Τα αστέρια δεν καίνε, μα τραγουδούν σιωπηλά, περιμένοντας τον άνεμο να τα ξυπνήσει.
Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα, λες και φοβόταν το βλέμμα μου.
Σε έναν κόσμο που σπάει, γίνομαι κομμάτι της σκόνης που αιωρείται.
Τα αστέρια δεν καίνε, μα τραγουδούν σιωπηλά, περιμένοντας τον άνεμο να τα ξυπνήσει.
Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα, λες και φοβόταν το βλέμμα μου.
Σε έναν κόσμο που σπάει, γίνομαι κομμάτι της σκόνης που αιωρείται.
- Έχω τη μυρωδιά σου στη μύτη μου..
- Και τί μυρωδιά είναι;
- Και τη γεύση σου στη γλώσσα μου..
- Και τί γεύση είναι;
- Η μυρωδιά σου είναι σαν το ξημέρωμα σε ένα δάσος μετά από καταιγίδα, όπου ο αέρας είναι βαρύς με το άρωμα βρεγμένων φύλλων, γης και μια υπόνοια λευκών λουλουδιών που μόλις ξύπνησαν. Έχει τη γλυκιά νοσταλγία του μελιού που σιγοκαίγεται σε φωτιά και την αψάδα μιας φλούδας εσπεριδοειδούς που ξεφλουδίζεται με χέρια που τρέμουν. Η γεύση σου είναι σαν ένα εξωτικό φρούτο που δε βρίσκεις πουθενά αλλού – μια σταγόνα καρύδας που συναντάει φρέσκο ρόδι και θρυμματισμένο πιπέρι. Γίνεται ένα κοκτέιλ αντιθέσεων: το αλμυρό της θάλασσας αναμεμειγμένο με τη σοκολάτα ενός φιλιού που δεν έχει τέλος. Σαν να δοκιμάζεις έναν σπάνιο οίνο που φέρνει στη γλώσσα μυστικά αιώνων, με μια πινελιά από τη φωτιά που κρύβεται μέσα της. Τη νιώθω παντού: μια έκρηξη αρωμάτων και γεύσεων που στροβιλίζονται, σε αφήνουν άναυδο και ταυτόχρονα πιο ζωντανό από ποτέ.
- Δεν είμαι εγώ όλα αυτά..
- Δεν θα μου πεις εσύ τί είσαι
Ο Κάφκα κάποτε συνάντησε ένα μικρό κορίτσι στο πάρκο όπου έκανε τον καθημερινό του περίπατο. Το κορίτσι έκλαιγε. Είχε χάσει την κούκλα της και ήταν απαρηγόρητη.
Ο Κάφκα προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να τη βρει και συνεννοήθηκε μαζί της να τη συναντήσει την επόμενη μέρα στο ίδιο σημείο.Επειδή δεν μπόρεσε να βρει την κούκλα της, έγραψε ένα γράμμα που υποτίθεται πως είχε γράψει η κούκλα και της το διάβασε όταν συναντήθηκαν την επόμενη μέρα.
«Σε παρακαλώ μη θρηνείς για μένα. Έχω πάει ένα μεγάλο ταξίδι για να δω τον κόσμο. Θα σου γράφω τις περιπέτειες μου.»
Αυτό ήταν μόνο η αρχή και πολλά γράμματα ακολούθησαν. Κάθε φορά που ο Κάφκα συναντούσε το μικρό κορίτσι, της διάβαζε ένα καινούριο γράμμα με τις υπέροχες περιπέτειες της αγαπημένης της κούκλας. Το οποίο φυσικά έγραφε ο ίδιος με μεγάλη προσοχή.
Όταν κάποτε αποφάσισαν να πάψουν να συναντιούνται, ο Κάφκα έφερε στο κορίτσι μια καινούρια κούκλα. Προφανώς και ήταν πολύ διαφορετική από την αρχική. Ένα γράμμα που τη συνόδευε έγραφε… «Τα ταξίδια μου με άλλαξαν».
Πολλά χρόνια αργότερα, το μεγάλο πλέον κορίτσι ανακάλυψε σε ένα κρυφό σημείο της κούκλας με την οποία ο Κάφκα αντικατέστησε τη δικιά της, ένα κρυμμένο σημείωμα.
Περιληπτικά έλεγε…
«Οτιδήποτε αγαπάς, τελικά κάποια μέρα θα το χάσεις. Αλλά στο τέλος η αγάπη θα επιστρέψει με μια διαφορετική μορφή.»
Ο Κάφκα και η κούκλα
Πάνω από το Κενό
Η αγάπη μας ένα σχοινί,
τεντωμένο πάνω από το κενό.
Κρατιόμαστε σφιχτά,
ξέροντας πως κάθε στιγμή
μπορεί να πέσουμε.
Τα φιλιά μας δαγκώματα,
οι αγκαλιές μας μάχες.
Αν δεν είμαστε φτιαγμένοι για να σωθούμε,
ίσως είμαστε φτιαγμένοι για να καούμε μαζί.
Κάτω από τα Φώτα
Περπατάμε στο χείλος του γκρεμού,
οι σκιές μας μακριές, σαν χέρια που ψάχνουν
να κρατηθούν από κάτι σταθερό.
Αλλά τίποτα δεν είναι σταθερό,
ούτε εμείς, ούτε ο κόσμος γύρω μας.
Στους δρόμους που περάσαμε,
τα βήματά μας άφησαν σημάδια,
πληγές στη γη που ποτέ δεν θα κλείσουν.
Τα φώτα της πόλης αναβοσβήνουν,
ένας παλμός που μας υπενθυμίζει
πόσο λίγο χρόνο έχουμε.
Κάθε φορά που σε κοιτώ,
είναι σαν να σε χάνω ξανά,
όπως χάνεται η νύχτα στο ξημέρωμα.
Ό,τι είμαστε χτίστηκε
πάνω σε σπασμένα θεμέλια.
Η Σιωπή της Πτώσης
Στη σιωπή που ακολουθεί την καταιγίδα,
ακούω τον ήχο της καρδιάς σου.
Χτυπάει πιο αργά τώρα,
όχι από φόβο, αλλά από αποδοχή.
Ξέρουμε και οι δύο ότι η πτώση είναι αναπόφευκτη,
ότι το σχοινί δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.
Ίσως, κατά βάθος, ποτέ δεν ήθελε.
Τι σημασία έχει η αγάπη αν δεν πονέσει;
Αν δεν μας αφήσει πληγές που να θυμόμαστε;
Κάθε μας φιλί ήταν σαν τελευταίο,
κάθε λέξη που ανταλλάξαμε
ήταν σαν να γραφόταν στην άμμο,
έτοιμη να σβηστεί με το πρώτο κύμα.
Αντίο στη Γη
Και τότε, έρχεται η στιγμή.
Το σχοινί σπάει,
και εμείς πέφτουμε.
