Τρίτη 1 Απριλίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο VI

Κάθε πρωί ξυπνάμε με τα ίδια ονόματα,

ονόματα που κάποτε σημαίναν φως,

τώρα μόνο σκιά.

Τα μαζεύω, τα διπλώνω προσεκτικά

σαν γράμματα που δεν διαβάστηκαν ποτέ.

Ό,τι δεν ειπώθηκε ζει ακόμα,

μια ανάσα μακριά,

μα κανείς δεν τολμά να την ανασάνει.


Κρύψαμε τον πόνο κάτω από τα μάτια μας,

εκεί που κανείς δεν κοιτά.

Αλλάζει χρώματα με τη νύχτα.

Ο ουρανός άδειος,

όπως εμείς,

κανένας θεός δεν κατέβηκε για να σώσει αυτό που χάνεται.

Μόνο εμείς,

με χέρια γεμάτα πληγές,

προσπαθούμε να κρατήσουμε ό,τι μένει.


Αίμα στα χέρια μου,

λουλούδια στα μαλλιά σου.

Ένα φιλί που έσβησε τα πάντα,

εκτός από την ενοχή.

Αγάπη που βγήκε από τις σελίδες του μυαλού,

κατέστρεψε τα σώματα,

μα άφησε τις καρδιές να χτυπούν πιο δυνατά.

Εμείς οι χαμένοι,

πάντα με μια δόση πάθους,

πάντα με τη γεύση του θανάτου στο στόμα.


Σκιές χορεύουν στον καθρέφτη,

είναι τα πρόσωπα που έχασα,

οι ψυχές που δεν αγγίχτηκαν ποτέ.

Η αγάπη είναι μια πλάνη,

μια σκοτεινή μουσική που με νανουρίζει,

μα με κάθε νότα,

το σκοτάδι μεγαλώνει.

Ποιος θα τολμήσει να δει;

Ποιος θα αντέξει να νιώσει αυτό που χάθηκε;


Πέφτει η σιωπή σαν κουρτίνα βαριά,

κλείνοντας τον κόσμο που χτίσαμε με ψιθύρους.

Στα χέρια μου κρατώ τα κομμάτια της φωνής σου,

μα όσο κι αν τα ενώσω,

η μελωδία δεν επιστρέφει.

Μένουμε να κοιτάμε το κενό,

σαν να περιμένουμε κάτι που δεν έρχεται ποτέ.


Τα κύματα φτάνουν στην ακτή,

αφήνοντας πίσω τους ψευδαισθήσεις.

Εκεί που κάποτε υπήρχε αγάπη,

τώρα μόνο αφρός.

Μιλώ με τις σκιές,

με τις μορφές που δημιουργεί η θάλασσα,

αλλά οι απαντήσεις είναι πάντα οι ίδιες:

κενές,

σαν το απέραντο μπλε

που μας περικυκλώνει.


Δεν ξέρω αν υπάρχει μια λέξη για την αγάπη,

ίσως είναι κρυμμένη πίσω από τα γράμματα

που γράφτηκαν και ξεχάστηκαν.

Κάθε μέρα, περιμένω μια φράση

να χτυπήσει την πόρτα μου,

όμως οι σιωπές στέκονται πιο βαριές.

Στα μάτια σου, ένα φως που δεν έσβησε ποτέ,

και κάθε λέξη που δεν ειπώθηκε

με κρατά δεμένη στο παρόν.


Σκιές μιλάνε,

η σιωπή με καλύπτει,

άδειο φεγγάρι.


Στιγμές χαμένες,

αγγίγματα στα όνειρα,

χάθηκε ο χρόνος.


Φλόγα σβησμένη,

κάθε ανάσα δική σου,

πίσω δε γυρνώ.


Κρύβει η νύχτα,

το πρόσωπό σου άγνωστο,

σιωπηλός πόνος.


Δρόμοι κλεισμένοι,

το τίποτα με πνίγει,

σκιά χωρίς φως.


Λόγια νεκρά,

χαράζει η μοναξιά,

στον άδειο κόσμο.


Σιωπηλός πυρετός,

οι σκέψεις σου πληγή,

μακριά από σένα.


