Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2012

Επικίνδυνες σχέσεις

Ολες οι σχέσεις εξελίσσονται με το χρόνο. Ακόμα και οι πιο στενές, όπως της μητέρας με το παιδί της, με τον καιρό οδεύουν προς την αμοιβαία ανεξαρτητοποίηση. Αλλιώς, η μητέρα αποδεικνύεται τυραννική και το παιδί καταλήγει ένας μπούλης και μισός. Στις σχέσεις Εκκλησίας - κράτους, η μητέρα (αν και δεν συνεισέφερε ιδιαίτερα στη γέννηση του κράτους) είναι σίγουρα η Εκκλησία. Το παιδί μένει να δούμε αν θα συνεχίσει να είναι μαμόθρεφτο...
Πιστεύοντας, όπως κι εσείς, ότι η θρησκεία είναι ένα ζήτημα που αφορά αποκλειστικά τον κάθε άνθρωπο και το θεό του, ότι κανείς δεν χρωστάει λογαριασμό σε κανέναν για την πίστη ή τη θρησκεία του, ότι οι νομοθετικές εξουσίες της κυβέρνησης μπορούν να αφορούν πράξεις μόνο και όχι απόψεις, σέβομαι απόλυτα την απόφαση ολόκληρου του αμερικανικού λαού, που όρισε ότι οι νομοθέτες του δεν θα φτιάξουν κανέναν νόμο που θα στηρίζει την εγκαθίδρυση κάποιας θρησκείας ή θα απαγορεύει την ελεύθερη άσκησή της, χτίζοντας έτσι ένα τείχος διαχωρισμού ανάμεσα σε Εκκλησία και κράτος».
Μ' αυτήν τη φράση από μια επιστολή του προς την Ενωση Βαπτιστών του Ντάνμπουρι, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τόμας Τζέφερσον προσδιόρισε την έννοια του «χωρισμού Εκκλησίας και κράτους». Αυτά στην Αμερική του 1802. Στην Ελλάδα του 2010 ακόμα το συζητάμε.
Η σχέση κράτους και Εκκλησίας (μία είναι η Εκκλησία όταν αναφερόμαστε σε τέτοια ζητήματα, η Ορθόδοξη) είναι παλιά όσο και το κράτος που γεννήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821. Από τότε το κράτος εναγκαλίστηκε την Εκκλησία και εκείνη ανταπέδωσε τον εναγκαλισμό σε έναν νομοθετικό και πολιτικό δεσμό τόσο ισχυρό, που καμία κυβέρνηση δεν μπόρεσε να θίξει. Κάθε τόσο, από τη συνταγματική αναθεώρηση του '75 και μετά, κυβερνήσεις μάταια προσπαθούν να «αναθεωρήσουν», να «επαναπροσδιορίσουν» ή, έστω, να «επαναδιατυπώσουν» αυτές τις σχέσεις. Η τελευταία προσπάθεια της καινούργιας κυβέρνησης για φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και οι οργίλες αντιδράσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (που εσχάτως ζητά και επιστροφή χρημάτων από το κράτος), αναδεικνύουν για άλλη μια φορά το ακανθώδες σύμπλεγμα, που ξεκινά από το σύνταγμα και φτάνει μέχρι την καθημερινότητά μας.
Πόσο πολύ έχει παρεισφρήσει η Ορθόδοξη Εκκλησία στη ζωή μας; Αρκεί να δείτε τους βουλευτές που σηκώνουν το χέρι για να ορκιστούν μπροστά σε ιερείς. Ή τις εικόνες του Χριστού στα δικαστήρια (όπου μπορεί να έχει κατοχυρωθεί η εναλλακτική του πολιτικού όρκου, αλλά κανένας σώφρων δικηγόρος δεν θα σας συμβουλέψει να τον επιλέξετε). Ή τη μεγάλη διαμάχη του εκάστοτε υπουργού Εθνικής Παιδείας ΚΑΙ Θρησκευμάτων για την καθιέρωση του μαθήματος σεξουαλικής αγωγής στα σχολεία, η οποία προαναγγέλλεται και παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες από το 1964. Αυτά, όμως, είναι η επιφάνεια των πραγμάτων, συμβολικές κινήσεις που στόχο έχουν να δείχνουν σε κάθε ενδιαφερόμενο τη δύναμη της Εκκλησίας και του ποιμνίου της, αυτού που ο Χριστόδουλος αποκαλούσε «Δεξιά του Κυρίου».