Δεν ουρλιάζουμε, δεν κλαίμε,
γιατί ήμασταν πάντα προετοιμασμένοι για αυτό.
Το κενό κάτω από τα πόδια μας
μας αγκαλιάζει,
και εμείς επιτέλους νιώθουμε ελεύθεροι.
Στην πτώση, βλέπω ξανά όλες τις στιγμές μας,
τις στιγμές που ζήσαμε σαν να μην υπήρχε αύριο.
Ίσως δεν υπήρξε ποτέ.
Η αγάπη μας δεν προοριζόταν να κρατήσει,
αλλά να καταστραφεί με τρόπο ένδοξο,
σαν αστέρι που καίγεται στον ουρανό
πριν σβήσει για πάντα.
Δεν φοβάμαι πια.
Γιατί, αν μη τι άλλο,
αγαπηθήκαμε μέχρι τέλους.
Είναι σχεδόν νόμος, οι παντοτινοί έρωτες, είναι οι πιο σύντομοι.
Πέντε λεπτά είναι αρκετά για να ονειρευτεί κανείς μια ολόκληρη ζωή, τόσο σχετικός είναι ο χρόνος.
Γεννιόμαστε λυπημένοι και πεθαίνουμε λυπημένοι, αλλά στο ενδιάμεσο, αγαπάμε σώματα, που η θλιμμένη ομορφιά τους είναι ένα θαύμα.
Εγώ αγαπώ, εσύ αγαπάς, αυτός αγαπά, εμείς αγαπάμε, εσείς αγαπάτε, αυτοί αγαπούν. Μακάρι αυτό να μην ήταν κλίση αλλά πραγματικότητα.
Ξέρω πως θα σε αγαπήσω χωρίς ερωτήσεις, ξέρω πως θα με αγαπήσεις χωρίς απαντήσεις.
Και, στο τέλος, ο θάνατος είναι απλώς ένα σύμπτωμα ότι υπήρξε ζωή.
Υπάρχουν λίγα πράγματα τόσο εκκωφαντικά όσο η σιωπή.
Όλοι επιθυμούμε αυτό που δεν μπορεί να γίνει, είμαστε φανατικοί θαυμαστές του απαγορευμένου.
Το να σε κάνει κάποιος να νιώσεις πράγματα χωρίς να σε αγγίξει ούτε με το μικρό του δαχτυλάκι, αυτό είναι αξιοθαύμαστο.
Ακόμα πιστεύω πως ο καλύτερός μας διάλογος ήταν αυτός με τις ματιές.
Έχω πολλή όρεξη να σου ζητήσω να μείνεις, αλλά δε θα το κάνω. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γεννιούνται από τον ίδιο τον άνθρωπο, όπως το να παραμένεις, το να θες να παραμείνεις.
Δεν κάνουμε πάντα αυτό που θέλουμε, αλλά έχουμε το δικαίωμα να μην κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε.
Εκείνη μου έδινε το χέρι της και δεν έλειπε τίποτα άλλο. Με πλησίαζε για να νιώσει ότι ήταν καλοδεχούμενο. Περισσότερο και από το να τη φιλάω, περισσότερο και από το να ξαπλώνουμε μαζί, εκείνη μου έδινε το χέρι της και αυτό ήταν έρωτας.
Είσαι η απάντηση που περίμενα σε μία ερώτηση που ποτέ δε σχημάτισα.
Μου αρέσει ο άνεμος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όταν προχωράω κόντρα στον άνεμο φαίνεται σαν να μου σβήνει πράγματα. Εννοώ: πράγματα που θέλω να σβήσω.
Μάριο Μπενεντέτι
Αν δεν ήταν τα χέρια σου να σφίγγουν, αν δεν ήταν τα πόδια σου να τρέχουν, αν δεν ήταν ο λαιμός σου να τεντώνει, το στήθος σου να λαφάζει, τα μάτια σου γλαρά στον ίλιγγο, τα χείλη σου κρατήρας μισάνοιχτος, σμιχτά τα φρύδια, ιδρωμένο το μέτωπο, αν δεν ήταν να 'ρχεται η κοιλιά σου κύματα κύματα κύματα και να ζητάει το ύψος, η ράχη σου να σφαδάζει, το μικρό δάχτυλο του ποδιού σου λιγωμένο, τα νύχια σου να συμμετέχουν, δε θα μπορούσα ποτέ ν' ανέβω σε τέτοιες κορφές, να ταρακουνηθώ απ' τους σπασμούς των άστρων, βεγγαλικά που τυφλώνουν, κεραυνοί που φωτίζουν για μια στιγμή το στερέωμα καθώς αρχίζει η πτώση γέρνοντας να κοιμηθώ πάνω στα σύννεφα που απαλά με κατεβάζουν στο όνειρο της θάλασσας, στα γαλάζια λιβάδια των δελφινιών που με συνοδεύουν στους διάφανους βυθούς, στην ευδαιμονία της πληρότητας.
Μάριος Χάκκας, Θαλασσινά Ιντερμέτζα I
Πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από
το αλκοόλ
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι,
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
πίνω μόνος τώρα.
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου.
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου.
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε.
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά
το μπουκάλι, το
θαυμάζω.
όμορφη παρέα.
χρόνια έτσι.
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει
και να το κάνω τόσο καλά;
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις
στον δρόμο
ή θα δεις στο τρελάδικο.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες
των αιώνων.
με έχουν επιλέξει.
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια
μεγάλη γουλιά.
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι
κάποιοι έχουν στ’ αλήθεια σταματήσει και
γίνανε νηφάλιοι
πολίτες.
με στεναχωρεί.
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι
γεμάτος.
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς
και για μένα.
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός
σκύλος ουρλιάζει μες στη
νύχτα.
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα
καίει
τώρα.
Απόψε
Είναι πλάι μου: ένα κουβάρι
Μπορώ να νιώσω το τεράστιο, άδειο, βουνό
του κεφαλιού της.
Είναι ζωντανή˙ χασμουριέται,
ξύνει τη μύτη της,
τραβά τα σκεπάσματα.
Σε λίγο θα την καληνυχτίσω μ΄ένα φιλί
και θα κοιμηθούμε.
Πέρα, μακριά, είναι η Σκοτία
και κάτω απ’ τη γη
τρέχουν οι τυφλοπόντικες.
Ακούω μέσα στο σκοτάδι μηχανές,
κι από τον ουρανό ένα κατάλευκο χέρι
μας γνέφει:
καληνύχτα, γλυκιά μου, καληνύχτα.
συλλογή, Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ΄την κόλαση
Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν νάʼρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νάʼναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.
Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν ναʼχεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μʼαγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σʼαγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σʼαγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σʼαγαπώ εγώ πιο πολύ απʼό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.
Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ
ΝΚ ΤΚΤΡΤΚΡΜΤΣ ΠΚΝΤΧΥ ΚΚΤ ΝΚ ΜΝΝ ΚΝΝΚΜΤΣ ΠΧΥΘΜΝΚ. ΝΚ ΘΜΛΜΤΣ ΚΠΧ ΠΚΝΤΚ ΝΚ ΦΥΛΜΤΣ ΚΚΤ ΝΚ ΜΤΣΚΤ ΤΧΣΧ ΔΜΜΜΝΧΣ. ΤΧ ΜΥΚΛΧ ΣΧΥ ΝΚ ΛΜΜΤΡΜΤ ΜΜ ΜΝΧΧΜΣ. ΝΚ ΠΚΤΡΝΜΤΣ ΚΠΧΦΚΣΜΤΣ ΧΧΤ ΜΜ ΛΝΔΜΧΝΚ ΜΣΜΝΚ ΚΛΛΚ ΤΧΥΣ ΚΛΛΧΥΣ. ΝΚ ΥΠΚΡΧΜΤΣ ΛΤΚ ΝΚ ΡΧΥΝ ΧΤ ΚΛΛΧΤ. ΚΥΤΧ ΜΤΣΚΤ. ΜΤΚ ΠΚΤΜΡΤΤΣΚ, ΜΝΚΣ ΝΧΣΧΚΧΜΧΣ. ΝΚ ΣΤΝΡΤΡΧΥΝ ΧΤ ΚΛΛΧΤ ΤΝ ΡΔΝ ΤΧΥΣ ΠΚΝΔ ΣΧΥ. ΜΣΥ ΚΠΛΔΣ ΠΚΡΚΤΝΡΝΤΝΣ, ΝΚ ΡΜΤΣ ΣΤΧ ΜΥΚΛΧ ΣΧΥ. ΔΜΤΛΧΣ; ΚΚΤ ΝΚ ΜΠΤΔΤΔΚΜΤΣ ΠΚΝΤΚ ΝΚ ΜΤΣΚΤ ΜΧΝΧΣ ΣΧΥ. ΚΚΤ ΧΤ ΚΛΛΧΤ ΝΚ ΤΧ ΜΜΤΚΦΡΚΡΧΥΝ ΚΥΤΧ ΣΚΝ ΜΡΛΚΣΤΧΜΚΝΤΚ, ΣΚΝ ΚΛΚΠΝ ΛΤΚ ΤΝ ΛΥΜΝΚΣΤΤΚΉ, ΚΛΚΠΝ ΛΤΚ ΤΚ ΦΤΦΛΤΚ, ΛΤΚ ΤΧΝ ΧΛΥΜΠΤΚΚΧ. ΚΚΝΜΤΣ ΝΚ ΜΝΝ ΚΚΤΚΛΚΦΚΤΝΜΤ ΤΤΠΧΤΚ. ΝΚ ΦΧΡΚΣ ΤΝ ΜΚΣΚΚ ΣΧΥ ΤΧΣΚ ΧΡΧΝΤΚ ΠΧΥ ΝΚ ΜΧΜΤ ΛΤΝΜΤ ΜΝΚ ΜΜ ΤΧ ΔΜΡΜΚ ΣΧΥ. ΚΛΛΚ ΧΤ ΦΛΜΦΜΣ ΣΧΥ ΝΚ ΣΜ ΦΚΛΧΥΡΤΡΧΥΝ. ΚΚΤ ΨΚΦΝΤΚΚ ΣΤΚ ΜΤΚΧΣΤΜΝΝΤΚ ΣΧΥ, ΝΚ ΦΔΤΤΡΜΤΚΤ Χ ΚΧΣΜΧΣ ΣΧΥ. ΚΚΤ ΤΚΥΤΧΧΡΧΝΚ ΝΚ ΣΚΧΤΜΤΝΤΚΡΧΥΝ ΤΚ ΠΚΝΤΚ. ΛΤΚΤΤ ΜΡΔΤΜΥΤΝΚΜΣ ΛΤΚ ΠΡΔΤΝ ΚΚΤ ΤΜΛΜΥΤΚΤΚ ΦΧΡΚ. ΜΝΚ ΔΜΚΚΜΨΚΧΡΧΝΧ ΚΧΡΤΤΣΤ. ΝΚ ΦΤΔΝΜΤΣ ΚΚΤΤ ΠΧΥ ΔΜΝ ΜΠΧΡΜΤΣ ΝΚ ΔΤΚΧΜΤΡΤΣΤΜΤΣ. ΚΚΤ ΝΚ ΣΤΧΚΤΝΜΣΚΤ ΤΧΝ ΜΚΥΤΧ ΣΧΥ ΛΤΚΤΤ ΜΤΝΚΤ ΜΝΚ ΠΚΤΔΤ. ΜΝΚ ΚΧΡΤΤΣΤ ΠΧΥ ΣΜ ΜΡΔΤΜΥΤΝΚΜ ΤΧ ΤΔΤΧ ΚΚΤ ΠΜΡΤΣΣΧΤΜΡΧ. ΚΚΤ ΠΧΥ ΤΝΝ ΠΚΛΔΜΚΡΚ ΣΧΥ ΤΝ ΜΜΤΜΦΡΚΣΜ ΣΚΝ ΚΠΧΡΡΤΨΝ. ΚΚΤ ΠΧΥ ΜΣΥ, ΚΝΤΚΚΝΧΣ ΝΚ ΔΜΤΣ ΠΜΡΚ ΚΠΧ ΤΝ ΜΥΤΝ ΣΧΥ, ΤΝ ΦΥΛΝ ΤΝΣ ΤΝ ΜΜΤΜΦΡΚΣΜΣ ΣΚΝ ΚΠΧΡΡΤΨΝ. ΚΚΤ ΝΚ ΣΥΝΜΧΤΡΜΤΣ ΝΚ ΥΠΚΡΧΜΤΣ ΛΤΚ ΤΧΥΣ ΚΛΛΧΥΣ. ΣΤΧΛΤΡΧΝΤΚΣ ΤΧΥΣ ΔΤΚΧΥΣ ΣΧΥ ΚΧΣΜΧΥΣ ΜΜ ΚΚΤΤ ΠΧΥ ΜΧΜΤΣ ΔΜΤ, ΜΧΜΤΣ ΚΛΛΤΨΜΤ, ΜΧΜΤΣ ΚΚΧΥΣΜΤ, ΜΧΜΤΣ ΔΜΤ, ΜΧΜΤΣ ΛΜΥΤΜΤ. ΚΚΤ ΔΜΚΚΠΜΝΤΜ ΧΛΧΚΛΝΡΚ ΧΡΧΝΤΚ ΜΜΤΚ ΝΚ ΜΤΣΚΤ ΜΡΔΤΜΥΜΜΝΧΣ ΜΜ ΜΤΚ ΥΠΜΡΧΧΝ ΛΥΝΚΤΚΚ ΤΡΤΚΝΤΚΜΝΧΣ ΜΤΔΝ ΠΛΜΧΝ. ΜΜ ΚΚΠΧΤΧ ΠΜΡΤΜΡΛΧ ΜΚΛΤΚΧ ΤΡΧΠΧ ΝΚ ΜΡΧΜΣΤΜ ΚΧΝΤΚ. ΝΚ ΨΜΠΜΡΝΚΜΤ Ν ΠΡΚΛΜΚΤΤΚΧΤΝΤΚ ΤΝ ΦΚΝΤΚΣΤΚ. ΚΚΤ ΝΚ ΣΥΝΜΧΤΡΜΤΣ ΝΚ ΜΤΣΚΤ ΜΡΜΚΤΧ ΤΔΝ ΜΠΤΛΧΛΔΝ ΣΧΥ. ΤΧΥ ΜΥΚΛΧΥ ΣΧΥ. ΤΔΝ ΜΝΧΧΔΝ ΣΧΥ. ΚΚΤ ΝΚ ΣΚΜΦΤΜΣΚΤ ΤΚ ΚΠΛΚ ΠΡΚΛΜΚΤΚ ΠΧΥ ΔΜΝ ΜΠΧΡΜΤΣ ΝΚ ΚΚΝΜΤΣ. ΠΧΥ ΔΜΝ ΣΜ ΚΦΝΝΜΤ ΤΧ ΜΥΚΛΧ ΣΧΥ ΝΚ ΚΚΝΜΤΣ. ΝΚ ΤΝΣ ΚΡΚΤΚΣ ΤΧ ΧΜΡΤ ΣΤΧ ΔΡΧΜΧ. ΝΚ ΣΜ ΠΚΡΜΤ ΜΝΚ ΤΝΛΜΦΔΝΧ ΤΝ ΝΥΧΤΚ. ΚΚΤ Ν ΜΧΝΝ ΔΤΜΨΧΔΧΣ ΣΤΧ ΜΥΚΛΧ ΣΧΥ ΝΚ ΜΤΝΚΤ Ν ΦΥΛΝ. Ν ΜΨΚΦΚΝΤΣΝ. ΜΤΤΜ ΜΚΡΤ. ΜΤΤΜ ΜΧΝΧΣ. ΚΚΤ ΚΥΤΧ ΠΧΥ ΝΚ ΣΜ ΠΛΝΛΔΝΜΤ ΠΤΧ ΠΧΛΥ ΜΤΝΚΤ Χ ΠΧΝΧΣ ΠΧΥ ΤΝΣ ΠΡΧΚΚΛΜΤΣ. ΛΤΚΤΤ ΚΤ ΜΚΜΤΝΝ ΤΚ ΚΠΛΚ ΠΡΚΛΜΚΤΚ ΘΜΛΜΤ. ΚΚΤ ΣΤΧ ΤΜΛΧΣ Ν ΚΠΧΦΚΣΝ ΜΤΝΚΤ ΔΤΚΝ ΣΧΥ; ΚΚΤ ΔΜΝ ΜΠΧΡΜΤΣ ΝΚ ΠΚΡΜΤΣ ΤΝ ΜΧΝΚΔΤΚΝ ΚΠΧΦΚΣΝ ΠΧΥ ΘΜΛΜΤΣ. ΛΤΚΤΤ ΜΤΣΚΤ ΚΥΤΧΣ. ΛΤΚΤΤ ΔΜΝ ΜΠΧΡΜΤΣ ΝΚ ΚΝΤΜΧΜΤΣ ΧΤΤ ΘΚ ΠΛΝΛΔΣΜΤΣ ΧΛΧΥΣ ΤΧΥ ΚΛΛΧΥΣ. ΚΚΤ ΚΚΤΚΛΝΛΜΤΣ ΝΚ ΠΛΝΛΔΝΜΤΣ ΜΚΜΤΝΝ ΠΧΥ ΜΜΤΡΚΜΤ ΠΜΡΤΣΣΧΤΜΡΧ. ΣΜ ΚΛΚΠΔ.
