Φώτα σπιτιών στο βάθος. Ένα φως στο κέντρο της σκηνής φωτίζει ένα χώρο άδειο, εκτός από ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες. O Μαρξ μπαίνει φορώντας μαύρη ρεντιγκότα και μαύρο γιλέκο, λευκό πουκάμισο και μαύρο παπιγιόν. Έχει γένια, είναι κοντός. γεμάτος, με μαύρο μουστάκι και μαλλιά που γκριζάρουν. Φορά γυαλιά με μεταλλικό σκελετό και κρατά σακίδιο. Κοντοστέκεται, περπατά μέχρι την άκρη της σκηνής, κοιτά το ακροατήριο. Δείχνει ικανοποιημένος, λίγον έκπληκτος.
-Δόξα τω Θεό, κοινό!
Βγάζει τις προμήθειες από τo σακίδιο: μερικά βιβλία, εφημερίδες, ένα μπουκάλι μπίρα, ένα ποτήρι. Κάνει στροφή και περπατά προς το κέντρο της σκηνής.
-Ευχαριστώ που ήρθατε. Δεν ακούσατε όλους αυτούς τους ηλίθιους που λέγαν ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Ε, δηλαδή, είμαι... και δεν είμαι. Είναι θέμα διαλεκτικής.
Δεν έχει πρόβλημα να διακωμωδεί τον εαυτό του και τις ιδέες του. Ίσως έγινε πιο ήπιος με το πέρασμα των χρόνων. Αλλά κει που λες ότι ο Μαρξ μαλάκωσε, έρχονται ξεσπάσματα θυμού.
-Ίσως αναρωτιέστε πώς έφτασα εδώ...
Χαμογελά πονηρά.
-...πήρα τη συγκοινωνία.
Η προφορά του είναι ελαφρά βρετανική, απροσδιόριστα ευρωπαϊκή, χωρίς καμιάν έντονη απόχρωση, σίγουρα όμως όχι αμερικάνικη.
-Εγώ δεν ήθελα να βρεθώ εδώ... Εγώ ζήτησα να γυρίσω στο Σόχο του Λονδίνου. Εκεί που έζησα. Αλλά... ένα μπλέξιμο της γραφειοκρατίας και βρέθηκα εδώ, στο Σόχο της Νέας Υόρκης...
Αναστενάζει.
-Βέβαια, πάντα ήθελα να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη.
Ρίχνει μπίρα στο ποτήρι, πίνει μια γουλιά, το αφήνει στο τραπέζι. Η διάθεση του αλλάζει.
-Αναρωτιέστε γιατί επέστρεψα;
Δείχνει κάπως θυμωμένος.
-Μα για ν' αποκαταστήσω την υπόληψη μου.
Σωπαίνει.
-Διάβαζα τις εφημερίδες σας...
Παίρνει στα χέρια του μια εφημερίδα.
-Όλες διακηρύσσουν ότι οι ιδέες μου έχουνε πεθάνει! Τα γνωστά. Αυτοί οι παλιάτσοι τo λένε πάνω από εκατό χρόνια τώρα, αλλά δεν αναρωτιέστε τί μανία είναι αυτή να με ανακηρύσσουν νεκρό ξανά και ξανά; Κι εγώ είπα, ως εδώ. Ζήτησα να επιστρέψω, έστω για λίγο. Βλέπετε, υπάρχουνε κανόνες εκεί πάνω. Είπαμε: γραφειοκρατία. Επιτρέπεται να διαβάζεις, ακόμα και να βλέπεις τους ανθρώπους, αλλά όχι να ταξιδεύεις. Φυσικά, διαμαρτυρήθηκα. Και είχα αρκετή συμπαράσταση. Ο Σωκράτης, π.χ., τους είπε: «Ζωή χωρίς ταξίδια δεν αξίζει να τη ζεις. Ο Γκάντι έκανε απεργία πείνας. Η Mother Jones απείλησε ότι θα κάνει πικετοφορία. Ο Μαρκ Τουέιν με υπερασπίστηκε, με το δικό του παράξενο τρόπο. Ο Βούδας έψαλε: Ωμμμμμ! Οι υπόλοιποι σιώπησαν. Θεέ μου, πεθαμένοι άνθρωποι, τί είχαν να φοβηθούν; Ακόμα κι εκεί πάνω, ταραξία με θεωρούν. Ευτυχώς, όμως, η διαμαρτυρία έπιασε τόπο!
«Εντάξει, πήγαινε», είπαν, «έχεις μιαν ώρα στη διάθεση σου να εκθέσεις τις απόψεις σου. Και πρόσεχε: όχι φασαρίες!» Πιστεύουνε πράγματι στη λευτεριά του λόγου, αλλά μέχρις ενός σημείου...
Χασκογελά.
-Είναι, βλέπετε, νεοφιλελεύθεροι. Λοιπόν, μπορείτε να διαδώσετε τα νέα: Ο Μαρξ γύρισε! Για λίγο. Αλλά πρώτα να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Δεν είμαι μαρξιστής.
Γελά.
-Το είπα κάποτε στον Πίπερ και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.
Πίνει μια γουλιά μπίρα.
-Πρέπει να σας μιλήσω για τον Πίπερ. Ζούσαμε στο Λονδίνο, η Τζένη, εγώ και τα παιδιά. Είχαμε δυο σκύλους, τρεις γάτες και δυο πουλιά. Ίσα που τα φέρναμε βόλτα. Είχαμε διαμέρισμα στον οδό Ντιν, εκεί που καταλήγουν οι υπόνομοι της πόλης. Βρεθήκαμε στο Λονδίνο γιατί με είχαν διώξει από τη Ρηνανία, -μάλιστα κύριε, από τον τόπο που γεννήθηκα. Είχα κάνει πολύ επικίνδυνα πράματα. Ήμουνα συντάκτης της εφημερίδας Die Rheinische Zeitung. Διόλου επαναστατικό έντυπο. Αλλά, τελικά, δεν υπάρχει πιο επαναστατική πράξη από το να λες την αλήθεια.
Εκείνο τον καιρό στη Ρηνανία, η αστυνομία συνελάμβανε φτωχούς ανθρώπους με τη κατηγορία ότι μαζεύαν καυσόξυλα από τις ιδιοκτησίες των πλουσίων. Έγραψα ένα άρθρο για να διαμαρτυρηθώ. Προσπάθησαν να λογοκρίνουν την εφημερίδα. Στο επόμενο άρθρο έγραψα ότι δεν υπάρχει ελευθερία του τύπου στη Γερμανία. Αποφάσισαν να με δικαιώσουν: Έκλεισαν την εφημερίδα. Τότε, λοιπόν, γίναμε ριζοσπαστικοί -έτσι δεν γίνεται συνήθως; Το τελευταίο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε με ένα πηχυαίο τίτλο με κόκκινο μελάνι: «Επανάσταση!» Αυτό ενόχλησε τις αρχές και με έδιωξαν από τη Ρηνανία. Έτσι πήγα στο Παρίσι. Εκεί δε παν οι εξόριστοι; Πού αλλού μπορείς να περάσεις όλη τη νύχτα σε ένα καφέ διηγούμενος πόσο επαναστάτης ήσουνα στην πατρίδα σου; Ναι, ένας εξόριστος που σέβεται τον εαυτό του, πάει στο Παρίσι. Το Παρίσι ήταν για μας μήνας του μέλιτος. Η Τζένη βρήκε ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο Καρτιέ Λατέν. Ονειρεμένοι μήνες. Αλλά η γερμανική αστυνομία είχε ενημερώσει την αστυνομία του Παρισιού. Φαίνεται πως η αστυνομία αναπτύσσει διεθνιστική συνείδηση γρηγορότερα από τους προλεταρίους. Έτσι, με διώξανε κι από το Παρίσι. Πήγαμε στο Βέλγιο. Μας έδιωξαν κι από κει και πήγαμε στο Λονδίνο που φτάνουν πρόσφυγες απ' ολάκερο κόσμο. Οι Άγγλοι έχουν αξιοθαύμαστη ανεκτικότητα. Και πόσο περηφανεύονται γι' αυτή...
Βήχει, κάτι που θα κάνει αρκετές φορές. Κουνά το κεφάλι.
-Οι γιατροί είπαν ότι ο βήχας θα περάσει σε λίγες εβδομάδες. Αυτό το είπανε το 1858! Σας έλεγα όμως για τον Πίπερ. Εκείνη την εποχή στο Λονδίνο, περνούσαν από το σπίτι μας όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Πίπερ ήταν ένας απ' αυτούς. Στριφογύριζε γύρω μου σα σφήκα. Ήταν ένας κόλακας, ένας γλείφτης. Στεκόταν απέναντί μου, στα δεκαπέντε εκατοστά, για να μη μπορώ να ξεφύγω κι απήγγελλε αποσπάσματα από τα κείμενα μου. Του έλεγα: «Πίπερ, σε παρακαλώ, σταμάτα να μου λες τι έχω γράψει!» Είχε το θράσος να λέει, νομίζοντας ότι θα χαιρόμουν, που θα μετέφραζε "Το Κεφάλαιο" στα αγγλικά. Χα! Ο άνθρωπος δε μπορούσε ν' αρθρώσει μια πρόταση στα αγγλικά χωρίς να κατακρεουργήσει τη γλώσσα. Τα αγγλικά είναι όμορφη γλώσσα. Είναι η γλώσσα του Σέξπιρ. Αν ο Σέξπιρ άκουγε τον Πίπερ να λέει μια μόνο φράση στα αγγλικά, θ' αυτοκτονούσε. Αλλά η Τζένη τον λυπόταν κι αρκετά συχνά τον προσκαλούσε στα οικογενειακά μας δείπνα. Ένα βράδυ, ο Πίπερ μας ανακοίνωσε τη σύσταση της Μαρξιστικής Εταιρείας του Λονδίνου.
«Μαρξιστική Εταιρεία;» έκανα. «Τί είναι αυτό;» «Συναντιόμαστε», λέει, «μια φορά τη βδομάδα και συζητάμε ένα από τα κείμενα σου. Το διαβάζουμε φωναχτά και το μελετούμε πρόταση προς πρόταση. Γι' αυτό αυτοαποκαλούμαστε μαρξιστές -πιστεύουμε μ' όλη μας τη καρδιά σε όλα όσα έχεις γράψει».
«Μ' όλη σας την καρδιά, σε όλα όσα έχω γράψει;»
«Ναι! Και θα ήταν τιμή μας, Χερ Ντόκτορ Μαρξ» -έτσι με φώναζε- «αν ερχόσουν να μιλήσεις στην επόμενη συνάντηση της Μαρξιστικής Εταιρείας».
«Δε μπορώ να το κάνω αυτό».
«Γιατί;» ρώτησε.
«Γιατί εγώ δεν είμαι μαρξιστής».
Γελά με τη καρδιά του.
-Δεν με ενοχλούσαν τα κακά αγγλικά του. Ούτε τα δικά μου ήταν άψογα. Ήταν ο τρόπος που σκεφτόταν. Μ' έκανε να ντρέπομαι, ήτανε δορυφόρος σε τροχιά γύρω από τα λόγια μου, που τα αναμετέδιδε στον κόσμο, αφού πρώτα τα διαστρέβλωνε. Και μετά υπερασπιζόταν τις διαστρεβλώσεις αυτές με φανατισμό, καταγγέλλοντας όποιον έδινε διαφορετική ερμηνεία. Μια φορά είπα στη Τζένη: «Ξέρεις τι φοβάμαι πιο πολύ απ' όλα»;
«Ότι δε θα γίνει ποτέ η επανάσταση του προλεταριάτου;» είπε κείνη.
