Erleichda
"Ολόκληρη μέρα μπορεί να λιάζεται σε μια και μόνη ζεστή σκέψη" Λίχτενμπεργκ
Τρίτη 1 Ιουλίου 2025
Πεσσόα
Κυριακή 1 Ιουνίου 2025
100%
Πριν από πολλά πολλά χρόνια,
ζούσαν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Το αγόρι δεκαοχτώ χρονών
και το κορίτσι δεκαέξι.
Το αγόρι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο,
και το κορίτσι δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο.
‘Ένα μοναχικό και συνηθισμένο αγόρι
κι ένα μοναχικό και συνηθισμένο κορίτσι,
σαν αυτά που υπάρχουν παντού.
Ωστόσο πιστεύουν ακράδαντα
πως κάπου σ’ αυτό τον κόσμο
υπάρχει ένα κορίτσι ή ένα αγόρι,
που τους ταιριάζει 100%.
Ναι, πιστεύουν σ’ ένα θαύμα.
Κι αυτό το θαύμα ήρθε.
Μια μέρα οι δυο τους συναντιούνται τυχαία
στη γωνία κάποιου δρόμου.
«Απίστευτο» λέει το αγόρι στο κορίτσι,
«σ’ έψαχνα παντού!
Είτε το πιστεύεις είτε όχι,
είσαι για μένα το 100% κορίτσι».
Και το κορίτσι απαντάει:
«Κι εσύ είσαι για μένα το 100% αγόρι.
Ακριβώς όπως το είχα φανταστεί.
Είναι σαν όνειρο».
Οι δυο τους κάθονται σ’ ένα παγκάκι του πάρκου,
κρατιούνται απ’ το χέρι και μιλάνε συνέχεια,
χωρίς να βαριούνται. Δεν είναι πια μόνοι.
Βρήκαν το 100% ταίρι τους
κι αυτό τους βρήκε επίσης,
Το να βρεις το 100% ταίρι σου
και να σε βρει και κείνο,
είναι κάτι εντελώς ασυνήθιστο,
ένα θαύμα του κόσμου.
Αλλά τις καρδιές τους τις σκιάζει μια μικρή,
πολύ μικρή αμφιβολία.
Είναι δυνατόν το όνειρό τους
να εκπληρώθηκε τόσο απλά;
Σ’ ένα διάλειμμα της συζήτησης, λέει το αγόρι:
«Ας κάνουμε μια δοκιμή.
Αν είμαστε 100% φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο,
σίγουρα κάπου κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
Την επόμενη φορά θα ξέρουμε πως είμαστε 100%
προορισμένοι ο ένας για τον άλλο,
και θα παντρευτούμε αμέσως. Συμφωνείς;
«Συμφωνώ» απάντησε το κορίτσι.
Κι έτσι χώρισαν.
Ο ένας στη Δύση κι ο άλλη στην Ανατoλή.
Στην πραγματικότητα όμως ήταν εντελώς
περιττό να βάλουν τη μοίρα τους σε δοκιμασία.
Δεν έπρεπε να το κάνουν.
Ήταν προορισμένοι 100% ο ένας για τον άλλο.
Η αγάπη τους ήταν ένα θαύμα.
Επειδή όμως ήταν ακόμα πολύ νέοι,
δεν μπορούσαν να το ξέρουν.
Κι έτσι παρασύρθηκαν από το αδιάκοπο,
ανελέητο κύμα της μοίρας.
Μια μέρα του χειμώνα, αρρώστησαν κι οι δυο
από μια επιδημία γρίπης,
που ήταν εκείνη τη χρονιά σε έξαρση.
Για πολλές βδομάδες πάλευαν
μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας,
κι όταν πια έγιναν καλά,
όλη η προηγούμενη ζωή τους
είχε σβηστεί από τη μνήμη τους.
Πώς να το πω, όταν ξύπνησαν και πάλι,
τα κεφάλια τους είχαν αδειάσει,
σαν τον Koυμπαρά του νεαρού Ντ. Χ. Λώρενς.
Όμως, επειδή αυτός ήταν ένα έξυπνο
και καρτερικό αγόρι, κι εκείνη ένα έξυπνο
και καρτερικό κορίτσι, δούλεψαν σκληρά,
ξαναπόκτησαν συνείδηση και αισθήματα
κι επέστρεψαν με επιτυχία στην κοινωνία.
Ναι, μα το Θεό, ήταν πραγματικά σωστοί πολίτες.
Ήξεραν σε ποιους σταθμούς έπρεπε
να κατέβουν στο μετρό και πώς να στείλουν
ένα γράμμα εξπρές στο ταχυδρομείο.
Αγαπούσαν κιόλας, πότε 75% , πότε 85%.
Το αγόρι είχε γίνει πια 32 χρονών
και το κορίτσι 30 χρονών.
Τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβουν.
Κι ένα όμορφο πρωινό του Απρίλη,
το αγόρι πάει από τη Δύση στην Ανατολή
από έναν μικρό παράπλευρο δρόμο
στο Χαραγιούκου, για να πιει έναν καφέ,
και το κορίτσι, πηγαίνοντας ν’ αγοράσει
γραμματόσημα για ένα γράμμα εξπρές,
παίρνει τον ίδιο δρόμο
από την Ανατολή στη Δύση.
Στα μισά του δρόμου διασταυρώνονται.
Για μια στιγμή αστράφτει στις καρδιές τους
η αδύναμη λάμψη της χαμένης μνήμης.
Το στήθος τους βροντοκοπάει. Και ξέρουν.
Αυτή είναι για μένα το 100% κορίτσι.
Αυτός είναι για μένα το 100% αγόρι.
Όμως η λάμψη της ανάμνησης
είναι πολύ αδύναμη,
η γλώσσα τους δεν έχει πια τη διαύγεια
που είχε πριν από δεκατέσσερα χρόνια.
Κι οι δυο τους, χωρίς να πουν λέξη,
περνούν ο ένας δίπλα στον άλλο
και χάνονται μέσα στο πλήθος…
Για πάντα…
| Χαρούκι Μουρακάμι |“Θα σε αγαπήσω όταν είσαι 100%”|
Πέμπτη 1 Μαΐου 2025
Κόκκινο Τετράδιο VII
Λέξεις-δεσμά μου,
σκιά στην ύπαρξή μου,
κλειδώνουν το φως.
Γυμνός καθρέφτης,
το σώμα μου ένας χάρτης,
που κρύβει μυστικά.
Ένα μήλο, φως,
σκοτάδι στο βλέμμα μου,
είμαι και δεν είμαι.
Καπέλο πουλιά,
στον ουρανό πετούν πια,
η σκέψη χάνεται.
Τεθλασμένες γραμμές,
το πρόσωπο σου χάνεται,
σε χρώματα ζω.
Κύκλοι και σώματα,
η αγάπη χωρίζεται,
σε χίλια κομμάτια.
Ρολόγια λιώνουν,
ο χρόνος στάζει χρυσάφι,
στα χείλη σου πια.
Μυαλά που σπάνε,
όνειρα σε πιατάκι,
λάβα που καίει.
Ταξιδεύω φως,
σε κύματα ψυχής μου,
το όνειρο ζει.
Σώμα σου τρελό,
με οδηγεί στο χάος,
εγώ κι εσύ φως.
Στίχος που σβήνει,
σε μια θάλασσα πόνου,
η φωνή σου φως.
Άνεμοι φωνής,
ταξιδεύουν στην ψυχή,
γίνομαι γυαλί.
Το νερό κυλά,
φιλί γυμνό στον άνεμο,
το σώμα μου φως.
Γυμνό κύμα μου,
θάλασσα που ανατέλλει,
εσύ, ο χρόνος.
Δέρμα που πονά,
λουλούδια στην πληγή μου,
γίνεσαι αγκάθι.
Ο έρωτάς σου,
χρώμα που βάφει κόκκινο,
σ' έναν καμβά μου.
Σώματα βαριά,
οι σκιές γεμάτες πόθο,
εσύ, μες στη σιωπή.
Κάθε καμπύλη,
μια αγάπη που φουσκώνει,
στον χώρο απλώνεται.
Χρώμα που στάζει,
σκοτάδι στη σιωπή μου,
τα μάτια σου φως.
Κόκκινο, μπλε φως,
ανάμεσα στο τίποτα,
χάνομαι ξανά.
Γραμμές που χορεύουν,
χάος πάνω στον καμβά,
εσύ με οδηγείς.
Σταγόνες πάθους,
ο έρωτας διαλύεται,
χρώμα που τρέχει.
Λέξεις που κρύβουν,
την αλήθεια του σώματος,
οι σιωπές πονάνε.
Σελίδες άδειες,
με ένα φιλί γεμίζουν,
κρυφή αγάπη.
Καρδιές που φωνάζουν,
γυμνές μέσα στη νύχτα,
εσύ το άστρο μου.
Τραγούδι παλιό,
στη στροφή του δρόμου σου,
ανασαίνω φως.
Στο φως των φάρων,
το φιλί γεύεται νύχτα,
έξω απ’ το χρόνο.
Σκιές βιβλίων,
φιλί σαν μυστικό,
ο χρόνος ξεχνά.
Στα σοκάκια,
η νύχτα ψιθυρίζει,
ένα φιλί κρυμμένο.
Φιλί στην εξέγερση,
ο έρωτας πολεμά,
σφαίρες στον αέρα.
Ανάμεσα στις σφαίρες,
τα χείλη ενώνονται,
σιωπηλή ελπίδα.
