Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Opus Dei.. ένα ιδιαίτερο καθεστώς

Το Opus Dei ιδρύθηκε το 1928 από τον καθολικό ιερωμένο Χοσεμαρία Εσκριβά ντε Μπαλαγκουέρ (1902-1975). Σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από διάφορες διαθέσιμες πηγές, (την υπηρεσία επικοινωνίας της οργάνωσης, Πεπραγμένα της Αγίας Έδρας για το to 2007 διάφορες έρευνες…) διαθέτει περίπου 80.000 μέλη σε ολόκληρο τον κόσμο, με σταθερή παρουσία σε 64 χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος των μελών του βρίσκεται συγκεντρωμένο στις ισπανόφωνες χώρες : 30.000 στην Ισπανία, 5.000 στο Μεξικό, 2.000 στο Περού, 2.000 στη Βενεζουέλα και στην Αργεντινή, 1.500 στη Κολομβία, κλπ. Στην Ιταλία υπάρχουν περίπου 5.000 μέλη, στις Ηνωμένες Πολιτείες 3.000, στις Φιλιππίνες 3.000, στη Γαλλία 1.600 (προσθέτοντας και τους « συνεργαζόμενους » οι οποίοι δεν είναι άμεσα μέλη). Σε ορισμένες χώρες υπάρχουν μονάχα μερικές δεκάδες. Η τελευταία χώρα όπου εγκαταστάθηκε επισήμως το Opus Dei είναι η Ρωσία (αρχές του 2007).
Πρόκειται για την μοναδική καθολική οργάνωση που απολαμβάνει –από το 1982- ένα ιδιότυπο καθεστώς που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με « προσωπική αρχιμανδριτεία ». Αυτό το εξαιρετικά ευέλικτο καθεστώς, στο οποίο είχε γίνει μια σύντομη αναφορά σε ένα από τα διατάγματα της Β’ Συνόδου του Βατικανού, εντάχθηκε το 1983 στον Κώδικα του Κανονικού δικαίου που ισχύει σήμερα, κυρίως χάρη στην πείσμονα επιμονή των νομομαθών του Opus Dei. Με τη μετατροπή της οργάνωσης σε « προσωπική αρχιμανδριτεία » εξουδετερώθηκαν οι κριτικές των αντιπάλων της οι οποίοι της προσήπταν την ασαφή φύση της σε σχέση με τις συνήθεις κατηγορίες όπου θα έπρεπε να ενταχθεί σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας.
Πράγματι, από το 1950, το Opus Dei διέπεται από το καθεστώς του Κανονικού Δικαίου που ισχύει για τα « κοσμικά ινστιτούτα » του Ποντιφικικού Δικαίου, με αποτέλεσμα να ανήκει στη δικαιοδοσία της Επιτροπής Καρδιναλίων (Υπουργείου) για τους Ιερωμένους. Όμως, το Βατικανό δεν έπαυε να υπενθυμίζει, με ένα διάταγμα που εκδόθηκε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, την απαγόρευση που ίσχυε για τους ιερωμένους και για τα μέλη ορισμένων οργανώσεων (μεταξύ των οποίων και τα μέλη των κοσμικών ινστιτούτων) να ασκούν ορισμένες κοσμικές δραστηριότητες όπως για παράδειγμα επαγγέλματα επ’ αμοιβή Έτσι, το Opus Dei, του οποίου ο επίσημος λόγος ύπαρξης είναι να βοηθήσει τα μέλη του να φτάσουν στην αγιότητα μέσα από το επάγγελμα το οποίο ασκούν, βρισκόταν σε αντίθεση με τους κανόνες της Εκκλησίας. Σε αυτό το λόγο οφειλόταν μια κάποια δυσφορία, η οποία ωθούσε αυτήν την οργάνωση που χαρακτηρίζεται από ακραία αυστηρότητα να επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση στη δράση της και να αποφεύγει την πολεμική. Η σύνεση αυτή έπαψε να έχει λόγο ύπαρξης μετά το 1982. Από τη στιγμή που μετατράπηκε σε προσωπική αρχιμανδριτεία, το Opus Dei δεν εξαρτάται πλέον από την Επιτροπή Καρδιναλίων για τους Ιερωμένους, αλλά από την Επιτροπή Καρδιναλίων για τους Επισκόπους (άλλο υπουργείο του Βατικανού). Μπορεί δε να οργανωθεί με πολύ πιο ελεύθερο τρόπο και η νομική του ταυτότητα είναι ταυτόχρονα πιο εδραιωμένη και πιο ενδεδειγμένη για την αποστολή του. Όσον αφορά την επικοινωνιακή προβολή της οργάνωσης, το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι σε μεγάλο βαθμό θετικό : σύμφωνα με τον Χουάν Μανουέλ Μορά, διευθυντή επικοινωνίας της οργάνωσης την περίοδο 1991-2006 « όταν πριν το 1982 ρωτούσαν τους υπεύθυνους του Opus Dei, αφιέρωναν μεγάλο μέρος της απάντησής τους για να εξηγήσουν τι δεν ήταν η οργάνωση : δεν ήταν ένα μοναχικό τάγμα, ούτε ακριβώς κι ένα κοσμικό ινστιτούτο… Όμως, δεν είναι δυνατόν να οικοδομήσεις μια επικοινωνιακή πολιτική για την ταυτότητά σου, η οποία να βασίζεται στην άρνηση ».