«Όχι!» της λέω. «Φοβάμαι ότι η επανάσταση θα γίνει, αλλά θα πέσει σε χέρια ατόμων σα τον Πίπερ -κόλακες όταν δεν έχουν εξουσία και φανφαρόνοι όταν την αποκτήσουν. Δογματιστές! Θα μιλούν για λογαριασμό του προλεταριάτου και θα ερμηνεύουν τις ιδέες μου στον κόσμο καταπώς τους βολεύει. Θα στήσουν ένα νέο ιερατείο, μια νέα ιεραρχία, με αφορισμούς και μαύρες λίστες, ιερά εξέταση κι εκτελεστικά αποσπάσματα. Όλα αυτά θα γίνουνε στο όνομα του κομμουνισμού, στέλνοντας εκατό χρόνια πίσω τον κομμουνισμό της ελευθερίας. Θα λερώσουν το όμορφο όνειρο μας και για να καθαρίσει θα χρειαστεί να γίνει δεύτερη επανάσταση, ίσως και τρίτη. Αυτό φοβάμαι».
-Όχι δεν επρόκειτο να αφήσω τον Πίπερ να μεταφράσει το Κεφάλαιο. Αντιπροσώπευε δεκαπέντε χρόνια δουλειάς, σε συνθήκες όπως αυτές στο Σόχο. Κάθε πρωί περνούσα ανάμεσα σε ζητιάνους που κοιμόντουσαν δίπλα στα βρομόνερα για να φτάσω στο Βρετανικό Μουσείο με τη καταπληκτική βιβλιοθήκη του, όπου εργαζόμουν μέχρι να πέσει ο ήλιος. Διάβαζα, διάβαζα... Υπάρχει άραγε κάτι πιο βαρετό από το να διαβάζεις πολιτική οικονομία;
Σκέφτεται.
-Ε, ναι! Να γράφεις Πολιτική Οικονομία. Όταν έπεφτε το σκοτάδι και γυρνούσα στο σπίτι, στους δρόμους άκουγα τους υπαίθριους μικροπωλητές να διαλαλούνε τη πραμάτεια τους και τους βετεράνους του Κριμαϊκού πολέμου, μερικοί τυφλοί, άλλοι χωρίς πόδια, να ζητάν μια πέννα μες στη πνιγηρή ατμόσφαιρα... Ναι, αυτή η οσμή της μιζέριας στο Λονδίνο. Οι κριτικοί μου θα λέγανε, σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσουν όσα γράφω στο Κεφάλαιο, αυτό που λένε πάντα για ριζοσπαστικούς συγγραφείς:
«Α, θα πρέπει να έχει πολύ άσχημα προσωπικά βιώματα», Ε, ναι, αν το θέλετε έτσι, πράγματι, κείνη η διαδρομή για το σπίτι μου στο Σόχο κάθε βράδυ έτρεφε το θυμό που πέρασε στο Κεφάλαιο. Σας ακούω να λέτε: «Ε, καλά τώρα, έτσι ήταν τότε, πριν από έναν αιώνα».
-Τότε; Σήμερα το πρωί, για να φτάσω ως εδώ, διέσχισα τους γεμάτους σκουπίδια δρόμους της πόλης σας, αναπνέοντας τη βρωμιά, περνώντας δίπλα από άντρες και γυναίκες που κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο, στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, για να αντέξουν το κρύο. Αντί για τον ήχο μιας μπαλάντας, στα αφτιά μου έφτανε μια φωνή:
«I'm hungry sir...»
Θυμωμένος τώρα.
-Κι αυτό σεις το λέτε πρόοδο; Επειδή έχετε αυτοκίνητα κι αεροπλάνα και χιλιάδες προϊόντα για να μυρίζετε καλύτερα; Κι οι άνθρωποι που κοιμούνται στο δρόμο;
Παίρνει μια εφημερίδα και τη ξεφυλλίζει.
-Επίσημη έκθεση: Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν Των ΗΠΑ τον περασμένο χρόνο ήταν επτά τρισεκατομμύρια δολάρια. Εντυπωσιακότατο! Αλλά για πείτε μου, σε ποια χέρια βρίσκονται αυτά τα τρισεκατομμύρια;
Διαβάζει ξανά από την εφημερίδα.
-Λιγότερο από πεντακόσιοι άνθρωποι ελέγχουν περιουσιακά στοιχεία αξίας δυο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Τώρα βέβαια μιλάμε γι' ανώτερους ανθρώπους που δουλεύουνε σκληρά; Που είναι πιο χρήσιμοι για τη κοινωνία από τη γυναίκα που μεγαλώνει τρία παιδιά μες στο χειμώνα χωρίς λεφτά για να πληρώσει τη στέγη και τη θέρμανση; Εγώ δεν έλεγα, πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, πως ο καπιταλισμός θα αύξανε τρομακτικά τον πλούτο της κοινωνίας, αλλά πως αυτός ο πλούτος θα συγκεντρωνόταν ολοένα και σε λιγότερα χέρια;
Διαβάζει από την εφημερίδα:
«Κολοσσιαία συγχώνευση της Chemical Bank με τη Chase Manhattan Bank. Χάνονται δώδεκα χιλιάδες θέσεις εργασίας... 'Άνοδος των μετοχών». Κι ύστερα λεν ότι οι ιδέες μου έχουν πεθάνει! Έχετε διαβάσει Το Ερημωμένο Χωριό, ποίημα του Oliver Goldsmith;
Απαγγέλλει:
Σύννεφα συμφοράς τον τόπο κείνο τριγυρίζουν
όπου ο πλούτος συναθροίζεται και άνθρωποι σαπίζουν.
-Ναι, σαπίζουν! Σήμερα, όταν περπάτησα στους δρόμους της πόλης σας, βρέθηκα ανάμεσα σε άντρες με εμφανή πλούτο, γυναίκες με γούνες και κοσμήματα. Ξαφνικά άκουσα σειρήνες. Μήπως κάπου κει κοντά είχε ασκηθεί βία; Μήπως είχε διαπραχθεί κάποιο αδίκημα; Μήπως κάποιος προσπαθούσε να αρπάξει παράνομα ένα κομμάτι του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, από κείνους που το έχανε κλέψει νόμιμα;
Φώτα αναβοσβήνουν απειλητικά. Ο Μαρξ κοιτά ψηλά κι εκμυστηρεύεται στο ακροατήριο:
-Αυτό δεν άρεσε στην επιτροπή.
Ο τόνος της φωνής του γλυκαίνει. καθώς αναπολεί.
-Σε κείνο το μικρό διαμέρισμα στο Σόχο, η Τζένη έφτιαχνε ζεστή σούπα κι έβραζε πατάτες. Είχαμε φρέσκο ψωμί από τo φίλο μας το φούρναρη στη γωνία. Καθόμασταν στο τραπέζι, τρώγαμε και μιλούσαμε για τα γεγονότα της ημέρας. Τον αγώνα των Ιρλανδών για τη λευτεριά, τον τελευταίο πόλεμο, την ηλιθιότητα των ηγετών της χώρας, την αντιπολίτευση που περιοριζόταν σε ψελλίσματα, τη δειλία του τύπου... Βέβαια τα πράματα είναι διαφορετικά σήμερα, ε; Μετά το δείπνο, μαζεύαμε τα πιάτα κι εγώ εργαζόμουν. Με τα πούρα μου κι ένα ποτήρι μπίρα. Ναι, εργαζόμουν μέχρι τις τρεις-τέσσερις το πρωί. Τα βιβλία μου μία στοίβα στη μία πλευρά, οι κοινοβουλευτικές εκθέσεις στην άλλη κι η Τζένη στην απέναντι άκρη του τραπεζιού να αντιγράφει τα γραπτά μου -ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν ακατάληπτος κι εκείνη αντέγραφε κάθε λέξη που έγραφα - ηρωική πράξη! Κατά καιρούς ξέσπαγε κρίση. Όχι, δεν αναφέρομαι σε παγκόσμια κρίση. Χανότανε κάποιο από τα βιβλία μου. Μια μέρα δε μπορούσα να βρω τον Ricardo. Ρώτησα τη Τζένη:
«Πού είναι ο Ricardo μου;»
«Εννοείς τις "Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας"»; Το 'χε δώσει ενεχυροδανειστήριο, νομίζοντας ότι δεν το χρειαζόμουν πια. Φούντωσα.
-«Τον Ricardo μου!» της λέω, «έβαλες ενέχυρο τον Ricardo μου!»
-«Μη φωνάζεις», είπε κείνη. «Τη περασμένη βδομάδα δε βάλαμε ενέχυρο το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει η μητέρα μου;»
-Έτσι ήταν.
Αναστενάζει.
-Τα πηγαίναμε όλα στο ενεχυροδανειστήριο. Ιδιαίτερα τα δώρα από την οικογένεια της Τζένης. Όταν τελείωσαν αυτά τα δώρα, αρχίσαμε να βάζουμε ενέχυρο τα ρούχα μας. Ένα χειμώνα -τους ξέρετε τους λονδρέζικους χειμώνες- πέρασα χωρίς παλτό. Όταν δημοσιεύτηκε το Κεφάλαιο είπαμε να το γιορτάσουμε, αλλά πρώτα χρειάστηκε να μας δώσει χρήματα ο Ένγκελς για να πάρουμε από το ενεχυροδανειστήριο τα λινά τραπεζομάντιλα και το σερβίτσιο για το δείπνο. Ο Ένγκελς... Όταν μας έκοβαν το νερό και το γκάζι και το σπίτι βυθιζόταν στο κρύο και το σκοτάδι κι έπεφτε το ηθικό μας, ο Ένγκελς πλήρωνε τους λογαριασμούς. Ο Ένγκελς... ένας άγιος άνθρωπος. Δε βρίσκω άλλη λέξη. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια στο Μάντσεστερ. Ναι...
Χαμογελά.
-... μας έσωζε ο καπιταλισμός! Δεν ήτανε πάντα σε θέση να καταλάβει τις ανάγκες μας. Εμείς δεν είχαμε λεφτά να πάμε στον μπακάλη κι αυτός μας έστελνε ακριβά κρασιά. Κάποια Χριστούγεννα, που δεν είχαμε λεφτά ν' αγοράσουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο Ένγκελς κατέφθασε με έξι μπουκάλια σαμπάνια. Έτσι, φανταστήκαμε ότι είχαμε στη μέση ένα δέντρο, κάναμε κύκλο γύρω του, ήπιαμε σαμπάνια και τραγουδήσαμε χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Ο Μαρξ τραγουδά. Σιγομουρμουρίζει ένα χριστουγεννιάτικο τραγούδι:
«Ω, έλατο...»
-Βέβαια, ήξερα τι σκέφτονταν οι επαναστάτες φίλοι μου: Ο Μαρξ, ο άθεος, θέλει χριστουγεννιάτικο δέντρο! Ναι, περιέγραψα τη θρησκεία ως το όπιο του λαού, αλλά κανείς δε μπήκε στον κόπο να διαβάσει ολόκληρη τη παράγραφο. Ακούστε.
Παίρνει ένα βιβλίο και διαβάζει:
«Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, η ψυχή σε απάνθρωπες συνθήκες, είναι το όπιο του λαού».
