Επιστροφή στο Γουτεμβέργιο
(Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα μιας διάλεξης που έδωσε ο Ουμπέρτο Εκο στις 12 Νοεμβρίου του 1996 στην Ιταλική Ακαδημία ανώτατων σπουδών στην Αμερική).
Ο Πλάτων αφηγείται στο «Φαίδρο» ότι όταν ο Ερμής, ο υποτιθέμενος εφευρέτης της γραφής, παρουσίασε την επινόησή του στον Φαραώ Θαμούς, αυτός εγκωμίασε τη νέα τεχνική που επέτρεπε στο ανθρώπινο γένος να θυμάται αυτό που διαφορετικά θα ξεχνούσε. Αλλά ο Φαραώ δεν έδειχνε ικανοποιημένος.
«Επιδέξιε Θευθ -είπε- η μνήμη είναι ένα μεγάλο δώρο που πρέπει να διατηρείται ζωντανό με τη συνεχή άσκηση. Με την εφεύρεσή σου οι άνθρωποι δεν θα αισθάνονται πλέον υποχρεωμένοι να ασκούν τη μνήμη...».
Εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε την ανησυχία του Φαραώ. Η γραφή, όπως και κάθε άλλος νέος τεχνολογικός μηχανισμός, μπορεί να αποδυναμώσει τις ανθρώπινες ικανότητες που αναπληρώνει, έτσι όπως τα αυτοκίνητα μας καθιστούν λιγότερο ικανούς για περπάτημα. Η γραφή ήταν επικίνδυνη επειδή εξασθένιζε τις ικανότητες του ανθρώπινου νου, προσφέροντας στους ανθρώπους μια πετρωμένη ψυχή, μια καρικατούρα του νου, μια τεχνητή μνήμη.
Στις μέρες μας κανείς δεν έχει πλέον τέτοιες ανησυχίες για δύο απλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα, εμείς γνωρίζουμε ότι τα βιβλία δεν είναι ένα εργαλείο που σκέφτεται αντί για μας. Αντίθετα, αυτά υποκινούν και άλλες ιδέες. Μόνο μετά την επινόηση της γραφής έγινε δυνατό να γραφεί ένα αριστούργημα για την ανάμνηση που γεννιέται αυθόρμητα, όπως το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ.
Σε δεύτερο επίπεδο, αν κάποτε οι άνθρωποι έπρεπε να ασκούν τη μνήμη τους για να θυμούνται τα πράγματα, μετά την επινόηση της γραφής πρέπει να ασκούν τη μνήμη τους για να θυμούνται αυτό που είναι γραμμένο στα βιβλία. Τα βιβλία υποκινούν και ενισχύουν τη μνήμη, δεν τη ναρκώνουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο Φαραώ εξέφραζε έναν αιώνιο φόβο: το φόβο ότι κάθε νέο τεχνολογικό απόκτημα μπορεί να εξαλείψει κάτι που θεωρούμε πολύτιμο, ωφέλιμο, κάτι που αντιπροσωπεύει για μας μιαν αυτοτελή αξία με βαθύ πνευματικό νόημα. Είναι σαν ο Φαραώ να είχε στρέψει το δάχτυλο πρώτα προς μια ιδεατή εικόνα της ανθρώπινης μνήμης και να είχε πει: «Αυτό θα σε σκοτώσει».
Μετά από περισσότερα από χίλια χρόνια, ο Βικτόρ Ουγκό στην «Παναγία των Παρισίων» μας δείχνει έναν ιερέα, τον Κλοντ Φρόλο, ο οποίος στρέφει το δάχτυλό του πρώτα προς ένα βιβλίο και έπειτα προς τους πύργους και τις εικόνες του αγαπημένου του καθεδρικού ναού λέγοντας: «Αυτό θα με σκοτώσει» (Το βιβλίο θα σκοτώσει τον καθεδρικό ναό, το αλφάβητο θα σκοτώσει τις εικόνες). Η ιστορία της Παναγίας των Παρισίων εκτυλίσσεται στον 15ο αιώνα, λίγο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας. Προηγουμένως, τα χειρόγραφα προορίζονταν για μια περιορισμένη ελίτ μορφωμένων, αλλά τα μόνα εργαλεία για να διδάξουν στις μάζες τις ιστορίες της Βίβλου, τη ζωή του Χριστού και των Αγίων, τις αρχές της ηθικής, τα γεγονότα της εθνικής ιστορίας ή τις πιο στοιχειώδεις έννοιες της γεωγραφίας και της φυσικής ιστορίας τα προμήθευαν οι εικόνες του καθεδρικού ναού.
