Δεν ανήκω στη μειοψηφία: είμαι μόνος,
πράγμα που δε σημαίνει απομονωμένος.
Kορνήλιος ΚαστοριάδηςΤο παράδοξο της εκπλήρωσης ατομικών πόθων με την κατανάλωση μαζικών προϊόντων αποτελεί μια από τις ρίζες ψυχοπαθολογικών –για να μιλήσω με ψυχολογικούς όρους- φαινόμενων της εποχής μας και κατοικοεδρεύει σε αυτό που ονομάζουμε μόδα, η παραδοσιακή λειτουργία της οποίας ήταν ο τονισμός κοινωνικών διακρίσεων, ενώ στις μέρες μας προσφέρει το αίσθημα(;) συμμετοχής σε κάτι κοινό αλλά την ίδια στιγμή υποδηλώνει την προθυμία του ατόμου να ξεκόψει από καθετί παλιό (άραγε πως θα έχει συνέχεια μια Ύπαρξη, πως θα είναι μια ολότητα, μια προσωπικότητα δίχως το χθές;) και να προσαρμόζεται στο εκάστοτε κοινωνικά αποδεκτό, στη νόρμα, είτε ως γούστο, είτε ως συμπεριφορά, κοντολογίς αυτό που αποκαλείται κομφορμισμός.
Ο άνθρωπος ως εργαζόμενος αποδέχεται την αποδοτικότητα –ως κοινό μέτρο σύγκρισης γυναικών και ανδρών- και την τεχνική ορθολογικότητα και ως καταναλωτής τις ηδονιστικές τάσεις.
Αυτό αρχικά σημαίνει πως χάρη στην προσδοκία κατανάλωσης ανεβαίνει η απόδοση στην εργασία καθώς η εργασία θεωρείται ως το μέσο απόκτησης υλικών αγαθών και ακόμα περισσότερο ο ελεύθερος χρόνος δεν προσφέρει ανάπαυση προς συνέχιση της, μα η εργασία είναι αυτή που δίνει τη δυνατότητα να οργανωθεί ο ελεύθερος χρόνος σε μια καταναλωτική βάση.
Το παιχνίδι μας είναι η πραγματοποίηση ονείρων τα οποία εμπεριέχουν κάποιο καταναλωτικό πλασάρισμα από τα μέσα.
Μπορεί να νομίζουμε πως τα ηδονιστικά είναι τα πρωτεύοντα στη ζωή μας, αλλά κατ ουσίαν εντείνεται η ανάγκη για περισσότερη κατανάλωση ως μέσο πληρότητας του ατόμου, οπότε απαιτείται και περισσότερη εργασία για την απόκτηση τους.
Κοιμόμαστε (για να), εργαζόμαστε (ώστε να), καταναλώνουμε και η μηχανή παραγωγής κέρδους συνεχίζεται...
Κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα τα οποία έχουν μια λειτουργική κινητικότητα μεταξύ τους δίχως κάποιον ουσιακό πυρήνα, μα με κεντρικό άξονα την αποδοτικότητα (έργου και όχι μόνο), τον οικονομισμό (τα πάντα εξαγοράζονται, όλα και όλοι έχουν την τιμή τους) και την κατανάλωση ως απόλαυση στα πλαίσια ενός χυδαία νοούμενου υλιστικού ηδονισμού ο οποίος είναι το λάδωμα του γραναζιού για να μην φθείρεται εύκολα.
Ένα πελώριο εργοστάσιο (η πρώην κοινωνία), διαδικαστικών αλληλεπιδράσεων (οι πρώην διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων), προς επίτευξη απόδοσης μέσω συνεχούς βελτίωσης, ανανέωσης και τέλος κέρδους –πόσο πιο εντυπωσιακό θα είναι το περιτύλιγμα προς πλασάρισμα στην αγορά ανθρωποκατανάλωσης, πόσα περισσότερα ανθρωποπροιόντα θα καταναλώσω (αυτό το αποκαλούν εμπειρίες) προς ανανέωση του ''Εγώ'' μου και τέλος το έσχατο ερώτημα, τι μου προσφέρεις;
Παντού υπάρχει το ποσοτικό, πουθενά το ποιοτικό μιας και οι έντονες ποσοτικές αλλαγές είναι ικανές να επιφέρουν ποιοτικές διαφοροποιήσεις.
Το άτομο μπορεί να εφοδιασθεί όλες τις δυνατές συσκευές για να τραφεί, να πληροφορηθεί, να διασκεδάσει και να κινηθεί μόνο του, αποκτώντας τη δυνατότητα αποκοπής όλο και περισσότερο από τους ουσιακούς δεσμούς με τους γύρω του (οι διαπροσωπικές σχέσεις θεωρούνται επιμέρους), γεγονός που καθίστανται επαγγελματικά και κοινωνικά αναγκαίο, λόγο της έλλειψης χρόνου (ενδεικτικός ο όρος ανθρωποώρες) και της δημιουργίας ενός πλήρους μικρόκοσμου στην κατοικία του, του χτισίματος ενός μικρού φρουρίου.
Οι απολαύσεις του ατόμου(και όχι ανθρώπου) είναι υλιστικά ηδονιστικές, στιγμιαίες, ανταλλάξιμες, εξαγοράσιμες και όχι ηδονογόνες, ολιστικά ανθρώπινες, ας μην παρασυρθούμε στην ταύτιση μιας επιφανειακής και χυδαίας εμπορευματοποιημένης απλοϊκότητας με μια εσώτερη διονυσιακή, βιωματική κατάφαση ζωής, αποδοχής ενστίκτων και πνευματικότητας.
Η ιδέα της αριστουργηματικής ροκ όπερας ''The Wall'' από τους Pink Floyd και η μεταφορά της σε κινηματογραφικό αισθητικό έπος από τον Alan Parker αποτυπώνει με χαρακτηριστικό τρόπο κάποια από τα παραπάνω και όχι μόνο.
Υπάρχει η συνείδηση, υπάρχει και η επιφανειακή αντιδραστικότητα.
Υπάρχει το ''The Wall'', υπάρχει και το punk.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.