Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025

Σου γράφω από τα σύννεφα

Σου γράφω από τα σύννεφα. Αυτό μοιάζει, πραγματικά, μια όμορφη ταπετσαρία, τόσο απαλή που θα μπορούσες να περπατήσεις πάνω της. […] Το πνεύμα πετά όπου θέλει. Κανείς δε δίνει διαταγές στο πνεύμα. Τουλάχιστον, όχι στο δικό μου, ούτε στο δικό σου. Είναι μεγάλη δύναμη, Πιερ Πάολο, δεν το πιστεύεις; […] Πρόσεχε. Προσπάθησε να έχεις υπομονή με τους αδύναμους όπως ο Αλμπέρτο. Ξέρεις, αγαπητέ φίλε, αληθινούς φίλους δεν έχω βρει πολλούς, για να μην πω κανένα. Εσύ, αντιθέτως, σκέφτεσαι πως ναι. – Λυπάμαι, μα θα δεις με το χρόνο…-. Σέβομαι την αλήθεια σου και την ειλικρίνειά σου. Είμαστε πολύ ενωμένοι πνευματικά, μέχρι που θα έλεγα όπως σπανίως μπορεί να είναι κανείς με κάποιον. Είναι πολύ σπάνιο και όμορφο. Είναι αναγκαίο κι όμορφο. Και τι σημαίνει πως διαρκεί; […] Στην πραγματικότητα, ο Αλμπέρτο δεν με έπεισε ποτέ -συγχώρεσέ με- είμαι λυπημένη για σένα, γιατί υποφέρεις, αυτός ήταν ένας φίλος σου. Μα όπως λέει ο Δάντης: “Κοίτα και συνέχισε το δρόμο σου”. Εσύ είσαι καλύτερος από αυτούς. Ξέρω πως όλα όσα σου λέω δεν είναι παρά λέξεις και οι λέξεις δεν είναι παρά λέξεις. Αλλά σκέφτομαι εσένα και την υγεία σου.

Θα μου άρεσε να έχω νέα σου. Τα δικά μου είναι πως πέταξα, μα το πνεύμα συνεχίζει να δίνει εντολές ενόσω το σώμα μπορεί. Και το σώμα μου, μου έχει δώσει μερικές καλές μπαστουνιές. Μα οι τραγωδίες δεν πρέπει να παράγονται παρά μόνο στη σκηνή. Κατασκευάζει κανείς τη ζωή του με τις δυνατότητές του. Σήμερα γνωρίζω τις δικές μου. Είχες δίκιο. Αυτός που κερδίζει, έχει κερδίσει για πάντα. Ευχαριστώ για τούτες τις ιερές λέξεις. Μα ξέρεις, ακόμη δεν απελπίζομαι.

Μαρία

5 Σεπτεμβρίου 1971
Την ηρεμία που μου αποδίδεις πραγματικά την έχω. Μου την έχω επιβάλει. […] Μου έφτιαξα η ίδια και κατασκεύασα μόνη μου, τον τόπο που έχω στην κοινωνία, το σεβασμό. Σίγουρα, όπως λες εσύ, είμαι υγιής, και τούτο είναι αλήθεια, μα ξέρω επίσης πως η περηφάνεια με σώζει από πολλά πράγματα. Σήμερα είναι η πιο δύσκολη πορεία για να ακολουθήσω, μα, μακροπρόθεσμα, η μοναδική. Δεν περιμένω τίποτα από κανένα ή μόνο σπάνια λίγη φιλία, αυτό που είναι πολύ, μα μπορώ επίσης να μένω πολύ συχνά μόνη. Νιώθω καλά με τον εαυτό μου, με προδίδω μόνο λίγες φορές. Θα μου πεις τι κηρύσσω. Όχι, Π.Π.Π., με λυπεί να σε βλέπω να υποφέρεις. Εξαρτιόσουν εξολοκλήρου από το Νινέττο και δεν ήταν δίκαιο. Ο Νινέττο έχει δικαίωμα να ζήσει τη δική του ζωή. Ας τον να το κάνει, προσπάθησε να είσαι δυνατός. Πρέπει να είσαι. Όλοι έχουμε περάσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το ίδιο. Ξέρω τον τεράστιο πόνο που αυτό αντιπροσωπεύει, ίσως να είμαι πιο απογοητευμένη από άλλους. Δεν μπορούν συγκεκριμένες λέξεις να παρηγορήσουν. Το ξέρω. Θα μου άρεσε να ένιωθες την ανάγκη να έρθεις να με δεις, να περάσεις τούτα τα πέντε δύσκολα λεπτά, διότι πρόκειται μόνο για 5-10 λεπτά τρομερού πόνου, μετά ο πόνος μετριάζεται, αλλά δεν έχεις αισθανθεί την ανάγκη της φιλίας μου και τούτο με θλίβει. Αλλά αντιλαμβάνομαι επίσης την αντίδρασή σου. […] Σε αγκαλιάζω δυνατά, με όλη μου τη στοργή και είμαι πάντα, πίστεψέ με, η καλύτερή σου φίλη (ίσως είναι ένα τεκμήριο από πλευράς μου).

