Το «γνώθι σ’ αυτόν» είναι η πιο σεβαστή και η πιο μαρτυρική εντολή.
«Αυτό το συγκεκριμένο συστατικό του εγώ [η αυτοεπίγνωση] πρέπει να δομηθεί από την εμπειρία», παρατηρεί ο Άντριαν. Αλλά αυτή η δομική διεργασία δεν έχει τέλος.
Η υποκειμενική εμπειρία της ελευθερίας είναι δεδομένη όσο και η αίσθηση του χρώματος ή το συναίσθημα του πόνου. Είναι το συναίσθημα ότι προβαίνω σε μια ούτε υποχρεωτική, ούτε αναπόφευκτη, επιλογή. Φαίνεται σά να ενεργεί από τα έσω προς τα έξω, ξεκινώντας από τον πυρήνα της προσωπικότητας.
Οι μηχανές δεν μπορούνε να γίνουν σαν άνθρωποι, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν σα μηχανές.
Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω: τα εγκλήματα βίας που γίνονται για εγωϊστικούς, προσωπικούς λόγους, ιστορικά είναι ασήμαντα σε σύγκριση με όσα διαπράχτηκαν ad majorem gloriam, σαν αποτέλεσμα μιας αφοσίωσης ως την αυτοθυσία σε μία σημαία, σ’ έναν αρχηγό, σε μία θρησκευτική πίστη ή σε μία πολιτική πεποίθηση.
Όποιαδήποτε απόπειρα διάγνωσης του πεπρωμένου του ανθρώπου πρέπει να προχωρεί με πολλά και προσεκτικά βήματα. Και κατ’ αρχήν, ας θυμόμαστε ότι όλες οι συγκινήσεις μας αποτελούνται από «ανάμικτα συναισθήματα» στα οποία συμμετέχουν τόσο οι αυτοεπιβεβαιωτικές όσο και οι αυτοϋπερβατικές τάσεις. Αλλά μπορούν ν’ αλληλεπιδρούν με διάφορους τρόπους-μερικούς ευεργετικούς, άλλους καταστρεπτικούς.
Έτσι, τόσο το μεγαλείο όσο και η τραγωδία της ανθρώπινης φύσης πηγάζουνε και τα δύο από τη δύναμη της αυτοϋπερβατικότητας. Είναι μια δύναμη που μπορεί να ζευτεί σε δημιουργικούς ή σε καταστρεπτικούς σκοπούς. Μπορεί να μας μεταμορφώσει σε καλλιτέχνες ή σε φονιάδες, συχνότερα όμως σε φονιάδες.
Πρότεινα πως τις κακοδαιμονίες του ανθρώπου δεν τις προκαλεί η πρωταρχική επιθετικότητα του ατόμου, αλλά η αυτοϋπερβατική ταύτισή του με ομάδες που κοινός τους παρανομαστής είναι η χαμηλή ευφυΐα και ο υψηλός συγκινησιακός χαρακτήρας. Φθάνομε τώρα στο παράλληλο συμπέρασμα οτι η φλέβα της παραίσθησης που διασχίζει την Ιστορία δεν οφείλεται σε ατομικές μορφές παραφροσύνης αλλά στις συλλογικές παραισθήσεις που γεννάνε συστήματα πίστης βασισμένα σε συγκινήσεις. Έχομε δεί ότι η αιτία που κρύβεται πίσω απ’ αυτές τις παθολογικές εκδηλώσεις είναι το σχίσμα ανάμεσα στη λογική και στην πίστη – ή, γενικότερα, ένας ανεπαρκής συντονισμός συγκινησιακών και διαχωριστικών ικανοτήτων του νου. Επόμενο βήμα μας θα είναι να ερευνήσουμε μήπως υπάρχουν ίχνη αυτού του κακού συντονισμού – αυτής της αταξίας μέσα στην ιεραρχία — στην εξέλιξη του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Ό εγωισμός του κοινωνικού ολόνιου τρέφεται από τον αλτρουισμό των μελών του. Τα πανταχού παρόντα τελετουργικά της ανθρωποθυσίας στην αυγή του πολιτισμού είναι τα πρώτα συμπτώματα του διχασμού λογικής και συγκινησιακών πεποιθήσεων, που δημιουργεί τη φλέβα της παραίσθησης που διατρέχει την Ιστορία.