Μια μέρα η Οτόκο, γράφοντας ένα γράμμα, άνοιξε το ιαπωνικό λεξικό και το πρώτο πράγμα στο οποίο έπεσαν τα μάτια της στη σελίδα ήταν το ιδεόγραμμα της λέξης «σκέπτομαι». Στα ιαπωνικά ο χαρακτήρας της λέξης «σκέπτομαι» έχει και το νόημα του «λαχταρώ», όπως και αυτήν του «δεν μπορώ να ξεχάσω», και επίσης το νόημα του «θλίβομαι», και καθώς τα μάτια της Οτόκο περιπλανιόντουσαν πάνω στις διαφορετικές του έννοιες η καρδιά της σφίχτηκε. Δεν ήταν πια ικανή ούτε για ένα τόσο απλό πράγμα όσο το ν’ ανοίξει και να συμβουλευτεί ένα λεξικό. Η Οτόκο πήρε το λεξικό εκείνο από φόβο και δεν τόλμησε να το ξαναπιάσει στα χέρια της. Ο Όκι βρισκόταν ακόμα και στο λεξικό της ιαπωνικής γλώσσας. Αμέτρητες λέξεις εκεί μέσα ήταν πολύ πιθανό, άθελά της, να την έκαναν να σκεφτεί εκείνον. Το να συσχετίζει ό,τι έβλεπε και ό,τι άκουγε με τον Όκι ήταν συνώνυμο για την Οτόκο με την ίδια τη ζωή. Η συνείδηση του κορμιού της ήταν αξεδιάλυτη από τη μνήμη του έρωτα του Όκι γι’ αυτό.
Γιασουνάρι Καουμπάτα
Για τη γέννησή του:
«Δεν θυμάμαι. Μάλλον συνέβη κατά τη διάρκεια ενός απ’ τα blackouts μου».
Για τη φιλοσοφία του περί ζωής:
«Πιστεύω σε μια μακρά, παρατεταμένη διαταραχή των αισθήσεων, με σκοπό να κατακτήσω το άγνωστο».
Για τα ναρκωτικά:
«Δοκίμαζα τα όρια της πραγματικότητας. Ήμουν περίεργος να δω τι θα συμβεί. Αυτό ήταν όλο: περιέργεια».
Για το ποτό:
«Το να είσαι μεθυσμένος είναι μια καλή μεταμφίεση. Πίνω για να μπορώ να μιλάω στους μαλάκες. Αυτοί περιλαμβάνουν και τον εαυτό μου».
Για την επανάσταση:
«Αν κάνεις ειρήνη με την εξουσία, γίνεσαι εξουσία».
Για τη θέση του στην ιστορία:
«Βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν κομήτη, έναν διάττοντα αστέρα. Όλοι σταματάνε, το δείχνουν και λένε Α, κοίτα αυτό! Και ξαφνικά εξαφανίζομαι και δε θα δουν ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο».