-Είναι αλήθεια, το όπιο δεν είναι λύση, αλλά ίσως μερικές φορές είναι απαραίτητο για ν' απαλύνει τον πόνο.
Κουνά το κεφάλι.
-Θυμάμαι συνέχεια τη Τζένη. Σταματά και τρίβει τα μάτια του. Πως μάζεψε τα υπάρχοντα μας και πέρασε τη Μάγχη με τα δυο κορίτσια μας, τη Τζένισεν και τη Λώρα, για να τα φέρει στο Λονδίνο. Κι έφερε στη ζωή άλλα τρία παιδιά στο άθλιο παγωμένο διαμέρισμά μας στην Ντιν Στριτ. Θήλαζε τα μωρά και προσπαθούσε να τα ζεσταίνει. Και τα είδε να πεθαίνουν. Το ένα μετά το άλλο... Ο Γκίντο δεν είχε ακόμα μάθει να περπατά. Κι η Φραντσέσκα ήταν ενός χρόνου... Χρειάστηκε να δανειστώ τρεις λίρες για να πληρώσω το φέρετρο της... Όσο για τον Μους, αυτός έζησε οχτώ χρόνια, αλλά κάτι δε πήγαινε καλά από την αρχή. Είχε ένα υπέροχο μεγάλο κεφάλι, αλλά το υπόλοιπο σώμα του δεν μεγάλωσε ποτέ. Τη νύχτα που πέθανε κοιμηθήκαμε όλοι στο πάτωμα, ξαπλωμένοι γύρω του, μέχρι που μας βρήκε το πρωί. Όταν γεννήθηκε η Ελεονόρα, φοβηθήκαμε. Αλλά αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Ήτανε καλό που είχε δυο μεγαλύτερες αδελφές. Κι αυτές μόλις που την είχανε γλυτώσει. Η πρώτη, η Τζένισεν, γεννήθηκε στο Παρίσι. Το Παρίσι είναι υπέροχο μέρος για ερωτευμένους, αλλά όχι για παιδιά. Η Λώρα ήταν η δεύτερη, αυτή γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Κανένας δεν θα έπρεπε να γεννιέται στις Βρυξέλλες. Στο Λονδίνο δεν είχαμε καθόλου λεφτά, αλλά κάθε Κυριακή κάναμε πικ-νικ. Περπατούσαμε μιάμιση ώρα για να πάμε στην εξοχή, η Tζένη, εγώ, τα παιδιά κι η Λένχεν -θα σας μιλήσω αργότερα γι' αυτήν... Η Λένχεν, λοιπόν, έφτιαχνε ψητό μοσχάρι. Και πίναμε τσάι, τρώγαμε ψωμί με φρούτα, τυρί, πίναμε μπίρα. Η Ελεονόρα ήταν η πιο μικρή αλλά έπινε μπίρα.
-Δεν είχαμε λεφτά, αλλά τα παιδιά χρειάζονταν διακοπές. Μια φορά, λοιπόν, πήρα τα λεφτά που είχαμε για το νοίκι και τις έστειλα στη Γαλλία, στην ακτή του Ατλαντικού. Μια άλλη φορά, με τα χρήματα που έπρεπε να πάρουμε φαΐ, αγόρασα ένα πιάνο, γιατί τα κορίτσια λάτρευαν τη μουσική. Κανονικά, πατέρας δε πρέπει να ξεχωρίζει κάποιο από τα παιδιά του. Αλλά η Ελεονόρα! Έλεγα στη Τζένη:
«Η Ελεονόρα είναι παράξενο παιδί». Κι η Τζένη απαντούσε:
«Δηλαδή τί περίμενες; Τα παιδιά του Καρλ Μαρξ να βγούνε συνηθισμένα»;
-Η Ελεονόρα ήταν η μικρότερη, η πιο έξυπνη. Φανταστείτε έναν επαναστάτη σε ηλικία οχτώ ετών. Τόσο ήταν η Ελεονόρα το 1863. Η Πολωνία είχε ξεσηκωθεί κατά της ρωσικής κυριαρχίας κι η Ελεονόρα έγραψε γράμμα στον Ένγκελς για «κείνους τους γενναίους στην Πολωνία», όπως τους αποκαλούσε. Όταν ήταν εννιά χρονών, έστειλε γράμμα στην Αμερική, στον πρόεδρο Λίνκολν, λέγοντας του τί να κάνει για να κερδίσει τον πόλεμο κατά των Νοτίων!
-Επίσης, κάπνιζε. Και έπινε κρασί. Αλλά, παρολαυτά, ήτανε παιδί, έντυνε τις κούκλες της... σιγοπίνοντας ένα ποτήρι κρασί! Όταν ήτανε δέκα χρονών, παίζαμε σκάκι και δυσκολευόμουνα να τη κερδίσω. Στα δεκαπέντε της, ξαφνικά έγινε έξαλλη με το «νόμο για την Ημέρα του Κυρίου», τη Κυριακή δηλαδή, που απαγόρευε κάθε δραστηριότητα. Έτσι, άρχισε να οργανώνει «Κυριακάτικες βραδιές για το λαό» στο Σεντ Μάρτινς Χολ, με μουσικούς που παίζανε Χέντελ, Μότσαρτ, Μπετόβεν. Η αίθουσα γέμιζε ασφυκτικά. Δυο χιλιάδες άνθρωποι. Η συγκέντρωση ήτανε παράνομη αλλά δεν έγινε καμία σύλληψη. Να ένα μάθημα: Αν είναι να παραβείς το νόμο, κάνε το μαζί με δυο χιλιάδες ανθρώπους... Και με Μότσαρτ.
-Συνήθιζα να διαβάζω σε κείνη και στις αδελφές της, Σαίξπηρ, Αισχύλο και Δάντη, και της άρεσε πολύ. Το δωμάτιο της ήταν μουσείο του Σαίξπηρ. Μάθαινε απ' έξω κομμάτια από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα κι επέμενε να της διαβάζω, ξανά και ξανά, το κομμάτι που ο Ρωμαίος συναντά πρώτη φορά την Ιουλιέτα:
Γελά με τραύματα, όποιος δε πληγώθηκε ποτέ...
Τα μάτια της στον ουρανό θα πλημμυρούσαν
το διάστημα το αέρινο με τόση λάμψη
που θα λαλούσαν τα πουλιά, σα να ξημέρωνε.
-Δεν ήταν εύκολο να ζεις με την Ελεονόρα. Α, όχι! ξέρετε πόσον ενοχλητικό είναι να έχεις παιδί που βρίσκει ατέλειες στους συλλογισμούς σου; Διαφωνούσε μαζί μου ακόμα και για πράγματα που έγραφα. Να, για παράδειγμα, το δοκίμιό μου με τίτλο Το Εβραϊκό Ζήτημα. Πρέπει να μολογήσω ότι δεν είναι εύκολο κείμενο. Ε, λοιπόν, η Ελεονόρα το διάβασε κι αμέσως με προκάλεσε:
«Γιατί ξεχωρίζεις τους Εβραίους ως εκπροσώπους του καπιταλισμού; Δεν είναι οι μόνοι που δηλητηριάστηκαν από το εμπόριο και την απληστία».
-Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι δε ξεχώριζα τους Εβραίους, αλλά απλά τους χρησιμοποιούσα ως ζωντανό παράδειγμα. Σε απάντηση, άρχισε να φορά το άστρο του Δαβίδ.
«Είμαι Εβραία», ανακοίνωσε. Τί μπορούσα να πω; Σήκωσα τους ώμους και τότε η Ελεονόρα σχολίασε:
«Αυτό είναι χαρακτηριστική εβραϊκή αντίδραση». Μπορούσε να γίνει πολύ εκνευριστική.
-Ήξερε πως ο πατέρας μου είχε γίνει χριστιανός. Δεν ήταν βολικό να είσαι Εβραίος στη Γερμανία... Σάμπως είναι ποτέ βολικό να είσαι Εβραίος οπουδήποτε; Κι εμένα με βάφτισε όταν ήμουν οχτώ χρόνω. Το γεγονός αυτό προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ελεονόρας. Ρώτησε:
«Μουρ» -η οικογένεια μου με φώναζε Μουρ, Μαυριτανό δηλαδή, επειδή είχα σκουρόχρωμο δέρμα- «Μουρ, ξέρω πως έχεις βαφτιστεί. Αλλά είχες ήδη κάνει περιτομή, έτσι δεν είναι;» Δεν είχε καμιά ντροπή αυτό το παιδί!
-Τέτοιες στιγμές ήταν ανυπόφορη. Ακούστε αυτό: Μαζί με το εβραϊκό αστέρι φορούσε και το σταυρουδάκι της. Όχι, δεν ήτανε ξετρελαμένη με το χριστιανισμό, αλλά με τους Ιρλανδούς και την εξέγερση τους κατά της Αγγλίας. Έμαθε για τους αγώνες των Ιρλανδών από τη Λίτσι Βερνς, το μεγάλο έρωτα του Ένγκελς. Η Λίτσι ήταν εργάτρια και δεν ήξερε να διαβάζει. Ο Ένγκελς μιλούσε εννιά γλώσσες. Θα νόμιζε κανείς ότι αυτό θα δημιουργούσε προβλήματα στη σχέση τους. Αλλά αγαπιόντουσαν. Η Λίτσι συμμετείχεν ενεργά στον Ιρλανδικό αγώνα. Η Ελεονόρα πήγαινε να τη δει και κάθονταν οι δυο τους στο πάτωμα κι έπιναν μαζί κρασί και τραγουδούσαν ιρλανδέζικα τραγούδια μέχρι που τους έπαιρνε ο ύπνος.
-Θυμάμαι κείνη τη τρομερή νύχτα που η αγγλική κυβέρνηση κρέμασε δυο νεαρούς Ιρλανδούς, εκεί στο Σόχο κι ένα μεθυσμένο πλήθος να ζητωκραυγάζει... Αυτοί οι ευγενείς Άγγλοι με το απογευματινό τους τσάι και τους δημόσιους απαγχονισμούς! Έχω μάθει ότι δεν κρεμάτε πλέον τους ανθρώπους. Μόνο τους κλείνετε στο θάλαμο αερίων, τους κάνετε ενδοφλέβια ένεση με δηλητήριο ή τους ψήνετε στην ηλεκτρική καρέκλα. Πολύ πιο πολιτισμένο... Τότε, λοιπόν, κρεμάσανε τους δυο νεαρούς Ιρλανδούς γιατί ήθελαν απελευθέρωση από την Αγγλία. Η Ελεονόρα έκλαιγε χωρίς σταματημό. Εγώ της έλεγα: «Κοριτσάκι μου, είναι πολύ νωρίς για να φορτωθείς τους εφιάλτες του κόσμου. Είσαι δεκαπέντε χρονών». Κι εκείνη απαντούσε: «Ακριβώς Μουρ, αυτό είναι το θέμα. Δεν είμαι δεκατριών, δεν είμαι δεκατεσσάρων, είμαι δεκαπέντε χρονών».
