“Αν επιχειρήσει κανείς μια σφαιρική αναθεώρηση των ανθρωπίνων σχέσεών μας, ας δοκιμάσει να αγγίξει τον αθλητισμό. Θ’ ανακαλύψει σ’ αυτόν τα ελαττώματα του ανθρώπου σαν κοινωνικό ζώα: τότε θα φανούνε τα στοιχεία της κοινωνικότητας που είναι άσχετα με τον άνθρωπο. Τότε θα γίνει σαφής η απατηλή φύση του κλασικού ουμανισμού, που είναι βασισμένος στην ελληνική ανθρωπολατρεία, βασισμένη με τη σειρά της όχι στην ενόραση ή την ιδέα της πόλης ή τη δράση, αλλά στον αθλητισμό σαν προμελετημένη σπατάλη, απόκρυψη του προβλήματος, “φλυαρία” διογκωμένη στο έπακρο.
Με λίγα λόγια -θα το εξηγήσουμε αργότερα- ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη παρεκτροπή του φατικού λόγου, και επομένως -σε τελευταία ανάλυση- η άρνηση οποιουδήποτε διαλόγου, κι έτσι η αρχή της αποκτήνωσης του ανθρώπου, ή η “ουμανιστική” επινόηση μιας ολοκληρωτικά απατηλής ιδέας για τον άνθρωπο.
Στην αθλητική δραστηριότητα κυριαρχεί η “σπατάλη“. Κάθε σχετική κίνηση είναι σπατάλη ενέργειας- αν πετάξω μια πέτρα από απλή ευχαρίστηση -όχι για να πετύχω ένα οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό- θα σπαταλήσω θερμίδες που είχα εξασφαλίσει με την κατανάλωση τροφής για την παραγωγή της οποίας κάποιος εργάστηκε. Τώρα, αυτή η σπατάλη είναι τελείως υγιής. Είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο τον παιχνιδιού. Και ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, νιώθει τη σωματική και ψυχική ανάγκη να παίξει. Υπάρχει επομένως ένα είδος σπατάλης που δεν μπορούμε να αποφύγουμε – σημαίνει για μας ελευθερία, ελευθερία από την τυραννία της αναπόφευκτης, απαραίτητης δουλειάς. Αν δίπλα σε μένα που πετάω την πέτρα έρθει κάποιος άλλος για να την πετάξει ακόμη πιο μακριά, το παιχνίδι παίρνει τη μορφή του “αγωνίσματος”: και αυτό είναι σπατάλη, σωματικής και πνευματικής ενέργειας, αλλά αυτή η σπατάλη καταλήγει σε κάποιο κέρδος.
Έχουμε βελτίωση της σωματικής διάπλασης, ανάπτυξη και έλεγχο της άμιλλας, χαλιναγώγηση της έμφυτης επιθετικότητας χάρη στους κανόνες. Αλλά ήδη στα παραπάνω θετικά στοιχεία παραμονεύει το σαράκι που απειλεί την ίδια την κίνηση’ το αγώνισμα πειθαρχεί και εξουδετερώνει τις δυνάμεις. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, το αγώνισμα ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για την εξουδετέρωση της δράσης.
Απ’ αυτόν τον πυρήνα διφορούμενης υγείας (πού ‘ναι “υγιής” εφόσον δεν ξεπεραστεί ένα όριο …) ωριμάζουνε τα πρώτα έκτροπα του αγωνίσματος όπως για παράδειγμα η εκτροφή ανθρώπων αφιερωμένων σ’ ένα αγώνισμα. Ο αθλητής είναι ήδη ένα ον που έχει υπερασκήσει ένα μόνο όργανό του, που κάνει το σώμα του εστία και αποκλειστική πηγή ενός συνεχούς παιχνιδιού. Ο αθλητής είναι τέρας, είναι ο ‘Ανθρωπος που Γελά, είναι η γκέισα με το πιεσμένο και ατροφικό πόδι.