Στάχτες στον άνεμο,

κραυγές ανείπωτες,

χάθηκε η αφή.


Ράγισε η αγκαλιά,

τα μάτια σου καθρέφτες,

κρύβουν τη βροχή.


Σκοτεινό φεγγάρι,

ψιθυρίζει η σιωπή,

μόνος περπατώ.


Κλειστές κουρτίνες,

η νύχτα σε καλύπτει,

ξέχασες το φως.


Μακριά από δω,

ο εαυτός μου πλανιέται,

άδειο κορμί μου.


Η σιωπή ψιθυρίζει,

οι λέξεις χορεύουν,

στιγμές αιχμαλωτίζουν.


Σιωπή φωνάζει,

οι σκέψεις μου χαμένες,

κενό στη ψυχή.


Ο χρόνος σπάει,

τα όνειρα καταρρέουν,

η απόγνωση γελά.


Στην πέτρα γράφω,

η σκιά του ήλιου καίει,

η μνήμη ζωντανή.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο V

Στη σκιά της λύπης μου σε είδα να γελάς,
Σαν φως που μάχεται τη νύχτα, να μου μιλάς.
Και ο χρόνος στάθηκε, μια ανάσα να κρατήσω,
Μα ο άνεμος σου πήρε ό,τι πρόλαβα να χτίσω.
Φωνές με κυνηγούν στα όνειρά μου,
Σαν ψίθυροι που σβήνουν τα φτερά μου.
Σε δρόμους άδειους, με σιωπές να με καλούν,
Περίμενα μια λέξη, μα οι ώρες δεν μιλούν.
Κι αν γκρεμίστηκαν όλα, κι αν χάθηκες ξανά,
Στης μοναξιάς το κύμα βρίσκω πια στεριά.
Γιατί εκεί που σβήνουν όλα τα φώτα,
Γεννιέται η ελπίδα που δε γνωρίζει πρώτα.


Στα χέρια σου καίγομαι, μα δεν φεύγω,
Είναι το φως σου φωτιά κι εγώ το τελευταίο ξύλο.
Κλείνω τα μάτια, να σε κλέψω απ' τη σκιά,
Μα η αλήθεια ματώνει σαν κοφτερή μαχαιριά.
Σε ψάχνω στα όνειρα, μα οι δρόμοι κλειστοί,
Σ' έναν κόσμο που γκρεμίζεται, είσαι η μόνη πηγή.
Κι αν η καρδιά μου σπάσει, σαν γυαλί που ραγίζει,
Στις στάχτες του πόνου μου, το πάθος ανθίζει.
Στη σιωπή σου, βυθίζομαι, χάνομαι ξανά,
Είσαι ο χρόνος που σταμάτησε, μια ψεύτικη χαρά.
Μα το φιλί σου, σαν μαχαίρι βαθύ,
Με σκοτώνει κι όμως ζητώ άλλη μια πνοή.
Σ’ έναν κόσμο που ουρλιάζει και μένει βουβός,
Είσαι η φυλακή μου, μα και ο δρόμος ο ανοιχτός.
Μόνος πια περπατώ, στους ίσκιους της ζωής,
Κι ο έρωτάς σου γίνεται φωνή της σιωπής.


Σε περίμενα εκεί,
όπου η πόλη αιμορραγεί σιωπή,
όπου οι λέξεις γίνονται μαχαίρια
και η αγκαλιά σου το τελευταίο καταφύγιο.
Το σώμα σου – μια φυλακή που θέλω να σπάσω.
Κάθε φιλί σου – ένα κομμάτι μου που πεθαίνει,
μα δεν μπορώ να σταματήσω.
Θέλω να διαλυθώ μέσα σου.
Η αγάπη σου με σκίζει.
Μου παίρνει την ανάσα και τη ζωή.
Δεν έχει φως εδώ, μόνο εσύ,
κι εγώ γονατίζω, ικετεύω,
κατάρα ή ευλογία, δεν έχει σημασία.
Θα μπορούσα να σε μισήσω.
Αλλά τι να κάνω;
Είσαι η τελευταία μου προσευχή
κι εγώ ένα σώμα έρημο,
έτοιμο να καεί για μια στιγμή μαζί σου.
Μην φύγεις.
Ή φύγε και πάρε μαζί σου ό,τι έχω.
Άσε με εδώ, να ουρλιάζω
στο κενό που μου χάρισες.