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Πόθος Πάθος Άνθρωπος

Η μοναξιά που είναι μέσα μας. Αυτό το θρόισμα του κάμπου και το άλλο των συννέφων. Ψηλώνεις, το αγγίζεις σχεδόν με τα δάκτυλα, το κρατάς, αλλά άληπτο και χάνεται. Η νύχτα γέννησε ακίνητο το τοπίο. Στη μοναξιά του ο αέρας σκορπίζει τα φύλλα. Και τίποτε απολύτως. Το σπίτι υπάκουσα και ξέχασα τα βήματα. Ξέχασα τα βήματα όταν υπάκουσα στη μνήμη. Πόσο ακίνητο το δικό της τοπίο. Κι έφερα τα χέρια στο πλευρό της καρδιάς. Ν’ ακούσω, είπα, το ασύμμετρο του σφυγμού της. Κράτησα στις φλέβες μου τις διαδρομές και τους τρόπους του. Και το εκρεμμές των παλμών του. Αποθησαύρισα τις μνήμες των απαραμύθητων σταγόνων του. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία και έστρεψα το βλέμμα μου στη θάλασσα. Αυτή που δεν τη βλέπουν τα παράθυρα του διαμερίσματος αλλά που ο πόθος της αφής μοσχοβολά τη τρικυμία της. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία. Το πρώτο κλάμα. Η σύσπαση των ματιών. Η κάθετη κίνηση και η στιλπνή του τροχιά. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία. Γιατί η νοσταλγία είναι η τρικυμία του νου και η μίμηση του έρωτα. Πράγματα ως γνωστόν που υγραίνουν. Το σύννεφο αθέατο νικήθηκε από το μάτι. Η υγρασία του στάλαξε στα παράθυρα. Τους ήχους της βροχής έφερε στο εσωτερικό του διαμερίσματος, εκεί όπου το πρόσωπο μιμείται τις υγρές του κινήσεις. Πρόσωπο που χαράχθηκε πρόωρα και με τα δάκτυλα στην υγρή περιοχή και στους απέραντους λαβυρίνθους της. Δεν έχω άλλο τρόπο. Τα βήματα ξεχάστηκαν σ’ αυτή τη μοναξιά. Μόνο το άδειασμα των λέξεων. Μόνο ο τρόπος να ζεις δια μέσου. Ο τρόπος που οι έρωτες αναδύονται. Πίσω από κάθε λέξη. Γιατί αυτό προστάζει η χημεία του σώματος. Όλα ολόγυρα από τη λέξη. Όπως η λέξη ολόγυρα από το σώμα. Όπως κρατά στα χέρια της το σώμα. Το σώμα που δεν έχει χέρια παρά τη λέξη μόνο για να γράφει. Και ό, τι γράφει, λέξεις είναι. Λέξεις που δεν ηχούν, ούτε σημαίνουν. Γιατί σκοτάδι οι λέξεις. Δοκιμασμένες στην οδύνη της μοναξιάς. Σ’ αυτό το ελάττωμα του εαυτού σου. Το απροσδιόριστο τίποτα. Την ανέκφραστη νοσταλγία. Το κενό που επιβάλλεται υπεράριθμο. Με μια δύναμη που η ύπαρξη ονομάζει ακραία. Με μια δοκιμασία που ορίζεται ως μοναξιά. Ο πόθος όμως, είπες, μεριμνά. Ο πόθος ούτως ή άλλως μεριμνά. Ο πόθος μεριμνά για τη μοναξιά του, για τη φήμη του στην οδύνη. Ο πόθος μεριμνά τη σιωπή του. Όπως μεριμνούν τη σιωπή τους οι λέξεις. Γιατί οι λέξεις είναι η μοναξιά. Το γλωσσικό τους αδιέξοδο. Ο λόγος που συναθροίζεται στον εαυτό του. Όπως ο εραστής με την ιδέα του πόθου και ο πόθος με την ιδέα του εραστή. Γιατί ο εραστής δεν έχει χέρια παρά μόνο για να κρατά τον πόθο, την άναφη ιδέα του δηλαδή. Εκεί όπου διαμελίζεται το σώμα. Γιατί θυμάσαι αυτό που είπαμε, η κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη με τον εχθρό της κι αυτά τα ίχνη που αφήνει η ζωή τα διαγράφουν δύο σκέλη. Το ένα της σάρκας και το άλλο πάλι της σάρκας. Και τα δύο εφήμερα. Καταστρεπτικά από τη στέρηση. Αυτόχειρα στους κύκλους του ενός θανάτου. Όπως οι λέξεις που διαγράφουν τα ίχνη της γραφής. Μετατοπίζοντας τα γεγονότα προς τη σκιά, στην τεχνητή περιοχή του θανάτου που επικαλείται το θάνατο. Εκεί όπου ο πόθος συναντά το δραματικό του αντικείμενο. Γιατί μόνο ό, τι καθρεπτίζεται στη μοναξιά υπάρχει. Και υπάρχει πραγματικά μόνο το είδωλο στα ύδατα της μοναξιάς. Υγρή σκιά αυτή των πραγμάτων. Γιατί το είπαμε, η κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη. Και δεν ξέρεις αν βρίσκεσαι εδώ ή εκεί. Και πάντως