να περιμένει απάντηση, κάθισε κι άρχισε να καταβροχθίζει ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι, πίνοντας το ένα ποτήρι μπράντι μετά τ' άλλο. «Μιχαήλ», του είπα, «δοκίμασε και το κρασί, από αυτό έχουμε πολύ. Το μπράντι είναι ακριβό». Ήπιε λίγο κρασί και αμέσως το έφτυσε. «Εντελώς άγευστο», είπε. «Το μπράντι καθαρίζει το μυαλό».

-Μετά άρχισε τη συνηθισμένη παράσταση: Έκανε κήρυγμα επιχειρηματολογούσε, φώναζε, νουθετούσε. Εγώ είχα γίνει έξω φρενών, αλλά τελικά η Τζένη ήταν αυτή που του έβαλε τις φωνές: «Μιχαήλ», είπε, «σταμάτα! Καταναλώνεις όλο τ' οξυγόνο στο δωμάτιο!» Κείνος γέλασε δυνατά και ...συνέχισε. Το κεφάλι του Μπακουνιν ήτανε γεμάτο αναρχικά σκουπίδια, ρομαντικές ουτοπικές ανοησίες. Ήθελα να τον διώξω από τη Διεθνή κι η Τζένη κορόιδευε. «Σιγά τώρα, μια επαναστατική ομάδα με πεντέξι μέλη κι απειλείς ότι θα διαγράψεις τον ένα».

-Χρησιμοποιούσε πολλές διαφορετικές μεταμφιέσεις, επειδή η αστυνομία τον καταζητούσε σ' όλες τις χώρες της Ευρώπης. Όταν ήρθε να μας βρει στο Λονδίνο, ήταν μεταμφιεσμένος παπάς. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Ήτανε γελοίος! Έμεινε στο σπίτι μας μια εβδομάδα. Μια φορά ξενυχτήσαμε. Πίναμε, συζητούσαμε, τσακωνόμασταν και συνεχίζαμε να πίνουμε, μέχρι που κανείς μας δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Κάποια στιγμή, στη μέση μιας αγόρευσης του Μπακουνιν, με πήρε ο ύπνος. Άρχισε να με ταρακουνά φωνάζοντας: «Ξύπνα, δεν ολοκλήρωσα ακόμα».

-Ήταν εκείνη η ένδοξη εποχή, το χειμώνα του 1871, όταν η Κομμούνα είχε πάρει την εξουσία στο Παρίσι... Ναι, η Παρισινή Κομμούνα. Ο Μπακούνιν όρμηξε, με το τεράστιο εκτόπισμα του, σε κείνη την επανάσταση. Οι Γάλλοι τον πήρανε χαμπάρι. Λέγανε: «Τη πρώτη μέρα μιας επανάστασης, ο Μπακούνιν είναι πολύτιμος. Τη δεύτερη μέρα, πρέπει να τουφεκιστεί».