Μαρία

Ιούλιος 1972
Παρέλαβα το βιβλίο, έπειτα το αγαπητό σου γράμμα. Αισθάνομαι λύπη για σένα -μα ικανοποίηση που με εμπιστεύτηκες. Αγαπητέ φίλε -αισθάνομαι λύπη που δεν μπορώ να είμαι κοντά αυτές τις δύσκολες για σένα στιγμές- όπως έχεις υπάρξει εσύ συχνά μαζί μου.
Ξέρεις καλά πως κατά βάθος ακόμα κι αν σου προκαλώ πόνο με αυτή τη μικρή πρόγνωση – η πραγματικότητα είναι εκείνη που πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις, μα δεν μπορείς, διότι δε θέλεις.
Θα το καταφέρεις- το κατάφερα εγώ- γυναίκα με τόση ευαισθησία- με όλα αυτά έχω καταλάβει πως μόνο σε μας μπορούμε να βασιστούμε. Αν, αλίμονο σε μένα, –μη με πειράζεις- είναι επίσης λυπηρό, πάνω απ’ όλα για μένα να το πω- τους άλλους δεν μπορεί να τους εμπιστευτεί κανείς για πολύ. Είναι νόμος της φύσης πως θα συνέβαινε έτσι. Αν θυμάσαι στο Γκράντο στο αυτοκίνητο γινόταν λόγος και με τον Νινέττο για αγάπη κι εγώ δεν ξέρω. Μέσα μου -οι κεραίες μου, λες εσύ- μου το έλεγαν όταν ο Νινέττο έλεγε πως δεν θα ερωτευόταν ποτέ- ήξερα πως έλεγε πράγματα, πως ήταν υπερβολικά νέος για να καταλάβει. Κι εσύ κατά βάθος, τόσο έξυπνος άντρας, θα έπρεπε να το ξέρεις, στη θέση του θα γραπωνόσουν επίσης από ένα όνειρο φτιαγμένο μόνο για σένα… Σε χαιρετώ όπως πάντα πολύ αγαπημένα,

η Μαρία Σου

ΟΙΣΤΡΟΣ (1970)
Π. Π. Παζολίνι

Αυτή η σκιά που έχει πέσει πάνω σου, αυτήν που ακούω
να σου μιλά αδίκως,
πόσο καιρό παρέμενε στα μέρη σου! Τώρα
αυτός την έχει υποχρεώσει να μεγαλώσει – όπως τους μήνες
στους οποίες οι νύχτες κατεβαίνουν όμοιες με θεομηνίες
και μέσα από τους τόπους της ζωής, που είναι λίγοι
Επέλεξε εσένα, αλάθητη και αδιάφορη (για εμάς που κρίνουμε
σαν παιδιά)∙ και πάνω σε σέ έχει πέσει∙
το αποτέλεσμα είναι πως έχεις ανακτήσει την απόστασή σου
και η ισορροπία έχει αποκατασταθεί, η μοιραία ισορροπία∙
κι έτσι, ο καθένας στη θέση του ξανά-
Γιατί παράγει τόση ταπείνωση να ξέρω εκείνο που είναι τόσο απλό;
Μπήκες στο παιχνίδι από εκείνον τον Γνώστη
που παραχωρεί μεγάλες παύσεις∙ μα πάντα στο τέλος ξανακαλεί
στις εργασίες μας∙ που δεν είναι άλλο πράγμα
από το να ξέρουμε πως είναι αυτός.
Σ’ έχει χειριστεί σαν ένα από τα τόσα πλάσματα∙ κι εσύ, πιστεύοντάς σε για
ελεύθερη, ρίχτηκες με ορμή άλλων αιώνων,
Με άλαλη ορμή, με το πέρασμα ενός ναύτη στη συνάντησή του με τη θάλασσα-
ακόμη περήφανη που είναι «μια κοπέλα της πόλης»
και γεμάτη με πανάρχαια ηθική
αλαζονική από γενεές και περιοχές
Με τέτοια έννοια του γελοίου που έχει μαθευτεί (ή επιβεβαιωθεί) στο μέγα κόσμο
έριξες τον εαυτό σου αφελώς, σαν ένας ατρόμητος κλόουν
στο καθήκον του, δαιμονισμένος απ’ το στόχο:
δεν έχεις κάνει τίποτα μισό
τα συναισθήματά σου ήταν αληθινά, μεγάλα συναισθήματα: ήταν η στιγμή
στην οποία αυτός μας αφήνει ελεύθερους
απολύτως ελεύθερους
Δεν πρόκειται για το Θεό!

