Στο σπουδαίο αυτό βιβλίο του, ο Κ. Καστοριάδης
προσπαθεί να συλλάβει αυτό που διακρίνει και διαφοροποιεί την
αρχαιοελληνική δημιουργία από οποιαδήποτε άλλη μορφή ανθρώπινου
πολιτισμού, δηλ. να αναδείξει τι συνιστά την ελληνική ιδιαιτερότητα.
Προς τον σκοπό αυτό ανατρέχει στις πηγές του ελληνικού πολιτισμού, στα
ομηρικά και ησιόδεια έπη, καθώς επίσης στα καταγωγικά κείμενα του
φιλοσοφικού στοχασμού, στους Προσωκρατικούς στοχαστές Αναξίμανδρο, Ξενοφάνη, Ηράκλειτο και Δημόκριτο.
Η ανάλυσή του αναδεικνύει μια άλλη αντίληψη και πρόταση που κομίζει ο
αρχαιοελληνικός πολιτισμός: ενώ η κυρίαρχη ερμηνεία (λ.χ. Heidegger, Κ. Παπαϊωάννου) υποστηρίζει ότι ο αρχαιοελληνικός κόσμος διέπεται από το μέτρο και την αρμονία, από την «αποκάλυψη» της αλήθειας και του όντος, ο Καστοριάδης θεωρεί ότι ο κόσμος αυτός χαρακτηρίζεται από το μη-νόημα και το μη-ον,
ότι δεν έχει ένα προκαθορισμένο νόημα δοσμένο από κάποιο εξωκοινωνικό
και εξωανθρώπινο, φυσικό ή υπερβατικό ον. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει
αρμονία, αντιστοιχία ανάμεσα στη σκέψη και στις πράξεις ούτε ανάμεσα
στις ανθρώπινες επιθυμίες και το είναι. Δεν υπάρχει αντιστοιχία και
αρμονία ανάμεσα στον ανθρώπινο βίο και τον κόσμο των θεών. Για τους
Ελληνες δεν υπάρχει αθανασία της ψυχής, δεν υπάρχει ένας άλλος μετά θάνατον βίος ανώτερος και οντολογικώς καλύτερος. Ο άνθρωπος είναι θνητός και η λέξη θνητός σημαίνει άνθρωπος.
Οι μόνοι αθάνατοι είναι οι θεοί, οι οποίοι όμως δεν είναι αιώνιοι ούτε
παντοδύναμοι. Ούτε δημιούργησαν τον κόσμο και τον άνθρωπο και, συνεπώς
δεν ενδιαφέρονται γι' αυτόν, δεν είναι υπεύθυνοι γι' αυτόν, δεν του
παρέχουν πρότυπα, εντολές, νόημα για τη ζωή του, δεν είναι πρότυπα
ηθικής, αντιθέτως η συμπεριφορά τους είναι μη ηθική. Οι αντιλήψεις αυτές
διαφαίνονται ήδη στα μεγάλα ποιητικά κείμενα του Ομήρου και του Ησιόδου, τα οποία περιέχουν και τους μύθους της αρχαιοελληνικής θρησκείας.
Στον Ησίοδο, λ.χ. στον μύθο της Πανδώρας, η ελπίς που μένει στο κουτί συμβολίζει την πίστη ότι δεν υπάρχει ελπίδα για το ανθρώπινο γένος.
Η ελπίδα εδώ δεν εννοείται υπό την τετριμμένη καθημερινή έννοια, αλλά
υπό την οντολογική ή μεταφυσική έννοια, δηλ. δεν υπάρχει ελπίδα, λύτρωση
και ανταμοιβή για τον άνθρωπο από κάποια υπερβατική οντότητα σε κάποια
άλλη ζωή.
Επίσης, στην ησιόδεια «Θεογονία»
ο κόσμος αναδύεται από το χάος (από το ρήμα χαίνω, που σημαίνει το
κενό), από την άβυσσο, από το ακαθόριστο, από το μη-ον. Χάος είναι η
απουσία τάξεως, η απουσία θετικής αντιστοιχίας ανάμεσα από τη μια στις
ανθρώπινες προθέσεις - πράξεις και από την άλλη στα αποτελέσματά τους.
Το είναι είναι χάος, μη-νόημα, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Αναξίμανδρος:
αρχήν και στοιχείον των όντων... το άπειρον. Το άπειρον εννοείται εδώ
όχι με τη μαθηματική, ποσοτική έννοια, αλλά ως προς το απροσδιόριστο, το
μη καθορίσιμο. Ετσι, κατά τον Καστοριάδη οι
ελληνικοί μύθοι αποκαλύπτουν μια σημασία του κόσμου ως μη-νοήματος, την
οποία παραλαμβάνουν για λογαριασμό τους οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι.