βρίσκεσαι εκεί, στα ύδατα. Στην υγρή περιοχή που αντιγράφει τα σχήματα. Στη μοναξιά των πραγμάτων. Στη δική τους υγρασία. Ο πόθος που είναι ανέγγιχτος αλλά πάλι πόθος. Θέλω να σου δηλαδή πως δεν έχεις τίποτε από μένα ν’ ακούσεις. Πως μόνο την αργία των πραγμάτων μπορώ να μεταφέρω. Πως η γλώσσα μόνο το κενό της μπορεί να μιλήσει. Γιατί οι λέξεις είναι άδειες. Γιατί στη μοναξιά όλα είναι άδεια. Όλα υπομένουν το κενό τους, τον χωρισμό τους από τον κόσμο, τη μεγάλη τους στέρηση. Το ανέφικτο ενός τόπου. Αυτό είναι η μοναξιά. Οι γέφυρες που έχασαν την ισορροπία τους και πλέουν σε χίλια κομμάτια. Αναμνήσεις όλα και ίχνη γραφής. Άκου μια ακόμα ιστορία του κύκλου. Ένα βράδυ που δεν ακούγονταν οι θόρυβοι του δρόμου, ούτε οι κινήσεις του πάνω ορόφου, άκουσα θορύβους μέσα από τον τοίχο. Ήχους ανθρώπων από κει που δεν είχαν ποτέ ακουστεί. Έβαλα τ’ αυτί μου στην κρύα επιφάνεια κι άκουγα αυτές τις φωνές, μαζί μ’ έναν ξερό βήχα και ύστερα βήματα και έπιπλα να μετακινούνται. Για κάποια στιγμή αισθάνθηκα και τις διαστάσεις που θα μπορούσε να χε το δωμάτιο πίσω από τον τοίχο. Εκεί που ακούγονταν οι φωνές και ο ξερός βήχας ηλικιωμένου άντρα, βήματα και έπιπλα να μετακινούνται. Χωρίς να ξέρω αν αυτοί οι ήχοι αύξαιναν ή λιγόστευαν τη μοναξιά μου. Το μόνο ότι δεν ακούστηκαν ποτέ ξανά από εκείνο το βράδυ. Παράξενο σκέφθηκα. Ούτε βήματα, ούτε φωνές, ούτε σύρσιμο επίπλων, ούτε ο ξερός βήχας του ηλικιωμένου άντρα. Τίποτε. Μόνο τα ίχνη τους στη λευκή μοναξιά του διαμερίσματος. Όπως οι λέξεις στη λευκή επιφάνεια του χαρτιού, που δεν ηχούν, ούτε σημαίνουν. Γιατί είναι άδειες οι λέξεις. Γραφήματα όλα της ζωής. Όπως η μυρωδιά του σώματος και η πειθαρχία του πόθου. Του σωματικού μου πόθου. Του σωματικού σου πόθου. Γιατί ο χρόνος θέλει πάντα να επιβάλλεται στον πόθο, να τον καταργεί. Θέλει καθημερινά να τον δοκιμάζει. Αλλά ο εραστής είναι η ιδέα του. Είναι ανίκητος απέναντι στο χρόνο. Το ποθητό και πένθιμο συνάμα σώμα του και η σωματική ισονομία της ιδέας του και το άχρονο της υπεροχής της. Η υγρασία του υπάρχει και σ’ αυτό το σύννεφο του διαμερίσματος που δεν έχει κανένα υγρό παρά μόνο της νοσταλγίας του παραθύρου και της μνήμης των βημάτων. Γιατί ο τόπος είναι ανέφικτος. Και τα όνειρα για να υπάρξουν χρειάζονται την περιγραφή του. Τη μυρωδιά της επιδερμίδας του. Το υγρό που τον στερεώνει. Την προφανή του αλήθεια. Και επίσης τα όνειρα είναι ψιθυροβόλα. Προϋποθέτουν την έγκυρη γλώσσα του τόπου. Τη σάρκα των εννοιών του. Αλλά στη μοναξιά δεν ισχύουν οι λέξεις. Στη μοναξιά δεν ισχύει τίποτε. Ισχύει μόνο το τέλος, η ακρόαση του τέλους, ποτέ η θέα του. Πώς να σου αφηγηθώ αυτή τη στέρηση, όταν οι λέξεις συγχωρούν το κενό, την απόλυτη σιωπή του κενού, την αιχμηρή του διατύπωση. Το σώμα θρηνεί στην έκταση του είπες. Και ο πόθος της αφής έφερε το άγγιγμα και την ηβώσα του στύση. Έφερε τους ήχους της βροχής και την αντανάκλαση τους στο ασημένιο και γκρίζο των ματιών. Όπου οι ψίθυροι υπογραμμίζουν τις κινήσεις. Αυτές του σώματος και τις άλλες της ψυχής. Υγρές διαδρομές που δεν τελειώνουν. Γιατί το εφήμερο της στύσης ευημερεί στην ιδέα του. και οι ιδέες δεν πεθαίνουν. Μόνο κινδυνεύουν να πεθάνουν. Ο θάνατος αποζητάει τον τόπο τους. Αλλά οι ιδέες ορίζουνε την ουτοπία, την απόλυτη στέρηση.Όμως το άγγιγμα το σωματικό υπήρξε. Η γλώσσα περιέγραψε το κοίλωμα του στόματος. Και ο πόνος υπολογισμένος. Όπως επίσης και οι ψίθυροι, οι αναστεναγμοί και το τρίξιμο στο κρεβάτι.
Ναι, όλα αυτά υπήρξαν.
Και κάποιες σκέψεις ακόμη για την περίοπτη αφήγηση.
Όλα υπήρξαν!

