Η πρώτη περίοδος της
δημοκρατίας, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την επαναστατική
αναταραχή, ολοκληρώνεται με την περίοδο του υπερπληθωρισμού. Η αδυναμία
πληρωμής των πολεμικών αποζημιώσεων είναι μια καλή αφορμή για τους
Γάλλους να εισβάλλουν, όπως ήταν το συμβατικό δικαίωμά τους, στην
βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας, το Ρουρ. Η κυβέρνηση αποφασίζει να
τηρήσει τη στάση της παθητικής αντίστασης: οι εργάτες στα εργοστάσια
έκαναν λευκή απεργία, ώστε να μην υπάρχει προϊόν για κατάσχεση από τους
κατακτητές, αλλά οι μισθοί τους συνέχιζαν να πληρώνονται από το κράτος.
Με το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγικής υποδομής της χώρας
ανενεργό, αλλά τους μισθούς να πληρώνονται κανονικά, ενώ την ίδια στιγμή
η κυβέρνηση έπρεπε να αγοράζει χρυσό στη διεθνή αγορά για να
αποπληρώνει τις αποζημιώσεις, ήταν φυσικό να προκύψει ανεξέλεγκτος
πληθωρισμός : η κυβέρνηση «τύπωνε» χρήμα διαρκώς, χρήμα, όμως, που δεν
είχε κανένα πραγματικό αντίκρισμα σε όρους παραγόμενου προϊόντος.
Μια σημείωση είναι εδώ απαραίτητη. Η Γερμανία είχε έναν σχετικά υψηλό, αλλά ελεγχόμενο πληθωρισμό όλη την πρώτη περίοδο της Βαϊμάρης, από την ίδρυση μέχρι το 1921. Ο πληθωρισμός εξηγείται από τις πολεμικές αποζημιώσεις και τη μετατροπή σε αυτή τη φάση της Γερμανίας από χώρα χρεώστη (προπολεμικά ήταν η δεύτερη χώρα εξαγωγός κεφαλαίου στον κόσμο) σε χώρα οφειλέτη. Η φάση ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, όπου για παράδειγμα οι τιμές διπλασιάζονται κάθε μέρα, ξεκίνησε μετά την κατοχή του Ρουρ και κορυφώθηκε, με καταστροφικές συνέπειες, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Νοέμβριο του '23. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, σχεδόν πολεμική, αφού χρειάζονταν μερικά δισεκατομμύρια για την αγορά μιας φραντζόλας ψωμιού. Αιτία ήταν, βέβαια, η κατοχή του Ρουρ και η παθητική αντίσταση, αλλά η κατάσταση δυσκολεύτηκε επιπλέον από την κομμουνιστική εξέγερση στο Αμβούργο το '21, την επέμβαση του στρατού στη Θουριγγία, την κατάσταση πολιορκίας στη Βαυαρία (όπου το κράτος συγκρούστηκε με τις ακροδεξιές ομάδες του Μονάχου και που ακολουθήθηκε τον Νοέμβριο από το «πραξικόπημα της μπυραρίας» του Χίτλερ, για το οποίο μπήκε για λίγο στη φυλακή), μια κατάσταση, δηλαδή, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας μένουν αργές, αλλά το χρήμα εξακολουθεί να κυκλοφορεί. Η επαναφορά σε λειτουργία ενός έστω τμήματος του παραγωγικού δυναμικού σε καπιταλιστική λειτουργία μαζί με μια νομισματική μεταρρύθμιση, ακόμα και αν οι συγκρούσεις συνεχίζονταν, έφτασε για να σταματήσει ο υπερπληθωρισμός, ουσιαστικά σε μια νύχτα. Οι Γερμανοί τραπεζίτες σήμερα όταν αναφέρουν την λέξη «Βαϊμάρη» εννοούν υπερπληθωρισμό, κάτι, υπονοείται, το ιδιαζόντως φρικιαστικό. Πράγματι: ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα προβληματικός για το τραπεζικό κεφάλαιο, πολύ περισσότερο για αυτό παρά για την εργασία, αφού εξανεμίζει τη βάση ρευστών των τραπεζών. Ακόμα πιο καταστροφικός είναι, όμως, για τα μικρότερα κεφάλαια και τους μικροαστούς που είχαν καταθέσει τις οικονομίες μιας ζωής στις τράπεζες, για να τις δουν να εξανεμίζονται συνολικά. Οι τραπεζίτες μπορεί να επλήγησαν από τον υπερπληθωρισμό, αλλά δεν έχασαν δα και τα πάντα, αφού κέρδισαν από την κερδοσκοπία στις συναλλαγματικές κινήσεις (ενώ, βέβαια, είχαν πάντα μια «καβάτζα» σε χρυσό ή συνάλλαγμα). Οι βιομήχανοι, πάλι, όχι μόνο δεν έχασαν, αλλά βρήκαν μια πολύ καλή ευκαιρία να επεκταθούν σε ξένες αγορές (αφού η ισοτιμία καταρρακώθηκε και οι μισθοί δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το κόστος ζωής). Παρόλ’ αυτά, η ανακοπή της συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά τη διάρκεια του υπερπληθωρισμού, λόγω της αδυναμίας των τραπεζών, ήταν οπωσδήποτε ένα σοβαρό χτύπημα. Εντούτοις, το σοκ που υπέστησαν τα πιο αδύναμα κεφάλαια σήμανε την εκρηκτική επανέναρξη της συγκεντροποίησης και καρτελοποίησης στην αμέσως επόμενη περίοδο.
