Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

Πολιτισμικοί μετασχηματισμοί (μέρος 1ο)

Κατά κανόνα, ένας πολιτισμός αποφεύγει να υιοθετεί πολιτισμικά αγαθά που θέτουν σε αμφισβήτηση κάποια από τις θεμελιώδεις δομές του. Αυτή η άρνηση του πολιτισμικού δανείου, αυτές οι υποβόσκουσες εχθρότητες είναι σχετικά σπάνιες, αλλά μας οδηγούν πάντοτε στην καρδιά ενός πολιτισμού.
Ένας πολιτισμός συνεχώς δανείζεται από τους γειτονικούς του στοιχεία τα οποία επεξεργάζεται και αφομοιώνει.
Ο χριστιανισμός κληρονόμησε τη Ρωμαική Αυτοκρατορία, της οποίας αποτελεί προέκταση.
Ενδέχεται ωστόσο ένας πολιτισμός να απορρίψει πεισματικά κάποιο εξωτερικό στοιχείο που τείνει να εισχωρήσει σ' αυτόν. Ο Μαρσέλ Μώς το έχει ήδη επισημάνει: δεν υπάρχει πολιτισμός άξιος του ονόματός του, που να μην έχει και αντιπάθειες, να μην απορρίπτει. Κάθε φορά, η απόρριψη έρχεται σαν κατακλείδα μετά από πολλούς δισταγμούς, πολλούς πειραματισμούς. Είναι προϊόν πολλής περίσκεψης, απόφαση που χρειάστηκε πολύ χρόνο, και αποκτά πάντοτε τεράστια σημασία.
 Υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453; Ένας σύγχρονός μας Τούρκος ιστορικός υποστήριξε ότι η πόλη είχε δοθεί, είχε καταληφθεί εκ των έσω, πριν από την τουρκική επίθεση. Ισχυρισμός υπερβολικός αλλά όχι ανακριβής. Πράγματι, η ορθόδοξη Εκκλησία (θα μπορούσαμε όμως να πούμε και ο βυζαντινός πολιτισμός) προτίμησε την υποταγή στους Τούρκους παρά την ένωση με τους Δυτικούς, που ήταν η μόνη της σωτηρία. Εδώ δεν πρόκειται για απόφαση βιαστική, που πάρθηκε επιτόπου, κάτω από την πίεση των γεγονότων. Ήταν η φυσική κατάληξη μιας μακριάς διεργασίας που διήρκεσε όσο και η παρακμή του Βυζαντίου, και που έκανε συνεχώς πιο έντονη την απέχθεια των Ελλήνων για τους Δυτικούς, από τους οποίους τους χώριζαν θεολογικές [και όχι μόνο] διαφορές.
Η αποικιοκρατία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κατεξοχήν κατάκλυση ενός πολιτισμού από έναν άλλον [υπό αυτήν την έννοια πρώτο ψήγμα αποικιοκρατίας μπορεί να θεωρηθεί η Λατινική 60χρονη περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204]. Οι ηττημένοι σκύβουν πάντα το κεφάλι εμπρός στον ισχυρό. Αλλά, εφόσον υπάρχει σύγκρουση πολιτισμών η υπόταγη είναι μόνο προσωρινή.
Αυτές οι μακρές περιόδοι αναγκαστικής συνύπαρξης δεν είναι δυνατές χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις ή συνεννοήσεις, χωρίς ουσιώδη και καμιά φορά γόνιμα πολιτισμικά δάνεια. Που δεν υπερβαίνουν όμως ποτέ ένα όριο.