Αλλά που;

από τα leximata

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Αποχαιρετισμός στις ελευθερίες

Εφόσον είναι γενικά παραδεκτό ότι τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 άνοιξαν μια νέα περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, ας αναρωτηθούμε ποιος άλλος κύκλος έκλεισε με αυτά και ποιες είναι οι συνέπειές τους.

Η εποχή που κλείνει άρχισε στις 9 Νοεμβρίου 1989 με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και με την εξαφάνιση της Σοβιετικής Ένωσης στις 25 Δεκεμβρίου 1991. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της φάσης -η οποία γνώρισε εξάλλου την άνθηση της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης- και τα οποία εκθειάζονται αδιάκοπα υπήρξαν τα εξής : η εξύμνηση του δημοκρατικού καθεστώτος, ο εγκωμιασμός του κράτους δικαίου και η αποθέωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική, αυτή η σύγχρονη Τριάδα θεωρήθηκε ως είδος κατηγορικής προσταγής την οποία επικαλούνται συνεχώς.
Αυτή η Τριάδα η οποία δεν στερείται από διφορούμενα (μπορούμε, άραγε, πραγματικά να συμφιλιώσουμε τη φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση με την πλανητική δημοκρατία ;), υπολόγιζε στην υποστήριξη των πολιτών οι οποίοι έβλεπαν σε αυτή μια πρόοδο του δικαίου ενάντια στη βαρβαρότητα.
Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 αποτελεί καθαρή ρήξη. Στο όνομα του « δίκαιου πολέμου » ενάντια στην τρομοκρατία φαίνεται ότι επιτράπηκαν ξαφνικά όλες οι παραβιάσεις.
Κατ’ αρχάς, για να ξεκινήσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, η Ουάσιγκτον δεν δίστασε να συνάψει συμμαχίες με ηγέτες που μόλις χθες ακόμη αρνιόταν ακόμα και να συναντήσει : ο πραξικοπηματίας Περβέζ Μουσάραφ του Πακιστάν ή ο δικτάτορας του Ουζμπεκιστάν, Ισλάμ Καρίμοφ. Οι κραυγές του νόμιμου πακιστανού προέδρου, Ναουάζ Σαρίφ, και των ουζμπέκων υπερασπιστών των ελευθεριών δεν κατάφεραν να περάσουν τους τοίχους των φυλακών τους...
Και, στα κρυφά, αξίες που μέχρι χθες χαρακτηρίζονταν ως « θεμελιώδεις » εγκαταλείπουν την πολιτική σκηνή, ενώ τα δημοκρατικά κράτη βυθίζονται, από την άποψη του δικαίου, σε μια υποχώρηση.
Μάρτυρας γι’ αυτό είναι η θύελλα των ελευθεροκτόνων μέτρων που υιοθετήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την επομένη των επιθέσεων, τέθηκε σε εφαρμογή μια δικαιοσύνη εκτάκτων μέτρων.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Τζον Άσκροφτ, κατάφερε να υιοθετηθεί ένας αντιτρομοκρατικός νόμος, ο λεγόμενος « πατριωτικός νόμος », ο οποίος επιτρέπει στις αρχές να συλλαμβάνουν υπόπτους και να τους κρατούν για σχεδόν αόριστο χρονικό διάστημα, να τους εκτοπίζουν, να τους φυλακίζουν σε κελιά απομόνωσης, να παρακολουθούν την αλληλογραφία τους, τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τους, τις επικοινωνίες τους μέσω του Ίντερνετ και να πραγματοποιούν έρευνες στα σπίτια τους χωρίς δικαστική άδεια...
Όχι λιγότεροι από 1.200 ξένοι έχουν συλληφθεί έτσι στα κρυφά, από τους οποίους πάνω από 600 παραμένουν φυλακισμένοι χωρίς δίκη, χωρίς καν να έχουν παρουσιαστεί, αρκετοί από αυτούς, σε δικαστήριο και χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στη βοήθεια ενός δικηγόρου. Η κυβέρνηση έχει εξάλλου την πρόθεση να ανακρίνει περίπου 5.000 άτομα, ηλικίας από 16 έως 45 χρόνων, που διαμένουν στη χώρα με τουριστική θεώρηση του διαβατηρίου τους, και οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για το απλό γεγονός ότι κατάγονται από τη Μέση Ανατολή...
Ενώ τα κανονικά αμερικανικά δικαστήρια θεωρούνται πλήρως αρμόδια , ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους αποφάσισε στις 13 Νοεμβρίου του 2001, να δημιουργήσει στρατιωτικά δικαστήρια, με ειδικές διαδικασίες, για να δικάζουν τους ξένους που κατηγορούνται για τρομοκρατία. Αυτές οι μυστικές δίκες θα μπορούν να γίνονται σε πολεμικά πλοία ή σε στρατιωτικές βάσεις, η ποινή θα απαγγέλλεται από επιτροπή αποτελούμενη από αξιωματικούς, η ομοφωνία δεν θα είναι απαραίτητη για να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος σε θάνατο, δεν θα υπάρχει το δικαίωμα της έφεσης κατά της απόφασης, οι συνομιλίες του κατηγορούμενου με το δικηγόρο του θα μπορούν να παρακολουθούνται κρυφά, η δικαστική διαδικασία θα διατηρηθεί μυστική και οι λεπτομέρειες της δίκης δεν θα δοθούν στη δημοσιότητα παρά έπειτα από δεκαετίες...
Αξιωματούχοι του FBI έφτασαν μέχρι το σημείο να προτείνουν για ορισμένους κατηγορούμενους να εκδοθούν σε φιλικές χώρες, με δικτατορικό καθεστώς, ώστε η τοπική αστυνομία να μπορεί να τους ανακρίνει χρησιμοποιώντας μεθόδους « άγριες και αποτελεσματικές ».
Η προσφυγή στα βασανιστήρια ζητήθηκε ανοιχτά από τις στήλες μεγάλων περιοδικών. Στο κανάλι CNN, ο ρεπουμπλικάνος σχολιαστής Τάκερ Κάρλσον υπήρξε αρκετά σαφής : « Τα βασανιστήρια δεν είναι καλό πράγμα. Αλλά η τρομοκρατία είναι χειρότερη. Ετσι, σε ορισμένες περιστάσεις, τα βασανιστήρια είναι το μικρότερο κακό ». Ο Στιβ Τσάπμαν, στην εφημερίδα « Chicago Tribune », υπενθύμισε ότι ένα δημοκρατικό κράτος όπως το Ισραήλ δεν διστάζει να εφαρμόζει τα βασανιστήρια στο 85% των παλαιστινίων κρατουμένων...
Ο πρόεδρος Μπους, ακυρώνοντας μια απόφαση του 1974 που απαγόρευε στη CIA να δολοφονεί ξένους ηγέτες, έδωσε στην υπηρεσία αυτή το ελεύθερο για να διεξαγάγει όλες τις απαραίτητες μυστικές επιχειρήσεις για τη φυσική εξόντωση των ηγετών της Αλ Κάιντα. Αψηφώντας τις συστάσεις των συμβάσεων της Γενεύης, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έγινε με το ίδιο πνεύμα : να εξοντωθούν τα μέλη της Αλ Κάιντα, ακόμη και όταν παραδίδονται. Παραμερίζοντας κάθε ιδέα μιας λύσης με διαπραγματεύσεις και κάθε ιδέα παράδοσης, ο αμερικανός υπουργός Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, εμφανίστηκε άκαμπτος και ζήτησε ξεκάθαρα να σκοτώνονται οι άραβες αιχμάλωτοι που πολεμούσαν μαζί με τους Ταλιμπάν.
Πάνω από τετρακόσιοι από αυτούς σφαγιάστηκαν κατά την εξέγερση στο φρούριο Καλά-ε-Τζάνγκι και ένας αριθμός αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερος κατά την κατάληψη της Τόρα Μπόρα.
Η Ουάσιγκτον παραμένει εχθρική στο σχέδιο για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για να μην μπορεί να υπάρξει καμιά δικαστική διαδικασία εναντίον αμερικανών στρατιωτικών για επιχειρήσεις που έχουν διεξαχθεί στο εξωτερικό.
Γι’ αυτό η Γερουσία ενέκρινε, σε πρώτη ανάγνωση, το νόμο ASPA (American Service-members Protection Act) ο οποίος επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να λαμβάνουν ακραία μέτρα -που φτάνουν μέχρι το σημείο της στρατιωτικής επέμβασης σε μια χώρα !- για να αποσπάσουν κάθε Αμερικανό που απειλείται να παραπεμφθεί στο μελλοντικό Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Προς όφελος του « παγκόσμιου πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία » και άλλες χώρες -Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία...- ενίσχυσαν επίσης την καταπιεστική νομοθεσία τους. Οι υπερασπιστές των δημόσιων ελευθεριών έχουν πολλούς λόγους να ανησυχούν γιατί η γενική τάση των κοινωνιών μας που έτεινε προς ένα όλο και μεγαλύτερο σεβασμό του ατόμου και των ελευθεριών του ανακόπτεται βίαια. Και όλα δείχνουν ότι παρεκκλίνουμε ήδη προς ένα κράτος όλο και περισσότερο αστυνομικό...

