Όπου να 'ναι θα πεθάνουνε
τα τζιτζίκια. Όσο τ' ακούμε
δεν το σκεφτόμαστε.
Μιαν αστραπή:
Μες το σκοτάδι αστράφτει
του ερωδιού η κραυγή.
Σ' ένα κλαρί νεκρό
κάποιο κοράκι στάθηκε
του φθινοπώρου δείλι.
Δεν καίει λάδι πια στη λάμπα μου,
ξάπλωσα. Και μες τη νύχτα
να μπαίνει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Φεγγάρι ολόγιομο.
Τριγύρω απ' τη λίμνη όλη τη νύχτα
περιπλανήθηκα.
Τα νερά του καταρράκτη διαυγή.
Μέσα στα κύματα άσπιλα
λάμπει η σελήνη καλοκαιρινή.
Ξύπνα, ξύπνα, φωνάζω,
φίλη μου εσύ μοναχή,
πεταλούδα, που τώρα κοιμήθηκες.
Πρώτη του χειμώνα νεροποντή.
Ο πίθηκος μοιάζει κι αυτός
ένα βρόχινο να ζητάει παλτό.
Αρρώστησα ταξιδεύοντας,
τα όνειρα μου τώρα πλανώνται
σ' ένα λειμώνα γυμνό.
Ματσούο Μπάσο (1644 - 1694)
τα τζιτζίκια. Όσο τ' ακούμε
δεν το σκεφτόμαστε.
Μιαν αστραπή:
Μες το σκοτάδι αστράφτει
του ερωδιού η κραυγή.
Σ' ένα κλαρί νεκρό
κάποιο κοράκι στάθηκε
του φθινοπώρου δείλι.
Δεν καίει λάδι πια στη λάμπα μου,
ξάπλωσα. Και μες τη νύχτα
να μπαίνει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Φεγγάρι ολόγιομο.
Τριγύρω απ' τη λίμνη όλη τη νύχτα
περιπλανήθηκα.
Τα νερά του καταρράκτη διαυγή.
Μέσα στα κύματα άσπιλα
λάμπει η σελήνη καλοκαιρινή.
Ξύπνα, ξύπνα, φωνάζω,
φίλη μου εσύ μοναχή,
πεταλούδα, που τώρα κοιμήθηκες.
Πρώτη του χειμώνα νεροποντή.
Ο πίθηκος μοιάζει κι αυτός
ένα βρόχινο να ζητάει παλτό.
Αρρώστησα ταξιδεύοντας,
τα όνειρα μου τώρα πλανώνται
σ' ένα λειμώνα γυμνό.
Ματσούο Μπάσο (1644 - 1694)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.