-Ναι, ήτανε δεκαπέντε χρονών και μαγευόταν από κάθε γοητευτικό άντρα που ερχόταν στο σπίτι. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρη λίστα. Σε όλη τη ζωή της, η Ελεονόρα φάνηκε ευφυής στη πολιτική και χαζή στον έρωτα. Είχε ξετρελαθεί με το Λισαγκαρέ, τον ήρωα της Παρισινής Κομμούνας. Ε, αυτός τουλάχιστον ήτανε Γάλλος. Ο φίλος της άλλης κόρης μας, της Τζένισεν, ήταν Άγγλος. Οι Άγγλοι είναι όπως το αγγλικό φαΐ. Χρειάζεται να πω περισσότερα; Είχαμε βέβαια και τον αγαπημένο της Λώρας, τον Λαφάργκ. Οι δημόσιες εκδηλώσεις πάθους αυτού του τύπου ήτανε φοβερές. Της έπιανε τον κώλο, δημόσια, σαν να ήτανε το φυσικότερο πράμα στον κόσμο. Κι η Τζένη τον υπερασπιζόταν: «Ξέρεις ότι η οικογένεια του ήρθε στη Γαλλία από τη Κούβα». Λες κι όλοι στη Κούβα κυκλοφορούν πιάνοντας ο ένας τον κώλο του άλλου!
Αναστενάζει.
-Η Τζένη πάντα προσπαθούσε να με ηρεμεί. Με μένα κάτι γινόταν, με τους καλόγερους όμως που έβγαζα, δε κατάφερνε τίποτα.
Κάνει μια γκριμάτσα.
-Είχατε ποτέ καλόγερους; Δεν υπάρχει πιο φρικτή αρρώστια. Οι καλόγεροι με κατατρέχανε σε όλη μου τη ζωή. Και διάφοροι ανόητοι τους επικαλέστηκαν για να ερμηνεύσουν τη πορεία μου: «Ο Μαρξ είναι θυμωμένος με το καπιταλιστικό σύστημα επειδή έχει καλόγερους». Τί ηλίθιοι. Και τί εξήγηση δίνουνε για όλους τους άλλους επαναστάτες που δεν έχουνε καλόγερους; Φυσικά πάντα βρίσκουν κάτι: Αυτό τον έδερνε ο πατέρας του, εκείνο τον ντάντευε η μαμά του μέχρι δέκα χρονών, τον άλλο δεν τον έμαθαν να πηγαίνει στη τουαλέτα -λες και πρέπει δηλαδή, να είσαι ανώμαλος για να είσαι επαναστάτης. Κάνουνε κάθε δυνατή διάγνωση εκτός από την προφανή: πως ο καπιταλισμός, που από τη φύση του επιτίθεται στο ανθρώπινο πνεύμα, προκαλεί την επανάσταση... Α, ναι, λεν ότι ο καπιταλισμός είναι τώρα πιο ανθρώπινος σε σχέση με την εποχή μου. Αλήθεια; Μόλις πριν από λίγα χρονιά στη Βόρεια Καρολίνα -το γράψανε οι εφημερίδες- οι ιδιοκτήτες ενός ορνιθοτροφείου κλείδωσαν μέσα τις εργάτριες για να ελέγχουν τη παραγωγικότητα τους. Το εργοστάσιο πήρε φωτιά κι εικοσιπέντε γυναίκες καήκανε ζωντανές.
-Μπορεί όντως ο θυμός μου να φούντωνε από τους καλόγερους. Για δοκιμάστε, όμως, να δουλέψετε, δοκιμάστε να καθίσετε να γράψετε, με ένα καλόγερο στον κώλο! Και μη μου μιλάτε για γιατρούς. Οι γιατροί ξέρανε λιγότερα από μένα. Πολύ λιγότερα! Γιατί οι καλόγεροι ήταν δικοί μου.
Πίνει ξανά μια γουλιά μπίρα.
-Εγώ ανακάλυψα κάτι πολύ απλό: Το νερό. Πανιά βουτηγμένα σε χλιαρό νερό. Η Τζένη μου τα έβαζε υπομονετικά, για ώρες ολάκερες. Πεταγόταν μες στη νύχτα όταν ούρλιαζα και μου έβαζε εκείνα τα καταπραϋντικά επιθέματα... μερικές φορές, όταν έλειπε η Τζένη, το έκανε η Λένχεν.
Σταματά για να σκεφτεί.
-Ναι, η Λένχεν. Ενώ μεις ζούσαμε μες στη φτώχεια στο Σόχο, η μάνα της Τζένης αποφάσισε να μας στείλει τη Λένχεν για να μας βοηθά με τα παιδιά. Τα έπιπλα μας μπορεί να ήταν στο ενεχυροδανειστήριο, αλλά ξαφνικά βρεθήκαμε να έχουμε υπηρέτρια. Έτσι γίνεται όταν παντρεύεσαι γυναίκα από αριστοκρατική οικογένεια. Τα πεθερικά σου δε σου στέλνουνε χρήματα, που χρειάζεσαι απεγνωσμένα για να πάρεις ψωμί και γάλα, αλλά σερβίτσια κι ασημικά. Κι υπηρέτρια! Στη πραγματικότητα, δεν ήτανε και τόσο κακή ιδέα. Η υπηρέτρια μπορεί να πάει τα σερβίτσια και τα ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο και να φέρει μερικά χρήματα. Η Λένχεν το έκανε πολλές φορές. Αλλά δεν ήταν υπηρέτρια. Τα παιδιά τη λάτρευαν. Κι η Τζένη ένιωθε μεγάλη στοργή για αυτήν. Όταν αρρώστησε, η Λένχεν ήτανε στο πλάι της και τη φρόντιζε μέρα-νύχτα. Βέβαια, είναι γεγονός ότι η παρουσία της Λένχεν δημιούργησε μεγάλην ένταση ανάμεσα στη Τζένη κι εμένα. Θυμάμαι μια σκηνή. Η Τζένη είπε:
«Σήμερα το πρωί, σε είδα πώς κοίταζες τη Λένχεν».
«Πώς τη κοίταζα, δηλαδή;»
«Όπως ένα άντρας κοιτά μια γυναίκα».
«Δε καταλαβαίνω τι εννοείς».
Κουνά θλιμμένα το κεφάλι.
-Ήταν από κείνες τις συζητήσεις που δε βγαίνουνε ποτέ σε καλό. Όλα αυτά συνέβαιναν μες στο διαμέρισμα μας στη Ντιν Στριτ. Κι έξω, το Λονδίνο. Το Λονδίνο του 1858. Ο οργανοπαίχτης με τη μαϊμού, οι πόρνες, οι μάγοι, ο άνθρωπος που καταπίνει φωτιές, οι λατέρνες, οι Σκωτσέζοι που παίζανε γκάιντα και πάντα κάποια ζητιάνα να τραγουδά μιαν ιρλανδέζικη μπαλάντα. Αυτά έβλεπα και άκουγα κάθε βράδυ στο δρόμο για το σπίτι, επιστρέφοντας από το Βρετανικό Μουσείο, κάθε βράδυ, κάτω από τις λάμπες γκαζιού που είχαν μόλις ανάψει. Για να φτάσω στη Ντιν Στριτ περνούσα μες από βρομόνερα και σκουπίδια και σκεφτόμουν με πόση φροντίδα λιθοστρώνανε τους δρόμους στις πλούσιες γειτονιές.
Αναστενάζει.
-Τελικά υποθέτω πως ήτανε ταιριαστό, ο συγγραφέας του Κεφαλαίου να περπατά μες στα σκατά όσο γράφει τη καταδίκη του καπιταλιστικού συστήματος. Η Τζένη δε με συμπονούσε όταν παραπονιόμουν για τη δυστυχία του δρόμου. Έλεγε: «Έτσι υποφέρω κι εγώ όταν το διαβάζω».
-Ήτανε πάντα η πιο αυστηρή κριτικός μου. Δε χάριζε κάστανα. Τίμια, θα μπορούσες να πεις. Αλλά υπάρχει τίποτα πιο εξοργιστικό από ένα τίμιο κριτικό; Αυτό το βιβλίο την ανησυχούσε. Ναι, Το Κεφάλαιο. Παίρνει το βιβλίο στα χέρια του. Έλεγε ότι θα έκανα τους αναγνώστες να βαρεθούν από τις πρώτες κιόλας σελίδες με τις αλλεπάλληλες αναφορές μου στα εμπορεύματα, την αξία χρήσης, την ανταλλακτική αξία. Έλεγε πως αυτό το βιβλίο ήταν υπερβολικά μεγάλο, υπερβολικά λεπτομερές. Χρησιμοποιούσε τον όρο «βαρύ». Αν είναι δυνατό! Μου θύμιζε αυτό που είπε ο Πίτερ Φοξ, ένας φίλος μας συνδικαλιστής, όταν του έδωσα το βιβλίο: «Νιώθω σα να μου χάρισαν έναν ελέφαντα».
-Ναι, έλεγε η Τζένη, είναι ελέφαντας. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως ήτανε διαφορετικό έργο από Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που 'χε γραφεί για το ευρύ κοινό. Το Κεφάλαιο ήτανε διατριβή. «Εντάξει» έλεγε η Τζένη, «διατριβή, αλλά γιατί δε φωνάζει, όπως το "Μανιφέστο"; Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού! Ναι!» έλεγε, «αυτό μάλιστα, αυτό συνεπαίρνει τον αναγνώστη... ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη!» Και μετά μου διάβαζε τις πρώτες φράσεις του Κεφαλαίου. Για να με τυραννήσει, φυσικά.
Ο Μαρξ παίρνει το βιβλίο από το τραπέζι και διαβάζει:
«Ο πλούτος στις κοινωνίες με καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής εμφανίζεται με τη μορφή συσσώρευσης εμπορευμάτων».
«Πολύ βαρετό» μου έλεγε. Σας ρωτώ, είναι βαρετό;
Σκέφτεται.
-Εντάξει, ίσως είναι λίγο βαρετό. Το παραδέχτηκα αυτό στη Τζένη. «Δεν υπάρχει λίγο βαρετό», είπε κείνη. Μην το παρεξηγήσετε. Η Τζένη συμφωνούσε ότι το Κεφάλαιο ήταν μια σοβαρή ανάλυση. Το βιβλίο εξηγούσε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα επιφέρει κολοσσιαία αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, μια χωρίς προηγούμενο αύξηση του πλούτου στον κόσμο. Κι από την ίδια του τη φύση, το σύστημα αυτό θα διανείμει κείνο τον πλούτο με τρόπον ώστε να καταστρέψει την ανθρωπιά τόσο του εργαζόμενου όσο και του εργοδότη. Κι από τη φύση του και πάλι, θα δημιουργήσει τους νεκροθάφτες του και θα παραχωρήσει τη θέση του σε ένα πιο ανθρώπινο σύστημα. Αλλά η Τζένη πάντα ρωτούσε: «Θα έχει απήχηση σε κείνους που θέλουμε»;
-Μια μέρα μου λέει: «Ξέρεις γιατί επέτρεψαν οι λογοκριτές να δημοσιευτεί το Κεφάλαιο; Γιατί δεν το καταλαβαίνανε κι υπέθεσαν ότι δε θα το καταλάβει και κανείς άλλος». Της υπενθύμισα ότι το Κεφάλαιο είχε αποσπάσει ευνοϊκές κριτικές. Εκείνη μου υπενθύμισε ότι τις περισσότερες τις είχε γράψει ο Ένγκελς. Κι εγώ της είπα πως ίσως ασκούσε κριτική στο έργο μου γιατί δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί μου. «Σεις οι άντρες!» είπε. «Αποδίδετε κάθε κριτική στο έργο σας, σε κάποιο προσωπικό ζήτημα. Ναι, Μουρ, τα προσωπικά μου αισθήματα δε παύουν να υπάρχουν, αλλά αυτό είναι διαφορετικό».
