Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Σκέψεις για τη λογοτεχνία


Το ότι ξέρει κανείς να διαβάζει δεν σημαίνει αυτομάτως ότι είναι σε θέση να διαβάσει οποιοδήποτε λογοτεχνικό βιβλίο. Όπως, δηλαδή, το ότι ξέρουμε να τρέχουμε δεν σημαίνει αυτομάτως ότι κάνουμε για δρομείς μεγάλων ή μικρών αποστάσεων.

Στη λογοτεχνία μυείται σταδιακά κανείς – διαβάζοντας (και όχι μόνο λογοτεχνία) – όπως σε όλα τα μεγάλα πράγματα από καταβολής κόσμου. Προχωράει με αργά βήματα όπως και στη ζωή του.
Η μύηση είναι μια διαδικασία οικειοποίησης του χρόνου. Μια διαδικασία ωρίμανσης – αποδοχής της θνητότητάς και των ορίων μας. Αποδοχή ενός άφατου ή ανεξιχνίαστου κομματιού της ύπαρξης, που ονομάζουμε μυστήριο.

Γι’ αυτό και βιβλία τα οποία έχουμε ξεκινήσει κάποια στιγμή και δεν μας είπαν τίποτα, δεν σημαίνει ότι δεν είχαν τίποτε να μας πουν, αλλά ότι δεν ήμασταν ακόμα σε θέση να καταλάβουμε τη (βαθύτερη) γλώσσα τους. Γιατί το λογοτεχνικό κείμενο είναι εκείνο που μιλάει ανάμεσα, πίσω και κάτω από τις γραμμές. Με τον καιρό όμως έρχεται η στιγμή που είτε μας αποκαλύπτουν έναν ολόκληρο κόσμο – μας φωτίζουν τον κόσμο – είτε συνειδητοποιούμε δεν έχουν κάτι να μας πουν. Κι αυτό είτε γιατί δεν ήταν ποτέ σε θέση να το κάνουν, είτε διότι τα έχουμε ξεπεράσει κι έχουμε πάει πιο μακριά.

Υπάρχουν βιβλία που όσο περνάει ο καιρός έχουν ολοένα και περισσότερα να μας αποκαλύψουν, κι άλλα, που αντίθετα συλλαβίζουν όλο και λιγότερα.

Η ρήση που ίσως ίσχυε κάποτε, σύμφωνα με την οποία το διάβασμα κάνει εν γένει καλό, δεν ισχύει πλέον.
Μετατρέποντας το βιβλίο σταδιακά σε αμιγές εμπόρευμα τροποποιήσαμε το αξιακό μας σύστημα και τον τρόπο ιεράρχησης τους. Από εκεί που δίναμε έμφαση στην εγνωσμένη λογοτεχνική του αξία, τώρα το αποτιμούμε κυρίως οικονομικά. Από εκεί που το αποτιμούσαμε με βάση μια αρμαθιά λογοτεχνικούς κανόνες, τώρα το αποτιμάμε μονάχα με αριθμούς.
Νοθεύοντας τη λογοτεχνία με μη λογοτεχνικά «μυθιστορήματα», «νουβέλες» και «ποιήματα» φτιάξαμε βιβλία «μπόμπες» που κάνουν κακό στην υγεία. Τα πρώην αυτά βιβλία περιπτέρου (Βιπερ), τα ζαχαρωμένα και δακρύβρεχτα ρομάντζα ή τα κινηματογραφικά σενάρια με περίβλημα μυθιστορήματος που γράφονται σε ένα τρίμηνο στο πόδι, λειτουργούν με απολύτως αντίθετο από τα λογοτεχνικά έργα, τρόπο.