Περιγράφοντας τους Doors:
«Σκεφτείτε μας σαν ερωτικούς πολιτικούς».
Αν γινόταν να διαγράψεις όσα έζησες θα το έκανες; Ή μάλλον, αν σου δινόταν η ευκαιρία να διαγράψεις επιλεκτικά μνήμες σου; Ή πρόσωπα; Αν ξαφνικά είχες την ικανότητα να ξεχάσεις;
Πόσες φορές δεν έχεις σκεφτεί κάτι τέτοιο; Γιατί να πονάς τόσο; Γιατί οι αναμνήσεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό σου και να σου απαγορεύουν να προχωρήσεις; Πώς θα καταφέρεις να αποβάλεις εικόνες, μυρωδιές, στιγμές, να τα κλείσεις στο πίσω μέρος του μυαλού σου και να αφεθείς σε κάτι νέο;
Προς μεγάλη του έκπληξη ο Τζόελ ανακαλύπτει πως η φίλη του Kλέμενταϊν έκανε ακριβώς αυτό. Ύστερα από έντονη συναισθηματική φόρτιση και αρνητικά συναισθήματα, παρασυρόμενη από τον αυθορμητισμό της έσβησε τις αναμνήσεις της σχέσης τους από την μνήμη της. Αδυνατώντας να συλληφθεί την πράξη της, για να γλιτώσει από τον πόνο, γεμάτος θυμό και απόγνωση αποφασίζει να πράξει το ίδιο. Όμως, καθώς ξεκινά η διαδικασία και οι αναμνήσεις του Τζόελ αρχίζουν να εξαφανίζονται, αυτός ανακαλύπτει και πάλι την αγάπη του για την Κλεμεντάιν.
Μέσα από ένα υπέροχο σουρεαλιστικό τοπίο, τον βλέπουμε να ξαναζεί τις στιγμές μαζί της και μέσα από τα μικρά γεγονότα της καθημερινότητας να συνειδητοποιεί πόσο την αγαπάει, ότι δεν είναι εύκολο να την αποχωριστεί. Γιατί τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις έχουν γίνει ένα με το υποσυνείδητό του και έχουν διαμορφώσει την ταυτότητά του. Ακόμα και τα αρνητικά της, οι άσχημες στιγμές τους συνθέτουν το παζλ της κοινής τους πορείας, αλλά και αποτελούν κομμάτια σύνδεσής τους, κομμάτια της αγάπης τους. Πασχίζοντας ενώ είναι ήδη ναρκωμένος να κρατήσει τις αναμνήσεις του, αλλά και στο τέλος που καταφέρνει να ξανασυναντήσει υπό άλλες συνθήκες και όρους, να πλησιάσει και να ερωτευτεί πάλι τον ίδιο άνθρωπο -παρά το γεγονός ότι έχουν υποστεί και οι δύο τη διαδικασία αυτή- αποδεικνύει ότι τα συναισθήματα είναι τόσο ισχυρά, η αγάπη, οι στιγμές, οι αναμνήσεις, η έλξη, το δέσιμο δεν μπορούν να χαθούν έτσι απλά. Και η ταινία κλείνει με έναν υπέροχο διάλογο:
- I can't see anything that I don't like about you.
- But you will! But you will. You know, you will think of things. And I'll get bored with you and feel trapped because that's what happens with me.
- Okay.
- ... Okay.
Γιατί απλά δεν πειράζει. Ακόμα κι αν γνωρίζουν πως ίσως δεν τα καταφέρουν, θέλουν να το ζήσουν. Ήταν η ιστορία τους. Είναι η ιστορία τους. Με τα ψεγάδια της.
Όταν κοιτάζω τη ζωή μου και το μυστικό της χρώμα, νιώθω μέσα μου να με συγκλονίζουν τα δάκρυα.
Είμαι αυτά τα χείλη που φίλησα, όσο κι εκείνες οι νύχτες του «σπιτιού μπροστά στον κόσμο».
Είμαι αυτό το φτωχό παιδί, όσο και τούτο το πάθος για ζωή και φιλοδοξία που με συνεπαίρνει κάποιες στιγμές.
Πρέπει να έχουμε νιώσει ένα έρωτα – έναν μεγάλο έρωτα στη ζωή μας, γιατί αυτό αποτελεί άλλοθι για τις αδικαιολόγητες απελπισίες που μας καταβάλλουν.
Συννεφιασμένος ουρανός τον Αύγουστο.
Καυτές πνοές αέρα. Μαύρα σύννεφα.
Στα ανατολικά όμως, μια γαλάζια λωρίδα, λεπτή, διάφανη.
Αδύνατο να την κοιτάξεις.
Η παρουσία της ενοχλεί τα μάτια και την ψυχή.
Κι αυτό γιατί η ομορφιά είναι ανυπόφορη.
Μας απελπίζει, αιωνιότητα μιας στιγμής που θα θέλαμε, απεναντίας, να κρατήσει για πάντα.
Αλμπέρ Καμύ, Σημειωματάρια
Πάνω στο γραφείο που κάθοµαι τώρα υπάρχουν δύο αντικείµενα µε το ίδιο περίπου µέγεθος και σχήµα. Το ένα είναι ένα ασύρµατο ποντίκι υπολογιστή, το άλλο ένας χειροπέλεκυς από τη Μέση Εποχή του Λίθου, ηλικίας µισού εκατοµµυρίου ετών.
Έχουν σχεδιαστεί και τα δύο έτσι ώστε να ταιριάζουν στην ανθρώπινη παλάµη, να ανταποκρίνονται στους περιορισµούς που θέτει η χρήση τους από ανθρώπινα όντα. Ανάµεσά τους όµως υπάρχουν και τεράστιες διαφορές.
Το πρώτο αντικείµενο είναι µια σύνθετη κατασκευή από πολλά υλικά, έχει περίπλοκο εσωτερικό σχέδιο και συµπυκνώνει ποικίλους τοµείς γνώσης.
Το δεύτερο αποτελείται αποκλειστικά από ένα υλικό και αντιπροσωπεύει τη δεξιοτεχνία ενός και µόνο ατόµου.
Οι διαφορές τους αποκαλύπτουν την τεράστια απόσταση που χωρίζει την εµπειρία του σύγχρονου ανθρώπου από την εµπειρία των ανθρώπων που ζούσαν πριν από µισό εκατοµµύριο χρόνια.
Ποιο είναι λοιπόν το στοιχείο που επιτρέπει στα ανθρώπινα όντα να αλλάζουν διαρκώς τη ζωή τους µε τόσο θυελλώδη τρόπο; ∆εν είναι ότι µεταβάλλεται η ανθρώπινη φύση. Όπως το χέρι που κρατούσε τον χειροπέλεκυ είχε το ίδιο σχήµα µε το χέρι που κρατάει το ποντίκι, έτσι οι άνθρωποι τείνουν πάντα να αναζητούν την τροφή τους, να επιθυµούν το σεξ, να φροντίζουν τα παιδιά τους, να ανταγωνίζονται µεταξύ τους για το κοινωνικό στάτους και να αποφεύγουν τον πόνο ακριβώς όπως κάθε άλλο ζώο.