Κάλλας και Παζολίνι

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Πεσσόα

Πάει πολύς καιρός που δεν γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς, ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.

Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι — πάντα όμως πίσω απ’ τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.

Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα —όπως το βλέπω με την ακοή— ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.

Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

100%

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, 

ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. 

Το αγόρι δεκαοχτώ χρονών 

και το κορίτσι δεκαέξι. 

Το αγόρι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο, 

και το κορίτσι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο.

 

‘Ένα μοναχικό και συνηθισμένο αγόρι 

κι ένα μοναχικό και συνηθισμένο κορίτσι, 

σαν αυτά που υπάρχουν παντού. 

Ωστόσο πιστεύουν ακράδαντα 

πως κάπου σ’ αυτό τον κόσμο 

υπάρχει ένα κορίτσι ή ένα αγόρι, 

που τους ταιριάζει 100%. 

Ναι, πιστεύουν σ’ ένα θαύμα. 

Κι αυτό το θαύμα ήρθε.

 

Μια μέρα οι δυο τους συναντιούνται τυχαία 

στη γωνία κάποιου δρόμου.

 

«Απίστευτο» λέει το αγόρι στο κορίτσι, 

«σ’ έψαχνα παντού! 

Είτε το πιστεύεις είτε όχι, 

είσαι για μένα το 100% κορίτσι».

 

Και το κορίτσι απαντάει: 

«Κι εσύ είσαι για μένα το 100% αγόρι. 

Ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. 

Είναι σαν όνειρο».

 

Οι δυο τους κάθονται σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, 

κρατιούνται απ’ το χέρι και μιλάνε συνέχεια, 

χωρίς να βαριούνται. Δεν είναι πια μόνοι. 

Βρήκαν το 100% ταίρι τους 

κι αυτό τους βρήκε επίσης, 

Το να βρεις το 100% ταίρι σου 

και να σε βρει και κείνο, 

είναι κάτι εντελώς ασυνήθιστο, 

ένα θαύμα του κόσμου.

 

Αλλά τις καρδιές τους τις σκιάζει μια μικρή, 

πολύ μικρή αμφιβολία. 

Είναι δυνατόν το όνειρό τους 

να εκπληρώθηκε τόσο απλά; 

 

Σ’ ένα διάλειμμα της συζήτησης, λέει το αγόρι:

«Ας κάνουμε μια δοκιμή. 

Αν είμαστε 100% φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, 

σίγουρα κάπου κάποτε θα ξανασυναντηθούμε. 

Την επόμενη φορά θα ξέρουμε πως είμαστε 100% 

προορισμένοι ο ένας για τον άλλο, 

και θα παντρευτούμε αμέσως. Συμφωνείς;

 

«Συμφωνώ» απάντησε το κορίτσι.

 

Κι έτσι χώρισαν. 

Ο ένας στη Δύση κι ο άλλη στην Ανατoλή. 

Στην πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς 

περιττό να βάλουν τη μοίρα τους σε δοκιμασία. 

Δεν έπρεπε να το κάνουν. 

Ήταν προορισμένοι 100% ο ένας για τον άλλο. 

Η αγάπη τους ήταν ένα θαύμα. 

Επειδή όμως ήταν ακόμα πολύ νέοι, 

δεν μπορούσαν να το ξέρουν. 

Κι έτσι παρασύρθηκαν από το αδιάκοπο, 

ανελέητο κύμα της μοίρας.

 

Μια μέρα του χειμώνα, αρρώστησαν κι οι δυο 

από μια επιδημία γρίπης, 

που ήταν εκείνη τη χρονιά σε έξαρση. 

Για πολλές βδομάδες πάλευαν 

μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, 

κι όταν πια έγιναν καλά, 

όλη η προηγούμενη ζωή τους 

είχε σβηστεί από τη μνήμη τους. 

Πώς να το πω, όταν ξύπνησαν και πάλι, 

τα κεφάλια τους είχαν αδειάσει, 

σαν τον Koυμπαρά του νεαρού Ντ. Χ. Λώρενς.

 

Όμως, επειδή αυτός ήταν ένα έξυπνο 

και καρτερικό αγόρι, κι εκείνη ένα έξυπνο 

και καρτερικό κορίτσι, δούλεψαν σκληρά, 

ξαναπόκτησαν συνείδηση και αισθήματα 

κι επέστρεψαν με επιτυχία στην κοινωνία. 

