Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Μελέτη πολιτικών εμπειριών (μέρος δεύτερο)

Το επαναστατικό κύμα του 1848 οδήγησε πολλούς επαναστάτες να αναρωτηθούν για τη στρατηγική που όφειλε να υιοθετήσει το εργατικό κίνημα, το οποίο βρίσκονταν ακόμα σε εμβρυακή κατάσταση. Ο Καρλ Μαρξ κι ο Φρίντριχ Ενγκελς, οι οποίοι δημοσίευσαν εκείνη ακριβώς τη χρονιά το « Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος » και οι οποίοι συμμετείχαν στις εξεγέρσεις, συμπέραναν ότι το προλεταριάτο οφείλει να στηρίζεται μονάχα στον εαυτό του : « Η αδελφοσύνη διάρκεσε μονάχα για όσο χρονικό διάστημα τα συμφέροντα της αστικής τάξης συνέπιπταν με τα επαναστατικά συμφέροντα. (…) Καμία από τις πολλές επαναστάσεις που πραγματοποίησε η γαλλική αστική τάξη από το 1789 δεν αποσκοπούσε στην ανατροπή της Τάξης, καθώς όλες άφηναν να διαιωνίζεται η ταξική κυριαρχία, η υποδούλωση των εργατών, η κυριαρχία των αστών, παρά τη συχνή αλλαγή της μορφής που ελάμβανε αυτή η κυριαρχία και αυτή η υποδούλωση. Ο Ιούνιος απείλησε αυτήν την Τάξη. Ο Ιούνιος έπρεπε λοιπόν να τσακιστεί [4] ! » Επιπλέον, κατά τη γνώμη τους, ούτε και οι μικροαστοί δημοκράτες έχουν συμφέρον να ανατραπεί η κοινωνική τάξη πραγμάτων προς όφελος των επαναστατών. Έτσι, το συμπέρασμα των συγγραφέων του Μανιφέστου είναι απλό : οι προλετάριοι οφείλουν να συγκροτήσουν μια ανεξάρτητη πολιτική δύναμη και στη συνέχεια να επιχειρήσουν να συνάψουν συμμαχίες.
Στην Γερμανία, ο Καρλ Κάουτσκι συνεχίζει τον προβληματισμό του Μαρξ και του Ένγκελς λαμβάνοντας υπόψη, στα τέλη του 19ου αιώνα, τη γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και την αύξηση της ισχύος των διανοητικών επαγγελμάτων (γιατροί, δικηγόροι, δικαστές, καθηγητές, μηχανικοί, υπάλληλοι, κλπ.). Μπορεί άραγε αυτή η Ιντελιγκέντσια (intelligenz), η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη να γίνει σύμμαχος των σοσιαλιστών ; Το ερώτημα αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι ένα ολοένα μεγαλύτερο τμήμα των στρωμάτων της πνευματικής εργασίας ζει και εργάζεται κάτω από συνθήκες που δεν διαφέρουν πολύ από εκείνες του προλεταριάτου (χαμηλόμισθοι υπάλληλοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, κλπ.). Αν και τρέφει ιδιαίτερα μεγάλη δυσπιστία απέναντι στην συγκεκριμένη κοινωνική τάξη την οποία θεωρεί κατεξοχήν συντεχνιακή και ρεφορμιστική, ο Κάουτσκι θεωρεί ότι το προλεταριοποιημένο τμήμα της ιντελιγκέντσιας μπορεί να κερδηθεί από τον σοσιαλισμό, υπό τον όρο ότι η εργατική τάξη θα είναι αρκετά ισχυρή στο πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να κατορθώσει να επιβάλλει τις απόψεις της. Στην αντίθετη περίπτωση, « ναι μεν τα δύο κόμματα θα συνέκλιναν, αλλά δεν θα ήταν οι οπαδοί της κοινωνικής μεταρρύθμισης εκείνοι που θα έρχονταν σε εμάς, αλλά εμείς που θα πηγαίναμε σε αυτούς [5].
