Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

Τροφή για σκέψη

Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την ελευθερία από τη σκλαβιά.

Περί εκτίμησης αυτών που έχουμε


Περί ρατσισμού

Περί ανθρώπινου εγωισμού 

Περί οπτικής γωνίας

Περί επιτυχίας και πραγματικότητας

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Με δέκα τεχνικές ελέγχουν το μυαλό

1. Η τεχνική της διασκέδασης

Πρωταρχικό στοιχείο του κοινωνικού ελέγχου, η τεχνική της διασκέδασης συνίσταται στη στροφή της προσοχής του κοινού από τα σημαντικά προβλήματα και από τις μεταλλαγές που αποφασίστηκαν από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, με ένα αδιάκοπο καταιγισμό διασκεδαστικών και ασήμαντων λεπτομερειών.
Η τεχνική της διασκέδασης είναι επίσης απαραίτητη για να αποτραπεί το κοινό από το να ενδιαφερθεί για ουσιαστικές πληροφορίες στους τομείς της επιστήμης, της οικονομίας, της Ψυχολογίας, της Νευροβιολογίας και της Κυβερνητικής. «Κρατήστε αποπροσανατολισμένη την προσοχή του κοινού, μακριά από τα αληθινά κοινωνικά προβλήματα, αιχμαλωτισμένη σε θέματα χωρίς καμιά πραγματική σημασία.
Κρατήστε το κοινό απασχολημένο, απασχολημένο, απασχολημένο, χωρίς χρόνο για να σκέφτεται· να επιστρέφει κανονικά στη φάρμα με τα άλλα ζώα». Απόσπασμα από το Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους.

2 . Η τεχνική της δημιουργίας προβλημάτων, και στη συνέχεια παροχής των λύσεων

Αυτή η τεχνική ονομάζεται επίσης «πρόβλημα-αντίδραση-λύση». Πρώτα δημιουργείτε ένα πρόβλημα, μια «έκτακτη κατάσταση» για την οποία μπορείτε να προβλέψετε ότι θα προκαλέσει μια συγκεκριμένη αντίδραση του κοινού, ώστε το ίδιο να ζητήσει εκείνα τα μέτρα που εύχεστε να το κάνετε να αποδεχτεί.
Για παράδειγμα: αφήστε να κλιμακωθεί η αστική βία, ή οργανώστε αιματηρές συμπλοκές, ώστε το κοινό να ζητήσει τη λήψη μέτρων ασφαλείας που θα περιορίζουν τις ελευθερίες του.
Ή, ακόμη: δημιουργήστε μια οικονομική κρίση για να κάνετε το κοινό να δεχτεί ως αναγκαίο κακό τον περιορισμό των κοινωνικών δικαιωμάτων και την αποδόμηση των δημοσίων υπηρεσιών.

3. Η τεχνική της υποβάθμισης

Για να κάνει κάποιος αποδεκτό ένα απαράδεκτο μέτρο, αρκεί να το εφαρμόσει σταδιακά κατά «φθίνουσα κλίμακα» για μια διάρκεια 10 ετών. Μ’ αυτόν τον τρόπο επιβλήθηκαν ριζικά νέες κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες (νεοφιλελευθερισμός) στις δεκαετίες του 1980 και 1990.
Μαζική ανεργία, αβεβαιότητα, «ευελιξία», μετακινήσεις, μισθοί που δεν διασφαλίζουν πια ένα αξιοπρεπές εισόδημα· τόσες αλλαγές, που θα είχαν προκαλέσει επανάσταση, αν είχαν εφαρμοστεί αιφνιδίως και βίαια.

4. Η στρατηγική της αναβολής (Σαλαμοποιήση)

Ένας άλλος τρόπος για να γίνει αποδεκτή μια αντιλαϊκή απόφαση είναι να την παρουσιάσετε ως «οδυνηρή αλλά αναγκαία», αποσπώντας την συναίνεση του κοινού στο παρόν, για την εφαρμογή της στο μέλλον. Είναι πάντοτε πιο εύκολο να αποδεχτεί κάποιος αντί μιας άμεσης θυσίας μια μελλοντική. Πρώτα απ’όλα, επειδή η προσπάθεια δεν πρέπει να καταβληθεί άμεσα.
Στη συνέχεια, επειδή το κοινό έχει πάντα την τάση να ελπίζει αφελώς ότι «όλα θα πάνε καλύτερα αύριο» και ότι μπορεί, εντέλει, να αποφύγει τη θυσία που του ζήτησαν. Τέλος, μια τέτοια τεχνική αφήνει στο κοινό ένα κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να συνηθίσει στην ιδέα της αλλαγής, και να την αποδεχτεί μοιρολατρικά, όταν κριθεί ότι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για την τέλεσή της.

5 . Η στρατηγική του να απευθύνεσαι στο κοινό σαν να είναι μωρά παιδιά

Η πλειονότητα των διαφημίσεων που απευθύνονται στο ευρύ κοινό χρησιμοποιούν έναν αφηγηματικό λόγο, επιχειρήματα, πρόσωπα και έναν τόνο ιδιαιτέρως παιδικό, εξουθενωτικά παιδιάστικο, σαν να ήταν ο θεατής ένα πολύ μικρό παιδί ή σαν να ήταν διανοητικώς ανάπηρος.
Όσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλεται να εξαπατηθεί ο θεατής, τόσο πιο παιδιάστικος τόνος υιοθετείται από τον διαφημιστή. Γιατί; «Αν [ο διαφημιστής] απευθυνθεί σε κάποιον σαν να ήταν παιδί δώδεκα ετών, τότε είναι πολύ πιθανόν να εισπράξει, εξαιτίας του έμμεσου και υπαινικτικού τόνου, μιαν απάντηση ή μιαν αντίδραση τόσο απογυμνωμένη από κριτική σκέψη, όσο η απάντηση ενός δωδεκάχρονου παιδιού». Απόσπασμα από το «Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους».

6 . Η τεχνική του να απευθύνεστε στο συναίσθημα μάλλον παρά στη λογική     

Η επίκληση στο συναίσθημα είναι μια κλασική τεχνική για να βραχυκυκλωθεί η ορθολογιστική ανάλυση, επομένως η κριτική αντίληψη των ατόμων. Επιπλέον, η χρησιμοποίηση του φάσματος των αισθημάτων επιτρέπει να ανοίξετε τη θύρα του ασυνείδητου για να εμφυτεύσετε ιδέες, επιθυμίες, φόβους, παρορμήσεις ή συμπεριφορές…

7. Η τεχνική του να κρατάτε το κοινό σε άγνοια και ανοησία

Συνίσταται στο να κάνετε το κοινό να είναι ανίκανο να αντιληφθεί τις τεχνολογίες και τις μεθοδολογίες που χρησιμοποιείτε για την υποδούλωση του. «Η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις πρέπει να είναι πιο φτωχή, ώστε η τάφρος της άγνοιας που χωρίζει τις κατώτερες τάξεις από τις ανώτερες τάξεις να μη γίνεται αντιληπτή από τις κατώτερες». Απόσπασμα από το «Όπλα με σιγαστήρα για ήσυχους πολέμους».

8. Η τεχνική του να ενθαρρύνεις το κοινό να αρέσκεται στη μετριότητα

Συνίσταται στο να παρακινείς το κοινό να βρίσκει «cool» ό,τι είναι ανόητο, φτηνιάρικο και ακαλλιέργητο.

9. Η τεχνική του να αντικαθιστάς την εξέγερση με την ενοχή

Συνίσταται στο να κάνεις ένα άτομο να πιστεύει ότι είναι το μόνο υπεύθυνο για την συμφορά του, εξαιτίας της διανοητικής ανεπάρκειάς του, της ανεπάρκειας των ικανοτήτων του ή των προσπαθειών του. Έτσι, αντί να εξεγείρεται εναντίον του οικονομικού συστήματος, απαξιώνει τον ίδιο τον εαυτό του και αυτό-ενοχοποιείται, κατάσταση που περιέχει τα σπέρματα της νευρικής κατάπτωσης, η οποία έχει μεταξύ άλλων και το αποτέλεσμα της αποχής από οποιασδήποτε δράση. Και χωρίς τη δράση, γλιτώνετε την επανάσταση!

10. Η τεχνική του να γνωρίζεις τα άτομα καλύτερα από όσο γνωρίζουν τα ίδια τον εαυτό τους

Στη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών, οι κατακλυσμιαία πρόοδος της επιστήμης άνοιξε μια ολοένα και πιο βαθιά τάφρο ανάμεσα στις γνώσεις του ευρέως κοινού και στις γνώσεις που κατέχουν και χρησιμοποιούν οι ιθύνουσες ελίτ.
Χάρη στη Βιολογία, τη Νευροβιολογία και την εφαρμοσμένη ψυχολογία, το «σύστημα» έφτασε σε μια εξελιγμένη γνώση του ανθρώπινου όντος, και από την άποψη της φυσιολογίας και από την άποψη της ψυχολογίας.
Το σύστημα έφτασε να γνωρίζει τον μέσο άνθρωπο καλύτερα απ’ όσο γνωρίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων, το σύστημα ασκεί έναν πολύ πιο αυξημένο έλεγχο και επιβάλλεται με μια μεγαλύτερη ισχύ επάνω στα άτομα απ’ όσο τα άτομα στον ίδιο τον εαυτό τους.

Νόαμ Τσόμσκι, συλλογή συνεντεύξεων

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Η κοινωνία του θεάματος

1
Άπασα η ζωή των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχούν οι σύγχρονες συνθήκες παραγωγής προαναγγέλλεται ως μια απέραντη συσσώρευση θεαμάτων. Ό,τι υπήρξε άμεσο βίωμα έχει απομακρυνθεί σε μια παράσταση.

2
Οι εικόνες που αποσπάσθηκαν από κάθε όψη της ζωής, συγχωνεύονται σε μια κοινή πορεία όπου η ενότητα αυτής της ζωής δεν είναι δυνατό πλέον να αποκατασταθεί. Η αποσπασματικά θεωρημένη πραγματικότητα εκτυλίσσεται εντός της ίδιας της γενικής ενότητας ως ένας κεχωρισμένος ψευδόκοσμος, αντικείμενο της μοναδικής παρατήρησης. Η εξειδίκευση των εικόνων του κόσμου επανευρίσκεται ολοκληρωμένη, εντός του κόσμου της αυτονομημένης εικόνας, όπου το ψευδές εξαπάτησε τον ίδιο του τον εαυτό. Το θέαμα, γενικά, ως συγκεκριμένη αντιστροφή της ζωής, είναι η αυτόνομη κίνηση του μη-ζώντος.  

3
Το θέαμα παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως η ίδια η κοινωνία, ως ένα μέρος της κοινωνίας και ως όργανο ενοποίησης. Ως μέρος της κοινωνίας είναι ρητά ο τομέας ο συγκεντρώνων παν βλέμμα και πάσα συνείδηση. Επειδή ακριβώς αυτός ο τομέας είναι διαχωρισμένος, είναι ο τόπος του εξαπατηθέντος βλέμματος και της ψευδής συνείδησης. Και η ενοποίηση που επιτελεί δεν είναι τίποτε άλλο από την επίσημη γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού.

4
Το θέαμα δεν είναι σύνολο εικόνων αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες.

Οι πρώτες τέσσερις θέσεις από τις 221 συνολικά θέσεις που συγκεντρώνονται κάτω από τον τίτλο "Η κοινωνία του θεάματος" του Γκυ Ντεμπόρ.
Οι κυριότερες επιπτώσεις της κοινωνίας του θεάματος μεταξύ άλλων:
Η πρώτη είναι η αποξένωση των ανθρώπων από την προσωπική εμπειρία και που αν και φαίνεται αυτό να αντισταθμίζεται από τις τεράστιες δυνατότητες επικοινωνίας που προσφέρει, τελικά εντείνει την ηθική τους απομόνωση τους από την πραγματικότητα και από τον εαυτό τους.
Η δεύτερη επίπτωση είναι ότι επιφέρει μια ενότητα στο τι βλέπουμε και ποθούμε σαν θεατές , αλλά έναν διαχωρισμό στο πως καταναλώνουμε. Ενώ μοιραζόμαστε όλοι το ίδιο όνειρο, η απόλαυση είναι ξεκάθαρα ιδιωτική. Ενώ προσφέρει μια παγκόσμια κοινότητα, όπου δεν έχει σημασία αν είσαι Άγγλος, Λατινοαμερικάνος η Βιετναμέζος ωστόσο διακηρύσει πόσο ξεχωριστός δυνητικά είσαι εσύ σε σχέση με τους άλλους.
Τρίτο είναι ότι δίνει την αίσθηση στις κοινωνίες μας ότι ζούνε σε ένα διαρκές ανεξάντλητο παρόν. Η μόδα, ο κινηματογράφος, η μουσική δανείζονται εικόνες ή σύμβολα από μια παλέτα ιστορικών  αναφορών του παρελθόντος ή ενός πιθανού μέλλοντος. Ιστορικές στιγμές “ξαναγράφονται” για αισθητικούς ή πολιτικούς λόγους. Κάτω από μια τέτοια οπτική η αίσθηση ιστορικότητας και εξέλιξης στην κοινωνία ξεθωριάζει. Η καθημερινή υποδοχή του οποιοδήποτε “νέου” και “καινοτόμου” προιόντος καθιστά ανέφικτο τον στοχασμό για το τι είναι όντος νέο και παλιό.

Θέση νούμερο 9: Εντός του πραγματικά ανεστραμμένου κόσμου, το αληθινό είναι μόνο μια στιγμή του ψεύδους.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Μπόρχες, 7 αποφθέγματα

Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης.

Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο.

Χτίζεις στην άμμο και χτίζοντας και ξαναχτίζοντας κάνεις την άμμο πέτρα.

Ο χρόνος είναι η τίγρη που με καταβροχθίζει, αλλά εγώ είμαι η τίγρη.

Το πρωτότυπο δεν είναι ποτέ πιστό στη μετάφραση.

Η Ποίηση θυμάται ότι ήταν μια προφορική τέχνη, προτού γίνει γραπτή τέχνη.

