Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι

Γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια ενός σοσιαλιστή εργάτη σιδηροδρόμων το καλοκαίρι του 1896 στο ορεινό Λεόν (Leon) της κεντρικής Ισπανίας, δεύτερος από τα 9 εν συνόλω αγόρια της οικογένειας (ο ένας αδελφός του σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1934 στην διάρκεια ενός ξεσηκωμού στις Αστούριες, ένας άλλος σκοτώθηκε το 1936 πολεμώντας του φασίστες στην Μαδρίτη και οι υπόλοιποι δολοφονήθηκαν από τους φασίστες). Σε ηλικία 14 ετών ο Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι σταμάτησε το σχολείο και εργάστηκε αρχικά ως σιδεράς δίπλα σε έναν σοσιαλιστή θείο του και στην συνέχεια ως μηχανικός στον σιδηροδρομικό σταθμό του Λεόν. Από την τελευταία θέση συμμετείχε ενεργά στην μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία είχε διοργανωθεί από την σοσιαλιστική «Γενική Ένωση Εργαζομένων» («Union General de Trabajadores», UGT) τον Αύγουστο του 1917 και κατέληξε τελικά σε 3ήμερη γενική απεργία, που κατεστάλη με τρομερή αγριότητα από τον στρατό, με τελικό απολογισμό 70 νεκρούς διαδηλωτές, 500 τραυματίες και 2.000 φυλακισμένους χωρίς δίκη ή άλλες τυπικά νόμιμες διαδικασίες.
Για να μην συλληφθεί, ο Ντουρρούτι διέφυγε στην Γαλλία, όπου για δύο περίπου χρόνια εργάστηκε στο Παρίσι ως μηχανικός. Τον Ιανουάριο του 1919 επέστρεψε στην πατρίδα του, εγκαταστάθηκε προσωρινά στις Αστούριες, γράφτηκε στην τοπική αναρχοσυνδικαλιστική «Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας» («Confederacion Nacional del Trabajo», CNT), συνελήφθη τον Μάρτιο του 1919 για την οργανωτική του δράση ανάμεσα στους εργάτες των αστουριανών ορυχείων. Δραπέτευσε μετά από λίγους μήνες και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έφθασε στο Σαν Σεμπαστιάν της Βασκικής, όπου εργάστηκε ως μεταλλουργός και δραστηριοποιήθηκε στους κόλπους της τοπικής αναρχικής αυτό-αμυντικής ομάδας «Λος Ζουστισιέρος» («Los Justicieros») που σε αντίποινα για τις αλλεπάλληλες δολοφονίες τοπικών αγωνιστών σχεδίαζε να εκτελέσει κατά την εκεί επίσκεψή του τον Αύγουστο του 1920 τον βασιλιά Αλφόνσο τον 13ο. Τα σχέδια της εκτέλεσης έγιναν όμως γνωστά στην αστυνομία και τα μέλη της ομάδας έφυγαν σε διάφορες πόλεις.
Ο Ντουρρούτι κατέληξε τελικά τον Αύγουστο του 1922 στην Καταλωνία, όπου με τους Ολιβέρ (Juan Garcia Oliver), Ασκάσο (Francisco Ascaso) και άλλους ομοϊδεάτες τους ίδρυσαν την ομάδα «Crisol», που σε λίγο εξελίχθηκε στην περίφημη οργάνωση των «Αλληλέγγυων» («Los Solidarios»). Απαντώντας στην κτηνώδη εκείνον τον καιρό καταστολή του αναρχικού κινήματος της Καταλωνίας (στην διάρκεια της οποίας όλοι σχεδόν οι γνωστοί αναρχικοί και αναρχοσυνδικαλιστές είχαν εκτελεστεί από δολοφόνους «pistoleros» που είχαν προσλάβει οι τοπικοί εργοδότες ή βρίσκονταν στις φυλακές), οι «Αλληλέγγυοι» προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατινάξουν τα θερινά βασιλικά ανάκτορα και το 1923 συμμετείχαν στην εκτέλεση του καρδινάλιου της Σαραγόσας Χουάν Σολντεβίγια Ρομέρο (Juan Soldevilla y Romero, που υποστήριζε ηθικά και οικονομικά την εξόντωση των αγωνιστών) ως αντίποινα για την δολοφονία καταμεσής του δρόμου του προέδρου της CNT Σαλβαδόρ Σεγκύ (Salvador Segui)
