Κάπου στη Βόρεια Φινλανδία, λίγο πριν αρχίσει ο Αρκτικός Κύκλος και μερικά χιλιόμετρα από την απαγορευμένη ζώνη που αποτελεί τα σύνορα με τη Ρωσία, υπάρχει ένα δάσος όπου αυτόν τον καιρό επικρατεί μια σουρεαλιστική σιωπή. Τα περισσότερα πουλιά έχουν μεταναστεύσει. Κι όταν δεν έχει αέρα, δεν ακούγεται απολύτως τίποτα.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Βέρλιν Κλίνκενμποργκ βρέθηκε στην περιοχή στα τέλη του περασμένου μήνα. Το πρώτο βράδυ στάθηκε στη μέση μιας γέφυρας, πάνω από ένα ποτάμι που χύνεται στη Ρωσία. Ήταν σούρουπο, ο ουρανός ήταν καθαρός και δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή πνοή αέρα. Έμεινε στη γέφυρα για μισή ώρα και στο τέλος πίστεψε ότι κάτι είχαν τα αυτιά του. Δεν ήταν δυνατόν, δεν ήταν λογικό όλο αυτό το διάστημα να μην ακούει τίποτα. Μήπως είχε κουφαθεί; Τέντωσε τα αυτιά του, έξυσε το έδαφος με το πόδι του, πέταξε μια πέτρα στο νερό και χτύπησε με τη γροθιά του το κιγκλίδωμα της γέφυρας. Η ακοή του ήταν μια χαρά.
Το ανθρώπινο αυτί δεν είναι προορισμένο να αγωνίζεται για να ακούσει. Κι όμως, αυτό ακριβώς έκανε ο συγγραφέας, προσπαθούσε να ακούσει τα πράγματα που ακούει στην καθημερινή του ζωή, κι επειδή δεν τα κατάφερνε πίστεψε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις αισθήσεις του. Τις επόμενες ημέρες, λοιπόν, άλλαξε τακτική. Έμπαινε κι έβγαινε από το δάσος προσπαθώντας να ακούσει όχι πια με τα αυτιά του, αλλά με τα μάτια του. Συνειδητοποίησε ότι τα πήγαινε καλύτερα. Κάθε τόσο συναντούσε κάποιον Φινλανδό και τον ρωτούσε πώς είχε περάσει το καλοκαίρι του. Οι περισσότεροι γκρίνιαζαν ότι έκανε κρύο κι έβρεχε, τα έλατα και τα πεύκα είχαν μουσκέψει. Αλλά το φθινόπωρο ήταν ξηρό, και τη νύχτα έπιανε παγετός. Τα φύλλα έπεφταν πολύ γρήγορα. Τα πρωινά, το ποτάμι καλυπτόταν από ομίχλη, γεγονός που επέτεινε την ψευδαίσθηση της σιωπής.
Ψευδαίσθηση; Γιατί ψευδαίσθηση; Όπως γράφει ο Κλίνκενμποργκ στους Νιου Γιορκ Τάιμς, το τελευταίο βράδυ επέστρεψε στη γέφυρα. Ο ουρανός ήταν και πάλι καθαρός και το φως του δειλινού αρνιόταν πεισματικά να δώσει τη θέση του στο πραγματικό σκοτάδι. Καθώς στεκόταν πάνω από το ποτάμι, άκουσε τον αδύναμο, αλλά καθαρό ήχο από έναν καταρράκτη, κάπου πεντακόσια μέτρα μακριά. Ο καταρράκτης ήταν φυσικά εκεί και το πρώτο βράδυ που ο συγγραφέας βρέθηκε στη γέφυρα. Και τότε γιατί δεν τον άκουσε; Προφανώς επειδή ήταν πολύ απασχολημένος με το να μην ακούει τα πράγματα που ήταν συνηθισμένος να ακούει, και κυρίως το μουγκρητό της πόλης ακόμη και στις πιο ήσυχες στιγμές της. Χρειάστηκε μια εβδομάδα για να αδειάσει τα αυτιά του, για να μάθει να μην ακούει τίποτα, και για να διαπιστώσει ότι σ΄ εκείνο το τίποτα υπήρχε παρά ταύτα κάτι για να ακούσει.