Μια δύναμη που όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οδεύει προς τον εκφυλισμό, ωστόσο καμία κυβέρνηση δεν πήρε το ρίσκο να αμφισβητήσει στην πράξη. Τρία χρόνια μετά το σκάνδαλο που ξέσπασε στους κόλπους της Εκκλησίας, ένα άλλο σκάνδαλο ξεσπά το 2008. Βατοπέδι. Ξανά στο προσκήνιο οι δεσμοί της Εκκλησίας με το κράτος, ξανά στη δημόσια διαβούλευση η εξουσία που ο Κλήρος έχει από το Σύνταγμα και τη νομολογία, ξανά επί τάπητος το ερώτημα εάν έφτασε η ώρα για το χωρισμό τους, ξανά το ερώτημα «είναι ώριμη η ελληνική κοινωνία;».
Ο βουλευτής τής τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκος Σηφουνάκης μιλάει στην «Ελευθεροτυπία» για την «τριτοκοσμική σχέση κράτους - Εκκλησίας» και προσθέτει: «Εξαιτίας της ατολμίας χάθηκαν ευκαιρίες στη συνταγματική αναθεώρηση. Με λυπεί να παρουσιάζει η χώρα μας ανά την υφήλιο την εικόνα ενός θεοκρατικού κράτους κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής. Μόνο με το Ιράν συγκρινόμαστε. Ούτε καν με την Τουρκία του Κεμάλ, που καθιέρωσε το λαϊκό κράτος».
Μόνο που ο βουλευτής «ξεχνάει» πως στη διαδικασία της αναθεώρησης συμμετείχε και το δικό του κόμμα, με εισηγητές δύο κορυφαίους συνταγματολόγους, που και οι δύο δήλωναν: «Δεν πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός κράτους - Εκκλησίας. Θεωρούσαμε επιβεβλημένο αυτόν το διαχωρισμό τον καιρό που στην Ελλάδα είχαμε βαρύτατες προσβολές των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ειδικά του δικαιώματος της θρησκευτικής συνείδησης».
Δεν φυλακίζουμε, λοιπόν, πια τους αντιρρησίες συνείδησης Μάρτυρες του Ιεχωβά, και όλα τα προβλήματα έχουν λυθεί; Δύο χρόνια πριν, ο αρχηγός τής τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης σε συνέντευξή του («Ελευθεροτυπία», 5/11/08) τίθεται με σαφήνεια υπέρ μιας «συνολικής αναθεώρησης των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί πλήρως η ανεξαρτησία του ενός απέναντι στον άλλο» και δεσμεύεται ότι «θα επανεξεταστούν όλες οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις που αφορούν την Εκκλησία». Εγκριτοι νομικοί περιγράφουν το καθεστώς «φορολογικού παραδείσου που απολαμβάνουν η Εκκλησία και οι μονές, νομικά όμοιο με αυτό off shore εταιρειών στη Λιβερία ή στον Παναμά».
Πόσο αλλάζουν πολλοί πολιτικοί και κόμματα όταν βρεθούν στην κυβέρνηση; Τον περασμένο Δεκέμβριο, μετά τη δήλωση του υπουργού Οικονομικών, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει την Εκκλησία «κοινωφελές ίδρυμα», ο πρωθυπουργός - πλέον - Γιώργος Παπανδρέου προσκαλεί τον Αρχιεπίσκοπο στο υπουργικό συμβούλιο και οι δύο τους δηλώνουν ότι επιθυμούν τη συνεργασία κυβέρνησης - Εκκλησίας. Ο κ. Παπανδρέου διαβεβαίωσε τον κ. Ιερώνυμο ότι θα προηγηθεί διάλογος για τις τυχόν αλλαγές και συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.
Και όμως, υπάρχουν κάποιοι που δεν αλλάζουν θέση. Είναι οι νομικοί της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη (ΕΕΔΑΠ). Αυτοί οι «αυτόκλητοι και αυτοσχέδιοι μάγοι της αλλοτρίωσης», όπως τους χαρακτηρίζει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, είναι η παλαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάρχει στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 1953 και, έκτοτε, στο προεδρείο της στρατεύθηκαν προσωπικότητες, όπως Αλέξανδρος Σβώλος, Στρατής Σωμερίτης, Αγνή Ρουσοπούλου, Αριστόβουλος Μάνεσης.