Η ανάσα σου μια θάλασσα που πνίγει,
κι εγώ κολυμπώ, ξανά και ξανά,
γιατί το να πεθάνω στο κύμα σου
είναι καλύτερο απ’ το να ζήσω στην ακτή.
Στα χέρια σου οι πληγές μου ανοίγουν,
κάθε φιλί σου – ένα μαχαίρι.
Μα αν είναι να με σκοτώσεις,
κάν’ το αργά, να νιώθω τον πόνο σου για πάντα.


Είσαι η σιωπή που με καταπίνει,
η φωνή μου δεν αντέχει να σε φτάσει.
Στις άδειες ώρες του κόσμου,
ο έρωτάς σου είναι η τιμωρία μου.
Το σώμα μου φτιάχτηκε να καεί στο δικό σου,
φλόγες που φωνάζουν τη δική σου απουσία.
Είσαι το σπίτι μου,
κι εγώ ένας άστεγος που ψάχνει τη στάχτη του.


Μιλήσαμε με τα μάτια,
γιατί οι λέξεις πέθαναν.
Κάθε ανάσα σου μια υπόσχεση
που ποτέ δεν ήρθε να μείνει.
Είσαι η αλήθεια που δεν αντέχω να δω.
Στην αγκαλιά σου, όλα είναι ψέμα,
αλλά είναι το μόνο ψέμα που δεν μπορώ να αφήσω.


Το πάθος μας ένας πόλεμος
χωρίς νικητές.
Αίμα στα χείλη, φωτιά στο βλέμμα,
κι εμείς, δύο στρατιώτες που αρνήθηκαν την ειρήνη.
Πώς μπορεί να είναι τόσο όμορφο να πεθαίνεις
για έναν άνθρωπο που ποτέ δεν θα σε ζήσει;
Στην απουσία σου βρίσκω τη δύναμή μου,
και στη μοναξιά μου, την πιο γλυκιά συντροφιά.


Ο κόσμος μου είναι ένας άδειος δρόμος
γεμάτος ίσκιους που φωνάζουν τ' όνομά σου.
Τα φώτα της πόλης μιλούν για σένα,
και το αίμα μου, στάλα-στάλα,
γράφει ιστορίες που δεν θα διαβάσεις.
Ένα τραγούδι που τελειώνει πριν αρχίσει.
Ένα φιλί που αιμορραγεί.
Εγώ, εσύ,
δυο χαμένες επαναστάσεις
μέσα σε ένα βρώμικο δωμάτιο.


Σε κάθε φιλί σου, βρίσκω τον εαυτό μου,
και χάνω τον Θεό.
Η αγάπη σου είναι ο ουρανός που πέφτει,
η άβυσσος που σκεπάζει τα πάντα.
Μα δεν έχω άλλη επιλογή.
Θα σε ακολουθήσω εκεί που ο κόσμος σταματά,
όπου η ζωή γίνεται σκόνη
και η σιωπή σου
το τελευταίο μου τραγούδι.


Πώς μπορεί να υπάρχει τόσος θόρυβος στη σιωπή σου;
Μια στιγμή μαζί σου είναι μια αιωνιότητα που αιμορραγεί.
Είσαι το τίποτα που με κρατά ζωντανό,
η φωτιά που με καταστρέφει,
και το νερό που αρνείται να με σβήσει.
Σου μιλάω σε μια γλώσσα που δεν θα μάθεις ποτέ.
Γράφω τα όνειρά μας σε τοίχους που κανείς δεν βλέπει.
Αλλά ακόμα περιμένω.
Γιατί το να περιμένω εσένα
είναι η μόνη μου θρησκεία.


Είσαι το μαχαίρι που με έμαθε να αγαπώ τον πόνο.
Είσαι ο καθρέφτης που μου έδειξε
πώς να διαλύομαι όμορφα.
Δεν είμαι ολόκληρη χωρίς τις πληγές σου.
Δεν είμαι άνθρωπος χωρίς τον πόθο σου.
Μα ίσως, σε ένα άλλο σύμπαν,
να ήμουν κάτι περισσότερο
από μια ανάμνηση που καίγεται.