Να είμαι μαζί σου και να μην είμαι μαζί σου είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να μετρώ το χρόνο.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Φωνές...ξανά

Το σήμερα τελειώνει, το αύριο τελειώνει· μονάχα το χτες δεν τελειώνει.

Πιστεύουν πως το να κινείσαι είναι να ζεις. Και κινούνται, όχι για να ζουν. Κινούνται για να πιστέψουν.

Το να είσαι με κάποιον αληθινός, είναι σχεδόν θαύμα.

Οι αλυσίδες που πιο πολύ μας δένουν είναι οι αλυσίδες που έχουμε σπάσει.

Καθαρίζεσαι, καθαρίζεσαι… Προσοχή! Μπορεί να μη μείνει τίποτα!.

 Αν δεν σηκώνεις τα μάτια, θα πιστέψεις πως είσαι στο πιο υψηλό
σημείο.

Όποιος με κρατάει από μια κλωστή, δεν είναι δυνατός· δυνατή είναι η κλωστή.

Ο άνθρωπος δεν πάει σε κανένα μέρος. Όλα έρχονται στον άνθρωπο, όπως το αύριο.

Έπεσα σαν φτερό για να μη σε πονέσω.

Αντόνιο Πόρτσια-Φωνές / 9 από τις 1.082 

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Γυναίκες

Αν είχε γράψει η Εύα τη Γένεση, πώς να ήταν άραγε η πρώτη νύχτα έρωτα του ανθρώπινου γένους; Η Εύα θα άρχιζε δηλώνοντας πως δεν είχε γεννηθεί από κανένα παΐδι, ότι δεν γνώριζε κανέναν όφι, ότι δεν πρόσφερε μήλα σε κανέναν και ότι ο Θεός δεν της είπε ποτέ ότι θα κοιλοπονάει στη γέννα κι ότι ο άντρας θα είναι το αφεντικό. Ολα αυτά είναι σκέτα ψέματα, δηλώσεις του Αδάμ στον Τύπο...

Η ναυμαχία της Σαλαμίνας έγινε πέντε αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού. Η Αρτεμισία, η πρώτη γυναίκα ναύαρχος της παγκόσμιας ιστορίας, είχε προειδοποιήσει τον Ξέρξη, τον βασιλιά της Περσίας: το στενό της Σαλαμίνας δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για τα βαριά περσικά πλοία που θα πολεμούσαν τις ευέλικτες ελληνικές τριήρεις.
Ο Ξέρξης δεν την άκουσε. Ομως κατά τη διάρκεια της μάχης, όταν ο στόλος του είχε υποστεί βαρύ πλήγμα, αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη διοίκηση στα χέρια της Αρτεμισίας, κι έτσι μπόρεσε να σώσει τουλάχιστον κάποια πλοία και κάτι από την τιμή του. Ο Ξέρξης, ντροπιασμένος, παραδέχτηκε: «Οι άνδρες έγιναν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες». Στο μεταξύ, μακριά από εκεί, ένα παιδί με το όνομα Ηρόδοτος έκλεινε τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του. Αργότερα, θα διηγιόταν αυτή την ιστορία.

Η Αφροδίτη ήταν η πρώτη γυμνή γυναίκα στην ιστορία της ελληνικής γλυπτικής. Ο Πραξιτέλης τη σμίλεψε με τον χιτώνα πεσμένο στα πόδια της, αλλά η Κως απαίτησε από τον γλύπτη να την ντύσει.
Ομως μια άλλη πόλη, η Κνίδος, την καλωσόρισε προσφέροντάς της έναν βωμό. Και στην Κνίδο έζησε η πιο γυναικεία θεά, η πιο θεϊκή γυναίκα. Μολονότι κλειδωμένη και καλά φυλαγμένη, οι φύλακες δεν μπορούσαν να αποτρέψουν την εισβολή ορισμένων τρελά ερωτευμένων μαζί της. Κάποια μέρα, μην αντέχοντας άλλο την παρενόχληση, η Αφροδίτη το ’σκασε...

Ολη η εξουσία στις συνοικίες. Κάθε συνοικία ήταν μια συνέλευση. Και παντού γυναίκες: εργάτριες, μοδίστρες, φουρνάρισσες, μαγείρισσες, ανθοπώλισσες, παραμάνες, καθαρίστριες, σιδερώτριες, σερβιτόρες. Ο εχθρός αποκαλούσε pétroleuses, δηλαδή φλογοβόλες, εκείνες τις φλογερές γυναίκες που απαιτούσαν τα δικαιώματα που αρνιόταν να τους δώσει η κοινωνία, η οποία όμως απαιτούσε τόσα πολλά από αυτές. Ενα από τα αιτήματα ήταν η γυναικεία ψήφος.
Στην προηγούμενη επανάσταση, του 1848, η κυβέρνηση της Κομμούνας το είχε αρνηθεί με οχτακόσιες ενενήντα εννέα ψήφους κατά και μία υπέρ (ομοφωνία πλην ενός).
Η δεύτερη Κομμούνα συνέχιζε να κωφεύει στα αιτήματα των γυναικών, όμως τον λίγο καιρό που διήρκεσε οι γυναίκες συμμετείχαν σε όλες τις δημόσιες συζητήσεις, ύψωναν οδοφράγματα, φρόντιζαν τους λαβωμένους, τάιζαν τους στρατιώτες, έπαιρναν τα όπλα των σκοτωμένων κι έπεφταν πολεμώντας, με το κόκκινο μαντίλι στον λαιμό, που ήταν το μόνο διακριτικό της στολής τους.
Στη συνέχεια, με την ήττα, όταν ήρθε η ώρα να εκδικηθεί η προσβεβλημένη εξουσία, τα στρατιωτικά δικαστήρια δίκασαν πάνω από χίλιες γυναίκες. Μία από τις καταδικασμένες που εκτοπίστηκαν ήταν και η Λουίζ Μισέλ.
Η αναρχική δασκάλα είχε προσχωρήσει στον αγώνα με μια παλιά καραμπίνα, και στη μάχη είχε κερδίσει ένα ολοκαίνουργιο Ρέμινγκτον. Στις τελευταίες ταραχές γλίτωσε τον θάνατο, αλλά την έστειλαν πολύ μακριά, στο νησί Νέα Καληδονία…

Δεν με παίρνει ο ύπνος. Μια γυναίκα διασχίζει διαρκώς τα βλέφαρά μου. Αν μπορούσα, θα της έλεγα να φύγει, όμως μια γυναίκα διασχίζει διαρκώς το λαρύγγι μου.

"Οι γυναίκες" του Εντουάρντο Γκαλεάνο

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

Διάφανα

Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Τέκνα της ανάγκης

«Μια λαϊκή παράδοση διασώζεται μόνον εν αγνοία των σωτήρων της».
Αυτό σημαίνει ότι η ιστορία των λαών γράφεται από την Ανάγκη – και από τίποτε άλλο. Η γιαγιάκα που ύφαινε στον αργαλειό της μάλλινα κλινοσκεπάσματα δεν το έκανε για να διατηρήσει ζωντανή κάποια παράδοση˙ το έκανε γιατί, αφενός, είχε το μαλλί, είχε τον αργαλειό και ήξερε τη σχετική τέχνη και γιατί, αφετέρου, δεν είχε λεφτά να αγοράσει έτοιμο κλινοσκέπασμα. Εκείνο που την ένοιαζε ήταν να ζεστάνει τα παιδιά της και όχι να κρατήσει το έθιμο. Γινόταν έτσι φορέας μιας παμπάλαιας παράδοσης χωρίς απαραιτήτως να το ξέρει. Τα εκθέματα των λαογραφικών μουσείων δεν διασώζουν, στην πραγματικότητα, καμιά παράδοση. Τι κάνουν τότε; Ας απαντήσει ο Μίλτος Σαχτούρης: «Μόνο σταυρούς σε μνήματα καρφώνουν»...
Κλαις σιωπηλά, δεν βγάζεις φωτογραφίες ούτε μαζεύεις ενθυμηματα, δεν έχεις ανάγκη αναμνηστικά για να θυμάσαι τον εαυτό σου.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Κουτσό

Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά κι από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται με τα χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Κι όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ΄ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονα ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν΄ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.

απόσπασμα από Το κουτσό - Χούλιο Κορτάσαρ

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Στην ακτή

Μια σκοτεινή, πανταχού παρούσα λίμνη.
Πιθανόν να ήταν πάντοτε εκεί, κρυμμένη κάπου. ΄Όταν όμως έρχεται η ώρα, αναδύεται αθόρυβα και παγώνει κάθε κύτταρο του σώματός σου. Βυθίζεσαι μέσα σ΄ αυτό το βασανιστικό κατακλυσμό και αγωνίζεσαι να πάρεις ανάσα. Κολλάς σ΄ ένα άνοιγμα κάπου στο ταβάνι, αγωνίζεσαι, αλλά ο αέρας που κατορθώνεις να ανασάνεις είναι καυτός και καίει το λαιμό σου. Νερό και δίψα, πάγος και λάβα: αυτά τα αντίθετα στοιχεία συνδυάζονται για να σε βασανίσουν. Ο κόσμος είναι απέραντος, αλλά το μέρος που είναι για σένα – και δε χρειάζεται να είναι πολύ μεγάλο – δεν υπάρχει πουθενά. Αναζητάς μια φωνή, αλλά τι είναι αυτό που σου απαντάει; Η σιωπή. Το μόνο που ακούς ξανά και ξανά και ξανά είναι τη φωνή αυτού του οιωνού. Υπάρχουν φορές που ετούτη η προφητική φωνή θέλει να ξεκλειδώσει το μυστικό που κρύβεται μέσα στον εγκέφαλό σου. Η καρδιά σου είναι σαν ένα μεγάλο ποτάμι ύστερα από μια μεγάλη βροχερή περίοδο, ένα ποτάμι που οι όχθες του ξεχειλίζουν. ΄Ολοι οι οδοδείκτες που κάποτε ορθώνονταν στο χώμα έχουν εξαφανιστεί, μούσκεψαν και παρασύρθηκαν από τα νερά. Η βροχή συνεχίζει να μαστιγώνει την επιφάνεια του νερού. Κάθε φορά που βλέπεις τέτοια πλημμύρα στις ειδήσεις, λες στον εαυτό σου:   Αυτή είναι.  Αυτή είναι η καρδιά μου.

Φαντάσου ένα τραίνο που κινείται πάνω στις ράγες. Το φορτίο σε κάποιο βαγόνι εξαφανίζεται. ΄Ένα βαγόνι που μένει άδειο εσωτερικά – αυτό είναι απώλεια. Όταν ολόκληρο το βαγόνι εξαφανιστεί, είναι έλλειψη. Υπάρχει επομένως σημαντική διαφορά ανάμεσα στην απώλεια μνήμης και στην έλλειψη μνήμης.

Τα περισσότερα γεγονότα ξεχνιούνται με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα και ο ίδιος ο πόλεμος, ο αδυσώπητος αγώνας που δώσαμε για να κρατηθούμε στη ζωή, τώρα μοιάζει με μακρινή ανάμνηση. Είμαστε τόσο παγιδευμένοι στην καθημερινότητά μας, ώστε τα γεγονότα του παρελθόντος, όπως τα άστρα που έχουν σβήσει, δεν ακολουθούν πλέον την τροχιά της σκέψης μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτόμαστε καθημερινά, τόσο πολλά όσα πρέπει να μάθουμε… ΄Οσος χρόνος κι αν περάσει όμως, ανεξάρτητα του τι μεσολαβεί, υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μπορούμε να τα πετάξουμε στη λήθη, μνήμες που αρνούνται να σβηστούν. Παραμένουν πάντα μέσα μας, σαν λυδία λίθος και για μένα ό,τι συνέβη στο δάσος εκείνη την ημέρα είναι ένα από αυτά.

Είναι όλα θέμα φαντασίας. Η ευθύνη μας αρχίζει μαζί με την ικανότητά μας να φανταζόμαστε. ΄Όπως είπε και ο Γέιτς: Στα όνειρα αρχίζει η ευθύνη. Αν το αντιστρέψεις, θα μπορούσες να πεις ότι αν δεν υπάρχει η ικανότητα της φαντασίας, δεν υπάρχει ευθύνη.

Φοβάσαι τη φαντασία. Και ακόμη περισσότερο τα όνειρα. Φοβάσαι την ευθύνη που αρχίζει από τα όνειρα. ΄Όταν είσαι ξύπνιος, μπορείς να καταπιέσεις τη φαντασία. Δεν μπορείς όμως να καταπιέσεις τα όνειρα.

Υπάρχει μονάχα ένα είδος ευτυχίας, αλλά η δυστυχία εισβάλλει με πολλές μορφές και μεγέθη. Είναι αυτό που είπε ο Τολστόι: η ευτυχία είναι μια αλληγορία, η δυστυχία είναι μια ιστορία.

-Οι αναμνήσεις σε ζεσταίνουν εσωτερικά, αλλά και σε διαλύουν επίσης.
-Το μόνο που καταλαβαίνω είναι το παρόν (Νακάτα)
-Εγώ ακριβώς το αντίθετο (μις Σαέκι)

Χαρούκι Μουρακάμι - Ο Κάφκα στην Ακτή αποσπάσματα

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Ερωτικές σκηνές

Από ετούτη τη στιγμή εγώ, άσχετα με το αν αυτή πράγματι το διαβάζει στα κρυφά ή όχι, θα θεωρήσω πως το κάνει και θα γράφω αυτό το ημερολόγιο με την αίσθηση ότι της μιλάω.

