Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Ουτοπία


Ο άνθρωπος είναι ένα ουτοπικό υποκείμενο, εμπεριέχει το σύνολο των μη πραγματωμένων ακόμη δυνατοτήτων του αλλά και την πιθανότητα , που κρύβεται εντός του, να υπερβεί και να ανατρέψει την εμπειρική πραγματικότητα. Όμως η πιθανότητα, ενώ είναι αυτή που κρατάει τον κόσμο από τη νεκρική ακαμψία και επιτρέπει σε έναν καλύτερο κόσμο να γεννηθεί, δε γίνεται πραγματικότητα από μόνη της. Η ανάδυση της ουτοπικής ενέργειας του ανθρώπου, η σύλληψη των πιθανοτήτων του όχι-ακόμη, που υπολανθάνουν, πραγματώνεται μόνο μέσα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Όσο περισσότερο αντιδρούν οι άνθρωποι στο περιβάλλον τους και το τροποποιούν με βάση ένα ανθρώπινο σχέδιο τόσο περισσότερο ζουν στην ουτοπία. Κατά τον Μπλοχ, το όχι-ακόμη είναι επίσης το εδώ-και-τώρα. Το ουτοπικό πνεύμα τέμνει το παρόν, την καθημερινότητα του ανθρώπου και μπορεί να μεταφραστεί σε αυτό που οι Ζαπατίστας ισχυρίζονται: «είμαστε συνηθισμένοι άνθρωποι, δηλαδή επαναστάτες».

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την εισήγηση του ιταλού φιλοσόφου Τζιάνι Βάτιμο σε σεμινάριο που έγινε στο Τορίνο με θέμα «Η ουτοπία».

