Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Εκείνοι

Κανείς δεν θα τους καταλάβει. Μόνοι τους, και όμως όχι μόνοι. Είναι μια απουσία που μιλά μέσα στη σιωπή, μια παρουσία που σιωπά μέσα στην ανάγκη. Το «μαζί» τους είναι λεπτό σαν αέρας, αόρατο σαν τη στιγμή που περνά. Κάθε τους άγγιγμα είναι βαρύ, σαν λόγος που δεν λέγεται, σαν μνήμη που δεν ξεχνιέται. Κάνουν έρωτα με ψυχή, σαν να ψάχνουν να βρουν τα κομμάτια που ποτέ δεν υπήρξαν δικά τους.

Στη μέση της πόλης, με το φως της neon να χορεύει στους τοίχους. Μιλούν με ψίθυρους, σχεδόν χαμένοι, ξεχασμένοι από το σύμπαν. Σ' αυτήν την άθλια αλήθεια, στον παλμό του κόσμου που τρέχει αδιάφορος, οι δυο τους σταματούν τον χρόνο. Ο έρωτάς τους ελεύθερος, αδέσποτος, σαν ξεσπασμένος δρόμος, μεθυσμένοι και αιώνιοι σαν μπαρ κλειστό μετά τα μεσάνυχτα. Κάνουν έρωτα στα πεζοδρόμια της νύχτας. Όπου κι αν βρίσκονται, είναι σπίτι τους.

Σ' ένα δωμάτιο με κλειστά παντζούρια, η μέρα χάνει τον δρόμο της. Η ώρα σταματά να έχει σημασία, ο χρόνος τους ξεχνά. Κάθε φιλί μια λέξη που πνίγεται. Κάθε χάδι μια κραυγή που γίνεται σιωπή. Γυμνοί κι απόκοσμοι, ακροβατούν πάνω σε κενό. Κάνουν έρωτα, σαν δυο σκιές που προσπαθούν να βρουν τη μορφή τους, αγγίζοντας με δάχτυλα γυμνά, μ’ ένα βλέμμα που σκοτώνει και λυτρώνει μαζί. Η ζωή και ο θάνατος, κολλημένοι σαν έρωτας.

Η νύχτα γίνεται άβυσσος και τα σώματα χάνονται, σ' ένα σκοτάδι που δεν έχει τέλος. Εκεί, στην άκρη της παρακμής, εκεί που ο κόσμος τελειώνει, σμίγουν και κατασπαράσσονται, κλέβουν ο ένας τον άλλο σαν φυλακισμένα θηρία. Σάρκα και σάρκα, πληγή πάνω σε πληγή. Είναι απόλυτοι. Κάθε τους φιλί, μια σταγόνα αίμα. Κάθε αγκαλιά, ένα κάψιμο που σβήνει μόνο με στάχτες.

Αυτό δεν είναι έρωτας, είναι πόνος, είναι φωνή που κολλάει στο δέρμα σαν καυτό σίδερο. Είναι ένα βλέμμα, ένα κενό που καταβροχθίζει τη νύχτα. Αγγίζονται κι είναι σαν να κόβονται. Αιμορραγούν και συνεχίζουν να θέλουν, να φωνάζουν, να πονούν. Κάθε σώμα χωριστά, αλλά αδιάσπαστα ενωμένα. Κάθε φιλί, σαν σφαίρα, κάθε άγγιγμα σαν αποχωρισμός. Ο έρωτάς τους είναι μαχαίρι. Κι όμως, δεν σταματούν. Διψούν να ζήσουν μέχρι θανάτου.