Μπήκα μέσα ταραγμένος, φλεγόμενος ολόκληρος από τις προθέσεις. Πήγα κοντά της σιγά-σιγά, σαν να αποκάλυπτα ένα παράνομο μυστικό. Τότε γύρισε και στάθηκε απέναντί μου. Κοιταχτήκαμε, σαν να αναγνωρίζαμε ο ένας στην όψη του άλλου το μοναδικό πλάσμα στη γη. Όσο για μένα ήμουνα βέβαιος: δε μου έφτανε μια ολόκληρη ζωή για να ατενίζω εκείνα τα μάτια. Οι στάχτες που μισοκοιμόντουσαν στα μάτια της τώρα, άναβαν, γίνονταν πυρκαγιά. Το δάχτυλο μου άγγιξε την γωνία του στόματός της. Πρώτα άγγιξα τα δόντια της, μετά αισθάνθηκα το σάλιο της. Σάλιο καυτό, δεν ήταν μόνο το δάχτυλο μου, ήμουν εγώ ολόκληρος που εισέδυα σ' αυτή την υδάτινη σπηλιά. Άλλο ένα δάχτυλο εισχώρησε στο εσωτερικό της, νευρικό από την πολλή χαρά. Εκεί έξω η θάλασσα άφριζε, λυσσομανούσε. Ο άνεμος ξέσπασε με μεγαλύτερη μανία, τα κύματα άρχισαν να σαρώνουν τα πάντα χωρίς σεβασμό. Ακόμα κι εκεί στην ασφάλεια της κάμαράς μας, το νερό κυλούσε. Ούτε που το προσέχαμε καθόλου. Ο κόσμος είχε χαθεί και η θάλασσα δεν είχε καμιά σημασία. Τα βρεγμένα χέρια της Φαρίδα παραμέρισαν τα ρούχα, τα δάχτυλα της ήταν από νερό. Ξάπλωσε στο σιδερένιο πάτωμα. Βυθιστήκαμε με χειρονομίες πνιγμένων. Τα κύματα λίκνιζαν τα κορμιά μας σ' ένα γλυκό πηγαινέλα. Οι δυο μας είχαμε γίνει ένα, ένα νησί που αναδύεται από το απέραντο τίποτα.

Η νύχτα ήταν γαλήνια...Σιγά-σιγά χαλάρωσε ο κόμπος που έσφιγγε το μυαλό του Φρανσίσκο. Ένιωσε την ομορφιά του ουρανού, τη γλυκιά θαλπωρή της γης, την έντονη μυρωδιά της εξοχής, την επαφή της Ιρένε πάνω στο κορμί του...Εκείνη πρόσεξε την αλλαγή στο ρυθμό της ανάσας του, σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.... Σε μιαν αστραπή σύνεσης ο Φρανσίσκο κατάλαβε πως δεν έπρεπε να υποκύψει στην παρόρμηση να κυλιστεί αμέσως μαζί της στο χώμα βγάζοντάς της βίαια τα ρούχα και σκίζοντας τις ραφές τους στο παραλήρημα της βιασύνης του....Έλυσε τα κορδόνια από τα σανδάλια της και φανερώθηκαν τα παιδικά της πόδια, που βάλθηκε να χαϊδεύει αναγνωρίζοντάς τα, γιατί τα είχε ονειρευτεί αθώα κι ανάλαφρα...(η Ιρένε) ποτέ δεν είχε χαρεί με τόση αγαλλίαση το πανηγύρι των αισθήσεων, πάρε με, κούρσεψέ με, δέξου με, γιατί με τον ίδιο τρόπο σε παίρνω, σε κουρσεύω, σε δέχομαι κι εγώ...Ξύπνησαν με τις πρώτες λάμψεις της αυγής και τη φασαρία των σπουργιτιών, έκθαμβοι από το σμίξιμο των κορμιών και τη συνενοχή του νου τους...

... Βλέποντας τον νεαρό, η Μπλάνκα κατακοκκίνησε απότομα. Όλους αυτούς τους μήνες που είχαν περάσει χώρια, εκείνος είχε ψηθεί μες στη σκληρή δουλειά για να γίνει άντρας και εκείνη, αντίθετα, ήταν κλεισμένη μες στους τοίχους του σπιτιού, και στις καλόγριες, προστατευμένη από τις δυσκολίες της ζωής... Ανέπνευσε την καινούργια του μυρουδιά, τρίφτηκε πάνω στο άγριο δέρμα του, έπιασε εκείνο το λιγνό και αδύνατο κορμί και ένιωσε μια μεγαλειώδη και ολοκληρωτική γαλήνη, που δεν έμοιαζε καθόλου με την αναστάτωση που είχε πιάσει εκείνον...κι έπεσαν γονατιστοί, καθώς φιλιόντουσαν απελπισμένα και ύστερα κύλησαν πάνω στο μαλακό κρεβάτι της μουσκεμένης γης. Ανακάλυπταν ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά και δεν είχαν τίποτα να πουν... Το φεγγάρι διέσχισε όλο τον ορίζοντα, αλλά εκείνοι δεν το είδαν..

Χτες είχαμε Πανσέληνο. Το Φεγγάρι εδώ είναι τόσο εξωπραγματικά μεγάλο που τρομάζει τους ανθρώπους και τους κάνει να κρύβονται στα σπίτια τους. Πιάνει το μισό ουρανό και τα βάφει όλα κόκκινα. Εδώ το Φεγγάρι είναι και άντρας και γυναίκα - ανδρόγυνο. Είναι ο πραγματικός άντρας όλων των γυναικών, όπως πιστεύουν οι Μαορί, ο φαλλός του φεγγαρογέννητου Έρωτα, στις φαλλικές λατρείες της αρχαιότητας και ταυτόχρονα η "Σφαίρα", το σύμβολο των Ορφικών Μυστηρίων και η Dea Mea ... Αλλά όταν είναι γεμάτο, όπως τώρα, είναι κυρίως θηλυκό - έτσι πίστευαν οι αρχαίοι. Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκα ότι οι άλλοι είχαν σκορπιστεί κι ότι ήμουν μόνος στη μέση της ταράτσας, όρθιος με τα χέρια ψηλά, να την καλώ: Έλα, έλα ... Την περίμενα σαν την πιο φανταστική γκόμενα. Και ήταν. Ήταν η μάνα μου, ήταν όλες οι γυναίκες μαζί, κι εγώ κι εσύ ... Φαλλός και Μήτρα. Το Σύμπαν. Και τότε άρχισε να ξεπροβάλλει πίσω από το σκοτεινό βουνό, πρώτα σαν μία λεπτή φέτα από φως που μεγάλωνε και στρογγύλευε και γέμιζε τον ουρανό σαν τεράστιος δίσκος ... Φλέρταρα μαζί της. Την προκαλούσα. Φως στο φως, αίμα στο αίμα, σάρκα στη σάρκα ... Παραληρούσα. Γελούσα, τραγουδούσα, χόρευα, ξεφώνιζα, μούγγριζα ... Τα ρούχα είχαν πέσει από πάνω μου και τρόμαξα βλέποντας τη φοβερή στύση μου. Ποτισμένος στον ιδρώτα, μέσα σ΄ένα πραγματικό ντελίριο που δεν είχα ξαναδοκιμάσει, έβλεπα εσένα κι εμένα στο πρόσωπο του Φεγγαριού, ένα θηλύμορφο αρσενικό Φεγγάρι, και καθώς χόρευα και τραγουδούσα και φώναζα, η μανία μου μεγάλωνε και φούντωνε ώσπου έπεσα πάνω στη στοίβα με τα ρούχα μου, στο πάτωμα, σφαδάζοντας. Ήταν ένας οργασμός που ποτέ δεν θα μπορέσω να σου περιγράψω την έντασή του. Να λοιπόν που κάναμε έρωτα, Χριστίνα. Όχι τον φτωχό έρωτα που θα κάναμε αν ανταποκρινόμουν στις κρυφές και φανερές μας επιθυμίες, αλλά έναν έρωτα που ήταν μοναδική κι ανεπανάληπτη εμπειρία. Ήταν κάτι που εσύ κι εγώ, σαν δυο ξεχωριστά κορμιά πάνω σ΄ένα κρεβάτι, δε θα μπορούσαμε να είχαμε πραγματοποιήσει ποτέ

Ξαναφιληθήκαμε. Κι αυτή την φορά το φιλί μας ήταν μακρόσυρτο και πεινασμένο και σκληρό κι οι μύες στην πλάτη της κινούνταν με έναν ζωώδη τρόπο....Δεν είχα αγκαλιάσει ποτέ κορμί που να ταιριάζει στο δικό μου όπως ταίριαζε το δικό της. Κάθε καμπύλη και κάθε κοίλωμα συνενωνόταν σχηματίζοντας ένα τέλειο σύνολο. Η γλώσσα της ήταν γλυκιά. Έγδερνε το εσωτερικό του στόματός μου, ώσπου το μόνο πράγμα που ήθελα στον κόσμο ήταν να ξαναμπώ στο αυτοκίνητο και να τελειώσω προτού εκραγώ πάνω της...Το φιλί ήταν μανιασμένο, συναρπαστικό και μ' έκανε να νιώσω μια δόση τρέλας ν' απλώνεται ανάμεσά μας σαν λεπτό πυρακτωμένο σύρμα.

Σ΄αγαπώ μ΄ένα τρόπο φοβερό. Φοβερό με την έννοια της αλλήθωρης αντίθεσης όλης της ηθικής, που κάνει πάλι όλη την ηθική προσωποποίηση των επτά θανάσιμων αρετών

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Ζαν Μισέλ Γκενασιά

Δεν γνώριζα ούτε τον τίτλο, ούτε τον συγγραφέα του μυθιστορήματος. Ξεφυλλίζοντάς το, στάθηκα τυχαία σε μια παράγραφο. Διάβασα τρία αποσπάσματα, τα οποία απείχαν μεταξύ τους γύρω στις πενήντα σελίδες. Η ανάγνωση έχει κάτι το μεταφυσικό. Πριν διαβάσεις ένα βιβλίο, μαντεύεις κατευθείαν αν θα σου αρέσει ή όχι. Το μυρίζεις, το διαισθάνεσαι, αναρωτιέσαι αν αξίζει να του αφιερώσεις το χρόνο σου. Είναι η αόρατη αλχημεία των σημαδιών πάνω στο χαρτί, που εντυπώνονται στο μυαλό μας. Κάθε βιβλίο είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το που βλέπουμε έναν άνθρωπο, καταλαβαίνουμε αν θα γίνει φίλος μας ή όχι.

Αναβάλλουμε, περιμένοντας τη στιγμή που θα είμαστε καλύτερα, κι έτσι περνούν οι μέρες και τα χρόνια, με τις υποσχέσεις να μένουν ανεκπλήρωτες ή και να ξεχνιούνται.

Αποφεύγουμε να λέμε στα παιδιά τι έγινε πριν γεννηθούν. Αρχικά είναι πολύ μικρά για να καταλάβουν, ύστερα είναι πολύ μεγάλα για ν’ ακούσουν, μετά δεν έχουν καιρό για τέτοια, ώσπου στο τέλος είναι πια πολύ αργά Αυτά έχουν οι οικογένειες. Ζεις με ανθρώπους που νομίζεις ότι τους γνωρίζεις, όμως είστε τελείως άγνωστοι. Ζητάμε θαύματα απ’ τους δεσμούς αίματος: μια αρμονική συνύπαρξη που είναι εντελώς ανέφικτη· απόλυτη εμπιστοσύνη· σχέσεις που μένουν αναλλοίωτες στον χρόνο. Παραμυθιαζόμαστε με τα ψέμα της συγγένειας.

Η δημοκρατία δεν είναι παρά μια απάτη που επινόησε η αστική τάξη για να έχει τον μόνιμο έλεγχο του συστήματος. Πρέπει να τα τινάξουμε όλα στον αέρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς συζήτηση. Οι ατομικές ελευθερίες είναι παγίδες και χίμαιρες. Τι να την κάνεις την ελευθερία έκφρασης, αν παίρνεις έναν μισθό της πείνας και ζεις σε συνθήκες εξαθλίωσης; Μπορεί να λες ελεύθερα τι σκέφτεσαι, ν’ απολαμβάνεις τις λεγόμενες θεμελιώδεις ελευθερίες της ψευτο-δημοκρατίας κι η ζωή σου να ’ναι κόλαση. Έγιναν επαναστάσεις και πόλεμοι. Κυβερνήσεις ανατράπηκαν. Τίποτα δεν αλλάζει. Τα θύματα της εκμετάλλευσης είναι πάντοτε τα ίδια.

αποσπάσματα από το βιβλίο, Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων 

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Μια ερωτική ιστορία

Τη σκιά σου σμιλεύω

Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.

Ύστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ' αγκαλιάσω.

Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.

Έτσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.

Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.

Me Estoy Labrando Tu Sombra

Me estoy labrando tu sombra.
La tengo ya sin los labios,
rojos y duros: ardían.
Te los habría besado
aun mucho más.

Luego te paro los brazos,
rápidos, largos, nerviosos.
Me ofrecían el camino
para que yo te estrechara.

Te arranco el color, el bulto.
Te mato el paso. Venías
derecha a mí. Lo que más
pena me ha dado, al callártela,
e tu voz. Densa, tan cálida,
más palpable que tu cuerpo.
Pero ya iba a traicionarnos.

Así
mi amor está libre, suelto,
con tu sombra descarnada.
Y puedo vivir en ti
sin temor
a lo que  yo más deseo,
con tu sombra descarnada.
Y puedo vivir en ti
sin temor
a lo que yo mas deseo,
a tu beso, a tus abrazos.
Estar ya siempre pensando
en los labios, en la voz,
en el cuerpo,
que yo mismo te arranqué
para poder, ya sin ellos,
quererte.

¡Yo, que los quería tanto!
Y estrechar sin fin, sin pena
-mientras se va inasidera,
con mi gran amor dentrás,
la carne por su camino-
tu solo cuerpo posible:
tu dulce cuerpo pensado.

Το να σε σκέφτομαι απόψε

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,

απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.

Pensar En Ti Esta Noche

Pensar en ti esta noche
no era pensarte con mi pensamiento,
yo solo, desde mí. Te iba pensando
conmigo extensamente, el ancho mundo.

El gran sueño del campo, las estrellas,
callado el mar, las hierbas invisibles,
solo presentes en perfumes secos,
todo,
de Aldebarán al grillo te pensaba.

¡qué sosegadamente
se hacía la concordia
entre las piedras, los luceros,
el agua muda, la arboleda tremula,
todo lo inanimado,
y el alma mía
dedicándolo a ti! Todo acudia
dócil a mi Ilamada, a tu servicio,
ascendido a intención y a fuerza amante.