Οι λέξεις σου είναι προσευχές που ξεχάστηκαν,
κλειδιά για πόρτες που δεν άνοιξαν ποτέ.
Το σώμα σου είναι μια θάλασσα από αλμύρα και αίμα,
κι εγώ πνίγομαι, χαμογελώντας.
Είσαι η αρχή και το τέλος,
η καταστροφή μου και η μόνη μου σωτηρία.
Αν είναι να φύγεις,
πάρε μαζί σου τον πόνο μου.
Ή μήπως είσαι ο πόνος μου;

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο IV

Να είμαι σε σένα,
όπως η σιωπή στο πέταλο του λουλουδιού,
όπως ο άνεμος που ξεχνιέται στα μαλλιά σου.
Είσαι το φως που σβήνει,
κι εγώ, το σκοτάδι που περιμένει να υπάρξει.

Να είμαι στον χρόνο σου,
εκεί που οι ώρες κυλούν σαν νερό στις φλέβες.
Η αφή σου γράφει ιστορίες στο δέρμα μου,
κι εγώ μαθαίνω να διαβάζω
τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ.

Να είμαι στην αναπνοή σου,
εκεί που γεννιέται το τώρα.
Να γίνομαι η ηχώ της φωνής σου,
η γεύση της στιγμής
που δεν θα φύγει ποτέ.

Να είμαι στο βλέμμα σου,
στα νερά που δεν ησυχάζουν.
Μια θάλασσα που λικνίζεται
στο βάθος των ματιών σου,
εκεί όπου χάνομαι για πάντα.

Να είμαι στην νύχτα σου,
όταν ο κόσμος σωπαίνει.
Η σκιά μου να βρίσκει καταφύγιο
στα όνειρα που φοβάσαι να πεις δυνατά,
εκεί που το φεγγάρι ξέρει να αγαπά.

Να είμαι οι ρίζες σου,
ό,τι κρατά το σώμα σου όρθιο.
Να γίνομαι το χώμα που σε τυλίγει,
η γη που φυλάει
την ανάσα σου ζωντανή.

Να είμαι στην αιωνιότητά σου,
ένα φως που δεν σβήνει ποτέ.
Να υπάρχω στις λέξεις σου
όπως το μυστικό στις σελίδες,
σαν μια υπόσχεση που δεν ξεχνιέται.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο III

Μάτια καθρέφτες,

στο βάθος τους βυθίζομαι,

άβυσσος ψυχής.


Χείλη σαν μετάξι,

ψιθυρίζουν μυστικά,

κάθε φιλί πληγή.


Το πρόσωπό σου,

ένας χάρτης αισθήσεων,

ταξιδεύω σ' αυτό.


Στο βλέμμα σου,

κρύβονται θάλασσες,

χαμένοι θησαυροί.


Χείλη μισάνοιχτα,

η υπόσχεση τους καίει,

φλόγες χωρίς τέλος.


Πρόσωπο φεγγάρι,

στο φως του ξενυχτώ,

σκιές τρεμοπαίζουν.


Μάτια υγρά,

καθρέφτες της ψυχής σου,

βλέμμα που καίει.


Χείλη που διψούν,

στο άγγιγμά τους σβήνω,

παράδοση γλυκιά.


Το βλέμμα σου,

διαπερνά την καρδιά μου,

δεν υπάρχει διαφυγή.


Πρόσωπο γυμνό,

κάθε γραμμή του μιλά,

ψίθυροι κρυφοί.


Σπάει η ζωή,

σαν γυαλί στην άκρη,

δεν υπάρχει φως.


Αγάπη καίει,

μαχαίρι που χαράζει,

η πληγή μένει.


Απουσία σου,

μια κραυγή στο κενό,

δεν ακούει κανείς.


Το σώμα λυγίζει,

καρδιά χτυπά στον τοίχο,

κανείς να το νιώσει.


Ζωή χωρίς φως,

ένας δρόμος άδειος,

ποτέ δεν τελειώνει.