άρθρο στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, από την Le Monde Diplomatique, το 2002...

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Ο Μοναχικός

Σιχαίνομαι ν'ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ.
Να υπακούω;Όχι!Και να κυβερνώ;Ούτε και τούτο!
Όποιος δε φοβάται τον εαυτό του φόβο δεν προκαλεί.
Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί μπορεί να οδηγήσει άλλους.
Σιχαίνομαι ακόμη και να καθοδηγώ τον εαυτό μου!
Μ'αρέσει όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας να χάνομαι για λίγο
να κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά
και να στοχάζομαι
να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά
πλανεύοντάς τον για να ξαναγυρίσει ξανά σε μένα.

Ο Μοναχικός, του Φρ. Νίτσε

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Το τέλος του κύκλου για τη σοσιαλδημοκρατία

Και οι ιδέες πεθαίνουν. Το κοιμητήριο των πολιτικών παρατάξεων ξεχειλίζει από μνήματα όπου βρίσκονται θαμμένα τα λείψανα πολιτικών οργανώσεων που κάποτε πυροδοτούσαν πάθη, κινητοποιούσαν πλήθη και πλέον έχουν γίνει βορά της λήθης. Ποιος θυμάται στην Ευρώπη, λόγου χάρη, τον ριζοσπαστισμό ; Μία από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις (της κεντροαριστεράς) του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, παρασυρμένη από τους ανέμους της Ιστορίας... Τι απέγινε ο αναρχισμός ; Και ο σταλινικός κομμουνισμός ; Πού βρίσκονται τούτα τα αξιοθαύμαστα λαϊκά κινήματα που μέχρι πρότινος ήταν ικανά να επιστρατεύσουν εκατομμύρια αγρότες και εργάτες ;