Λαβύρινθος λόγων,
φιλί σαν κωδικός,
σπασμένο κάτοπτρο.
Φιλί κρυφό,
στις βιβλιοθήκες της νύχτας,
η σιωπή μιλά.
Φιλί σαν σκιά,
η αβάσταχτη ελαφρότητα,
στη νύχτα χάνεται.
Στην αιωνιότητα,
τα χείλη ενώνουνε,
στιγμές της λήθης.
Στο σκοτάδι,
ένα φιλί φωνάζει,
θέληση για δύναμη.
Χείλη σαν ρολόι,
φιλί που διαστέλλεται,
πραγματικότητα λιώνει.
Χείλη καίνε,
το σώμα σου φωτιά,
στην άβυσσο πέφτω.
Γυμνή ανάσα,
στ’ ακροδάχτυλα κυλάς,
πάθος φλεγόμενο.
Στο σκοτάδι,
το κορμί σου οδηγός,
άγρια σιωπή.
Κάτω από το φως,
οι σκιές μας ενώνονται,
φιλί βουβό.
Δέρμα σαν μετάξι,
καρδιά χτυπάει δυνατά,
λάβα στις φλέβες.
Σαρκικό όνειρο,
τα κορμιά μας μάχη,
φλόγες παντού.
Στη νύχτα γλιστράς,
το σώμα σου ορίζει,
καταιγίδα εντός.
Στα χέρια μου πνίγεσαι,
η ανάσα σου καίει,
κάθε στιγμή αιώνια.
Στα μάτια σου,
η φλόγα της επιθυμίας,
φωτιά χωρίς τέλος.
Στα σκοτάδια,
χάνονται οι αναστεναγμοί,
πυρκαγιά ηδονής.
Σταγόνες ιδρώτα,
το σώμα σου χορεύει,
νύχτα ηδονής.
Κρυφές ανάσες,
στα χείλη σου υποκλίνομαι,
φλόγα αναμμένη.
Στο δέρμα σου
η αφή μου ταξιδεύει,
ηδονή χωρίς τέλος.
Δάχτυλα απαλά,
αφήνουν ίχνη φωτός,
κορμιά ενωμένα.
Μισάνοιχτα χείλη,
ψιθυρίζουν πόθο,
η νύχτα λυγίζει.
Στη μέση της νύχτας,
τα κορμιά μας μπλέκονται,
αγρίμι ξυπνά.
Το σώμα μιλά,
κάθε κίνηση φωνάζει,
πάθος ζωής.
Στο φιλί σου,
αισθήσεις φλογίζονται,
γλυκιά παραφορά.
Αργό χορό,
τα χείλη σου ορίζουν,
νιώθω τη φωτιά.
Τα μάτια σου,
βαθιά σαν θάλασσα,
με πνίγουν στο πάθος.
Κάτω από φως,
το δέρμα σου καίει,
χάδι που τρεμοπαίζει.
Τα δάχτυλα γλιστρούν,
στιγμές γεμάτες πόθο,
σώματα ενωμένα.
Στη γύμνια σου,
οι αισθήσεις αφυπνίζονται,
πάθος φλεγόμενο.
Στο χάδι σου,
ηδονή ταξιδεύει,
κύμα χωρίς τέλος.
Κάθε καμπύλη,
μονοπάτι της ηδονής,
ψιθυρίζει πάθος.
Στα σκοτάδια,
γευόμαστε την έκσταση,
ανάσα καυτή.
Χαραυγή της νύχτας,
τα σώματα ενώνονται,
αναστεναγμοί ηδονής.
Στη γεύση σου,
βρίσκω κάθε επιθυμία,
άγρια νύχτα.
Δέρμα στο δέρμα,
ο πόθος ανασαίνει,
φωτιά που καίει.
Σώμα λυγίζει,
υποκλίνομαι στον πόθο,
χάδι σαν φλόγα.
Τρίτη 1 Απριλίου 2025
Κόκκινο Τετράδιο VI
Κάθε πρωί ξυπνάμε με τα ίδια ονόματα,
ονόματα που κάποτε σημαίναν φως,
τώρα μόνο σκιά.
Τα μαζεύω, τα διπλώνω προσεκτικά
σαν γράμματα που δεν διαβάστηκαν ποτέ.
Ό,τι δεν ειπώθηκε ζει ακόμα,
μια ανάσα μακριά,
μα κανείς δεν τολμά να την ανασάνει.
Κρύψαμε τον πόνο κάτω από τα μάτια μας,
εκεί που κανείς δεν κοιτά.
Αλλάζει χρώματα με τη νύχτα.
Ο ουρανός άδειος,
όπως εμείς,
κανένας θεός δεν κατέβηκε για να σώσει αυτό που χάνεται.
Μόνο εμείς,
με χέρια γεμάτα πληγές,
προσπαθούμε να κρατήσουμε ό,τι μένει.
