Ο Διογένης μαθήτευσε κοντά στον Αντισθένη, ιδρυτή της σχολής των κυνικών. Ανέπτυξε και τελειοποίησε τη διδασκαλία του τελευταίου προς την κατεύθυνση του ελάχιστου υλισμού. Ζούσε με τα απολύτως απαραίτητα και κοιμόταν σ' ένα πιθάρι.
Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο ,με το οποίο έπινε νερό, και το πέταξε αναφωνόντας πως ένα παιδί τον ξεπέρασε σε απλότητα ζωής.
Απέρριπτε το κράτος και τους περισσότερους θεσμούς χαρακτηρίζοντάς τους ως βιασμό της ουσίας του ανθρώπου. Για τον εαυτό του δήλωνε πολίτης του κόσμου. Είναι γνωστή, άλλωστε, η ρήση του δασκάλου του Αντισθένη. "Πατρίδα μου δεν έχω μια μόνο πόλη, μια μόνο στέγη, όλη η γη είναι για μένα σπίτι και πατρίδα".
Ο Διογένης είχε έναν λόγο ευθύ, κοφτερό, ανατρεπτικό και ένα αληθινά προικισμένο πνεύμα. Βγήκε μια μέρα στην αγορά με αναμμένο το φανάρι του, περιφερόταν και φώναζε : " Ψάχνω να βρω ανθρώπους!"
Σχετική με την απέχθειά του προς την εξουσία είναι η απάντηση που έδωσε σε κάποιον που καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο: "Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο". Ακόμα πιο γνωστή είναι η απάντηση που έδωσε στον Μέγα Αλέξανδρο. Στο Κράνειο, προάστιο της Κορίνθου, μια μέρα ο Διογένης ήταν ξαπλωμένος και απόλαμβανε τον ήλιο, όταν ήρθε ο Μέγας Αλέξανδρος και αφού στάθηκε από πάνω του, είπε: "Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις". "Μη μου κρύβεις τον ήλιο", αποκρίθηκε ο Διογένης.
Ο Διογένης ήταν εξόριστος στην Αθήνα. Καταγόταν από την Σινώπη του Εύξεινου Πόντου, απ' όπου οι συμπολίτες του τον έδιωξαν, γιατί αυτός ή ο πατέρας του παραχάραξε το νόμισμα της πόλης. Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά την παλαιότερη αυτή παρανομία του, ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε "κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ."
Υπέβαλε σε σκληρή κριτική τη διδασκαλία του Πλάτωνα για τις ιδέες , από την άποψη της ακραίας αισθησιοκρατίας, αναγνωρίζοντας μόνο το μοναδικό ον, ενώ δεν παρέλειπε σε κάθε περίπτωση να υπαινίσσεται τις στενές σχέσεις του τελευταίου με τον τύραννο Διονύσιο. Απέρριπτε την πολυθεϊα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς. Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν' ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: "Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω" .
Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο ,με το οποίο έπινε νερό, και το πέταξε αναφωνόντας πως ένα παιδί τον ξεπέρασε σε απλότητα ζωής.
Απέρριπτε το κράτος και τους περισσότερους θεσμούς χαρακτηρίζοντάς τους ως βιασμό της ουσίας του ανθρώπου. Για τον εαυτό του δήλωνε πολίτης του κόσμου. Είναι γνωστή, άλλωστε, η ρήση του δασκάλου του Αντισθένη. "Πατρίδα μου δεν έχω μια μόνο πόλη, μια μόνο στέγη, όλη η γη είναι για μένα σπίτι και πατρίδα".
Ο Διογένης είχε έναν λόγο ευθύ, κοφτερό, ανατρεπτικό και ένα αληθινά προικισμένο πνεύμα. Βγήκε μια μέρα στην αγορά με αναμμένο το φανάρι του, περιφερόταν και φώναζε : " Ψάχνω να βρω ανθρώπους!"
Σχετική με την απέχθειά του προς την εξουσία είναι η απάντηση που έδωσε σε κάποιον που καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο: "Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο". Ακόμα πιο γνωστή είναι η απάντηση που έδωσε στον Μέγα Αλέξανδρο. Στο Κράνειο, προάστιο της Κορίνθου, μια μέρα ο Διογένης ήταν ξαπλωμένος και απόλαμβανε τον ήλιο, όταν ήρθε ο Μέγας Αλέξανδρος και αφού στάθηκε από πάνω του, είπε: "Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις". "Μη μου κρύβεις τον ήλιο", αποκρίθηκε ο Διογένης.
Ο Διογένης ήταν εξόριστος στην Αθήνα. Καταγόταν από την Σινώπη του Εύξεινου Πόντου, απ' όπου οι συμπολίτες του τον έδιωξαν, γιατί αυτός ή ο πατέρας του παραχάραξε το νόμισμα της πόλης. Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά την παλαιότερη αυτή παρανομία του, ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε "κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ."
Υπέβαλε σε σκληρή κριτική τη διδασκαλία του Πλάτωνα για τις ιδέες , από την άποψη της ακραίας αισθησιοκρατίας, αναγνωρίζοντας μόνο το μοναδικό ον, ενώ δεν παρέλειπε σε κάθε περίπτωση να υπαινίσσεται τις στενές σχέσεις του τελευταίου με τον τύραννο Διονύσιο. Απέρριπτε την πολυθεϊα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς. Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν' ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: "Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω" .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.