Η
ταξική βάση του φασιστικού κινήματος, ενός αυθεντικού, βίαιου κινήματος
των μαζών, είναι τα μικροαστικά στρώματα. Ο ναζισμός είναι η πολιτική
έκφραση της ανταρσίας των μικροαστικών τάξεων (κυρίως των πόλεων) που
συμπυκνώνονται πολιτικά ως κοινωνική δύναμη, σε συγκυρία πολιτικής
κρίσης στο έδαφος της ήττας της εργατικής τάξης. Ο φασισμός δεν είναι
τόσο μια επιθετική κίνηση για την καταστολή της επανάστασης, όσο η
ανελέητη αντεπίθεση του μονοπωλιακού κεφαλαίου, μετά την υποχώρηση της
εργασίας, με όπλο ακριβώς τις εν μέρει αυτονομημένες μικροαστικές
τάξεις. Η αντιφατικότητα, η μεταβατικότητα των στρωμάτων αυτών που
αμφιταλαντεύονται μεταξύ των δύο πραγματικών τάξεων του καπιταλισμού, οι
έντονες διαστρωματώσεις και διαιρέσεις, δίνει και τα ειδικά ιδεολογικά
και πολιτικά χαρακτηριστικά του ναζισμού.
Ένα γενικό χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα κρίσιμο για την πολιτική πάλη, είναι η ρευστή, ομιχλώδης και οπορτουνιστική χρήση εκ μέρους του χρήση των προγραμματικών του αρχών. Δεν μπορεί να υπάρξει συγκεκριμένη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας από τα μικροαστικά στρώματα. Έτσι, ο προγραμματικός του λόγος δεν έχει την υποχρέωση σταθερότητας. Είναι ρευστός και μεταβλητός, ανάλογα με τη συγκυρία. Δεν χρειάζεται καν να γίνει σεβαστός. Ο Χίτλερ ουδέποτε τήρησε τα 25 «ιερά» σημεία προγράμματος του ναζιστικού κόμματος, ειδικά τις αντικαπιταλιστικές κορώνες που περιείχε. Εύκολα, επίσης, οι φασίστες κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη (εκτός αν έχουν καταφανές όφελος) κ.λπ.
Αντίθετα με τον προγραμματικό λόγο (που δεν έχει σταθερές, λόγω του γεγονότος ότι ο προγραμματικός λόγος θα έπρεπε να είναι αντίθετος με την ταξική βάση), ο ιδεολογικός λόγος είναι αξιοσημείωτα σταθερός. Το επιφαινόμενο, ο λόγος που αρθρώνεται (τρόπος του λέγειν το «αρθρώνεται») κατά τη διάρκεια της ναζιστικής προεκλογικής εκστρατείας είναι ίδιο για όλα τα φασιστικά ή με φασιστικές επιρροές κόμματα, μέχρι και τις μέρες μας. Μικρές οι διαφορές του λόγου των ναζί, της Χρυσής Αυγής ή του ουγγρικού φασιστικού κόμματος. Και αυτό, λόγω της σταθερής, αυθόρμητης έκκρισης τέτοιων ιδεολογημάτων από τις μικροαστικές τάξεις.
Εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός. Η απώλεια στήριξης των μικροαστών που βλέπουν και τον κόσμο τους να απειλείται από τη διαρκή επέκταση του μονοπωλιακού κεφαλαίου που τους καταστρέφει (τουλάχιστον κάποια παραδοσιακά στρώματα) και την απειλή του κομμουνισμού (η απώλεια της ιδιοκτησίας είναι ένας μόνιμος εφιάλτης), συσπειρώνει τα απειλούμενα στρώματα γύρω από ένα φανταστικό κέντρο, το έθνος. Το έθνος θα διαλύσει βίαια την απειλή τόσο των συνδικάτων όσο και του μεγάλου κεφαλαίου. Ο ρατσισμός δεν είναι αναγκαστικά συνδεμένος με τον φασισμό. Ο Μουσολίνι είχε συχνά γελοιοποιήσει τις «αντιεπιστημονικές» θεωρίες περί φυλής. Αναγκάστηκε, βέβαια, να εισάγει τον αντισημιτισμό το '38, κάτω από την πίεση των Γερμανών. Παρόλ’ αυτά, η παθολογική λατρεία του έθνους αναγκαστικά θα βάλει και κάποια ρατσιστικά στοιχεία στον φασιστικό λόγο. Αυτά συνδέονται, επίσης, με την ευγονική, το αθλητικό ιδεώδες κ.λπ. Ο φασισμός είναι ένα είδος ακραίου ανθρωπισμού: σκοπός του είναι η βελτίωση του ανθρώπινου είδους το οποίο ταυτίζεται με τη φυλή. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο για τον ορισμό της τελευταίας, το μόνο που μένει είναι ο νομικός (και επομένως όχι φυσικός, όπως διατείνεται ο φασισμός) ορισμός του δίκαιου του αίματος (το κριτήριο αν δηλαδή οι πρόγονοι ήταν νομικά Γερμανοί, Έλληνες, Αρειανοί ή Σομαλοί).
Ο γερμανικός σφοδρός αντισημιτισμός και ρατσισμός εξηγείται (πέρα από τον παθολογικό ρατσισμό του Χίτλερ) από πολλούς ιστορικούς παράγοντες, τους οποίους ο ναζισμός, με τον ακραίο κυνικό οπορτουνισμό του, εκμεταλλεύτηκε πλήρως.
α) Τον παραδοσιακό γερμανικό αντισημιτισμό. Ο τελευταίος μεγεθύνθηκε πολλές φορές από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν η διάλυση της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας. Η απώλεια των εδαφών της έγινε προς όφελος ανατολικών λαών (Τσέχοι, Ούγγροι κ.λπ.) που το πιεσμένο γερμανικό στοιχείο στην Αυστρία και ειδικά την Βιέννη, το είδε σαν απειλή για την εθνική του επιβίωση, μιας και τα γερμανόφωνα στρώματα είχαν μάθει να εκμεταλλεύονται τις υπόλοιπες εθνότητες της Αυτοκρατορίας. Η ιδιαίτερη αντιεβραϊκή χροιά του αυστριακού ρατσισμού (ο Χίτλερ ήταν Αυστριακός) οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που είχαν οι Εβραίοι σε αρκετές από τις αυτοκρατορικές πόλεις στα ανατολικά εδάφη.
β) Τον παραδοσιακό αντιδραστικό αντικαπιταλισμό, με παλιές μεσαιωνικές ρίζες, έναν αντικαπιταλισμό που συμπυκνώνεται στο στερεότυπο του Εβραίου τοκογλύφου. Η ρίζα αυτού του αντισημιτισμού είναι ιστορική. Η μόνη επαγγελματική απασχόληση που επιτρεπόταν στους Εβραίους τον Μεσαίωνα ήταν η διαχείριση του χρήματος, αφού ο τόκος, σύμφωνα με την εκκλησία, ήταν θανάσιμο αμάρτημα, ανάξιο των ευγενών. Παραδοσιακά, επομένως, είχαν παραμείνει αρκετές παλιές εβραϊκές οικογένειες που διαχειρίζονταν το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο (προφανώς δεν είναι η πλειονότητα της αστικής τάξης εβραϊκής καταγωγής!), αλλά, επίσης, συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική των αστικών κομμάτων (αλλά σπάνια στον στρατό, τουλάχιστον τον γερμανικό).