Ναι, μα το Θεό, ήταν πραγματικά σωστοί πολίτες. 

Ήξεραν σε ποιους σταθμούς έπρεπε 

να κατέβουν στο μετρό και πώς να στείλουν 

ένα γράμμα εξπρές στο ταχυδρομείο. 

Αγαπούσαν κιόλας, πότε 75% , πότε 85%.

 

Το αγόρι είχε γίνει πια 32 χρονών 

και το κορίτσι 30 χρονών. 

Τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν.

Κι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη, 

το αγόρι πάει από τη Δύση στην Ανατολή 

από έναν μικρό παράπλευρο δρόμο 

στο Χαραγιούκου, για να πιει έναν καφέ, 

και το κορίτσι, πηγαίνοντας ν’ αγοράσει 

γραμματόσημα για ένα γράμμα εξπρές, 

παίρνει τον ίδιο δρόμο 

από την Ανατολή στη Δύση. 

 

Στα μισά του δρόμου διασταυρώνονται. 

Για μια στιγμή αστράφτει στις καρδιές τους 

η αδύναμη λάμψη της χαμένης μνήμης. 

Το στήθος τους βροντοκοπάει. Και ξέρουν.

Αυτή είναι για μένα το 100% κορίτσι.

Αυτός είναι για μένα το 100% αγόρι.

 

Όμως η λάμψη της ανάμνησης 

είναι πολύ αδύναμη, 

η γλώσσα τους δεν έχει πια τη διαύγεια 

που είχε πριν από δεκατέσσερα χρόνια. 

 

Κι οι δυο τους, χωρίς να πουν λέξη, 

περνούν ο ένας δίπλα στον άλλο 

και χάνονται μέσα στο πλήθος…

Για πάντα…

 

| Χαρούκι Μουρακάμι |“Θα σε αγαπήσω όταν είσαι 100%”|

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Κόκκινο Τετράδιο VII

Λέξεις-δεσμά μου,

σκιά στην ύπαρξή μου,

κλειδώνουν το φως.


Γυμνός καθρέφτης,

το σώμα μου ένας χάρτης,

που κρύβει μυστικά.


Ένα μήλο, φως,

σκοτάδι στο βλέμμα μου,

είμαι και δεν είμαι.


Καπέλο πουλιά,

στον ουρανό πετούν πια,

η σκέψη χάνεται.


Τεθλασμένες γραμμές,

το πρόσωπο σου χάνεται,

σε χρώματα ζω.


Κύκλοι και σώματα,

η αγάπη χωρίζεται,

σε χίλια κομμάτια.


Ρολόγια λιώνουν,

ο χρόνος στάζει χρυσάφι,

στα χείλη σου πια.


Μυαλά που σπάνε,

όνειρα σε πιατάκι,

λάβα που καίει.


Ταξιδεύω φως,

σε κύματα ψυχής μου,

το όνειρο ζει.


Σώμα σου τρελό,

με οδηγεί στο χάος,

εγώ κι εσύ φως.


Στίχος που σβήνει,

σε μια θάλασσα πόνου,

η φωνή σου φως.


Άνεμοι φωνής,

ταξιδεύουν στην ψυχή,

γίνομαι γυαλί.


Το νερό κυλά,

φιλί γυμνό στον άνεμο,

το σώμα μου φως.


Γυμνό κύμα μου,

θάλασσα που ανατέλλει,

εσύ, ο χρόνος.


Δέρμα που πονά,

λουλούδια στην πληγή μου,

γίνεσαι αγκάθι.


Ο έρωτάς σου,

χρώμα που βάφει κόκκινο,

σ' έναν καμβά μου.


Σώματα βαριά,

οι σκιές γεμάτες πόθο,

εσύ, μες στη σιωπή.


Κάθε καμπύλη,

μια αγάπη που φουσκώνει,

στον χώρο απλώνεται.


Χρώμα που στάζει,

σκοτάδι στη σιωπή μου,

τα μάτια σου φως.


Κόκκινο, μπλε φως,

ανάμεσα στο τίποτα,

χάνομαι ξανά.


Γραμμές που χορεύουν,

χάος πάνω στον καμβά,

εσύ με οδηγείς.


Σταγόνες πάθους,

ο έρωτας διαλύεται,

χρώμα που τρέχει.


Λέξεις που κρύβουν,

την αλήθεια του σώματος,

οι σιωπές πονάνε.


Σελίδες άδειες,

με ένα φιλί γεμίζουν,

κρυφή αγάπη.


Καρδιές που φωνάζουν,

γυμνές μέσα στη νύχτα,

εσύ το άστρο μου.


Τραγούδι παλιό,

στη στροφή του δρόμου σου,

ανασαίνω φως.