Όμως ο αθλητής τέρας γεννιέται τη στιγμή που το σπορ ανάγεται στο τετράγωνο, όταν δηλαδή το σπορ, από παιχνίδι με προσωπική συμμετοχή, γίνεται ένα είδος συζήτησης πάνω στο παιχνίδι, δηλαδή γίνεται θέαμα για άλλους. Το σπορ στο τετράγωνο είναι το αθλητικό θέαμα.
Εάν η άσκηση είναι υγεία, όπως υγεία είναι η σωστή διατροφή, τα σπορ σαν θέαμα είναι η φενάκη της υγείας. ‘Όταν βλέπω τους άλλους να παίζουνε, δεν κάνω τίποτα το υγιεινό και απλώς νιώθω κάποια ασαφή ευχαρίστηση για την υγεία των άλλων (πράγμα που μοιάζει με ευτελή ηδονοβλεψία): γιατί ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνω από τα ατυχήματα που συμβαίνουν σε όποιον ασκείται (όπως αυτός που βλέπει όχι δύο ανθρώπους, αλλά δύο μέλισσες να κάνουν έρωτα, περιμένοντας να παρακολουθήσει έπειτα το θάνατο του κηφήνα).
Βέβαια, όποιος παρακολουθεί αθλητικό θέαμα ερεθίζεται: φωνάζει και χειρονομεί, επομένως κάνει σωματική και ψυχική άσκηση, εκτονώνει την επιθετικότητά του και τιθασεύει την αγωνιστικότητά του. Αλλά αυτή η εκτόνωση δεν οδηγεί, όπως κατά την άθληση, σε αύξηση της ενέργειας και σε απόχτηση ελέγχου και αυτοσυγκράτησης: γιατί μάλιστα οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά (γι’ αυτό άλλωστε και δέρνονται, ή πεθαίνουνε στις κερκίδες από συγκοπή).
Το στοιχείο της πειθάρχησης της αγωνιστικότητας, που κατά την άθληση έχει τις δύο όψεις της αύξησης και της απώλειας του ανθρωπισμού του ασκουμένου, για το θεατή ενός σπορ έχει μόνο μία, την αρνητική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σπορ παρουσιάζεται σαν “instrumentum regni”, έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες. Είναι φανερό: στην αρχαία Ρώμη οι θηριομαχίες και η ιπποδρομία χαλιναγωγούν την ανεξέλεγκτη δύναμη του όχλου.
Αλλά αυτό το σπορ στο τετράγωνο (απ’ το οποίο ορισμένοι βγάζουνε τεράστια κέρδη) δημιουργεί ένα σπορ στον κύβο, που είναι η συζήτηση πάνω στο σπορ σαν θέαμα. Αυτή η συζήτηση κατ’ αρχήν γίνεται από τον αθλητικό τύπο, αλλά δημιουργεί με τη σειρά της τη συζήτηση γύρω από τον αθλητικό τύπο, επομένως ένα σπορ που ανάγεται σε δύναμη. Η συζήτηση γύρω απ’ τον αθλητικό τύπο είναι η συζήτηση πάνω στη συζήτηση για τη συζήτηση σχετικά με την παρακολούθηση του παιχνιδιού των άλλων.