-Έχετε ακούσει γι' αυτό το υπέροχο κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας, τη Παρισινή Κομμούνα; Η ιστορία ξεκινά με μια βλακεία. Αναφέρομαι στον Ναπολέοντα τον Γ'. Ναι, τον ανιψιό του Βοναπάρτη. Ήτανε παλιάτσος που χαμογελούσε στο πλήθος, ενώ δεκάξι εκατομμύρια Γάλλοι χωρικοί ζούσανε σε σκοτεινές τρώγλες και τα παιδιά τους λιμοκτονούσαν. Επειδή όμως δε κατάργησε τη βουλή, επειδή ο κόσμος ψήφιζε, όλοι θεωρούσαν ότι είχανε δημοκρατία... Συνηθισμένο λάθος. Ο Ναπολέοντας ο Γ' ήθελε να δοξαστεί κι έκανε το λάθος να επιτεθεί στις στρατιές του Βίσμαρκ. Σύντομα ηττήθηκε κι οι Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν νικητές στο Παρίσι για να έρθουν αντιμέτωποι με κάτι πιο καταστροφικό από τα όπλα -τη σιωπή. Βρήκαν τα αγάλματα στους δρόμους του Παρισιού καλυμμένα με μαύρα πανιά, μια γιγάντια, αόρατη, σιωπηλή αντίσταση. Κάνανε σοφή επιλογή. Παρέλασαν κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου και γρήγορα φύγανε. Κι η παλιά γαλλική τάξη, η 4η Δημοκρατία... Φιλελεύθεροι, έτσι αυτοαποκαλούνταν. Δε τολμούσαν να μπούνε στο Παρίσι. Τρέμαν από το φόβο τους επειδή, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, το Παρίσι καταλήφθηκε από τους εργάτες, τις νοικοκυρές, τους υπαλλήλους, τους διανοούμενους, τους ένοπλους πολίτες. Ο λαός του Παρισιού δεν έφτιαξε κυβέρνηση, αλλά κάτι πιο ένδοξο, κάτι που τρέμουνε παντού οι κυβερνήσεις, μία κομμούνα, τη συλλογική ενέργεια του λαού. Ήταν η Κομμούνα του Παρισιού.

-Οι άνθρωποι συναντιόντουσαν όλο το εικοσιτετράωρο σε κάθε σημείο του Παρισιού σε ομάδες των τριών και των τεσσάρων και παίρνανε κοινές αποφάσεις, ενώ η πόλη ήτανε περικυκλωμένη από το Γαλλικό στρατό που απειλούσε να εισβάλει από στιγμή σε στιγμή. Το Παρίσι υπήρξε η πρώτη λεύτερη πόλη στον κόσμο. Το πρώτο ανεξάρτητο κρατίδιο, σ' ένα κόσμο τυραννίας. Έλεγα στον Μπακούνιν: «Θέλεις να ξέρεις τί εννοώ όταν μιλώ για δικτατορία του προλεταριάτου; Δες τη Κομμούνα του Παρισιού. Αυτό είναι αληθινή δημοκρατία». Όχι η δημοκρατία της Αγγλίας ή της Αμερικής, που οι εκλογές είναι τσίρκο, όπου, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τους, οι πλούσιοι θα συνεχίσουν να κυβερνούν τη χώρα. Η Κομμούνα του Παρισιού. Υπήρξε το πρώτο νομοθετικό σώμα στην ιστορία που εκπροσωπούνταν οι φτωχοί. Οι νόμοι που ψηφίζονταν ήτανε για κείνους. Κατάργησε τα χρέη τους, ανέστειλε τη καταβολή των ενοικίων, υποχρέωσε τα ενεχυροδανειστήρια να τους επιστρέψουν τα πιο απαραίτητα υπάρχοντα τους. Οι ηγέτες της αρνήθηκαν να ορίσουν για τους εαυτούς τους μισθούς ψηλότερους από τους μισθούς των εργατών. Και σχεδίαζαν να προσφέρουν σε όλους ελεύθερη είσοδο στα θέατρα. Ο ίδιος ο μεγάλος Κουρμπέ που οι πίνακες του είχαν εντυπωσιάσει την Ευρώπη, είχε εκλεγεί πρόεδρος της ομοσπονδίας των καλλιτεχνών. Ξανανοίξαν τα μουσεία, φτιάξαν επιτροπή για πανεπιστημιακή εκπαίδευση των γυναικών -κάτι το ανήκουστο. Χρησιμοποίησαν την τελευταία ανακάλυψη της επιστήμης, το αερόστατο, για να μοιράσουν στην ύπαιθρο έξω από το Παρίσι, τυπωμένα χαρτιά με ένα απλό, δυνατό μήνυμα στους χωρικούς. Ένα μήνυμα που απευθυνόταν σ' όλους τους εργαζόμενους παντού στον κόσμο: «Έχουμε κοινά συμφέροντα».