Στο φως των φάρων,

το φιλί γεύεται νύχτα,

έξω απ’ το χρόνο.


Σκιές βιβλίων,

φιλί σαν μυστικό,

ο χρόνος ξεχνά.


Στα σοκάκια,

η νύχτα ψιθυρίζει,

ένα φιλί κρυμμένο.


Φιλί στην εξέγερση,

ο έρωτας πολεμά,

σφαίρες στον αέρα.


Ανάμεσα στις σφαίρες,

τα χείλη ενώνονται,

σιωπηλή ελπίδα.


Λαβύρινθος λόγων,

φιλί σαν κωδικός,

σπασμένο κάτοπτρο.


Φιλί κρυφό,

στις βιβλιοθήκες της νύχτας,

η σιωπή μιλά.


Φιλί σαν σκιά,

η αβάσταχτη ελαφρότητα,

στη νύχτα χάνεται.


Στην αιωνιότητα,

τα χείλη ενώνουνε,

στιγμές της λήθης.


Στο σκοτάδι,

ένα φιλί φωνάζει,

θέληση για δύναμη.


Χείλη σαν ρολόι,

φιλί που διαστέλλεται,

πραγματικότητα λιώνει.


Χείλη καίνε,

το σώμα σου φωτιά,

στην άβυσσο πέφτω.


Γυμνή ανάσα,

στ’ ακροδάχτυλα κυλάς,

πάθος φλεγόμενο.


Στο σκοτάδι,

το κορμί σου οδηγός,

άγρια σιωπή.


Κάτω από το φως,

οι σκιές μας ενώνονται,

φιλί βουβό.


Δέρμα σαν μετάξι,

καρδιά χτυπάει δυνατά,

λάβα στις φλέβες.


Σαρκικό όνειρο,

τα κορμιά μας μάχη,

φλόγες παντού.


Στη νύχτα γλιστράς,

το σώμα σου ορίζει,

καταιγίδα εντός.


Στα χέρια μου πνίγεσαι,

η ανάσα σου καίει,

κάθε στιγμή αιώνια.


Στα μάτια σου,

η φλόγα της επιθυμίας,

φωτιά χωρίς τέλος.


Στα σκοτάδια,

χάνονται οι αναστεναγμοί,

πυρκαγιά ηδονής.


Σταγόνες ιδρώτα,

το σώμα σου χορεύει,

νύχτα ηδονής.


Κρυφές ανάσες,

στα χείλη σου υποκλίνομαι,

φλόγα αναμμένη.


Στο δέρμα σου

η αφή μου ταξιδεύει,

ηδονή χωρίς τέλος.


Δάχτυλα απαλά,

αφήνουν ίχνη φωτός,

κορμιά ενωμένα.


Μισάνοιχτα χείλη,

ψιθυρίζουν πόθο,

η νύχτα λυγίζει.


Στη μέση της νύχτας,

τα κορμιά μας μπλέκονται,

αγρίμι ξυπνά.


Το σώμα μιλά,

κάθε κίνηση φωνάζει,

πάθος ζωής.


Στο φιλί σου,

αισθήσεις φλογίζονται,

γλυκιά παραφορά.


Αργό χορό,

τα χείλη σου ορίζουν,

νιώθω τη φωτιά.


Τα μάτια σου,

βαθιά σαν θάλασσα,

με πνίγουν στο πάθος.


Κάτω από φως,

το δέρμα σου καίει,

χάδι που τρεμοπαίζει.


Τα δάχτυλα γλιστρούν,

στιγμές γεμάτες πόθο,

σώματα ενωμένα.


Στη γύμνια σου,

οι αισθήσεις αφυπνίζονται,

πάθος φλεγόμενο.


Στο χάδι σου,

ηδονή ταξιδεύει,

κύμα χωρίς τέλος.


Κάθε καμπύλη,

μονοπάτι της ηδονής,

ψιθυρίζει πάθος.


Στα σκοτάδια,

γευόμαστε την έκσταση,

ανάσα καυτή.


Χαραυγή της νύχτας,

τα σώματα ενώνονται,

αναστεναγμοί ηδονής.


Στη γεύση σου,

βρίσκω κάθε επιθυμία,

άγρια νύχτα.


Δέρμα στο δέρμα,

ο πόθος ανασαίνει,

φωτιά που καίει.


Σώμα λυγίζει,

υποκλίνομαι στον πόθο,

χάδι σαν φλόγα.



Στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής,
τα σώματα τρέμουν στην αφή του πάθους,
χίλιες φωτιές ανάβουν σε μια στιγμή,
ο έρωτας γίνεται μαχαίρι δίκοπο,
αιμορραγούμε μαζί, χαμένοι στο όνειρο.

