Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Μαργκερίτ Ντυράς

"Ήταν τα χέρια του πάνω σε αυτό το τετράδιο ή σ’ αυτό το βιβλίο. Παραξενευόταν που το είδωλό της πάνω στο τζάμι δεν είχε ξανθά μαλλιά. Τον ήθελε ελεύθερο, χωρίς κανέναν περιορισμό, κι αυτό εκείνος το ήξερε. Τον συνόδευε, αόρατη, αφού ζούσε μέσα του, το βράδυ, κατά μήκος μιας αποβάθρας του Έλβα, σε αναζήτηση ποιος ξέρει ποιας γνωριμίας που προκαταβολικά είχε αποφασίσει να μην υποφέρει για αυτήν. Διαμιάς την πλημμυρίζει μια χαρά απέραντη, αλλιώτικη από του οργασμού, αφού δεν συγκλονίζει μόνο ένα τρίσβαθο του κορμιού της, όμοια με αυτή του κρεβατιού αφού είναι εγκατάλειψη και ευδαιμονία, πληρότητα του να είσαι και να μην είσαι πια. Ο νους της αποτιμούσε με ψυχραιμία εκείνο το δώρο που δεν το έβλεπε σα να της οφειλόταν και που εξηγούσε πότε σαν ένα θαύμα, πως ένα πέρασμα κατωφλιού, πότε σαν ένα χώνεμα σ’ενα ανδρόγυνο όλο. Να τη σκεφτόταν κι εκείνος; Να δοκίμαζε κάποια ανάλογη συγκίνηση; Ποτέ δεν θέλησε να το εξακριβώσει: οι στιγμιαίες ευτυχίες των άλλων ανήκουν μόνο σε εκείνους, όπως και οι δυστυχίες τους."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.