Αλλά και πολλά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους παραµένουν αµετάβλητα. Και στο άλλο άκρο της Γης να ταξιδέψει κανείς, θα συναντήσει το τραγούδι, το χαµόγελο, την οµιλία, την ερωτική ζήλια και την αίσθηση του χιούµορ – γνωρίσµατα από τα οποία κανένα δεν είναι ίδιο σε έναν χιµπατζή.
Αν ήταν εφικτό το ταξίδι στο παρελθόν, δεν θα δυσκολευόµασταν να συναισθανθούµε τα κίνητρα του Σαίξπηρ, του Οµήρου, του Κοµφούκιου και του Βούδα. Αν µπορούσα να συναντήσω τον άνθρωπο που ζωγράφισε τις εξαιρετικές βραχογραφίες των ρινόκερων στο σπήλαιο Σωβέ της νότιας Γαλλίας πριν από 32.000 χρόνια, είµαι βέβαιος πως θα τον έβρισκα απολύτως ανθρώπινο από κάθε ψυχολογική άποψη. Υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία της ανθρώπινης ζωής που δεν αλλάζουν.
Θα ήταν, ωστόσο, παράλογο να ισχυριστούµε πως η ζωή παραµένει ίδια όπως πριν από 32.000 χρόνια. Στο διάστηµα που έχει µεσολαβήσει, το είδος µας έχει αυξηθεί πληθυσµιακά κατά 100.000%, από τρία –κατ’ εκτίµηση– εκατοµµύρια σε επτά περίπου δισεκατοµµύρια.
Έχει κατακτήσει ανέσεις και πολυτέλειες που κανένα άλλο είδος δεν µπορεί να ονειρευτεί. Έχει αποικίσει και την τελευταία κατοικήσιµη γωνιά του πλανήτη κι έχει εξερευνήσει σχεδόν όλες τις µη κατοικήσιµες περιοχές. Έχει µεταβάλει την όψη, τη γενετική και τη χηµεία του κόσµου κι έχει οικειοποιηθεί περίπου το 23% της παραγωγικότητας όλων των χερσαίων φυτών για τους δικούς του σκοπούς. Έχει εξοπλιστεί µε ιδιαίτερες, µη τυχαίες διατάξεις ατόµων που ονοµάζονται τεχνολογικά προϊόντα, και τις οποίες επινοεί, αναθεωρεί και ανανεώνει σχεδόν αδιάκοπα.
Αυτό δεν ισχύει ούτε και για τα πιο έξυπνα πλάσµατα, όπως οι χιµπατζήδες, τα ρινοδέλφινα, οι παπαγάλοι και τα χταπόδια. Ορισµένα ζώα µπορεί περιστασιακά να χρησιµοποιούν εργαλεία ή να µετακινούνται σε διαφορετικό οικολογικό θώκο, αλλά δεν «βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο», ούτε βιώνουν «οικονοµική ανάπτυξη».
Από την άλλη πλευρά, δεν γνωρίζουν και τη «φτώχεια». ∆εν προχωρούν από τον έναν τρόπο ζωής στον άλλο – ούτε θρηνούν όταν συµβαίνει αυτό. ∆εν βιώνουν γεωργικές, αστικές, εµπορικές, βιοµηχανικές και πληροφορικές επαναστάσεις, πολλώ δε µάλλον Αναγέννηση, Μεταρρύθµιση, κραχ, δηµογραφικές µεταβάσεις, εµφύλιους και ψυχρούς πολέµους, πολιτισµικούς πολέµους ή πιστωτικές κρίσεις.
Στο γραφείο που κάθοµαι τώρα περιβάλλοµαι από πράγµατα (τηλέφωνα, βιβλία, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, φωτογραφίες, συνδετήρες, κούπες του καφέ) που κανένας πίθηκος δεν έφτιαξε ποτέ ούτε καν σε υποτυπώδη µορφή. Τροφοδοτώ µε ψηφιακές πληροφορίες µια οθόνη µε έναν τρόπο που κανένα δελφίνι δεν κατάφερε να κάνει ποτέ. Αντιλαµβάνοµαι αφηρηµένες έννοιες (την ηµεροµηνία, την πρόγνωση του καιρού, τον δεύτερο νόµο της θερµοδυναµικής) που κανένας παπαγάλος δεν µπορεί ούτε στο ελάχιστο να προσεγγίσει. Είµαι αναµφισβήτητα διαφορετικός. Αλλά τι είναι αυτό που µε κάνει τόσο διαφορετικό;
Η απάντηση δεν µπορεί να είναι απλώς ότι έχω µεγαλύτερο εγκέφαλο από τα άλλα ζώα. Σε τελική ανάλυση, οι Νεάντερταλ της ύστερης περιόδου είχαν κατά µέσο όρο µεγαλύτερο εγκέφαλο από τον δικό µου, ωστόσο δεν γνώρισαν αυτή την ορµητική πολιτισµική µεταβολή. Επιπλέον, όσο µεγαλύτερος κι αν είναι ο εγκέφαλός µου σε σύγκριση µε κάποιο άλλο ζωικό είδος, δεν έχω την παραµικρή ιδέα πώς να κατασκευάζω κούπες του καφέ ή συνδετήρες, πόσω µάλλον πώς να κάνω µετεωρολογικές προγνώσεις.
Ο ψυχολόγος Ντάνιελ Γκίλµπερτ αναφέρει συχνά, αστειευόµενος, ότι όλοι οι συνάδελφοί του έχουν την υποχρέωση κάποια στιγµή στην καριέρα τους να ολοκληρώσουν µια φράση που αρχίζει ως εξής: «Το ανθρώπινο ον είναι το µόνο ζώο που... ».
Η γλώσσα, η έλλογη σκέψη, η φωτιά, το µαγείρεµα, η κατασκευή εργαλείων, η αυτοσυνείδηση, η εξαπάτηση, η µίµηση, η τέχνη, η θρησκεία, οι αντιτακτοί αντίχειρες, η χρήση όπλων, η όρθια στάση, η µέριµνα για τους ηλικιωµένους προγόνους – η λίστα µε τα γνωρίσµατα που αποδίδονται αποκλειστικά στα ανθρώπινα όντα είναι πραγµατικά µακροσκελής. Επίσης µακροσκελείς όµως είναι και οι λίστες µε τα µοναδικά χαρακτηριστικά του µυρµηγκοφάγου ή πουλιού Corythaixoides personatus. Όλα τα παραπάνω γνωρίσµατα είναι όν τως µοναδικά στον άνθρωπο και πολύ χρήσιµα στον σύγχρονο τρόπο διαβίωσής του.