Η ουτοπία υποκινεί σήμερα σε μας ένα σύνολο μάλλον συγκεχυμένων και αντιφατικών συναισθημάτων, ένα μείγμα δυσπιστίας και νοσταλγίας. Δυσπιστίας πριν απ' όλα, επειδή, ήδη εδώ και πολλά χρόνια (θα μπορούσαμε να πούμε από τα χρόνια των Ερυθρών Ταξιαρχιών), η έννοια της ουτοπίας κατέληξε να ταυτίζεται όλο και περισσότερο με εκείνη ενός σχεδίου μετασχηματισμού της κοινωνίας το οποίο, επειδή ήθελε να είναι πλήρες και ριζικό, δεν θα μπορούσε να επιβληθεί παρά μόνο με τη βία. Είναι δύσκολο στην κοινή γλώσσα να μιλήσουμε για ουτοπιστές και ο νους μας να πάει σε ακίνδυνους ονειροπόλους, που ονειρεύονται φανταστικούς εναλλακτικούς κόσμους. Ο θιασώτης της ουτοπίας εμφανίζεται, αντίθετα, τις περισσότερες φορές, σαν ένα επικίνδυνο άτομο. Υποτίθεται ότι το σχέδιό του δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, την οποία θέλει να μετασχηματίσει χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς καθυστερήσεις, και βασίζεται κυρίως στον εξαναγκασμό. Γι' αυτή την υπερβολικά ριζική βούληση μετασχηματισμού δυσπιστούμε, όταν δυσπιστούμε για την ουτοπία. Εχουμε διδαχθεί από την ιστορία των επαναστάσεων, αλλά και από την ιστορία των τρομοκρατών που προσπάθησαν να τις πραγματοποιήσουν χωρίς να το κατορθώσουν, ότι η μόνη ηθική που καθοδηγεί τον ουτοπιστή είναι εκείνη που ο Μαξ Βέμπερ αποκάλεσε «ηθική της πεποίθησης» (κάνε αυτό που οφείλεις να κάνεις και ας προκύψει ό,τι προκύψει) και η οποία κατά τη γνώμη του πρέπει πάντα να μετριάζεται και να ελέγχεται από την ηθική της ευθύνης, εκείνη που υπολογίζει τις συνέπειες της δράσης και ενδιαφέρεται να αποτρέψει το ενδεχόμενο αυτές οι συνέπειες να θέσουν σε κίνδυνο τους ίδιους τους σκοπούς της δράσης. Ο Καρλ Πόπερ είδε στις αξιώσεις απολυτότητας της ουτοπίας ένα διανοητικό λάθος και έναν σοβαρό πολιτικό κίνδυνο. Το σχέδιο ανανέωσης του ουτοπιστή βασίζεται στην υιοθέτηση μιας εικόνας ιδεώδους κοινωνίας η οποία, όπως συμβαίνει με όλους τους έσχατους σκοπούς των ενεργειών μας, δεν μπορεί να «αποδειχθεί» πλήρως με ορθολογικά επιχειρήματα. Εχει μάλλον το χαρακτήρα μιας πίστης η οποία, όταν δεν γίνεται αποδεκτή από τους άλλους, τείνει να επικρατήσει με τη βία (έστω με την πεποίθηση ότι ενεργούμε «για το καλό τους»).
Αυτούς τους κινδύνους τους αποφεύγουμε μόνον αν αποδεχθούμε να μας καθοδηγούν, αντί για τις σφαιρικές ουτοπικές προοπτικές, συγκεκριμένοι και ειδικοί συλλογισμοί. Ιδού οι διδαχές του Πόπερ: «Να δρας για την εξάλειψη συγκεκριμένων δεινών μάλλον παρά για την επίτευξη αφηρημένων αγαθών. Να μην αποβλέπεις στην υλοποίηση της ευτυχίας με πολιτικά μέσα. Να τείνεις περισσότερο στην εξάλειψη συγκεκριμένων αθλιοτήτων... Να μην επιτρέπεις τα όνειρα ενός τέλειου κόσμου να σε απομακρύνουν από τις διεκδικήσεις των ανθρώπων που υποφέρουν εδώ και τώρα». Ηταν όμως αληθινά ο Πόπερ αυτός ο ριζικός εχθρός της ουτοπίας που πίστευε ότι είναι; Είναι θεμιτό να αναρωτιόμαστε κάτι τέτοιο σήμερα που το όνομά του το επικαλούνται συχνά για να προωθήσουν μια «πραγματιστική» και ρεαλιστική πολιτική, η οποία αγγίζει τα όρια του κυνισμού. Αν σκεφτούμε την εμπειρία του τελευταίου μεγάλου κύματος διάχυτου ουτοπισμού, εκείνη του Μάη του '68, μπορούμε να πούμε τα πάντα γι' αυτήν, εκτός από το ότι καλλιεργούσε μια προτίμηση για τα αφηρημένα αγαθά αντί για τις συγκεκριμένες θεραπείες.
Είναι αλήθεια ότι, διαφορετικά από τον Πόπερ, οι θεωρητικοί του '68 (και πρώτος απ' όλους ο Μαρκούζε) θεωρούσαν ότι η πολιτική έπρεπε να αποβλέπει στην υλοποίηση της ευτυχίας. Αλλά η επιδίωξη αυτού του στόχου συνέπιπτε γι' αυτούς με την υλοποίηση μιας βελτίωσης εδώ και τώρα. Η πολεμική τους δεν στρεφόταν μόνον εναντίον της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά και εναντίον του υπαρκτού σοσιαλισμού, εναντίον των κοινωνιών που παρουσιάζονταν από τη μια μεριά σαν μια ήδη υλοποιημένη ουτοπία (απορρίπτοντας επομένως κάθε κριτική) και από την άλλη, στο όνομα μιας πάντοτε επικείμενης ολοκλήρωσης της επανάστασης (το τέλος του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου), συνέχιζαν να απαιτούν θυσίες και να επιβάλλουν την καταπίεση.
Εξάλλου, ακόμη και το ιδεώδες ενός λογικού κόσμου που επιδίωκε ο Πόπερ, όπου η επίλυση των διενέξεων γίνεται με επιχειρήματα και όχι με φονικές αναμετρήσεις, είναι ένα είδος ουτοπίας, δηλαδή ένας έσχατος σκοπός, ο οποίος -σύμφωνα με τη συλλογιστική του ίδιου του Πόπερ- δεν μπορεί να αποδειχθεί με καθαρά ορθολογικά επιχειρήματα. Τότε όμως πού βρίσκεται η διαφορά; Πιθανότατα η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Πόπερ, στην πολεμική του εναντίον του ουτοπισμού, αντιμετωπίζει θεωρίες και πολιτικές θέσεις (τον «επιστημονικό» σοσιαλισμό, για παράδειγμα) που πίστευαν ότι αντιστοιχούν στους αντικειμενικούς νόμους της ιστορίας και θεμελίωσαν πάνω σε αυτή την αξίωση ολοκληρωτικά πολιτικά σχέδια. Οπως όμως έχουν διδάξει οι πιο συνεπείς θεωρητικοί της ουτοπίας του εικοστού αιώνα, όπως για παράδειγμα ο Ερνστ Μπλοχ, δεν είναι πιο αυθεντική ουτοπία εκείνη που δεν διατηρεί εντός της τουλάχιστον ένα μέρος της ασάφειας και της ακαθοριστίας η οποία χαρακτηρίζει τη δική μας προγνωστική συνείδηση. Εμείς δεν θέλουμε τα όνειρά μας για το μέλλον να μεταφράζονται με υπερβολικά συγκεκριμένους όρους. Προτιμούμε η ουτοπική ένταση να ασκείται κυρίως ως ικανότητα κριτικής του υπάρχοντος. Ακριβώς γι' αυτό μπορούμε να νιώθουμε για την ουτοπία όχι μόνον δυσπιστία αλλά και βαθιά και δικαιολογημένη νοσταλγία. [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.