Τα διογκωμένα – σαν καρκινικοί όγκοι – στόρι, τα επίδοξα τηλεοπτικά σενάρια χάρη στα οποία πλούτισαν και γιγαντώθηκαν ορισμένοι εκδοτικοί οίκοι (γιγαντώνοντας όπως οι κακοήθεις δυσπλασίες και το αναγνωστικό κοινό), τα ροζ μυθιστορήματα, τύπου «Νόρα» που υπερβαίνουν τα 150.000 αντίτυπα λειτουργούν συναγωνιζόμενα τα τηλεοπτικά σήριαλ ή τα κινηματογραφικά μπλοκμπαστερ. Διαβάζει κανείς ένα τέτοιο τούβλο όταν δεν έχει τι να δει στην τηλεόραση. Αντί να δω τηλεόραση ξαναβρίσκω την τηλεόραση στο βιβλίο μου. Τηλεόραση και τούβλο λειτουργούν σαν παραισθησιογόνα. Σε ταξιδεύουν μακριά από την πραγματικότητα, σε ένα συναρπαστικό ανύπαρκτο σύμπαν. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι είναι και τα δύο εξόχως εθιστικά.

Οι ακαλλιέργητες ή κάποτε σπουδαγμένες αναγνώστριες αυτού του τύπου της «λογοτεχνίας», όπως και οι ελάχιστοι αναγνώστες των βιβλίων – σεναρίων (οι άνδρες βλέπουν συνήθως μόνο TV) δεν θα διαβάσουν άλλο είδος βιβλίου. Περιστασιακά μπορεί να πέσει κάτι άλλο στα χέρια τους – στην περίπτωση που πρόκειται π.χ. για πρώην ή νυν φιλολόγους ή εκπαιδευτικούς – το οποίο και πάλι λόγω εθισμού ουσιαστικά το διαβάζουν με τον τρόπο που διαβάζουν τα βίπερ. Για να ξαναβρούν σε αυτά ό,τι ήδη ξέρουν. Το ρομάντζο ή κάποιες παραδεδομένες ιδέες. Εξ ου και το αναγνωστικό κοινό των 100 και πλέον χιλιάδων είναι πλασματικό, παρά φύση, σαν καρκινικό οίδημα.

Η μεγάλη λογοτεχνία, εκείνη που δικαιώνει το όνομά της, τα σπουδαία φιλοσοφικά, πολιτικά δοκίμια και οι συναρπαστικές μελέτες είναι βιβλία τα οποία όταν τα κλείνεις συνειδητοποιείς ότι σε έχουν αλλάξει. Ήσουν άλλος πριν τα διαβάσεις και άλλος μετά. Βιβλία που ζυμώνονται μέσα μας, όπως το κρασί.
Διαβάζοντας ένα μεγάλο μυθιστόρημα ή ένα σπουδαίο δοκίμιο πλουταίνεις. Ολόκληρη η ύπαρξή σου αντλεί από αυτό – το μεγαλύτερο μέρος του θησαυρού ασυνείδητα – και ανοίγεται στη ζωή σαν λουλούδι στον ήλιο. Τα μεγάλα έργα τέχνης επιβάλλουν τον ρυθμό τους. Κι ο ρυθμός αυτός δεν είναι άλλος από τον ρυθμό της ίδιας της ζωής. Τον ρυθμό της αναπνοής μας.
Το δόσιμο στη λογοτεχνία είναι μια πράξη μόνωσης που σε συνδέει με τον κόσμο και τους ανθρώπους. Το δόσιμο στη μη λογοτεχνία συνιστά ρήξη με τον κόσμο. Η λογοτεχνία είναι καρπός από το δέντρο της γνώσης, η μη λογοτεχνία λωτός από τη χώρα των Λωτοφάγων. Γι’ αυτό και η μόνωση της λογοτεχνίας είναι μια παραφθαρμένη μορφή ασκητισμού, ενώ η απομόνωση της παρά ή μη λογοτεχνίας είναι απραγία, αφασία, οιονεί νέκρωση του ανθρώπου. Η μόνωση της λογοτεχνίας είναι μια παραφθαρμένη μορφή καλογερικής άσκησης που σε ενώνει ή σου φωτίζει τον κόσμο. Ενώ η απομόνωση της μη λογοτεχνίας είναι μια ειδική περίπτωση αυτισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.