Αυτό που θα προσπαθήσω όµως να δείξω είναι ότι, µε εξαίρεση ίσως τη γλώσσα, κανένα από τα γνωρίσµατα αυτά δεν εµφανίστηκε την κατάλληλη στιγµή ούτε άσκησε την κατάλληλη επίδραση στην ανθρώπινη ιστορία ώστε να µπορεί να εξηγήσει την απροσδόκητη µεταβολή από έναν απλώς επιτυχηµένο πιθηκάνθρωπο σε έναν διαρκώς αναπτυσσόµενο προοδευτικό εκσυγχρονιστή. Τα περισσότερα από τα ιδιαίτερα γνωρίσµατα του ανθρώπου εµφανίστηκαν πάρα πολύ νωρίς και δεν είχαν τέτοιες οικολογικές επιπτώσεις.
Το να διαθέτει κανείς επαρκή αντίληψη για να θέλει να βάφει το σώµα του ή για να επιλύει ένα πρόβληµα µε τη λογική είναι µεν καλό, αλλά δεν οδηγεί στην οικολογική κατάκτηση του κόσµου. Βεβαίως, ο µεγάλος εγκέφαλος και η γλώσσα µπορεί να είναι απαραίτητα στα ανθρώπινα όντα για να αντεπεξέλθουν σε έναν κόσµο τεχνολογικών νεωτερισµών. Και δεν υπάρχει αµφιβολία πως οι άνθρωποι είναι ικανότατοι στην κοινωνική µάθηση, ξεπερνώντας ακόµη και τους χιµπατζήδες στην εµµονή τους για πιστή µίµηση.
Αλλά ο µεγάλος εγκέφαλος, η µίµηση και η γλώσσα δεν είναι καθεαυτά η εξήγηση για την ευηµερία και την πρόοδο και τη φτώχεια. ∆εν προκαλούν καθεαυτά µεταβολές στο βιοτικό επίπεδο. Οι Νεάντερταλ διέθεταν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά: τεράστιο εγκέφαλο, πιθανότατα σύνθετες γλώσσες και άφθονη τεχνολογία. Αλλά δεν εξαπλώθηκαν ποτέ πέρα από τον θώκο τους. Θα ήταν λάθος κατά τη γνώµη µου να αναζητήσουµε µέσα στο κεφάλι του ανθρώπου την εξήγηση για αυτή την εκπληκτική ικανότητα του είδους µας για µεταβολή. ∆εν ήταν κάτι που συνέβη µέσα σε έναν εγκέφαλο. Ήταν κάτι που συνέβη ανάµεσα σε διαφορετικούς εγκεφάλους. Ήταν ένα συλλογικό φαινόµενο.
Ας ρίξουµε ακόµη µια µατιά στον χειροπέλεκυ και το ποντίκι. Είναι και τα δύο «ανθρώπινα δηµιουργήµατα», αλλά το ένα κατασκευάστηκε από έναν µόνο άνθρωπο ενώ το άλλο από εκατοντάδες, αν όχι από εκατοµµύρια, ανθρώπους. Αυτό εννοώ µε τον όρο συλλογική νοηµοσύνη. Κανένας µεµονωµένος άνθρωπος δεν ξέρει πώς να φτιάξει ένα ποντίκι για υπολογιστή. Ο εργάτης που το συναρµολόγησε στο εργοστάσιο δεν γνώριζε πώς να αντλήσει το πετρέλαιο από το οποίο προήλθε το πλαστικό υλικό, ή αντίστροφα.
Σε ένα ορισµένο χρονικό σηµείο, η ανθρώπινη νοηµοσύνη έγινε συλλογική και συσσωρευτική µε έναν τρόπο που δεν συνέβη σε κανένα άλλο ζώο.
Ματ Ρίντλεη - Ορθολογική αισιοδοξία / Πώς αναδύεται εξελικτικά η ευημερία
Σε όσους έχουν δεχτεί πάρα πολλά χτυπήματα, όπως οι σκλάβοι, τούτο το κομμάτι της καρδιάς, που κραυγάζει έκπληκτο εξαιτίας του κακού που έχει υποστεί, φαίνεται νεκρό. Μα δεν είναι ποτέ ολότελα νεκρό. Έχει περιέλθει σε κατάσταση υπόκωφου και αδιάκοπου στεναγμού.
Ό, τι είναι απρόσωπο μέσα στον άνθρωπο είναι ιερό, και μόνο αυτό.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη θερμή σιωπή, και του δίνουν παγωμένη φασαρία.
Η ομορφιά είναι το υπέρτατο μυστήριο αυτού εδώ του κόσμου. Είναι μια φεγγοβολή που αποζητάει την προσοχή, αλλά δεν της παρέχει κανένα κίνητρο για να διαρκέσει. Η ομορφιά πάντα υπόσχεται και δεν δίνει ποτέ τίποτε’ προκαλεί πείνα, αλλά δεν έχει τροφή για το μέρος της ψυχής που προσπαθεί εδώ κάτω να χορτάσει· έχει τροφή μονο για το μέρος της ψυχής που ατενίζει. Προκαλεί την επιθυμία, και μας κάνει να νιώθουμε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει στην ομορφιά τίποτε επιθυμητό, διότι αυτό που επιθυμούμε πάνω από όλα είναι να μην αλλάξει τίποτε σε αυτήν. Αν δεν αναζητούμε τεχνάσματα για να βγούμε απο τον γλυκό βασανισμό που μας επιβάλλει η ομορφιά, η επιθυμία μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε αγάπη, και αρχίζει να διαμορφώνεται η ικανότητα για ανιδιοτελή και καθαρή προσοχή.
Δικαιοσύνη, αλήθεια, ομορφιά, είναι αδερφές και σύμμαχοι. Με τρεις τόσο ωραίες λέξεις, δεν υπάρχει ανάγκη να ψάξουμε για άλλες.
Ένα μαργαριτάρι κρυμμένο βαθιά χωράφι δεν είναι ορατό. Δεν φαίνεται το προζύμι μέσα στη ζύμη. Όπως όμως οι καταλύτες ή τα βακτήρια επενεργούν αποφασιστικά στις χημικές αντιδράσεις -το προζύμι είναι ένα τέτοιο παράδειγμα-, έτσι και στα ανθρώπινα πράγματα οι απαρατήρητοι σπόροι του καθαρού καλού επενεργούν αποφασιστικά μόνο και μόνο με την παρουσία τους, εάν έχουν τεθεί εκεί που πρέπει.