-Η Κομμούνα δήλωσε ότι στόχος των σχολείων είναι να διδάσκουν τα παιδιά να αγαπάνε και να σέβονται τα άλλα πλάσματα. Έχω διαβάσει τις δικές σας ατέλειωτες διαβουλεύσεις για τη παιδεία. Τί ανοησίες! Τα σχολεία διδάσκουν οτιδήποτε χρειάζεται κάποιος για να πετύχει στον καπιταλιστικό κόσμο. Μαθαίνουν όμως στους νέους να αγωνίζονται για τη δικαιοσύνη; Τα μέλη της Κομμούνας είχανε καταλάβει τη σημασία αυτού του πράγματος. Δίδασκαν όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα. Καταργήσανε τη γκιλοτίνα, εργαλείο της τυραννίας, ακόμα και της επαναστατικής τυραννίας. Μετά, φορώντας κόκκινα μαντίλια και με ένα μεγάλο κόκκινο λάβαρο, μαζευτήκαν στη Βαντόμ, γύρω από τη στήλη-σύμβολο της στρατιωτικής εξουσίας, ένα πελώριο γλυπτό που στη κορφή του είχε τη προτομή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Έδεσαν μια τροχαλία στο χάλκινο κεφάλι, γύρισαν ένα βαρούλκο και το γλυπτό σωριάστηκε στο έδαφος κι έγινε κομμάτια. Οι άνθρωποι σκαρφάλωσαν στα χαλάσματα. Μια κόκκινη σημαία κυμάτιζε πλέον πάνω στο βάθρο. Τώρα ήτανε το βάθρο όχι μιας χώρας αλλά ολάκερης της ανθρωπότητας. Κι όλοι, άντρες και γυναίκες, παρακολουθούσαν κλαίγοντας από χαρά.

-Ναι, αυτή ήταν η Κομμούνα του Παρισιού. Οι δρόμοι ήτανε πάντα γεμάτοι, παντού γίνονταν συζητήσεις. Οι άνθρωποι μοιράζονταν τα υπάρχοντα τους. Χαμογελούσαν πιο συχνά. Η καλοσύνη κυριαρχούσε, οι δρόμοι ήταν ασφαλείς, χωρίς κανενός είδους αστυνόμευση. Ναι, αυτό ήταν σοσιαλισμός! Φυσικά, η Κομμούνα δεν ήταν δυνατό να περάσει έτσι, γιατί θα δημιουργούσε επικίνδυνο προηγούμενο. Οι στρατιές της Δημοκρατίας προελάσαν στο Παρίσι κι άρχισαν τις σφαγές. Οι ηγέτες της Κομμούνας οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο Περ Λασέζ, που τους στήσανε στο τοίχο και τους τουφεκίσαν. Συνολικά σκοτώθηκαν τριάντα χιλιάδες άνθρωποι. Η Κομμούνα συντρίφτηκε. Αλλά υπήρξε το πιο ένδοξο επίτευγμα των καιρών μας...

Βηματίζει. Πίνει λίγη μπίρα.

-Ο Μπακούνιν κι εγώ συνεχίσαμε να πίνουμε και να συζητάμε και να λογομαχούμε. Του είπα: «Μιχαήλ, δε καταλαβαίνεις την έννοια του προλεταριακού κράτους. Δε μπορούμε να ξεφορτωθούμε το παρελθόν με στιγμιαίο οργασμικό ξέσπασμα. Θα χρειαστεί να ξαναχτίσουμε νέα κοινωνία με τα απομεινάρια της παλιάς. Αυτό παίρνει καιρό». Είπε: «Όχι. Όταν ο λαός ανατρέψει τη παλιά τάξη, πρέπει αμέσως να ζήσει με ελευθερία αλλιώς θα τη χάσει». Άρχισε να γίνεται προσωπικό. Έχασα την υπομονή μου και του 'πα: «Είσαι πολύ ηλίθιος για να καταλάβεις». Το μπράντι είχε αρχίσει να τον χτυπά κι αυτόν. Είπε: «Μαρξ, φέρεσαι σαν υπεροπτικός μαλάκας, όπως συνήθως. Εσύ είσαι αυτός που δε καταλαβαίνει. Νομίζεις ότι οι εργάτες θα κάνουν την επανάσταση με βάση τη θεωρία σου; Χεστήκαν για τη θεωρία σου. Η οργή τους θα ξεχειλίσει αυθόρμητα, έχουνε το ένστικτο της επανάστασης στα σωθικά τους». Είχε ανάψει. «Αν θες να ξέρεις, εγώ τις φτύνω τις θεωρίες σου». Και λέγοντας αυτό, έφτυσε στο πάτωμα. Τί γουρούνι! Αυτό πήγαινε πολύ. Είπα: «Μιχαήλ, μπορείς να φτύνεις τις θεωρίες μου, αλλά όχι το πάτωμα μου. Καθάρισε το αμέσως». «Να το», είπε. «Το ήξέρα πως ήσουνα τραμπούκος». «Κι εγώ πάντα το ήξερα πως είσαι ευνούχος». απάντησα.