Concurrían las luces y las sombras
a la luz de quererte; concurrian
el gran silencio, por la tierra, plano,
suaves voces de nube, por el cielo,
al cántico hacia ti que en mi cantaba.
Una conformidad de mundo y ser,
de afán y tiempo, inverosímil tregua,
se entraba en mí, como la dicha entra
cuando llega sin prisa, beso a beso.
Y casi
dejé de amarte por amarte más,
en más que en mí, confiando inmensamente
ese empleo de amar a la gran noche
errante por el tiempo y ya cargaga
de misión, misionera
de un amor vuelto estrellas, calma, mundo,
salvado ya del miedo
al cadáver que queda si se olvida.

Μνήμη στα χέρια

Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
'Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.

Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
'Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας, 
την αόρατη παρουσία.
Έτσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.

La Memoria En Las Manos

Hoy son las manos la memoria.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.

Recuerdo de un piedra
que hubo junto a un arroyo
y que cogimos distraídamente
sin darnos cuenta de nuestra ventura.
Pero su peso áspero,
sentir nos hace que por fin cogimos
el fruto más hermoso de los tiempos.
A tiempo sabe
el peso de una piedra entre las manos.
En una piedra está
la paciencia del mundo, madurada despacio.
Incalculable suma
de dias y de noches, sol y agua
la que costó esta forma torpe y dura
que acariciar no sabe y acompaña
tan sólo con su peso, oscuramente.
Se estuvo siempre quieta,
sin buscar, encerrada,
en una voluntad densa y constante
de no volar como la mariposa,
de no ser bella, como el lirio,
para salvar de envidias su pureza.
Cuántos esbeltos lirios, cuántas gráciles
libélulas se han muerto, allí, a su lado
por correr tanto hacia la primavera!
Ella supo esperar sin pedir nada
más que la eternidad de su ser puro.
Por renunciar al pétalo, y al vuelo,
está viva y me enseña
que un amor debe estarse quizá quieto, muy quieto,
soltar la falsas alas de la prisa,
y derrotar así su propria muerte.

También recuerdan ellas, mis manos,
Haber tenido un cabeza amada entre sus palmas.
Nada más misterioso en este mundo.
Los dedos reconocen los cabellos
lentamente, uno a uno, como hojas
de calendario: son recuerdos
de otros tantos, también innumerables
días felices,
dóciles al amor que los revive.
Pero al palpar la forma inexorable
que detrás de la carne nos resiste
las palmas ya se quedan ciegas.
No son caricias, no, lo que repiten
pasando y repasando sobre el hueso:
son preguntas sin fin, son infinitas
angustias hechas tactos ardorosos.
Y nada les contesta: una sospecha
de que todo se escapa y se nos huye
cuando entre nuestras manos lo oprimimos
nos sube del calor de aquella frente.
La cabeza se entrega. įEs la entrega absoluta?
El peso en nuestras manos lo insinúa,
los dedos se lo creen,
y quieren convencerse: palpan, palpan.
Pero una voz oscura tras la frente,
-įnuestra frente o la suya?-
nos dice que el misterio más lejano,
porque está allí tan cerca, no se toca
con la carne mortal con que buscamos
allí, en la punta de los dedos,
la presencia invisible.
Teniendo una cabeza asi cogida
nada se sabe, nada,
sino que está el futuro decidiendo
o nuestra vida o nuestra muerte,
tras esas pobres manos engañadas
por la hermosura de lo que sostienen.
Entre unas manos ciegas
que no pueden saber. Cuya fe única
está en ser buenas, en hacer caricias
sin casarse, por ver si así se ganan
cuando ya la cabeza amada vuelva
a vivir otra vez sobre sus hombros,
y parezca que nada les queda entre las palmas
el triunfo de no estar nunca vacías.

Πέδρο Σαλίνας, Τρία ερωτικά ποιήματα

Σάββατο 2 Ιουνίου 2018

Εγκόλπιο του καλού αναγνώστη

Aισθάνομαι καλύτερα όταν αγοράζω βιβλία. Το άγχος, η κατάθλιψη μοιάζουν ως εκ θαύματος να υποχωρούν με τα φρεσκοαγορασμένα μου βιβλία υπό μάλης. Ο χρόνος μού συμπαραστέκεται. Το βιβλίο με δικαιώνει. Βρίσκω επιτέλους το δίκαιό μου: οι μάταιοι αγώνες, η αφέλεια, η ατολμία μου βρίσκουν επιτέλους το φωτεινό τους επιστέγασμα. Κι αν βρέξει, κι αν χιονίσει, θα μου υπολείπονται ακόμη εξακόσιες σελίδες. Στο βιβλίο εσόδων-εξόδων θα καταγράψω την τελειωτική μου νίκη. Λήσμων της μονάδας μετρήσεως, από σελίδα σε σελίδα, θα αναδείξω τον πραγματικό διαιτητή της ύπαρξής μου. Άλλοι ας μετρούν με δευτερόλεπτα και κλάσματα δευτερολέπτου τη γήινη παρουσία τους: σε δέκα χρόνια δεν θα έχουν τίποτα να θυμούνται: οι πορείες, τα λάβαρα, θα έχουν προ καιρού απ' την ντροπή τους κοκκινίσει. Άλλοι ας καυχώνται για όσα έχουν γράψει, εγώ είμαι υπερήφανος για αυτά που έχω διαβάσει.
Θυμάμαι ακόμη τον Bohumil Hrabal να ταΐζει τις γάτες του στην Πράγα, τον Ατσέγκ να κερδίζει στο σκάκι ταυτοχρόνως μια στρατιά από αντίπαλους, τον Fernando Pessoa να καταμετρά τα σύννεφα στον ουρανό της Λισαβόνας, και τον Επταήμερο να αναχωρεί διαρκώς σαν τους Αργοναύτες. Ο Φλέμπας αποσυντίθεται, γινόμενος τροφή για τα ψάρια: τα ερείπια θα ξαναγίνουν ερείπια, στις ημέρες μας. Κι εγώ θα ήθελα να πεθάνω, αλλά αποφάσισα τελικά να διαβάσω. Ίσως από το φόβο, μήπως και διαβώ από τον κόσμο τούτο χωρίς να γνωρίσω τον καλύτερο από όλους μου τους φίλους. Είναι γιατί αισθάνομαι ατελής, που δεν τόλμησα μια και καλή να τελειώνω.
Ωστόσο, αν η ανάγνωση μοιάζει με θάλασσα, όχι δεν θα επιχειρήσω να την αδειάσω με το κουβαδάκι. Τόσο νερό θα κουβαλήσω, όσο μου επιτρέπουν τα μπράτσα μου κι ο χρόνος. Αν η ανάγνωση δεν είναι μόνον ζήτημα οράσεως, ώστε να απαιτούνται ακριβέστατοι χάρτες, γωνιόμετρα και παράμετροι, μόνον η πλεύση μου στα τυφλά μπορεί να αποκτήσει κάποιο νόημα. Δεν υπάρχουν υποχρεωτικά αναγνώσματα, όπως και μια βιβλιοθήκη δεν πρέπει να έχει το όμοιο της. Είναι τόσες οι βιβλιοθήκες, όσοι και οι άνθρωποι. Κι ένας άνθρωπος βιβλίο-το-βιβλίο χτίζει τη ζωή του: χωρίς να λαμβάνει υπ' όψη του τα "απαραίτητα" και τα "καλύτερα εκατό βιβλία όλων των αιώνων". Κι όταν χρησιμοποιήσει μερικά, το οικοδόμημά του τελικά θα φαντάζει πρωτότυπο και μοναδικό στο είδος του. Από διαφορετικούς δρόμους πρέπει να φτάσει κανείς στα 100 βιβλία: χρειάζεται μόχθος προσωπικός, ξετύλιγμα μίτου της Αριάδνης. Θησέας ανυποψίαστος του έργου που επιτελεί, ο εν δυνάμει αναγνώστης ξετυλίγει το μίτο που του έλαχε ανά χείρας, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του και τη δυναμική του. Δεν υπάρχουν υποχρεωτικές αναγνώσεις, ίσως μόνον υποχρεωμένοι αναγνώστες. Ο ιδιότυπος λαβύρινθος των βιβλίων διαθέτει πάμπολλους διαδρόμους, αλλά δεν έχει έξοδο. Επειδή, ακριβώς, οι διασταυρώσεις από βιβλίο σε βιβλίο είναι αναρίθμητες, ο καθένας, στο τέλος των επιλογών του, θα έχει διαγράψει μια τόσο πρωτότυπη διαδρομή, που και ο ίδιος ακόμη θα είναι αδύνατον να την επαναλάβει. Γι αυτό περιφρονεί και δεν αποδέχεται με κανέναν τρόπο τον τίτλο του "επαρκούς αναγνώστη". Διαβάζετε, ελπίζω, όπως κι εγώ, πέρα από τα επαγγελματικά σας καθήκοντα. Δεν υπόκεισθε σε κανενός είδους περιορισμό και πειθαναγκασμό. Τα βιβλία που σας χαρίζουν τα αισθάνεστε ως βίαιη παρείσφρηση στα προσωπικά σας αναγνώσματα: ένα χαρισμένο βιβλίο συγκρούεται αναπόφευκτα με τον προσωπικό σας χρόνο ανάγνωσης. Όπως στην εθνική οδό: καθώς αισθάνεστε να σας προσπερνούν πιο γρήγορα και καινούρια αυτοκίνητα, μένετε με την αίσθηση πως ακατανίκητες δυνάμεις σας εκτοπίζουν. Δεν λέω, από βιβλίο σε βιβλίο, αυτή ακριβώς η ικανότητά του να μας εκτοπίζει, είναι η πρώτη του αρετή που μας κερδίζει. Αυτός που αισθάνεται τους κραδασμούς, αυτός που παραμερίζει στα ξέφρενα κορναρίσματα και στο αναβοσβήσιμο των φώτων – μακράς και βραχείας σκάλας – είναι αυτός που τελικώς υποκύπτει στην προσπέραση της ανάγνωσης και στον ανταγωνισμό. Η ανάγνωση είναι μια διαρκής προσπέλαση. Όταν όλα φαίνονται πως έχουν τελειώσει, και ουδέν νεώτερον υπό τον ήλιο θεωρείται δυνατό και παρήγορο, να την η καινούρια μηχανή, οι τουρμπίνες που δίνουν νέα ώθηση στην οκνηρή μας τακτική. Μας ξεπερνάει πάντα ένα βιβλίο, γι' αυτό ο αναγνώστης δεν μπορεί να πει ποτέ πως διάβασε όλα τα βιβλία.
Είναι η ατέλεια, ο ενδόμυχος μύθος της ανάγνωσης: το μη ολοκληρωμένο, η ανυποψίαστη εκδοχή, η απόκλιση της φωνής και του βλέμματος, οι αέναες μεταμορφώσεις του γνωστού μας θέματος, που τρέφουν τον αναγνώστη.
Ο αναγνώστης, λοιπόν, φεύγει, προτρέχει του καθημερινού του χρόνου. Πιστεύει πως δια της αναγνώσεως ακυρώνει τον παρόντα χρόνο, προστρέχοντας διαρκώς από σελίδα σε σελίδα, στο πραγματοποιημένο και μη επιδεχόμενο αντιρρήσεων μέλλον. Φοβούμενος να σκεφτεί το παρόν, τρέχει σε μια αμφιβόλου βεβαιότητας μελλοντική του αποκατάσταση. Ο αναγνώστης, φίλοι μου, πλεονεκτεί ωστόσο του "μανιακού" της ψυχιατρικής, που περιγράψαμε πιο πάνω, ως προς τούτο: γνωρίζει πως δεν οικειοποιείται το μέλλον ταυτόχρονα με την τελευταία σελίδα του βιβλίου του. Υπάρχουν ακόμη κι άλλα βιβλία που δεν διαβάσαμε, κι ακόμη άλλα τόσα.
Όπου ο αναγνώστης σταθεί να ξαποστάσει, εκεί υψώνεται και μια βιβλιοθήκη. Σταματάει να τρέχει από βιβλίο σε βιβλίο, κι αρχίζει να ανατρέχει τα βιβλία που έχει στην κατοχή του. Αν συνεχίσει εσαεί να τρέχει, χάνεται από το οπτικό μας πεδίο, γίνεται πλέον αντικείμενο της Ψυχιατρικής: αποκτάει επίθετα (π.χ. μανιώδης αναγνώστης) και παύει να μας ενδιαφέρει. Ήδη ο Σενέκας διαπίστωνε στην εποχή του πως είναι ψυχικά άρρωστος όποιος προστρέχει ακατάπαυστα από βιβλίο σε βιβλίο. "Τα πολλά βιβλία είναι άχρηστα", έγραφε στον αγαπητό του Λουκίλιο. "Αν δεν έχεις χρόνο να διαβάσεις όλα αυτά που μπορείς να αγοράσεις, κράτησε μόνον όσα μπορείς να διαβάσεις".
Όταν ο αναγνώστης σταθεί μπροστά στη βιβλιοθήκη του, αντιλαμβάνεται πως δεν του φτάνει πλέον ο χρόνος να ξαναδιαβάσει, να μελετήσει έστω τούτη τη φορά, όλα τα βιβλία που κατέχει. Χάνει τον ύπνο του λοιπόν, γιατί δεν ξέρει ποια να κρατήσει και ποια να πετάξει. Πολλά βιβλία δεν του θυμίζουν τίποτα, άλλα αποδεικνύονται απατηλά σε σχέση με αυτό που είχε πιστέψει, και άλλα πιο σημαντικά από ό,τι είχε υποψιαστεί. Έχει στο μυαλό τις μεγάλες και πλούσιες βιβλιοθήκες, αλλά δεν αισθάνεται πλέον τη γοητεία τους. Όποιος υποκύπτει στο μύθο της βιβλιοθήκης ως αναπαράστασης του σύμπαντος, γνωρίζει πολύ καλά πως δεν θα μπορέσει να την πραγματοποιήσει ποτέ. Τα βιβλία, όπως και οι πουτάνες, για να προεκτείνουμε τους παραλληλισμούς του Benjamin, έχουν στις μέρες μας κατακλύσει τον κόσμο. Αν αποφασίσει να τα κρατήσει όλα, ένα κι ένα ξεχωριστά να τα λατρεύει σαν αντικείμενα τέχνης, υποκύπτει στο πιο θανάσιμο αμάρτημα της ανάγνωσης, τη βιβλιοφιλία. Γίνεται βιβλιόφιλος μόνον όποιος αγαπά τα νεκρά βιβλία.
Ο αναγνώστης θα υπερβεί και αυτό το ατόπημα. Δεν θα γίνει ποτέ βιβλιόφιλος, δεν θα στοιβάξει τα βιβλία του στο πατάρι, δεν θα τα χαρίσει στους φίλους του, γιατί είναι ποταπό να χαρίζουμε ό,τι δεν μας αρέσει. Η καύση των βιβλίων είναι καταδικασμένη στη δημοκρατική μας συνείδηση (όση τέλος πάντων μας έχει απομείνει), γιατί υπάρχει πλέον η πολτοποίηση και περαιτέρω η ανακύκλωση, που δημοκρατικότατα την έχει αντικαταστήσει. Η παραγωγή των νέων βιβλίων γίνεται πλέον από το χαρτί των παλιών βιβλίων, και πάει λέγοντας. Και δεν έχουν αλλάξει διεύθυνση τα απανταχού γιουσουρούμ με τους παλαιοπώλες.
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να καταδικάσει τον αναγνώστη όταν, τακτοποιώντας τη βιβλιοθήκη του, κάψει ή σχίσει κάποια στιγμή τα μοχθηρά και περιττά βιβλία του. Ο αναγνώστης αν δεν κατασπαράξει τα βιβλία του, δεν είναι αναγνώστης. Ας δοκιμάσει την επόμενη φορά να γίνει ακαδημαϊκός, δάσκαλος και βιβλιοθηκάριος. Η ιδανική βιβλιοθήκη είναι μόνον η προσωπική σας βιβλιοθήκη. Όπως η Εγκυκλοπαίδεια πηγαίνει πάντα από το "Α" μέχρι το "Ω", παραλλάσσοντας συνεχώς τα λήμματα και τις διαδρομές της, έτσι και η ιδανική βιβλιοθήκη του αναγνώστη διαμορφώνεται συνεχώς μέσα από τον καπνό και την ταραχή των καμένων του σελίδων. Τίποτα δεν είναι ιερό, πολύ περισσότερο το βιβλίο ή ο συγγραφέας του. Ιερή είναι μόνο η συνείδηση, που μας διαμορφώνει.