γ) Το ζήτημα των Östjuden, των ανατολικών Εβραίων. Τα γερμανικά και αυστριακά στρατεύματα είχαν φέρει μαζί τους από το ανατολικό μέτωπο μεγάλους αριθμούς φτωχών Εβραίων για χρήση φτηνής (βλ. δωρεάν) αγροτικής και αστικής εργασίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου που τα εργατικά χέρια είχαν επιστρατευτεί. Αυτοί, αντίθετα με τους ενσωματωμένους από παλιά Εβραίους των πόλεων, ούτε τη γλώσσα μιλούσαν ούτε πολιτισμικά ενσωματωμένοι ήταν (και σε μεγάλο βαθμό δεν ήθελαν να ενσωματωθούν). Ξαφνικά, έγιναν «λαθρο»μετανάστες που έκλεβαν τον πλούτο των τίμιων Γερμανών...
δ) Η πραγματική πρόσδεση των Εβραίων με την Αριστερά. Οι ενσωματωμένοι Εβραίοι των πόλεων ανήκαν κατά πλειοψηφία σε εργατικά στρώματα, αλλά, επίσης, επάνδρωναν τη νέα μικροαστική τάξη, δεδομένου ότι είχαν ως μοναδικό μηχανισμό κοινωνικής ανόδου την εκπαίδευση. Έτσι, οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι κ.λπ., ήταν συχνά εβραϊκής καταγωγής. Επομένως, λόγω της σύνδεσης αυτών των στρωμάτων με το κίνημα, δεν ήταν καθόλου σπάνια η παρουσία Εβραίων στ’ αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Για τον μύθο των εβραιομπολσεβίκων δεν έφταιγε μόνο ο Τρότσκι, αλλά, λ.χ., και το γεγονός ότι στην σοβιετική δημοκρατία της Βαυαρίας πάνω από τη μισή ηγεσία ήταν όντως εβραϊκής καταγωγής.
ε) Ένα τελευταίο, όχι και τόσο ιδεολογικό στοιχείο: η παλιά καλή απληστία. Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ναζιστικές επιδρομές κατά εβραϊκών στόχων, το πλιάτσικο ήταν δεδομένο. Ο εύκολος πλουτισμός, συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας των οργανωμένων φασιστών και των κοινωνικών του συμμαχιών, συνεισέφερε στην κλιμάκωση του αντισημιτισμού. Σχετικά με αυτό, η συζήτηση για το Ολοκαύτωμα πολύ σπάνια πιάνει μια σημαντική (όχι, όμως, τη σημαντικότερη) πλευρά του: το Ολοκαύτωμα δεν ήταν η μεγαλύτερη δολοφονία της ιστορίας, το Ολοκαύτωμα ήταν η μεγαλύτερη ληστεία μετά φόνου της ιστορίας (1).
Ο αντιδραστικός αντικαπιταλισμός των μικροαστών. Πέρα από την αρχαία αντικαπιταλιστική ιδεολογία του Εβραίου τοκογλύφου, τα μικροαστικά στρώματα καθ' όλη τη διάρκεια της Βαϊμάρης είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες. Η επέκταση των μονοπωλίων τούς συμπίεζε διαρκώς. Ο υπερπληθωρισμός τούς χτύπησε πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλον. Ο αποπληθωρισμός, με τη λιτότητα και την ακριβή αποπληρωμή των δανείων, απειλούσε διαρκώς την ίδια την ύπαρξη και βιολογική επιβίωσή τους. Ο διακηρυκτικός αυτός αντικαπιταλισμός δεν φτάνει μέχρι την καταγγελία της ίδιας της ιδιοκτησίας, η οποία θεωρείται ιερή, αλλά μόνο στην καταγγελία του μεγάλου κεφαλαίου που συντρίβει το μικρό και... νοθεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Και στην Ιταλία και στην Γερμανία υπήρξαν ισχυρές σοσιαλίζουσες ιδεολογικές αναφορές την περίοδο πριν την άνοδο στην εξουσία. Τα SA, επηρεασμένα από τον ηγέτη της αριστεράς του NSDAP, Στράσερ, μετά την άνοδο στην εξουσία ανέμενα την «δεύτερη επανάσταση», την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Δεν τους έγινε, φυσικά, το χατίρι, εκκαθαρίστηκαν (όπως και οι αντίστοιχες φράξιες στην Ιταλία), με τον μοναδικό τρόπο που γίνονται οι εκκαθαρίσεις στον φασισμό: δολοφονήθηκαν.
Ο βίαιος αντικομμουνισμός. Η ήττα της επανάστασης το '18-'21 δεν άφησε πίσω της μόνο συντρίμμια (όπως στην Βαυαρία), αλλά και ένα δυνατό συνειδητό κίνημα, ειδικά στο βιομηχανικό κέντρο. Η «απειλή» του κομμουνισμού αποτέλεσε έναν πραγματικό φόβο για πλατιά μικροαστικά τμήματα, φόβο που χρησιμοποιήθηκε με συστηματικό και έξαλλο τρόπο από όλη τη Δεξιά. Την κατάσταση δεν τη βοήθησε η διάχυση σε ευρύτερες μάζες του οικονομισμού της Διεθνούς, όπως αυτός έβγαινε σε ένα είδος αυτοματισμού της επανάστασης, η οποία υποτίθεται θα έρθει από μόνη της ως αποτέλεσμα της κρίσης. Τον φόβο τον καρπώθηκε αυτός που είχε επιδείξει τον συστηματικότερο αντικομμουνισμό όλων.
Ως ένα γενικό χαρακτηριστικό, όλες οι φασιστικές ομάδες διατείνονται ότι δεν είναι ούτε αριστερές ούτε δεξιές. Διακηρύσσουν ότι ακολουθούν τον τρίτο δρόμο, την τρίτη ιδεολογία, τον εθνικισμό, μετά τον διεθνιστικό μπολσεβικισμό (και, αν αυτός εκλείπει, την σοσιαλδημοκρατία, όπως οι Ούγγροι του Jobbik) και τον τοκογλυφικό φιλελευθερισμό. Το ότι το διακηρύσσουν, δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας.
Φετιχισμός της εξουσίας. Νόμος, τάξη και λατρεία του κράτους (που προσωποποιείται στον σχεδόν θεοποιημένο ηγέτη). Σφοδρός αντικοινοβουλευτισμός και μίσος εναντίον της διεφθαρμένης δημοκρατίας. Η ...δια της βίας ταξική συμφιλίωση, είναι ο μόνος τρόπος ώστε τα μικροαστικά στρώματα να μη συνθλιβούν σε μια σύγκρουση κεφάλαιου-εργασίας. Το κράτος, ως όργανο του Έθνους-Λαού (που φυσικά δεν είναι παρά η ίδια η μικροαστική τάξη) μπορεί να το εγγυηθεί. «[Τ]ο μοναδικό κράτος που εξυπηρετεί με ορθότητα τον ιστορικό του ρόλο είναι το Λαϊκό κράτος, όπου την πολιτική εξουσία έχει ο Λαός, χωρίς κομματικούς προαγωγούς», λέει η Χρυσή Αυγή. Η συνέχεια του κράτους και της καπιταλιστικής συσσώρευσης, της οποίας αυτό είναι ο εγγυητής, είναι μια σταθερά που διαπερνά όλα τα μικροαστικά στρώματα. Η κλοπή είναι το μέγιστο των εγκλημάτων. Το σκληρό κράτος εγγυάται τη μείωση της εγκληματικότητας. Επιπλέον, είναι προφανές το ποιος είναι ο κυριότερος εχθρός του καπιταλιστικού κράτους – οι κομμουνιστές. Οι φασιστικές διακηρύξεις δεν φτάνουν στο γεγονός ότι το ισχυρό κράτος, βέβαια, είναι πάντα και παρεμβατικό, άρα στην πραγματικότητα εξυπηρετεί όχι τα μικροαστικά, αλλά τα μονοπωλιακά συμφέροντα.