Σαν καταιγίδα που φέρνει τον ήλιο, σαν άγγελοι χαμένοι σε γήινους δρόμους. Είναι η αγάπη που νικά την απόσταση, που ενώνει τις ψυχές σε έναν θρίαμβο άφατο. Σμίγουν με την ίδια φλόγα που σμίγουν τα αστέρια, με βλέμματα γεμάτα υπόσχεση και αιωνιότητα. Ο κόσμος γύρω τους είναι πίνακας με χρώματα καθάρια και διάφανα, γιατί το φως τους λάμπει πέρα από τη ζωή, πέρα από τον θάνατο. Εκείνος κι εκείνη, μαζί, όλο το σύμπαν.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Περί αισθήσεων διάλογος

- Έχω τη μυρωδιά σου στη μύτη μου..

- Και τί μυρωδιά είναι;

- Και τη γεύση σου στη γλώσσα μου..

- Και τί γεύση είναι; 

- Η μυρωδιά σου είναι σαν το ξημέρωμα σε ένα δάσος μετά από καταιγίδα, όπου ο αέρας είναι βαρύς με το άρωμα βρεγμένων φύλλων, γης και μια υπόνοια λευκών λουλουδιών που μόλις ξύπνησαν. Έχει τη γλυκιά νοσταλγία του μελιού που σιγοκαίγεται σε φωτιά και την αψάδα μιας φλούδας εσπεριδοειδούς που ξεφλουδίζεται με χέρια που τρέμουν. Η γεύση σου είναι σαν ένα εξωτικό φρούτο που δε βρίσκεις πουθενά αλλού – μια σταγόνα καρύδας που συναντάει φρέσκο ρόδι και θρυμματισμένο πιπέρι. Γίνεται ένα κοκτέιλ αντιθέσεων: το αλμυρό της θάλασσας αναμεμειγμένο με τη σοκολάτα ενός φιλιού που δεν έχει τέλος. Σαν να δοκιμάζεις έναν σπάνιο οίνο που φέρνει στη γλώσσα μυστικά αιώνων, με μια πινελιά από τη φωτιά που κρύβεται μέσα της. Τη νιώθω παντού: μια έκρηξη αρωμάτων και γεύσεων που στροβιλίζονται, σε αφήνουν άναυδο και ταυτόχρονα πιο ζωντανό από ποτέ.

- Δεν είμαι εγώ όλα αυτά..

- Δεν θα μου πεις εσύ τί είσαι

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Η αγάπη πάντα θα επιστρέφει

Ο Κάφκα κάποτε συνάντησε ένα μικρό κορίτσι στο πάρκο όπου έκανε τον καθημερινό του περίπατο. Το κορίτσι έκλαιγε. Είχε χάσει την κούκλα της και ήταν απαρηγόρητη.

Ο Κάφκα προσφέρθηκε να τη βοηθήσει να τη βρει και συνεννοήθηκε μαζί της να τη συναντήσει την επόμενη μέρα στο ίδιο σημείο.Επειδή δεν μπόρεσε να βρει την κούκλα της, έγραψε ένα γράμμα που υποτίθεται πως είχε γράψει η κούκλα και της το διάβασε όταν συναντήθηκαν την επόμενη μέρα.

«Σε παρακαλώ μη θρηνείς για μένα. Έχω πάει ένα μεγάλο ταξίδι για να δω τον κόσμο. Θα σου γράφω τις περιπέτειες μου.»

Αυτό ήταν μόνο η αρχή και πολλά γράμματα ακολούθησαν. Κάθε φορά που ο Κάφκα συναντούσε το μικρό κορίτσι, της διάβαζε ένα καινούριο γράμμα με τις υπέροχες περιπέτειες της αγαπημένης της κούκλας. Το οποίο φυσικά έγραφε ο ίδιος με μεγάλη προσοχή.

Όταν κάποτε αποφάσισαν να πάψουν να συναντιούνται, ο Κάφκα έφερε στο κορίτσι μια καινούρια κούκλα. Προφανώς και ήταν πολύ διαφορετική από την αρχική. Ένα γράμμα που τη συνόδευε έγραφε… «Τα ταξίδια μου με άλλαξαν».