Εξαιτίας των ίδιων της των αποκηρύξεων, των συνθηκολογήσεων και των προδοσιών, η σοσιαλδημοκρατία γλιστράει σήμερα με τη σειρά της στον τάφο... Ολοκληρώνεται ο κύκλος της ζωής της. Και το πιο απροσδόκητο είναι πως αυτό συμβαίνει τη στιγμή που ο υποτιθέμενος κυριότερος ανταγωνιστής του, ο άκρατα νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, βρίσκεται σε μία από τις χειρότερες στιγμές του.
Γιατί λοιπόν η σοσιαλδημοκρατία πεθαίνει αφού ο νεοφιλελευθερισμός βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση ; Αναμφίβολα επειδή, απέναντι στην έκρηξη των επιτακτικών κοινωνικών αναγκών, αποδείχθηκε ανίκανη να προτείνει λύσεις που ξεσηκώνουν τον λαϊκό ενθουσιασμό.
Πορεύεται στα τυφλά, δίχως πυξίδα και δίχως θεωρία· δίνει την εντύπωση πως βρίσκεται εκτός λειτουργίας, με έναν ασθενικό μηχανισμό καθοδήγησης, δίχως στρατηγική ούτε ιδέες ούτε αρχές ούτε όραμα για το μέλλον... Προπαντός στερημένη από ταυτότητα. Ήταν μια πολιτική δομή που όφειλε να κάνει επανάσταση και απαρνήθηκε αυτόν τον σκοπό· ήταν ένα εργατικό κόμμα και πλέον εκπροσωπεί την εύπορη μεσοαστική τάξη των πόλεων.
Ποικίλες εκλογικές αναμετρήσεις κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου έδειξαν ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν ξέρει πώς να απευθυνθεί στα εκατομμύρια ψηφοφόρους-θύματα των ωμοτήτων του μεταβιομηχανικού κόσμου που προέκυψε από την παγκοσμιοποίηση. Σε αυτές τις μάζες των αναλώσιμων εργαζομένων, των μονίμως καθηλωμένων στον βασικό μισθό, των νεόπτωχων από τα προάστια, των αποκλεισμένων, των εξαναγκασμένων σε πρόωρη συνταξιοδότηση εν μέσω παραγωγικής ηλικίας, των νέων της επισφάλειας... Σε όλα αυτά τα κοινωνικά στρώματα που έπεσαν θύματα του νεοφιλελεύθερου σοκ. Και για τα οποία η σοσιαλδημοκρατία δεν φαίνεται να διαθέτει ούτε λόγο ούτε λύσεις.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του Ιουνίου 2009 αποκάλυψαν με χαρακτηριστικό τρόπο την τρέχουσα κατάρρευσή του. Η πλειονότητα των εν εξουσία σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είδε τα ποσοστά τους να πέφτουν. Εξίσου έχασαν έδαφος και αυτά που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, ειδικά στη Γαλλία.
Δεν κατάφεραν να πείσουν τους ψηφοφόρους για την ικανότητά τους να αντιδράσουν στις κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις που προέκυψαν από την κρίση του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού. Αν απαιτούνταν ένα τεκμήριο για να καταδειχθεί πως οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές είναι ανίκανοι να προτείνουν μια πολιτική διαφορετική από εκείνη που δεσπόζει στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πρόσφεραν ο Γκόρντον Μπράουν και ο Λουίς Χοσέ Ροντρίγκεθ Θαπατέρο όταν υποστήριξαν την υποψηφιότητα του υπερ-φιλελεύθερου Χοσέ Μανουέλ Ντουράο Μπαρόζο για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής : του τέταρτου ανθρώπου της Σύσκεψης Κορυφής των Αζορών – μαζί με τον Τζορτζ Μπους, τον Τόνι Μπλαιρ και τον Χοσέ Λουίς Αθνάρ – όπου αποφασίστηκε, τον Μάρτιο του 2003, η παράνομη εισβολή στο Ιράκ...
Το 2002, οι σοσιαλδημοκράτες κυβερνούσαν σε δεκαπέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή τη στιγμή, ενώ η χρηματοπιστωτική κρίση καταδεικνύει το ηθικό, κοινωνικό και οικολογικό αδιέξοδο του άκρατου νεοφιλελευθερισμού, δεν κυβερνούν παρά μόνο σε πέντε κράτη (Ισπανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πορτογαλία και Ηνωμένο Βασίλειο). Δεν κατάφεραν να επωφεληθούν από τον νεοφιλελεύθερο όλεθρο. Και οι κυβερνήσεις τριών από αυτές τις χώρες – Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, έχοντας δεχτεί την επίθεση των χρηματοπιστωτικών αγορών και χτυπημένες από την « κρίση του δημοσίου χρέους » – θα βυθιστούν ακόμη πιο πολύ στην ανυποληψία και στην πτώση της δημοτικότητας όταν θα αρχίσουν να εφαρμόζουν, με σιδηρά χείρα, τα προγράμματα λιτότητας και τις αντιλαϊκές πολιτικές που απαιτούνται από τη λογική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μαντρόσκυλών της.
Η αποποίηση των ίδιων της των θεμελίων τής έχει γίνει συνήθεια. Είναι πολύς καιρός που η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αποφάσισε να ενθαρρύνει τις ιδιωτικοποιήσεις, να περικόψει τους κρατικούς προϋπολογισμούς εις βάρος των πολιτών, να ανεχθεί τις ανισότητες, να προωθήσει την επιμήκυνση του ορίου ηλικίας για συνταξιοδότηση (στην Ισπανία, οι εν εξουσία σοσιαλιστές μόλις πρότειναν να αυξηθεί από τα 65 στα 67 έτη...) και να εξαρθρώσει τον δημόσιο τομέα, δίνοντας την ίδια στιγμή κίνητρα για τις συγχωνεύσεις και τις μονοπωλιακές συγκεντρώσεις των μεγα-επιχειρήσεων και κανακεύοντας τις τράπεζες. Χρόνια τώρα έχει αποδεχθεί, χωρίς τύψεις, τον προσηλυτισμό της στον νεοφιλελευθερισμό. Επαψε να θεωρεί προτεραιότητα ορισμένους από τους στόχους που ήταν κομμάτι του ιδεολογικού της DNA, όπως η πλήρης απασχόληση, η υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων, η ανάπτυξη των υπηρεσιών προς τους πολίτες, το τέλος των ανισοτήτων, η εξάλειψη της φτώχειας.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1940, κάθε φορά που ο καπιταλισμός ξεπεταγόταν προκειμένου να μεταπλάσει την κοινωνία, οι σοσιαλδημοκράτες – σχεδόν πάντα υποβοηθούμενοι από τους αριστερούς και τα συνδικάτα – πρόσφεραν πρωτότυπες και προοδευτικές αποκρίσεις : καθολική ψήφος, δωρεάν υποχρεωτική παιδεία για όλους, δικαίωμα στην εργασία, δικαίωμα στην απεργία, κοινωνική ασφάλιση, κοινωνικό κράτος, κράτος πρόνοιας... Σήμερα, αυτό το απόθεμα πολιτικής φαντασίας μοιάζει να έχει εξαντληθεί.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στερείται μιας νέας κοινωνικής ουτοπίας. Και δεν ξεχωρίζει πλέον από τους συντηρητικούς σχηματισμούς παρά μόνο στην ταχύτητα που επιβάλλει για την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας. Εκείνοι την θέλουν όσο πιο γρήγορα γίνεται· η σοσιαλδημοκρατία προτιμά πιο αργούς ρυθμούς...
Οι καιροί, βεβαιότατα, έχουν αλλάξει. Και στον νου αρκετών ψηφοφόρων της, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών από τους λιγότερο προνομιούχους, υπερισχύει το πάθος της κατανάλωσης, καθώς και ο ατομιστικός πόθος να βυθιστούν στην αφθονία που υπόσχεται η γεμάτη πειρασμούς κοινωνία μας, να πλουτίσουν, να απολαύσουν χωρίς περιορισμούς και χωρίς να λερώσουν τη συνείδησή τους... Μπροστά σε αυτόν τον κυρίαρχο ηδονισμό, που αδιάκοπα προάγεται από τη διαφήμιση-προπαγάνδα και τα μέσα μαζικής παραπλάνησης, οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες δεν τολμούν πια να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να πείθουν τους εαυτούς τους πως δεν είναι οι καπιταλιστές που πλουτίζουν χάρη στις προσπάθειες των εργαζομένων αλλά οι φτωχοί που επωφελούνται από τους φόρους που πληρώνουν οι πλούσιοι...
Θεωρούν, όπως επιβεβαιώνει ο Ιταλός φιλόσοφος Ραφαέλε Σιμόνε, ότι « ο σοσιαλισμός δεν είναι εφικτός παρά μόνον όταν ο κατατρεγμός ξεπερνάει την ευσπλαχνία, τα βάσανα ξεπερνούν τις ευχαριστήσεις και όταν το χάος επιβάλλεται στις συγκροτημένες δομές ».
Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο, και προσπαθώντας να διαφοροποιηθεί, ένας νέος σοσιαλισμός του 21ου αιώνα ξαναγεννιέται σήμερα με περίσσια ισχύ και δημιουργικότητα σε πολλές χώρες της Νότιας Αμερικής (Βολιβία, Ισημερινός, Βενεζουέλα). Ενόσω στην Ευρώπη ηχούν πένθιμα οι καμπάνες για τη σοσιαλδημοκρατία.