Τον Σεπτέμβριο του 1923 ο στρατηγός Πρίμο ντε Ριβέρα (Primo de Rivera) κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία με την ανοχή του ισπανικού θρόνου και εξαπέλυσε άγριο διωγμό ενάντια σε όλους όσους αγωνίζονταν για την κοινωνική αλλαγή. Εκατοντάδες αγωνιστές δολοφονήθηκαν ή συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν ή καταδικάστηκαν σε πολυετείς φυλακίσεις, εξοντώθηκαν όλοι σχεδόν οι «Αλληλέγγυοι» (που ανάμεσα σε άλλες πράξεις αντίστασης είχαν αποτολμήσει και ένοπλη επίθεση κατά των στρατώνων της Βαρκελώνης) και οι ελάχιστοι επιζήσαντες, ανάμεσα στους οποίους και οι Ασκάσο, Ντουρρούτι και Ολιβέρ διέφυγαν τον Δεκέμβριο του 1924 στην Λατινική Αμερική, περιπλανήθηκαν επί 15 μήνες σε διάφορες χώρες της (κυρίως στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, την Χιλή, το Μεξικό και την Κούβα) με την αστυνομία συνεχώς επί τα ίχνη τους και στο τέλος επέστρεψαν στην Ευρώπη και τελικά τον Απρίλιο του 1926 ζήτησαν καταφύγιο στο Παρίσι, όπου ήδη ζούσαν και οργανώνονταν εκατοντάδες εξόριστοι Ισπανοί αναρχικοί.
Στο Παρίσι ο Ντουρρούτι άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο και γνωρίστηκε με τον εξόριστο Ρώσο αναρχικό Νέστορα Μάχνο. Τον Ιούλιο του 1926 ο βασιλιάς της Ισπανίας και ο δικτάτορας ντε Ριβέρα θα έκαναν επίσκεψη στην πόλη και οι αναρχικοί αποφάσισαν να τους απαγάγουν, όμως τα σχέδιά τους προδόθηκαν και οι Ντουρρούτι και Ασκάσο πιάστηκαν από την αστυνομία, φυλακίστηκαν και μετά από μία θυελλώδη πολιτική δίκη, στην οποία στάθηκε υπέρ των κατηγορουμένων όλη σχεδόν η Γαλλική Αριστερά, απελάθηκαν τελικά τον Ιούλιο του 1927 (γιατί η Αργεντινή, όπου είχαν καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο, είχε ήδη ζητήσει επισήμως την έκδοσή τους). Καθώς οι κοντινές χώρες Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Γερμανία τούς αρνήθηκαν την χορήγηση πολιτικού ασύλου, μέχρι την πτώση του Αλφόνσου του 13ου τον Απρίλιο του 1931 έζησαν την συνεχή περιπλάνηση σε καθεστώς πότε ημιπαρανομίας και πότε πλήρους παρανομίας. Φοβούμενοι να δεχθούν το πολιτικό άσυλο που τους είχε χορηγήσει επιδεικτικά η Σοβιετική Ρωσία (η οποία είχε εξοντώσει αμέτρητους Ρώσους αναρχικούς), για ένα διάστημα επέστρεψαν στο Παρίσι και την Λυών, πιάστηκαν από την αστυνομία και εξέτισαν 6μηνη ποινή φυλάκισης, διέφυγαν μετά στο Βέλγιο, κυνηγήθηκαν και από εκεί και ο Ντουρρούτι έζησε κρυφά για λίγους μήνες στο Βερολίνο, στο σπίτι του ομοϊδεάτη του Αουγκουστίν Σούχι (Augustin Souchy) και στην συνέχεια νόμιμα στο Βέλγιο, όπου υπό τις πιέσεις της Αριστεράς δόθηκε τελικά άδεια παραμονής τόσο στον ίδιο όσο και τον Ασκάσο.
