Η μοναξιά που είναι μέσα μας. Αυτό το θρόισμα του κάμπου και το άλλο των συννέφων. Ψηλώνεις, το αγγίζεις σχεδόν με τα δάκτυλα, το κρατάς, αλλά άληπτο και χάνεται. Η νύχτα γέννησε ακίνητο το τοπίο. Στη μοναξιά του ο αέρας σκορπίζει τα φύλλα. Και τίποτε απολύτως. Το σπίτι υπάκουσα και ξέχασα τα βήματα. Ξέχασα τα βήματα όταν υπάκουσα στη μνήμη. Πόσο ακίνητο το δικό της τοπίο. Κι έφερα τα χέρια στο πλευρό της καρδιάς. Ν’ ακούσω, είπα, το ασύμμετρο του σφυγμού της. Κράτησα στις φλέβες μου τις διαδρομές και τους τρόπους του. Και το εκρεμμές των παλμών του. Αποθησαύρισα τις μνήμες των απαραμύθητων σταγόνων του. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία και έστρεψα το βλέμμα μου στη θάλασσα. Αυτή που δεν τη βλέπουν τα παράθυρα του διαμερίσματος αλλά που ο πόθος της αφής μοσχοβολά τη τρικυμία της. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία. Το πρώτο κλάμα. Η σύσπαση των ματιών. Η κάθετη κίνηση και η στιλπνή του τροχιά. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία. Γιατί η νοσταλγία είναι η τρικυμία του νου και η μίμηση του έρωτα. Πράγματα ως γνωστόν που υγραίνουν. Το σύννεφο αθέατο νικήθηκε από το μάτι. Η υγρασία του στάλαξε στα παράθυρα. Τους ήχους της βροχής έφερε στο εσωτερικό του διαμερίσματος, εκεί όπου το πρόσωπο μιμείται τις υγρές του κινήσεις. Πρόσωπο που χαράχθηκε πρόωρα και με τα δάκτυλα στην υγρή περιοχή και στους απέραντους λαβυρίνθους της. Δεν έχω άλλο τρόπο. Τα βήματα ξεχάστηκαν σ’ αυτή τη μοναξιά. Μόνο το άδειασμα των λέξεων. Μόνο ο τρόπος να ζεις δια μέσου. Ο τρόπος που οι έρωτες αναδύονται. Πίσω από κάθε λέξη. Γιατί αυτό προστάζει η χημεία του σώματος. Όλα ολόγυρα από τη λέξη. Όπως η λέξη ολόγυρα από το σώμα. Όπως κρατά στα χέρια της το σώμα. Το σώμα που δεν έχει χέρια παρά τη λέξη μόνο για να γράφει. Και ό, τι γράφει, λέξεις είναι. Λέξεις που δεν ηχούν, ούτε σημαίνουν. Γιατί σκοτάδι οι λέξεις. Δοκιμασμένες στην οδύνη της μοναξιάς. Σ’ αυτό το ελάττωμα του εαυτού σου. Το απροσδιόριστο τίποτα. Την ανέκφραστη νοσταλγία. Το κενό που επιβάλλεται υπεράριθμο. Με μια δύναμη που η ύπαρξη ονομάζει ακραία. Με μια δοκιμασία που ορίζεται ως μοναξιά. Ο πόθος όμως, είπες, μεριμνά. Ο πόθος ούτως ή άλλως μεριμνά. Ο πόθος μεριμνά για τη μοναξιά του, για τη φήμη του στην οδύνη. Ο πόθος μεριμνά τη σιωπή του. Όπως μεριμνούν τη σιωπή τους οι λέξεις. Γιατί οι λέξεις είναι η μοναξιά. Το γλωσσικό τους αδιέξοδο. Ο λόγος που συναθροίζεται στον εαυτό του. Όπως ο εραστής με την ιδέα του πόθου και ο πόθος με την ιδέα του εραστή. Γιατί ο εραστής δεν έχει χέρια παρά μόνο για να κρατά τον πόθο, την άναφη ιδέα του δηλαδή. Εκεί όπου διαμελίζεται το σώμα. Γιατί θυμάσαι αυτό που είπαμε, η κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη με τον εχθρό της κι αυτά τα ίχνη που αφήνει η ζωή τα διαγράφουν δύο σκέλη. Το ένα της σάρκας και το άλλο πάλι της σάρκας. Και τα δύο εφήμερα. Καταστρεπτικά από τη στέρηση. Αυτόχειρα στους κύκλους του ενός θανάτου. Όπως οι λέξεις που διαγράφουν τα ίχνη της γραφής. Μετατοπίζοντας τα γεγονότα προς τη σκιά, στην τεχνητή περιοχή του θανάτου που επικαλείται το θάνατο. Εκεί όπου ο πόθος συναντά το δραματικό του αντικείμενο. Γιατί μόνο ό, τι καθρεπτίζεται στη μοναξιά υπάρχει. Και υπάρχει πραγματικά μόνο το είδωλο στα ύδατα της μοναξιάς. Υγρή σκιά αυτή των πραγμάτων. Γιατί το είπαμε, η κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη. Και δεν ξέρεις αν βρίσκεσαι εδώ ή εκεί. Και πάντως βρίσκεσαι εκεί, στα ύδατα. Στην υγρή περιοχή που αντιγράφει τα σχήματα. Στη μοναξιά των πραγμάτων. Στη δική τους υγρασία. Ο πόθος