Σωτήρης Παστάκας, Εγκόλπιο του Καλού Αναγνώστη, «Μέρος Α», Εκδόσεις Ενδυμίων

Παρασκευή 11 Μαΐου 2018

Τάδε έφη Βασίλης Λαμπρόπουλος

– Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Η «ελληνικότητα» ήταν ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα διανοουμένων του Μεσοπολέμου το οποίο δημιουργήθηκε μετά τον ανεπανόρθωτο τραυματισμό του οικουμενικού Ελληνισμού το 1922. Αντικατέστησε τον κοσμοπολιτισμό ενός Καβάφη με την τοπογραφία ενός Ελύτη, προσφέροντας αίσθημα για συνείδηση. Έτσι, η αισθητική της «ελληνικότητας» έγινε η ηθική του Ελλαδισμού και άνθησε για μισό αιώνα περίπου. Στη δεκαετία του 1990 έχασε και το πολιτιστικό και το πνευματικό της κύρος και σήμερα επιβιώνει μόνο στους χώρους του υψηλού ή δημώδους λαϊκισμού. Αποτελεί πλέον αντικείμενο ιστορικής μελέτης μαζί με παλαιότερα κινήματα, όπως ο Ρομαντισμός και ο Συμβολισμός. Εδώ και είκοσι χρόνια, η διερεύνηση της μείξης και της υβριδικότητας έχει θέσει τις αντιλήψεις περί Ελληνισμού σε μια νέα, πλουσιότατη προβληματική, στην οποία συμβάλλουν τόσο οι τέχνες όσο και οι επιστήμες.

– Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.
Το κάλεσμα του κόρνου και η απάντηση του πιάνου στην αρχή του 2ου κοντσέρτου του Μπραμς. Είναι κάτι που εγώ έπλασα ελληνικό κι έτσι λειτουργεί έξω από συμβατικούς προσδιορισμούς.
– Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.
Ο Έλληνας είναι υπέροχος όταν παύει να χρησιμοποιεί το δεκανίκι της εθνικής ταύτισης και πορεύεται αυτόνομος και γενικά όταν δεν αντλεί ούτε δικαίωση ούτε ενότητα από την προσκόλλησή του σε κάποιο συλλογικό μεγαλείο. Ο υπέροχος Έλλην δεν σε κάνει ποτέ να συνδέεις την υπεροχή με την καταγωγή του.

– Αυτό που με χαλάει.
Η προγονολατρία που εστιάζεται στις «χαμένες πατρίδες» και συντελεί στο να αγνοούνται οι υπάρχουσες πατρίδες. Η νοσταλγία για Σμύρνη, Αλεξάνδρεια και Οδησσό που ενθαρρύνει την αδιαφορία για Ντιτρόιτ, Μελβούρνη και Τορόντο. Η εμμονή για ό,τι παρήλθε στη Μεσόγειο, που κλείνει τα μάτια σε ό,τι αναπτύσσεται στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό. Η προσκόλληση στην έννοια της αποδημίας ενώ ζούμε στον αιώνα της διασποράς. (Φυσικά και υπήρξε ένας πλούσιος λεβαντίνικος κόσμος, φυσικά και υπάρχει μετανάστευση. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να αίρονται σε εθνικά σύμβολα και να μονοπωλούν τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό.)

– Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Προσόν όταν θεωρείται ιδιότητα προς διεκδίκηση, μειονέκτημα όταν εκλαμβάνεται σαν ταυτότητα προς κατοχύρωση.

– Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Καθημερινά, εκατομμύρια ανθρώπων παράγουν πολιτισμό αναπτύσσοντας γόνιμο διάλογο με την ελληνική σκέψη, τέχνη κι επιστήμη όλων των εποχών. Ορισμένοι φιλέρευνοι Έλληνες συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα σε αυτό τον οικουμενικό διάλογο ενώ άλλοι, από αδράνεια, άγνοια ή αυταρέσκεια, απέχουν. – Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;Με την ταυτότητα ενός «Τζον Σμιθ», 20χρoνου φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν που, επειδή ακούει πως είχε κάποια Ελληνίδα προγιαγιά, παρακολουθεί ένα-δυο νεοελληνικά μαθήματα για να δει αν κάτι τον συνδέει με αυτή τη μακρινή πλευρά της καταγωγής του (περισσότερο, ας πούμε, από την ιταλική ή τη μεξικανική). Αυτό θα αποτελέσει μια προσωπική απόφαση, που θα χρειαστεί χρόνο και δεν ξέρουμε ακόμη πού θα καταλήξει. Η ταυτότητα συνιστά διακύβευμα. – Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.Αναρωτιέμαι γιατί η δημοκρατία διαπράττει συχνά ύβρη και αυτοκαταστρέφεται. Πέταξα τη σεφερική εντολή: «Δέξου ποιος είσαι. / Το ποίημα… / Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις. / Τα περισσότερα / σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις». – Ο Έλληνας ποιητής μου.Ο Dionisio conte Salamon, νόθος γιος, γεννημένος Γάλλος πολίτης, εβραϊκής καταγωγής, που έζησε σε ένα βρετανικό προτεκτοράτο μιλώντας Ιταλικά και δεν πήγε στην ελεύθερη Ελλάδα αφού την βρήκε σε Γερμανούς συγγραφείς. – Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Κάθε αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη και μάλιστα οι ελληνικές. Μια απόλυτη αλήθεια δεν είναι ελληνική, είναι θεοκρατική. Μόνον όποιος στερείται αυτοπεποίθησης έχει ανάγκη την αδιαλλαξία και αρνείται να διαπραγματευθεί.

– Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη – ορίστε την.
Η Οδός των Ελλήνων εκεί που ζω είναι κεντρόφυγος: οδηγεί μακριά και επιζητεί το διαφορετικό. Είναι η οδός εκείνων που έφυγαν από την όποια εστία τους για να γίνουν άλλοι Έλληνες, εκείνων που γίνονται Έλληνες διαφέροντας αλλού. Οι δικοί μου Έλληνες είναι πλάνητες πολίτες του παγκόσμιου Ελληνισμού: δεν έφτασαν στην πατρίδα τους διότι παραμένουν καθ’ οδόν εφευρίσκοντας και ανασκευάζοντάς την. Πατριδογνωσία και πατριδοκλασία είναι αλληλένδετα.

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Το ρολόι

Ιχνηλατώ την δίνη και μπροστά της στέκομαι
την βλέπω τρελλά να γυρίζει ασταμάτητα
βουτάω μέσα στο χάος της
και σε είδα να έρχεσαι μ'ένα χαμόγελο
εσύ η δίδυμη αδελφή μου στον θάνατο
να με ρωτάς αν φοβάμαι.

Εχω ξανάρθει εδώ αλλά ποτέ τόσο βαθειά.
Τι είναι αυτό που κρατάς;
Τα χέρια σου έτεινες να μου το δώσεις
μα πριν το αγγίξω χάθηκες
να αιωρείται έμεινε μόνο ένα άσπρο ρολόι τετράγωνο.

Κι'έτρεξα να το πιάσω πριν πέσει στο πάτωμα
αλλά είδα πως πάτωμα δεν υπήρχε
σ'ένα άσπρο δωμάτιο βρισκόμουν
κι'οι τοίχοι του ήταν από σύννεφα.
Στην αγκαλιά μου το κράτησα σφιχτά
μα ήταν ήδη σπασμένο
έντρομη μην χάσω κάποιο κομμάτι
κοίταξα το στήθος μου αν είχα κοπεί.

Μα πως θα μπορούσε ποτέ να πληγώσει
κάτι που με τόση αγάπη δωρίζεται;
Κι'αναρωτήθηκα αν μήνυμα είναι
είναι χρόνια πολλά που μόνη μου ζω
και κώδικα με άλλους ποτέ δεν απέκτησα
την βεβαιότητα του απόλυτου συντονισμού.

Ισως φταίω αφού κομμάτια μου πάντα έδινα
ποτέ κανείς να μην γνωρίζει πόσο ευάλωτη είμαι.
Κι'είναι χρόνια που κανείς δεν γνωρίζει
την γλώσσα των δελφινιών.

Και σκέφτηκα πως ίσως ο χρόνος μου έληξε.
Μα γιατί ήρθες, αν όχι για να με πάρεις μαζί σου;
Κομμάτια της πορσελάνης στα χέρια μου
απαιτούν να βρω απαντήσεις.

Ισως απλά να μου υπενθυμίσεις
πως στις αχανείς εκτάσεις του Σύμπαντος
στο λίκνο της ζωής αιωρούμενη
υπάρχει μιά θάλασσα που κολυμπώ με δελφίνια
εκεί που ξεπήδησε η ζωή και ο θάνατος
μόνο η αγάπη αιώνια είναι.

Βούτηξα στα βαθειά να βρω την σπηλιά
να κρύψω τον εαυτό μου για λίγο
εκεί έχω κρύψει μιά αγάπη
ποτέ κανείς να μην την βρεί.

Copyright©Ελληνίδα

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας

-Μίλα!

-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;

-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!

-Μίλα! Μίλα!

Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.

Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.

Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.

Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.

Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες...

Πες της το.

Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να' σαι.

Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος.

Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.

Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.

Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.

Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.

Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.

Αρσένι Ταρκόφσκι, «Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας»