άρθρο του Ιγνάσιο Ραμονέ (2010)

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Ελευθερία

Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους. Έτσι, γίνεται λόγος για ελεύθερη πτώση των βαρών, όταν αυτά πέφτουν με κατεύθυνση το κέντρο της Γης, σύμφωνα με τον νόμο της βαρύτητας, χωρίς την παρεμβολή ενός εμποδίου που θα μπορούσε να τροποποιήσει τη φυσική τους κίνηση.

Κατά μία περισσότερο εξειδικευμένη ερμηνεία του όρου, η ελευθερία αναφέρεται σε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά, στο μέτρο που με αυτήν εκδηλώνεται μια ικανότητα πρωτοβουλίας, η οποία δεν δεσμεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις και αναγκαιότητες. Στην περίπτωση αυτή η ελευθερία ταυτίζεται με την ελευθερία επιλογής. Επειδή, όμως, κάθε επιλογή προϋποθέτει μια ιεράρχηση στόχων και συνεπώς και ένα κριτήριο διάκρισης μεταξύ τους, και η ελευθερία με την έννοια της επιλογής προϋποθέτει τον σεβασμό κάποιου νόμου.


Στην περίπτωση αυτή, η ελευθερία δεν εκφράζει πραγματική, αλλά δυνητική αξία, η οποία σχετίζεται με την ευθύνη του υποκειμένου που δρα και διατηρεί την ισχύ της ακόμα και όταν δεν τηρείται. Έτσι, από την έννοια του επιστημονικού νόμου μεταβαίνουμε σε εκείνη του ηθικού νόμου, με βάση τον οποίο συνάγεται η έννοια της ηθικής ελευθερίας ως αναγκαιότητας, την οποία αποδεχόμαστε συνειδητά και ορθολογικά. Στο πλαίσιο αυτό, ηθικά ελεύθερος είναι ο σοφός ή, πιο απλά, ο χρηστός άνθρωπος, ο οποίος δρα αφού υπερβαίνει τα εφήμερα πάθη και τις επιθυμίες, συμμορφούμενος προς την αντικειμενική πορεία της πραγματικότητας (στωικοί, Σπινόζα, Χέγκελ).

Επειδή, όμως, για τις πράξεις του καλείται να λογοδοτήσει όχι μόνο εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με έναν ηθικό κανόνα αλλά προπάντων εκείνος που τον παραβαίνει, γίνεται κατανοητό γιατί ήδη από την αρχαιότητα το πρόβλημα της ε. επεκτάθηκε από την ηθική θέληση στη θέληση γενικά. Στην περίπτωση αυτή ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, επειδή ο ίδιος αποτελεί την αρχή των πράξεών του (Αριστοτέλης), τον απόλυτο αυτοπροσδιορισμό και την αιτία του εαυτού του (causa sui).