-Βρυχήθηκε σαν προϊστορικό ζώο. Μετά όρμησε πάνω μου. Ήτανε τεράστιος. Κυλιστήκαμε στο πάτωμα, αλλά ήμασταν πολύ μεθυσμένοι για να χτυπήσουμε άσχημα ο ένας τον άλλον. Μετά από λίγο, είχαμε κουραστεί τόσο πολύ που μείναμε κάτω λαχανιασμένοι. Μετά ο Μπακούνιν σηκώθηκε, σαν ιπποπόταμος που βγαίνει από το ποτάμι, ξεκούμπωσε το παντελόνι του κι άρχισε να κατουρά έξω από το παράθυρο. Δε πίστευα στα μάτια μου. «Τι στο διάλο κάνεις, Μιχαήλ;» «Τι νομίζεις ότι κάνω; Κατουρώ έξω από το παράθυρο σου». «Είναι αηδιαστικό, Μιχαήλ», είπα. «Κατουρώ το Λονδίνο. Κατουρώ ολάκερη τη Βρετανικήν Αυτοκρατορία». «Όχι», είπα. «Κατουράς το δρόμο μου».

-Δεν απάντησε. Κούμπωσε το παντελόνι του, ξάπλωσε στο πάτωμα κι άρχισε να ροχαλίζει. Ξάπλωσα κι εγώ στο πάτωμα και σύντομα έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησε η Τζένη, νωρίς το πρωί, μας βρήκε κοιμισμένους αγκαλιά.

Σταματά για να πιει ακόμα μια γουλιά μπίρα.

-Όχι, δε μπορούσαν να επιτρέψουν την ύπαρξη της Κομμούνας. Ήταν επικίνδυνο παράδειγμα, γι' αυτό τη πνίξανε στο αίμα. Αυτό συμβαίνει ακόμα, έτσι δεν είναι; Όποτε κάπου, σε κάποια γωνιά του κόσμου, παραμερίζεται η παλιά τάξη πραγμάτων κι οι άνθρωποι αρχίζουν να δοκιμάζουν νέο τρόπο ζωής, αυτό δε θεωρείται επιτρεπτό. Και τότε κάποιοι αναλαμβάνουν δράση -ξέρετε ποιους εννοώ όταν λέω κάποιοι- μερικές φορές ύπουλα και κρυφά, άλλοτε άμεσα και βίαια και καταστρέφουν αυτή την απόπειρα.

Διαβάζει την εφημερίδα.