Ο Αμερικανός συγγραφέας Βέρλιν Κλίνκενμποργκ βρέθηκε στην περιοχή στα τέλη του περασμένου μήνα. Το πρώτο βράδυ στάθηκε στη μέση μιας γέφυρας, πάνω από ένα ποτάμι που χύνεται στη Ρωσία. Ήταν σούρουπο, ο ουρανός ήταν καθαρός και δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή πνοή αέρα. Έμεινε στη γέφυρα για μισή ώρα και στο τέλος πίστεψε ότι κάτι είχαν τα αυτιά του. Δεν ήταν δυνατόν, δεν ήταν λογικό όλο αυτό το διάστημα να μην ακούει τίποτα. Μήπως είχε κουφαθεί; Τέντωσε τα αυτιά του, έξυσε το έδαφος με το πόδι του, πέταξε μια πέτρα στο νερό και χτύπησε με τη γροθιά του το κιγκλίδωμα της γέφυρας. Η ακοή του ήταν μια χαρά.
Το ανθρώπινο αυτί δεν είναι προορισμένο να αγωνίζεται για να ακούσει. Κι όμως, αυτό ακριβώς έκανε ο συγγραφέας, προσπαθούσε να ακούσει τα πράγματα που ακούει στην καθημερινή του ζωή, κι επειδή δεν τα κατάφερνε πίστεψε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τις αισθήσεις του. Τις επόμενες ημέρες, λοιπόν, άλλαξε τακτική. Έμπαινε κι έβγαινε από το δάσος προσπαθώντας να ακούσει όχι πια με τα αυτιά του, αλλά με τα μάτια του. Συνειδητοποίησε ότι τα πήγαινε καλύτερα. Κάθε τόσο συναντούσε κάποιον Φινλανδό και τον ρωτούσε πώς είχε περάσει το καλοκαίρι του. Οι περισσότεροι γκρίνιαζαν ότι έκανε κρύο κι έβρεχε, τα έλατα και τα πεύκα είχαν μουσκέψει. Αλλά το φθινόπωρο ήταν ξηρό, και τη νύχτα έπιανε παγετός. Τα φύλλα έπεφταν πολύ γρήγορα. Τα πρωινά, το ποτάμι καλυπτόταν από ομίχλη, γεγονός που επέτεινε την ψευδαίσθηση της σιωπής.
Ψευδαίσθηση; Γιατί ψευδαίσθηση; Όπως γράφει ο Κλίνκενμποργκ στους Νιου Γιορκ Τάιμς, το τελευταίο βράδυ επέστρεψε στη γέφυρα. Ο ουρανός ήταν και πάλι καθαρός και το φως του δειλινού αρνιόταν πεισματικά να δώσει τη θέση του στο πραγματικό σκοτάδι. Καθώς στεκόταν πάνω από το ποτάμι, άκουσε τον αδύναμο, αλλά καθαρό ήχο από έναν καταρράκτη, κάπου πεντακόσια μέτρα μακριά. Ο καταρράκτης ήταν φυσικά εκεί και το πρώτο βράδυ που ο συγγραφέας βρέθηκε στη γέφυρα. Και τότε γιατί δεν τον άκουσε; Προφανώς επειδή ήταν πολύ απασχολημένος με το να μην ακούει τα πράγματα που ήταν συνηθισμένος να ακούει, και κυρίως το μουγκρητό της πόλης ακόμη και στις πιο ήσυχες στιγμές της. Χρειάστηκε μια εβδομάδα για να αδειάσει τα αυτιά του, για να μάθει να μην ακούει τίποτα, και για να διαπιστώσει ότι σ΄ εκείνο το τίποτα υπήρχε παρά ταύτα κάτι για να ακούσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.