Η λατρεία του κράτους συνδέεται ταυτόχρονα με τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίθεση στους φόρους και τη στάση αντίθεσης στη σάπια Δικαιοσύνη, που αντισταθμίζεται από τη λατρεία του αρχηγού. Επίσης, τη μετατόπιση προς ηθικά ζητήματα, τιμή, καθήκον κ.λπ. Φυσικά, τίποτα δεν είναι πιο αγαπητό στις φασιστικές ηγεσίες από την «μισητή» διαφθορά. Οι καταγγελίες για την οικογενειοκρατία συνοδεύονται από σκληρό νεποτισμό. Μόνο που στην περίπτωσή του «δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε την εκλογή τής συζύγου του αρχηγού από τον Λαό». Μόνο των συγγενών στα άλλα κόμματα η «λαϊκή εντολή» είναι κατακριτέα.
Ο κορπορατισμός και ο συντεχνιασμός. Εδώ η γραμμή του «αριστερού» Στράσσερ είναι πιο καθαρή: «το “απολίτικο” ναζιστικό κράτος -υποτίθεται ότι-, αντίθετα με το κράτος των “πολιτικάντηδων”, θα στηρίζεται σε μια ισχυρή ιεραρχία συνδικάτων που θα πειθαναγκάσει τους εργοδότες, μέσα στις οικονομικές οργανώσεις που θα συγκροτήσει». Αν και η γραμμή αυτή εκκαθαρίστηκε (...δια διαγραφής μετά φόνου), το γεγονός παραμένει ότι η ταξική συνεργασία (με την απόλυτη υποταγή της εργασίας) παραμένει μια σταθερά. Οι ναζί απαγόρευσαν τόσο τις απεργίες όσο και τα λοκάουτ (φυσικά το δεύτερο είναι άχρηστο μέτρο, εφόσον δεν υπάρχουν απεργίες...). Το ιδεολογικό εργαλείο είναι η υποτιθέμενη κοινότητα των παραγωγών που μέσα από τις μυθικές κοινές τους οργανώσεις (εργασία και κεφάλαιο μαζί) θα τα βρουν για το καλό του έθνους.
Η έννοια της αυτάρκειας. Πρόκειται για την ουτοπική πίστη ότι η κανονικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας στο εσωτερικό του φασιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα οδηγήσει σε παραγωγική αυτάρκεια, σε παύση της «εξάρτησης» από τους κατά τεκμήριο εχθρούς, από άλλες οικονομίες για εισαγωγές. Πρακτικά περιορίζεται, εν τέλει, μόνο στη διατροφική αυτάρκεια, τον μηδενισμό των εισαγωγών ειδών διατροφής μέσω της δασμολογικής προστασίας της αγροτικής παραγωγής, με μετακύλιση του κόστους στις κατώτερες τάξεις. Είναι ένα από τα λίγα στοιχεία συμμαχίας με ανώτερα μικροαστικά στρώματα και το μικρό κεφάλαιο, που μένουν ζωντανά μετά την άνοδο στην εξουσία. Όμως, ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Ιταλοί κατόρθωσαν να φτάσουν σε αυτάρκεια κάποιου είδους, ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τη ληστρική επιδρομή που διεξήγαγαν κατά των πρώτων υλών των κατακτημένων περιοχών.
Η αξιοκρατία (ή η ισότητα των ευκαιριών, μια ιδιαίτερα αντιφατική έννοια όταν ισχύει το αλάνθαστο του ηγέτη). Ίσως, αυτό να είναι το πιο σημαντικό στοιχείο ιδεολογικού διαχωρισμού του φασισμού από τα άλλα ακροδεξιά ρεύματα. Η Χρυσή Αυγή τα λέει όλα, κάπως παραληρηματικά, αλλά συμπυκνωμένα: «Το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία. Η Πολιτεία όπου ο Λαός είναι η μόνη πραγματικότητα που δεν χρειάζεται εξουσία αλλά ηγεσία. Ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας, ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα απ’ τον Ηγέτη του. Γι’ αυτό το Λαϊκό κράτος μπορεί να πραγματώνει την μοναδική δυνατή ισότητα, (που απορρέει από την Σκέψη και δεν είναι Φυσική, αλλά ανθρώπινο πολιτιστικό – πολιτικό δημιούργημα), την ισότητα ευκαιριών.» Για τη μικροαστική σκέψη, η πιθανότητα της κοινωνικής ανόδου δεν πρέπει να αποκλειστεί, ακόμα και αν αυτό σημαίνει τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον μέχρι τέλους ανταγωνισμό, το ατομικό πέρασμα των ικανότερων στην ανώτερη τάξη, πατώντας επί των πτωμάτων των υπόλοιπων. Ο καπιταλισμός, επομένως, πρέπει να είναι η επιβίωση του ικανότερου. Ακριβώς λόγω της πολυδιασπασμένης και υπαγόμενης στην κυρίαρχη ιδεολογία φύσης των μικροαστικών στρωμάτων και αυτό το ιδεολόγημα οδηγεί στην καταστροφή της ίδιας της τάξης: ή αστός (όπως η ανώτατη ιεραρχία των ναζί [2] ) ή πρώτα λούμπεν και μετά SS.
Μια σειρά από αντιδραστικά ιδεολογικά στοιχεία παρηκμασμένων τάξεων (ακραίος ανορθολογισμός, προγονολατρεία, αντιδραστικός ρομαντισμός, λατρεία της αριστοκρατίας, συνωμοσιολογία κ.λπ.). Η παράλληλη με όλες τις ακροδεξιές ιδεολογίες πορεία του φασισμού σήμανε και την αλληλοτροφοδότηση όλης της αντίδρασης με κοινά ιδεολογήματα, διευκολύνοντας στο τέλος την εκλογική λεηλασία όλων των εθνικιστικών αντιδραστικών κομμάτων της εποχής. Τα καθυστερημένα κατώτερα αγροτικά στρώματα (το αντίστοιχο των μικροαστών, στην ύπαιθρο) με την ισχυρή υπαγωγή τους στην φεουδαρχία, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη τέτοιων ιδεολογημάτων. Οι αγροτικές περιοχές αποτελούσαν την κύρια δεξαμενή εκλογικής ανόδου του ναζισμού κατά την περίοδο του εκφασισμού, αν και δεν συνεισέφεραν σχεδόν καθόλου στο κινηματικό κομμάτι.
Ο ισχυρός αρσενικός σωβινισμός. Η γυναίκα, μια μηχανή παραγωγής πολεμιστών για το έθνος, είναι καλή για τα τρία Κ: Kinder, Küche, Kirche. Παιδιά, Κουζίνα, Εκκλησία. Γυναίκες σε δημόσιες ή πολιτικές θέσεις (ειδικά αν σχετίζονται με την Αριστερά) είναι μόνο για σφαλιάρες.
Ισχυρός αντιδιανοουμενισμός. Οι ναζί μισούσαν και προσπαθούσαν να γελοιοποιήσουν τον Kulturbolschewismus και τους «κουλτουρομαρξιστές» που είναι μέρος του «διεφθαρμένου» κατεστημένου (σας θυμίζει κάτι η ορολογία;) Δεν υπάρχουν οργανικοί διανοούμενοι της μικροαστικής τάξης, δεν μπορεί η «μικροαστική» ιδεολογία να γίνει κυρίαρχη: άρα, με δεδομένη την εν τέλει υποταγή των φασιστικών ιδεολογημάτων στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και την ταυτόχρονη ηγεμονία των μικροαστικών ιδεολογικών υποσυνόλων, δεν χρειάζονται οι διανοούμενοι (που μπορεί και να ξεμπερδέψουν αυτό το κουβάρι...)