-Ναι, τα προσωπικά της αισθήματα. Η Τζένη περνούσε πολύ άσχημη περίοδο. Υποθέτω ότι το φταίξιμο ήτανε δικό μου. Αλλά δεν ήξερα πώς να ανακουφίσω την αγωνία της. Η Τζένη κι εγώ ερωτευτήκαμε όταν εγώ ήμουνα δεκαεφτά και κείνη δεκαεννιά. Ήτανε πανέμορφη, με πυρόξανθα μαλλιά και μαύρα μάτια. Για κάποιο λόγο, η οικογένεια της με είχε συμπαθήσει. Ήταν αριστοκράτες. Οι αριστοκράτες εντυπωσιάζονται πάντα από τους διανοούμενους. Ο πατέρας της Τζένης κι εγώ συζητούσαμε ώρες για την ελληνική φιλοσοφία. Είχα κάνει τη διατριβή για το διδακτορικό μου με θέμα τον Δημόκριτο και τον Επίκουρο. Είχα μόλις αρχίσει να συνειδητοποιώ πως οι φιλόσοφοι είχανε περιοριστεί στην ερμηνεία του κόσμου. Ενώ το θέμα ήτανε πώς να τον αλλάξουμε.
-Όταν με έδιωξαν από τη Γερμανία, η Τζένη με ακολούθησε στο Παρίσι, όπου παντρευτήκαμε και γέννησε τη Τζένισεν και τη Λώρα. Όχι, όχι, η Λώρα γεννήθηκε στις Βρυξέλλες... Ήμασταν ευτυχισμένοι στο Παρίσι, ζούσαμε με ελάχιστα, συναντούσαμε τους φίλους μας στα καφέ. Κι εκείνοι ζούσαν με ελάχιστα. Τί παρέα ήμασταν εκείνη την εποχή! Ο Μπακούνιν, ο τεράστιος, άξεστος αναρχικός. Ο Ένγκελς, ο όμορφος άθεος. Ο Χάινε, ο άγιος ποιητής. Ο Στίρνερ, ο απόλυτος απροσάρμοστος. Κι ο Προυντόν, που είπε: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή!»... Αλλά ήθελε κι αυτός λίγη! Δεν είναι καλά να είσαι φτωχός στο Παρίσι. αλλά στο Λονδίνο είναι κόλαση. Ζούσαμε εκεί με δυο παιδιά, σε κείνο το κρύο κι υγρό διαμέρισμα, όπου πάντα κάποιος ήταν άρρωστος. Η Τζένη κάποτε κόλλησε ευλογιά. Έγινε καλά αλλά της έμειναν τα σημάδια στο πρόσωπο. Προσπαθούσα να τη πείσω πως εξακολουθούσε να είναι όμορφη, αλλά δεν ωφελούσε. Θα ήθελα να είχατε την ευκαιρία να γνωρίσετε τη Τζένη. Αυτά που έκανε για μένα είναι ανεκτίμητα. Κυρίως καταλάβαινε ότι δε μπορούσα να βρω μια δουλειά, έτσι απλά, όπως άλλοι άντρες. Ναι, μια φορά προσπάθησα. Έστειλα γράμμα στην εταιρεία σιδηροδρόμων για μια θέση υπάλληλου. Η απάντηση τους ήταν: «Δρ. Μαρξ, η πρόταση σας να εργαστείτε για μας, μας τιμά. Δεν είχαμε ποτέ μέχρι τώρα έναν Δόκτορα Φιλοσοφίας για υπάλληλο γραμματείας. Αλλά η θέση αυτή απαιτεί έναν ευανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα κι ως εκ τούτου, είμαστε στη δυσάρεστη θέση να απορρίψουμε την αίτησή σας».
Σηκώνει τους ώμους.
-Η Τζένη πίστευε στις ιδέες μου, αλλά δεν άντεχε συμπεριφορές που ερμήνευε ως πνευματικό σνομπισμό. «Προσγειώσου, Χερ Ντόκτορ», συνήθιζε να μου λέει. Ήθελε να περιγράψω τη θεωρία της υπεραξίας με τρόπο κατανοητό στους απλούς εργάτες. Εγώ της είπα: «Κανείς δε μπορεί να καταλάβει τη θεωρία της υπεραξίας, αν δε κατανοήσει πρώτα ότι το εργατικό δυναμικό είναι ένα ειδικό εμπόρευμα, που η αξία του καθορίζεται από το κόστος των μέσων διαβίωσης, που, όμως, δίνει αξία σε όλα τα άλλα εμπορεύματα, αξία που υπερβαίνει πάντα την αξία του εργατικού δυναμικού». «Όχι έτσι!», φώναζε κείνη. «Πρέπει απλά να πεις: Ο εργοδότης σας δίνει ένα πολύ χαμηλό μισθό, που φτάνει ίσα-ίσα για να ζείτε και να συνεχίσετε να δουλεύετε, αλλά κείνος κερδίζει από τη δουλειά σας πολύ πιότερα απ' όσα σας δίνει. Έτσι κείνος γίνεται όλο και πιο πλούσιος, ενώ σεις μένετε φτωχοί».
-Εντάξει, ας υποθέσουμε ότι μόνον εκατό άνθρωποι στη παγκόσμια ιστορία κατάφεραν να κατανοήσουν τη θεωρία μου της υπεραξίας.
Εξάπτεται.
-Δε παύει όμως να ισχύει! Μόλις τη περασμένη εβδομάδα διάβαζα τις εκθέσεις του Υπουργείου Εργασίας των ΗΠΑ. Συμπέρασμα: Οι εργάτες στη χώρα σας, παράγουν ολοένα πιότερα αγαθά και παίρνουν ολοένα και χαμηλότερους μισθούς. Όπως το περιέγραψα! Σήμερα, το ένα τοις εκατό των Αμερικανών κατέχει σαράντα τοις εκατό του εθνικού πλούτου της χώρας. Η Τζένη προσπαθούσε πάντα να απλουστεύει ιδέες που, από τη φύση τους, ήτανε πολύπλοκες. Με κατηγορούσε πως ήμουνα πρώτα ακαδημαϊκός κι ύστερα επαναστάτης. «Ξεχνά τους διανοούμενους», έλεγε, «απευθύνσου στους εργάτες». Μ' αποκαλούσε υπερόπτη κι αδιάλλακτο. «Γιατί επιτίθεσαι σ' άλλους επαναστάτες με μεγαλύτερο πάθος απ' ότι στους αστούς» με ρωτούσε.
-Ναι, ο Προυντόν, για παράδειγμα. Ο άνθρωπος δεν καταλάβαινε πως οφείλουμε να επικροτήσουμε τον καπιταλισμό για την ανάπτυξη μεγάλων βιομηχανιών και μετά να τις πάρουμε στα χέρια μας. Ο Προυντόν πρέσβευε πως έπρεπε να οπισθοχωρήσουμε σε μια πιο απλή κοινωνία. Όταν έγραψε το βιβλίο του Η Φιλοσοφία Της Αθλιότητας, εγώ απάντησα με το δικό μου βιβλίο Η Αθλιότητα Της Φιλοσοφίας. Εγώ το βρήκα έξυπνο. Η Τζένη το βρήκε προσβλητικό.
Αναστενάζει.
-Σήμερα σκέφτομαι πως η Τζένη ήτανε πολύ καλύτερος άνθρωπος από όσο θα μπορούσα ποτέ να γίνω εγώ. Μου έλεγε να σηκώσω τον κώλο μου από τη καρέκλα και να συμμετάσχω στον αγώνα των Άγγλων εργαζομένων. Ήρθε μαζί μου όταν με προσκάλεσαν να μιλήσω στη πρώτη συνάντηση της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων. Ήτανε φθινόπωρο του 1864. Δυο χιλιάδες άνθρωποι είχανε στριμωχτεί στο Σεντ Μάρτινς Χολ.
Κάνει ένα βήμα μπρος, απλώνει το χέρι, σα να χαιρετά ένα μεγάλο πλήθος κι αρχίζει να μιλά με αποφασιστικότητα και πυγμή:
«Οι προλετάριοι όλων των χωρών πρέπει να ενωθούν ενάντια στις διεθνείς πολιτικές, που είναι εγκληματικές, που εκμεταλλεύονται τις εθνικές προκαταλήψεις, που χαραμίζουν το αίμα και τον πλούτο των λαών σε πολέμους. Πρέπει να οργανωθούμε πέρα από εθνικά σύνορα για να διεκδικήσουμε τους απλούς νόμους της ηθικής και της δικαιοσύνης στα διεθνή ζητήματα. Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Σταματά.
-Της Τζένης της άρεσε αυτό...
Πίνει μια γουλιά.
-Η Τζένη κατάφερνε να φροντίζει όλη την οικογένεια, με κομμένο νερό και γκάζι αλλά δεν έπαψε ποτέ να ασχολείται με το θέμα της χειραφέτησης της γυναίκας. Έλεγε πως η ζωτικότητα των γυναικών σπαταλιόταν στις δουλειές του σπιτιού, στο μαντάρισμα και το μαγείρεμα. Γι' αυτό, αρνιόταν να μένει στο σπίτι. Με κατηγορούσε πως ενώ στη θεωρία ήμουν υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης, πραγματικά αγνοούσα τα προβλήματα των γυναικών. «Εσύ κι ο Ένγκελς», έλεγε, «γράφετε για την ισότητα των δύο φύλων, αλλά δε τη πολυεφαρμόζετε». Δεν θα το σχολιάσω αυτό...
-Υποστήριζε με πάθος τον αγώνα των Ιρλανδών κατά της Αγγλίας. Όταν η βασίλισσα Βικτόρια είχε πει: «Αυτοί οι Ιρλανδοί! Φρικτοί άνθρωποι! Δε φέρονται όπως τα πολιτισμένα έθνη», η Τζένη απάντησε με ένα γράμμα στις λονδρέζικες εφημερίδες: «Η Αγγλία καταδικάζει σε απαγχονισμό Ιρλανδούς επαναστάτες, που δεν ζητάνε παρά μόνο τη λευτεριά τους. Είναι η Αγγλία πολιτισμένο έθνος»;
-Η Τζένη κι εγώ ήμασταν πολύ ερωτευμένοι. Πώς να σας το εξηγήσω αυτό; Αλλά περάσαμε πολύ άσχημες εποχές στο Λονδίνο. Η αγάπη μας υπήρχε. Αλλά, κάποια στιγμή, η κατάσταση άλλαξε. Δεν ξέρω γιατί. Η Τζένη είπε πως οφειλόταν στο ότι δεν ήτανε πια η καλλονή που είχα κάποτε παντρευτεί. Αυτό με έκανε να θυμώσω. Είπε πως οφειλόταν στη Λένχεν. Αυτό με θύμωσε ακόμα πιότερο. Κι εκείνη είπε ότι θύμωνα επειδή ήταν αλήθεια. Αυτό με έβγαλε εκτός εαυτού!
Αναστενάζει πίνει μια γουλιά μπίρα, κοιτά τις εφημερίδες στο τραπέζι, παίρνει μιαν απ' αυτές στα χέρια του.
-Ισχυρίζονται πως επειδή κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, ο κομμουνισμός είναι νεκρός.
Κουνά το κεφάλι.