Το σύγχρονο σπορ είναι κυρίως η συζήτηση πάνω σ’ αυτά που γράφει ο αθλητικός τύπος. Πίσω από τρία διαφράγματα υπάρχει το σπορ σαν άθληση, που σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε να μην υπάρχει. Εάν μετά από διαβολική μηχανορραφία της μεξικανικής κυβέρνησης και των τηλεοπτικών ιδρυμάτων όλου του κόσμου οι Ολυμπιακοί αγώνες δε γίνονταν πραγματικά; αλλά μεταδίνονταν μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα με πλαστές εικόνες, τίποτα δε θ’ άλλαζε στο διεθνές αθλητικά σύστημα και οι συζητητές των σπορ δε θα ένιωθαν εξαπατημένοι. Επομένως το σπορ σαν άσκηση δεν υπάρχει πια, ή υπάρχει για οικονομικούς λόγους (μια και είναι πιο εύκολο να βάλει κανείς έναν αθλητή να τρέξει, παρά να ετοιμάσει ένα φιλμ με ηθοποιούς που να κάνουν ότι τρέχουν), και υπάρχει μόνο η φλυαρία πάνω στη φλυαρία του σπορ. Η φλυαρία πάνω στη φλυαρία των αθλητικών εφημερίδων αντιπροσωπεύει ένα παιχνίδι με όλους τους κανόνες του: αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις εκπομπές του ραδιοφώνου την Κυριακή το πρωί όπου υποτίθεται (ανάγοντας το σπορ στη δύναμη ν ) ότι μερικοί πολίτες συγκεντρωμένοι στο κουρείο της γειτονιάς τους μιλάνε για ποδόσφαιρο, ή να πάει σε ορισμένες πλατείες και καφενεία όπου τέτοιες συζητήσεις πραγματικά γίνονται.
Θα δει, όπως άλλωστε όλοι ήδη ξέρουμε, ότι οι αξιολογήσεις, οι κριτικές, οι θριαμβολογίες, οι επιθέσεις, ακολουθούν ένα πολύπλοκο φραστικό τελετουργικό, αλλά με απλούς και ακριβείς κανόνες. Σ’ αυτά το τελετουργικό οι διανοητικές δυνάμεις ασκούνται και αλληλοεξουδετερώνονται. Οι σωματικές δυνάμεις δε συμμετέχουν πια. Επομένως ο αγώνας μετατοπίζεται σε καθαρά “πολιτικό” επίπεδο. Πράγματι, η φλυαρία πάνω στην αθλητική φλυαρία έχει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης. Οι συμμετέχοντες λένε τι θα ‘πρεπε να κάνουν οι κυβερνήτες της χώρας, τι κάνανε, τι θα θέλαμε να κάνουνε, τι συνέβη και τι θα συμβεί: μόνο που το αντικείμενο δεν είναι η πολιτεία (και οι διάδρομοι της βουλής) αλλά το γήπεδο, και τα παρασκήνιά του. Αυτή η φλυαρία είναι επομένως μια παρωδία της πολιτικής- συζήτησης. Αλλά, καθώς σ’ αυτή την παρωδία μειώνονται και πειθαρχούνται όλες οι δυνάμεις που διαθέτει ο πολίτης για την πολιτική συζήτηση, αυτή η φλυαρία γίνεται το υποκατάστατο της πολιτικής συζήτησης, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που καταντάει να γίνει η ίδια πολιτική συζήτηση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ’ εκείνη στην οποία οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα ‘πρεπε να ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία (Cronin ναι, αλλά όχι Joyce). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο είναι η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος αφηρημένες χρωματικές επιφάνειες ή πλάθοντας οποιουσδήποτε όγκους. Και την αρνείται σαν τέχνη, ακριβώς γιατί δεν καταφέρνει πια να πιστέψει ότι έχει αξία κάτι που αυτός θα μπορούσε να κάνει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα δράσουν ποτέ αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
.......
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ’ το παιχνίδι, αλλά σ’ αντίθεση με τ’ άλλα ζώα, προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα, σ’ ένα ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των άλλων ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος μπροστά στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής. Αξιολογεί με βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των παρόντων στο παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει!
Αλλά συνήθως γίνεται κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το παίζει, αλλά συχνά ακούει μόνο να μιλάνε γι’ αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι στις πλατείες, στα κουρεία, στο τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτά, αλλά και την προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ τον Κίσινγκερ, ποιος πήγε στο Λίβανο;).
Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία κάνει πολιτική. ‘Όποιος συμμετέχει σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ’ αυτό που κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την κατάληψη ενός χωριού. ‘Ασχετα από οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται μακρινή της πρόφαση. Μ’ αυτή την έννοια η συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν πολιτικό ον.
Πρόκειται γι’ ανθρώπινη ενέργεια που αλλάζει κατεύθυνση. Τα θύματα δεν το καταλαβαίνουν, αλλά έχουνε καμιά φορά την συγκεχυμένη υποψία ότι βρίσκονται σε φαύλο κύκλο. Κυρίως καθώς η πολιτική, σαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι παρούσα στην τηλεόραση, στις πλατείες, στις εφημερίδες: και το θύμα της αθλητικής φλυαρίας νιώθει μιαν ασαφή νοσταλγία γι’ αυτή την καρποφόρα και αποτελεσματική συμπεριφορά. Και να που, μην μπορώντας να κάνει τον αντάρτη του Μαύρου Σεπτέμβρη ο Homo Sportivus μασκαρεύεται σε αντάρτη κάποιας μαυροκίτρινης ομάδας. Πειθήνιο όργανο της εξουσίας, το θύμα αναλώνει την ενστικτώδικη ορμή του σε δραστηριότητες που δεν μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται.
Αλλά είναι το πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει πια τι του στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή: τα γήπεδα (έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί. “
Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή
Με λίγα λόγια -θα το εξηγήσουμε αργότερα- ο αθλητισμός είναι η μεγαλύτερη παρεκτροπή του φατικού λόγου, και επομένως -σε τελευταία ανάλυση- η άρνηση οποιουδήποτε διαλόγου, κι έτσι η αρχή της αποκτήνωσης του ανθρώπου, ή η “ουμανιστική” επινόηση μιας ολοκληρωτικά απατηλής ιδέας για τον άνθρωπο.
Στην αθλητική δραστηριότητα κυριαρχεί η “σπατάλη“. Κάθε σχετική κίνηση είναι σπατάλη ενέργειας- αν πετάξω μια πέτρα από απλή ευχαρίστηση -όχι για να πετύχω ένα οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό- θα σπαταλήσω θερμίδες που είχα εξασφαλίσει με την κατανάλωση τροφής για την παραγωγή της οποίας κάποιος εργάστηκε. Τώρα, αυτή η σπατάλη είναι τελείως υγιής. Είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο τον παιχνιδιού. Και ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, νιώθει τη σωματική και ψυχική ανάγκη να παίξει. Υπάρχει επομένως ένα είδος σπατάλης που δεν μπορούμε να αποφύγουμε – σημαίνει για μας ελευθερία, ελευθερία από την τυραννία της αναπόφευκτης, απαραίτητης δουλειάς. Αν δίπλα σε μένα που πετάω την πέτρα έρθει κάποιος άλλος για να την πετάξει ακόμη πιο μακριά, το παιχνίδι παίρνει τη μορφή του “αγωνίσματος”: και αυτό είναι σπατάλη, σωματικής και πνευματικής ενέργειας, αλλά αυτή η σπατάλη καταλήγει σε κάποιο κέρδος.
Έχουμε βελτίωση της σωματικής διάπλασης, ανάπτυξη και έλεγχο της άμιλλας, χαλιναγώγηση της έμφυτης επιθετικότητας χάρη στους κανόνες. Αλλά ήδη στα παραπάνω θετικά στοιχεία παραμονεύει το σαράκι που απειλεί την ίδια την κίνηση’ το αγώνισμα πειθαρχεί και εξουδετερώνει τις δυνάμεις. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, το αγώνισμα ουσιαστικά είναι ένας μηχανισμός για την εξουδετέρωση της δράσης.