Οι μήνες του υπερπληθωρισμού σήμαναν την οριστική μετάβαση ευρύτατων μικροαστικών στρωμάτων προς εθνικιστικές, μοναρχικές και ακροδεξιές ιδεολογικές τοποθετήσεις, αφού τον υπερπληθωρισμό τον χρεώθηκε το μπλοκ της Βαϊμάρης (1). Και όχι μόνο: ο «τεχνοκράτης» (ήταν εξωκοινοβουλευτικός τραπεζίτης) υπουργός που τιθάσσευσε τον υπερπληθωρισμό, αργότερα έγινε ο μακρόβιος (και ιδιαίτερα «επιτυχημένος») υπουργός οικονομικών του Χίτλερ. Και δεν καταδικάστηκε και στις δίκες της Νυρεμβέργης...
Μετά την τιθάσευση του πληθωρισμού, ακολούθησε μια περίοδος ταχύτατης ανάπτυξης και αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου: οι επόμενες κυβερνήσεις εφάρμοσαν ένα «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα που απαγόρευσε στην κεντρική τράπεζα να χρηματοδοτεί τα κρατικά ελλείμματα. Αντίθετα, η κυβέρνηση άρχισε να δανείζεται τεράστιες ποσότητες ξένου νομίσματος (δολαρίου) από τις ανερχόμενες και πλεονασματικές αμερικανικές τράπεζες, ένα μοιραίο λάθος, όπως αποδείχτηκε λίγα χρόνια μετά. Ο φθηνός δανεισμός και η ευνοϊκές ισοτιμίες που σχηματίστηκαν επέτρεψαν στο κεφάλαιο να αναδιαρθρωθεί ταχύτατα. Η κίνηση του γερμανικού κεφαλαίου την εποχή αυτή είναι η αντίθετη από αυτήν που ακολουθήθηκε από το ελληνικό κεφάλαιο στην παρόμοια (από νομισματική άποψη) περίοδο μετά την εισαγωγή του ευρώ: αντί για απεργία επενδύσεων και εξαγωγή κεφαλαίων στο κέντρο και σε χώρες φθηνής εργασίας, αυτοί έκαναν επενδύσεις σε γερμανικό έδαφος, παρά τη σχετικά αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ που είχε τότε η εργατική τους τάξη. Εκσυγχρονίζοντας την παραγωγική τους βάση είδαν τις εξαγωγές τους, για μια ακόμα φορά, να εκτοξεύονται. Ταυτόχρονα, η Γερμανία ήταν η ιμπεριαλιστική δύναμη της ανεξέλεγκτης δύναμης των μονοπωλίων, αφού αφέθηκε πολιτικός και οικονομικός χώρος για τη σύμπηξη τεράστιων καρτέλ. Μερικά από αυτά, όπως η IG Farben, το μεγαλύτερο καρτέλ χημικών του κόσμου, αποδείχτηκαν αργότερα και οι κυριότεροι χρηματοδότες του Χίτλερ, τα τελευταία χρόνια πριν την άνοδό του στην εξουσία.
Η οικονομική άνθηση (που βέβαια δεν τη μοιράστηκε το κεφάλαιο με την εργασία) ήταν μεγάλη, αλλά δεν κράτησε πολύ. Λιγότερο από έξι χρόνια. Το 1929 ξέσπασε η κρίση στην Αμερική και γρήγορα πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η Γερμανία τότε δεν είχε το νομισματικό στρατηγικό βάθος του ευρώ που έχει σήμερα, σε μια πολύ παρόμοια συγκυρία. Το ευρώ σήμερα της επιτρέπει να εξάγει τις αντιφάσεις της στους υπόλοιπους εταίρους και, τουλάχιστον πρόσκαιρα, να έχει προστατευτεί από την κρίση (όχι για πολύ ακόμα, όμως).
Η απάντηση για την τεράστια κρίση, σε όλον τον κόσμο, ήταν η ίδια με σήμερα: λιτότητα, συνοδευόμενη από οικονομικό πόλεμο. Ειδικά για την Γερμανία, ο κίνδυνος κατάρρευσης των αμερικάνικων τραπεζών που είχαν χρηματοδοτήσει το χρέος της σε συνδυασμό με τη συνέχιση των πολεμικών αποζημιώσεων, σήμαναν την αδυναμία του γερμανικού κεφαλαίου να αποπληρώσει τα χρέη του, δεδομένου ότι και οι εξαγωγές και η εσωτερική ζήτηση είχαν καταρρεύσει. Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση της ανεργίας (έφτασε το 30%), ο αποπληθωρισμός, η αποσταθεροποίηση του (εκ γενετής υπονομευμένου) πολιτικού σκηνικού.
Το τελευταίο εν μέρει οφείλεται στην ισχυρή όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των κεφαλαιακών μερίδων. Το μικρό και μεσαίο βιομηχανικό κεφάλαιο, χτυπημένο από την κρίση, ζητούσε την αρωγή του κρατικού μηχανισμού, αρωγή σε κατεύθυνση που σαφώς δεν συνέφερε τους γιούνκερ, ως εκπρόσωπων, πλέον, του μεγάλου αγροτικού κεφαλαίου και τους μονοπωλιακούς ομίλους και τα καρτέλ τους που υπάγονταν στο τραπεζικό κεφάλαιο (που επωφελείτο από τη λιτότητα και την κοινωνικοποίηση των απωλειών του). Η κατάσταση στο άρχον συγκρότημα έτεινε να εκφυλιστεί σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων. Η λύση δόθηκε σύντομα: οι νόμοι κατά των τραστ που έφερε η τελευταία κυβέρνηση της δημοκρατίας θα καταργούνταν πολύ γρήγορα (προς όφελος και οριστική ηγεμονία των μονοπωλίων) από τη ναζιστική κυβέρνηση.