-Μήπως ξέρουν αυτοί οι ηλίθιοι τί είναι κομμουνισμός; Scheisskopfen [Σκατοκέφαλοι]! Οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί που τα λένε αυτά, τί παιδεία έχουν; Διαβάσατε ποτέ το Μανιφέστο που γράψαμε με τον Ένγκελς όταν εκείνος ήταν εικοσιοκτώ χρόνων κι εγώ τριάντα;
Παίρνει ένα βιβλίο από το τραπέζι να διαβάζει:
«Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τη πάλη των τάξεων, θα έχουμε μια ένωση, που η ελευθερία του ατόμου θα είναι προϋπόθεση για την ελευθερία του συνόλου». Τό ακούσατε αυτό; Ένωση! Αντιλαμβάνονται ποιος είναι ο στόχος του κομμουνισμού; Η ελευθερία του ατόμου! Νομίζουν ότι ένας που δηλώνει κομμουνιστής ή σοσιαλιστής αλλά φέρεται σα γκάνγκστερ, μπορεί να καταλάβει τι είναι κομμουνισμός; Το να σκοτώνεις αυτόν που διαφωνεί μαζί σου -αυτό είναι ο κομμουνισμός για τον οποίο εγώ έδωσα τη ζωή μου; Αυτοί που επέμεναν να ερμηνεύουν τις ιδέες μου με θρησκευτικό φανατισμό, επέτρεψαν άρα στους πολίτες να διαβάσουνε το γράμμα που είχα στείλει στη Νιου Γιορκ Τρίμπιουν, που διακήρυττα πως η θανατική ποινή δεν έχει θέση σε καμία κοινωνία που αυτοχαρακτηρίζεται πολιτισμένη;
Θυμωμένος...
-Υποτίθεται ότι ο σοσιαλισμός δε πρέπει να αναπαράγει τις βλακείες του καπιταλισμού! Εδώ στην Αμερική, οι φυλακές σας έχουνε ξεχειλίσει. Ποιοι είναι μέσα; Οι φτωχοί! Οι περισσότεροι είναι διαρρήκτες, κλέφτες, ληστές, έμποροι ναρκωτικών. Πιστεύουν και αυτοί στην ελεύθερη αγορά! Κάνουν ότι κι οι καπιταλιστές αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Παίρνει στα χέρια του ένα άλλο βιβλίο.
-Ξέρεις τί γράψαμε εγώ κι ο Ένγκελς για τις φυλακές; «Αντί να τιμωρούμε το άτομο για τα αδικήματα που διαπράττει, πρέπει να καταστρέφουμε τις κοινωνικές συνθήκες που γεννούν τη παρανομία και να προσφέρουμε σε όλους τους ανθρώπους το χώρο που έχουν ανάγκη στη κοινωνία για τη προσωπική τους ανάπτυξη».
-Ναι μιλήσαμε για «δικτατορία του προλεταριάτου». Όχι τη δικτατορία ενός κόμματος, τη δικτατορία μιας κεντρικής επιτροπής, τη δικτατορία ενός ανθρώπου. Όχι, μεις μιλήσαμε για προσωρινή δικτατορία της εργατικής τάξης. Ο λαός θα καταλάμβανε το κράτος και θα κυβερνούσε με γνώμονα το κοινό συμφέρον -μέχρις ότου το ίδιο το κράτος θα γινότανε περιττό και σταδιακά θα εξαφανιζόταν. Ο Μπακούνιν, όπως ήτανε φυσικό, διαφωνούσε. Έλεγε πως ένα κράτος, ακόμα κι εργατικό, αν έχει στρατό, αστυνομία και φυλακές, θα γίνει αυταρχικό. Του άρεσε πολύ να διαφωνεί μαζί μου.
Έχετε ακούσει γι' αυτόν; Τον Μπακούνιν, τον αναρχικό; Αν ένας συγγραφέας εφεύρισκε ένα τέτοιο χαρακτήρα, θα λέγατε πως αποκλείεται να υπάρχει πράγματι τέτοιος άνθρωπος. Το να πω ότι με τον Μπακούνιν δε τα πηγαίναμε καλά, είναι λίγο. Ακούστε τί είπε την εποχή που ο Ένγκελς κι εγώ βρισκόμασταν στις Βρυξέλλες και γράφαμε το Μανιφέστο.
Ο Μαρξ παίρνει ένα έγγραφο από το τραπέζι και διαβάζει:
«Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, ιδιαίτερα ο Μαρξ, είναι αστοί μέχρι το κόκαλο».
-Εμείς αστοί! Φυσικά, σε σύγκριση με τον Μπακούνιν, όλοι ήταν αστοί. Αν δε ζούσες σα γουρούνι, αν είχες κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, αν είχες πιάνο σπίτι, αν σου άρεσε να τρως φρέσκο ψωμί και να πίνεις ένα ποτήρι κρασί, ήσουν αστός. Παραδέχομαι πάντως ότι είχε κουράγιο, Τον φυλακίσαν, τον στείλανε στη Σιβηρία, αλλά κείνος δραπέτευσε κι άρχισε να περιπλανιέται στον κόσμο προσπαθώντας να σπείρει παντού την επανάσταση. Ο στόχος του ήταν αναρχική κοινωνία, αλλά η μόνη αναρχία που κατάφερε να φέρει ήταν μες στο κεφάλι του. Έχετε δει ποτέ τον Μπακούνιν σε φωτογραφία; Γίγαντας. Φαλακρός, αλλά το έκρυβε με ένα μικρό γκρι καπέλο. Πυκνά γένια. Άγρια έκφραση. Δεν είχε καθόλου δόντια -σκορβούτο, συνέπεια της κακής δίαιτας στις φυλακές. Έμοιαζε να ζει σε άλλο κόσμο, έναν κόσμο που υπήρχε στη φαντασία του. Αγνοούσε τα χρήματα. Όταν είχε, τα μοίραζε. Όταν δεν είχε, δανειζόταν χωρίς να του περνά από το νου να τα επιστρέψει. Δεν είχε σπίτι ή, θα μπορούσε να πει κανείς, σπίτι του ήταν ο κόσμος. Έφτανε στο σπίτι ενός συντρόφου κι ανακοίνωνε: «Έφτασα. Πού να κοιμηθώ; Και τί υπάρχει να φάμε;» Μιαν ώρα μετά φερότανε πιο άνετα από τους ίδιους τους οικοδεσπότες!
-Θυμάμαι μια φορά στο Σόχο, τρώγαμε για βράδυ, όταν ξαφνικά όρμηξε μέσα ο Μπακούνιν. Δεν έμπαινε στον κόπο να χτυπήσει. Συνήθιζε να φτάνει την ώρα του φαγητού. Αφού λοιπόν κόντεψε να γκρεμίσει τη πόρτα, μπήκε, κοίταξε γύρω του, χαμογέλασε με το φαφούτικο χαμόγελο του κι είπε: «Καλησπέρα, σύντροφοι». Και χωρίς να περιμένει απάντηση, κάθισε κι άρχισε να καταβροχθίζει ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι, πίνοντας το ένα ποτήρι μπράντι μετά τ' άλλο. «Μιχαήλ», του είπα, «δοκίμασε και το κρασί, από αυτό έχουμε πολύ. Το μπράντι είναι ακριβό». Ήπιε λίγο κρασί και αμέσως το έφτυσε. «Εντελώς άγευστο», είπε. «Το μπράντι καθαρίζει το μυαλό».
-Μετά άρχισε τη συνηθισμένη παράσταση: Έκανε κήρυγμα επιχειρηματολογούσε, φώναζε, νουθετούσε. Εγώ είχα γίνει έξω φρενών, αλλά τελικά η Τζένη ήταν αυτή που του έβαλε τις φωνές: «Μιχαήλ», είπε, «σταμάτα! Καταναλώνεις όλο τ' οξυγόνο στο δωμάτιο!» Κείνος γέλασε δυνατά και ...συνέχισε. Το κεφάλι του Μπακουνιν ήτανε γεμάτο αναρχικά σκουπίδια, ρομαντικές ουτοπικές ανοησίες. Ήθελα να τον διώξω από τη Διεθνή κι η Τζένη κορόιδευε. «Σιγά τώρα, μια επαναστατική ομάδα με πεντέξι μέλη κι απειλείς ότι θα διαγράψεις τον ένα».
-Χρησιμοποιούσε πολλές διαφορετικές μεταμφιέσεις, επειδή η αστυνομία τον καταζητούσε σ' όλες τις χώρες της Ευρώπης. Όταν ήρθε να μας βρει στο Λονδίνο, ήταν μεταμφιεσμένος παπάς. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε. Ήτανε γελοίος! Έμεινε στο σπίτι μας μια εβδομάδα. Μια φορά ξενυχτήσαμε. Πίναμε, συζητούσαμε, τσακωνόμασταν και συνεχίζαμε να πίνουμε, μέχρι που κανείς μας δε μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Κάποια στιγμή, στη μέση μιας αγόρευσης του Μπακουνιν, με πήρε ο ύπνος. Άρχισε να με ταρακουνά φωνάζοντας: «Ξύπνα, δεν ολοκλήρωσα ακόμα».
-Ήταν εκείνη η ένδοξη εποχή, το χειμώνα του 1871, όταν η Κομμούνα είχε πάρει την εξουσία στο Παρίσι... Ναι, η Παρισινή Κομμούνα. Ο Μπακούνιν όρμηξε, με το τεράστιο εκτόπισμα του, σε κείνη την επανάσταση. Οι Γάλλοι τον πήρανε χαμπάρι. Λέγανε: «Τη πρώτη μέρα μιας επανάστασης, ο Μπακούνιν είναι πολύτιμος. Τη δεύτερη μέρα, πρέπει να τουφεκιστεί».
-Έχετε ακούσει γι' αυτό το υπέροχο κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας, τη Παρισινή Κομμούνα; Η ιστορία ξεκινά με μια βλακεία. Αναφέρομαι στον Ναπολέοντα τον Γ'. Ναι, τον ανιψιό του Βοναπάρτη. Ήτανε παλιάτσος που χαμογελούσε στο πλήθος, ενώ δεκάξι εκατομμύρια Γάλλοι χωρικοί ζούσανε σε σκοτεινές τρώγλες και τα παιδιά τους λιμοκτονούσαν. Επειδή όμως δε κατάργησε τη βουλή, επειδή ο κόσμος ψήφιζε, όλοι θεωρούσαν ότι είχανε δημοκρατία... Συνηθισμένο λάθος. Ο Ναπολέοντας ο Γ' ήθελε να δοξαστεί κι έκανε το λάθος να επιτεθεί στις στρατιές του Βίσμαρκ. Σύντομα ηττήθηκε κι οι Γερμανοί στρατιώτες μπήκαν νικητές στο Παρίσι για να έρθουν αντιμέτωποι με κάτι πιο καταστροφικό από τα όπλα -τη σιωπή. Βρήκαν τα αγάλματα στους δρόμους του Παρισιού καλυμμένα με μαύρα πανιά, μια γιγάντια, αόρατη, σιωπηλή αντίσταση. Κάνανε σοφή επιλογή. Παρέλασαν κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου και γρήγορα φύγανε. Κι η παλιά γαλλική τάξη, η 4η Δημοκρατία... Φιλελεύθεροι, έτσι αυτοαποκαλούνταν. Δε τολμούσαν να μπούνε στο Παρίσι. Τρέμαν από το φόβο τους επειδή, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, το Παρίσι καταλήφθηκε από τους εργάτες, τις νοικοκυρές, τους υπαλλήλους, τους διανοούμενους, τους ένοπλους πολίτες. Ο λαός του Παρισιού δεν έφτιαξε κυβέρνηση, αλλά κάτι πιο ένδοξο, κάτι που τρέμουνε παντού οι κυβερνήσεις, μία κομμούνα, τη συλλογική ενέργεια του λαού. Ήταν η Κομμούνα του Παρισιού.