Ενας μεσαιωνικός καθεδρικός ναός ήταν σαν ένα διαρκές και αμετάβλητο τηλεοπτικό πρόγραμμα που προμήθευε στο λαό τις έννοιες που είναι αναγκαίες για την καθημερινή ζωή και για τη σωτηρία της ψυχής. Το βιβλίο θα αποσπούσε την προσοχή των ανθρώπων από τις πιο σημαντικές αξίες, ενθαρρύνοντας την εκμάθηση ασήμαντων εννοιών, την ελεύθερη ερμηνεία της Γραφής και νοσηρές περιέργειες.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του '60 ο Μάρσαλ Μακλιούαν έγραψε το βιβλίο «Ο γαλαξίας του Γουτεμβέργιου», όπου ανακοίνωνε ότι ο γραμμικός τρόπος σκέψης που γεννήθηκε με την επινόηση του τύπου επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα πιο σφαιρικό τρόπο αντίληψης και σκέψης μέσα από τις εικόνες της τηλεόρασης ή μέσα από άλλους τύπους ηλεκτρονικών μηχανισμών. Αν όχι ο Μακλιούαν, σίγουρα πολλοί από τους αναγνώστες του στρέφουν το δάκτυλο πρώτα στη Δισκοθήκη του Μανχάταν κι έπειτα σε ένα τυπωμένο βιβλίο και λένε: «Αυτή θα σε σκοτώσει». Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας χρειάστηκαν ένα ορισμένο χρόνο για να αποδεχθούν την ιδέα ότι η ανάπτυξη του πολιτισμού μας προσανατολιζόταν προς τις εικόνες, πράγμα που συνεπαγόταν μια παρακμή της λογοτεχνίας. Σήμερα αυτή είναι μια ιδέα που θεωρείται δεδομένη από κάθε εβδομαδιαία εφημερίδα. Αυτό που είναι παράξενο είναι ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας άρχισαν να αναγγέλλουν την παρακμή της λογοτεχνίας και την ανατρεπτική δύναμη των εικόνων, ακριβώς όταν εμφανίστηκε στην παγκόσμια σκηνή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Σίγουρα ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι ένα εργαλείο με το οποίο μπορούν να παραχθούν και να τυπωθούν εικόνες.
Σίγουρα οι οδηγίες παρέχονται δια μέσω εικόνων, αλλά είναι εξίσου σίγουρο ότι ο υπολογιστής έχει γίνει πριν απ' όλα ένα αλφαβητικό εργαλείο. Στην οθόνη εμφανίζονται λέξεις, γραμμές και για να χρησιμοποιήσουμε έναν υπολογιστή χρειάζεται να γνωρίζουμε να διαβάζουμε και να γράφουμε.
Η νέα γενιά έχει μάθει να διαβάζει και να γράφει με απίστευτη ταχύτητα. Ένας πανεπιστημιακός καθηγητής παλαιού τύπου δεν μπορεί να διαβάσει την οθόνη του υπολογιστή τόσο γρήγορα όσο ένα παιδί. Το ίδιο παιδί, αν θέλει να προγραμματίσει τον υπολογιστή του, πρέπει να γνωρίζει ή να μαθαίνει διαδικασίες και αλγόριθμους και πρέπει να πληκτρολογεί λέξεις και αριθμούς με μεγάλη ταχύτητα. Με μια ορισμένη έννοια, μπορεί να λεχθεί ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σηματοδοτεί την επιστροφή του γαλαξία του Γουτεμβέργιου. Τα πρόσωπα που περνούν ολόκληρες νύχτες σε ατελείωτες συζητήσεις ανταλλάσσουν λέξεις.