Σε αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί, η κατάρρευση της στρατηγικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Γερμανία, έφτασε σε ένα πραγματικό, αν και παροδικό, αδιέξοδο, που εκφράζεται και από την πολιτική αστάθεια: οκτώ κυβερνήσεις, όλες δεξιές. Φυσικά, η κρίση για το μεγάλο κεφάλαιο ήταν πρώτα από όλα μια ακόμα ευκαιρία για αυτό να ανασυνταχθεί και να ξεκαθαρίσει τις γραμμές του, ξεπερνώντας και τα εμπόδια του μικρότερου κεφαλαίου. Οι σημαντικότερες κινήσεις έγιναν στο παρασκήνιο. Η «δημόσια» περίπτωση του Χούγκενμπεργκ είναι, όμως, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ο Χούγκενμπεργκ έγινε ο μονοκράτορας των μέσων ενημέρωσης της Γερμανίας ακριβώς την τριετία της μεγάλης κρίσης, εξαγοράζοντας σε χαμηλότατες τιμές περίπου όλα τα μέσα ενημέρωσης της χώρας. Ο Χούγκενμπεργκ δεν ήταν ένας τυχαίος καπιταλιστής. Αρχηγός του ακροδεξιού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, χρησιμοποίησε την επιρροή του από τις εφημερίδες του με σκοπό να καταλάβει την εξουσία μέσω της συμμαχίας του με τους ναζί, με σκοπό να τους πετάξει στην άκρη όταν δεν θα τους χρειαζόταν άλλο. Έτσι κι έγινε, με τη μικρή διαφορά ότι, τελικά, ήταν οι ναζί που τον πέταξαν στην άκρη.
Οι οικονομικές πολιτικές της κρίσης υπερσυσσώρευσης, πάντα, πάντα και πάντα, περιλαμβάνουν ένα αρχικό στάδιο λιτότητας. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι κεφάλαιο που δεν θα πραγματοποιηθεί. Ή, ειπωμένο αλλιώς, τα χρέη που δεν μπορούν να πληρωθούν δεν θα πληρωθούν. Το πρώτο στάδιο για την εκκαθάριση του λιμνάζοντος κεφαλαίου είναι η καταστροφή του, η απαξίωσή του. Και όχι μόνο των χρεών, αλλά όλων των κεφαλαίων που δεν είναι, πλέον, κερδοφόρα. Η εργασία, όμως, είναι και αυτή κεφάλαιο. Η έναρξη, επομένως, ενός νέου «ενάρετου κύκλου» περιλαμβάνει τη μεταβίβαση ενός μεγάλου μέρους του χρέους στις κατώτερες τάξεις και την απαξίωσή τους μέσω της ανεργίας. Σε κάποιο σημείο έχουν, πλέον, σωρευθεί οι αντικειμενικές συνθήκες για την έξοδο από την κρίση. Ο καθορισμός του σημείου αυτού δεν είναι, όμως, μια αντικειμενική, «επιστημονική» απόφαση. Αντίθετα, αποφασίζεται πολιτικά (ενδεχομένως, μάλιστα, η κίνηση να είναι πρόωρη και λάθος υπολογισμός). Εξαρτάται άμεσα, επομένως, από την ταξική πάλη. Στην Γερμανία, το σημείο αυτό καθορίστηκε από τις αναπτυξιακές πολιτικές της κυβέρνησης Μπρούνινγκ, της τελευταίας δημοκρατικής κυβέρνησης πριν τους ναζί. Το πρόγραμμα που ξεκίνησε αυτή να εφαρμόζει, ένα είδος new deal ιδιαίτερα επιθετικού με σημείο έμφασης ένα φιλόδοξο σχέδιο κατασκευής αυτοκινητοδρόμων, το ολοκλήρωσαν, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, αυτούσιο οι ναζί. Ο φασισμός, από οικονομική άποψη, χτυπάει όταν είναι σαφές, πλέον, ότι υπάρχουν οι συνθήκες για οικονομική ανάκαμψη.
Δεν θα είχε χτυπήσει, όμως, αν σε όλο το προηγούμενο διάστημα δεν είχαν υπάρξει οι πολιτικές συνθήκες: η ήττα της επανάστασης, η επώαση των ιδεολογημάτων του σε ευρύτερα μικροαστικά στρώματα, η απειλή του κομμουνισμού που έμενε δυνατή και που απειλούσε μια «σοσιαλίζουσα» οικονομική πολιτική παρεμβατικού κράτους να ακυρωθεί από ένα εργατικό κίνημα που θα την έστρεφε κατά του κεφαλαίου, η βαθιά πολιτική κρίση (η όξυνση των αντιφάσεων μεταξύ μερίδων της αστικής τάξης), η ιδεολογική κρίση (τόσο της κυρίαρχης ιδεολογίας όσο όμως και του μαρξισμού). Στις ΗΠΑ, που δεν υπήρξαν ανάλογες πολιτικές προϋποθέσεις (το αμερικανικό εργατικό κίνημα, με πολύ μικρότερους στόχους από το γερμανικό, είχε συντριβεί πολύ πιο ριζικά πολύ νωρίτερα), παρόμοιες πολιτικές ανάκαμψης εφαρμόστηκαν από τον Ρούζβελτ, στο πλαίσιο μιας κανονικής αστικής κυβέρνησης. Φυσικά, η πραγματική εκκαθάριση δεν ήρθε παρά μερικά χρόνια αργότερα, με την «ευλογία» για το κεφάλαιο που ήταν ο πόλεμος.
