Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Φως και Σκιά

Ο ήλιος έδυε πίσω από τα ψηλά βουνά στη Δύση και το σούρουπο, ο πρόδρομος της νύχτας γλιστρούσε γρήγορα κατά μήκος  των λιβαδιών. Όμως η ζέστη της ημέρας παρέμενε ακόμη και το νεαρό κορίτσι ήταν ευχαριστημένο που δρόσιζε τα πόδια της μέσα στο ρυάκι και αφουγκραζόταν.
Και τότε, καθώς οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου εξασθένησαν και τα κελαηδήματα των πουλιών έσβηναν, ακούστηκε η μουσική. Ήταν αμυδρή και ψιλή και συχνά χανόταν σαν να περνούσε πέρα από την εμβέλεια της ανθρώπινης ακοής, και ήταν απίστευτα όμορφη. Η Εύα αφουγκράστηκε μαγεμένη όπως είχε κάνει και τις τρεις τελευταίες νύχτες. Η μουσική ύφαινε έναν λεπτεπίλεπτο ιστό στη νυχτερινή ατμόσφαιρα, καλώντας, επιμένοντας, παρασύροντας την όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος που συνόρευε με τα λιβάδια. Οι ντόπιοι έλεγαν ιστορίες σχετικά με το μέρος αυτό και το συνέδεαν με το γήλοφο των ξωτικών που υψωνόταν πέρα από το χωριό. Καθώς η Εύα έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος, η μουσική ακουγόταν όλο και πιο δυνατά μέχρι που την περικύκλωσε… κρατώντας την… τραβώντας την… περιστρέφοντας την γύρω -γύρω… γύρω γύρω… Ένιωσε το δάσος να γυρίζει… να γυρίζει… να γυρίζει  κι έπεσε…
Όταν ξύπνησε η νύχτα είχε πέσει για τα καλά και ο ουρανός λαμπύριζε γεμάτος αστέρια. Η Εύα ανακάθισε απότομα. Κάτι κουνήθηκε στην άκρη του ματιού της και έπνιξε μια κραυγή.
«Δεν υπάρχει λόγος να με φοβάσαι». Η φωνή ήταν ενός άνδρα, λεπτού και ψηλού σαν τη μουσική και φάνηκε να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της.
«Ποιος… ποιος είσαι;» ψιθύρισε και η φωνή της έσπασε από την προσπάθεια.
Η σκιά ήρθε πιο κοντά, μέχρι που μπόρεσε να διακρίνει το περίγραμμα ενός ψηλού, αδύνατου άνδρα. Χαμογέλασε και τα δόντια του φάνηκαν εκπληκτικά λευκά μέσα στις σκιές και τράβηξε πίσω την κουκούλα μιας μακριάς κάπας. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και χλωμά και φαίνονταν αφάνταστα απαλά.
«Είμαι ο Άνταμ», είπε. Και πάλι η φωνή φάνηκε να αντηχεί μέσα στο κεφάλι της. Ήταν απαλή, αβίαστη και ρευστή, σαν… σαν τη μουσική που είχε ακούσει.
Η μουσική.
«Άκουσα μουσική», μουρμούρισε, «ακολούθησα…»
Ο Άνταμ της έδειξε μια άρπα. «Συχνά παίζω καθώς περνά η νύχτα», της είπε χαμογελώντας. « Πρέπει να πηγαίνω», είπε και η φωνή του είχε ένα ίχνος λύπης. «Θα σε δω ξανά;»
Η Εύα του έγνεψε σιωπηλά.
« Μα δεν ξέρω καν το όνομα σου, όμορφη κόρη».
«Εύα», μουρμούρισε η κοπέλα.
«Εύα», επανέλαβε ο Άνταμ…
Συναντήθηκαν ξανά την επόμενη νύχτα στο ίδιο μέρος ακριβώς μετά το σούρουπο. Και την επόμενη… και την επόμενη… και την επόμενη…
Περπατούσαν μαζί μέσα στο φεγγαρόφωτο δάσος και μολονότι μιλούσε λίγο για τον εαυτό του, αισθανόταν πως τον ήξερε. Πάντα χώριζαν πριν την ανατολή του ήλιου και πάντα η Εύα υπόσχονταν πως δεν θα μιλούσε σε κανέναν για τις συναντήσεις τους.
