Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Το παιχνίδι των παιδιών

To Πανεπιστήμιο της Aix-en Provence ανακήρυξε τον Αντόνιο Ταμπούκι επίτιμο διδάκτορα. Και ο Ιταλός συγγραφέας εκφώνησε μια ομιλία με τίτλο «Εγκώμιο της λογοτεχνίας».

Γιατί γράφουμε; Το αναπόφευκτο αυτό ερώτημα επιστρέφει συνεχώς, όσο κι αν θέλεις να το αποφύγεις, όπως εκείνες οι ευσεβείς κυρίες που είναι αφοσιωμένες στην κατήχηση και κάθε Κυριακή κτυπούν αμείλικτα την πόρτα σου. Όμως ακόμη και η πιο ριζοσπαστική απάντηση όπως εκείνη που είχε δώσει ο Μπέκετ («γιατί δεν είμαι καλός σε τίποτα άλλο») είναι προφανώς ανεπαρκής και εμπνέεται από μια σεμνότητα και έναν αυτοσαρκασμό που δεν λύνουν το πρόβλημα. Γνωρίζω δεκάδες ανθρώπους που δεν είναι «καλοί σε τίποτα άλλο», και παρά ταύτα δεν έχουν γράψει στη ζωή τους ούτε μια γραμμή. Οι άλλες πιθανές απαντήσεις είναι όλες σεβαστές, αν και στην πραγματικότητα καμιά δεν είναι. Γράφουμε επειδή φοβόμαστε τον θάνατο; Είναι πιθανό. Ή μήπως γράφουμε επειδή φοβόμαστε τη ζωή; Κι αυτό είναι πιθανό. Γράφουμε επειδή νοσταλγούμε την παιδική μας ηλικία; Επειδή ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα;

Επειδή ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα και θέλουμε να τον σταματήσουμε; Γράφουμε από θλίψη επειδή θα θέλαμε να έχουμε κάνει κάτι και δεν το κάναμε; Γράφουμε από τύψεις επειδή δεν θα θέλαμε να έχουμε κάνει κάτι και παρά ταύτα το κάναμε; Γράφουμε επειδή βρισκόμαστε εδώ, αλλά θα θέλαμε να βρισκόμαστε εκεί; Γράφουμε επειδή πήγαμε εκεί αλλά στην πραγματικότητα θα θέλαμε να έχουμε μείνει εδώ; Γράφουμε επειδή θα θέλαμε να είμαστε ταυτόχρονα εδώ που έχουμε φτάσει και εκεί όπου βρισκόμασταν νωρίτερα; Γράφουμε επειδή, όπως λέει ο Μπωντλαίρ, «η ζωή είναι ένα νοσοκομείο όπου όλοι οι ασθενείς θα ήθελαν να αλλάξουν κρεβάτι. Ο ένας θα προτιμούσε να υποφέρει δίπλα στο καλοριφέρ, ο άλλος είναι πεισμένος ότι δίπλα στο παράθυρο θα θεραπευόταν»;

Ή μήπως γράφουμε για παιχνίδι; Όχι όμως το καθαρό παιχνίδι, όπως διακήρυσσε άλλοτε η αβανγκάρντ στην Ιταλία και αλλού, όχι το παιχνίδι που παίζουν οι ταχυδακτυλουργοί της Κυριακής, αλλά ένα παιχνίδι που μοιάζει μ'εκείνο των παιδιών. Ένα παιχνίδι τρομερής σοβαρότητας. Γιατί όταν παίζει ένα παιδί, τα βάζει όλα στο παιχνίδι. Παίρνει ένα πετραδάκι, κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού του και, ενώ πέφτει το βράδυ, ακουμπά το πετραδάκι στην παλάμη του χεριού του και λέει πως αυτό το πετραδάκι είναι ο κόσμος. Προσοχή: δεν το σκέφτεται μονάχα, το λέει κιόλας, γιατί μονάχα αν το πει τα μάγια γίνονται πραγματικότητα και το πετραδάκι γίνεται ο κόσμος. Και το παιδί ξέρει ότι αν αυτό το πετραδάκι πέσει κάτω, ο κόσμος θα καταρρεύσει, τα άστρα θα τρελαθούν και θα έλθει το χάος. Με άλλα λόγια, κρατά στα χέρια του τις τύχες του κόσμου. Μέχρι τη στιγμή που θα φανεί στην πόρτα ο μπαμπάς του χαμογελώντας, το φαγητό είναι έτοιμο, κάνει κρύο, αύριο έχει σχολείο, πρέπει επιτέλους να μαζευτεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.