Ακριβώς αυτή η πρωταρχική
φαντασιακή σύλληψη του κόσμου ως μη-νοητού και η απουσία υπερβατικής
πηγής της σημασίας, του νόμου ή του κανόνα είναι που ελευθερώνουν τους
Ελληνες και τους επιτρέπουν να αποκτήσουν αυτοσυνείδηση, να συγκροτήσουν
το δικό τους νόημα, τον δικό τους κόσμο, να δημιουργήσουν θεσμούς και
γραπτούς νόμους, να δημιουργήσουν την πολιτική, τη δημοκρατία και τη
φιλοσοφία - για πρώτη φορά στην Ιστορία. Οι φαντασιακές αυτές
δημιουργίες οφείλονται κυρίως στην αμφισβήτηση των κληρονομημένων
αντιλήψεων και των υπαρχόντων θεσμών, δηλ. στην αμφισβήτηση ταυτοχρόνως
και στον χώρο της σκέψεως και στον χώρο της πράξεως. Η πρώτη δίνει τη
φιλοσοφία, η δεύτερη την πολιτική και τη δημοκρατία. Η αμφισβήτηση στον
χώρο της σκέψεως φαίνεται ήδη στους πρώτους Προσωκρατικούς, Θαλή, Αναξίμανδρο, Ξενοφάνη και συνεχίζεται με τον Ηράκλειτο (στον οποίο ο Καστοριάδης
αφιερώνει μιαν εξαίρετη ανάλυση) και τους άλλους φιλοσόφους. Η
αμφισβήτηση στον χώρο της πράξεως συγκροτεί το φαινόμενο των πόλεων, που
χαρακτηρίζονται από την απαίτηση δικαιοσύνης και την επίτευξη γραπτών
νόμων. Ειδικώς στην Αθήνα έχουμε ένα κοινωνικο-πολιτικό κίνημα που
οδηγεί κατ' αρχάς στη νομοθεσία του Δράκοντα τον 7ο αιώνα, εν συνεχεία
στις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στις αρχές του 6ου αιώνα και τέλος στην εγκαθίδρυση της δημοκαρτίας με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη στο τέλος του 6ου αιώνα.
Η αμφισβήτηση αυτή είναι
ανύπαρκτη στους άλλους λαούς (Ιουδαίους, Αιγυπτίους, Βαβυλωνίους,
Κινέζους κ.λπ.), οι οποίοι αποδέχονται την κληρονομημένη σκέψη και τη
δεδομένη θέσμιση της κοινωνίας. Εδώ βρίσκεται η ελληνική ιδιαιτερότητα,
αυτό που συγκροτεί και διαφοροποιεί τον ελληνικό πολιτισμό από όλους
τους άλλους. Ως γνωστό κατά τον Καστοριάδη η
συγκρότηση της κοινωνίας, κάθε κοινωνίας είναι θέσμιση των κοινωνικών
σημασιών της, είναι θέσμιση ενός μάγματος φαντασιακών σημασιών που
ενσαρκώνονται σε δημιουργίες και θεσμούς. Αυτοί οι θεσμοί και αυτές οι
σημασίες είναι που διαφοροποιούν τις κοινωνίες. Η ελληνική κοινωνία
συγκροτήθηκε από τις φαντασιακές σημασίες του μη-νοήματος, από την
αμφισβήτηση της κληρονομημένης παράστασης και θέσμισης της κοινωνίας,
από τη δημιουργία της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της δημοκρατίας, από
τις φαντασιακές σημασίες της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης,
της αυτονομίας, για πρώτη φορά στην Ιστορία.
Συνεπώς, η
ελληνική ιδιαιτερότητα δεν ανευρίσκεται σε άλλες ιστορικές περιόδους,
δυστυχώς, έσβησε με τον ενταφιασμό της δημοκρατίας από τις φάλαγγες της
μακεδονικής μοναρχίας. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει κανενός είδους συνέχεια από την κλασική εποχή στην ελληνιστική ή στη ρωμαϊκή και βυζαντινή. Το εξαίρετο αυτό βιβλίο του Καστοριάδη συνιστάται ιδιαιτέρως και επειγόντως για μια κατηγορία Νεοελλήνων, οι οποίοι συγχέουν
(συνειδητώς ή ανεπιγνώστως) τη φιλοσοφία με τη θεολογία, τους
φιλοσόφους με τους πατέρες της Εκκλησίας, την αρχαιοελληνική ελευθερία
και δημοκρατία με το ανελεύθερο θεοκρατικό χριστιανικό Βυζάντιο και
διακηρύσσουν ότι το τελευταίο είναι η συνέχεια του αρχαιοελληνικού
πολιτισμού. Ομως, οι δύο αντιλήψεις και πρακτικές είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, αντιφατικές και εχθρικές.