Με την πτώση της ισπανικής μοναρχίας το 1931, ο Ντουρρούτι επέστρεψε στην Βαρκελώνη μαζί με την γαλλίδα σύντροφό του Εμιλιέν (Emilienne), ήδη έγκυο στην κόρη τους Κολέτ (Colette) και εντάχθηκε στην πανίσχυρη τότε «Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία» («Federacion Anarquista Iberica», FAI, που είχε ιδρυθεί μυστικά τον Ιούλιο του 1927 στην Βαλένθια, ως συντονιστικό όργανο όλων των ανά την Ισπανία ομάδων και οργανώσεων), ιδρύοντας παράλληλα την «ομάδα συγγένειας» («grupo de afinidad») «Εμείς» («Nosotros») με αδιάλλακτους αγωνιστές της CNT, που δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις για τα όρια της δημοκρατικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές αλλαγές και ενίσχυαν με κάθε μέσο τις άγριες απεργίες και την εργατική αυτό-οργάνωση, ακόμα και με χρηματοδότηση από ληστείες τραπεζών. Την πρωτομαγιά του 1931 πραγματοποιήθηκε από την CNT Βαρκελώνης μία τεράστια επαναστατική διαδήλωση 100.000 ανθρώπων με αίτημα άμεσες κοινωνικές αλλαγές και απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Η διαδήλωση διαλύθηκε βίαια από την «Guardia Civil» (δηλαδή την πολιτοφυλακή) και τον στρατό, με νεκρούς και τραυματίες, ωστόσο σε κάποια στιγμή ο Ντουρρούτι κατόρθωσε να πείσει στρατιώτες να στρέψουν τα όπλα τους κατά της πολιτοφυλακής.
Τον Ιούλιο του 1931 έγινε στην Μαδρίτη ένα συνέδριο για ανασυγκρότηση της CNT, αποτέλεσμα του οποίου ήταν να αποχωρήσουν οι «μετριοπαθείς» και να ιδρύσουν το θνησιγενές «Συνδικαλιστικό Κόμμα», ενώ σε όλη την χώρα ξεσπούσαν μία μετά την άλλη άγριες απεργίες, τις οποίες η δημοκρατική κυβέρνηση αντιμετώπιζε όπως ακριβώς η δικτατορία: μόνο στην Σεβίλλη σκοτώθηκαν από την αστυνομία 30 απεργοί και τραυματίστηκαν 300.
Τον Δεκέμβριο του 1931 γεννήθηκε η κόρη του Κολέτ, την οποία δεν πρόλαβε να χαρεί, καθώς τον Ιανουάριο του 1932 συνελήφθηκε μαζί με άλλους 120 περίπου Καταλανούς συντρόφους του και στάλθηκε σε κάτεργα στις Κανάριες Νήσους, στο Πουέρτο Κάμπρα και το νησί του Φουερτεβεντούρα. Οι κινητοποιήσεις της CNT και της υπόλοιπης επαναστατικής Αριστεράς (κυρίως του τροτσκιστικού «Εργατικού Κόμματος Μαρξιστικής Ενοποίησης», ΡΟUM) πέτυχαν την απελευθέρωσή τους τον Σεπτέμβριο, αλλά σχεδόν αμέσως ο Ντουρρούτι συνελήφθη ξανά και φυλακίστηκε για 2 ακόμα μήνες στην προσπάθεια της κυβέρνησης να διαλυθεί η CNT. Εργάστηκε για λίγο σε εργοστάσιο της Βαρκελώνης, οργανώθηκε στο συνδικάτο των εργατών υφαντουργίας, έκανε δημόσιες ομιλίες σε εργατικές συγκεντρώσεις, όμως τον Ιανουάριο του 1933 επιχειρήθηκε εξέγερση των αναρχικών, η οποία για μία ακόμα φορά έφερε τον Ντουρρούτι στην παρανομία: Συνελήφθη τελικά στα τέλη του Μαρτίου, έμεινε στην φυλακή μέχρι τον Ιούλιο και επέστρεψε ξανά στην φυλακή του Μπούρχος μετά από μία ακόμα απόπειρα γενικής απεργίας και εξέγερσης τον Δεκέμβριο. Τον Μάϊο του 1934 δόθηκε αμνηστία στους πολιτικούς κρατούμενους, ακολούθησε μία ακόμα φυλάκιση από τις 5 Οκτωβρίου 1934 έως τα μέσα του 1935, ενώ στα μεσοδιαστήματα ο Ντουρρούτι ασκούσε απτόητος διαρκή και πολύπλευρη επαναστατική δράση, ανώτερη στιγμή της οποίας ήταν η «μεταφορά αλληλεγγύης» χιλιάδων πεινασμένων παιδιών απεργών της Αραγωνίας στην Βαρκελώνη για να ζήσουν με την φροντίδα οργανωμένων στην κοινωνική αντίσταση εργατικών οικογενειών.