Η ιδιότυπη λατρεία της μηχανής, ως μεταφορά για την εκμηχάνιση της παραγωγής, του πολέμου και της κοινωνίας, που νοείται ως μια αυστηρή αλλά αποτελεσματική γραφειοκρατεία (επανδρωμένη από τη μικροαστική τάξη). Εξάλλου, ο Μουσολίνι «έκανε τα τρένα να έρχονται στην ώρα τους», σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Η συγκεκριμένη επιρροή από τη νέα μικροαστική τάξη (των μορφωμένων υπαλλήλων και τεχνικών της παραγωγής), είναι και αυτή, όπως και οι προηγούμενες, μια παραμόρφωση από τον μικροαστικό φακό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο φασιστικός τεχνοκρατισμός μυθοποιεί την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, την εκμηχάνιση κάθε πλευράς της παραγωγής, ακόμα και του μαζικού θανάτου: μαζικοί βομβαρδισμοί κατά αμάχων (ένα δηλητηριώδες φρούτο που το δοκίμασαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί προς το τέλος του πολέμου) ή θάλαμοι αερίων.
Τα παραπάνω δεν είναι τα σημαντικότερα στοιχεία του ναζιστικού φαινομένου. Πρόκειται για ιδεολογήματα που κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς ευρύτερα, αυθόρμητα και αυτό-αντιφατικά. Τα περισσότερα (και τα πιο σημαντικά) ταιριάζουν ακριβώς με τις εκάστοτε επιδιώξεις και συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Φιλελευθερισμός, αντιδιανοουμενισμός (3) , εθνικισμός, κράτος (4) κ.λπ.
Αντίθετα, το πολιτικά κρίσιμο σημείο είναι η συγκρότηση ενός κόμματος της πρωτοπορίας (με κάποιες οργανωτικές επιρροές από τα εργατικά κόμματα), το οποίο διαμορφώνει τους όρους συγκρότησης λαϊκής βάσης κινήματος, συστηματοποιώντας τα «αδέσποτα» αυτά ιδεολογήματα. Μάλιστα, το κόμμα αυτό δεν είναι αδιάφορο στην πιθανότητα μετωπικών κινήσεων με άλλα δεξιά κόμματα, πάντα φυσικά με έναν επιθετικό οπορτουνισμό, εφόσον είναι πιθανό να τα εκμεταλλευτεί. Ο φασισμός δεν μπορούσε να προκύψει πριν την εποχή των κομμουνιστικών κομμάτων, γιατί δεν θα είχε εχθρό να μιμηθεί.
Πάντως, ως μια παρατήρηση για τις συνθήκες σήμερα στην Ελλάδα, τα ιδεολογήματα του φασισμού έχουν στο σύνολό τους αναπτυχθεί από την Χ.Α., με τη μερική εξαίρεση του σοσιαλίζοντος λόγου, που αποτελεί για αυτήν πολύ πιο ασήμαντο τμήμα του λόγου της από ότι στο NSDAP ή τους Ιταλούς φασίστες σε αντίστοιχο σημείο ανάπτυξης.
Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η ανάπτυξη όλων αυτών των ιδεολογικών προϋποθέσεων σε ευρύτερα τμήματα του «λαού της Δεξιάς» και η αποδοχή τους από τα κόμματα του χώρου. Εάν υπάρξει πραγματικό φασιστικό κίνημα στην χώρα, την κατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή το πολιτικό σχέδιο της κοινοβουλευτικά προσανατολισμένης Δεξιάς θα έχει καταρρεύσει, ο φασισμός δεν θα δυσκολευτεί να καταπιεί μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων της, κινητοποιώντας τους διαρκώς και βίαια στη βάση των ήδη αποδεκτών αυτών ιδεολογημάτων. Δεν θα πρέπει εδώ να μας μπερδεύει η έλλειψη σοσιαλίζοντος λόγου. Το σημαντικό στοιχείο είναι η προβαλλόμενη (αόριστη και βασισμένη μόνο στη βία) αντισυστημικότητα και όχι ο σοσιαλισμός. Ακόμα και ο «λυσσασμένος» επαναστάτης, o Στράσερ, δεν αμφισβητούσε την αξιοκρατία και τον ανταγωνισμό, ούτε την ιδιοκτησία. Σε εποχή που η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη και οι σοσιαλιστικές ιδεολογίες δεν έχουν διάδοση σε ευρύτερα στρώματα, ο φασισμός δεν χρειάζεται να τις κανιβαλίσει. Ένας λελογισμένος εργατισμός (π.χ. επίσκεψη σε ένα εργοστάσιο και σύναψη σχέσεων με τον ιδιοκτήτη, εν παρόδω) μπορεί και να είναι αρκετός.
(1)Την ιδέα της δωρεάν εργασίας από Εβραίους την είχε ήδη εφαρμόσει πειραματικά ο αυτοκρατορικός στρατός με τους ανατολικούς Εβραίους. Η ιδέα αυτή φαίνεται ότι άρεσε στο γερμανικό κεφάλαιο και είπε να τη συστηματοποιήσει κάπως περισσότερο με την ευκαιρία της «τελικής λύσης». Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν συνήθως χωρισμένα στα δύο: το στρατόπεδο θανάτου, που όλοι ξέρουμε τι είναι, και το στρατόπεδο εργασίας, που σπάνια ακούγεται. Το δεύτερο ήταν ένα «βιομηχανικό πάρκο», όπου οι γερμανικές βιομηχανίες είχαν ανοίξει εργοστασιακές μονάδες στις οποίες δούλευαν κρατούμενοι του στρατοπέδου, νοικιασμένοι στη βιομηχανία σε πολύ λογική τιμή από το Ράιχ, του οποίου ήταν ιδιοκτησία. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα συμφέρουσα συμφωνία και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη (οι εργάτες δεν ήταν νομικά πρόσωπα για να μπορούν να διεκδικούν τμήμα των κερδών. Εξάλλου, ήταν απασχολημένοι, επειδή -με όλη την τραγική κυριολεξία- πέθαιναν στη δουλειά).
(2)Ο Γκέρινγκ (και αυτός μικροαστικής καταγωγής) ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδιότυπη περίπτωση. Χρησιμοποιώντας τη θέση του στο κόμμα, επιχείρησε να γίνει μέλος της ανώτατης βιομηχανικής ιεραρχίας, ιδρύοντας μάλιστα το προσωπικό του βιομηχανικό τραστ, ενδεχομένως έχοντας βαρεθεί το ρόλο του ως πολιτική ελίτ. Επίσης, παρουσίαζε και αυτός την διαταραγμένη προσωπικότητα που ανέπτυξαν σταδιακά πολλοί από τους ηγέτες ναζί. Αίφνης, ήταν συστηματικός υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων και πέρασε αυστηρότατη νομοθεσία (που μάλιστα διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσια μέχρι σήμερα) για την προστασία των ζώων, τόσο των κατοικιδίων όσο και των ζώων κτηνοτροφίας (συνθήκες σφαγής κ.λπ.). Είναι γνωστό το επεισόδιο που επειδή κάποιος τεμάχισε μπροστά του έναν ζωντανό βάτραχο για να τον κάνει δόλωμα, ο Γκέρινγκ ...τον έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για να μάθει. Η μεταμοντέρνα πολιτική δικαιωμάτων («τα δικαιώματά σου, αυτά που αναγνωρίζει το κράτος, δεν περιλαμβάνουν το δικαίωμα να τα αρνηθείς») δεν απέχει πολύ ως ιδεοληψία.
(3)Πόσες και πόσες φορές δεν έχουν πει οι ακραίοι φιλελεύθεροι των ημερών ότι δεν χρειαζόμαστε άλλους πτυχιούχους ανθρωπιστικών επιστημών; Πόσες φορές δεν έχουν πει ότι τα πανεπιστήμια βγάζουν πολλούς γιατρούς; Υπερβολικά πολλούς «άχρηστους» δασκάλους;
(4)Οι φιλελεύθεροι ζητούν «λιγότερο» κράτος για τους πολλούς, περισσότερο όταν πρόκειται για την αστυνομία, το σώσιμο των τραπεζών, την κοινωνικοποίηση των ζημιών....