-Οι άνθρωποι συναντιόντουσαν όλο το εικοσιτετράωρο σε κάθε σημείο του Παρισιού σε ομάδες των τριών και των τεσσάρων και παίρνανε κοινές αποφάσεις, ενώ η πόλη ήτανε περικυκλωμένη από το Γαλλικό στρατό που απειλούσε να εισβάλει από στιγμή σε στιγμή. Το Παρίσι υπήρξε η πρώτη λεύτερη πόλη στον κόσμο. Το πρώτο ανεξάρτητο κρατίδιο, σ' ένα κόσμο τυραννίας. Έλεγα στον Μπακούνιν: «Θέλεις να ξέρεις τί εννοώ όταν μιλώ για δικτατορία του προλεταριάτου; Δες τη Κομμούνα του Παρισιού. Αυτό είναι αληθινή δημοκρατία». Όχι η δημοκρατία της Αγγλίας ή της Αμερικής, που οι εκλογές είναι τσίρκο, όπου, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τους, οι πλούσιοι θα συνεχίσουν να κυβερνούν τη χώρα. Η Κομμούνα του Παρισιού. Υπήρξε το πρώτο νομοθετικό σώμα στην ιστορία που εκπροσωπούνταν οι φτωχοί. Οι νόμοι που ψηφίζονταν ήτανε για κείνους. Κατάργησε τα χρέη τους, ανέστειλε τη καταβολή των ενοικίων, υποχρέωσε τα ενεχυροδανειστήρια να τους επιστρέψουν τα πιο απαραίτητα υπάρχοντα τους. Οι ηγέτες της αρνήθηκαν να ορίσουν για τους εαυτούς τους μισθούς ψηλότερους από τους μισθούς των εργατών. Και σχεδίαζαν να προσφέρουν σε όλους ελεύθερη είσοδο στα θέατρα. Ο ίδιος ο μεγάλος Κουρμπέ που οι πίνακες του είχαν εντυπωσιάσει την Ευρώπη, είχε εκλεγεί πρόεδρος της ομοσπονδίας των καλλιτεχνών. Ξανανοίξαν τα μουσεία, φτιάξαν επιτροπή για πανεπιστημιακή εκπαίδευση των γυναικών -κάτι το ανήκουστο. Χρησιμοποίησαν την τελευταία ανακάλυψη της επιστήμης, το αερόστατο, για να μοιράσουν στην ύπαιθρο έξω από το Παρίσι, τυπωμένα χαρτιά με ένα απλό, δυνατό μήνυμα στους χωρικούς. Ένα μήνυμα που απευθυνόταν σ' όλους τους εργαζόμενους παντού στον κόσμο: «Έχουμε κοινά συμφέροντα».
-Η Κομμούνα δήλωσε ότι στόχος των σχολείων είναι να διδάσκουν τα παιδιά να αγαπάνε και να σέβονται τα άλλα πλάσματα. Έχω διαβάσει τις δικές σας ατέλειωτες διαβουλεύσεις για τη παιδεία. Τί ανοησίες! Τα σχολεία διδάσκουν οτιδήποτε χρειάζεται κάποιος για να πετύχει στον καπιταλιστικό κόσμο. Μαθαίνουν όμως στους νέους να αγωνίζονται για τη δικαιοσύνη; Τα μέλη της Κομμούνας είχανε καταλάβει τη σημασία αυτού του πράγματος. Δίδασκαν όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και με τα έργα. Καταργήσανε τη γκιλοτίνα, εργαλείο της τυραννίας, ακόμα και της επαναστατικής τυραννίας. Μετά, φορώντας κόκκινα μαντίλια και με ένα μεγάλο κόκκινο λάβαρο, μαζευτήκαν στη Βαντόμ, γύρω από τη στήλη-σύμβολο της στρατιωτικής εξουσίας, ένα πελώριο γλυπτό που στη κορφή του είχε τη προτομή του Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Έδεσαν μια τροχαλία στο χάλκινο κεφάλι, γύρισαν ένα βαρούλκο και το γλυπτό σωριάστηκε στο έδαφος κι έγινε κομμάτια. Οι άνθρωποι σκαρφάλωσαν στα χαλάσματα. Μια κόκκινη σημαία κυμάτιζε πλέον πάνω στο βάθρο. Τώρα ήτανε το βάθρο όχι μιας χώρας αλλά ολάκερης της ανθρωπότητας. Κι όλοι, άντρες και γυναίκες, παρακολουθούσαν κλαίγοντας από χαρά.
-Ναι, αυτή ήταν η Κομμούνα του Παρισιού. Οι δρόμοι ήτανε πάντα γεμάτοι, παντού γίνονταν συζητήσεις. Οι άνθρωποι μοιράζονταν τα υπάρχοντα τους. Χαμογελούσαν πιο συχνά. Η καλοσύνη κυριαρχούσε, οι δρόμοι ήταν ασφαλείς, χωρίς κανενός είδους αστυνόμευση. Ναι, αυτό ήταν σοσιαλισμός! Φυσικά, η Κομμούνα δεν ήταν δυνατό να περάσει έτσι, γιατί θα δημιουργούσε επικίνδυνο προηγούμενο. Οι στρατιές της Δημοκρατίας προελάσαν στο Παρίσι κι άρχισαν τις σφαγές. Οι ηγέτες της Κομμούνας οδηγήθηκαν στο νεκροταφείο Περ Λασέζ, που τους στήσανε στο τοίχο και τους τουφεκίσαν. Συνολικά σκοτώθηκαν τριάντα χιλιάδες άνθρωποι. Η Κομμούνα συντρίφτηκε. Αλλά υπήρξε το πιο ένδοξο επίτευγμα των καιρών μας...
Βηματίζει. Πίνει λίγη μπίρα.
-Ο Μπακούνιν κι εγώ συνεχίσαμε να πίνουμε και να συζητάμε και να λογομαχούμε. Του είπα: «Μιχαήλ, δε καταλαβαίνεις την έννοια του προλεταριακού κράτους. Δε μπορούμε να ξεφορτωθούμε το παρελθόν με στιγμιαίο οργασμικό ξέσπασμα. Θα χρειαστεί να ξαναχτίσουμε νέα κοινωνία με τα απομεινάρια της παλιάς. Αυτό παίρνει καιρό». Είπε: «Όχι. Όταν ο λαός ανατρέψει τη παλιά τάξη, πρέπει αμέσως να ζήσει με ελευθερία αλλιώς θα τη χάσει». Άρχισε να γίνεται προσωπικό. Έχασα την υπομονή μου και του 'πα: «Είσαι πολύ ηλίθιος για να καταλάβεις». Το μπράντι είχε αρχίσει να τον χτυπά κι αυτόν. Είπε: «Μαρξ, φέρεσαι σαν υπεροπτικός μαλάκας, όπως συνήθως. Εσύ είσαι αυτός που δε καταλαβαίνει. Νομίζεις ότι οι εργάτες θα κάνουν την επανάσταση με βάση τη θεωρία σου; Χεστήκαν για τη θεωρία σου. Η οργή τους θα ξεχειλίσει αυθόρμητα, έχουνε το ένστικτο της επανάστασης στα σωθικά τους». Είχε ανάψει. «Αν θες να ξέρεις, εγώ τις φτύνω τις θεωρίες σου». Και λέγοντας αυτό, έφτυσε στο πάτωμα. Τί γουρούνι! Αυτό πήγαινε πολύ. Είπα: «Μιχαήλ, μπορείς να φτύνεις τις θεωρίες μου, αλλά όχι το πάτωμα μου. Καθάρισε το αμέσως». «Να το», είπε. «Το ήξέρα πως ήσουνα τραμπούκος». «Κι εγώ πάντα το ήξερα πως είσαι ευνούχος». απάντησα.
-Βρυχήθηκε σαν προϊστορικό ζώο. Μετά όρμησε πάνω μου. Ήτανε τεράστιος. Κυλιστήκαμε στο πάτωμα, αλλά ήμασταν πολύ μεθυσμένοι για να χτυπήσουμε άσχημα ο ένας τον άλλον. Μετά από λίγο, είχαμε κουραστεί τόσο πολύ που μείναμε κάτω λαχανιασμένοι. Μετά ο Μπακούνιν σηκώθηκε, σαν ιπποπόταμος που βγαίνει από το ποτάμι, ξεκούμπωσε το παντελόνι του κι άρχισε να κατουρά έξω από το παράθυρο. Δε πίστευα στα μάτια μου. «Τι στο διάλο κάνεις, Μιχαήλ;» «Τι νομίζεις ότι κάνω; Κατουρώ έξω από το παράθυρο σου». «Είναι αηδιαστικό, Μιχαήλ», είπα. «Κατουρώ το Λονδίνο. Κατουρώ ολάκερη τη Βρετανικήν Αυτοκρατορία». «Όχι», είπα. «Κατουράς το δρόμο μου».
-Δεν απάντησε. Κούμπωσε το παντελόνι του, ξάπλωσε στο πάτωμα κι άρχισε να ροχαλίζει. Ξάπλωσα κι εγώ στο πάτωμα και σύντομα έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν ξύπνησε η Τζένη, νωρίς το πρωί, μας βρήκε κοιμισμένους αγκαλιά.
Σταματά για να πιει ακόμα μια γουλιά μπίρα.
-Όχι, δε μπορούσαν να επιτρέψουν την ύπαρξη της Κομμούνας. Ήταν επικίνδυνο παράδειγμα, γι' αυτό τη πνίξανε στο αίμα. Αυτό συμβαίνει ακόμα, έτσι δεν είναι; Όποτε κάπου, σε κάποια γωνιά του κόσμου, παραμερίζεται η παλιά τάξη πραγμάτων κι οι άνθρωποι αρχίζουν να δοκιμάζουν νέο τρόπο ζωής, αυτό δε θεωρείται επιτρεπτό. Και τότε κάποιοι αναλαμβάνουν δράση -ξέρετε ποιους εννοώ όταν λέω κάποιοι- μερικές φορές ύπουλα και κρυφά, άλλοτε άμεσα και βίαια και καταστρέφουν αυτή την απόπειρα.
Διαβάζει την εφημερίδα.
-Και συνεχίζουν να λένε: «Ο καπιταλισμός θριάμβευσε». Θριάμβευσε! Γιατί; Επειδή ανέβηκε πολύ το χρηματιστήριο κι οι μέτοχοι είναι τώρα πιο πλούσιοι; Θριάμβευσε; Όταν το ένα τέταρτο των παιδιών στην Αμερική ζούνε σε συνθήκες φτώχειας; Όταν σαράντα χιλιάδες απο αυτά τα παιδιά πεθαίνουνε κάθε χρόνο, πριν γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια;
Διαβάζει στην εφημερίδα:
-Εκατό χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρωθήκαν πριν ξημερώσει στο κέντρο της Νέας Υόρκης για να διεκδικήσουν δύο χιλιάδες θέσεις εργασίας. Κι οι ενενήντα οχτώ χιλιάδες που θα απορριφθούν, τί θα απογίνουν; Γι' αυτό χτίζετε κι άλλες φυλακές; Ναι, ο καπιταλισμός θριάμβευσε. Αλλά σε ποιανού τη πλάτη; Πετύχατε θαύματα τεχνολογίας, στείλατε ανθρώπους στο διάστημα, αλλά τί γίνεται με τους ανθρώπους που μείνανε στη γη; Γιατί είναι τόσο φοβισμένοι; Γιατί στρέφονται στα ναρκωτικά, στο οινόπνευμα, γιατί τρελαίνονται κι αρχίζουν να σκοτώνουν άλλους ανθρώπους;
Σηκώνει ψηλά την εφημερίδα.