Πολλά χρόνια αργότερα, το μεγάλο πλέον κορίτσι ανακάλυψε σε ένα κρυφό σημείο της κούκλας με την οποία ο Κάφκα αντικατέστησε τη δικιά της, ένα κρυμμένο σημείωμα.

Περιληπτικά έλεγε…

«Οτιδήποτε αγαπάς, τελικά κάποια μέρα θα το χάσεις. Αλλά στο τέλος η αγάπη θα επιστρέψει με μια διαφορετική μορφή.»

Ο Κάφκα και η κούκλα

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Όσο το δάκρυ αηδονιού

Πάνω από το Κενό

Η αγάπη μας ένα σχοινί,

τεντωμένο πάνω από το κενό.

Κρατιόμαστε σφιχτά,

ξέροντας πως κάθε στιγμή

μπορεί να πέσουμε.

Τα φιλιά μας δαγκώματα,

οι αγκαλιές μας μάχες.

Αν δεν είμαστε φτιαγμένοι για να σωθούμε,

ίσως είμαστε φτιαγμένοι για να καούμε μαζί.


Κάτω από τα Φώτα

Περπατάμε στο χείλος του γκρεμού,

οι σκιές μας μακριές, σαν χέρια που ψάχνουν

να κρατηθούν από κάτι σταθερό.

Αλλά τίποτα δεν είναι σταθερό,

ούτε εμείς, ούτε ο κόσμος γύρω μας.

Στους δρόμους που περάσαμε,

τα βήματά μας άφησαν σημάδια,

πληγές στη γη που ποτέ δεν θα κλείσουν.

Τα φώτα της πόλης αναβοσβήνουν,

ένας παλμός που μας υπενθυμίζει

πόσο λίγο χρόνο έχουμε.

Κάθε φορά που σε κοιτώ,

είναι σαν να σε χάνω ξανά,

όπως χάνεται η νύχτα στο ξημέρωμα.

Ό,τι είμαστε χτίστηκε

πάνω σε σπασμένα θεμέλια.


Η Σιωπή της Πτώσης

Στη σιωπή που ακολουθεί την καταιγίδα,

ακούω τον ήχο της καρδιάς σου.

Χτυπάει πιο αργά τώρα,

όχι από φόβο, αλλά από αποδοχή.

Ξέρουμε και οι δύο ότι η πτώση είναι αναπόφευκτη,

ότι το σχοινί δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα.

Ίσως, κατά βάθος, ποτέ δεν ήθελε.

Τι σημασία έχει η αγάπη αν δεν πονέσει;

Αν δεν μας αφήσει πληγές που να θυμόμαστε;

Κάθε μας φιλί ήταν σαν τελευταίο,

κάθε λέξη που ανταλλάξαμε

ήταν σαν να γραφόταν στην άμμο,

έτοιμη να σβηστεί με το πρώτο κύμα.


Αντίο στη Γη

Και τότε, έρχεται η στιγμή.

Το σχοινί σπάει,

και εμείς πέφτουμε.

Δεν ουρλιάζουμε, δεν κλαίμε,

γιατί ήμασταν πάντα προετοιμασμένοι για αυτό.

Το κενό κάτω από τα πόδια μας

μας αγκαλιάζει,

και εμείς επιτέλους νιώθουμε ελεύθεροι.

Στην πτώση, βλέπω ξανά όλες τις στιγμές μας,

τις στιγμές που ζήσαμε σαν να μην υπήρχε αύριο.

Ίσως δεν υπήρξε ποτέ.

Η αγάπη μας δεν προοριζόταν να κρατήσει,

αλλά να καταστραφεί με τρόπο ένδοξο,

σαν αστέρι που καίγεται στον ουρανό

πριν σβήσει για πάντα.

Δεν φοβάμαι πια.

Γιατί, αν μη τι άλλο,

αγαπηθήκαμε μέχρι τέλους.