Λίγο καιρό αργότερα, ο Λένιν, στο έργο του « Τι να κάνουμε ; » (1902), μετατρέπει το κομμουνιστικό κόμμα στο κατεξοχήν εργαλείο το οποίο θα επιτρέψει στο προλεταριάτο να συγκροτηθεί σε αυτόνομη επαναστατική δύναμη. Παρ’ όλο που η κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1917 σήμανε την επιτυχία της λενινιστικής τακτικής, σε μια χώρα η οποία ήταν σε πολύ μικρό βαθμό βιομηχανοποιμένη, η επέκταση της σοσιαλιστικής επανάστασης στην υπόλοιπη Ευρώπη αποδείχθηκε αδύνατη. Τον Ιανουάριο του 1919, η γερμανική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση έπνιξε στο αίμα την εξέγερση του Βερολίνου. Την ίδια χρονιά, συντρίφτηκε βίαια η « Δημοκρατία των Εργατικών Συμβουλίων » στην Βαυαρία και στην Ουγγαρία. Στην Ιταλία, η συντριβή των επαναστατικών κινημάτων την περίοδο 1919-1920, οδηγεί τον Αντόνιο Γκράμσι να θεωρητικοποιήσει, την δεκαετία του 1930, την έννοια της ιδεολογικής και πολιτιστικής « ηγεμονίας » : συμπεραίνει ότι, προτού η εργατική τάξη επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, οφείλει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει τις ιδέες της, τις αξίες της και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα πράγματα, έτσι ώστε να εξασφαλίσει τη συναίνεση των κοινωνικών τάξεων με τις οποίες θα χρειαστεί να συνεργαστεί.
Στη Γαλλία, το ζήτημα των συμμαχιών ανάμεσα στις τάξεις τίθεται με διαφορετικούς όρους. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έχει αρχίσει ένας εντονότατος διάλογος για τη στάση που θα πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στην ανάπτυξη των μεσαίων τάξεων. Στο εσωτερικό του Γαλλικού Τμήματος της Εργατικής Διεθνούς (SFIO), ο Μαρσέλ Ντεά εκτιμάει ότι οι τελευταίες έχουν μετατραπεί σε φυσικούς συμμάχους της εργατικής τάξης, δεδομένου ότι οι αγρότες που είναι ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούν, οι τεχνίτες, οι μικροί βιοτέχνες, οι έμποροι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και οι μικροί βιομήχανοι, βρίσκονται στο εξής και αυτοί αντιμέτωποι με την απειλή του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού. Από όλα αυτά συνεπάγεται η αναγκαιότητα να συνάψει η –ετερογενής και μειοψηφική- εργατική τάξη μια συμφωνία συνεργασίας με τις μεσαίες τάξεις που γνωρίζουν μεγάλη άνθηση, ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει και ένας επανακαθορισμός του ρόλου του κράτους, το οποίο δεν μπορεί πλέον να γίνεται αντιληπτό ως ένα εργαλείο στην υπηρεσία μίας και μόνης κοινωνικής τάξης [6]. Αναλύοντας τη δημοτικότητα του φασισμού, ο Ντεά καταλήγει ότι, στο εξής, οι σοσιαλιστές οφείλουν πλέον να διακηρύσσουν την « ανόρθωση του κράτους » και τη « σωτηρία του έθνους », πράγματα τα οποία –κατά τη γνώμη του- προσδοκούν οι μεσαίες τάξεις.
Ο Λεόν Μπλουμ ανταπαντά εξομοιώνοντας αυτόν τον « νεοσοσιαλισμό » με τον φασισμό και εξηγεί : « Φοβόμουνα ότι αν επιχειρούσαμε αλλαγές τέτοιου είδους στον σοσιαλισμό, τότε θα μετατρέπαμε το σοσιαλιστικό κόμμα από κόμμα μιας τάξης σε κόμμα των ταξικά ξεπεσμένων. Φοβόμουνα ότι, αν επιχειρούσαμε, όπως ο φασισμός, μια συσπείρωση συγκεχυμένων μαζών, αν κάναμε έκκληση όπως κι ο φασισμός σε όλες τις κατηγορίας της ανυπομονησίας, της οδύνης και της απληστίας, τότε θα πνίγαμε την ταξική δράση του Σοσιαλιστικού Κόμματος μέσα σε αυτό το κύμα των “τυχοδιωκτών” (…) που έφερε κάθε φορά στην εξουσία όλες τις δικτατορίες της ιστορίας [7]. »
----------------------------------------------------------------
[4] Καρλ Μαρξ, « Neue Rheinische Zeitung », Κολωνία, 29 Ιουνίου 1848.
[5] Karl Kautsky, « Le socialisme et les carrières libérales », Le Devenir social, Παρίσι, Ιούνιος 1895, σελ. 269.
[6] Jean-Paul Cointet, στο Marcel Déat : du socialisme au national-socialisme, Perrin, Παρίσι, 1998.
[7] Αναφέρεται από τον Serge Berstein στο « Léon Blum », Fayard, Παρίσι, 2006, σελ. 370 (οι αναλύσεις που αφορούν το Λαϊκό Μέτωπο και οι φράσεις που παρατίθενται σχετικά με την κυβέρνηση Μπλουμ είναι παρμένες από αυτό το βιβλίο).

συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.