Σε αρκετές περιοχές της Ισπανίας, όπου οι αναρχικοί και το ΡΟUM είχαν μεγάλη ισχύ, ο παλαιός κόσμος δεχόταν αλλεπάλληλες επιθέσεις, τις οποίες όμως πάντοτε τιμωρούσε η «δημοκρατική» κυβέρνηση με την βία των όπλων: τουλάχιστον 1.300 εργάτες και ανθρακωρύχοι είχαν σκοτωθεί, 4.000 είχαν τραυματιστεί σοβαρά από τους στρατιώτες του στρατηγού Φράνκο (του ίδιου που αργότερα θα ξεκινήσει τον εμφύλιο πόλεμο και μετά θα εγκαθιδρύσει φασιστική κυβέρνηση έως την δεκαετία του 1970) ενώ μόνο το δίμηνο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1934 είχαν φυλακιστεί στις Αστούριες 30.000 εργάτες. Από την πλευρά τους οι επαναστάτες κτυπούσαν σχεδόν καθημερινά στόχους που ανήκαν στο παλιό καθεστώς, κυρίως στην χριστιανική θεοκρατία: αρκετοί θεοκράτες είχαν πυροβοληθεί και δεκάδες εκκλησίες και επισκοπικά ανάκτορα είχαν πυρποληθεί. Εκείνη ακριβώς την εποχή οργανώθηκε το φασιστικό κόμμα «Η Φάλαγγα», κυρίως από γόνους πλούσιων οικογενειών, χρηματοδοτημένο αφειδώς από τους θεοκράτες και την αριστοκρατία.
Τον Σεπτέμβριο του 1935 ο Ντουρρούτι φυλακίστηκε για μία ακόμα φορά στις φυλακές «El Puerto de Santa Maria» του Καντίζ, ωστόσο η κουραστική εναλλαγή των ημερών φυλακής με ημέρες επαναστατικής δράσης τελείωσε για τον Ντουρρούτι τον Φεβρουάριο του 1936, όταν ο πολιτικός συνασπισμός «Λαϊκό Μέτωπο» («Frente Popular»), που υποστηρίχθηκε και με την ψήφο των αναρχικών της CNT, θριάμβευσε στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Την πρωτομαγιά του 1936 άρχισαν στην Σαραγόσα (Zaragoza, Saragossa) οι εργασίες του 4ου συνεδρίου της CNT με συμμετοχή 700 αντιπροσώπων, στο οποίο καταγγέλθηκε η συνωμοσία των φασιστών και των στρατιωτικών ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση του «Λαϊκού Μετώπου» που όμως έδειχνε ανίκανη να τους πατάξει. Οι Ντουρρούτι και Ασκάσο συμμετείχαν σε ειδική επιτροπή που ζήτησε από την κυβέρνηση άδεια για να οπλιστεί ο λαός κατά των φασιστών, όμως δεν κατάφερε παρά να αποσπάσει ανούσια λόγια, εγκώμια και ευχολόγια. Μετά από αυτό, οι Ντουρρούτι και Ασκάσο εισηγήθηκαν στην CNT να οπλίσει μόνη της τον λαό με κάθε τρόπο, ακόμα και με αρπαγές όπλων από εμπορικά πλοία που ήσαν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Βαρκελώνης.
Στις 11 Ιουλίου 1936 άρχισε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος όταν μία ένοπλη ομάδα «φαλαγγιτών» κατέλαβε τον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαλένθια και μετέδωσε την εμπρηστική ανακοίνωση «Εδώ Ράδιο Βαλένθια! Η Ισπανική Φάλαγγα κατέλαβε τον ραδιοφωνικό σταθμό με τη δύναμη των όπλων της και αύριο θα συμβεί το ίδιο σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Ισπανίας». Έξι ημέρες αργότερα, στις 17 Ιουλίου 1936 και με την υποστήριξη της Φάλαγγας, της Εκκλησίας, των γαιοκτημόνων, των αριστοκρατών και των κεφαλαιούχων, ο στρατηγός Φράνκο ανέλαβε την ηγεσία της στρατιάς του ισπανικού Μαρόκου και της εκεί Λεγεώνας των Ξένων και κάλεσε «τον στρατό και το έθνος» να συνταχθούν στο πλευρό του για την εγκαθίδρυση εθνικιστικού κράτους στην Ισπανία, προκαλώντας τις επόμενες ημέρες την ανταρσία 50 στρατιωτικών σωμάτων κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης.