Στο πρώτο φιλί τους η κοπέλα ένιωσε το αίμα να μαζεύεται στο πρόσωπο της, ενώ το άγγιγμα των χειλιών του της έκανε να αισθανόταν ζαλισμένη. Και οι μακριές ζεστές μέρες του καλοκαιριού πέρασαν αργά στο φθινόπωρο και παρόλο που η Εύα περνούσε όλες τις νύχτες με τον Άνταμ, ποτέ δεν ένιωθε κουρασμένη. Και ήρθε ο Νοέμβρης. Η Εύα ζούσε μόνο για τις νύχτες και τον εραστή της. Και όσο δεν ένιωθε κούραση, τόσο αδύνατη και χλωμή έδειχνε και τα μάτια της σκοτείνιαζαν. Ήξερε βαθειά μέσα της πως ο Άνταμ δεν ήταν άνθρωπος, αλλά δεν ήταν ούτε δαίμονας ούτε διάβολος..ίσως ήταν ξωτικό…
Την τελευταία νύχτα του Νοέμβρη ο Άνταμ της ψιθύρισε: «Απόψε είναι η τελευταία νύχτα που σε βλέπω…»,και σήκωσε το χέρι του και πίεσε το δάχτυλο του στα χείλη του αποσιωπώντας την απάντηση της.
«Όχι, πρέπει να με ακούσεις. Απόψε είναι η παραμονή του Γιούελην , είναι η τελευταία μου φορά στον κόσμο σου. Πρέπει να επιστρέψω».
«Να επιστρέψεις;». Η Εύα σκυθρώπιασε και μετά τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν κατάλαβε. «Είσαι από τους  Βέλιν!»
Ο Άνταμ υποκλίθηκε. «Είμαι ο Άνταμ ντε Λιούελην, πρίγκιπας του λαού των Βέλιν, του λαού των Ξωτικών».
«Πάρε με μαζί σου!!!» φώναξε η Εύα, «σ’ αγαπώ!!»
Ο Άνταμ την κράτησε σφιχτά, χαϊδεύοντας τα μακριά κόκκινα μαλλιά της.
«Αλήθεια μ’ αγαπάς; Μα ξέρεις τι είμαι!! Δεν είμαι άνθρωπος!!
«Σ’ αγαπώ!», επανέλαβε εκείνη.
Τον ένιωσε να τρέμει και όταν κοίταξε το πρόσωπο του ένιωσε κατάπληξη που ανακάλυψε δάκρυα να κυλούν. Απαλά τα σκούπισε. «Γιατί κλαις αγάπη μου;»
« Κλαίω γιατί κάποτε πίστευα πως η αγάπη ήταν απλώς ένα ακόμη όνομα για τον πόθο. Κλαίω γιατί κάποτε είχα αρπάξει μια γυναίκα του κόσμου σου αλλά ο άντρας της μου έμαθε τι θα πει πραγματική αγάπη όταν αψήφησε για χάρη της μια στρατιά ξωτικών… και νίκησε. Κλαίω γιατί έμαθα πως η αγάπη πρέπει να αναπτυχθεί  από μόνη της. Δεν μπορείς να την αρπάξεις ή να τη δημιουργήσεις. Κλαίω γιατί σ αγαπώ! Ξέρεις πώς αν έρθεις μαζί μου δεν υπάρχει επιστροφή;»
Κράτησε το χέρι του σφιχτά. «Δεν θα ήθελα να επιστρέψω χωρίς εσένα».
«Ας γίνει έτσι λοιπόν».
Και μαζί μπήκαν από αυτόν τον κόσμο στο βασίλειο των ξωτικών.

Ο χλωμός ήλιος της πρώτης μέρας του Δεκεμβρίου έκαιγε μέσα από τα λεπτά γκρίζα σύννεφα δίνοντας στο γήλοφο μια ξεπλυμένη σκοτεινή εμφάνιση. Καθώς οι ακτίνες του σύρθηκαν  προς τα κάτω ,έφτασαν στην πιο αρχαία βελανιδιά του δάσους και δίπλα της… άγγιξαν το άκαμπτο σώμα ενός νεαρού κοριτσιού...
Και κάθε βράδυ ακούγονται βαθιά μέσα στο δάσος σπαρακτικές κραυγές, ένα αλλόκοτο τραγούδι γεμάτο πόνο και θλίψη και κανένας από το χωριό δεν πλησιάζει ποτέ το μαγεμένο δάσος.
« Ω πες μου τώρα εγώ πως μπορώ να ζήσω, όταν ξέρω πως τα δυο σου μάτια ποτέ ξανά δε θα αντικρίσω!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.