Η ένωση των Εκκλησιών ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί [και πραγματοποιήθηκε, τρεις φορές μάλιστα, "από τα πάνω" -απορώ γιατί δεν αναφέρεται συχνά...]. Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος την είχε δεχτεί στη Σύνοδο της Λυόν, το 1274. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Έ Παλαιολόγος, το 1369, είχε ασπασθεί, στη Ρώμη, τον καθολικισμό. Το 1439, η μεικτή σύνοδος της Φλωρεντίας αποδείκνυε και πάλι τη δυνατότητα της ένωσης. [το ενδιαφέρον είναι πως αυτή η προσπάθεια κράτησε περίπου δύο αιώνες και η αποτυχία της -ενώσεως με την "Δύση"- οδήγησε στην κατάλυση από τους Οθωμανούς Τούρκους' αντίστοιχα δύο αιώνες τώρα το νέο ελληνικό κράτος δεν έχει καταφέρει την κύρια στρατηγική του επιλογή, να γίνει δυτικο(ευρωπαϊκό)... Τι θα επιφέρει αυτή η αποτυχία; Μήπως η ιστορία μας κλείνει το μάτι χαμογελώντας ειρωνικά;...]
Οι πιο επιφανείς Έλληνες θεολόγοι, ο Ιωάννης Βέκκος, ο Δημήτρης ο Κυδώνιος, ο Βησσαρίων, είχαν ταχθεί, γράφοντας, υπέρ της ενώσεως με μιά ρητορική δεινότητα που κατατρόπωνε τους αντιπάλους τους. Ωστόσο, έχοντας να διαλέξουν ανάμεσα στους Τούρκους και τους Λατίνους, οι Έλληνες θα προτιμήσουν τους Τούρκους.
«Τον 14ο αιώνα φαίνεται ότι οι πάπες ή οι αυτοκράτορες δεν διανοήθηκαν ποτέ ότι οι λαοί δεν μπορούν να αναγκαστούν να αλλάξουν την θρησκεία τους. Επικρατούσε η άποψη, ότι η μεγάλη μάζα του λαού ήταν έτοιμη να αποδεχτεί την όποια άποψη υιοθετούσαν οι πολιτικές Αρχές. Οι πρώιμες διαπραγματεύσεις δίνουν την εντύπωση ότι οι ιεράρχες της Δύσης [όχι οι νεοιεράρχες με τα σακάκια, οι ψυχοοικονομιστές όπως του λέω εγώ... ή μήπως και αυτοί σε αντίστοιχα άλλα ''πιστεύω'';...] πίστευαν πως ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης μπορούσαν να επιφέρουν την Ένωση με ένα απλό διάταγμα, ότι μπορούσαν να αλλάξουν το Σύμβολο της Πίστεως και να επιτύχουν την αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας του πάπα, χωρίς την εθελούσια συγκατάθεση ούτε καν των Ελλήνων κληρικών.
Φαίνεται, ότι ποτέ δεν πέρασε από το νου των ιεραρχών της Ρώμης ότι τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορούσαν να αρνηθούν να αποδεχτούν την Ένωση και την υιοθέτηση νέων πεποιθήσεων που θα είχαν γίνει αποδεκτές από τους κοσμικούς και θρησκευτικούς ηγέτες τους. Αυτή η άποψη πρόδιδε άγνοια, τόσο του εξαιρετικά συντηρητικού χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και της ιστορίας της. Χωρίς να υπεσέλθουμε στο κατά πόσο ο πληθυσμός της πρωτεύουσας και της αυτοκρατορίας ήταν ελληνικός από φυλετική άποψη, αρκεί να αναλογιστούμε ότι η γλώσσα που μιλούσε ο λαός ήταν η ελληνική και ότι τα όσα γνώριζε ο τελευταίος από άποψη ιστορίας και φιλοσοφίας, όλος ο τρόπος σκέψης του, η θεολογία του και η φιλολογία του, του είχαν κληροδοτηθεί υπό ελληνική μορφή. Οι περισσότεροι κάτοικοι ένιωθαν υπερήφανοι στην πεποίθηση ότι ήταν Έλληνες. Στα ζητήματα φιλοσοφικής και θρησκευτικής αναζήτησης, ο ελληνικός νους ήταν οξύτερος και λεπτότερος από το δυτικό.»

συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.