-Και συνεχίζουν να λένε: «Ο καπιταλισμός θριάμβευσε». Θριάμβευσε! Γιατί; Επειδή ανέβηκε πολύ το χρηματιστήριο κι οι μέτοχοι είναι τώρα πιο πλούσιοι; Θριάμβευσε; Όταν το ένα τέταρτο των παιδιών στην Αμερική ζούνε σε συνθήκες φτώχειας; Όταν σαράντα χιλιάδες απο αυτά τα παιδιά πεθαίνουνε κάθε χρόνο, πριν γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια;

Διαβάζει στην εφημερίδα:

-Εκατό χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρωθήκαν πριν ξημερώσει στο κέντρο της Νέας Υόρκης για να διεκδικήσουν δύο χιλιάδες θέσεις εργασίας. Κι οι ενενήντα οχτώ χιλιάδες που θα απορριφθούν, τί θα απογίνουν; Γι' αυτό χτίζετε κι άλλες φυλακές; Ναι, ο καπιταλισμός θριάμβευσε. Αλλά σε ποιανού τη πλάτη; Πετύχατε θαύματα τεχνολογίας, στείλατε ανθρώπους στο διάστημα, αλλά τί γίνεται με τους ανθρώπους που μείνανε στη γη; Γιατί είναι τόσο φοβισμένοι; Γιατί στρέφονται στα ναρκωτικά, στο οινόπνευμα, γιατί τρελαίνονται κι αρχίζουν να σκοτώνουν άλλους ανθρώπους;

Σηκώνει ψηλά την εφημερίδα.

-Ναι, τα γράφουν οι εφημερίδες, Οι πολιτικοί σας, γεμάτοι περηφάνια, λένε πως ο κόσμος οδεύει τώρα προς την «ελεύθερη οικονομία». Καλά, είναι ηλίθιοι; Δεν ξέρουνε την ιστορία του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας; Δεν ξέρουν ότι το κράτος δεν έκανε τίποτα για το λαό αλλά τα πάντα για τους πλούσιους; Ότι το δικό σας κράτος έδωσε δωρεάν εκατό εκατομμύρια εκτάρια γης στους σιδηροδρόμους, αλλά έκανε τα στραβά μάτια όταν Κινέζοι κι Ιρλανδοί μετανάστες δουλεύανε δώδεκα ώρες τη μέρα σε κείνους τους σιδηροδρόμους και πέθαιναν από τη ζέστη και το κρύο; Κι όταν οι εργάτες ξεσηκώθηκαν κι έκαναν απεργία, η κυβέρνηση έστειλε στρατό να τους συντρίψει και να τους υποτάξει. Γιατί στο διάβολο κάθισα κι έγραψα το Κεφάλαιο, αν όχι επειδή έβλεπα την αθλιότητα του καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς; Στην Αγγλία βάζανε μικρά παιδιά να δουλεύουνε στη κλωστοϋφαντουργία επειδή τα δαχτυλάκια τους χειρίζονταν με ευκολία τ' αδράχτια. Στην Αμερική μικρά κορίτσια έπιαναν δουλειά στα κλωστήρια της Μασαχουσέτης σε ηλικία δέκα χρονών και πεθαίνανε στα εικοσιπέντε τους. Οι πόλεις ήτανε βόθροι ανηθικότητας και φτώχειας. Αυτός ήταν ο καπιταλισμός τότε, αυτός είναι και τώρα. Ναι, βλέπω τα είδη πολυτελείας στις διαφημίσεις των περιοδικών και στις οθόνες σας.

Αναστενάζει.

-Ναι, όλες αυτές οι οθόνες μ' όλες αυτές τις εικόνες. Βλέπετε τόσα πολλά και ξέρετε τόσο λίγα. Κανένας δε διαβάζει ιστορία;

Είναι θυμωμένος.

-Τί σκατά διδάσκουνε στα σχολεία σήμερα;

Φώτα αναβοσβήνουν απειλητικά. Κοιτάζει ψηλά.

-Εκνευρίστηκαν!...
-Μου λείπει η Τζένη. Θα 'χε πολλά να πει για όλα αυτά. Την είδα να πεθαίνει, άρρωστη και δυστυχισμένη στο τέλος. Αλλά σίγουρα θυμόταν τα όμορφα χρόνια μας, τις γεμάτες έκσταση στιγμές στο Παρίσι, ακόμα και στο Σόχο. Μου λείπουν οι κόρες μου.