 Στη Βαρκελώνη η στρατιωτική ανταρσία ξέσπασε την Κυριακή 19 Ιουλίου, αλλά εξουδετερώθηκε σχεδόν ακαριαία από τον ήδη οπλισμένο λαό που βγήκε στους δρόμους στις 5 το πρωϊ (μη έχοντας ακόμα αναρρώσει από μία εγχείριση κήλης, ο Ντουρρούτι χρειάστηκε να φύγει από τον νοσοκομείο και να ενωθεί με τους ένοπλους εργάτες στα οδοφράγματα). Την ίδια κιόλας νύκτα οι αναρχικοί της CNT – FAI και οι τροτσκιστές του POUM επιτάξανε κρατικά οχήματα, λεηλάτησαν στρατιωτικές αποθήκες και οπλίστηκαν με τουφέκια και δυναμίτες και στις 20 Ιουλίου οι πρώτοι, με επικεφαλής τους Ντουρρούτι και Ασκάσο επετέθηκαν στον στρατώνα Αταρανθάρας (Ataranzaras) και στο οχυρωμένο από τους φασίστες ξενοδοχείο Κολόν (Colon) και μετά από σφοδρή μάχη υποχρέωσαν τους φασίστες να παραδοθούν. Η ανταρσία των φασιστών εξουδετερώθηκε, όμως στην επίθεση κατά του στρατώνα Αταρανθάρας έχασε την ζωή του ο Ασκάσο, επί σειρά ετών αδελφικός φίλος, συναγωνιστής και εν όπλοις σύντροφος του Ντουρρούτι.
Στις 21 Ιουλίου ο πρόεδρος της Καταλωνίας Κομπάνυς (Companys) κάλεσε τον γραμματέα της CNT Γκαρθία Ολιβέρ και τον Ντουρρούτι («που κάθισαν απέναντί του με τα τουφέκια ανάμεσα στα γόνατά τους, με τα ρούχα τους ακόμα σκονισμένα από τις μάχες και με τις καρδιές τους βαριές από τον θάνατο του Ασκάσο» σύμφωνα με τα λόγια του Hugh Thomas), παραδέχθηκε το ότι οι αναρχικοί ήσαν πλέον οι νόμιμοι κύριοι όχι μόνο της Βαρκελώνης αλά και ολόκληρης της επαρχίας και τους παρακάλεσε να συμμετάσχουν στην νέα καταλανική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα ο Ολιβέρ να γίνει παγκοσμίως ο πρώτος αναρχικός υπουργός Δικαιοσύνης. Πέρα από την κυβέρνηση όμως, τον ουσιαστικό έλεγχο των πραγμάτων είχε η «Αντιφασιστική Επιτροπή Πολιτοφυλακής», στελεχωμένη από μέλη της CNT - FΑΙ, της UGT και του ΡΟUΜ, η οποία ανέθεσε στον Ντουρρούτι να οργανώσει ένα ένοπλο αντιφασιστικό σώμα, την περίφημη «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» δύναμης χιλίων εθελοντών μαχητών, που όμως αργότερα σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν. Ο Ντουρρούτι δήλωνε τότε: «Υπήρξα αναρχικός σε όλη μου την ζωή και ελπίζω ότι είμαι και τώρα, αφού θα το θεωρούσα πράγματι πολύ θλιβερό να καταντούσα ένας στρατηγός που εξουσιάζει ανθρώπους με στρατιωτική πυγμή... Πιστεύω όπως πάντα στην ελευθερία, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην αίσθηση ευθύνης. Θεωρώ την πειθαρχία απαραίτητη, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι μία αυτοπειθαρχία, μία αυτοπειθαρχία την οποία θα εμπνέει ένας κοινός σκοπός και ένα ισχυρό αίσθημα συντροφικότητας».