Τα λαϊκά στρώματα (και όχι μόνο τα εργατικά) φυσικά υπέστησαν όλες τις συνέπειες της κρίσης. Όμως, δεν ήταν η οικονομική κρίση που έφερε τους ναζί στην εξουσία (αν και αναμφισβήτητα ήταν η θρυαλλίδα). Η αδυναμία όλων των αριστερών κομμάτων να κατανοήσουν το επείγον της κατάστασης, ότι δηλαδή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κεφάλαιο θα έπρεπε να αντιδράσει στην απώλεια στήριξης που έφερνε η κρίση και ότι η τελευταία δεν θα οδηγούσε αυτόματα στην επανάσταση ήταν το ελάχιστο που μπορούμε να προσάψουμε στα κόμματα της μαρξιστικής Αριστεράς. Ο σεχταρισμός τους, το γεγονός, λ.χ., το ΚΚΓ μέχρι το 1934, με τον Χίτλερ ήδη ένα χρόνο στην εξουσία, πίστευε ότι κύριος εχθρός ήταν η σοσιαλδημοκρατία, ήταν το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο. Η εντελώς λάθος εκτίμηση των συνθηκών, το ότι το ΚΚΓ ανέμενε ότι η συντριβή του «σοσιαλφασισμού» θα άφηνε ανοιχτό πεδίο δράσης στην επανάσταση που θα ερχόταν από μόνη της (ύστερα και από την κατάρρευση του φασισμού, που δεν θα μπορούσε, τάχα, να διαχειριστεί τις αντιφάσεις του) ήταν η αιτία(2). Έτσι, πολύ πριν την τελική επικράτηση του φασισμού, η εργασία είχε ήδη υποστεί μια βαθιά πολιτική και ιδεολογική ήττα, ιδεολογική ήττα που είναι η ρίζα της στρατιωτικής.
Και η πολιτική θέση του SPD σαφέστατα δεν βοήθησε. Γιατί δεν ήταν το SPD ο μόνος πολιτικός εκφραστής της ως τότε στρατηγικής συσσώρευσης, όπως ουσιαστικά έλεγαν το ΚΚΓ και η Διεθνής, ήταν, όμως, αναμφισβήτητα αυτός που πολιτικά πιστώθηκε την αποτυχία του και την χρέωσε σε όλη την «μαρξιστική» Αριστερά, παρά τις αγωνιώδεις (και τελικά μάταιες) προσπάθειες του ΚΚΓ να αποδείξει ότι αυτό είναι διαφορετικό. Και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι κάτι έκαναν λάθος μέχρι που ήταν, πλέον, πολύ αργά.
Ένα τελευταίο σημείο. Την εξουσία την σέρβιρε στο ναζισμό το μεγάλο κεφάλαιο. Πρώτα έγινε μια μαζική εισχώρηση των ιδεολογικών ταγών της αστικής τάξης σε αυτόν και μετά του δόθηκε και η κυβέρνηση (να μην ξεχνάμε ότι πρώτα ο Χίτλερ εκλέχτηκε δημοκρατικά και μάλιστα με απλή αναλογική και μόνο μετά έγινε δικτάτορας). Αυτό δεν έγινε επειδή ο φασισμός είναι το κόμμα του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο, εκτός από πατρίδα, δεν έχει ούτε και κόμμα – εκτός από το ίδιο το κράτος. Το κεφάλαιο θα πάει με αυτόν τον πολιτικό σχηματισμό που θα εγγυηθεί τη «συνέχεια» του κράτους και της συσσώρευσης, είτε αυτός είναι μια αστική κυβέρνηση είτε μια δικτατορία, ακόμα και αν αυτή έχει πίσω της ένα κίνημα, αρκεί αυτό να είναι συμβατό μαζί της. Η διαλεκτική της διαδικασίας εκφασισμού, της ισχυρής μαζικοποίησης του NSDAP, αρχίζει και με τη σταδιακή (και όχι μια κι έξω) αύξηση της υποστήριξης του κόμματος (οικονομικής και πολιτικής) από το μεγάλο κεφάλαιο. Στην αρχή οι ναζί δεν είχαν υποστηρικτές στις ανώτατες τάξεις (εκτός από ορισμένους αντιδραστικούς γιούνκερ, όπως τον στρατάρχη Φον Λούντεντορφ). Η διαδικασία ήταν σταδιακή και ξεκίνησε όταν οι ναζί έγιναν τα υπό προϋποθέσεις μαντρόσκυλα του κεφαλαίου. Μόνο προς το τέλος έγιναν το κόμμα τους. Και αυτό είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό. Με άλλα λόγια: ο Μάνεσης ήταν μόνο η αρχή.
(1) Και στην Ελλάδα είχαμε υπερπληθωρισμό – ο οποίος μάλιστα ήταν και χειρότερος και συνεχίστηκε για πολύ μεγαλύτερο διάστημα: για εκείνα τα χρόνια της Κατοχής που η παραγωγική διαδικασία είχε ουσιαστικά σταματήσει, ή την άρπαζαν χωρίς πληρωμή οι κατακτητές, αλλά οι μισθοί συνέχιζαν να πληρώνονται. Τα αίτια του υπερπληθωρισμού, του ανεξέλεγκτου δηλαδή πληθωρισμού (ο οποίος, μας λένε, είναι ένας από τους κινδύνους επιστροφής στη δραχμή) έχουν πάντα να κάνουν με σοβαρή αποδιάρθρωση ή σταμάτημα της παραγωγικής διαδικασίας στο πλαίσιο ενός κοινωνικού σχηματισμού και σταματά όταν η παραγωγική διαδικασία επανέλθει. Ο πληθωρισμός είναι χειρότερος για το τραπεζικό κεφάλαιο παρά για την εργασία, επειδή τα δάνεια, όταν υπάρχει πληθωρισμός, όταν επιστρέφονται είναι χαμηλότερης αξίας από το δανεισθέν ποσό. Η εργασία, πάλι, μπορεί να προστατευθεί από τα αποτελέσματα του πληθωρισμού, για παράδειγμα με αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή.