Η νύχτα σκεπάζει τα μυστικά μας,
σιωπή σαν βελούδο απλώνεται γύρω,
τα χείλη μας μιλούν χωρίς λέξεις,
ένα φιλί κλέβει την ανάσα της αυγής,
και το σκοτάδι μας κρατάει δεμένους για πάντα.

Το κορμί σου, ένας ναός λατρείας,
κάθε καμπύλη του ψιθυρίζει ζωή,
το πρόσωπό σου, φως και σκιά μαζί,
καθρέφτης της ψυχής σου, απέραντος,
μέσα κι έξω, είσαι θησαυρός κρυμμένος.

Κάτω απ' την επιδερμίδα σου,
ρέουν τα μυστικά του κόσμου,
ομορφιά που δεν έχει τέλος,
η ψυχή σου καθρεφτίζει το σώμα,
και το σώμα σου την άβυσσο της ψυχής.

Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο VI

Κάθε πρωί ξυπνάμε με τα ίδια ονόματα,

ονόματα που κάποτε σημαίναν φως,

τώρα μόνο σκιά.

Τα μαζεύω, τα διπλώνω προσεκτικά

σαν γράμματα που δεν διαβάστηκαν ποτέ.

Ό,τι δεν ειπώθηκε ζει ακόμα,

μια ανάσα μακριά,

μα κανείς δεν τολμά να την ανασάνει.


Κρύψαμε τον πόνο κάτω από τα μάτια μας,

εκεί που κανείς δεν κοιτά.

Αλλάζει χρώματα με τη νύχτα.

Ο ουρανός άδειος,

όπως εμείς,

κανένας θεός δεν κατέβηκε για να σώσει αυτό που χάνεται.

Μόνο εμείς,

με χέρια γεμάτα πληγές,

προσπαθούμε να κρατήσουμε ό,τι μένει.


Αίμα στα χέρια μου,

λουλούδια στα μαλλιά σου.

Ένα φιλί που έσβησε τα πάντα,

εκτός από την ενοχή.

Αγάπη που βγήκε από τις σελίδες του μυαλού,

κατέστρεψε τα σώματα,

μα άφησε τις καρδιές να χτυπούν πιο δυνατά.

Εμείς οι χαμένοι,

πάντα με μια δόση πάθους,

πάντα με τη γεύση του θανάτου στο στόμα.


Σκιές χορεύουν στον καθρέφτη,

είναι τα πρόσωπα που έχασα,

οι ψυχές που δεν αγγίχτηκαν ποτέ.

Η αγάπη είναι μια πλάνη,

μια σκοτεινή μουσική που με νανουρίζει,

μα με κάθε νότα,

το σκοτάδι μεγαλώνει.

Ποιος θα τολμήσει να δει;

Ποιος θα αντέξει να νιώσει αυτό που χάθηκε;


Πέφτει η σιωπή σαν κουρτίνα βαριά,

κλείνοντας τον κόσμο που χτίσαμε με ψιθύρους.

Στα χέρια μου κρατώ τα κομμάτια της φωνής σου,

μα όσο κι αν τα ενώσω,

η μελωδία δεν επιστρέφει.

Μένουμε να κοιτάμε το κενό,

σαν να περιμένουμε κάτι που δεν έρχεται ποτέ.


Τα κύματα φτάνουν στην ακτή,

αφήνοντας πίσω τους ψευδαισθήσεις.

Εκεί που κάποτε υπήρχε αγάπη,

τώρα μόνο αφρός.

Μιλώ με τις σκιές,

με τις μορφές που δημιουργεί η θάλασσα,

αλλά οι απαντήσεις είναι πάντα οι ίδιες:

κενές,

σαν το απέραντο μπλε

που μας περικυκλώνει.


Δεν ξέρω αν υπάρχει μια λέξη για την αγάπη,

ίσως είναι κρυμμένη πίσω από τα γράμματα

που γράφτηκαν και ξεχάστηκαν.

Κάθε μέρα, περιμένω μια φράση

να χτυπήσει την πόρτα μου,

όμως οι σιωπές στέκονται πιο βαριές.

Στα μάτια σου, ένα φως που δεν έσβησε ποτέ,

και κάθε λέξη που δεν ειπώθηκε

με κρατά δεμένη στο παρόν.


Σκιές μιλάνε,

η σιωπή με καλύπτει,

άδειο φεγγάρι.


Στιγμές χαμένες,

αγγίγματα στα όνειρα,

χάθηκε ο χρόνος.


Φλόγα σβησμένη,

κάθε ανάσα δική σου,

πίσω δε γυρνώ.


Κρύβει η νύχτα,

το πρόσωπό σου άγνωστο,

σιωπηλός πόνος.