Αίμα στα χέρια μου,
λουλούδια στα μαλλιά σου.
Ένα φιλί που έσβησε τα πάντα,
εκτός από την ενοχή.
Αγάπη που βγήκε από τις σελίδες του μυαλού,
κατέστρεψε τα σώματα,
μα άφησε τις καρδιές να χτυπούν πιο δυνατά.
Εμείς οι χαμένοι,
πάντα με μια δόση πάθους,
πάντα με τη γεύση του θανάτου στο στόμα.
Σκιές χορεύουν στον καθρέφτη,
είναι τα πρόσωπα που έχασα,
οι ψυχές που δεν αγγίχτηκαν ποτέ.
Η αγάπη είναι μια πλάνη,
μια σκοτεινή μουσική που με νανουρίζει,
μα με κάθε νότα,
το σκοτάδι μεγαλώνει.
Ποιος θα τολμήσει να δει;
Ποιος θα αντέξει να νιώσει αυτό που χάθηκε;
Πέφτει η σιωπή σαν κουρτίνα βαριά,
κλείνοντας τον κόσμο που χτίσαμε με ψιθύρους.
Στα χέρια μου κρατώ τα κομμάτια της φωνής σου,
μα όσο κι αν τα ενώσω,
η μελωδία δεν επιστρέφει.
Μένουμε να κοιτάμε το κενό,
σαν να περιμένουμε κάτι που δεν έρχεται ποτέ.
Τα κύματα φτάνουν στην ακτή,
αφήνοντας πίσω τους ψευδαισθήσεις.
Εκεί που κάποτε υπήρχε αγάπη,
τώρα μόνο αφρός.
Μιλώ με τις σκιές,
με τις μορφές που δημιουργεί η θάλασσα,
αλλά οι απαντήσεις είναι πάντα οι ίδιες:
κενές,
σαν το απέραντο μπλε
που μας περικυκλώνει.
Δεν ξέρω αν υπάρχει μια λέξη για την αγάπη,
ίσως είναι κρυμμένη πίσω από τα γράμματα
που γράφτηκαν και ξεχάστηκαν.
Κάθε μέρα, περιμένω μια φράση
να χτυπήσει την πόρτα μου,
όμως οι σιωπές στέκονται πιο βαριές.
Στα μάτια σου, ένα φως που δεν έσβησε ποτέ,
και κάθε λέξη που δεν ειπώθηκε
με κρατά δεμένη στο παρόν.
Σκιές μιλάνε,
η σιωπή με καλύπτει,
άδειο φεγγάρι.
Στιγμές χαμένες,
αγγίγματα στα όνειρα,
χάθηκε ο χρόνος.
Φλόγα σβησμένη,
κάθε ανάσα δική σου,
πίσω δε γυρνώ.
Κρύβει η νύχτα,
το πρόσωπό σου άγνωστο,
σιωπηλός πόνος.
Δρόμοι κλεισμένοι,
το τίποτα με πνίγει,
σκιά χωρίς φως.
Λόγια νεκρά,
χαράζει η μοναξιά,
στον άδειο κόσμο.
Σιωπηλός πυρετός,
οι σκέψεις σου πληγή,
μακριά από σένα.
Στάχτες στον άνεμο,
κραυγές ανείπωτες,
χάθηκε η αφή.
Ράγισε η αγκαλιά,
τα μάτια σου καθρέφτες,
κρύβουν τη βροχή.
Σκοτεινό φεγγάρι,
ψιθυρίζει η σιωπή,
μόνος περπατώ.
Κλειστές κουρτίνες,
η νύχτα σε καλύπτει,
ξέχασες το φως.
Μακριά από δω,
ο εαυτός μου πλανιέται,
άδειο κορμί μου.
Η σιωπή ψιθυρίζει,
οι λέξεις χορεύουν,
στιγμές αιχμαλωτίζουν.
Σιωπή φωνάζει,
οι σκέψεις μου χαμένες,
κενό στη ψυχή.
Ο χρόνος σπάει,
τα όνειρα καταρρέουν,
η απόγνωση γελά.
Στην πέτρα γράφω,
η σκιά του ήλιου καίει,
η μνήμη ζωντανή.
Σάββατο 15 Μαρτίου 2025
Κόκκινο Τετράδιο V
Κυριακή 2 Μαρτίου 2025
Κόκκινο Τετράδιο IV
όπως η σιωπή στο πέταλο του λουλουδιού,
όπως ο άνεμος που ξεχνιέται στα μαλλιά σου.
Είσαι το φως που σβήνει,
κι εγώ, το σκοτάδι που περιμένει να υπάρξει.
στα νερά που δεν ησυχάζουν.
Μια θάλασσα που λικνίζεται
στο βάθος των ματιών σου,
εκεί όπου χάνομαι για πάντα.