(2) Είναι χαρακτηριστική η εντελώς λάθος γραμμή της 3ης Διεθνούς για το φασιστικό φαινόμενο, που θεωρήθηκε ως άμεσα συνδεδεμένο με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αδυνατώντας έτσι να κατανοήσει τους κινδύνους για την ταξική πάλη και το κίνημα. Ο Τρότσκι ήταν σαφώς ο πρώτος θεωρητικός που αναγνώρισε τη μικροαστική ταξική βάση του φασισμού. Ο οικονομίστικος καταστροφισμός του, όμως, η αντίληψή του, που τη μοιραζόταν με την Διεθνή, ότι η κρίση φέρνει επανάσταση, δεν τον άφησε να προχωρήσει την ανάλυσή του στις πολιτικές επιπτώσεις και τον τρόπο αντιμετώπισης.
Μια σημείωση είναι εδώ απαραίτητη. Η Γερμανία είχε έναν σχετικά υψηλό, αλλά ελεγχόμενο πληθωρισμό όλη την πρώτη περίοδο της Βαϊμάρης, από την ίδρυση μέχρι το 1921. Ο πληθωρισμός εξηγείται από τις πολεμικές αποζημιώσεις και τη μετατροπή σε αυτή τη φάση της Γερμανίας από χώρα χρεώστη (προπολεμικά ήταν η δεύτερη χώρα εξαγωγός κεφαλαίου στον κόσμο) σε χώρα οφειλέτη. Η φάση ανεξέλεγκτου πληθωρισμού, όπου για παράδειγμα οι τιμές διπλασιάζονται κάθε μέρα, ξεκίνησε μετά την κατοχή του Ρουρ και κορυφώθηκε, με καταστροφικές συνέπειες, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Νοέμβριο του '23. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, σχεδόν πολεμική, αφού χρειάζονταν μερικά δισεκατομμύρια για την αγορά μιας φραντζόλας ψωμιού. Αιτία ήταν, βέβαια, η κατοχή του Ρουρ και η παθητική αντίσταση, αλλά η κατάσταση δυσκολεύτηκε επιπλέον από την κομμουνιστική εξέγερση στο Αμβούργο το '21, την επέμβαση του στρατού στη Θουριγγία, την κατάσταση πολιορκίας στη Βαυαρία (όπου το κράτος συγκρούστηκε με τις ακροδεξιές ομάδες του Μονάχου και που ακολουθήθηκε τον Νοέμβριο από το «πραξικόπημα της μπυραρίας» του Χίτλερ, για το οποίο μπήκε για λίγο στη φυλακή), μια κατάσταση, δηλαδή, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας μένουν αργές, αλλά το χρήμα εξακολουθεί να κυκλοφορεί. Η επαναφορά σε λειτουργία ενός έστω τμήματος του παραγωγικού δυναμικού σε καπιταλιστική λειτουργία μαζί με μια νομισματική μεταρρύθμιση, ακόμα και αν οι συγκρούσεις συνεχίζονταν, έφτασε για να σταματήσει ο υπερπληθωρισμός, ουσιαστικά σε μια νύχτα. Οι Γερμανοί τραπεζίτες σήμερα όταν αναφέρουν την λέξη «Βαϊμάρη» εννοούν υπερπληθωρισμό, κάτι, υπονοείται, το ιδιαζόντως φρικιαστικό. Πράγματι: ο πληθωρισμός είναι ιδιαίτερα προβληματικός για το τραπεζικό κεφάλαιο, πολύ περισσότερο για αυτό παρά για την εργασία, αφού εξανεμίζει τη βάση ρευστών των τραπεζών. Ακόμα πιο καταστροφικός είναι, όμως, για τα μικρότερα κεφάλαια και τους μικροαστούς που είχαν καταθέσει τις οικονομίες μιας ζωής στις τράπεζες, για να τις δουν να εξανεμίζονται συνολικά. Οι τραπεζίτες μπορεί να επλήγησαν από τον υπερπληθωρισμό, αλλά δεν έχασαν δα και τα πάντα, αφού κέρδισαν από την κερδοσκοπία στις συναλλαγματικές κινήσεις (ενώ, βέβαια, είχαν πάντα μια «καβάτζα» σε χρυσό ή συνάλλαγμα). Οι βιομήχανοι, πάλι, όχι μόνο δεν έχασαν, αλλά βρήκαν μια πολύ καλή ευκαιρία να επεκταθούν σε ξένες αγορές (αφού η ισοτιμία καταρρακώθηκε και οι μισθοί δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν το κόστος ζωής). Παρόλ’ αυτά, η ανακοπή της συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά τη διάρκεια του υπερπληθωρισμού, λόγω της αδυναμίας των τραπεζών, ήταν οπωσδήποτε ένα σοβαρό χτύπημα. Εντούτοις, το σοκ που υπέστησαν τα πιο αδύναμα κεφάλαια σήμανε την εκρηκτική επανέναρξη της συγκεντροποίησης και καρτελοποίησης στην αμέσως επόμενη περίοδο.
Οι μήνες του υπερπληθωρισμού σήμαναν την οριστική μετάβαση ευρύτατων μικροαστικών στρωμάτων προς εθνικιστικές, μοναρχικές και ακροδεξιές ιδεολογικές τοποθετήσεις, αφού τον υπερπληθωρισμό τον χρεώθηκε το μπλοκ της Βαϊμάρης (1). Και όχι μόνο: ο «τεχνοκράτης» (ήταν εξωκοινοβουλευτικός τραπεζίτης) υπουργός που τιθάσσευσε τον υπερπληθωρισμό, αργότερα έγινε ο μακρόβιος (και ιδιαίτερα «επιτυχημένος») υπουργός οικονομικών του Χίτλερ. Και δεν καταδικάστηκε και στις δίκες της Νυρεμβέργης...