Αν η οθόνη της τηλεόρασης μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος παραθύρου μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να παρατηρεί ολόκληρο τον κόσμο σε μορφή εικόνων, η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ένα ιδεατό βιβλίο, στο οποίο μπορεί κανείς να διαβάσει τα πράγματα του κόσμου με τη μορφή λέξεων και σελίδων.
Ο κλασικός ηλεκτρονικός υπολογιστής προσέφερε ένα είδος γραμμικής γραπτής επικοινωνίας. Ήταν ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο. Αλλά τώρα υπάρχουν τα υπερκείμενα.
Σε ένα βιβλίο πρέπει να διαβάζουμε από τα αριστερά προς τα δεξιά, με τρόπο γραμμικό. Μπορούμε προφανώς να προσπεράσουμε σελίδες. Κάποιος που έφτασε στη σελίδα 300 μπορεί να γυρίσει πίσω και να ξαναδιαβάσει τη σελίδα 10, αλλά αυτό προϋποθέτει μια εργασία, εννοώ μια φυσική εργασία. Αντίθετα, ένα υπερκείμενο είναι ένα δίκτυο με πολλές διαστάσεις, στο οποίο κάθε σημείο ή κάθε κόμβος μπορεί δυνητικά να συνδεθεί με οποιονδήποτε άλλο κόμβο.
Φτάνουμε έτσι στο τελικό κεφάλαιο της ιστορίας «αυτό θα σκοτώσει εκείνο». Έχει λεχθεί πολλές φορές ότι στο προσεχές μέλλον το Cd-rom θα αντικαταστήσει το βιβλίο. Οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν μια τέτοια προοπτική είναι ρεαλιστική ή αν είναι μόνο φανταστική. Ακόμη και μετά την επινόησή τους, τα τυπωμένα βιβλία δεν ήταν ποτέ το μοναδικό μέσο για την απόκτηση πληροφοριών.
Υπήρχαν οι ζωγραφιές, τα λαϊκά δημοσιεύματα, η προφορική διδασκαλία κ.ά. Μπορεί να λεχθεί ότι σε κάθε περίπτωση τα βιβλία ήταν το πιο σημαντικό εργαλείο για τη μεταβίβαση επιστημονικών πληροφοριών και ειδήσεων που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. Με αυτήν την έννοια ήταν τα πιο σημαντικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στα σχολεία.
Με τη διάδοση των άλλων μαζικών μέσων, από τον κινηματογράφο ως την τηλεόραση, κάτι άλλαξε. Πριν από χρόνια, ο μοναδικός τρόπος για να μάθει κανείς μια ξένη γλώσσα, εκτός από το να ταξιδέψει στο εξωτερικό, ήταν να τη μελετήσει σε ένα βιβλίο. Τώρα τα παιδιά μας γνωρίζουν μια γλώσσα μαθαίνοντας την από δίσκους, από ταινίες ή αποκρυπτογραφώντας τις οδηγίες που είναι γραμμένες πάνω στο μπουκάλι ενός αναψυκτικού.
Σήμερα η εκπαίδευση πρέπει να συνυπολογίζει όλα τα μέσα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα μορφή εκπαίδευσης. Επιτρέψτε μου να πω ότι σε αυτή την προοπτική τα βιβλία θα παίξουν μεγάλο ρόλο. Έτσι όπως χρειαζόμαστε ένα τυπωμένο βιβλίο, για να μπορούμε να σερφάρουμε στο διαδίκτυο, έτσι χρειαζόμαστε τυπωμένα βιβλία για να αντιμετωπίσουμε κριτικά το παγκόσμιο διαδίκτυο...
(Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα μιας διάλεξης που έδωσε ο Ουμπέρτο Εκο στις 12 Νοεμβρίου του 1996 στην Ιταλική Ακαδημία ανώτατων σπουδών στην Αμερική).
Ο Πλάτων αφηγείται στο «Φαίδρο» ότι όταν ο Ερμής, ο υποτιθέμενος εφευρέτης της γραφής, παρουσίασε την επινόησή του στον Φαραώ Θαμούς, αυτός εγκωμίασε τη νέα τεχνική που επέτρεπε στο ανθρώπινο γένος να θυμάται αυτό που διαφορετικά θα ξεχνούσε. Αλλά ο Φαραώ δεν έδειχνε ικανοποιημένος.
«Επιδέξιε Θευθ -είπε- η μνήμη είναι ένα μεγάλο δώρο που πρέπει να διατηρείται ζωντανό με τη συνεχή άσκηση. Με την εφεύρεσή σου οι άνθρωποι δεν θα αισθάνονται πλέον υποχρεωμένοι να ασκούν τη μνήμη...».
Εμείς μπορούμε να κατανοήσουμε την ανησυχία του Φαραώ. Η γραφή, όπως και κάθε άλλος νέος τεχνολογικός μηχανισμός, μπορεί να αποδυναμώσει τις ανθρώπινες ικανότητες που αναπληρώνει, έτσι όπως τα αυτοκίνητα μας καθιστούν λιγότερο ικανούς για περπάτημα. Η γραφή ήταν επικίνδυνη επειδή εξασθένιζε τις ικανότητες του ανθρώπινου νου, προσφέροντας στους ανθρώπους μια πετρωμένη ψυχή, μια καρικατούρα του νου, μια τεχνητή μνήμη.
Στις μέρες μας κανείς δεν έχει πλέον τέτοιες ανησυχίες για δύο απλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα, εμείς γνωρίζουμε ότι τα βιβλία δεν είναι ένα εργαλείο που σκέφτεται αντί για μας. Αντίθετα, αυτά υποκινούν και άλλες ιδέες. Μόνο μετά την επινόηση της γραφής έγινε δυνατό να γραφεί ένα αριστούργημα για την ανάμνηση που γεννιέται αυθόρμητα, όπως το «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο» του Προυστ.
Σε δεύτερο επίπεδο, αν κάποτε οι άνθρωποι έπρεπε να ασκούν τη μνήμη τους για να θυμούνται τα πράγματα, μετά την επινόηση της γραφής πρέπει να ασκούν τη μνήμη τους για να θυμούνται αυτό που είναι γραμμένο στα βιβλία. Τα βιβλία υποκινούν και ενισχύουν τη μνήμη, δεν τη ναρκώνουν.
Σε κάθε περίπτωση, ο Φαραώ εξέφραζε έναν αιώνιο φόβο: το φόβο ότι κάθε νέο τεχνολογικό απόκτημα μπορεί να εξαλείψει κάτι που θεωρούμε πολύτιμο, ωφέλιμο, κάτι που αντιπροσωπεύει για μας μιαν αυτοτελή αξία με βαθύ πνευματικό νόημα. Είναι σαν ο Φαραώ να είχε στρέψει το δάχτυλο πρώτα προς μια ιδεατή εικόνα της ανθρώπινης μνήμης και να είχε πει: «Αυτό θα σε σκοτώσει».
Μετά από περισσότερα από χίλια χρόνια, ο Βικτόρ Ουγκό στην «Παναγία των Παρισίων» μας δείχνει έναν ιερέα, τον Κλοντ Φρόλο, ο οποίος στρέφει το δάχτυλό του πρώτα προς ένα βιβλίο και έπειτα προς τους πύργους και τις εικόνες του αγαπημένου του καθεδρικού ναού λέγοντας: «Αυτό θα με σκοτώσει» (Το βιβλίο θα σκοτώσει τον καθεδρικό ναό, το αλφάβητο θα σκοτώσει τις εικόνες). Η ιστορία της Παναγίας των Παρισίων εκτυλίσσεται στον 15ο αιώνα, λίγο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας. Προηγουμένως, τα χειρόγραφα προορίζονταν για μια περιορισμένη ελίτ μορφωμένων, αλλά τα μόνα εργαλεία για να διδάξουν στις μάζες τις ιστορίες της Βίβλου, τη ζωή του Χριστού και των Αγίων, τις αρχές της ηθικής, τα γεγονότα της εθνικής ιστορίας ή τις πιο στοιχειώδεις έννοιες της γεωγραφίας και της φυσικής ιστορίας τα προμήθευαν οι εικόνες του καθεδρικού ναού.