Η δικτατορία του 1967 διέλυσε την ΕΕΔΑΠ, η οποία ανασυγκροτήθηκε στο τέλος του 1974. Και εσχάτως προκαλεί πονοκεφάλους στην εκκλησιαστική ιεραρχία, σύμφωνα με την οποία επιδιώκει τη «βάναυση μετατροπή της χώρας σε άθρησκη πολιτεία, χωρίς, βέβαια, τη συναίνεση του λαού». (σ.σ.: Ο λαός και η άποψή του εκδηλώθηκαν εκτενώς μετά το σκάνδαλο του Βατοπεδίου. Σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το «Εθνος της Κυριακής», υπέρ του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας τάχθηκε το 61,6% των πολιτών, ενώ το 88,5% τάσσεται υπέρ της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Σε έρευνα της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», την ίδια περίοδο, 48% των πολιτών υποστηρίζουν το διαχωρισμό.) Πώς η χώρα θα γίνει πολιτεία; Και πώς σκέφτονται να την αλλοτριώσουν οι μάγοι; Τους αναζητήσαμε στα λημέρια τους, εκεί όπου επεξεργάστηκαν το μοναδικό ολοκληρωμένο σχέδιο νόμου για το διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας.
«Πώς αντιλαμβανόμαστε ότι ένα κράτος δεν είναι κοσμικό; Παρατηρούμε την Ελλάδα». Την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό κεραυνοβολήθηκα, μέχρι που ο καθηγητής μας Συγκριτικού Συνταγματικού Δικαίου στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ άρχισε να μας εξηγεί: εικόνες του Χριστού κοσμούν σχολεία, δικαστήρια και δημόσιες υπηρεσίες, οι βουλευτές δίνουν θρησκευτικό όρκο, το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, η βλασφημία συνιστά ποινικό αδίκημα.
Στην Ελλάδα, η ευλάβεια παύει να είναι ιδιωτική υπόθεση και μετατρέπεται σε δημόσια υποχρέωση, ιδιαίτερα για τους δημοσίους υπαλλήλους. Και, μάλιστα, οι ένστολοι υποχρεώνονται να παρίστανται σε θρησκευτικές τελετές ως εκπρόσωποι του κρατικού μηχανισμού Τι σχέση έχουν οι πρακτικές αυτές με τη θρησκευτική πίστη του καθενός και την άσκηση της θρησκευτικής του λατρείας; Μας απαντά η δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κλειώ Παπαπαντολέων: «Καμία. Οι πρακτικές αυτές αποτελούν την πανηγυρική διακήρυξη (από την πλευρά του κράτους) της πρωτοκαθεδρίας της χριστιανικής ορθόδοξης θρησκείας. Το πρόβλημα αφορά τη θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων σε ένα περιβάλλον του οποίου η καθημερινότητα κυριαρχείται από την επιβολή και υποβολή της ορθόδοξης πίστης. Και δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στους "μη ορθόδοξους", αλλά και στη στατιστικά αδιόρατη, πλην ποιοτικά και ποσοτικά εξαιρετικά κρίσιμη μερίδα συμπολιτών μας, που ναι μεν τυπικά ανήκουν στο ποίμνιο, αλλά συνειδησιακά είτε είναι εκτός είτε τοποθετούν το ζήτημα της πίστης τους στο αυστηρώς ιδιωτικό τους πεδίο».
Η αφετηρία αυτού του ασφυκτικού εναγκαλισμού θρησκείας και πολιτικής τοποθετείται συμβατικά στα 1833, όταν με βασιλικό διάταγμα η Εκκλησία της Ελλάδος αποσπάσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέθηκε υπό την εξουσία του Βασιλείου της Ελλάδος, ως κλιμάκιο του διοικητικού του μηχανισμού. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχουν επέλθει παρά μόνον ελάχιστες ουσιώδεις μεταβολές, όπως θα μας εξηγήσει ο νομικός Μιχάλης Τσαπόγας. «Μετά τη συνταγματική αναγνώριση "επικρατούσης θρησκείας" το 1844, όλοι επαναπαύθηκαν στο καθεστώς πολιτειοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε στη μεν Πολιτεία τη δυνατότητα ασφυκτικού ελέγχου, στη δε Εκκλησία το προνόμιο δημόσιου οργανισμού. Οι παρενέργειες δεν άργησαν να φανούν: η μεν Πολιτεία καθηλώθηκε σε χρόνιες νομοθετικές αγκυλώσεις για μια σειρά από πεδία που θα έπρεπε να ανήκουν στη δική της αποκλειστική αρμοδιότητα (οικογενειακό δίκαιο, εκπαίδευση, ελευθερία θρησκευτικών μειονοτήτων), η δε Εκκλησία υποχρεώθηκε σε απόκλιση από τους δικούς της κανόνες για σειρά από θέματα που ανάγονται στην εσωτερική της οργάνωση».