Στις 23 Ιουλίου 1936 η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» εξαπέλυσε επίθεση κατά των φασιστών της Αραγωνίας και μέσα σε λίγες ημέρες βρισκόταν έξω από τη Σαραγόσα, όμως ανέκοψε την προέλαση της όταν ο διορισμένος από την Μαδρίτη αρχηγός των δημοκρατικών δυνάμεων στο μέτωπο της Αραγωνίας Βιλάλμπα (Villalba) έπεισε τον Ντουρρούτι ότι υπήρχε κίνδυνος να αποκοπεί απ' τις άλλες ταξιαρχίες. Η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» επανέλαβε ωστόσο αργότερα την επίθεσή της κατά της πόλης, στην διάρκεια της οποίας έγινε στάχτη ο καθεδρικός της ναός. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει εκείνες τις μέρες στην Έμμα Γκόλντμαν, ο Ντουρρούτι είχε πει: «ίσως επιζήσουν μόνο 100 από εμάς, αλλά ακόμα και τόσο λίγοι θα μπούμε στη Σαραγόσα, θα καταστρέψουμε τον Φασισμό και θα ανακηρύξουμε τον Ελευθεριακό Κομμουνισμό. Θα είμαι ο πρώτος που θα μπει. Θα ανακηρύξουμε την ελεύθερη κομμούνα, δεν θα υποταχθούμε ούτε στην Μαδρίτη ,ούτε στην Βαρκελώνη, ούτε στον Αθάνια, ούτε στον Κομπάνυς και επίσης θα δείξουμε σε σας τους μπολσεβίκους πώς γίνεται μια πραγματική επανάσταση».
Η Σαραγόσα τελικά απελευθερώθηκε στις αρχές του Σεπτεμβρίου και η «Ταξιαρχία Ντουρρούτι» καθάρισε όλη την Αραγωνία από τους φασιστικούς θύλακες και οργάνωσε παντού την αυτοδιεύθυνση των εργατών και τον κολλεκτιβισμό των αγροτών (τουλάχιστον τα τρία τέταρτα της αραγωνέζικης γης ελέγχονταν τώρα από 450 περίπου κολλεκτίβες). Σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Pierre van Paasen της εφημερίδας «Toronto Star», ο Ντουρρούτι δήλωσε: «Θέλουμε να τσακίσουμε τον Φασισμό διαπαντός και μάλιστα παρά την θέληση της κυβέρνησης... Καμμία κυβέρνηση σε όλον τον κόσμο δεν είναι διατεθειμένη να πολεμήσει μέχρι θανάτου τον Φασισμό. Κάθε φορά που οι κρατούντες βλέπουν την εξουσία να γλιστράει από τα χέρια τους, καταφεύγουν στον Φασισμό για να την διατηρήσουν. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση της Ισπανίας θα μπορούσε προ πολλού να είχε αχρηστέψει τα φασιστικά στοιχεία, όμως αντί να το πράξει συμβιβάστηκε και ακόμα και αυτή την στιγμή υπάρχουν στελέχη της που προσπαθούν να τα βρουν με τους στασιαστές… Εμείς θέλουμε την επανάσταση εδώ και τώρα, όχι μετά από τον επόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο. Τρομάζουμε τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι πολύ περισσότερο από όσο ολόκληρος ο Κόκκινος Στρατός της Ρωσίας, γιατί δείχνουμε στην εργατική τάξη της Γερμανίας και της Ιταλίας πώς πρέπει να απαντήσει στον Φασισμό… Δεν περιμένουμε βοήθεια από καμμία κυβέρνηση στον κόσμο ολόκληρο… καμμία βοήθεια, ούτε καν από την δική μας… Πάντοτε ζήσαμε σε άθλιους οικισμούς και σε τρύπες, άρα ξέρουμε πώς μπορούμε να επιβιώσουμε για κάποιον καιρό. Δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι μόνο εμείς μπορούμε και κτίζουμε, εμείς οι εργάτες κτίσαμε τα παλάτια και τις πόλεις στην Ισπανία και στην Αμερική και παντού. Εμείς λοιπόν οι εργάτες μπορούμε να κτίσουμε άλλα στην θέση τους. Και ακόμα καλύτερα! Σε κάθε περίπτωση εμείς δεν φοβόμαστε τα ερείπια... κουβαλάμε έναν καινούργιο κόσμο εδώ, στις καρδιές μας. Είναι αυτός ο κόσμος που μεγαλώνει αυτήν εδώ την στιγμή».