Ενας μεσαιωνικός καθεδρικός ναός ήταν σαν ένα διαρκές και αμετάβλητο τηλεοπτικό πρόγραμμα που προμήθευε στο λαό τις έννοιες που είναι αναγκαίες για την καθημερινή ζωή και για τη σωτηρία της ψυχής. Το βιβλίο θα αποσπούσε την προσοχή των ανθρώπων από τις πιο σημαντικές αξίες, ενθαρρύνοντας την εκμάθηση ασήμαντων εννοιών, την ελεύθερη ερμηνεία της Γραφής και νοσηρές περιέργειες.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του '60 ο Μάρσαλ Μακλιούαν έγραψε το βιβλίο «Ο γαλαξίας του Γουτεμβέργιου», όπου ανακοίνωνε ότι ο γραμμικός τρόπος σκέψης που γεννήθηκε με την επινόηση του τύπου επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα πιο σφαιρικό τρόπο αντίληψης και σκέψης μέσα από τις εικόνες της τηλεόρασης ή μέσα από άλλους τύπους ηλεκτρονικών μηχανισμών. Αν όχι ο Μακλιούαν, σίγουρα πολλοί από τους αναγνώστες του στρέφουν το δάκτυλο πρώτα στη Δισκοθήκη του Μανχάταν κι έπειτα σε ένα τυπωμένο βιβλίο και λένε: «Αυτή θα σε σκοτώσει». Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας χρειάστηκαν ένα ορισμένο χρόνο για να αποδεχθούν την ιδέα ότι η ανάπτυξη του πολιτισμού μας προσανατολιζόταν προς τις εικόνες, πράγμα που συνεπαγόταν μια παρακμή της λογοτεχνίας. Σήμερα αυτή είναι μια ιδέα που θεωρείται δεδομένη από κάθε εβδομαδιαία εφημερίδα. Αυτό που είναι παράξενο είναι ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας άρχισαν να αναγγέλλουν την παρακμή της λογοτεχνίας και την ανατρεπτική δύναμη των εικόνων, ακριβώς όταν εμφανίστηκε στην παγκόσμια σκηνή ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.
Σίγουρα ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι ένα εργαλείο με το οποίο μπορούν να παραχθούν και να τυπωθούν εικόνες.
Σίγουρα οι οδηγίες παρέχονται δια μέσω εικόνων, αλλά είναι εξίσου σίγουρο ότι ο υπολογιστής έχει γίνει πριν απ' όλα ένα αλφαβητικό εργαλείο. Στην οθόνη εμφανίζονται λέξεις, γραμμές και για να χρησιμοποιήσουμε έναν υπολογιστή χρειάζεται να γνωρίζουμε να διαβάζουμε και να γράφουμε.
Η νέα γενιά έχει μάθει να διαβάζει και να γράφει με απίστευτη ταχύτητα. Ένας πανεπιστημιακός καθηγητής παλαιού τύπου δεν μπορεί να διαβάσει την οθόνη του υπολογιστή τόσο γρήγορα όσο ένα παιδί. Το ίδιο παιδί, αν θέλει να προγραμματίσει τον υπολογιστή του, πρέπει να γνωρίζει ή να μαθαίνει διαδικασίες και αλγόριθμους και πρέπει να πληκτρολογεί λέξεις και αριθμούς με μεγάλη ταχύτητα. Με μια ορισμένη έννοια, μπορεί να λεχθεί ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής σηματοδοτεί την επιστροφή του γαλαξία του Γουτεμβέργιου. Τα πρόσωπα που περνούν ολόκληρες νύχτες σε ατελείωτες συζητήσεις ανταλλάσσουν λέξεις.