Η Μεταπολίτευση, που ευαγγελίστηκε σαρωτικές αλλαγές στην οργάνωση και τις δομές της χώρας, έφερε την Πολιτεία πιο κοντά παρά ποτέ σε ένα διαζύγιο με την Εκκλησία. «Παρά ταύτα, ο νομοθέτης δεν έκανε το μεγάλο βήμα» παρατηρεί ο Μιχάλης Τσαπόγας. «Ακόμη και στα πρακτικά του Συντάγματος του 1975 οι πάντες παραδέχονται ότι χρειάζονται μείζονες αλλαγές και αμφιβάλλουν μόνο για την προοπτική κοινωνικής αποδοχής τους. Η διστακτικότητα αυτή οφείλεται κυρίως στη σφοδρή αντίδραση της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία εκτιμά ότι ενδεχόμενη αναθεώρηση της διασύνδεσής της με το κράτος θα διετάρασσε βιαίως τη σχέση της με την κοινωνία και το έθνος: εκτίμηση αβάσιμη, καθώς η ισχύς των θρησκειών δεν στηρίζεται στην πολιτειακή τάξη προβαδίσματος, παρά μόνο στην παράδοση και την πειθώ».
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι ένα από τα ονόματα που συναντά κανείς συχνά στις εφημερίδες της ακροδεξιάς και στις φασιστικές ιστοσελίδες. Σχεδόν επικηρυγμένος από τους «πατριώτες», ο επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου είναι ο πρόεδρος της ΕΕΔΑΠ. Και αν - όπως λέγουν οι ιεράρχες, όπως υποστηρίζουν κυβερνώντες συνταγματολόγοι και όπως βοούν οι εθνικιστές - πρόβλημα με την Εκκλησία δεν υπάρχει, μήπως είστε απλώς εμμονικοί εναντίον της Ορθοδοξίας, κύριε πρόεδρε; «Το πρώτο πρόβλημα αφορά το έλλειμμα λογοδοσίας που εδράζεται στις λεγόμενες "υπόγειες διαδρομές" κράτους - Εκκλησίας μέσα σε κραυγαλέες λογιστικές και θεσμικές ανεπάρκειες» επισημαίνει ο καθηγητής. «Οι ανεπάρκειες αυτές αναδείχθηκαν με τον πλέον τραυματικό για το πολίτευμα τρόπο στο λεγόμενο σκάνδαλο Βατοπεδίου. Οι "υπόγειες διαδρομές" αφορούν άτυπες σχέσεις και δίκτυα εκκλησιαστικών ταγών με κρατικούς αξιωματούχους, από τα σχολεία και τα υπουργεία ώς τα δικαστήρια».
Ο Νίκος Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εις εκ των... ζηλωτών για τη «βάναυση μετατροπή της χώρας σε άθρησκη πολιτεία». Ο... σατανικός αυτός σκοπός παρουσιάστηκε με τη μορφή σχεδίου νόμου τον Οκτώβριο του 2005. Τι έγινε με την πρότασή σας, κύριε καθηγητά; τον ρωτήσαμε.
«Την υιοθέτησαν αυτούσια και την κατέθεσαν λίγο αργότερα στη Βουλή ο Στέφανος Μάνος και ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ανεξάρτητοι βουλευτές, εκλεγμένοι τότε με το ΠαΣοΚ. Το ΚΚΕ και ο Συνασπισμός ακολούθησαν, αφού επέφεραν μερικές μικροαλλαγές. Η Ν.Δ. και το ΠαΣοΚ απέρριψαν την πρόταση με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε τάχα να προηγηθεί αναθεώρηση του Συντάγματος. Η Μαριέττα Γιαννάκου, πάντως, αρμόδια υπουργός τότε, μίλησε με νόημα για τη "διαπλοκή" που υπάρχει "σε πάρα πολλούς χώρους" και για την οποία υπεύθυνοι είναι προ πάντων οι άνθρωποι και λιγότερο οι νόμοι».
Ο διαχωρισμός Εκκλησίας - κράτους, για άλλη μια φορά, δεν πέρασε από την ελληνική Βουλή· ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι αρκετά από τα επί μέρους σημεία της πρότασης πέρασαν. Ο καθηγητής Αλιβιζάτος κάνει τον απολογισμό:
* Καταργήθηκε η απαλλαγή των κληρικών και των μοναχών από τη στρατιωτική τους υποχρέωση.
* Θεσμοθετήθηκε η δυνατότητα αποτέφρωσης των νεκρών με νόμο. Η έκδοση, πάντως, του σχετικού διατάγματος καθυστέρησε - και η σχετική ρύθμιση δεν έχει ακόμη εφαρμοσθεί.
* Καταργήθηκε η εμπλοκή του επιχώριου μητροπολίτη στην αδειοδότηση ναών και ευκτήριων οίκων.