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Έκπτωτος άγγελος

Σε κάθε μυθολογία υπάρχει ένας αντάρτης· θεός ή ημίθεος στην αρχή, ύστερα μετονομάζεται σε δαίμονα – ίσως επειδή δεν καταφέρνει να επικρατήσει. Στην ινδική μυθολογία είναι ο Βρίτα, στην περσική ο Αριμάν, στην αιγυπτιακή ο Σηθ, στη σκανδιναβική ο Λόκι, στην ελληνική ο Προμηθέας. Όλοι τους συγκρούονται με κάποιον άλλον θεό από ζήλια ή εναντιώνονται στον άρχοντα των θεών, εποφθαλμιώντας την εξουσία του. Μόνον η ανταρσία του Προμηθέα έχει ανθρωπιστική βάση, εφόσον εκείνος αψήφησε τις βουλές του Διός (άρα, αμφισβήτησε την εξουσία του) για να δώσει στους ανθρώπους τη φωτιά, επιτρέποντάς τους έτσι να δημιουργήσουν πολιτισμό. Ίσως γι’ αυτό ο Προμηθέας δεν είχε την τύχη των άλλων μυθικών ανταρτών· όχι μόνο δεν ξεχάστηκε, αλλά έγινε το αρχέτυπο του επαναστάτη που αρνείται να υποταχτεί στις αυθαίρετες βουλές της εξουσίας (και βέβαια τιμωρείται· οι δε φύλακές του στην αισχύλεια πραγμάτευση του μύθου είναι – ακριβώς – το Κράτος και η Βία).
Ένας άλλος μυθικός αντάρτης που επεβίωσε ανά τους αιώνες ήταν ο περίφημος εκείνος άγγελος, ο αγαπημένος του θεού, που τυφλωμένος από την αλαζονεία του θέλησε να σφετεριστεί τη θεϊκή εξουσία. Φυσικά δεν ήταν δυνατό να μείνει ατιμώρητος· ο αρχάγγελος Μιχαήλ, υπερασπιστής της θεϊκής εξουσίας, τον νικά και τον γκρεμίζει από τον ουρανό στα σκοτεινά βασίλεια που θα είναι στο εξής η αιώνια κατοικία του.
Εφόσον εναντιώνεται στον εξ ορισμού πανάγαθο θεό, αυτός ο έκπτωτος άγγελος εκπροσωπεί την αρχή του κακού, δηλαδή δεν είναι άλλος από τον σατανά ή τον διάβολο. Μόνο που αυτή η ταύτιση έγινε μεταγενεστέρως από τους χριστιανούς Πατέρες, οι οποίοι, ερμηνεύοντας εσφαλμένα ένα χωρίο από τον Ησαΐα («πώς εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων; συνετρίβη εις την γην ο αποστέλλων προς πάντα τα έθνη»), θεώρησαν ότι το όνομα του εκπεσόντος αγγέλου ήταν Εωσφόρος.
Η παρερμηνεία δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. «Εωσφόρος» είναι ο «ο φορέας της αυγής» (ο Αυγερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη που εμφανίζεται πάνω από τον ανατολικό ορίζοντα πριν από το ξημέρωμα), δηλαδή ο «φορέας του φωτός» - αλλά φορέας του φωτός ήταν, κατά μία έννοια, και ο Προμηθέας. Ενδιαφέρον έχει επίσης μια ταλμουδική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η αμαρτία του Σατανά δεν απορρέει από τον ανταγωνισμό του προς τον θεό αλλά από το μίσος του για τον άνθρωπο, αφού ήταν ο μόνος άγγελος που αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Αδάμ ως τον καινούριο βασιλιά της γης· παρ’ όλο που η ορθόδοξη διδασκαλία τοποθετεί τη δημιουργία του ανθρώπου μετά την ανταρσία του Εωσφόρου (και των αγγέλων), υπήρξαν χριστιανοί Πατέρες, όπως ο Ειρηναίος, που υποστήριξαν ότι οι άγγελοι επαναστάτησαν, επειδή ο θεός θα δημιουργούσε τον άνθρωπο. Είναι προφανές ότι σ’ αυτές τις αντιλήψεις ο Εωσφόρος προβάλλεται ως ένας «αντίστροφος» Προμηθέας.
Η γενεαλογία του εκπεσόντος αγγέλου είναι περίπλοκη, καθώς ενσωματώνει στοιχεία άλλων, ανατολικών κυρίως, μυθολογιών· η δε μορφή του, ιδίως μετά την ταύτισή του με τον διάβολο, συντίθεται από χαρακτηριστικά άλλων μυθικών μορφών, όπως ο Παν, ο Θορ ή ο κερασφόρος θεός του Βορρά. Η ιστορία του είναι εν πολλοίς προϊόν σφαλμάτων, παρερμηνειών και παρεξηγήσεων· και, όπως είπε κάποτε ο Samuel Butler, δεν μάθαμε ποτέ τη δική του εκδοχή για την υπόθεση, επειδή όλα τα σχετικά βιβλία γράφτηκαν από τον θεό. Ωστόσο, εντελώς αναπάντεχα, το κενό αυτό ανέλαβαν να καλύψουν οι ποιητές.
Οπωσδήποτε, η ανατροπή των νοοτροπικών δεδομένων αναφορικά με τον Εωσφόρο ξεκινά με τον Άγγλο ποιητή John Milton και το ποίημά του Paradise Lost (1667). Το θέμα του έργου είναι ο πειρασμός του Αδάμ και της Εύας και η έξωσή τους από τον Παράδεισο, αλλά η ιστορία ξεκινά με την περιγραφή των ενεργειών του Lucifer και των οπαδών του, που βρίσκονται στη φλεγόμενη Κόλαση μετά την ανταρσία τους. Σε αντίθεση με την παράδοση που τον ήθελε αποκρουστικό και τερατόμορφο, o Lucifer του Milton είναι εξόχως ελκυστικός: υπερήφανα υπέροχος, διατηρώντας ακόμη μέρος της αρχικής του λαμπρότητας, παρ’ όλα αυτά σκοτεινός, στο πρόσωπό του βαθιές ουλές, στα μάτια του σκληρότητα και πάθος.
Αν και η σύλληψη του Lucifer είναι ριζοσπαστική, εν τούτοις η ποιητική φαντασία του Milton δεν λειτουργεί εν κενώ. Από τον 16ο αι., φιλόσοφοι αλλά και θεολόγοι αρχίζουν να βλέπουν τον διάβολο με λιγότερο τρόμο και, μολονότι δεν αρνούνται την ύπαρξή του, τον υποβιβάζουν στην κατηγορία των αποτυχημένων. Ο Erasmus προχωρεί ακόμα περισσότερο, λέγοντας πως είναι προτιμότερο να θεωρούμε τον σατανά ως μια μεταφορά για τις ανήθικες τάσεις που ενοικούν σε κάθε άνθρωπο. Τον 17ο αι., πάλι, ενωρίτερα από τον Milton, ο Ben Jonson γράφει την κωμωδία The devil is an ass (1616), όπου ο διάβολος επισκέπτεται το Λονδίνο και δηλώνει πως η Κόλαση είναι δημοτικό σχολείο μπροστά σ’ αυτήν την πόλη.
Έχοντας απωλέσει μέρος των τρομερών του ιδιοτήτων, ο σατανάς θα παραμεριστεί εντελώς στα χρόνια του Διαφωτισμού· το τελευταίο χτύπημα θα προέλθει από έναν ποιητή που βρίσκεται ανάμεσα στον Διαφωτισμό και τον ρομαντισμό, τον Goethe. Ο Μεφιστοφελής του στον Faust είναι πράγματι ένας αποτυχημένος: ψεύτης και κατεργαράκος, δεν πια τη δύναμη ούτε να τρομάζει, καθώς εμφανισιακά δεν διαφέρει από έναν οποιονδήποτε αστό. Όταν εν τέλει ο Faust σώζεται και δεν καταλήγει στην Κόλαση, ο Μεφιστοφελής απομένει ν’ αναρωτιέται αν τελικά αξίζει τον κόπο να βάζει σε πειρασμό επιπόλαιους νεαρούς ακολούθους.
Το ξεθώριασμά της παλαιάς εικόνας του διαβόλου φαίνεται πως ήταν αναγκαίο, προκειμένου για την επανεμφάνισή του με άλλους όρους και σε άλλα συμφραζόμενα. Κι αν ο μιλτώνειος Lucifer δεν τάραξε όσο έπρεπε τους αναγνώστες του 17ου και του 18ου αι., όμως προσείλκυσε αμέσως το βλέμμα των ρομαντικών. Στο The Marriage of Heaven and Hell (1790-93), o William Blake υποστηρίζει ότι ο Milton (ως αληθινός ποιητής) ήταν με το μέρος του διαβόλου, χωρίς να το γνωρίζει. Ο Shelley, πάλι, θεωρεί ότι στο Paradise Lost, o Lucifer είναι ηθικώς ανώτερος από τον θεό, που παριστάνεται ως ένας αυθαίρετος και τυραννικός ηγεμόνας· βέβαια, παραδέχεται ότι το μεγαλείο του εκπεσόντος αγγέλου αμαυρώνεται από την αλαζονεία και την εκδικητικότητά του και δηλώνει ότι ο τύπος της υψηλότερης ηθικής και διανοητικής τελειότητας είναι ο Προμηθέας. Αλλά, ακριβώς η αλαζονεία, το πάθος και το υπέροχο σκοτεινό μεγαλείο είναι που γοητεύουν τον αιρετικότερο ποιητή του αγγλικού ρομαντισμού, τον Byron. Ο Lucifer και ο Προμηθέας είναι γι’ αυτόν τα αρχέτυπα του noble outlaw, του υπέροχου εγκληματία, του αμετανόητου επαναστάτη· και ο ήρωάς του, ο βυρωνικός ήρωας, αποτελεί τη λογοτεχνική ενσάρκωση αυτού του συνδυασμού. Ο βυρωνικός Lucifer, που εμφανίζεται στο ποίημα Cain (1821) έχει τη σκοτεινή γοητεία του μιλτώνειου προγόνου του. Στην τυφλή πίστη του Αδάμ και της Εύας, αντιπαραθέτει τον ορθολογισμό και τον σκεπτικισμό του, και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει το θεό έναν ανήθικο, τυραννικό ηγεμόνα που φτιάχνει κόσμους και τους καταστρέφει, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει την ανία του. Ο πόνος και τα μαρτύρια τον έχουν σημαδέψει, αλλά δεν έχουν λυγίσει το ανεξάρτητο πνεύμα του ούτε την αλαζονεία του – μια αλαζονεία όμως που απορρέει από την αντίθεσή του στην αυθαιρεσία και τη βία της θεϊκής εξουσίας και από την κατάκτηση της ελευθερίας του, έστω και με τίμημα την αιώνια κόλαση.
Ο αναθεωρητικός χαρακτήρας του ρομαντισμού ήταν εξ αρχής ευνοϊκός σε κάθε νέα ερμηνεία παλαιότερων μύθων και παραδόσεων. Ούτως ή άλλως, η μορφή του noble outlaw είχε ήδη διαγράψει μια πορεία στο γοτθικό δράμα, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Karl Moor, τον πρωταγωνιστή στο Die Räuber (1781) του Schiller (και είναι ενδιαφέρον ότι ο Moor χαρακτηρίζεται «άγγελος και δαίμονας», σκοτεινός και λαμπρός συγχρόνως, και προκαλεί αυτό το μεικτό αίσθημα έλξης και τρόμου, παραπέμποντας έτσι στον μιλτώνειο Lucifer). Επιπλέον, στο έργο Jamben (1785) του Friedrich Leopold Stolberg, o Lucifer είχε παρουσιαστεί ως «φορέας του φωτός», στον οποίον η ανθρωπότητα χρωστούσε την αλήθεια και τη φώτιση (η σκιά του Προμηθέα είναι περισσότερο από ορατή). Το έδαφος λοιπόν ήταν ήδη έτοιμο· η επίδραση της βυρωνικής ποίησης (ιδίως μετά το θάνατο του Byron στα 1824) απλώς επιτάχυνε τις εξελίξεις. Όπως ήταν φυσικό, οι γάλλοι βυρωνόληπτοι ρομαντικοί δεν άργησαν να υιοθετήσουν τη νέα εκδοχή του Εωσφόρου. Καθώς όμως ο Shelley και ο Byron είχαν επιμείνει στα προμηθεϊκά χαρακτηριστικά του, οι γάλλοι ομόλογοί τους δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να οδηγήσουν την ιστορία στα έσχατα όριά της: έτσι, είτε αναπροσδιόρισαν την έννοια του κακού, υπογραμμίζοντας την αισθητική του διάσταση (όπως έκαναν ο Baudelaire και οι «καταραμένοι» ποιητές) είτε αποφάσισαν πως ο «προαιώνιος εχθρός» είχε περάσει αρκετούς αιώνες μαρτυρίου, ώστε να έχει πλέον δικαίωμα στη σωτηρία. Σε κάθε περίπτωση, δεν αποδίδουν την πτώση του σε φθόνο ή σε εξουσιαστικές φιλοδοξίες, αλλά στην επιθυμία του να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει μόνος του, αντί να υπακούει σε άνωθεν εντολές.
Φυσικά, η ιστορία δεν σταμάτησε στη Γαλλία. Ο ιταλός ποιητής Giosuè Carducci, λ.χ., αναπαριστά τον Lucifer ως «τον αιώνιο εχθρό κάθε αυταρχισμού, τον σημαιοφόρο των μεγάλων μεταρρυθμιστών και των ανανεωτών σε κάθε εποχή» (Inno a Satana, 1863). O Αugust Strindberg, πάλι, στο έργο του Lucifer or God (1877) τον παρουσιάζει ως μια σύνθεση του Απόλλωνα, του Προμηθέα και του Χριστού και τον θεοποιεί, δαιμονοποιώντας τον θεό.
Ένα από τα έργα που αποτυπώνουν σαφέστερα το νέο συμβολισμό του εκπεσόντος αγγέλου είναι το Revolté des Anges (1914) του Anatole France. Η υπόθεσή του αναφέρεται στη δεύτερη επανάσταση των αγγέλων εναντίον του θεού. Έχοντας οργανώσει τις δυνάμεις τους, οι ηγέτες της εξέγερσης αναζητούν τον Lucifer για να του προσφέρουν την αρχηγία. Τον βρίσκουν καθισμένο δίπλα στα νερά του Γάγγη, όμως εκείνος αρνείται να τεθεί επικεφαλής. Ξέροντας ότι αν ανελάμβανε την εξουσία θα γινόταν πιο τυραννικός ηγεμόνας από τον θεό, προτιμά να παραμείνει ο έκπτωτος εξόριστος από τους ουρανούς, παρά να μεταβληθεί σ’ εκείνο που μισούσε.
Έτσι, είτε σώζεται είτε όχι, ο Εωσφόρος προβάλλει πλέον ως ο αιώνιος επαναστάτης εναντίον οποιασδήποτε τυραννίας – ακόμη κι εκείνης που θα επιχειρούσε να νομιμοποιηθεί στο όνομα του αγαθού.

της Λίτσας Χατζοπούλου

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Περί πορτρέτου και ωριμότητας

Η εξωτερική εμφάνιση του τι δεν είμαι
εγκλείει αυτό που είμαι. Εγκατέλειψα
την προσπάθεια να κάνω ισότιμο αυτόν
τον εαυτό, όταν διαπίστωσα
ότι τα καλύτερα γραπτά μου
είναι μια λαμπρή δυσανάγνωστη αλήθεια.

Επινοώ ένα πουλί
που επινοεί ένα κλαδί
που επινοεί ένα φύλλο
που επινοεί έναν άνεμο
που είμαι εγώ
που στρέφομαι στον εαυτό μου
και χάνομαι.

Όπως μερικά πουλιά αναπτύσσονται
στην αιχμαλωσία,
έτσι κι οι σκέψεις μου επιδιώκουν το πέταγμα
στου εαυτού μου τη δέσμια γραφίδα.
Η καρδιά στρέφει το βλέμμα
σε ό,τι υπάρχει έξω από μένα,
και να ένα ποίημα,
ελευθερία υπό περιορισμό των λέξεων.

Δεν είμαι άνθρωπος. Μια γεωγραφία είμαι.
Ο κόσμος δεν ρωτάει τι κάνω.
Προτιμούν να ταξιδεύουν μέσα μου.
Το σύμπαν πρέπει να ψάχνω
ώστε να βρω απαντήσεις στις ερωτήσεις τους.
Για την άγνοιά τους πρέπει να είμαι το καθετί,
από θέρετρα και κέντρα ψυχαγωγίας
μέχρι υπαίθρια ζωή. Χρειάζεται να βρίσκομαι εκεί
που ανταμώνουν ό,τι τελειώνει και ό,τι αρχίζει.
Και πάντα πρόθυμος,
την καρδιά μου μοιράζοντας στα δυο,
και σαν φωτιά που διαρκεί πέρα από τη φλόγα της,
ψάχνω για μια μέρα, μια μέρα της ζωής μου.