Σε ψάχνω ξανά,

ο χρόνος με διαλύει,

μονάχα σιωπή.


Αγάπη νεκρή,

μια ανάμνηση πικρή,

σβήνει στα χείλη.


Κάθε ανάσα,

μια υπόσχεση ψεύτικη,

χάνομαι ξανά.


Μια ζωή σπασμένη,

θραύσματα στα χέρια μου,

δεν μπορώ να κολλήσω.


Απουσία μου,

με καταπίνει η νύχτα,

δεν υπάρχει τέλος.


Στην απουσία,

η ζωή γίνεται σκιά,

κρυφή αναπνοή.


Αγάπη σβήνει,

σαν άνεμος φθινοπώρου,

και μένει το κενό.


Στη σιωπή μιλώ,

λόγια χαμένα στο χτες,

προσμένω μια φωνή.


Το τώρα λυγίζει,

η απουσία μεγαλώνει,

μαθαίνω τη σιωπή.


Χέρια που άγγιζαν,

τώρα μένουν άδεια,

σκιά η μνήμη τους.


Μια ζωή περνά,

χαρτιά ανακατεμένα,

μετρώ απώλειες.


Αγάπη μικρή,

σβήνεις όπως το φως,

σε ένα άδειο δωμάτιο.


Απουσία σου,

κλείνω τα μάτια ξανά,

ίσως σε βρω εκεί.


Ζωή που κυλά,

σ' ένα κύμα μνήμης,

χάνομαι μαζί της.


Λέξεις που χάθηκαν,

προσπαθώ να κρατηθώ,

σε έναν ψίθυρο.


Απών κι εγώ,

βραχνή η φωνή της ζωής,

σ' ένα τέλος βουβό.


Η αγάπη ξένη,

σαν το φθινόπωρο έρχεται,

φυλλοβόλο φως.


Στιγμές χαμένες,

μέσα σε σκιές θλίψης,

καρδιά που πονά.


Ζωή κουρασμένη,

άδειος δρόμος μπροστά,

μονότονο φως.


Αγάπη που έφυγε,

γέλιο που δεν ακούγεται,

η καρδιά σβήνει.


Αγάπη δική μου,

σαν άνεμος περνάς,

φεύγεις με το φως.


Ζωή μου, μακριά,

στο βλέμμα σου ψάχνω,

απουσία παντού.


Κάθε φιλί σου,

σαν όνειρο χαμένο,

μακρινό τραγούδι.


Η νύχτα σιωπά,

εσύ μακριά, σβήνεις,

ψάχνω τα χέρια σου.


Στον πόθο χαμένη,

μια καρδιά που αιμορραγεί,

σε αναζητά.


Ζωή περαστική,

σ' ένα χρώμα θαμμένο,

εγώ και η σιωπή.


Στην αγάπη,

ίσως κρύβεται το παρελθόν,

μνήμης εικόνα.


Η απουσία,

παλαιό έργο της μοίρας,

σκιά που γελά.


Στους δρόμους της πόλης,

βρίσκω τη μνήμη σου,

ξεχασμένη σκιά.


Στα μάτια σου,

αναζητώ το παρελθόν,

κι η νύχτα με κλείνει.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Κόκκινο Τετράδιο II

Στιγμές χαμένες,
αγγίγματα στα όνειρα,
χάθηκε ο χρόνος.

Σκιές μιλάνε,
η σιωπή με καλύπτει,
άδειο φεγγάρι.

Φλόγα σβησμένη,
κάθε ανάσα δική σου,
πίσω δε γυρνώ

Κρύβει η νύχτα,
το πρόσωπό σου άγνωστο,
σιωπηλός πόνος.

Δρόμοι κλεισμένοι,
το τίποτα με πνίγει,
σκιά χωρίς φως.

Λόγια νεκρά,
χαράζει η μοναξιά,
στον άδειο κόσμο.

Σιωπηλός πυρετός,
οι σκέψεις σου πληγή,
μακριά από σένα.

Δάκρυ στο χιόνι,
αχνά χαράζει ο πόθος,
σβήνει η φωτιά.

Στάχτες στον άνεμο,
κραυγές ανείπωτες,
χάθηκε η αφή.