Απ’ αυτόν τον πυρήνα διφορούμενης υγείας (πού ‘ναι “υγιής” εφόσον δεν ξεπεραστεί ένα όριο …) ωριμάζουνε τα πρώτα έκτροπα του αγωνίσματος όπως για παράδειγμα η εκτροφή ανθρώπων αφιερωμένων σ’ ένα αγώνισμα. Ο αθλητής είναι ήδη ένα ον που έχει υπερασκήσει ένα μόνο όργανό του, που κάνει το σώμα του εστία και αποκλειστική πηγή ενός συνεχούς παιχνιδιού. Ο αθλητής είναι τέρας, είναι ο ‘Ανθρωπος που Γελά, είναι η γκέισα με το πιεσμένο και ατροφικό πόδι.
Όμως ο αθλητής τέρας γεννιέται τη στιγμή που το σπορ ανάγεται στο τετράγωνο, όταν δηλαδή το σπορ, από παιχνίδι με προσωπική συμμετοχή, γίνεται ένα είδος συζήτησης πάνω στο παιχνίδι, δηλαδή γίνεται θέαμα για άλλους. Το σπορ στο τετράγωνο είναι το αθλητικό θέαμα.
Εάν η άσκηση είναι υγεία, όπως υγεία είναι η σωστή διατροφή, τα σπορ σαν θέαμα είναι η φενάκη της υγείας. ‘Όταν βλέπω τους άλλους να παίζουνε, δεν κάνω τίποτα το υγιεινό και απλώς νιώθω κάποια ασαφή ευχαρίστηση για την υγεία των άλλων (πράγμα που μοιάζει με ευτελή ηδονοβλεψία): γιατί ουσιαστικά τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση την παίρνω από τα ατυχήματα που συμβαίνουν σε όποιον ασκείται (όπως αυτός που βλέπει όχι δύο ανθρώπους, αλλά δύο μέλισσες να κάνουν έρωτα, περιμένοντας να παρακολουθήσει έπειτα το θάνατο του κηφήνα).
Βέβαια, όποιος παρακολουθεί αθλητικό θέαμα ερεθίζεται: φωνάζει και χειρονομεί, επομένως κάνει σωματική και ψυχική άσκηση, εκτονώνει την επιθετικότητά του και τιθασεύει την αγωνιστικότητά του. Αλλά αυτή η εκτόνωση δεν οδηγεί, όπως κατά την άθληση, σε αύξηση της ενέργειας και σε απόχτηση ελέγχου και αυτοσυγκράτησης: γιατί μάλιστα οι αθλητές αγωνίζονται παίζοντας, ενώ οι θεατές αγωνίζονται στα σοβαρά (γι’ αυτό άλλωστε και δέρνονται, ή πεθαίνουνε στις κερκίδες από συγκοπή).
Το στοιχείο της πειθάρχησης της αγωνιστικότητας, που κατά την άθληση έχει τις δύο όψεις της αύξησης και της απώλειας του ανθρωπισμού του ασκουμένου, για το θεατή ενός σπορ έχει μόνο μία, την αρνητική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σπορ παρουσιάζεται σαν “instrumentum regni”, έτσι όπως χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες. Είναι φανερό: στην αρχαία Ρώμη οι θηριομαχίες και η ιπποδρομία χαλιναγωγούν την ανεξέλεγκτη δύναμη του όχλου.
Αλλά αυτό το σπορ στο τετράγωνο (απ’ το οποίο ορισμένοι βγάζουνε τεράστια κέρδη) δημιουργεί ένα σπορ στον κύβο, που είναι η συζήτηση πάνω στο σπορ σαν θέαμα. Αυτή η συζήτηση κατ’ αρχήν γίνεται από τον αθλητικό τύπο, αλλά δημιουργεί με τη σειρά της τη συζήτηση γύρω από τον αθλητικό τύπο, επομένως ένα σπορ που ανάγεται σε δύναμη. Η συζήτηση γύρω απ’ τον αθλητικό τύπο είναι η συζήτηση πάνω στη συζήτηση για τη συζήτηση σχετικά με την παρακολούθηση του παιχνιδιού των άλλων.