Από Τα Πορτρέτα της Ωριμότητας του Γιάννη Γκούμα

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Έκο ξανά

Είδα καμιά εικόνα, το χώρο, το παιδί; Όχι, ήταν απλώς σαν ν’ ανάβλυζαν φράσεις, αλληλουχίες λέξεων, γραμμένες σε μια ιστορία που είχα διαβάσει κάποτε. Flatus vocis.
----Τα δεμένα βιβλία δεν μπορεί να ήταν δικά μου. Σίγουρα θα τα είχα πάρει από τον παππού ή θα τα είχαν φέρει οι θείοι μου από το γραφείο του παππού για διακοσμητικούς λόγους. Τα περισσότερα ήταν τα cartonnés της Collection Hetzel, όλα τα έργα του Βερν, με κόκκινο δέσιμο και επίχρυσες μπορντούρες, πολύχρωμα εξώφυλλα με χρυσά στολίδια... Ίσως να έμαθα γαλλικά από αυτά ακριβώς τα βιβλία• και πήγαινα πάλι με σίγουρο χέρι στις πιο εντυπωσιακές εικόνες, τον καπετάν Νέμο, που από το μεγάλο φινιστρίνι του Ναυτίλου βλέπει το γιγάντιο χταπόδι, το αερόπλοιο του Ροβήρου του Κατακτητή, γεμάτο με τ’ αγκάθια των κεραιών της τεχνολογίας, το αερόστατο που πέφτει στη Μυστηριώδη Νήσο ( - Ανεβαίνουμε; - Όχι, ίσα ίσα, κατεβαίνουμε! – Ακόμα χειρότερα, κύριε Κύρο, γκρεμιζόμαστε!), το τεράστιο βλήμα που είναι στραμμένο προς τη σελήνη, τις σπηλιές του κέντρου της γης, τον πεισματάρη Κεραμπάν, και τον Μιχαήλ Στρογκόφ... Ποιος ξέρει πόσο θα πρέπει να με τάραξαν εκείνες οι μορφές που αναδύονταν πάντα από ένα σκούρο φόντο και σχηματίζονταν από μαύρες λεπτέ γραμμές που εναλλάσσονταν με άσπρες ουλές, ένα σύμπαν χωρίς ομοιογενείς χρωματικές ζώνες, ένα όραμα φτιαγμένο από γρατζουνιές, γραμμώσεις, εκτυφλωτικές αντανακλάσεις χωρίς περιγράμματα, ένας κόσμος μέσα από τα μάτια ενός ζώου με τελείως ιδιότυπο αμφιβληστροειδή, ίσως έτσι να τον βλέπουν τα βόδια ή τα σκυλιά ή οι σαύρες. Ένας ανελέητος κόσμος της νύχτας ιδωμένος μέσα από ένα παντζούρι με λεπτότατες περσίδες. Μέσα από εκείνα τα χαρακτικά έμπαιναν στο φωτοσκιασμένο κόσμο της μυθοπλασίας: σήκωνα τα μάτια από το βιβλίο και έβγαινα, πληγωνόμουν από την λιακάδα κι ύστερα πάλι μέσα, σαν ένας δύτης που βουλιάζει σε βάθη όπου δεν διακρίνονται πια τα χρώματα. Άραγε να ‘καναν έγχρωμες ταινίες εμπνευσμένες από τον Βερν; Τι γίνεται ο Βερν χωρίς αυτά τα χαρακτικά, χωρίς αυτά τα γδαρσίματα που γεννούν φως μόνο εκεί όπου το κοπίδι του χαράκτη έσκαψε ή άφησε ανάγλυφη την επιφάνεια;

Ουμπέρτο Έκο - Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα

Προυστ ξανά

Κι αυτή ακόμη η αγάπη για μια μουσική φράση φάνηκε για λίγο πως θα μπορούσε να δώσει στον Σουάν μια κάποια δυνατότητα να ξανανιώσει. Από καιρό είχε πάψει να καθοδηγεί τη ζωή του σ’ έναν ιδανικό στόχο, την περιόριζε ν’ αναζητεί καθημερινές ικανοποιήσεις, κι έτσι θεωρούσε, χωρίς ποτέ να θέλει να το αναγνωρίσει ξεκάθαρα. πως αυτή η κατάσταση δε θ’ άλλαζε ως το θάνατό του• και πέρ’ απ’ αυτό, επειδή δε γυρνούσε η σκέψη του σε μεγάλες ιδέες, είχε πάψει να πιστεύει στην πραγματικότητα τους, χωρίς όμως και να μπορεί ν’ αρνηθεί ολότελα αυτή την πραγματικότητα. Έτσι είχε συνηθίσει να καταφεύγει σε σκέψεις χωρίς σημασία, που του επέτρεπαν να μην ασχολείται με την ουσία των πραγμάτων. Κι όπως αναρωτιόταν αν δε θα ‘ταν προτιμότερο να μην πηγαίνει στις κοσμικές συγκεντρώσεις, αλλά ήξερε με βεβαιότητα πως αν δεχόταν μια πρόσκληση, θα ‘πρεπε να παραβρεθεί, και πως αν ύστερα δεν έκανε μια επίσκεψη, θα ‘πρεπε ν’ αφήσει κάρτες, έτσι και στις συζητήσεις που προσπαθούσε να μην εκφράζει ποτέ με πάθος μιαν ενδόμυχη γνώμη για τα πράγματα, αλλά να δίνει υλικές λεπτομέρειες που είχαν τη δικιά τους αξία και του επέτρεπαν να μην δίνει τη δικιά του γνώμη. Προσδιόριζε με απόλυτη ακρίβεια μια συνταγή μαγειρικής, την ημερομηνία της γέννησης ή του θανάτου κάποιου ζωγράφου, την ονομασία των έργων του. Κάποτε, παρ’ όλα αυτά, αφηνόταν και διατύπωνε μια κρίση για ένα έργο, για τον τρόπο αντιμετώπισης της ζωής, αλλ’ έδινε τότε στα λόγια του έναν τόνο ειρωνικό, λες και δεν αποδεχόταν ολότελα αυτά που έλεγε. Όπως σε μερικούς ασθενικούς μια ξαφνική αλλαγή τόπου, μια καινούργια δίαιτα, κάποτε και μια οργανική αλλαγή, αυθόρμητη κι αινιγματική, φαίνεται να φέρνει μια τέτοια υποχώρηση της ασθένειας, που αρχίζουν ν’ αντιμετωπίζουν την ανέλπιστη δυνατότητα να ξεκινήσουν, στα τελευταία τους, μια καινούργια ζωή, έτσι κι ο Σουάν έβρισκε μέσα του, μέσα στην ανάμνηση της φράσης πού ‘χε ακούσει, μέσα σε μερικές σονάτες πού ‘χε ζητήσει να του παίξουν για να δει μήπως θα την ανακάλυπτε σ’ αυτές, έβρισκε την παρουσία μιας απ’ αυτές τις αόρατες πραγματικότητες στις οποίες είχε πάψει να πιστεύει, και στις οποίες, λες και η μουσική είχε πάνω στην ηθική αδιαφορία που τον καταπονούσε μιαν εκλεκτική επίδραση, αισθανόταν πάλι την επιθυμία και σχεδόν τη δύναμη ν’ αφιερώσει τη ζωή του. (...)

Μαρσέλ Προυστ - Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο - Από τη μεριά του Σουάν Τόμος 2ος, «Ένας Έρωτας του Σουάν» 

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Πόρτσια ξανά

Καμιά φορά χρειάζομαι τη λάμψη ενός σπίρτου για να φωτίσω τ΄ αστέρια.

Εκείνος που έχει φτιάξει χίλια πράγματα κι εκείνος που δεν έφτιαξε κανένα, έχουν την ίδια επιθυμία: να φτιάξουν ένα πράγμα.

Όποιος φτιάχνει ένα παράδεισο από το ψωμί του, από την πείνα του φτιάχνει μια κόλαση.

Πάντα για να σώσεις τη στιγμή, την αιώνια στιγμή, χαμογελάς μια στιγμή, πάντα.

Το βαθύ όταν το δεις σε βάθος, είναι επιφάνεια.

Υπάρχουν όνειρα που έχουν ανάγκη από ξεκούραση.

Το παιδί δείχνει το παιχνίδι του, ο άντρας το κρύβει.

Αφού δε σκέφτεσαι ν΄ αλλάξεις δρόμο, γιατί ν΄ αλλάξεις οδηγό;

Όπου δεν υπάρχει κάτι καλό να το δείξουμε, η νύχτα είναι το καλό.

Το δέντρο είναι μόνο του, το σύννεφο μόνο του. Όλα είναι μόνα τους, όταν είμαι μόνος.

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Επιστολή VII

Frankfurt am Main
10 Ιουλίου 1796

Αγαπητέ μου φίλε!

Υπάρχει μια ύπαρξη σ' αυτόν τον κόσμο, που όταν την ατενίζεις αρχίζεις να αναθεωρείς τις σκέψεις σου γύρω από τη Φύση. Η χάρη και η μεγαλοπρέπεια, η ηρεμία και το σφρίγος, το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα συναπαρτίζουν και συγκροτούν ένα ακτινοβόλο ον. Πρέπει να με πιστέψεις. Δύσκολο είναι να συντεθεί και πάλι ένα πλάσμα παρόμοιο μέ αυτό. Γνωρίζεις πως ήμουν! Γνωρίζεις ότι ήμουν κουρασμένος από την καθημερινή ζωή, Ότι ζούσα χωρίς πίστη, ότι ήμουν φειδωλός σε διαχύσεις, γνωριμίες, με μια φράση, ότι ήμουν δυστυχής. Θα μπορούσα λοιπόν να γίνω αυτός που είμαι σήμερα, ευτυχισμένος καθώς αετός, αν δεν είχα συναντήσει αυτή τη μοναδική ύπαρξη, που με ανανεώνει, που μ' ανακαινίζει; που μου εμπνέει την αυτοπεποίθηση, που με χαροποιεί, που ωραΐζει τη ζωή μου μέ την εαρινή της λάμψη, μια ζωή που απαξιούσα και να τη ζήσω ακόμη; Έρχoνται στιγμές που αναπολώ τις παλιές μου μέριμνες, τους παλαιούς μου περισπασμούς. Λοιπόν: Αυτες οι μέριμνες, αυτοί οι περισπασμοί τώρα μου φαίνονται χωρίς νόημα, χωρίς ουσία! Όταν αυτή είναι παρούσα, δεν είναι δυνατόν να σκέπτεσαι και να διανοείσαι θέματα "θνητά". Ίσως σε κάποια στιγμή να μπορέσω να περιγράψω και να "σκιαγραφήσω" μια "όψη" της ύπαρξης αυτής. Μα για να γίνει αυτό, πρέπει να μου "δοθεί" μια ώρα επίσημη, ήρεμη, ευλογημένη..."

Από Friedrich Hoelderlin σε Christian Ludwig Neuffer

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018

Επιστολή VI

«Αγαπητή κυρία,

Υπάρχει κάτι απροσδιόριστο στο πρόσωπό σου, κάτι αξιαγάπητο, όχι όμορφο με το συμβατικό τρόπο. Έχεις χάρη και θηλυκότητα. Μοιάζεις με γυναίκα που έχει αγαπηθεί στην παιδική της ηλικία, ή κατά κάποιο μυστήριο τρόπο σε είχαν επισκεφτεί χάρες της κομψότητας και της αξιοπρέπειας. Κάτι στην έκφρασή σου είναι ασυνήθιστο. Ήταν μια ευχάριστη συνάντηση και εύχομαι να ξανασυναντηθούν τα βλέμματά μας ξανά κάποια στιγμή».

Μάρλον Μπράντο προς την αεροσυνοδό κάποιας πτήσης

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Το άγχος για το Τίποτα,προσπαθεί να γίνει άγχος για κάτι

"Αν οι ανθρωποι ζουσαν για παντα-αν δε γερνουσαν ποτε,αν μπορουσαν απλως να συνεχισουν να ζουν σ'αυτο τον κοσμο χωρις να πεθαινουν,παντα υγιεις-,νομιζεις οτι θα εκαναν τον κοπο να καταναλωσουν φαια ουσια για το πως και το γιατι των πραγματων,οπως κανουμε τωρα εμεις;Θελω να πω,σκεφτομαστε τα παντα,λιγο πολυ δηλαδη-φιλοσοφια,ψυχαναλυση,λογικη,θρησκεια,λογοτεχνια.Εχω την εντυπωση οτι αν δεν υπηρχε αυτο που λεμε θανατος,αυτες οι πολυπλοκες σκεψεις και ιδεες σαν κι αυτη δεν θα γεννιοντουσαν ποτε στον κοσμο.Δηλαδη θελω να πω-"
Η Μαγιου Καχασαρι αφησε τη φραση της μισοτελειωμενη κι εμεινε σιωπηλη για ενα διαστημα........
"Θελω να πω....αυτη ειναι η αποψη μου δηλαδη,οτι.....οι ανθρωποι ειναι αναγκασμενοι να σκεφτονται σοβαρα τι σημαινει για αυτους να ειναι ζωντανοι εδω και τωρα,γιατι ξερουν οτι καποια μερα,θα πεθανουν.Σωστα;Ποιος θα σκεφτοταν ποτε τι σημαινει να εισαι ζωντανος αν συνεχιζαμε ολοι να ζουμε επ'απειρον;Γιατι να τους νοιαζει κατι τετοιο;Η ακομα κι αν τους ενοιαζε,το πολυ πολυ να ελεγαν,"Ε τωρα,δε βαριεσαι,εχουμε καιρο για αυτο.Θα το σκεφτουμε αργοτερα".Ομως εμεις δε μπορουμε να περιμενουμε το αργοτερα.Πρεπει να σκεφτουμε τωρα,αυτο το δευτερολεπτο.Γιατι αυριο το απογευμα,μπορει να με πατησει λεωφορειο.Κι εσυ,κυριε Κουρδιστο Πουλι:μπορει να πεθανεις της πεινας.Ενα πρωι,μετα απο 3 μερες μπορει αν βρισκεσαι νεκρος στον πατο ενος πηγαδιου,Καταλαβαινεις;Κανεις δε ξερει τι μας επιφυλασσει το μελλον,για αυτο κ χρειαζομαστε τον θανατο για να εξελιχθουμε.Αυτο πιστευω εγω.Ο θανατος ειναι ενα τεραστιο,λαμπερο πραγμα,κι οσο πιο λαμπερο γινεται,τοσο περισσοτερο τρελαινομαστε στη σκεψη των πραγματων"

απόσπασμα από το βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι, "Το Κουρδιστό Πουλί"

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Επιστολή V

15 Aυγoύσroυ 1846

Όταν σε ξαναδώ θα σε σκεπάσω με έρωτα, με χάδια, με έκσταση.
Θέλω να σε χορτάσω με όλες τις απολαύσεις της σάρκας, έτσι, που να σου 'ρθει λιποθυμιά και να σβήσεις.
Θέλω να σε καταπλήξω και να παραδεχτείς ότι ποτέ δεν είχες καν ονειρευτεί τέτοιο παραλήρημα...
Όταν γεράσεις, θέλω να θυμάσαι αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ριγάς από χαρά όταν τις σκέφτεσαι.

