Η στιγμή της αλλαγής προσφέρεται σε
ένα πέρασμα: η νοητή σφαίρα αποκαλύπτεται σε μια έκσταση, σε μια ξαφνική
κίνηση της υπέρβασης, όπου ξεπερνιέται η απτή ύλη. Ο νους ή η έννοια,
τοποθετημένα εκτός χρόνου, ορίζονται ως κυρίαρχη τάξη, στην οποία
υποτάσσεται ο κόσμος των πραγμάτων, όπως ακριβώς υπέτασσε κάποτε τους
Θεούς της μυθολογίας. Με τον τρόπο αυτό, ο νοητός κόσμος αποκτά την
εμφάνιση του Θείου.
Αλλά η υπέρβασή του είναι διαφορετικής
φύσης από την ατελή υπέρβαση του Θείου στις αρχαϊκές θρησκείες. Το Θείο
αρχικά μπορούσε να αδραχτεί σε στιγμές οικειότητας (της βίας, του
ουρλιαχτού, του είναι σε έκρηξη, τυφλού και ακατανόητου, του σκοτεινού
και κακοπροαίρετου ιερού)· αν ήταν υπερβατικό, αυτό συνέβαινε με
τρόπο δοκιμαστικό για τον άνθρωπο που δρούσε στη σφαίρα της
πραγματικότητας αλλά αποκαθίστατο σε αυτή της οικειότητας. Αυτή η
δευτερεύουσα υπέρβαση ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη του νοητού
κόσμου, η οποία παραμένει εσαεί χωρισμένη από τον κόσμο των
αισθήσεων. Η υπέρβαση ενός πιο ριζικού δυϊσμού είναι το πέρασμα από ένα
κόσμο σε έναν άλλο. Πιο συγκεκριμένα, είναι η αναχώρηση από αυτό τον
κόσμο, η αναχώρηση από τον κόσμο, τελεία --γιατί, απέναντι στον αισθητό
κόσμο, ο νοητός κόσμος δεν είναι τόσο ένας διαφορετικός κόσμος όσο κάτι
έξω από τον κόσμο.
Αλλά ο άνθρωπος τον οποίο
εννοούμε δυϊκά είναι ασύμβατος με τον αρχαϊκό άνθρωπο γιατί δεν υπάρχει
πλέον καμμία οικειότητα ανάμεσα σε αυτόν και τον κόσμο τούτο. Αυτός ο
κόσμος στην πραγματικότητα είναι εμμενής μέσα του αλλά αυτό συμβαίνει
στον βαθμό που ο ίδιος δεν χαρακτηρίζεται από οικειότητα· στο βαθμό που
καθορίζεται από πράγματα, και που είναι και ο ίδιος πράγμα, εφόσον είναι
ένα ξεχωριστό άτομο. Φυσικά, ο αρχαϊκός άνθρωπος δεν συμμετείχε διαρκώς
στην μεταδοτική βία της οικειότητας, αλλά αν απομακρυνόταν από αυτή,
οι τελετές διατηρούσαν την δύναμη να τον ξαναφέρουν πίσω σ' αυτή την
κατάλληλη στιγμή. Στο επίπεδο της δυϊκής αντίληψης κανένα απομεινάρι των
αρχαίων τελετών δεν μπορεί να αποτρέψει τον αναστοχαστικό άνθρωπο, τον
οποίο συγκροτεί ο στοχασμός, απ' το να είναι, τη στιγμή της εκπλήρωσής
του, ο άνθρωπος της χαμένης οικειότητας. Χωρίς αμφιβολία η οικειότητα
δεν είναι ξένη για αυτόν· δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν γνωρίζει τίποτε
για αυτή, εφόσον διατηρεί την ανάμνησή της. Αλλά η ανάμνηση αυτή τον
στέλνει εκτός ενός κόσμου στον οποίο δεν υπάρχει τίποτε που να
ανταποκρίνεται στην επιθυμία που έχει για αυτόν. Σ' αυτόν τον κόσμο
ακόμα και τα πράγματα, στα οποία εναποθέτει τον στοχασμό του, χωρίζονται
βαθιά από τον ίδιο, και τα ίδια τα όντα συντηρούνται στην αμετάφραστη
ατομικότητά τους. Για αυτό και η υπέρβαση για αυτόν τον άνθρωπο δεν έχει
καθόλου την έννοια του χωρισμού αλλά μάλλον της επιστροφής. Χωρίς
αμφιβολία είναι απροσπέλαστη, εφόσον είναι υπέρβαση: λειτουργώντας,
θεμελιώνει το αδύνατο, για τον λειτουργό της, του να είναι εμμενής ως
προς το αποτέλεσμα της λειτουργίας. Αλλά ενώ το άτομο που είναι δεν
μπορεί να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο ή να συνδεθεί με ό,τι υφίσταται
πέρα από τα δικά του όρια, διακρίνει στα κλεφτά, στην ξαφνική έγερση,
αυτό που δεν μπορεί να αδραχτεί αλλά που γλιστράει από τα δάχτυλά του
ακριβώς ως déjà vu. Για αυτόν, τούτο το déjà vu είναι εντελώς
διαφορετικό από αυτό που βλέπει, και το οποίο είναι πάντα χωρισμένο από
τον ίδιο --και για τον ίδιο λόγο, και από τον εαυτό του. Είναι αυτό που
είναι νοητό από τον ίδιο, που ξυπνά την ανάμνηση μέσα του, αλλά που
χάνεται αμέσως με την εισβολή των σιθητηριακών πληροφοριών, οι οποίες
επανεγκαθιδρύουν τον χωρισμό από κάθε πλευρά. Αυτό το ξεχωριστό ον είναι
ακριβώς ένα πράγμα γιατί είναι χωρισμένο από τον ε-αυτό του: αυτό είναι το πράγμα και ο χωρισμός, αλλά ο εαυτός,
αντίθετα, είναι μια οικειότητα που δεν χωρίζεται από τίποτε (εκτός από
αυτό που χωρίζεται από την οικειότητα, δηλαδή "αυτό", και μαζί με αυτό,
από όλο τον κόσμο των ξεχωριστών πραγμάτων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.