-Ναι, τα γράφουν οι εφημερίδες, Οι πολιτικοί σας, γεμάτοι περηφάνια, λένε πως ο κόσμος οδεύει τώρα προς την «ελεύθερη οικονομία». Καλά, είναι ηλίθιοι; Δεν ξέρουνε την ιστορία του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας; Δεν ξέρουν ότι το κράτος δεν έκανε τίποτα για το λαό αλλά τα πάντα για τους πλούσιους; Ότι το δικό σας κράτος έδωσε δωρεάν εκατό εκατομμύρια εκτάρια γης στους σιδηροδρόμους, αλλά έκανε τα στραβά μάτια όταν Κινέζοι κι Ιρλανδοί μετανάστες δουλεύανε δώδεκα ώρες τη μέρα σε κείνους τους σιδηροδρόμους και πέθαιναν από τη ζέστη και το κρύο; Κι όταν οι εργάτες ξεσηκώθηκαν κι έκαναν απεργία, η κυβέρνηση έστειλε στρατό να τους συντρίψει και να τους υποτάξει. Γιατί στο διάβολο κάθισα κι έγραψα το Κεφάλαιο, αν όχι επειδή έβλεπα την αθλιότητα του καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς; Στην Αγγλία βάζανε μικρά παιδιά να δουλεύουνε στη κλωστοϋφαντουργία επειδή τα δαχτυλάκια τους χειρίζονταν με ευκολία τ' αδράχτια. Στην Αμερική μικρά κορίτσια έπιαναν δουλειά στα κλωστήρια της Μασαχουσέτης σε ηλικία δέκα χρονών και πεθαίνανε στα εικοσιπέντε τους. Οι πόλεις ήτανε βόθροι ανηθικότητας και φτώχειας. Αυτός ήταν ο καπιταλισμός τότε, αυτός είναι και τώρα. Ναι, βλέπω τα είδη πολυτελείας στις διαφημίσεις των περιοδικών και στις οθόνες σας.
Αναστενάζει.
-Ναι, όλες αυτές οι οθόνες μ' όλες αυτές τις εικόνες. Βλέπετε τόσα πολλά και ξέρετε τόσο λίγα. Κανένας δε διαβάζει ιστορία;
Είναι θυμωμένος.
-Τί σκατά διδάσκουνε στα σχολεία σήμερα;
Φώτα αναβοσβήνουν απειλητικά. Κοιτάζει ψηλά.
-Εκνευρίστηκαν!...
-Μου λείπει η Τζένη. Θα 'χε πολλά να πει για όλα αυτά. Την είδα να πεθαίνει, άρρωστη και δυστυχισμένη στο τέλος. Αλλά σίγουρα θυμόταν τα όμορφα χρόνια μας, τις γεμάτες έκσταση στιγμές στο Παρίσι, ακόμα και στο Σόχο. Μου λείπουν οι κόρες μου.
Παίρνει ξανά την εφημερίδα. Διαβάζει:
«Πόλεμος στο Ιράκ. Μια γρήγορη και γλυκιά νίκη».
-Ναι, τους ξέρω αυτούς τους γλυκούς πολέμους, που αφήνουν χιλιάδες πτώματα στο χώμα και μικρά παιδιά να λιμοκτονούν, χωρίς φαγητό και φάρμακα.
Ανεμίζει την εφημερίδα.
-Στην Ευρώπη, στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, άνθρωποι σκοτώνονται μεταξύ τους για σύνορα. Είναι αναστατωμένος.
-Δεν ακούσατε τί είπα πριν από εκατόν πενήντα χρόνια; Καταργήστε αυτά τα γελοία εθνικά σύνορα! Όχι πια διαβατήρια, όχι πια βίζες, όχι πια συνοριακοί φύλακες. Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!
Πιάνει τη μέση του και κάνει μερικά βήματα.
-Ωχ, Θεέ μου, η μέση μου με σκοτώνει... Το μολογώ: δε περίμενα πως ο καπιταλισμός είχε τέτοιες ικανότητες επιβίωσης. Δε φανταζόμουν ότι θα βρίσκονταν φάρμακα που θα κατάφερναν να κρατήσουνε στη ζωή το άρρωστο σύστημα: πόλεμοι για να συνεχίσουν οι βιομηχανίες να δουλεύουνε και για να κάνουνε τους ανθρώπους να παθιάζονται με τον πατριωτισμό και να ξεχνούν τη μιζέρια τους. Θρησκόληπτοι να υπόσχονται ότι ο Χριστός θα ξανάρθει στη γη.
Κουνά το κεφάλι.
-Τον ξέρω τον Ιησού. Δε γυρίζει με τίποτα... Έκανα λάθος το 1848, που νόμιζα πως ο καπιταλισμός ήτανε στα τελευταία του. Έπεσα έξω, γύρω στα διακόσια χρόνια.
Χαμογελά.
-Αλλά, πού θα πάει, θα αλλάξει. Όλα τα σημερινά συστήματα θα αλλάξουν. Οι άνθρωποι δεν είναι βλάκες. Όπως έλεγε κι ο Λίνκολν: «Δε μπορείς να κοροϊδεύεις όλους τους ανθρώπους για πάντα». Η κοινή λογική τους και το ένστικτο για αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη θα τους ενώσουν. Μη γελάτε! Έχει συμβεί στο παρελθόν και μπορεί να συμβεί πάλι, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Και τότε, οι ηγέτες της κοινωνίας, με όλο τον πλούτο τους, με όλους τους στρατούς τους, δε θα μπορέσουν να το εμποδίσουν. Οι υπηρέτες τους θ' αρνηθούν να τους υπηρετήσουν, οι στρατιώτες τους θ' αρνηθούν να υπακούσουν στις διαταγές. Ναι, ο καπιταλισμός έχει πετύχει θαύματα της τεχνολογίας και της επιστήμης. Αλλά σκάβει το λάκκο του. Η ακόρεστη δίψα για κέρδος -κι άλλο, κι άλλο- δημιουργεί κόσμο γεμάτο αναταραχή. Μετατρέπει τα πάντα -τη τέχνη, τη λογοτεχνία, τη μουσική, την ίδια την ομορφιά- σε εμπορεύματα που αγοράζονται και πωλούνται. Μετατρέπει τους ίδιους τους ανθρώπους σ' εμπορεύματα. Όχι μόνο τον εργάτη στο εργοστάσιο, αλλά και το γιατρό, τον επιστήμονα, το δικηγόρο, τον ποιητή, τους καλλιτέχνες -όλοι υποχρεώνονται να πουληθούν!
-Και τί θα γίνει όταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι αποκτήσουν εργατική συνείδηση και συνειδητοποιήσουν πως έχουν ένα κοινόν εχθρό; Θα συνενωθούν για να εκπληρώσουν τον προορισμό τους. Κι όχι μόνο στη δική τους χώρα, γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται παγκόσμια αγορά. Το σύνθημα του είναι «ελεύθερο εμπόριο!» επειδή χρειάζεται να κινείται ελεύθερα σε κάθε σημείο της υδρογείου για να έχει περισσότερα κέρδη. Αλλά μ' αυτό τον τρόπο, χωρίς να το θέλει, δημιουργείται παγκόσμια κουλτούρα. Σήμερα οι άνθρωποι, περισσότερο απ' όσο ποτέ, διασχίζουν τα σύνορα. Οι ιδέες διασχίζουν κι αυτές τα σύνορα. Κάτι νέο θα βγει απ' όλ' αυτά. Θα δημιουργηθεί παγκόσμια κουλτούρα.
Σταματά να μιλά, μένει σκεφτικός για κάμποσο.
-Όταν πήγαμε στο Παρίσι με τη Τζένη, το 1843, ήμουν εικοσιπέντε χρονών και τότε είχα γράψει πως στη νέα βιομηχανική κοινωνία οι άνθρωποι αποξενώνονται από τη δουλειά τους γιατί τους είναι απεχθής. Αποξενώνονται από τη φύση, γιατί μηχανήματα, καπνός, μυρωδιές και θόρυβος έχουν εισβάλει στις αισθήσεις τους -κι αυτό το λένε πρόοδο. Αποξενώνονται από τους άλλους, γιατί το σύστημα στρέφει τον καθένα εναντίον των υπόλοιπων, σ' έναν αγώνα για επιβίωση. Κι αποξενώνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, ζώντας μια ζωή που δεν είναι δική τους, ζώντας σα να μη θέλουνε στα αλήθεια να ζούνε και τελικά μια καλή ζωή είναι δυνατό να υπάρξει μόνο στα όνειρα, στη φαντασία.
-Αλλά υπάρχει ακόμα δυνατότητα ν' αλλάξουν τα πράματα. Βέβαια, είναι μόνο μια δυνατότητα. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Αυτό είναι πλέον σαφές. Κάποτε ήμουνα τόσο σίγουρος! Τώρα ξέρω πως όλα μπορούν να συμβούν, όμως πρέπει οι άνθρωποι να ξεσηκωθούν! Μήπως σας ακούγεται υπερβολικά ριζοσπαστικό; Θυμηθείτε: «Ριζοσπαστικός» σημαίνει να ασχολείσαι με τη ρίζα ενός προβλήματος. Κι η ρίζα είμαστε μεις.
-Έχω πρόταση. Φανταστείτε πως έχετε βγάλει καλόγερους. Φανταστείτε πως όταν κάθεστε πονάτε πάρα πολύ και πρέπει αναγκαστικά να σηκωθείτε. Πρέπει να κινηθείτε, πρέπει να δράσετε! Ας σταματήσουμε να μιλάμε για καπιταλισμό και σοσιαλισμό. Ας μιλήσουμε απλά, για το πώς θα χρησιμοποιήσουμε τον απίστευτο πλούτο της γης προς όφελος των ανθρώπων. Δώστε στους ανθρώπους αυτά που χρειάζονται: φαΐ, φάρμακα, καθαρό αέρα, πόσιμο νερό, δέντρα και γρασίδι, ευχάριστα σπίτια να μένουν, μερικές ώρες δουλειάς, μερικές ώρες λεύτερες. Μη ρωτήσετε ποιός τ' αξίζει. Όλοι οι άνθρωποι το αξίζουν.
-Τώρα είναι ώρα να πηγαίνω.
Μαζεύει τα πράγματα του. Ξεκινά να φύγει. Κοντοστέκεται.
-Σας τάραξα που ξαναβρέθηκα ανάμεσα σας; Δείτε το σα μια Δευτέρα Παρουσία. Ο
Χριστός δε μπόρεσε να 'ρθει κι έστειλε τον Μαρξ...
ΑΥΛΑΙΑ
Χάουαρντ Ζιν - Ο Μαρξ στο Σόχο