Ένα γενικό χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα κρίσιμο για την πολιτική πάλη, είναι η ρευστή, ομιχλώδης και οπορτουνιστική χρήση εκ μέρους του χρήση των προγραμματικών του αρχών. Δεν μπορεί να υπάρξει συγκεκριμένη στρατηγική για την κατάληψη της εξουσίας από τα μικροαστικά στρώματα. Έτσι, ο προγραμματικός του λόγος δεν έχει την υποχρέωση σταθερότητας. Είναι ρευστός και μεταβλητός, ανάλογα με τη συγκυρία. Δεν χρειάζεται καν να γίνει σεβαστός. Ο Χίτλερ ουδέποτε τήρησε τα 25 «ιερά» σημεία προγράμματος του ναζιστικού κόμματος, ειδικά τις αντικαπιταλιστικές κορώνες που περιείχε. Εύκολα, επίσης, οι φασίστες κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη (εκτός αν έχουν καταφανές όφελος) κ.λπ.
Αντίθετα με τον προγραμματικό λόγο (που δεν έχει σταθερές, λόγω του γεγονότος ότι ο προγραμματικός λόγος θα έπρεπε να είναι αντίθετος με την ταξική βάση), ο ιδεολογικός λόγος είναι αξιοσημείωτα σταθερός. Το επιφαινόμενο, ο λόγος που αρθρώνεται (τρόπος του λέγειν το «αρθρώνεται») κατά τη διάρκεια της ναζιστικής προεκλογικής εκστρατείας είναι ίδιο για όλα τα φασιστικά ή με φασιστικές επιρροές κόμματα, μέχρι και τις μέρες μας. Μικρές οι διαφορές του λόγου των ναζί, της Χρυσής Αυγής ή του ουγγρικού φασιστικού κόμματος. Και αυτό, λόγω της σταθερής, αυθόρμητης έκκρισης τέτοιων ιδεολογημάτων από τις μικροαστικές τάξεις.
Εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός. Η απώλεια στήριξης των μικροαστών που βλέπουν και τον κόσμο τους να απειλείται από τη διαρκή επέκταση του μονοπωλιακού κεφαλαίου που τους καταστρέφει (τουλάχιστον κάποια παραδοσιακά στρώματα) και την απειλή του κομμουνισμού (η απώλεια της ιδιοκτησίας είναι ένας μόνιμος εφιάλτης), συσπειρώνει τα απειλούμενα στρώματα γύρω από ένα φανταστικό κέντρο, το έθνος. Το έθνος θα διαλύσει βίαια την απειλή τόσο των συνδικάτων όσο και του μεγάλου κεφαλαίου. Ο ρατσισμός δεν είναι αναγκαστικά συνδεμένος με τον φασισμό. Ο Μουσολίνι είχε συχνά γελοιοποιήσει τις «αντιεπιστημονικές» θεωρίες περί φυλής. Αναγκάστηκε, βέβαια, να εισάγει τον αντισημιτισμό το '38, κάτω από την πίεση των Γερμανών. Παρόλ’ αυτά, η παθολογική λατρεία του έθνους αναγκαστικά θα βάλει και κάποια ρατσιστικά στοιχεία στον φασιστικό λόγο. Αυτά συνδέονται, επίσης, με την ευγονική, το αθλητικό ιδεώδες κ.λπ. Ο φασισμός είναι ένα είδος ακραίου ανθρωπισμού: σκοπός του είναι η βελτίωση του ανθρώπινου είδους το οποίο ταυτίζεται με τη φυλή. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό κριτήριο για τον ορισμό της τελευταίας, το μόνο που μένει είναι ο νομικός (και επομένως όχι φυσικός, όπως διατείνεται ο φασισμός) ορισμός του δίκαιου του αίματος (το κριτήριο αν δηλαδή οι πρόγονοι ήταν νομικά Γερμανοί, Έλληνες, Αρειανοί ή Σομαλοί).
Ο γερμανικός σφοδρός αντισημιτισμός και ρατσισμός εξηγείται (πέρα από τον παθολογικό ρατσισμό του Χίτλερ) από πολλούς ιστορικούς παράγοντες, τους οποίους ο ναζισμός, με τον ακραίο κυνικό οπορτουνισμό του, εκμεταλλεύτηκε πλήρως.
α) Τον παραδοσιακό γερμανικό αντισημιτισμό. Ο τελευταίος μεγεθύνθηκε πολλές φορές από δύο γεγονότα. Το πρώτο ήταν η διάλυση της Αυστρουγγρικής Αυτοκρατορίας. Η απώλεια των εδαφών της έγινε προς όφελος ανατολικών λαών (Τσέχοι, Ούγγροι κ.λπ.) που το πιεσμένο γερμανικό στοιχείο στην Αυστρία και ειδικά την Βιέννη, το είδε σαν απειλή για την εθνική του επιβίωση, μιας και τα γερμανόφωνα στρώματα είχαν μάθει να εκμεταλλεύονται τις υπόλοιπες εθνότητες της Αυτοκρατορίας. Η ιδιαίτερη αντιεβραϊκή χροιά του αυστριακού ρατσισμού (ο Χίτλερ ήταν Αυστριακός) οφείλεται και στην ιδιαίτερη σημασία που είχαν οι Εβραίοι σε αρκετές από τις αυτοκρατορικές πόλεις στα ανατολικά εδάφη.
β) Τον παραδοσιακό αντιδραστικό αντικαπιταλισμό, με παλιές μεσαιωνικές ρίζες, έναν αντικαπιταλισμό που συμπυκνώνεται στο στερεότυπο του Εβραίου τοκογλύφου. Η ρίζα αυτού του αντισημιτισμού είναι ιστορική. Η μόνη επαγγελματική απασχόληση που επιτρεπόταν στους Εβραίους τον Μεσαίωνα ήταν η διαχείριση του χρήματος, αφού ο τόκος, σύμφωνα με την εκκλησία, ήταν θανάσιμο αμάρτημα, ανάξιο των ευγενών. Παραδοσιακά, επομένως, είχαν παραμείνει αρκετές παλιές εβραϊκές οικογένειες που διαχειρίζονταν το μεγάλο χρηματιστικό κεφάλαιο (προφανώς δεν είναι η πλειονότητα της αστικής τάξης εβραϊκής καταγωγής!), αλλά, επίσης, συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική των αστικών κομμάτων (αλλά σπάνια στον στρατό, τουλάχιστον τον γερμανικό).
γ) Το ζήτημα των Östjuden, των ανατολικών Εβραίων. Τα γερμανικά και αυστριακά στρατεύματα είχαν φέρει μαζί τους από το ανατολικό μέτωπο μεγάλους αριθμούς φτωχών Εβραίων για χρήση φτηνής (βλ. δωρεάν) αγροτικής και αστικής εργασίας, κατά τη διάρκεια του πολέμου που τα εργατικά χέρια είχαν επιστρατευτεί. Αυτοί, αντίθετα με τους ενσωματωμένους από παλιά Εβραίους των πόλεων, ούτε τη γλώσσα μιλούσαν ούτε πολιτισμικά ενσωματωμένοι ήταν (και σε μεγάλο βαθμό δεν ήθελαν να ενσωματωθούν). Ξαφνικά, έγιναν «λαθρο»μετανάστες που έκλεβαν τον πλούτο των τίμιων Γερμανών...