Παίρνει ξανά την εφημερίδα. Διαβάζει:

«Πόλεμος στο Ιράκ. Μια γρήγορη και γλυκιά νίκη».
-Ναι, τους ξέρω αυτούς τους γλυκούς πολέμους, που αφήνουν χιλιάδες πτώματα στο χώμα και μικρά παιδιά να λιμοκτονούν, χωρίς φαγητό και φάρμακα.

Ανεμίζει την εφημερίδα.

-Στην Ευρώπη, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους για σύνορα. Είναι αναστατωμένος.

-Δεν ακούσατε τί είπα πριν από εκατόν πενήντα χρόνια; Καταργήστε αυτά τα γελοία εθνικά σύνορα! Όχι πια διαβατήρια, όχι πια βίζες, όχι πια συνοριακοί φύλακες. Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!

Πιάνει τη μέση του και κάνει μερικά βήματα.

-Ωχ, Θεέ μου, η μέση μου με σκοτώνει... Το μολογώ: δε περίμενα πως ο καπιταλισμός είχε τέτοιες ικανότητες επιβίωσης. Δε φανταζόμουν ότι θα βρίσκονταν φάρμακα που θα κατάφερναν να κρατήσουνε στη ζωή το άρρωστο σύστημα: πόλεμοι για να συνεχίσουν οι βιομηχανίες να δουλεύουνε και για να κάνουνε τους ανθρώπους να παθιάζονται με τον πατριωτισμό και να ξεχνούν τη μιζέρια τους. Θρησκόληπτοι να υπόσχονται ότι ο Χριστός θα ξανάρθει στη γη.

Κουνά το κεφάλι.

-Τον ξέρω τον Ιησού. Δε γυρίζει με τίποτα... Έκανα λάθος το 1848, που νόμιζα πως ο καπιταλισμός ήτανε στα τελευταία του. Έπεσα έξω, γύρω στα διακόσια χρόνια.

Χαμογελά.

-Αλλά, πού θα πάει, θα αλλάξει. Όλα τα σημερινά συστήματα θα αλλάξουν. Οι άνθρωποι δεν είναι βλάκες. Όπως έλεγε κι ο Λίνκολν: «Δε μπορείς να κοροϊδεύεις όλους τους ανθρώπους για πάντα». Η κοινή λογική τους και το ένστικτο για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη θα τους ενώσουν. Μη γελάτε! Έχει συμβεί στο παρελθόν και μπορεί να συμβεί πάλι, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και τότε, οι ηγέτες της κοινωνίας, με όλο τον πλούτο τους, με όλους τους στρατούς τους, δε θα μπορέσουν να το εμποδίσουν. Οι υπηρέτες τους θ' αρνηθούν να τους υπηρετήσουν, οι στρατιώτες τους θ' αρνηθούν να υπακούσουν στις διαταγές. Ναι, ο καπιταλισμός έχει πετύχει θαύματα της τεχνολογίας και της επιστήμης. Αλλά σκάβει το λάκκο του. Η ακόρεστη δίψα για κέρδος -κι άλλο, κι άλλο- δημιουργεί κόσμο γεμάτο αναταραχή. Μετατρέπει τα πάντα -τη τέχνη, τη λογοτεχνία, τη μουσική, την ίδια την ομορφιά- σε εμπορεύματα που αγοράζονται και πωλούνται. Μετατρέπει τους ίδιους τους ανθρώπους σ' εμπορεύματα. Όχι μόνο τον εργάτη στο εργοστάσιο, αλλά και το γιατρό, τον επιστήμονα, το δικηγόρο, τον ποιητή, τους καλλιτέχνες -όλοι υποχρεώνονται να πουληθούν!