Ο Γκουστάβ Φλωμπέρ προς την Λουίζ Κολέτ

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Επιστολή IV

https://www.youtube.com/watch?v=VuuQAZvnm_w 

One For The Road (00:01)
Rocka Rolla (4:37)
Winter (7:45)
Deep Freeze (10:47)
Winter Retreat (12:08)
Cheater (15:36)
Never Satisfied (18:32)
Run Of The Mill (23:21)
Dying To Meet You (31:54)
Caviar And Meths (38:13)

Judas Priest - Rocka Rolla

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Επιστολή III

3
Ελπίζω να πέρασες μια ήσυχη νύχτα, να σε περίμενε μια ωραία ανατολή έξω απ' το παράθυρόο σου και να μπόρεσες να κοιτάξεις γαλήνια τα βραδινά αστέρια πριν πας για ύπνο. Πόσο λίγο ξέρουμε από αγάπη, από την εκπληκτική τρυφερότητα και δύναμή της, πόσο εύκολα χρησιμοποιούμε τη λέξη αγάπη· τη χρησιμοποιεί ο στρατηγός· τη χρησιμοποιεί ο χασάπής· τη χρησιμοποιεί ο πλούσιος, όπως τη χρησιμοποιούν και τα νεαρά αγόρια και κορίτσια. Αλλά πόσο λίγα ξέρουν γι' αυτήν! Δεν ξέρουν την απεραντοσύνη της· ότι είναι αθάνατη· πόσο ανεξιχνίαστη είναι... Ν' αγαπάς σημαίνει να έχεις επίγνωση της αιωνιότητας.
Τι πράγμα είναι οι σχέσεις και πόσο εύκολα πέφτουμε στη συνήθεια κάποιας συγκεκριμένης σχέσης· θεωρούμε τα πράγ­ματα δεδομένα, αποδεχόμαστε τις καταστάσεις και δεν είναι ανεκτή καμιά αλλαγή· δε δεχόμαστε καμία κίνηση προς την αβεβαιότητα, ούτε για ένα λεπτό. Όλα είναι τόσο καλά ρυθμισμένα, τόσο στέρεα φτιαγμένα, τόσο δεσμευμένα, που δεν υπάρχει καμία ελπίδα για λίγη φρεσκάδα, για μια καθαρή ανα­ζωογονητική ανοιξιάτικη ανάσα. Αυτά κι άλλα πολλά τα ονο­μάζουμε σχέσεις. Αν παρατηρήσουμε από κοντά, οι σχέσεις είναι κάτι πολύ πιο λεπτό, κάτι πιο γοργό κι από την αστραπή, πιο αχανές κι από τη γη, γιατί οι σχέσεις είναι η ζωή. Η ζωή μας είναι σύγκρουση. Θέλουμε να κάνουμε τις σχέσεις χοντρο­κομμένες, ωμές, εύκολες. Έτσι χάνουν την ευωδιά τους, την ομορφιά τους
.......

5
Χθες τ' απόγευμα άρχισε να βρέχει και το βράδυ έκανε κατακλυσμό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Ήταν σαν ν' άνοιξαν οι ουρανοί. Υπήρχε μαζί και μια εκπληκτική σιωπή. Η σιωπή ενός όγκου, ενός τεράστιου όγκου που έπεφτε στη γη. Είναι πάντα δύσκολο να κρατηθεί κανείς απλός και καθαρός. Οι άνθρωποι λατρεύουν την επιτυχία, τον μεγαλύτερο, τον καλύτερο• τα κολοσσιαία υπερκτήρια, τα υπεραυτοκίνητα, τα υπεραεροπλάνα και τους υπεράνθρωπους. Δεν είναι οι επιτυχημένοι άνθρωποι εκείνοι που μπορούν να χτίσουν έναν καινούριο κόσμο. Για να είσαι πραγματικός επαναστάτης, χρειάζεται ολοκληρωτική αλλαγή της καρδιάς και του νου• και πόσο λίγοι είναι εκείνοι που θέλουν να ελευθερώσουν τους εαυτούς τους! Μπορεί να κόψει κανείς τις επιφανειακές ρίζες• αλλά το να κόψει τις βαθιές ρίζες, που τρέφουν τη μετριότητα, την επιτυχία, χρειάζεται κάτι παραπάνω από λέξεις, μεθόδους, εξαναγκασμούς. Οι πραγματικοί χτίστες είναι λίγοι• οι υπόλοιποι ματαιοπονούν.
Περνάει κανείς όλη του τη ζωή συγκρίνοντας τον εαυτό του με κάποιον άλλο, με το τι είναι και το τι θα 'πρεπε να ήταν, με κάποιον που είναι πιο τυχερός. Αυτή η σύγκριση πραγματικά σκοτώνει. Η σύγκριση είναι κάτι εξευτελιστικό, διαστρεβλώνει τον τρόπο που βλέπει κανείς τα πράγματα. Και μεγαλώνουμε μέσα στη σύγκριση. Όλη μας η εκπαίδευση βασίζεται σ' αυτή, όπως και όλη μας η παιδεία. Έτσι υπάρχει μια αδιάκοπη πάλη να γίνει κανείς κάτι διαφορετικό απ' αυτό που είναι. Η κατανόηση αυτού που κανείς είναι φέρνει στην επιφάνεια δημιουργικότητα, αλλά η σύγκριση τρέφει την ανταγωνιστικότητα• τη σκληρότητα• τη φιλοδοξία, που νομίζουμε ότι φέρνει πρόοδο.
.......

12
Παίρνε τα πράγματα απλά, αλλά μέσα σου να 'χεις πληρότητα και εγρήγορση. Μην αφήνεις να σου ξεφεύγει ούτε μια στιγμή χωρίς να έχεις πλήρη επίγνωση τι συμβαίνει μέσα σου και γύρω σου. Συχνά αυτό σημαίνει να είναι ευαίσθητος κανείς, όχι σ' ένα δυο πράγματα αλλά ευαίσθητος στα πάντα. Το να είσαι ευαίσθητος στην ομορφιά και να απωθείς την ασχήμια φέρνει σύγκρουση. Ξέρεις, καθώς παρατηρείς, θα αντιληφθείς ότι το μυαλό συνέχεια κρίνει -«αυτό είναι καλό», «εκείνο είναι κακό», «αυτό είναι μαύρο», «εκείνο είναι άσπρο»- κρίνει ανθρώπους, συγκρίνει, ζυγίζει, υπολογίζει. Ο νους είναι ατέλειωτα ανήσυχος. Μπορεί ο νους να παρακολουθεί, να παρατηρεί χωρίς να κρίνει, χωρίς να υπολογίζει; Να αντιλαμβάνεσαι χωρίς να βάζεις ταμπέλες και δες απλώς αν ο νους μπορεί να το κάνει αυτό. Παίξε μ' αυτό το πράγμα. Μην τον πιέζεις, άσ' τον να παρακολουθεί τον εαυτό του.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που προσπαθούν να είναι απλοί αρχίζουν από τα εξωτερικά απορρίπτοντας, αποκηρύσσοντας, κάνοντας οτιδήποτε, αλλά εσωτερικά η πολυπλοκότητα της ύπαρξής τους παραμένει. Με εσωτερική απλότητα το εξωτερικό ανταποκρίνεται στο εσωτερικό. Να είναι κανείς απλός εσωτερικά σημαίνει να είναι ελεύθερος από την παρόρμηση για περισσότερο, που δε σημαίνει να είναι ικανοποιημένος με αυτό που είναι. Να είσαι ελεύθερος από την παρόρμηση για περισσότερο σημαίνει να μη σκέφτεσαι με βάση το χρόνο, την πρόοδο, το φτάσιμο κάπου. Να είσαι απλός σημαίνει να ελευθερώσει ο νους τον εαυτό του από όλα τα αποτελέσματα• σημαίνει να αδειάσει ο νους τον εαυτό του από κάθε σύγκρουση. Αυτό είναι πραγματική απλότητα.
.......

13
Δεν πρέπει να σου συμβεί πια κανενός είδους ταραχή, ούτε καν η πιο φευγαλέα. Αυτού του είδους οι ψυχολογικές αντιδράσεις επιδρούν στο σώμα με δυσάρεστα αποτελέσματα. Να είσαι πολύ δυνατή μέσα σου. Να είσαι στερεή και ξεκάθαρη. Να 'χεις πληρότητα• μην προσπαθείς να έχεις πληρότητα, να έχεις. Μην εξαρτιέσαι από κανέναν κι από τίποτα• από εμπειρία ή ανάμνηση• η εξάρτηση από το παρελθόν, όσο ευχάριστη κι αν είναι, το μόνο που κάνει είναι να κομματιάζει το παρόν. Να 'χεις επίγνωση και άσε αυτή την επίγνωση να είναι άθικτη και αδιάσπαστη έστω για ένα λεπτό.
Ο ύπνος είναι ουσιαστικός• φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του ύπνου αγγίζει κανείς άγνωστα βάθη που ο συνειδητός νους δεν μπορεί ποτέ ν' αγγίξει ή να 'χει την εμπειρία τους. Πιθανόν αυτό δεν είναι πολύ ξεκάθαρο, αλλά απλώς διάβασέ το και παίξε μαζί του. Νιώθω ότι υπάρχουν μερικά πράγματα που ποτέ δεν μπορεί να 'ναι ξεκάθαρα. Δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, αλλά, εντούτοις, αυτά βρίσκονται εκεί.
Ειδικά για σένα, είναι σημαντικό να έχεις ένα σώμα που να μην έχει κανενός είδους ασθένεια. Πρέπει, ήσυχα και με τη θέληση σου, να βάλεις κατά μέρος όλες τις ευχάριστες αναμνήσεις και εικόνες, έτσι ώστε ο νους σου να είναι ελεύθερος και αμόλυντος για κείνο που είναι αληθινό. Σε παρακαλώ πολύ, πρόσεξε όσα γράφονται εδώ. Οποιαδήποτε εμπειρία, οποιαδήποτε σκέψη πρέπει να τελειώνουν κάθε μέρα, κάθε λεπτό, μόλις εμφανίζονται, ώστε ο νους να μην απλώνει ρίζες στο μέλλον. Αυτό είναι πραγματικά σπουδαίο, γιατί αυτό είναι η πραγματική ελευθερία. Έτσι δεν υπάρχει εξάρτηση, κι η εξάρτηση φέρνει πόνο, καθώς επηρεάζει το σώμα και τρέφει την ψυχολογική αντίσταση. Κι όπως είπες, η αντίσταση δημιουργεί προβλήματα: να πετύχεις, να γίνεις τέλειος κ.λπ. Στην αναζήτηση υπάρχει πάλη, προσπάθεια, κόπος• αυτός ο κόπος, αυτή η πάλη αναπόφευκτα τελειώνει σε απογοήτευση -θέλω κάτι ή θέλω να γίνω κάτι- σ' αυτή την ίδια τη διαδικασία να φτάσεις κάπου υπάρχει η λαχτάρα για περισσότερο και το περισσότερο δεν έχει τέλος κι έτσι υπάρχει πάντα μια αίσθηση ότι κάτι σ' εμποδίζει. Κι έτσι υπάρχει πόνος. Για μια ακόμα φορά λοιπόν στρέφεται κανείς σε κάποια άλλη μορφή εκπλήρωσης, με τις αναπόφευκτες συνέπειες. Οι επιπλοκές της πάλης, της προσπάθειας είναι τεράστιες και, γιατί ψάχνει κανείς; Γιατί ο νους ψάχνει ασταμάτητα και τι τον κάνει να ψάχνει; Το ξέρεις ή, μάλλον, έχεις επίγνωση ότι ψάχνεις; Αν έχεις, τότε ξέρεις ότι το αντικείμενο του ψαξίματός σου αλλάζει από περίοδο σε περίοδο. Βλέπεις τη σημασία της αναζήτησης με τις απογοητεύσεις και τους πόνους της. Ότι στην ανεύρεση κάποιου πράγματος που είναι πολύ ικανοποιητικό υπάρχει μια στασιμότητα, με τις χαρές και τους φόβους της, με πρόοδο και επιθυμία να γίνεις κάτι. Αν έχεις επίγνωση ότι ψάχνεις, είναι δυνατό να πάψεις να ψάχνεις; Και αν ο νους δεν ψάχνει, ποια είναι η άμεση, πραγματική αντίδραση ενός νου που δεν ψάχνει;
Παίξε μ' αυτό και βρες• μην πιέσεις τίποτα, μην αφήσεις το νου να αναγκάσει τον εαυτό του να ζήσει κάποια ιδιαίτερη εμπειρία, γιατί τότε θα γεννήσει ψευδαισθήσεις για τον εαυτό του.
.......

Κρισναμούρτι: Γράμματα σε μια νεαρή φίλη