Το σύγχρονο σπορ είναι κυρίως η συζήτηση πάνω σ’ αυτά που γράφει ο αθλητικός τύπος. Πίσω από τρία διαφράγματα υπάρχει το σπορ σαν άθληση, που σε τελευταία ανάλυση θα μπορούσε να μην υπάρχει. Εάν μετά από διαβολική μηχανορραφία της μεξικανικής κυβέρνησης και των τηλεοπτικών ιδρυμάτων όλου του κόσμου οι Ολυμπιακοί αγώνες δε γίνονταν πραγματικά; αλλά μεταδίνονταν μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα με πλαστές εικόνες, τίποτα δε θ’ άλλαζε στο διεθνές αθλητικά σύστημα και οι συζητητές των σπορ δε θα ένιωθαν εξαπατημένοι. Επομένως το σπορ σαν άσκηση δεν υπάρχει πια, ή υπάρχει για οικονομικούς λόγους (μια και είναι πιο εύκολο να βάλει κανείς έναν αθλητή να τρέξει, παρά να ετοιμάσει ένα φιλμ με ηθοποιούς που να κάνουν ότι τρέχουν), και υπάρχει μόνο η φλυαρία πάνω στη φλυαρία του σπορ. Η φλυαρία πάνω στη φλυαρία των αθλητικών εφημερίδων αντιπροσωπεύει ένα παιχνίδι με όλους τους κανόνες του: αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις εκπομπές του ραδιοφώνου την Κυριακή το πρωί όπου υποτίθεται (ανάγοντας το σπορ στη δύναμη ν ) ότι μερικοί πολίτες συγκεντρωμένοι στο κουρείο της γειτονιάς τους μιλάνε για ποδόσφαιρο, ή να πάει σε ορισμένες πλατείες και καφενεία όπου τέτοιες συζητήσεις πραγματικά γίνονται.
Θα δει, όπως άλλωστε όλοι ήδη ξέρουμε, ότι οι αξιολογήσεις, οι κριτικές, οι θριαμβολογίες, οι επιθέσεις, ακολουθούν ένα πολύπλοκο φραστικό τελετουργικό, αλλά με απλούς και ακριβείς κανόνες. Σ’ αυτά το τελετουργικό οι διανοητικές δυνάμεις ασκούνται και αλληλοεξουδετερώνονται. Οι σωματικές δυνάμεις δε συμμετέχουν πια. Επομένως ο αγώνας μετατοπίζεται σε καθαρά “πολιτικό” επίπεδο. Πράγματι, η φλυαρία πάνω στην αθλητική φλυαρία έχει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της πολιτικής συζήτησης. Οι συμμετέχοντες λένε τι θα ‘πρεπε να κάνουν οι κυβερνήτες της χώρας, τι κάνανε, τι θα θέλαμε να κάνουνε, τι συνέβη και τι θα συμβεί: μόνο που το αντικείμενο δεν είναι η πολιτεία (και οι διάδρομοι της βουλής) αλλά το γήπεδο, και τα παρασκήνιά του. Αυτή η φλυαρία είναι επομένως μια παρωδία της πολιτικής- συζήτησης. Αλλά, καθώς σ’ αυτή την παρωδία μειώνονται και πειθαρχούνται όλες οι δυνάμεις που διαθέτει ο πολίτης για την πολιτική συζήτηση, αυτή η φλυαρία γίνεται το υποκατάστατο της πολιτικής συζήτησης, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που καταντάει να γίνει η ίδια πολιτική συζήτηση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτή η έλλειψη γενικής άσκησης είναι ίδια μ’ εκείνη στην οποία οφείλεται η κρίση των καλών τεχνών: δραστηριότητες που δικαιωματικά θα ‘πρεπε να ασκούνται από όλους αλλά που εδώ και μερικές χιλιετηρίδες ασκούνται μόνο από εξουσιοδοτημένους μάγους που λέγονται καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέχνες που περισσότερο καταλαβαίνει ο κόσμος είναι εκείνες στις οποίες οι θεατές έχουν μια ελάχιστη πραχτική εμπειρία: το τραγούδι, γιατί όλοι λίγο πολύ τραγουδάμε, και η λογοτεχνία, γιατί όλοι μιλάμε και γράφουμε. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ανωτερότητα των άλλων γίνεται αντιληπτή στο μέτρο που δεν απομακρύνεται από την προσωπική μας εμπειρία (Cronin ναι, αλλά όχι Joyce). Οι τέχνες στις οποίες το χάσμα είναι πιο μεγάλο είναι η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική, μια και κανένας από τους θεατές δεν έμαθε ποτέ να χειρίζεται χρώματα, όγκους και χώρους. Έτσι συμβαίνει το περίεργο φαινόμενο να καταλαβαίνει ο κοινός άνθρωπος, για παράδειγμα, τη ζωγραφική και γλυπτική που είναι πιο μακριά από τις πραχτικές του δυνατότητες (το λεπτομερειακό ρεαλισμό) και να αποκρούει σαν αλλότριες αυτές που θα μπορούσε να δημιουργήσει και ο ίδιος χειριζόμενος αφηρημένες χρωματικές επιφάνειες ή πλάθοντας οποιουσδήποτε όγκους. Και την αρνείται σαν τέχνη, ακριβώς γιατί δεν καταφέρνει πια να πιστέψει ότι έχει αξία κάτι που αυτός θα μπορούσε να κάνει, με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία.
Στην τέχνη όπως και στον αθλητισμό το πρόβλημα είναι επομένως να ξαναδοθεί σε όλους η δυνατότητα άσκησης. Αλλά πρέπει ακριβώς να μην υπάρχει πια κοινωνία στην οποία να κυριαρχεί ο συναγωνισμός που ξεχωρίζει αυτούς που δρουν από αυτούς που δε θα δράσουν ποτέ αλλά θα είναι αντικείμενα χαλιναγώγησης.
.......
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζώα, έλκεται απ’ το παιχνίδι, αλλά σ’ αντίθεση με τ’ άλλα ζώα, προτιμάει να παίζει σύμφωνα με κάποιους κοινωνικούς, συμβατικούς κανόνες. Τώρα, σ’ ένα ματς ο θεατής είναι ένας άνθρωπος που δεν παίζει: αξιολογεί, κρίνει το παιχνίδι των άλλων ανάλογα με τους κανόνες που έμαθε. Αν έπειτα αυτός ο θεατής είναι καθισμένος μπροστά στη συσκευή της τηλεόρασης, η κατάστασή του γίνεται ακόμη πιο ασαφής. Αξιολογεί με βάση τους κανόνες, τόσο το παιχνίδι των άλλων όσο και τη συμπεριφορά των παρόντων στο παιχνίδι. Η απόσταση από το σώμα του μεγαλώνει!
Αλλά συνήθως γίνεται κάτι χειρότερο: όχι μόνο ο κόσμος βλέπει το παιχνίδι αντί να το παίζει, αλλά συχνά ακούει μόνο να μιλάνε γι’ αυτό. Με τη μεσολάβηση του αθλητικού τύπου το ποδόσφαιρο γίνεται ευκαιρία για μια καθαρή φλυαρία που κάνουν οι φίλαθλοι στις πλατείες, στα κουρεία, στο τραπέζι, στο γραφείο. Και το άτομο που μιλάει για αθλητισμό χρησιμοποιεί μια γλώσσα που έχει τους δικούς της κανόνες.