που είναι ανέγγιχτος αλλά πάλι πόθος. Θέλω να σου δηλαδή πως δεν έχεις τίποτε από μένα ν’ ακούσεις. Πως μόνο την αργία των πραγμάτων μπορώ να μεταφέρω. Πως η γλώσσα μόνο το κενό της μπορεί να μιλήσει. Γιατί οι λέξεις είναι άδειες. Γιατί στη μοναξιά όλα είναι άδεια. Όλα υπομένουν το κενό τους, τον χωρισμό τους από τον κόσμο, τη μεγάλη τους στέρηση. Το ανέφικτο ενός τόπου. Αυτό είναι η μοναξιά. Οι γέφυρες που έχασαν την ισορροπία τους και πλέουν σε χίλια κομμάτια. Αναμνήσεις όλα και ίχνη γραφής. Άκου μια ακόμα ιστορία του κύκλου. Ένα βράδυ που δεν ακούγονταν οι θόρυβοι του δρόμου, ούτε οι κινήσεις του πάνω ορόφου, άκουσα θορύβους μέσα από τον τοίχο. Ήχους ανθρώπων από κει που δεν είχαν ποτέ ακουστεί. Έβαλα τ’ αυτί μου στην κρύα επιφάνεια κι άκουγα αυτές τις φωνές, μαζί μ’ έναν ξερό βήχα και ύστερα βήματα και έπιπλα να μετακινούνται. Για κάποια στιγμή αισθάνθηκα και τις διαστάσεις που θα μπορούσε να χε το δωμάτιο πίσω από τον τοίχο. Εκεί που ακούγονταν οι φωνές και ο ξερός βήχας ηλικιωμένου άντρα, βήματα και έπιπλα να μετακινούνται. Χωρίς να ξέρω αν αυτοί οι ήχοι αύξαιναν ή λιγόστευαν τη μοναξιά μου. Το μόνο ότι δεν ακούστηκαν ποτέ ξανά από εκείνο το βράδυ. Παράξενο σκέφθηκα. Ούτε βήματα, ούτε φωνές, ούτε σύρσιμο επίπλων, ούτε ο ξερός βήχας του ηλικιωμένου άντρα. Τίποτε. Μόνο τα ίχνη τους στη λευκή μοναξιά του διαμερίσματος. Όπως οι λέξεις στη λευκή επιφάνεια του χαρτιού, που δεν ηχούν, ούτε σημαίνουν. Γιατί είναι άδειες οι λέξεις. Γραφήματα όλα της ζωής. Όπως η μυρωδιά του σώματος και η πειθαρχία του πόθου. Του σωματικού μου πόθου. Του σωματικού σου πόθου. Γιατί ο χρόνος θέλει πάντα να επιβάλλεται στον πόθο, να τον καταργεί. Θέλει καθημερινά να τον δοκιμάζει. Αλλά ο εραστής είναι η ιδέα του. Είναι ανίκητος απέναντι στο χρόνο. Το ποθητό και πένθιμο συνάμα σώμα του και η σωματική ισονομία της ιδέας του και το άχρονο της υπεροχής της. Η υγρασία του υπάρχει και σ’ αυτό το σύννεφο του διαμερίσματος που δεν έχει κανένα υγρό παρά μόνο της νοσταλγίας του παραθύρου και της μνήμης των βημάτων. Γιατί ο τόπος είναι ανέφικτος. Και τα όνειρα για να υπάρξουν χρειάζονται την περιγραφή του. Τη μυρωδιά της επιδερμίδας του. Το υγρό που τον στερεώνει. Την προφανή του αλήθεια. Και επίσης τα όνειρα είναι ψιθυροβόλα. Προϋποθέτουν την έγκυρη γλώσσα του τόπου. Τη σάρκα των εννοιών του. Αλλά στη μοναξιά δεν ισχύουν οι λέξεις. Στη μοναξιά δεν ισχύει τίποτε. Ισχύει μόνο το τέλος, η ακρόαση του τέλους, ποτέ η θέα του. Πώς να σου αφηγηθώ αυτή τη στέρηση, όταν οι λέξεις συγχωρούν το κενό, την απόλυτη σιωπή του κενού, την αιχμηρή του διατύπωση. Το σώμα θρηνεί στην έκταση του είπες. Και ο πόθος της αφής έφερε το άγγιγμα και την ηβώσα του στύση. Έφερε τους ήχους της βροχής και την αντανάκλαση τους στο ασημένιο και γκρίζο των ματιών. Όπου οι ψίθυροι υπογραμμίζουν τις κινήσεις. Αυτές του σώματος και τις άλλες της ψυχής. Υγρές διαδρομές που δεν τελειώνουν. Γιατί το εφήμερο της στύσης ευημερεί στην ιδέα του. και οι ιδέες δεν πεθαίνουν. Μόνο κινδυνεύουν να πεθάνουν. Ο θάνατος αποζητάει τον τόπο τους. Αλλά οι ιδέες ορίζουνε την ουτοπία, την απόλυτη στέρηση.Όμως το άγγιγμα το σωματικό υπήρξε. Η γλώσσα περιέγραψε το κοίλωμα του στόματος. Και ο πόνος υπολογισμένος. Όπως επίσης και οι ψίθυροι, οι αναστεναγμοί και το τρίξιμο στο κρεβάτι.
Ναι, όλα αυτά υπήρξαν.
Και κάποιες σκέψεις ακόμη για την περίοπτη αφήγηση.
Όλα υπήρξαν!
Αλλά που;
Ναι, όλα αυτά υπήρξαν.
Και κάποιες σκέψεις ακόμη για την περίοπτη αφήγηση.
Όλα υπήρξαν!
Αλλά που;
από τα leximata
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.