δ) Η πραγματική πρόσδεση των Εβραίων με την Αριστερά. Οι ενσωματωμένοι Εβραίοι των πόλεων ανήκαν κατά πλειοψηφία σε εργατικά στρώματα, αλλά, επίσης, επάνδρωναν τη νέα μικροαστική τάξη, δεδομένου ότι είχαν ως μοναδικό μηχανισμό κοινωνικής ανόδου την εκπαίδευση. Έτσι, οι δάσκαλοι, οι δικηγόροι κ.λπ., ήταν συχνά εβραϊκής καταγωγής. Επομένως, λόγω της σύνδεσης αυτών των στρωμάτων με το κίνημα, δεν ήταν καθόλου σπάνια η παρουσία Εβραίων στ’ αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Για τον μύθο των εβραιομπολσεβίκων δεν έφταιγε μόνο ο Τρότσκι, αλλά, λ.χ., και το γεγονός ότι στην σοβιετική δημοκρατία της Βαυαρίας πάνω από τη μισή ηγεσία ήταν όντως εβραϊκής καταγωγής.
ε) Ένα τελευταίο, όχι και τόσο ιδεολογικό στοιχείο: η παλιά καλή απληστία. Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι ναζιστικές επιδρομές κατά εβραϊκών στόχων, το πλιάτσικο ήταν δεδομένο. Ο εύκολος πλουτισμός, συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας των οργανωμένων φασιστών και των κοινωνικών του συμμαχιών, συνεισέφερε στην κλιμάκωση του αντισημιτισμού. Σχετικά με αυτό, η συζήτηση για το Ολοκαύτωμα πολύ σπάνια πιάνει μια σημαντική (όχι, όμως, τη σημαντικότερη) πλευρά του: το Ολοκαύτωμα δεν ήταν η μεγαλύτερη δολοφονία της ιστορίας, το Ολοκαύτωμα ήταν η μεγαλύτερη ληστεία μετά φόνου της ιστορίας (1).
Ο αντιδραστικός αντικαπιταλισμός των μικροαστών. Πέρα από την αρχαία αντικαπιταλιστική ιδεολογία του Εβραίου τοκογλύφου, τα μικροαστικά στρώματα καθ' όλη τη διάρκεια της Βαϊμάρης είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες. Η επέκταση των μονοπωλίων τούς συμπίεζε διαρκώς. Ο υπερπληθωρισμός τούς χτύπησε πιο σκληρά από οποιονδήποτε άλλον. Ο αποπληθωρισμός, με τη λιτότητα και την ακριβή αποπληρωμή των δανείων, απειλούσε διαρκώς την ίδια την ύπαρξη και βιολογική επιβίωσή τους. Ο διακηρυκτικός αυτός αντικαπιταλισμός δεν φτάνει μέχρι την καταγγελία της ίδιας της ιδιοκτησίας, η οποία θεωρείται ιερή, αλλά μόνο στην καταγγελία του μεγάλου κεφαλαίου που συντρίβει το μικρό και... νοθεύει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Και στην Ιταλία και στην Γερμανία υπήρξαν ισχυρές σοσιαλίζουσες ιδεολογικές αναφορές την περίοδο πριν την άνοδο στην εξουσία. Τα SA, επηρεασμένα από τον ηγέτη της αριστεράς του NSDAP, Στράσερ, μετά την άνοδο στην εξουσία ανέμενα την «δεύτερη επανάσταση», την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Δεν τους έγινε, φυσικά, το χατίρι, εκκαθαρίστηκαν (όπως και οι αντίστοιχες φράξιες στην Ιταλία), με τον μοναδικό τρόπο που γίνονται οι εκκαθαρίσεις στον φασισμό: δολοφονήθηκαν.
Ο βίαιος αντικομμουνισμός. Η ήττα της επανάστασης το '18-'21 δεν άφησε πίσω της μόνο συντρίμμια (όπως στην Βαυαρία), αλλά και ένα δυνατό συνειδητό κίνημα, ειδικά στο βιομηχανικό κέντρο. Η «απειλή» του κομμουνισμού αποτέλεσε έναν πραγματικό φόβο για πλατιά μικροαστικά τμήματα, φόβο που χρησιμοποιήθηκε με συστηματικό και έξαλλο τρόπο από όλη τη Δεξιά. Την κατάσταση δεν τη βοήθησε η διάχυση σε ευρύτερες μάζες του οικονομισμού της Διεθνούς, όπως αυτός έβγαινε σε ένα είδος αυτοματισμού της επανάστασης, η οποία υποτίθεται θα έρθει από μόνη της ως αποτέλεσμα της κρίσης. Τον φόβο τον καρπώθηκε αυτός που είχε επιδείξει τον συστηματικότερο αντικομμουνισμό όλων.
Ως ένα γενικό χαρακτηριστικό, όλες οι φασιστικές ομάδες διατείνονται ότι δεν είναι ούτε αριστερές ούτε δεξιές. Διακηρύσσουν ότι ακολουθούν τον τρίτο δρόμο, την τρίτη ιδεολογία, τον εθνικισμό, μετά τον διεθνιστικό μπολσεβικισμό (και, αν αυτός εκλείπει, την σοσιαλδημοκρατία, όπως οι Ούγγροι του Jobbik) και τον τοκογλυφικό φιλελευθερισμό. Το ότι το διακηρύσσουν, δεν σημαίνει ότι είναι κιόλας.
Φετιχισμός της εξουσίας. Νόμος, τάξη και λατρεία του κράτους (που προσωποποιείται στον σχεδόν θεοποιημένο ηγέτη). Σφοδρός αντικοινοβουλευτισμός και μίσος εναντίον της διεφθαρμένης δημοκρατίας. Η ...δια της βίας ταξική συμφιλίωση, είναι ο μόνος τρόπος ώστε τα μικροαστικά στρώματα να μη συνθλιβούν σε μια σύγκρουση κεφάλαιου-εργασίας. Το κράτος, ως όργανο του Έθνους-Λαού (που φυσικά δεν είναι παρά η ίδια η μικροαστική τάξη) μπορεί να το εγγυηθεί. «[Τ]ο μοναδικό κράτος που εξυπηρετεί με ορθότητα τον ιστορικό του ρόλο είναι το Λαϊκό κράτος, όπου την πολιτική εξουσία έχει ο Λαός, χωρίς κομματικούς προαγωγούς», λέει η Χρυσή Αυγή. Η συνέχεια του κράτους και της καπιταλιστικής συσσώρευσης, της οποίας αυτό είναι ο εγγυητής, είναι μια σταθερά που διαπερνά όλα τα μικροαστικά στρώματα. Η κλοπή είναι το μέγιστο των εγκλημάτων. Το σκληρό κράτος εγγυάται τη μείωση της εγκληματικότητας. Επιπλέον, είναι προφανές το ποιος είναι ο κυριότερος εχθρός του καπιταλιστικού κράτους – οι κομμουνιστές. Οι φασιστικές διακηρύξεις δεν φτάνουν στο γεγονός ότι το ισχυρό κράτος, βέβαια, είναι πάντα και παρεμβατικό, άρα στην πραγματικότητα εξυπηρετεί όχι τα μικροαστικά, αλλά τα μονοπωλιακά συμφέροντα.
Η λατρεία του κράτους συνδέεται ταυτόχρονα με τη μικρότερη ή μεγαλύτερη αντίθεση στους φόρους και τη στάση αντίθεσης στη σάπια Δικαιοσύνη, που αντισταθμίζεται από τη λατρεία του αρχηγού. Επίσης, τη μετατόπιση προς ηθικά ζητήματα, τιμή, καθήκον κ.λπ. Φυσικά, τίποτα δεν είναι πιο αγαπητό στις φασιστικές ηγεσίες από την «μισητή» διαφθορά. Οι καταγγελίες για την οικογενειοκρατία συνοδεύονται από σκληρό νεποτισμό. Μόνο που στην περίπτωσή του «δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε την εκλογή τής συζύγου του αρχηγού από τον Λαό». Μόνο των συγγενών στα άλλα κόμματα η «λαϊκή εντολή» είναι κατακριτέα.