Δρόμοι κλεισμένοι,

το τίποτα με πνίγει,

σκιά χωρίς φως.


Λόγια νεκρά,

χαράζει η μοναξιά,

στον άδειο κόσμο.


Σιωπηλός πυρετός,

οι σκέψεις σου πληγή,

μακριά από σένα.


Στάχτες στον άνεμο,

κραυγές ανείπωτες,

χάθηκε η αφή.


Ράγισε η αγκαλιά,

τα μάτια σου καθρέφτες,

κρύβουν τη βροχή.


Σκοτεινό φεγγάρι,

ψιθυρίζει η σιωπή,

μόνος περπατώ.


Κλειστές κουρτίνες,

η νύχτα σε καλύπτει,

ξέχασες το φως.


Μακριά από δω,

ο εαυτός μου πλανιέται,

άδειο κορμί μου.


Η σιωπή ψιθυρίζει,

οι λέξεις χορεύουν,

στιγμές αιχμαλωτίζουν.


Σιωπή φωνάζει,

οι σκέψεις μου χαμένες,

κενό στη ψυχή.


Ο χρόνος σπάει,

τα όνειρα καταρρέουν,

η απόγνωση γελά.


Στην πέτρα γράφω,

η σκιά του ήλιου καίει,

η μνήμη ζωντανή.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο V

Στη σκιά της λύπης μου σε είδα να γελάς,
Σαν φως που μάχεται τη νύχτα, να μου μιλάς.
Και ο χρόνος στάθηκε, μια ανάσα να κρατήσω,
Μα ο άνεμος σου πήρε ό,τι πρόλαβα να χτίσω.
Φωνές με κυνηγούν στα όνειρά μου,
Σαν ψίθυροι που σβήνουν τα φτερά μου.
Σε δρόμους άδειους, με σιωπές να με καλούν,
Περίμενα μια λέξη, μα οι ώρες δεν μιλούν.
Κι αν γκρεμίστηκαν όλα, κι αν χάθηκες ξανά,
Στης μοναξιάς το κύμα βρίσκω πια στεριά.
Γιατί εκεί που σβήνουν όλα τα φώτα,
Γεννιέται η ελπίδα που δε γνωρίζει πρώτα.


Στα χέρια σου καίγομαι, μα δεν φεύγω,
Είναι το φως σου φωτιά κι εγώ το τελευταίο ξύλο.
Κλείνω τα μάτια, να σε κλέψω απ' τη σκιά,
Μα η αλήθεια ματώνει σαν κοφτερή μαχαιριά.
Σε ψάχνω στα όνειρα, μα οι δρόμοι κλειστοί,
Σ' έναν κόσμο που γκρεμίζεται, είσαι η μόνη πηγή.
Κι αν η καρδιά μου σπάσει, σαν γυαλί που ραγίζει,
Στις στάχτες του πόνου μου, το πάθος ανθίζει.
Στη σιωπή σου, βυθίζομαι, χάνομαι ξανά,
Είσαι ο χρόνος που σταμάτησε, μια ψεύτικη χαρά.
Μα το φιλί σου, σαν μαχαίρι βαθύ,
Με σκοτώνει κι όμως ζητώ άλλη μια πνοή.
Σ’ έναν κόσμο που ουρλιάζει και μένει βουβός,
Είσαι η φυλακή μου, μα και ο δρόμος ο ανοιχτός.
Μόνος πια περπατώ, στους ίσκιους της ζωής,
Κι ο έρωτάς σου γίνεται φωνή της σιωπής.


Σε περίμενα εκεί,
όπου η πόλη αιμορραγεί σιωπή,
όπου οι λέξεις γίνονται μαχαίρια
και η αγκαλιά σου το τελευταίο καταφύγιο.
Το σώμα σου – μια φυλακή που θέλω να σπάσω.
Κάθε φιλί σου – ένα κομμάτι μου που πεθαίνει,
μα δεν μπορώ να σταματήσω.
Θέλω να διαλυθώ μέσα σου.
Η αγάπη σου με σκίζει.
Μου παίρνει την ανάσα και τη ζωή.
Δεν έχει φως εδώ, μόνο εσύ,
κι εγώ γονατίζω, ικετεύω,
κατάρα ή ευλογία, δεν έχει σημασία.
Θα μπορούσα να σε μισήσω.
Αλλά τι να κάνω;
Είσαι η τελευταία μου προσευχή
κι εγώ ένα σώμα έρημο,
έτοιμο να καεί για μια στιγμή μαζί σου.
Μην φύγεις.
Ή φύγε και πάρε μαζί σου ό,τι έχω.
Άσε με εδώ, να ουρλιάζω
στο κενό που μου χάρισες.