Αν η οθόνη της τηλεόρασης μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος παραθύρου μέσα από το οποίο μπορεί κανείς να παρατηρεί ολόκληρο τον κόσμο σε μορφή εικόνων, η οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι ένα ιδεατό βιβλίο, στο οποίο μπορεί κανείς να διαβάσει τα πράγματα του κόσμου με τη μορφή λέξεων και σελίδων.
Ο κλασικός ηλεκτρονικός υπολογιστής προσέφερε ένα είδος γραμμικής γραπτής επικοινωνίας. Ήταν ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο. Αλλά τώρα υπάρχουν τα υπερκείμενα.
Σε ένα βιβλίο πρέπει να διαβάζουμε από τα αριστερά προς τα δεξιά, με τρόπο γραμμικό. Μπορούμε προφανώς να προσπεράσουμε σελίδες. Κάποιος που έφτασε στη σελίδα 300 μπορεί να γυρίσει πίσω και να ξαναδιαβάσει τη σελίδα 10, αλλά αυτό προϋποθέτει μια εργασία, εννοώ μια φυσική εργασία. Αντίθετα, ένα υπερκείμενο είναι ένα δίκτυο με πολλές διαστάσεις, στο οποίο κάθε σημείο ή κάθε κόμβος μπορεί δυνητικά να συνδεθεί με οποιονδήποτε άλλο κόμβο.
Φτάνουμε έτσι στο τελικό κεφάλαιο της ιστορίας «αυτό θα σκοτώσει εκείνο». Έχει λεχθεί πολλές φορές ότι στο προσεχές μέλλον το Cd-rom θα αντικαταστήσει το βιβλίο. Οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν μια τέτοια προοπτική είναι ρεαλιστική ή αν είναι μόνο φανταστική. Ακόμη και μετά την επινόησή τους, τα τυπωμένα βιβλία δεν ήταν ποτέ το μοναδικό μέσο για την απόκτηση πληροφοριών.
Υπήρχαν οι ζωγραφιές, τα λαϊκά δημοσιεύματα, η προφορική διδασκαλία κ.ά. Μπορεί να λεχθεί ότι σε κάθε περίπτωση τα βιβλία ήταν το πιο σημαντικό εργαλείο για τη μεταβίβαση επιστημονικών πληροφοριών και ειδήσεων που αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. Με αυτήν την έννοια ήταν τα πιο σημαντικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στα σχολεία.
Με τη διάδοση των άλλων μαζικών μέσων, από τον κινηματογράφο ως την τηλεόραση, κάτι άλλαξε. Πριν από χρόνια, ο μοναδικός τρόπος για να μάθει κανείς μια ξένη γλώσσα, εκτός από το να ταξιδέψει στο εξωτερικό, ήταν να τη μελετήσει σε ένα βιβλίο. Τώρα τα παιδιά μας γνωρίζουν μια γλώσσα μαθαίνοντας την από δίσκους, από ταινίες ή αποκρυπτογραφώντας τις οδηγίες που είναι γραμμένες πάνω στο μπουκάλι ενός αναψυκτικού.
Σήμερα η εκπαίδευση πρέπει να συνυπολογίζει όλα τα μέσα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια νέα μορφή εκπαίδευσης. Επιτρέψτε μου να πω ότι σε αυτή την προοπτική τα βιβλία θα παίξουν μεγάλο ρόλο. Έτσι όπως χρειαζόμαστε ένα τυπωμένο βιβλίο, για να μπορούμε να σερφάρουμε στο διαδίκτυο, έτσι χρειαζόμαστε τυπωμένα βιβλία για να αντιμετωπίσουμε κριτικά το παγκόσμιο διαδίκτυο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.