Μετά την τιθάσευση του πληθωρισμού, ακολούθησε μια περίοδος ταχύτατης ανάπτυξης και αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου: οι επόμενες κυβερνήσεις εφάρμοσαν ένα «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα που απαγόρευσε στην κεντρική τράπεζα να χρηματοδοτεί τα κρατικά ελλείμματα. Αντίθετα, η κυβέρνηση άρχισε να δανείζεται τεράστιες ποσότητες ξένου νομίσματος (δολαρίου) από τις ανερχόμενες και πλεονασματικές αμερικανικές τράπεζες, ένα μοιραίο λάθος, όπως αποδείχτηκε λίγα χρόνια μετά. Ο φθηνός δανεισμός και η ευνοϊκές ισοτιμίες που σχηματίστηκαν επέτρεψαν στο κεφάλαιο να αναδιαρθρωθεί ταχύτατα. Η κίνηση του γερμανικού κεφαλαίου την εποχή αυτή είναι η αντίθετη από αυτήν που ακολουθήθηκε από το ελληνικό κεφάλαιο στην παρόμοια (από νομισματική άποψη) περίοδο μετά την εισαγωγή του ευρώ: αντί για απεργία επενδύσεων και εξαγωγή κεφαλαίων στο κέντρο και σε χώρες φθηνής εργασίας, αυτοί έκαναν επενδύσεις σε γερμανικό έδαφος, παρά τη σχετικά αυξημένη διαπραγματευτική ισχύ που είχε τότε η εργατική τους τάξη. Εκσυγχρονίζοντας την παραγωγική τους βάση είδαν τις εξαγωγές τους, για μια ακόμα φορά, να εκτοξεύονται. Ταυτόχρονα, η Γερμανία ήταν η ιμπεριαλιστική δύναμη της ανεξέλεγκτης δύναμης των μονοπωλίων, αφού αφέθηκε πολιτικός και οικονομικός χώρος για τη σύμπηξη τεράστιων καρτέλ. Μερικά από αυτά, όπως η IG Farben, το μεγαλύτερο καρτέλ χημικών του κόσμου, αποδείχτηκαν αργότερα και οι κυριότεροι χρηματοδότες του Χίτλερ, τα τελευταία χρόνια πριν την άνοδό του στην εξουσία.
Η οικονομική άνθηση (που βέβαια δεν τη μοιράστηκε το κεφάλαιο με την εργασία) ήταν μεγάλη, αλλά δεν κράτησε πολύ. Λιγότερο από έξι χρόνια. Το 1929 ξέσπασε η κρίση στην Αμερική και γρήγορα πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η Γερμανία τότε δεν είχε το νομισματικό στρατηγικό βάθος του ευρώ που έχει σήμερα, σε μια πολύ παρόμοια συγκυρία. Το ευρώ σήμερα της επιτρέπει να εξάγει τις αντιφάσεις της στους υπόλοιπους εταίρους και, τουλάχιστον πρόσκαιρα, να έχει προστατευτεί από την κρίση (όχι για πολύ ακόμα, όμως).
Η απάντηση για την τεράστια κρίση, σε όλον τον κόσμο, ήταν η ίδια με σήμερα: λιτότητα, συνοδευόμενη από οικονομικό πόλεμο. Ειδικά για την Γερμανία, ο κίνδυνος κατάρρευσης των αμερικάνικων τραπεζών που είχαν χρηματοδοτήσει το χρέος της σε συνδυασμό με τη συνέχιση των πολεμικών αποζημιώσεων, σήμαναν την αδυναμία του γερμανικού κεφαλαίου να αποπληρώσει τα χρέη του, δεδομένου ότι και οι εξαγωγές και η εσωτερική ζήτηση είχαν καταρρεύσει. Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση της ανεργίας (έφτασε το 30%), ο αποπληθωρισμός, η αποσταθεροποίηση του (εκ γενετής υπονομευμένου) πολιτικού σκηνικού.
Το τελευταίο εν μέρει οφείλεται στην ισχυρή όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των κεφαλαιακών μερίδων. Το μικρό και μεσαίο βιομηχανικό κεφάλαιο, χτυπημένο από την κρίση, ζητούσε την αρωγή του κρατικού μηχανισμού, αρωγή σε κατεύθυνση που σαφώς δεν συνέφερε τους γιούνκερ, ως εκπρόσωπων, πλέον, του μεγάλου αγροτικού κεφαλαίου και τους μονοπωλιακούς ομίλους και τα καρτέλ τους που υπάγονταν στο τραπεζικό κεφάλαιο (που επωφελείτο από τη λιτότητα και την κοινωνικοποίηση των απωλειών του). Η κατάσταση στο άρχον συγκρότημα έτεινε να εκφυλιστεί σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων. Η λύση δόθηκε σύντομα: οι νόμοι κατά των τραστ που έφερε η τελευταία κυβέρνηση της δημοκρατίας θα καταργούνταν πολύ γρήγορα (προς όφελος και οριστική ηγεμονία των μονοπωλίων) από τη ναζιστική κυβέρνηση.
Σε αυτά τα τέσσερα τελευταία χρόνια πριν την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί, η κατάρρευση της στρατηγικής συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Γερμανία, έφτασε σε ένα πραγματικό, αν και παροδικό, αδιέξοδο, που εκφράζεται και από την πολιτική αστάθεια: οκτώ κυβερνήσεις, όλες δεξιές. Φυσικά, η κρίση για το μεγάλο κεφάλαιο ήταν πρώτα από όλα μια ακόμα ευκαιρία για αυτό να ανασυνταχθεί και να ξεκαθαρίσει τις γραμμές του, ξεπερνώντας και τα εμπόδια του μικρότερου κεφαλαίου. Οι σημαντικότερες κινήσεις έγιναν στο παρασκήνιο. Η «δημόσια» περίπτωση του Χούγκενμπεργκ είναι, όμως, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Ο Χούγκενμπεργκ έγινε ο μονοκράτορας των μέσων ενημέρωσης της Γερμανίας ακριβώς την τριετία της μεγάλης κρίσης, εξαγοράζοντας σε χαμηλότατες τιμές περίπου όλα τα μέσα ενημέρωσης της χώρας. Ο Χούγκενμπεργκ δεν ήταν ένας τυχαίος καπιταλιστής. Αρχηγός του ακροδεξιού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, χρησιμοποίησε την επιρροή του από τις εφημερίδες του με σκοπό να καταλάβει την εξουσία μέσω της συμμαχίας του με τους ναζί, με σκοπό να τους πετάξει στην άκρη όταν δεν θα τους χρειαζόταν άλλο. Έτσι κι έγινε, με τη μικρή διαφορά ότι, τελικά, ήταν οι ναζί που τον πέταξαν στην άκρη.