Η ανάσα σου μια θάλασσα που πνίγει,
κι εγώ κολυμπώ, ξανά και ξανά,
γιατί το να πεθάνω στο κύμα σου
είναι καλύτερο απ’ το να ζήσω στην ακτή.
Στα χέρια σου οι πληγές μου ανοίγουν,
κάθε φιλί σου – ένα μαχαίρι.
Μα αν είναι να με σκοτώσεις,
κάν’ το αργά, να νιώθω τον πόνο σου για πάντα.


Είσαι η σιωπή που με καταπίνει,
η φωνή μου δεν αντέχει να σε φτάσει.
Στις άδειες ώρες του κόσμου,
ο έρωτάς σου είναι η τιμωρία μου.
Το σώμα μου φτιάχτηκε να καεί στο δικό σου,
φλόγες που φωνάζουν τη δική σου απουσία.
Είσαι το σπίτι μου,
κι εγώ ένας άστεγος που ψάχνει τη στάχτη του.


Μιλήσαμε με τα μάτια,
γιατί οι λέξεις πέθαναν.
Κάθε ανάσα σου μια υπόσχεση
που ποτέ δεν ήρθε να μείνει.
Είσαι η αλήθεια που δεν αντέχω να δω.
Στην αγκαλιά σου, όλα είναι ψέμα,
αλλά είναι το μόνο ψέμα που δεν μπορώ να αφήσω.


Το πάθος μας ένας πόλεμος
χωρίς νικητές.
Αίμα στα χείλη, φωτιά στο βλέμμα,
κι εμείς, δύο στρατιώτες που αρνήθηκαν την ειρήνη.
Πώς μπορεί να είναι τόσο όμορφο να πεθαίνεις
για έναν άνθρωπο που ποτέ δεν θα σε ζήσει;
Στην απουσία σου βρίσκω τη δύναμή μου,
και στη μοναξιά μου, την πιο γλυκιά συντροφιά.


Ο κόσμος μου είναι ένας άδειος δρόμος
γεμάτος ίσκιους που φωνάζουν τ' όνομά σου.
Τα φώτα της πόλης μιλούν για σένα,
και το αίμα μου, στάλα-στάλα,
γράφει ιστορίες που δεν θα διαβάσεις.
Ένα τραγούδι που τελειώνει πριν αρχίσει.
Ένα φιλί που αιμορραγεί.
Εγώ, εσύ,
δυο χαμένες επαναστάσεις
μέσα σε ένα βρώμικο δωμάτιο.


Σε κάθε φιλί σου, βρίσκω τον εαυτό μου,
και χάνω τον Θεό.
Η αγάπη σου είναι ο ουρανός που πέφτει,
η άβυσσος που σκεπάζει τα πάντα.
Μα δεν έχω άλλη επιλογή.
Θα σε ακολουθήσω εκεί που ο κόσμος σταματά,
όπου η ζωή γίνεται σκόνη
και η σιωπή σου
το τελευταίο μου τραγούδι.


Πώς μπορεί να υπάρχει τόσος θόρυβος στη σιωπή σου;
Μια στιγμή μαζί σου είναι μια αιωνιότητα που αιμορραγεί.
Είσαι το τίποτα που με κρατά ζωντανό,
η φωτιά που με καταστρέφει,
και το νερό που αρνείται να με σβήσει.
Σου μιλάω σε μια γλώσσα που δεν θα μάθεις ποτέ.
Γράφω τα όνειρά μας σε τοίχους που κανείς δεν βλέπει.
Αλλά ακόμα περιμένω.
Γιατί το να περιμένω εσένα
είναι η μόνη μου θρησκεία.


Είσαι το μαχαίρι που με έμαθε να αγαπώ τον πόνο.
Είσαι ο καθρέφτης που μου έδειξε
πώς να διαλύομαι όμορφα.
Δεν είμαι ολόκληρη χωρίς τις πληγές σου.
Δεν είμαι άνθρωπος χωρίς τον πόθο σου.
Μα ίσως, σε ένα άλλο σύμπαν,
να ήμουν κάτι περισσότερο
από μια ανάμνηση που καίγεται.


Οι λέξεις σου είναι προσευχές που ξεχάστηκαν,
κλειδιά για πόρτες που δεν άνοιξαν ποτέ.
Το σώμα σου είναι μια θάλασσα από αλμύρα και αίμα,
κι εγώ πνίγομαι, χαμογελώντας.
Είσαι η αρχή και το τέλος,
η καταστροφή μου και η μόνη μου σωτηρία.
Αν είναι να φύγεις,
πάρε μαζί σου τον πόνο μου.
Ή μήπως είσαι ο πόνος μου;