Είναι μια συζήτηση στρατηγικής που δεν αφορά μόνο το παιχνίδι καθαυτά, αλλά και την προετοιμασία του (τις μεταγραφές, τις αποφάσεις των αθλητικών συλλόγων, τη σύνθεση των ομάδων πρώτης κατηγορίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Γύρω από αυτά τα αφηρημένα δεδομένα γίνεται μια συζήτηση που παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά παθιασμένης συμμετοχής όπως και η πολιτική συζήτηση, η οποία περιστρέφεται γύρω από θέματα εξίσου μακρινά, για τόπους και πρόσωπα που δεν είδαμε ποτέ (ποιος συνάντησε πράγματι ποτέ τον Κίσινγκερ, ποιος πήγε στο Λίβανο;).
Μόνο που υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις υποθέσεις της πόλης που ονομάζονται πολιτική και τις υποθέσεις του υποκατάστατου της πόλης που ονομάζεται γήπεδο. Η διαφορά είναι ότι όποιος μιλάει για πολιτική στην ουσία κάνει πολιτική. ‘Όποιος συμμετέχει σε μια συνέλευση κόμματος, συζητάει μια πρόταση και ψηφίζει, κάνει το ίδιο μ’ αυτό που κάνει ο Κίσινγκερ. Δεν του αφαιρείται η δυνατότητα διακυβέρνησης, γιατί ουσιαστικά, αν και σε ελάχιστη κλίμακα, την ασκεί. Όποιος παίρνει μέρος σε διαδήλωση και σύγκρουση με την αστυνομία, επεμβαίνει για να καθορίσει ποιοτικά, αν όχι ποσοτικά, τη ζωή της κοινότητας. Κάνει ό,τι και ο Λατινοαμερικάνος αντάρτης όταν πυροβολεί σε μάχη για την κατάληψη ενός χωριού. ‘Ασχετα από οποιαδήποτε ιδεολογική τοποθέτηση, ακόμη κι αν κάνει τον αντάρτη για παιχνίδι. Στα σπορ αντίθετα η αθλητική φλυαρία δεν έχει τίποτα κοινό με το ίδιο το άθλημα, που γίνεται μακρινή της πρόφαση. Μ’ αυτή την έννοια η συζήτηση για αθλητισμό (χωρίς να συνοδεύεται από άσκηση) δεν είναι μόνο μια περίπτωση αποστέρησης του σώματος: είναι καθαρή αποστέρηση των προνομίων του ανθρώπου σαν πολιτικό ον.
Πρόκειται γι’ ανθρώπινη ενέργεια που αλλάζει κατεύθυνση. Τα θύματα δεν το καταλαβαίνουν, αλλά έχουνε καμιά φορά την συγκεχυμένη υποψία ότι βρίσκονται σε φαύλο κύκλο. Κυρίως καθώς η πολιτική, σαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς, είναι παρούσα στην τηλεόραση, στις πλατείες, στις εφημερίδες: και το θύμα της αθλητικής φλυαρίας νιώθει μιαν ασαφή νοσταλγία γι’ αυτή την καρποφόρα και αποτελεσματική συμπεριφορά. Και να που, μην μπορώντας να κάνει τον αντάρτη του Μαύρου Σεπτέμβρη ο Homo Sportivus μασκαρεύεται σε αντάρτη κάποιας μαυροκίτρινης ομάδας. Πειθήνιο όργανο της εξουσίας, το θύμα αναλώνει την ενστικτώδικη ορμή του σε δραστηριότητες που δεν μπορούν να επηρεάσουν την εθνική πολιτική ζωή, και η μανία του ελέγχεται.
Αλλά είναι το πιο καταπιεσμένο και απεγνωσμένο θύμα του συστήματος, γιατί δεν ξέρει πια τι του στέρησαν. Αυτή η βία χωρίς στόχο μπορεί να εκτονωθεί την κατάλληλη στιγμή: τα γήπεδα (έτσι όπως λειτουργούν σήμερα) είναι σαν βαλβίδα ασφαλείας που κάθε δικτάτορας μπορεί να εκμεταλλευτεί. “
Ουμπέρτο Έκο, Η σημειολογία στην καθημερινή ζωή