* Απαγορεύθηκε η εξομολόγηση μαθητών μέσα στα σχολεία. Αντίθετα, παραμένει υποχρεωτική η κατηχητική διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών.
* Το κράτος ανέλαβε την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα, ιδίαις δαπάναις.
Ενα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα στην υπόθεση του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας είναι η οικονομική τους εμπλοκή. Ο Γιάννης Κτιστάκις, λέκτορας στη Νομική Σχολή Κομοτηνής, κάνει τον απολογισμό της σύνδεσης Πολιτείας και Εκκλησίας και είναι κατηγορηματικός: «Δεν υπάρχει κανένα "λογιστικό" υπόλοιπο. Δεν χρωστάει η Πολιτεία στην Εκκλησία από το παρελθόν». Η ιεραρχία της Εκκλησίας ισχυρίζεται ότι καλώς οι ιερείς της πληρώνονται από τον δημόσιο κορβανά, αφού αυτό είναι το αντιστάθμισμα της σταδιακής αφαίρεσης μεγάλης ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας χωρίς αποζημίωση. Ανακριβής ο ισχυρισμός, κατά τον κύριο Κτιστάκι: «Η σύμβαση του 1952 ήταν αμφοτεροβαρής: το κράτος απέκτησε την κυριότητα αγροτεμαχίων και βοσκοτόπων εκτός Αττικής (αξίας 97 δισεκατομ- μυρίων δραχμών) έναντι ίσης αξίας αστικών ακινήτων και μετρητών που απέκτησε η Εκκλησία».
Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος υποστηρίζει πως «το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας παραχωρήθηκε από την Εκκλησία στο κράτος ή αυτό την άρπαξε με διάφορους τρόπους». Τι απαντάτε σ' αυτό, κύριε Κτιστάκι; «Ούτε τούτο είναι απολύτως ακριβές. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει αναφέρει ως παραδείγματα την αμερικανική πρεσβεία και το Νοσοκομείο "Α. Συγγρός". Από έναν δειγματοληπτικό έλεγχο που πραγματοποίησα στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, προκύπτει ότι η μεν έκταση όπου οικοδομήθηκε η αμερικανική πρεσβεία απαλλοτριώθηκε νομίμως από το Δημόσιο, το δε Νοσοκομείο "Α. Συγγρός" οικοδομήθηκε από τον δωρητή Ανδρέα Συγγρό σε έκταση του Δημοσίου».
Εν τέλει, οφείλουμε ως φορολογούμενοι να πληρώνουμε τους ορθόδοξους ιερείς ή όχι; «Αυτή η πρακτική καθιερώθηκε το 1945, προκειμένου η κεντρική κυβέρνηση να ελέγχει τον κλήρο εν όψει του εμφύλιου πολέμου» θα μας πει ο κύριος Κτιστάκις. «Ο αναγκαστικός νόμος προέβλεπε μεν την κρατική μισθοδοσία, αλλά προέβλεπε, ταυτοχρόνως, και υποχρεωτική είσπραξη του 25% των τακτικών εσόδων των ενοριακών ναών από το Δημόσιο και υποχρεωτική ετήσια εισφορά όλων των ορθόδοξων οικογενειών στην ενορία τους. Με άλλα λόγια, το κράτος έλεγχε τον κλήρο πληρώνοντας τους μισθούς του με τα έσοδα των ναών - που σχηματίζονταν, όμως, από τις υποχρεωτικές εισφορές των πιστών».
Η ιστορία της πρότασης της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη ανατρέχει σε αυτούς τους «ανοιχτούς λογαριασμούς» της Εκκλησίας με την Πολιτεία. Θα μπορούσε κανείς εύλογα να αντιτάξει: μα η πρόταση αυτή κατ' εξοχήν θίγει τα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, εφόσον τη θέτει εν γένει εκτός απυροβλήτου. «Το δικαίωμα της Εκκλησίας να εισπράττει από τα υπάρχοντά της δεν θίγεται. Θίγεται το καθεστώς off shore εταιρείας που έχει» απαντά. «Το καθεστώς των ανθρώπων που επιθυμούν να εκδηλώνουν την πίστη τους δεν θίγεται. Θίγεται το ότι αυτό επιβάλλεται σε άλλους, παρά τη θέλησή τους. Η δυνατότητα της Εκκλησίας να έχει όσους ιερωμένους θέλουν οι μητροπολίτες δεν θίγεται. Θίγεται η αξίωση να πληρώνει ο ελληνικός λαός γι' αυτό. Εν ολίγοις, άλλο προνόμια, άλλο δικαιώματα».

της δημοσιογράφου Ντίνας Δασκαλοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.