-Και τί θα γίνει όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποκτήσουν εργατική συνείδηση και συνειδητοποιήσουν πως έχουν ένα κοινόν εχθρό; Θα συνενωθούν για να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Κι όχι μόνο στη δική τους χώρα, γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται παγκόσμια αγορά. Το σύνθημα του είναι «ελεύθερο εμπόριο!» επειδή χρειάζεται να κινείται ελεύθερα σε κάθε σημείο της υδρογείου για να έχει περισσότερα κέρδη. Αλλά μ' αυτό τον τρόπο, χωρίς να το θέλει, δημιουργείται παγκόσμια κουλτούρα. Σήμερα οι άνθρωποι, περισσότερο απ' όσο ποτέ, διασχίζουν τα σύνορα. Οι ιδέες διασχίζουν κι αυτές τα σύνορα. Κάτι νέο θα βγει απ' όλ' αυτά. Θα δημιουργηθεί παγκόσμια κουλτούρα.

Σταματά να μιλά, μένει σκεφτικός για κάμποσο.

-Όταν πήγαμε στο Παρίσι με τη Τζένη, το 1843, ήμουν εικοσιπέντε χρονών και τότε είχα γράψει πως στη νέα βιομηχανική κοινωνία οι άνθρωποι αποξενώνονται από τη δουλειά τους γιατί τους είναι απεχθής. Αποξενώνονται από τη φύση, γιατί μηχανήματα, καπνός, μυρωδιές και θόρυβος έχουν εισβάλει στις αισθήσεις τους -κι αυτό το λένε πρόοδο. Αποξενώνονται από τους άλλους, γιατί το σύστημα στρέφει τον καθένα εναντίον των υπόλοιπων, σ' έναν αγώνα για επιβίωση. Κι αποξενώνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, ζώντας μια ζωή που δεν είναι δική τους, ζώντας σα να μη θέλουνε στα αλήθεια να ζούνε και τελικά μια καλή ζωή είναι δυνατό να υπάρξει μόνο στα όνειρα, στη φαντασία.
-Αλλά υπάρχει ακόμα δυνατότητα ν' αλλάξουν τα πράματα. Βέβαια, είναι μόνο μια δυνατότητα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αυτό είναι πλέον σαφές. Κάποτε ήμουνα τόσο σίγουρος! Τώρα ξέρω πως όλα μπορούν να συμβούν, όμως πρέπει οι άνθρωποι να ξεσηκωθούν! Μήπως σας ακούγεται υπερβολικά ριζοσπαστικό; Θυμηθείτε: «Ριζοσπαστικός» σημαίνει να ασχολείσαι με τη ρίζα ενός προβλήματος. Κι η ρίζα είμαστε μεις.
-Έχω πρόταση. Φανταστείτε πως έχετε βγάλει καλόγερους. Φανταστείτε πως όταν κάθεστε πονάτε πάρα πολύ και πρέπει αναγκαστικά να σηκωθείτε. Πρέπει να κινηθείτε, πρέπει να δράσετε! Ας σταματήσουμε να μιλάμε για καπιταλισμό και σοσιαλισμό. Ας μιλήσουμε απλά, για το πώς θα χρησιμοποιήσουμε τον απίστευτο πλούτο της γης προς όφελος των ανθρώπων. Δώστε στους ανθρώπους αυτά που χρειάζονται: φαΐ, φάρμακα, καθαρό αέρα, πόσιμο νερό, δέντρα και γρασίδι, ευχάριστα σπίτια να μένουν, μερικές ώρες δουλειάς, μερικές ώρες λεύτερες. Μη ρωτήσετε ποιός τ' αξίζει. Όλοι οι άνθρωποι το αξίζουν.
-Τώρα είναι ώρα να πηγαίνω.
Μαζεύει τα πράγματα του. Ξεκινά να φύγει. Κοντοστέκεται.
-Σας τάραξα που ξαναβρέθηκα ανάμεσα σας; Δείτε το σα μια Δευτέρα Παρουσία. Ο
Χριστός δε μπόρεσε να 'ρθει κι έστειλε τον Μαρξ...

ΑΥΛΑΙΑ

Χάουαρντ Ζιν - Ο Μαρξ στο Σόχο