Κατά βάθος, αν είναι αλήθεια πως, γενικά, η δυσκολία να φτάσεις το αντικείμενο του πόθου σου τον μεγαλώνει (η δυσκολία, όχι η αδυναμία, γιατι εκείνη τον αναιρεί), τότε για έναν πόθο ολότελα σαρκικό, η βεβαιότητα πως θα πραγματοποιηθεί σε κάποια μελλοντική και καθοριστική στιγμή δεν είναι λιγότερο ερεθιστική από την αβεβαιότητα· σχεδόν όσο και η ανήσυχη αμφιβολία, η έλλειψη αμφιβολίας καθιστά ανυπόφορη την αναμονή αυτή μιαν απροσμέτρητη ολοκλήρωση και ―με τη συχνότητα προκαταβολικών αναπαραστάσεων― τεμαχίζει το χρόνο σε κομμάτια πολύ μικρά σαν εκείνα που θα δημιουργούσε το άγχος.
Ο χρόνος, αυτός που αλλάζει τους ανθρώπους, δεν αλλοιώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς.
Έρχεται τόσο γρήγορα η στιγμή που δεν υπάρχει πια τίποτα για να περιμένουμε.
Η επιθυμία για κάτι τα κάνει όλα να ανθίζουν. Η απόκτηση αυτού του κάτι τα κάνει όλα να μαραίνονται και να ξεθωριάζουν.
Οι αληθινοί παράδεισοι είναι οι παράδεισοι που έχουν χαθεί.
Το ταξίδι της ανακάλυψης δεν σημαίνει να ψάχνεις καινούργια μέρη αλλά να έχεις καινούργια μάτια.
Η ευτυχία θεραπεύει το σώμα, μόνο η θλίψη αναπτύσσει τη δύναμη του νου.
Στην πραγματικότητα, κάθε αναγνώστης είναι, καθώς διαβάζει, αναγνώστης του ίδιου του του εαυτού.
Όλες οι οριστικές μας αποφάσεις λαμβάνονται ενώ βρισκόμαστε σε μια ψυχολογική κατάσταση που δεν διαρκεί πολύ.
Είναι η φαντασία μας που ευθύνεται για τον έρωτα, όχι το άλλο πρόσωπο.
Ο προορισμός μου δεν είναι πια ένα μέρος, αλλά μάλλον ένας καινούργιος τρόπος να βλέπω τα πράγματα.
Αν μια μικρή ονειροπόληση είναι επικίνδυνη, η θεραπεία δεν είναι να ονειρευόμαστε λιγότερο, αλλά να ονειρευόμαστε περισσότερο, να ονειρευόμαστε όλη την ώρα.
Οι σημερινές παραδοξότητες είναι οι αυριανές προκαταλήψεις.
Πώς με κυνηγάει αυτή η εικόνα! Είτε είμαι άγρυπνος, είτε κοιμάμαι, μόνο αυτή γεμίζει την ψυχή μου. Εδώ, σαν μισοκλείνω τα βλέφαρά μου, εδώ στο μέτωπο μου, στο μέρος που συγκεντρώνεται το εσωτερικό όραμα, μένουν τα μαύρα της μάτια, Εδώ! Όχι, δε θα μπορούσα να σου το εκφράσω αυτό. Όταν κλείνω τα μάτια, αυτά είναι ακόμα εκεί, σαν μια θάλασσα, σαν μια άβυσσος, αναπαύονται μπροστά μου, μέσα μου, γεμίζουν τις αισθήσεις του μετώπου μου.
Τι 'ναι ο άνθρωπος, αυτός ο ημίθεος που τόσο παινεύουν; Μήπως του λείπουν οι δυνάμεις, την ώρα ακριβώς που χρειάζονται περισσότερο; Κι όταν πετάει από χαρά, ή βυθίζεται στη θλίψη, δε συγκρατείται και στις δύο περιπτώσεις και δεν επαναφέρεται στην απάθεια και στην ψυχρή συνείδηση των πραγμάτων, ενώ αυτό που λαχταράει είναι να χαθεί στην πληρότητα της απεραντοσύνης;
Γκαίτε, απόσπασμα από "Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου"
Τί ν' απογίνονταν οι πουτάνες στ' αρχαία τα χρόνια; Άραγε υπήρχαν και τότε θεούσες;
Τίποτε δεν δείχνει καθαρότερα τί είναι η αληθινή ελευθερία και η αληθινή της χρήση, από την κατάχρησή της.
Το έχω παρατηρήσει ευκρινέστατα: άλλη γνώμη έχω όταν είμαι ξαπλωμένος κι άλλη όταν στέκομαι ορθός. Προπαντός όταν έχω φάει λίγο κι είμαι κουρασμένος.
Ο εξάδελφος άγγελος κι ο εξάδελφος πίθηκος θα γελάσουν μαζί μας.
Ο άνθρωπος αγαπά τη συντροφιά, κι ας είναι και η συντροφιά της φλόγας ενός κεριού που καπνίζει.
Είναι πασίγνωστο ότι ένα τεταρτάκι της ώρας διαρκεί περισσότερο από ένα τέταρτο.
Όποιος δεν γεμίζει τον κόσμο του με φαντάσματα, απομένει μόνος.
Κάθε πράγμα, όσο δεν είναι ολοκληρωμένο, είναι θόρυβος, και ολοκληρωμένο, είναι σιωπή.
Όταν πεθάνω, δε θα με βλέπω να πεθαίνω, για πρώτη φορά.
Όποιος με κρατάει από μια κλωστή δεν είναι δυνατός’ δυνατή είναι η κλωστή.
Αν δεν σηκώνεις τα μάτια, θα πιστέψεις πως είσαι το πιο υψηλό σημείο.
Θα είχε υπάρξει αυτή η αιώνια αναζήτηση αν το ευρεθέν υπήρχε;
Τί σου έχω δώσει, το ξέρω. Τί έχεις πάρει, δεν το ξέρω.
Θα σε βοηθήσω να έλθεις αν έρχεσαι και να μην έρθεις αν δεν έρχεσαι.
Αντιλαμβανόμαστε το κενό, γεμίζοντάς το.
Όταν δεν επιθυμείτε το αδύνατο, δεν επιθυμείτε.
Αν αγαπάς τον ήλιο που σε φωτίζει, ίσως αγαπάς, κι αν αγαπάς το έντομο που σε τσιμπάει, αγαπάς.
Τα μάτια που όπου κοιτάζουν ψάχνουν που να κοιτάξουν καταστρέφουν όπου κοιτάζουν.
Αντόνιο Πόρτσια
Τα κεντρικά στοιχεία του Ελληνικού δράματος είναι, από τη μία μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στην λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία.
Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μία φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.
Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας, οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός από την άλλη, είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων.
Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσης αυτών των δύο αυθεντιών λοιπόν, δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου.
Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η ∆υτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή -τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων τού εν Αθήνησι Πανεπιστημίου.
Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες. Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και την μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα, έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.
Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας.
Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κ.λπ. χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ, και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η ∆ύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια, και που δεν απαλείφονται με μια ετήσια εκδρομή στο Άγιο Όρος.