Ο κορπορατισμός και ο συντεχνιασμός. Εδώ η γραμμή του «αριστερού» Στράσσερ είναι πιο καθαρή: «το “απολίτικο” ναζιστικό κράτος -υποτίθεται ότι-, αντίθετα με το κράτος των “πολιτικάντηδων”, θα στηρίζεται σε μια ισχυρή ιεραρχία συνδικάτων που θα πειθαναγκάσει τους εργοδότες, μέσα στις οικονομικές οργανώσεις που θα συγκροτήσει». Αν και η γραμμή αυτή εκκαθαρίστηκε (...δια διαγραφής μετά φόνου), το γεγονός παραμένει ότι η ταξική συνεργασία (με την απόλυτη υποταγή της εργασίας) παραμένει μια σταθερά. Οι ναζί απαγόρευσαν τόσο τις απεργίες όσο και τα λοκάουτ (φυσικά το δεύτερο είναι άχρηστο μέτρο, εφόσον δεν υπάρχουν απεργίες...). Το ιδεολογικό εργαλείο είναι η υποτιθέμενη κοινότητα των παραγωγών που μέσα από τις μυθικές κοινές τους οργανώσεις (εργασία και κεφάλαιο μαζί) θα τα βρουν για το καλό του έθνους.
Η έννοια της αυτάρκειας. Πρόκειται για την ουτοπική πίστη ότι η κανονικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας στο εσωτερικό του φασιστικού κοινωνικού σχηματισμού θα οδηγήσει σε παραγωγική αυτάρκεια, σε παύση της «εξάρτησης» από τους κατά τεκμήριο εχθρούς, από άλλες οικονομίες για εισαγωγές. Πρακτικά περιορίζεται, εν τέλει, μόνο στη διατροφική αυτάρκεια, τον μηδενισμό των εισαγωγών ειδών διατροφής μέσω της δασμολογικής προστασίας της αγροτικής παραγωγής, με μετακύλιση του κόστους στις κατώτερες τάξεις. Είναι ένα από τα λίγα στοιχεία συμμαχίας με ανώτερα μικροαστικά στρώματα και το μικρό κεφάλαιο, που μένουν ζωντανά μετά την άνοδο στην εξουσία. Όμως, ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Ιταλοί κατόρθωσαν να φτάσουν σε αυτάρκεια κάποιου είδους, ακόμα και αν συνυπολογίσουμε τη ληστρική επιδρομή που διεξήγαγαν κατά των πρώτων υλών των κατακτημένων περιοχών.
Η αξιοκρατία (ή η ισότητα των ευκαιριών, μια ιδιαίτερα αντιφατική έννοια όταν ισχύει το αλάνθαστο του ηγέτη). Ίσως, αυτό να είναι το πιο σημαντικό στοιχείο ιδεολογικού διαχωρισμού του φασισμού από τα άλλα ακροδεξιά ρεύματα. Η Χρυσή Αυγή τα λέει όλα, κάπως παραληρηματικά, αλλά συμπυκνωμένα: «Το Λαϊκό κράτος του Εθνικισμού είναι η μόνη άμεση δημοκρατία. Η Πολιτεία όπου ο Λαός είναι η μόνη πραγματικότητα που δεν χρειάζεται εξουσία αλλά ηγεσία. Ο Λαός είναι ο πραγματικός άρχοντας, ηγεμονεύει τον εαυτό του μέσα απ’ τον Ηγέτη του. Γι’ αυτό το Λαϊκό κράτος μπορεί να πραγματώνει την μοναδική δυνατή ισότητα, (που απορρέει από την Σκέψη και δεν είναι Φυσική, αλλά ανθρώπινο πολιτιστικό – πολιτικό δημιούργημα), την ισότητα ευκαιριών.» Για τη μικροαστική σκέψη, η πιθανότητα της κοινωνικής ανόδου δεν πρέπει να αποκλειστεί, ακόμα και αν αυτό σημαίνει τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον μέχρι τέλους ανταγωνισμό, το ατομικό πέρασμα των ικανότερων στην ανώτερη τάξη, πατώντας επί των πτωμάτων των υπόλοιπων. Ο καπιταλισμός, επομένως, πρέπει να είναι η επιβίωση του ικανότερου. Ακριβώς λόγω της πολυδιασπασμένης και υπαγόμενης στην κυρίαρχη ιδεολογία φύσης των μικροαστικών στρωμάτων και αυτό το ιδεολόγημα οδηγεί στην καταστροφή της ίδιας της τάξης: ή αστός (όπως η ανώτατη ιεραρχία των ναζί [2] ) ή πρώτα λούμπεν και μετά SS.
Μια σειρά από αντιδραστικά ιδεολογικά στοιχεία παρηκμασμένων τάξεων (ακραίος ανορθολογισμός, προγονολατρεία, αντιδραστικός ρομαντισμός, λατρεία της αριστοκρατίας, συνωμοσιολογία κ.λπ.). Η παράλληλη με όλες τις ακροδεξιές ιδεολογίες πορεία του φασισμού σήμανε και την αλληλοτροφοδότηση όλης της αντίδρασης με κοινά ιδεολογήματα, διευκολύνοντας στο τέλος την εκλογική λεηλασία όλων των εθνικιστικών αντιδραστικών κομμάτων της εποχής. Τα καθυστερημένα κατώτερα αγροτικά στρώματα (το αντίστοιχο των μικροαστών, στην ύπαιθρο) με την ισχυρή υπαγωγή τους στην φεουδαρχία, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη τέτοιων ιδεολογημάτων. Οι αγροτικές περιοχές αποτελούσαν την κύρια δεξαμενή εκλογικής ανόδου του ναζισμού κατά την περίοδο του εκφασισμού, αν και δεν συνεισέφεραν σχεδόν καθόλου στο κινηματικό κομμάτι.
Ο ισχυρός αρσενικός σωβινισμός. Η γυναίκα, μια μηχανή παραγωγής πολεμιστών για το έθνος, είναι καλή για τα τρία Κ: Kinder, Küche, Kirche. Παιδιά, Κουζίνα, Εκκλησία. Γυναίκες σε δημόσιες ή πολιτικές θέσεις (ειδικά αν σχετίζονται με την Αριστερά) είναι μόνο για σφαλιάρες.
Ισχυρός αντιδιανοουμενισμός. Οι ναζί μισούσαν και προσπαθούσαν να γελοιοποιήσουν τον Kulturbolschewismus και τους «κουλτουρομαρξιστές» που είναι μέρος του «διεφθαρμένου» κατεστημένου (σας θυμίζει κάτι η ορολογία;) Δεν υπάρχουν οργανικοί διανοούμενοι της μικροαστικής τάξης, δεν μπορεί η «μικροαστική» ιδεολογία να γίνει κυρίαρχη: άρα, με δεδομένη την εν τέλει υποταγή των φασιστικών ιδεολογημάτων στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και την ταυτόχρονη ηγεμονία των μικροαστικών ιδεολογικών υποσυνόλων, δεν χρειάζονται οι διανοούμενοι (που μπορεί και να ξεμπερδέψουν αυτό το κουβάρι...)
Η ιδιότυπη λατρεία της μηχανής, ως μεταφορά για την εκμηχάνιση της παραγωγής, του πολέμου και της κοινωνίας, που νοείται ως μια αυστηρή αλλά αποτελεσματική γραφειοκρατεία (επανδρωμένη από τη μικροαστική τάξη). Εξάλλου, ο Μουσολίνι «έκανε τα τρένα να έρχονται στην ώρα τους», σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Η συγκεκριμένη επιρροή από τη νέα μικροαστική τάξη (των μορφωμένων υπαλλήλων και τεχνικών της παραγωγής), είναι και αυτή, όπως και οι προηγούμενες, μια παραμόρφωση από τον μικροαστικό φακό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Ο φασιστικός τεχνοκρατισμός μυθοποιεί την αποδοτικότητα, την αποτελεσματικότητα, την εκμηχάνιση κάθε πλευράς της παραγωγής, ακόμα και του μαζικού θανάτου: μαζικοί βομβαρδισμοί κατά αμάχων (ένα δηλητηριώδες φρούτο που το δοκίμασαν και οι ίδιοι οι Γερμανοί προς το τέλος του πολέμου) ή θάλαμοι αερίων.