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1936 ο Φράνκο εξαπέλυσε την μεγάλη του επίθεση εναντίον της Μαδρίτης με 4 φασιστικές στρατιές που καλύπτονταν από γερμανικά και ιταλικά βομβαρδιστικά, τα οποία είχαν στείλει τα όμοιας ιδεολογίας καθεστώτα των δύο χωρών. Αποκομμένη από την υπόλοιπη Ισπανία, η πόλη βομβαρδιζόταν νυχθημερόν από τις 16 του μηνός, με 300 νεκρούς κατά μέσον όρο ανά ημέρα, ο Φράνκο δήλωνε κυνικά ότι προτιμά να την εξαφανίσει από τον χάρτη από το να την αφήσει «στα χέρια των μαρξιστών», ενώ η ναζιστική «Λεγεώνα Κόνδωρ» είχε προσφερθεί να εισχωρήσει στην Μαδρίτη, να κυριεύει το ένα οικοδομικό τετράγωνο μετά το άλλο και να το πυρπολεί. Για να ενισχύσει λοιπόν την άμυνα της Μαδρίτης, ο Ντουρρούτι αποφάσισε μετά από εισήγηση των ομοϊδεατών του Ολιβέρ και Φεντερίκα Μοντσένυ (Federica Montseny) να αποσπάσει από την Αραγωνία 4.000 άνδρες του και να τους οδηγήσει ο ίδιος στην πολιορκημένη πόλη, στην οποία εισήλθε τελικά στις 15 Νοεμβρίου.
Μόλις τέσσερις ημέρες μετά, γύρω στις 2 το μεσημέρι της 19ης Νοεμβρίου 1936, ενώ ο Ντουρρούτι συντόνιζε μία επιχείρηση κατά των φασιστών που κρατούσαν το Κλινικό Νοσοκομείο, κτυπήθηκε στο στήθος από μία σφαίρα φρανκιστών (κατά την έγκυρη αφήγηση του Abel Paz) και μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε ένα πρόχειρο νοσοκομείο, όπου εξέπνευσε από «πλευρική αιμορραγία» πριν την αυγή της επόμενης ημέρας. Άλλες εκδοχές για τον θάνατό του ήταν ότι η σφαίρα προερχόταν από το όπλο ενός αναρχικού που εκπυρσοκρότησε από λάθος χειρισμό ή ότι προερχόταν από το όπλο του Γάλλου σταλινικού κομμουνιστή Αντρέ Μαρτύ της κομμουνιστικής «Διεθνούς Ταξιαρχίας».
Το νεκρό σώμα του μεγάλου, αδιάφθορου και ακούραστου επαναστάτη, τον οποίο η Μοντσένυ περιέγραψε ως «άνδρα με σώμα Ηρακλή, με μάτια μικρού παιδιού και ημιάγριο πρόσωπο», στάλθηκε στην Βαρκελώνη, για να ταφεί στο νεκροταφείο Montjuich, δίπλα στον συναγωνιστή του Ασκάσο και τον παλαιότερο μάρτυρα του ελευθέρου πνεύματος και του Αναρχισμού Φραντσέσκο Φερρέρ. Την ημέρα της κηδείας του, στις 23 Νοεμβρίου 1936, περίπου 300.000 (κατ’ άλλους 500.000) άνθρωποι όλων των ηλικιών με υψωμένη την γροθιά αποχαιρέτησαν τον αγνό και σχεδόν μυθικό καθοδηγητή τους με ένα πρωτοφανές για την συγκεκριμένη εποχή και την συγκεκριμένη χώρα λαϊκό προσκύνημα. Όταν ξεκίνησε η νεκρική πομπή από τα γραφεία της τοπικής επιτροπής της CNT – FAI, η μπάντα έπαιξε τον ύμνο των αναρχικών «Παιδιά του λαού» και πάνω από τον τάφο εκφώνησε έναν συγκλονιστικό επικήδειο ο Γκαρθία Ολιβέρ, επί πολλά χρόνια σύντροφος και συμμαχητής του και, εκείνη την εποχή, υπουργός Δικαιοσύνης μίας κυβέρνησης που σε λίγο θα διαλυόταν από τα όπλα των φασιστών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.