Οι οικονομικές πολιτικές της κρίσης υπερσυσσώρευσης, πάντα, πάντα και πάντα, περιλαμβάνουν ένα αρχικό στάδιο λιτότητας. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι κεφάλαιο που δεν θα πραγματοποιηθεί. Ή, ειπωμένο αλλιώς, τα χρέη που δεν μπορούν να πληρωθούν δεν θα πληρωθούν. Το πρώτο στάδιο για την εκκαθάριση του λιμνάζοντος κεφαλαίου είναι η καταστροφή του, η απαξίωσή του. Και όχι μόνο των χρεών, αλλά όλων των κεφαλαίων που δεν είναι, πλέον, κερδοφόρα. Η εργασία, όμως, είναι και αυτή κεφάλαιο. Η έναρξη, επομένως, ενός νέου «ενάρετου κύκλου» περιλαμβάνει τη μεταβίβαση ενός μεγάλου μέρους του χρέους στις κατώτερες τάξεις και την απαξίωσή τους μέσω της ανεργίας. Σε κάποιο σημείο έχουν, πλέον, σωρευθεί οι αντικειμενικές συνθήκες για την έξοδο από την κρίση. Ο καθορισμός του σημείου αυτού δεν είναι, όμως, μια αντικειμενική, «επιστημονική» απόφαση. Αντίθετα, αποφασίζεται πολιτικά (ενδεχομένως, μάλιστα, η κίνηση να είναι πρόωρη και λάθος υπολογισμός). Εξαρτάται άμεσα, επομένως, από την ταξική πάλη. Στην Γερμανία, το σημείο αυτό καθορίστηκε από τις αναπτυξιακές πολιτικές της κυβέρνησης Μπρούνινγκ, της τελευταίας δημοκρατικής κυβέρνησης πριν τους ναζί. Το πρόγραμμα που ξεκίνησε αυτή να εφαρμόζει, ένα είδος new deal ιδιαίτερα επιθετικού με σημείο έμφασης ένα φιλόδοξο σχέδιο κατασκευής αυτοκινητοδρόμων, το ολοκλήρωσαν, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, αυτούσιο οι ναζί. Ο φασισμός, από οικονομική άποψη, χτυπάει όταν είναι σαφές, πλέον, ότι υπάρχουν οι συνθήκες για οικονομική ανάκαμψη.
Δεν θα είχε χτυπήσει, όμως, αν σε όλο το προηγούμενο διάστημα δεν είχαν υπάρξει οι πολιτικές συνθήκες: η ήττα της επανάστασης, η επώαση των ιδεολογημάτων του σε ευρύτερα μικροαστικά στρώματα, η απειλή του κομμουνισμού που έμενε δυνατή και που απειλούσε μια «σοσιαλίζουσα» οικονομική πολιτική παρεμβατικού κράτους να ακυρωθεί από ένα εργατικό κίνημα που θα την έστρεφε κατά του κεφαλαίου, η βαθιά πολιτική κρίση (η όξυνση των αντιφάσεων μεταξύ μερίδων της αστικής τάξης), η ιδεολογική κρίση (τόσο της κυρίαρχης ιδεολογίας όσο όμως και του μαρξισμού). Στις ΗΠΑ, που δεν υπήρξαν ανάλογες πολιτικές προϋποθέσεις (το αμερικανικό εργατικό κίνημα, με πολύ μικρότερους στόχους από το γερμανικό, είχε συντριβεί πολύ πιο ριζικά πολύ νωρίτερα), παρόμοιες πολιτικές ανάκαμψης εφαρμόστηκαν από τον Ρούζβελτ, στο πλαίσιο μιας κανονικής αστικής κυβέρνησης. Φυσικά, η πραγματική εκκαθάριση δεν ήρθε παρά μερικά χρόνια αργότερα, με την «ευλογία» για το κεφάλαιο που ήταν ο πόλεμος.
Τα λαϊκά στρώματα (και όχι μόνο τα εργατικά) φυσικά υπέστησαν όλες τις συνέπειες της κρίσης. Όμως, δεν ήταν η οικονομική κρίση που έφερε τους ναζί στην εξουσία (αν και αναμφισβήτητα ήταν η θρυαλλίδα). Η αδυναμία όλων των αριστερών κομμάτων να κατανοήσουν το επείγον της κατάστασης, ότι δηλαδή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κεφάλαιο θα έπρεπε να αντιδράσει στην απώλεια στήριξης που έφερνε η κρίση και ότι η τελευταία δεν θα οδηγούσε αυτόματα στην επανάσταση ήταν το ελάχιστο που μπορούμε να προσάψουμε στα κόμματα της μαρξιστικής Αριστεράς. Ο σεχταρισμός τους, το γεγονός, λ.χ., το ΚΚΓ μέχρι το 1934, με τον Χίτλερ ήδη ένα χρόνο στην εξουσία, πίστευε ότι κύριος εχθρός ήταν η σοσιαλδημοκρατία, ήταν το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο. Η εντελώς λάθος εκτίμηση των συνθηκών, το ότι το ΚΚΓ ανέμενε ότι η συντριβή του «σοσιαλφασισμού» θα άφηνε ανοιχτό πεδίο δράσης στην επανάσταση που θα ερχόταν από μόνη της (ύστερα και από την κατάρρευση του φασισμού, που δεν θα μπορούσε, τάχα, να διαχειριστεί τις αντιφάσεις του) ήταν η αιτία(2). Έτσι, πολύ πριν την τελική επικράτηση του φασισμού, η εργασία είχε ήδη υποστεί μια βαθιά πολιτική και ιδεολογική ήττα, ιδεολογική ήττα που είναι η ρίζα της στρατιωτικής.