Ράγισε η αγκαλιά,
τα μάτια σου καθρέφτες,
κρύβουν τη βροχή.

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Κόκκινο Τετράδιο Ι

Η απόσταση ανάμεσά μας δεν μετριέται σε χιλιόμετρα, αλλά σε χτύπους καρδιάς που χάνονται χωρίς εσένα.

Μερικές νύχτες δεν κοιμάμαι, όχι επειδή φοβάμαι τα όνειρα, αλλά επειδή φοβάμαι την αλήθεια που θα ξυπνήσω χωρίς εσένα.

Οι σιωπές μας μιλάνε πιο δυνατά από όλες τις κραυγές μας.

Αν ο πόνος ήταν καμβάς, εσύ θα ήσουν το πιο όμορφο έργο τέχνης μου.

Δεν χρειάζεται να με αγαπήσεις. Αρκεί που υπάρχω στον κόσμο σου, έστω και σαν σκιώδης φιγούρα.

Κάθε λέξη που δεν σου είπα είναι μια μικρή αυτοκτονία. Σωπαίνω, κι όμως αιμορραγώ.

Η αγάπη μου για εσένα είναι μια πληγή που κλείνει μόνο για να ανοίξει ξανά, πιο βαθιά.

Σε αγαπώ όπως ο αέρας αγαπά τη φλόγα: δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, αλλά σε καταστρέφω.

Η απουσία σου είναι πιο θορυβώδης από όλες τις φωνές του κόσμου.

Σε μισώ που με έμαθες να πεθαίνω κάθε φορά που δεν είσαι εδώ.

Κάθε στιγμή μαζί σου είναι αιωνιότητα. Κάθε στιγμή χωρίς εσένα είναι το τέλος του κόσμου.

Θα σ' αγαπώ για πάντα, ακόμα κι αν αυτό το 'πάντα' κρατάει μόνο όσο ένα φιλί σου.

Οι πληγές μου σε κουβαλούν σαν τατουάζ που χαράχτηκε από τα ίδια μου τα χέρια.

Τα αστέρια δεν καίνε, μα τραγουδούν σιωπηλά, περιμένοντας τον άνεμο να τα ξυπνήσει.

Το φεγγάρι κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα, λες και φοβόταν το βλέμμα μου.

Σε έναν κόσμο που σπάει, γίνομαι κομμάτι της σκόνης που αιωρείται.

Στον θρόνο της μοναξιάς, έμαθα να κυβερνώ τον χρόνο.

Όσα δεν σου είπα έγιναν στάχτες στις φλόγες που άναψες μέσα μου.

Μου λείπεις όπως το φεγγάρι λείπει στον ουρανό την πρώτη νύχτα του νέου μήνα.

Το κορμί μου μπορεί να ζει μακριά σου, αλλά η ψυχή μου δεν έφυγε ποτέ.

Είσαι η αναπνοή που κρατώ όταν δεν σε βλέπω, και η κραυγή που αφήνω όταν σε ονειρεύομαι.

Κάθε λέξη που σου γράφω είναι μια ακτή, και κάθε σιωπή σου το κύμα που τη σβήνει.

Είσαι ο καθρέφτης που φοβάμαι να κοιτάξω, μήπως δω το πρόσωπό μου γεμάτο από εσένα.

Είσαι το φως που δεν αντέχω να κοιτάξω, και το σκοτάδι που με αγκαλιάζει.

Σε κάθε σου απουσία χτίζω έναν τοίχο, αλλά πάντα τον γκρεμίζω για να σε αφήσω να μπεις ξανά.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024

Aeternum

Amor est ignis, qui ardet in aeternum,
Non flammae cadunt, nec cineres fiunt.
In corde nascitur, de luctu fluit,
Ex desiderio, ex dolore, ex spe.

Amamus cum oculis clausis,
Sed omnia videre possumus:
Lacrimas, risum, mortem, vitam.
In tenebris nostri, amor lucet.

Amor non est perfectus, nec purus;
Sed crudelis, verus, pulcher.
Cur nos urit, cur vulnerat?
Quia sine eo, nihil sumus.
Mors interrogat: «Cur vivis?»
Respondeo: «Amavi.»