Τα παραπάνω δεν είναι τα σημαντικότερα στοιχεία του ναζιστικού φαινομένου. Πρόκειται για ιδεολογήματα που κυκλοφορούν έτσι κι αλλιώς ευρύτερα, αυθόρμητα και αυτό-αντιφατικά. Τα περισσότερα (και τα πιο σημαντικά) ταιριάζουν ακριβώς με τις εκάστοτε επιδιώξεις και συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Φιλελευθερισμός, αντιδιανοουμενισμός (3) , εθνικισμός, κράτος (4) κ.λπ.
Αντίθετα, το πολιτικά κρίσιμο σημείο είναι η συγκρότηση ενός κόμματος της πρωτοπορίας (με κάποιες οργανωτικές επιρροές από τα εργατικά κόμματα), το οποίο διαμορφώνει τους όρους συγκρότησης λαϊκής βάσης κινήματος, συστηματοποιώντας τα «αδέσποτα» αυτά ιδεολογήματα. Μάλιστα, το κόμμα αυτό δεν είναι αδιάφορο στην πιθανότητα μετωπικών κινήσεων με άλλα δεξιά κόμματα, πάντα φυσικά με έναν επιθετικό οπορτουνισμό, εφόσον είναι πιθανό να τα εκμεταλλευτεί. Ο φασισμός δεν μπορούσε να προκύψει πριν την εποχή των κομμουνιστικών κομμάτων, γιατί δεν θα είχε εχθρό να μιμηθεί.
Πάντως, ως μια παρατήρηση για τις συνθήκες σήμερα στην Ελλάδα, τα ιδεολογήματα του φασισμού έχουν στο σύνολό τους αναπτυχθεί από την Χ.Α., με τη μερική εξαίρεση του σοσιαλίζοντος λόγου, που αποτελεί για αυτήν πολύ πιο ασήμαντο τμήμα του λόγου της από ότι στο NSDAP ή τους Ιταλούς φασίστες σε αντίστοιχο σημείο ανάπτυξης.
Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η ανάπτυξη όλων αυτών των ιδεολογικών προϋποθέσεων σε ευρύτερα τμήματα του «λαού της Δεξιάς» και η αποδοχή τους από τα κόμματα του χώρου. Εάν υπάρξει πραγματικό φασιστικό κίνημα στην χώρα, την κατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή το πολιτικό σχέδιο της κοινοβουλευτικά προσανατολισμένης Δεξιάς θα έχει καταρρεύσει, ο φασισμός δεν θα δυσκολευτεί να καταπιεί μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων της, κινητοποιώντας τους διαρκώς και βίαια στη βάση των ήδη αποδεκτών αυτών ιδεολογημάτων. Δεν θα πρέπει εδώ να μας μπερδεύει η έλλειψη σοσιαλίζοντος λόγου. Το σημαντικό στοιχείο είναι η προβαλλόμενη (αόριστη και βασισμένη μόνο στη βία) αντισυστημικότητα και όχι ο σοσιαλισμός. Ακόμα και ο «λυσσασμένος» επαναστάτης, o Στράσερ, δεν αμφισβητούσε την αξιοκρατία και τον ανταγωνισμό, ούτε την ιδιοκτησία. Σε εποχή που η σοσιαλιστική επανάσταση δεν είναι στην ημερήσια διάταξη και οι σοσιαλιστικές ιδεολογίες δεν έχουν διάδοση σε ευρύτερα στρώματα, ο φασισμός δεν χρειάζεται να τις κανιβαλίσει. Ένας λελογισμένος εργατισμός (π.χ. επίσκεψη σε ένα εργοστάσιο και σύναψη σχέσεων με τον ιδιοκτήτη, εν παρόδω) μπορεί και να είναι αρκετός.
(1)Την ιδέα της δωρεάν εργασίας από Εβραίους την είχε ήδη εφαρμόσει πειραματικά ο αυτοκρατορικός στρατός με τους ανατολικούς Εβραίους. Η ιδέα αυτή φαίνεται ότι άρεσε στο γερμανικό κεφάλαιο και είπε να τη συστηματοποιήσει κάπως περισσότερο με την ευκαιρία της «τελικής λύσης». Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν συνήθως χωρισμένα στα δύο: το στρατόπεδο θανάτου, που όλοι ξέρουμε τι είναι, και το στρατόπεδο εργασίας, που σπάνια ακούγεται. Το δεύτερο ήταν ένα «βιομηχανικό πάρκο», όπου οι γερμανικές βιομηχανίες είχαν ανοίξει εργοστασιακές μονάδες στις οποίες δούλευαν κρατούμενοι του στρατοπέδου, νοικιασμένοι στη βιομηχανία σε πολύ λογική τιμή από το Ράιχ, του οποίου ήταν ιδιοκτησία. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα συμφέρουσα συμφωνία και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη (οι εργάτες δεν ήταν νομικά πρόσωπα για να μπορούν να διεκδικούν τμήμα των κερδών. Εξάλλου, ήταν απασχολημένοι, επειδή -με όλη την τραγική κυριολεξία- πέθαιναν στη δουλειά).
(2)Ο Γκέρινγκ (και αυτός μικροαστικής καταγωγής) ήταν μια ενδιαφέρουσα ιδιότυπη περίπτωση. Χρησιμοποιώντας τη θέση του στο κόμμα, επιχείρησε να γίνει μέλος της ανώτατης βιομηχανικής ιεραρχίας, ιδρύοντας μάλιστα το προσωπικό του βιομηχανικό τραστ, ενδεχομένως έχοντας βαρεθεί το ρόλο του ως πολιτική ελίτ. Επίσης, παρουσίαζε και αυτός την διαταραγμένη προσωπικότητα που ανέπτυξαν σταδιακά πολλοί από τους ηγέτες ναζί. Αίφνης, ήταν συστηματικός υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων και πέρασε αυστηρότατη νομοθεσία (που μάλιστα διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσια μέχρι σήμερα) για την προστασία των ζώων, τόσο των κατοικιδίων όσο και των ζώων κτηνοτροφίας (συνθήκες σφαγής κ.λπ.). Είναι γνωστό το επεισόδιο που επειδή κάποιος τεμάχισε μπροστά του έναν ζωντανό βάτραχο για να τον κάνει δόλωμα, ο Γκέρινγκ ...τον έστειλε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για να μάθει. Η μεταμοντέρνα πολιτική δικαιωμάτων («τα δικαιώματά σου, αυτά που αναγνωρίζει το κράτος, δεν περιλαμβάνουν το δικαίωμα να τα αρνηθείς») δεν απέχει πολύ ως ιδεοληψία.
(3)Πόσες και πόσες φορές δεν έχουν πει οι ακραίοι φιλελεύθεροι των ημερών ότι δεν χρειαζόμαστε άλλους πτυχιούχους ανθρωπιστικών επιστημών; Πόσες φορές δεν έχουν πει ότι τα πανεπιστήμια βγάζουν πολλούς γιατρούς; Υπερβολικά πολλούς «άχρηστους» δασκάλους;
(4)Οι φιλελεύθεροι ζητούν «λιγότερο» κράτος για τους πολλούς, περισσότερο όταν πρόκειται για την αστυνομία, το σώσιμο των τραπεζών, την κοινωνικοποίηση των ζημιών....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.