Και η πολιτική θέση του SPD σαφέστατα δεν βοήθησε. Γιατί δεν ήταν το SPD ο μόνος πολιτικός εκφραστής της ως τότε στρατηγικής συσσώρευσης, όπως ουσιαστικά έλεγαν το ΚΚΓ και η Διεθνής, ήταν, όμως, αναμφισβήτητα αυτός που πολιτικά πιστώθηκε την αποτυχία του και την χρέωσε σε όλη την «μαρξιστική» Αριστερά, παρά τις αγωνιώδεις (και τελικά μάταιες) προσπάθειες του ΚΚΓ να αποδείξει ότι αυτό είναι διαφορετικό. Και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, αδυνατούσαν να καταλάβουν ότι κάτι έκαναν λάθος μέχρι που ήταν, πλέον, πολύ αργά.
Ένα τελευταίο σημείο. Την εξουσία την σέρβιρε στο ναζισμό το μεγάλο κεφάλαιο. Πρώτα έγινε μια μαζική εισχώρηση των ιδεολογικών ταγών της αστικής τάξης σε αυτόν και μετά του δόθηκε και η κυβέρνηση (να μην ξεχνάμε ότι πρώτα ο Χίτλερ εκλέχτηκε δημοκρατικά και μάλιστα με απλή αναλογική και μόνο μετά έγινε δικτάτορας). Αυτό δεν έγινε επειδή ο φασισμός είναι το κόμμα του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο, εκτός από πατρίδα, δεν έχει ούτε και κόμμα – εκτός από το ίδιο το κράτος. Το κεφάλαιο θα πάει με αυτόν τον πολιτικό σχηματισμό που θα εγγυηθεί τη «συνέχεια» του κράτους και της συσσώρευσης, είτε αυτός είναι μια αστική κυβέρνηση είτε μια δικτατορία, ακόμα και αν αυτή έχει πίσω της ένα κίνημα, αρκεί αυτό να είναι συμβατό μαζί της. Η διαλεκτική της διαδικασίας εκφασισμού, της ισχυρής μαζικοποίησης του NSDAP, αρχίζει και με τη σταδιακή (και όχι μια κι έξω) αύξηση της υποστήριξης του κόμματος (οικονομικής και πολιτικής) από το μεγάλο κεφάλαιο. Στην αρχή οι ναζί δεν είχαν υποστηρικτές στις ανώτατες τάξεις (εκτός από ορισμένους αντιδραστικούς γιούνκερ, όπως τον στρατάρχη Φον Λούντεντορφ). Η διαδικασία ήταν σταδιακή και ξεκίνησε όταν οι ναζί έγιναν τα υπό προϋποθέσεις μαντρόσκυλα του κεφαλαίου. Μόνο προς το τέλος έγιναν το κόμμα τους. Και αυτό είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό. Με άλλα λόγια: ο Μάνεσης ήταν μόνο η αρχή.
(1) Και στην Ελλάδα είχαμε υπερπληθωρισμό – ο οποίος μάλιστα ήταν και χειρότερος και συνεχίστηκε για πολύ μεγαλύτερο διάστημα: για εκείνα τα χρόνια της Κατοχής που η παραγωγική διαδικασία είχε ουσιαστικά σταματήσει, ή την άρπαζαν χωρίς πληρωμή οι κατακτητές, αλλά οι μισθοί συνέχιζαν να πληρώνονται. Τα αίτια του υπερπληθωρισμού, του ανεξέλεγκτου δηλαδή πληθωρισμού (ο οποίος, μας λένε, είναι ένας από τους κινδύνους επιστροφής στη δραχμή) έχουν πάντα να κάνουν με σοβαρή αποδιάρθρωση ή σταμάτημα της παραγωγικής διαδικασίας στο πλαίσιο ενός κοινωνικού σχηματισμού και σταματά όταν η παραγωγική διαδικασία επανέλθει. Ο πληθωρισμός είναι χειρότερος για το τραπεζικό κεφάλαιο παρά για την εργασία, επειδή τα δάνεια, όταν υπάρχει πληθωρισμός, όταν επιστρέφονται είναι χαμηλότερης αξίας από το δανεισθέν ποσό. Η εργασία, πάλι, μπορεί να προστατευθεί από τα αποτελέσματα του πληθωρισμού, για παράδειγμα με αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή.
(2) Είναι χαρακτηριστική η εντελώς λάθος γραμμή της 3ης Διεθνούς για το φασιστικό φαινόμενο, που θεωρήθηκε ως άμεσα συνδεδεμένο με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αδυνατώντας έτσι να κατανοήσει τους κινδύνους για την ταξική πάλη και το κίνημα. Ο Τρότσκι ήταν σαφώς ο πρώτος θεωρητικός που αναγνώρισε τη μικροαστική ταξική βάση του φασισμού. Ο οικονομίστικος καταστροφισμός του, όμως, η αντίληψή του, που τη μοιραζόταν με την Διεθνή, ότι η κρίση φέρνει επανάσταση, δεν τον άφησε να προχωρήσει την ανάλυσή του στις πολιτικές επιπτώσεις και τον τρόπο αντιμετώπισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.