Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι - "Ο Ηλίθιος"

Σκεφτόταν μαζί με τ’ άλλα πως όταν τον βρίσκαν αυτές οι κρίσεις της επιληψίας, υπήρχε μια φάση, αμέσως σχεδόν πριν πέσει χάμω (εφόσον βέβαια αυτά τα πάθαινε στον ξύ­πνο του), όταν ξαφνικά μέσα στη θλίψη της ψυχικής του καταχνιάς, της κατάθλιψης, στιγμές-στιγμές σαν να πετού­σε το μυαλό του φλόγες κι όλες μέσα του οι δυνάμεις της ζωής τανύζονταν διαμιάς με ορμή ασυνήθιστη.

Η αίσθηση της ζωής, η συνείδηση του εαυτού του δεκαπλασιαζόταν σχεδόν αυτές τις στιγμές που κρατούσαν τόσο όσο μια αστραπή. Ο νους, η καρδιά φωτίζονταν από ένα ασυνήθι­στο φως· όλες οι συγκινήσεις, όλες του οι αμφιβολίες, όλες του οι ανησυχίες ξαφνικά σαν να γαλήνευαν, σβήναν μέσα σε μια ανώτερη απανεμιά, έμπλεη από μια ολοκάθαρη, αρ­μονική χαρά κι ελπίδα, γιομάτη φρόνηση κι αίσθηση ενός υπέρτατου τέλους. Αλλά οι στιγμές αυτές, αυτά τ’ αστρα­φτερά λαμπυρίσματα δεν ήταν παρά η προαίσθηση μόνο εκείνου του έσχατου δευτερόλεπτου (ποτέ παραπάνω από ένα δευτερόλεπτο) από το οποίο άρχιζε η ίδια πια η κρίση. Τούτο το δευτερόλεπτο ήταν βέβαια αβάσταχτο.

‘Όταν έπειτα, δηλαδή όταν πια ήταν στα καλά του, τις συλλογιζό­ταν αυτές τις στιγμές, συχνά έλεγε: μα αυτές οι αστραπές κι αναλαμπές μιας ανώτερης αίσθησης και συνείδησης του εαυτού μου και συνεπώς και του «ανώτερου όντος» δεν εί­ναι παρά μια αρρώστια, δεν είναι παρά μια παρέκκλιση από την ομαλή μας κατάσταση, άρα σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι ένα στάδιο ύπαρξης ανώτερο, αντίθετα πρέπει να το κατατάξουμε χαμηλά, στο πιο χαμηλό σκαλί. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, στο τέλος-τέλος, οδηγήθηκε σ’ ένα από τα πιο παράδοξα συμπεράσματα: «Και τι σαν είναι αρ­ρώστια; είπε τέλος πάντων. Τι σημασία έχει αν η ένταση αυτή είναι ανώμαλη, αφού το ίδιο το αποτέλεσμα, αφού η στιγμιαία εκείνη αίσθηση, όπως τη θυμάσαι και την κρίνεις γερός πια, βεβαιώνεσαι πως είναι μια αρμονία ανώτερου τύπου, μια ομορφιά ανώτερου τύπου, σου χαρίζει ένα ανή­κουστο κι αμάντευτο αίσθημα τον ολοκληρωμένου, του τέ­λειου, του αρμονικού και μιας ολόχαρης κατανυχτικής συ­νένωσης με την πιο υψηλή που υπάρχει σύνθεση της ζωής;». Αυτές οι νεφελωμένες εκφράσεις τον φαίνονταν εκείνου του ίδιου πολύ κατανοητές, παρ’ όλο που ήταν ακόμη πάρα πολύ χλιαρές. Ότι όμως αυτή εκεί ήταν αληθι­νή «ομορφιά και προσευχή», ότι πραγματικά ήταν μια«ανώτερη σύνθεση ζωής», γι’ αυτό το πράγμα δεν είχε αμ­φιβολία, δεν μπορούσε ούτε να δεχτεί καν την παραμικρή αμφιβολία. Δεν είναι να πεις πως εκείνη τη στιγμή έβλεπε τίποτα οράματα, που εξευτελίζουν τη σκέψη, στρεβλώνουν την ψυχή, σαν να ‘πιε χασίσι, όπιο ή κρασί, οράματα αφύ­σικα κι ανύπαρχτα. Αυτό ήταν σε θέση να το κρίνει όταν πια περνούσε η νοσηρή του κατάσταση. Ίσα-ίσα οι στιγμές εκείνες δεν ήταν παρά μια έκτακτη ενισχυμένη αυτοσυνεί­δηση – για να εκφράσει όλη αυτή την κατάσταση του με μια λέξη —, συνείδηση και συνάμα μια αίσθηση του εαυτού του όσο είναι δυνατό να τη φανταστεί κανείς ατόφια. Αν εκείνο το δευτερόλεπτο, δηλαδή την εντελώς τελευταία στιγμή συ­νείδησης προτού πέσει χάμω, προλάβαινε να πει καθαρά και συνειδητά στον εαυτό του: «Ναι, γι’ αυτή τη στιγμή μπορώ να δώσω όλη τη ζωή μου!» — θα έλεγε αυτό που πραγματικά πίστευε: μα και βέβαια η στιγμή τούτη μόνη της αξίζει μια ολόκληρη ζωή. Βέβαια, το άλλο σκέλος του συλλογισμού του διόλου δεν το συμπαθούσε: η χαύνωση, το ψυχικό σκοτάδι, η αποβλάκωση ορθώνονταν μπροστά του κραυγαλέες συνέπειες εκείνων των «ύψιστων στιγμών». Σοβαρές αντιρρήσεις πάνω σ’ αυτό δε θά ‘χε. Το συμπέρασμα του, δηλαδή η εκτίμηση που έδινε σε κείνη τη στιγμή έκρυ­βε ένα σφάλμα, ωστόσο η πραγματικότητα εκείνου που είχε νιώσει τον έφερνε σε μια σύγχυση. Αλήθεια, πώς να την αρνηθείς την πραγματικότητα; Μα γινόταν, ήταν αληθινό αυτό που έλεγε, ο ίδιος προλάβαινε κι έλεγε στον εαυτό του μέσα σε κείνη τη στιγμή, προλάβαινε να πει πως τούτη η στιγμή με την απέραντη ευτυχία που του φέρνει κι αυτός τη νιώθει απόλυτα, αξίζει, αλήθεια μια ζωή ολόκληρη. «Αυτή τη στιγμή – όπως είπε κάποτε στον Ραγκόζιν στη Μόσχα, στις συναναστροφές τους τότε εκεί- αυτή τη στιγμή αρχίζω να καταλαβαίνω την παράξενη έκφραση πως χρόνος πια δεν θα υπάρχει. Πιθανόν, πρόσθεσε χαμογε­λώντας, είναι η ίδια εκείνη στιγμή που δεν πρόλαβε να χυ­θεί το νερό από το αναποδογυρισμένο κανάτι του επιληπτι­κού Μωάμεθ, ενώ εκείνος πρόλαβε μέσα σ’ αυτό το δευτε­ρόλεπτο να δει όλα τα δώματα του Αλλάχ».

απόσπασμα από τον "Ηλίθιο" του Ντοστογιέφσκι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.