Ο Κικέρων και οι επικούρειοι (οι τελευταίοι αντίθετα με τη μοιρολατρία των στωικών) παρέλαβαν και επεξεργάστηκαν την έννοια με διαφορετικές προθέσεις και τρόπους. Αργότερα, η έννοια της ελευθερίας κυριάρχησε στη χριστιανική σκέψη από τον Ωριγένη έως τον Όκαμ, όπου αναφερόταν συχνά στις θεολογικές συζητήσεις σχετικά με τη θεία χάρη. Στη νεότερη και στη σύγχρονη σκέψη τη συναντούμε στον Λάιμπνιτς, στον Καντ και στο γαλλικό φιλοσοφικό ρεύμα της πνευματοκρατίας, από τον Μεν ντε Μπιράν έως τον Μπερξόν.

Ο Καντ υποστήριξε πως η συμπεριφορά ενός ανθρώπου διέπεται από τον νόμο της αιτιότητας υπό δύο διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, οι πράξεις του ανθρώπου ακολουθούν μια συνέχεια στον χρόνο και συνεπώς δεν ξεφεύγουν από έναν άκαμπτο ντετερμινισμό, γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή είναι δυνατή μόνο μια περιγραφική θεώρηση των ηθών, χωρίς την ύπαρξη ηθικών κριτηρίων.

Κατά τη δεύτερη άποψη, αντίθετα, θα πρέπει να θεωρείται ότι οι πράξεις του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να αναχθούν σε οποιαδήποτε κίνητρα (εξωτερικά ή εσωτερικά), και συνεπώς αναφέρονται σε μια αιτιώδη δύναμη που εκδηλώνεται μέσα στον χρόνο και χρησιμοποιεί τον ντετερμινισμό του σύμπαντος χωρίς όμως να ανήκει σε αυτόν. Μόνο στη δεύτερη αυτή περίπτωση είναι δυνατόν να αποδοθεί αξία ή απαξία σε μια πράξη, δηλαδή μόνο με αυτή την έννοια είναι δυνατή μια αξιολογική θεώρηση των ηθών.

Γι’ αυτό η ελευθερία αποτελεί τον λόγο ύπαρξης της ηθικότητας, ακόμη και στην περίπτωση που η τελευταία αποτελεί με τη σειρά της τη μοναδική εμπειρία που διαθέτουμε για να μπορούμε να σκεφτούμε μια ελεύθερη αιτιότητα.

Σε μια ενδιάμεση τοποθέτηση ανάμεσα στην ελευθερία ως ορθολογική ανάγκη και στην ελευθερία ως απόλυτη ευχέρεια να πράξουμε ή να μην πράξουμε κάτι, βρίσκεται ο αγγλικός εμπειρισμός (Χομπς, Λοκ, Χιουμ, Στιούαρτ Μιλ), ο οποίος αφενός απορρίπτει την αιτιοκρατία ως αλάνθαστη μέθοδο πρόβλεψης της συμπεριφοράς, αφετέρου δεν αποδέχεται την ε. ως αιτία του εαυτού της και δεν τη θεωρεί ασυμβίβαστη με την αιτιότητα των κινήτρων.

Οι συζητήσεις αυτές επηρέασαν και το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, γεγονός που έγινε ολοένα και πιο αντιληπτό ειδικά μετά τη Γαλλική επανάσταση και την περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του 1789. Ο Μπενζαμέν Κονστάν ήταν εκείνος που αντιπαρέθεσε στην ελευθερία των αρχαίων, δηλαδή στην ελευθερία που θεμελιώνεται στην ένταξη του ατόμου μέσα στο κράτος, την ελευθερία των νεοτέρων ή ελευθερία απέναντι στο κράτος. Σύμφωνα με την τελευταία, το κυρίαρχο αίτημα είναι ο καθορισμός των εγγυήσεων που παραχωρούνται στον πολίτη απέναντι στην κατεστημένη εξουσία.

Είναι φανερό ότι, ενώ η πρώτη μορφή πολιτικής ελευθερίας αντιστοιχεί στην έννοια της ελευθερίας ως ορθολογικής αναγκαιότητας, η δεύτερη μορφή πλησιάζει μάλλον στην έννοια της ελευθερίας ως συμπεριφοράς που εκδηλώνεται χωρίς την παρεμβολή εμποδίων, δηλαδή ως ευχέρειας κάποιος να κάνει ή να μην κάνει κάτι. Επιστροφή στην ιδέα της ελευθερίας ως ορθολογικής αναγκαιότητας και ως ένταξης του ατόμου στην κοινωνία διαπιστώνεται με την εμφάνιση των σοσιαλιστικών θεωριών, που αντέταξαν στην ιδέα των εγγυήσεων και στην τυπολογία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως αυτή είχε διατυπωθεί θεωρητικά από τον Λοκ και τον Μοντεσκιέ, την απαίτηση να ληφθεί υπόψη η ιστορική ύλη, δηλαδή η κοινωνική πραγματικότητα, η οποία προσανατολίζει και ρυθμίζει τις πολιτικές μεθόδους, όπως αυτές συνοψίζονται στην έννοια της συναίνεσης.

Οι θεωρίες αυτές επηρέασαν και την πολιτική σκέψη του 20ού αι., στη διάρκεια του οποίου συζητήθηκε και απορρίφθηκε η άμεση ταύτιση μεταξύ πολιτικού και οικονομικού φιλελευθερισμού (Κρότσε) και επιχειρήθηκε η σύνδεση του προβλήματος της ελευθερίας με εκείνο της δικαιοσύνης, καθώς και η διεύρυνση των πλαισίων των παραδοσιακών αστικών και πολιτικών ελευθεριών.