Ο κύριος όμως κίνδυνος της γλώσσας δεν βρίσκεται στις διασπαστικές, αλλά στις μαγικές, υπνωτιστικές της δυνάμεις που μιλάν στη συγκίνηση· Οι λέξεις μπορούν να χρησιμεύσουν για ν’ αποκρυσταλλώσουν την σκέψη, για να δώσουν άρθρωση και ακρίβεια σε ακαθόριστες εικόνες και συγκεχυμένες διαισθήσεις. Μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν για να ορθολογίσουν ανορθολογικούς φόβους και επιθυμίες, για να δώσουν μία χροιά λογικής στις πιο παράλογες προλήψεις, να προσφέρουν το λεξιλόγιο του νέου εγκέφαλου στις φαντασμαγορίες και στις ψευδαισθήσεις του παλαιού. Τέλος, οι λέξεις μπορούν ναι χρησιμεύσουν σαν το εκρηκτικό γέμισμα που βάζει μπροστά τις αλυσσωτές αντιδράσεις της ψυχολογίας της μάζας.
Η γλώσσα μεγάλωσε τη συνοχή μέσα στις ομάδες και όρθωσε τείχη ανάμεσα στις ομάδες. Η ανακάλυψη του θανάτου από τη νόηση, και η απόρριψή του από το ένστικτο έγινε ένα παράδειγμα του διχασμένου νου.
Ένας σταθεροποιητής του νου δεν θα προκαλούσε ούτε ευφορία, ούτε ύπνο, ούτε μεσκαλινικά οράματα, ούτε αταραξία φυτού, στην πραγματικότητα δεν θα είχε σχεδόν κανένα αποτέλεσμα άλλο από την προώθηση του συντονισμού του εγκέφαλου και τον συντονισμό της σκέψης και της συγκίνησης. Με άλλα λόγια, θ’ αποκαθιστούσε την ακεραιότητα της διχασμένης Ιεραρχίας. Η χρήση του θα διαδιδόταν γιατί στους ανθρώπους αρέσει περισσότερο να νιώθουν καλά, παρά άρρωστοι στο σώμα ή στο μυαλό. Θα εξαπλωνόταν όχι με τη βία, αλλά από ένα φωτισμένο ενδιαφέρον για τον εαυτό μας.
Το να μεταχειριστούμε τον νου μας για να γιατρέψουμε τις ίδιες του τις ατέλειες μου φαίνεται σαν μια τίμια και καθαρή προσπάθεια. Σαν τον αναγνώστη, θα προτιμούσα κι’ εγώ να στήριζα τις ελπίδες μου στην ηθική πειθώ με τον λόγο και το παράδειγμα. Άλλα είμαστε μια ψυχικά άρρωστη ράτσα και σαν τέτοια, κουφή στην πειθώ. Το προσπάθησαν από τους προφήτες ως τον Άλμπερτ Σβάιτσερ, και όπως το είπε Σουΐφτ, αποτέλεσμα ήταν «πως έχουμε τόση ακριβώς θρησκεία όση μας φτάνει για να μισούμε, όχι όμως αρκετή για ν’ αγαπάμε αλλήλους». Αυτό ισχύει για όλες τις θρησκείες, αδιάφορα από το αν τις δίδαξε ο Μωϋσής, ο Μάρξ ή ο Μάο Τσε Τούγκ. Και η σπαρακτική κραυγή του Σουίφτ: « Μην πεθάνεις εδώ μέσα στη λύσσα, σαν το φαρμακωμένο ποντίκι μέσα σε μία τρύπα», ακούγεται πιο επιτακτική από ποτέ.
Αυτό που περιμένουμε πάντως απ’ αυτό δεν είναι η αιώνια ζωή ούτε η μεταμόρφωση του βασικού μέταλλου σε χρυσάφι αλλά η μεταμόρφωση του homo maniacus σε homo sapiens. Όταν ο άνθρωπος αποφασίσει να πάρει τη μοίρα του μέσα στα ίδια τα χέρια του, αυτή η δυνατότητα δεν θάναι πια τόσο μακρινή.
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Άρθουρ Κέσλερ , Ένα φάντασμα στη Μηχανή